Χαράλαμπου Χαραλαμπόπουλου: Ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση τῆς Αἰτωλοακαρνανίας στήν αὐγή τῆς Ἀνεξαρτησίας
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
Στίς φιλόξενες σελίδες τῆς Ε.Π. (289/Αὔγ. 2020) εἴχαμε ἀναφερθεῖ στίς περιπέτειες τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄρτης Πορφυρίου Βυθινοῦ. Ἀπό τόν Δεκέμβρη τοῦ 1824 ἀπέρχεται στό Ναύπλιο ἀντιπροσωπεύοντας τό Μεσολόγγι στήν Ἐθνοσυνέλευση. Καθήκοντα Μητροπολίτου ἀναλαμβάνει ὁ βοηθός του Ἐπίσκοπος καί μετέπειτα ἐθνοϊερομάρτυρας Ρωγῶν καί Κοζύλης Ἰωσήφ.
Στίς 30 Μαΐου 1829 ὁ Πορφύριος μέ ἄδεια τοῦ Κυβερνήτη ἐπανῆλθε στή Μητρόπολή του μέ ἕδρα τό Μεσολόγγι καί διατηροῦσε τόν ἀρχαῖο τίτλο του Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης, ἐνῶ σέ λίγους μῆνες ἔλαβε τόν τίτλο Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Μεσολογγίου γιά νά ἀνταποκρίνεται στή νέα πραγματικότητα. Στά ὅρια τῆς Μητρόπολης ὑπαγόταν ἡ νότια Ναυπακτία (Βενέτικο), διότι ἡ βόρεια Ναυπακτία (Κράβαρα) ἀνῆκε κατά ἀρχαῖο ἔθος στήν Ἐπισκοπή Λιδωρικίου καί τήν Μητρόπολη Λαρίσης.
Ἀπό τό 1833 μέ τή νέα νομοθετική ρύθμιση ὁλόκληρη ἡ Ναυπακτία ὑπαγόταν στήν Ἐπισκοπή {Αἰτωλίας καί} Ἀκαρνανίας μέ ἐπίσκοπο τόν Πορφύριο, πού διατηροῦσε τόν τίτλο τοῦ Μητροπολίτη (Ὁ κατά τήν Ἐπισκοπήν Ἀκαρνανίας Μητροπολίτης).
Στίς 6 Δεκεμβρίου 1829 μετά ἀπό ἀλλεπάλληλες ἐγκυκλίους τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Γραμματείας (Ὑπουργεῖο) ὁ Πορφύριος ἀποστέλλει τρεῖς ἐπιστολές-ἀναφορές πρός τόν Ὑπουργό καί τόν ἴδιο τόν Κυβερνήτη. Ἡ ἀπογοήτευση καί ἡ ἀγανάκτηση γιά τήν κατάσταση πού ἀντιμετωπίζει εἶναι ἐμφανεῖς. Οἱ περιγραφές εἶναι τόσο σκληρές πού διερωτᾶται ὁ ἀναγνώστης πῶς θεμελιώθηκε αὐτό τό κράτος. Ὁ Καποδίστριας ἔθεσε, παρά τίς φοβερές δυσχέρειες, τίς βάσεις. Βέβαια, τό ἔργο του δέν ὁλοκληρώθηκε. Οἱ δῆθεν δημοκρατικοί της ἐποχῆς τόν κατηγοροῦσαν γιά αὐταρχικότητα καί διάφορα στοιχεῖα μέ ποικίλα κίνητρα καί συμφέροντα ὀργάνωσαν τή δολοφονία του.
Ἔτσι ἀνακόπηκε ἕνα δημιουργικό ἔργο καί τό νεοΐδρυτο κράτος ἀπό τήν δῆθεν «αὐταρχία» τοῦ Καποδίστρια, περιέπεσε στήν ξενοκρατούμενη ἀπολυταρχία τοῦ Ὄθωνα.
Μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές παρουσιάζονται ἀνάγλυφα οἱ φοβερές δυσκολίες καί τό χάος πού ἐπικρατοῦσε.
Ἕνας ἀτίθασος λαός πού καλά καλά δέν ἄφησε τά ἅρματα καί μία χώρα χωρίς καμία ὑποδομή ἦταν τό μεγάλο στοίχημα πού ἔπρεπε νά κερδίσουν οἱ ἱδρυτές τοῦ νεοΐδρυτου κρατιδίου.
Οἱ ἐπιστολές αὐτές, πού καταχωροῦμε ὁλόκληρες ἤ καί ἀποσπασματικά, γραμμένες ἀπό ἕναν σοβαρό Ἱεράρχη μέ ἐθνικές περγαμηνές, μᾶς δίνουν μέσα ἀπό τήν ὠμή ρεαλιστικότητά τους τά δεινά τῆς μετεπαναστατικῆς Ἑλλάδας.
Ἡ ἐπιστολή πρός τόν Ὑπουργό Ν. Χρυσόγελο ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἔχω ἀνά χεῖράς μου τάς δύο ἐγκυκλίους ὑπ’ ἀριθμ. 13 καί 4 καί τάς ὁδηγίας τῆς Γραμματείας ταύτης ὑπ’ ἀριθ. 15, μέ τάς ὁποίας προσκαλοῦμαι νά ἐκπληρώσω ὅσα ὁ ἀρχιερατικός μου χαρακτήρ ὑπαγορεύει. Ἀλλ’ εἰς ποίους, κύριε, ἱερωμένους καί εἰς ποίας ἐκκλησίας; Ὅλη ἡ ἐπαρχία μου, ἀφοῦ κατεσκήνωσε μετά τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ, ἀπετεφρώθη καί ἔγινε ὅλη Ἰλιάς κακῶν. Πολλά τῶν μοναστηρίων μου, ἀφοῦ κατερημώθησαν, ἔμειναν ἔρημα ἀνθρώπων καί ἤδη εὑρίσκονται ἐρείπια, ὁμοίως καί ἅπασαι αἱ ἐκκλησίαι τῶν χωρίων. Ὀλίγοι ἱερεῖς διασωθέντες, ἄλλοι εὑρίσκονται εἰς Ζάκυνθον ποριζόμενοι τά πρός τό ζῆν καί ἄλλοι εἰς Παλ. Πάτρας, ἔμειναν δέ πολλά ὀλίγοι ἱερουργοῦντες εἰς τά ἐρείπια. Ἀλλά καί αὐτοί μήπως ἔχουσι τά ἀναγκαῖα βιβλία τῆς ἀκολουθίας; Πιεστήρια ὁλόκληρα χρειάζονται νά δουλεύσωσιν εἰς ἕναν χρόνον καί μόλις θέλει προφθάσωμεν ἀπό βιβλία ἐκκλησιαστικά, οἷον Μηναῖα, Παρακλητικάς, Τριώδια, Πεντηκοστάρια, Ὡρολόγια, Ψαλτήρια, Ἀποστόλους, Εὐαγγέλια καί τά λοιπά. Ὅσα δέ εὑρέθησαν λιθόκτιστα καί διεσώθη ἡ οἰκοδομή των, ὅλον τό ἐμβαδόν εἶναι πυρίκαυστον καί χρησιμεύουσι διά μαγαζία τῶν πέριξ ἐγχωρίων. Ἀφ΄ ὅσα περιῆλθον πρίν τοῦ σφοδροτάτου χειμῶνος, δύο τούτων εὗρον μέ σώας τάς Ἁγίας Τραπέζας. Οἱ περισσότεροι τῶν λαῶν κάθηνται τρυπωμένοι εἰς τά δάση καί ζῶσι ζωήν ἀγρίαν. Εἰς δύο-τρία χωρία περιεποιήθησαν τάς καλύβας των καί κατῴκησαν, ἀλλά καί αὐτοί μετενόησαν, διά τό συχνοπέρασμα τῶν στρατευμάτων. Ὅλα αὐτά ἔπρεπε, κατά χρέος μου, νά ἐκτελέσω ἐγώ ὡς προθυμότερος τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ἡ ἀτυχία μου ἀπεκατέστησε τό μέρος τοῦτο, ὡς πλησιέστερον πρός τούς ἐχθρούς, θέατρον τοῦ πολυχρονίου πολέμου καί τό πλέον ἐρημωμένον, ὥστε μόλις μετά τριετίαν δύναται νά λάβῃ μορφήν ἐπί τό κρεῖττον.
Παρακαλῶ νά μοί προβλέψητε καί ἐξαποστείλητε ὀλίγον ἅγιον μῦρον, διότι ἐξεκένωσα ὅσον ἐπρόβλεψα καί τά βαπτιζόμενα βρέφη κινδυνεύουν νά εἶναι χωρίς τούτου. Ζητήσατε ἤ παρά τοῦ ἁγίου Δαμαλῶν, ὡς χρηματίσαντος Ὑπουργοῦ τῆς Θρησκείας, καί προβλεφθέντος ἀπό Κωνσταντινούπολιν, ἡ ἀπό τόν ἅγιον Θηβῶν κύριον Ἀγαθάγγελον, πρός τόν ὁποῖον εἶχον γράψει διά τοῦ αὐταδέλφου του καί μοί ὑπεσχέθη, πλήν δέν μοί ἔστειλε, καί πρός τό παρόν μοί εἶναι πολλά ἀναγκαῖον.
Κατάλυμα δέν ἔχω εἰς κανένα μέρος καί ἀναγκάζομαι νά πληρώνω ἐνοίκια ἐκ τοῦ ὑστερήματός μου καί νά κάθωμαι εἰς ὀσπίτια μή ἀνήκοντα εἰς τόν χαρακτῆρά μου. Ἤδη ὁπού ἡ Αὐτοῦ Ἐξοχότης ἀπεφάσισε καί διέταξε νά οἰκοδομηθῇ ἡ ἐκκλησία εἰς Μεσολόγγι, ἄς διατάξῃ νά γένῃ καί ἀρχιερατικόν κατάλυμα ὅπου ἦτον ἡ ἀρχαία μητρόπολις.
Εἶναι ἀνάγκη νά γένῃ μία αὐστηρά διαταγή τῆς Αὐτοῦ Ἐξοχότητος εἰς ὅν ἄν ἐγκρίνῃ διά νά δώσωσι λογαριασμόν οἱ ἐπίτροποι τῶν ἐκκλησιῶν τῶν χωρῶν καί χωρίων, ὅτι εἶναι πολλαί ἐκκλησίαι ὁπού εἶχον ὁπωσοῦν κατάστασιν καί εἰς ταύτην τήν ἀνωμαλίαν τά ἔλαβον οἱ ἐνορῖται καί τά κατέφαγον καί ἤδη ἀδιαφοροῦν ζητοῦντες τά πάντα ἀπό τήν Κυβέρνησιν. Εὑρίσκονται δέ καί μερικά ἀσημικά ἄχρηστα, δηλαδή κανδῆλαι καί τά τοιαῦτα, ἐξ ὧν ἠμποροῦν νά προμηθευθῶσι καί βιβλία καί πόσα ἄλλα ἀναγκαιοῦσι. Περί δέ τῶν μοναστηρίων τῶν σωζομένων καταγίνομαι νά λάβω κατ’ αὐτάς τάς στατιστικάς ἰδέας καί πρός τό παρόν, διά τήν ἄκραν ἐρήμωσιν καί μεγάλην γύμνωσιν ὁπού ἔχουν, χρῄζουσι μερικά καί βοηθείας ὁπωσοῦν. Διό καί μετά δύο ἤ τρεῖς χρόνους, τότε δίδω γνώμην νά συνεισφέρωσι καί ποίας συνεισφοράς περί τῶν κοινῶν καταστημάτων νά κάμωσι.
Ἀρχαιότατον ὑποστατικόν τῆς μητροπόλεώς μου, Μπαλήμπεη ὀνομαζόμενον, μετά τοῦ παρακειμένου αὐτῷ μύλου κεῖνται ἐρείπια, γνωστά ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων εἰς ὅλους τούς ἐπαρχιώτας μου, κύριον Γ. Μαυρομμάτην, κύριον Τάτζην Μαγγίναν τούς ὄντας αὐτόσε, καί εἰς ὅλην τήν ἐπαρχίαν μου ἁρπαγμένα ἀπό τόν τύραννον Ἀλῆ πασᾶν ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου προκατόχου μου κυρίου Ἰγνατίου. Ἀλλ’ εὐθύς ὁπού ἐσάλπισεν ἡ σάλπιγξ τῆς ἐλευθερίας καί ἔμεινεν ἱκανόν καιρόν ἡ Δυτική Ἑλλάς ἐλευθέρα ἐν τῇ εἰς Λάσπην γενομένῃ συνελεύσει ὅλοι οἱ πρόκριτοι τῆς ἐπαρχίας μου, πολιτικοί καί πολεμικοί, δι’ ἀναφορᾶς των πρός τόν Πρόεδρον τοῦ Ἐκτελεστικοῦ κύριον Α. Μαυροκορδᾶτον καί διά θεσπίσματος τοῦ αὐτοῦ ἐκλαμπροτάτου πάλιν ἀπεκατέστη κτῆμα τῆς μητροπόλεώς μου. Ἀφοῦ ὅμως παρεισέφρησαν οἱ ἐχθροί, ἀπετεφρώθησαν παρ’ αὐτῶν καί ἤδη κεῖνται ἐρείπια. Ὅθεν παρακαλῶ τήν σεβ. Κυβέρνησιν νά μοί δανείσῃ πρός τό παρόν νά ἀνεγείρω τόν μύλον καί νά δυνηθῶ νά καλλιεργήσω, ὁπωσοῦν καί τό ὑποστατικόν, διά νά ἔχω μικρόν ζωῆς πόρον, διότι εἰς τήν κατάστασιν ὁπού εἶναι αἱ ἐπαρχίαι μου οὔτε τολμῶ νά ζητήσω ἀπό τά ἀρχαῖα, ἄλλ οὔτε καταδέχομαι νά ζήσω μέ κανονικόν, πρόθεσιν, παρρησίαν καί τά τούτοις ὅμοια, ἄν ἡ σεβ. Κυβέρνησις εὐαρεστηθῇ, εἰ δ’ (ὅ μή γένοιτο!) ὕστερον ἀπό τόσους κινδύνους καί ἀπό τόσας θυσίας τῆς καταστάσεώς μου καί τῶν συγγενικῶν μου αἱμάτων, τοῦ ἀοιδίμου ἐπισκόπου μου Ρωγῶν Ἰωσήφ καί τοῦ ἀνεψιοῦ μου Θ. Θωμίδου, γενόντων θῦμα εἰς Μεσολόγγι, μέ τό ὅλον τῶν πραγμάτων μου καί 30 χιλιάδας γρόσια μετρητά καί μέ μίαν ἀρχιερατικήν στολήν, ἐνῷ δέν ἠξιώθη ἕνας ἐδικός μου μέχρι τοῦδε ν’ ἀπολαύσῃ ὀβολόν τῆς Κυβερνήσεως, ὕστερα, λέγω, ἀπό ὅλα ταῦτα νά καταντήσω νά ζῶ μέ τοιαύτην ταλαιπωρίαν καί χαμέρπειαν, ἄς λείψῃ καί ἡ ἐπαρχία καί ἡ ἀρχιερωσύνη καί ἄς ζήσω ὡς ἕνας ἀπόμαχος τῆς Ἑλλάδος ὅπου δυνηθῶ. Ἐγώ νέος ὤν, διά τήν ἔκτασιν τῆς ἐπαρχίας μου ταύτης, εἶχον δύο ἐπισκόπους τιτουλαρίους, οἵτινες περιερχόμενοι χρονικῶς τήν ἐπαρχίαν ἐτελειοποίουν κάθε ἱερόν μου ἀνῆκον εἰς τόν χαρακτῆρα μου καί διά τό πολιτικόν καί διά τό ἐκκλησιαστικόν, καί ὄχι ἤδη εἰς τό γῆράς μου νά ὑστεροῦμαι κι ἐγώ καί οἱ διασωθέντες παλαιοί ἄνθρωποί μου! Ζητῶ, λοιπόν, τήν ἄδειαν νά χειροτονήσω τόν ἀρχιδιάκονόν μου Γεράσιμον ἐπίσκοπον ἐπί ψιλῷ ὀνόματι διά νά περιέρχεται τήν ἐπαρχίαν μου, ὅτι, κατά τήν ὁποίαν ἔχουν ἐρήμωσιν αἱ ἐκκλησίαι καί τά μοναστήρια, ὁλόκληρος σχεδόν χρόνος χρειάζεται μόνον δι’ ἐγκαίνια. Ἄλλην δέ χειροτονίαν οὔτε ἔκαμον ἀπό τόν καιρόν τῆς ἐπαναστάσεως, οὔτε θέλω κάμει, μολονότι ζητῶσι πολλοί, ἕως ὅτου νά μορφωθῶσι τά ἐκκλησιαστικά πράγματα ἐπί τό κρεῖττον καί νά εὑρεθῶσιν ὑποκείμενα ἄξια ἱερωσύνης, ἐπειδή φοβοῦνται τήν αὐστηράν ἐκείνην φωνήν τοῦ Κυρίου μου «Μή ἐπιθῇς χεῖρα ἐπί ἀναξίῳ, ὅτι τῇ ἀπωλείᾳ αὐτοῦ χαρήσομαι, τό δέ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῶν χειρῶν σου ἐκζητήσω».
Παρακαλῶ νά μοί οἰκοδομηθῇ κατάλυμα εἰς Μεσολόγγι καί νά μοί γένῃ πρόβλεψις δανείου εἰς ἀνακαίνισιν τοῦ μύλου μου καί καλλιέργειαν τοῦ ὑποστατικοῦ μου, ὥστε νά πορίζωμαι ὁπωσοῦν τά πρός τό ζῆν βιῶν ἐντίμως καί εὐχόμενος ἐκτενέστερον πρός τόν Κύριον ὑπέρ τῆς πολυχρονίου ζωῆς καί ἀκλονήτου διαμονῆς τοῦ σεβαστοῦ μοι Κυβερνήτου καί πρός ἐπίτευξιν τῶν ὅσων ἐφίεται ἀγαθῶν ἡ ὑμετέρα ἐλλογιμότης, ἧς τά ἔτη εἶεν παρά Θεοῦ πανεύθυμα τῆς περιποθήτου μοι αὐτῆς ἐλλογιμότητος.
1829 10βρίου 6
Ἀνατολικόν(Αἰτωλικόν)
Εὐχέτης πρός Θεόν διάπυρος
Ὁ Ναυπάκτου καί Ἄρτης Πορφύριος.
Δέν περιορίζεται μόνο στήν ἀνωτέρω ἀναφορά πρός τό Ὑπουργεῖο, ἀλλά ἀπευθύνεται μέ τήν ἴδια ἡμερομηνία καί στόν Κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια στόν ὁποῖο ὑπενθυμίζει ὅτι δύο φορές στήν Αἴγινα προφορικά καί μία γραπτά περιέγραψε τή ζοφερή κατάσταση ὁλόκληρης τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδας καί ἰδιαίτερα τοῦ Μεσολογγίου.
Συνεχίζοντας ἐπισημαίνει:
«Ἀλλ ὅταν καί προσωπικῶς ἔφθασα εἰς τό κλεινόν Μεσολόγγιον καί εἶδον αὐτοψεί τήν ἐρήμωσιν αὐτῆς τῆς πόλεως καί τάς πυρικαύστους ἐκκλησίας, πρός δέ καί τόν σωρό τῶν κοκάλων ἐκείνων τῶν τόσων ἐνδόξων ἡρώων, ἤ καί μαρτύρων, ἔγραψα ἀμέσως περί πάντων τούτων πρός τήν Αὐτοῦ Ἐκλαμπρότητα τόν Πληρεξούσιον Τοποτηρητήν τῆς Κυβερνήσεως κατά τήν Στερεάν Ἑλλάδα καί ἔχω ἀνά χεῖράς μου τήν ἀπόκρισιν τῆς Ἐκλαμπρότητός του, δι’ ἧς μοί ἀποκρίνεται ὅτι θέλει φανερώσει τά πάντα πρός τήν Κυβέρνησιν [...]
Ἐπικαμφθείς δέ ἡ Ἐκλαμπρότης του μοί ἀπέστειλε γρόσια πεντακόσια καί ἅμα λαβών τά ἱκανά ταῦτα καί προμηθευθείς ἀπό ἵππον ἐξῆλθον πρός τε τήν Ἀκαρνανίαν καί Βόνιτζαν».
Καί στήν περιοδεία του τί εἶδε; Ἐρείπια, ἐρείπια, ἐρείπια! Ὁλοκληρωτική καταστροφή! Ὄλεθρος!
Ὁ Πορφύριος μέ μαῦρα χρώματα περιγράφει στόν Κυβερνήτη:
«Ἀδυνατῶ, Ἐξοχώτατε, νά περιγράψω τήν παντελῆ ἐρήμωσιν αὐτῶν τῶν ἐπαρχιῶν. Εἰς ὅλην τήν Ἀκαρνανίαν δέν ἐστάθη δυνατόν νά εὕρω ἐκκλησίαν σωζομένην, οὐδέ ἱερόν κατάστημα. Καί ὅσα ἐξ αὐτῶν ἦτον λιθόκτιστα, ἐκείνων μόνον διεσώθη ἡ οἰκοδομή, τό δέ ἐμβαδόν ὅλων κατατεφρωμένον καί αἱ ἱστορίαι τῶν ἁγίων κατάμαυραι, μόνον δέ δύο ἐκκλησίαι εὑρέθησαν σωζόμεναι, ἡ τῆς μονῆς τοῦ Λεσινίου, διά τό ἄβατον τῆς θέσεως, καί ἡ τῆς μονῆς τοῦ Ρόμπου, διά τό δύσβατον καί τήν προστασίαν τοῦ καπετάν Γ. Βαρνακιώτη, πάντα δέ τ’ ἄλλα κατατεφρωμένα καί αἱ Ἅγιαι Τράπεζαι ἀνεσκαμμέναι. Ἐπροχώρησα καί μέχρι Βονίτζης, ὅπου εὗρον τήν ἐκκλησίαν τοῦ Μεγάλου Σπυρίδωνος σκεπασμένην τό ἥμισυ ἄνωθεν μέ ἄχυρα, τό δέ λοιπόν ἀνεῳγμένον, καί κατά τό ἐμβαδόν ὡς καί τάς λοιπάς.
Ἐν γένει, Ἐξοχώτατε, ἅπασα ἡ παροικία μου, κατασκηνώσασα μετά τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ, ἔγινεν Ἰλιάς κακῶν. Ἀδίκως, ἄρα ἀπελέγχομαι. Ἐξοχώτατε, μέ τήν υπ’ ἀριθ. διαταγήν τῆς σεβαστῆς μοι Αὐτῆς Ἐξοχότητος, περιέμενον δέ ἀνυπομόνως τήν ὑπ’ ἀριθ. 18 πρόσκλησιν τῆς Γραμματείας, δι’ ἧς μέ ἀνεκάλει εἰς τά καθήκοντά μου, πλήν ἀντ’ ἐκείνης ἔλαβον τάς ὑπ’ ἀριθ 13 καί 14 ἐγκυκλίους καί τάς ὑπ’ ἀριθ. 15 ὁδηγίας τῆς Γραμματείας καί εἶδον τά ἐνδιαλαμβανόμενα, τά ὁποῖα ἤθελα ἐκπληρώσει κατά τό χρέος μου καί πρίν τῶν ὁδηγιῶν. Ἀλλ’ εἰς τήν κατάστασιν, φεῦ! πού ἤδη εὑρίσκονται οἱ λαοί τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος, μόλις μετά διετίαν ἤ τριετίαν θέλει δυνηθῶ νά μορφώσω τήν τῶν ἱερῶν καταστημάτων κατάστασιν, καί τοῦτο διά τῆς συνδρομῆς τῆς Κυβερνήσεως».
Στίς 2 Μαρτίου 1830 ἀποστέλλει νέα ἀναφορά πρός τόν Ὑπουργό Ἐκκλησιαστικῶν Ν. Χρυσόγελο. Ἡ κατάσταση συνεχίζει νά εἶναι οἰκτρά. Ὁ Μητροπολίτης χωρίς ὑπεκφυγές περιγράφει τή σκληρή πραγματικότητα:
«Περικλείω κατάλογον τῶν τριῶν ἐπαρχιῶν, τῶν εὑρισκομένων μοναστηρίων, καί ἄς συμπεράνῃ τήν κατάστασιν τῶν μερῶν τούτων. Δέν ἠδυνήθην, διά τόν πολύν καί σφοδρόν χειμῶνα, νά καταγράψω καί τῶν λοιπῶν καί ἴσως μετά τό Πάσχα δυνηθῶ νά περιγράψω καί τῶν ἄλλων. Ἐπροσκάλεσα ἐκ Παλ. Πατρῶν τόν θεοφιλέστατον συνάδελφόν μου πρῴην Παραμυθίας κύριον Προκόπιον συμβοηθόν μου, πλήν τόσην δυστυχίαν δέν ἤλπιζα νά ἴδω εἰς αὐτόν.Τῇ ἀληθείᾳ, ἀπ’ ὅ,τι φορεῖ, δεύτερον δέν ἔχει, οὔτε σκέπασμα, οὔτε στρῶμα, οὔτε ἀρχιερατικά, οὔτε κἄν δευτέραν ἐνδυμασίαν! Καί ἐνῷ ἤλπιζον νά ἐλαφρώσω ὀλίγον μέ τήν χειροτονίαν τοῦ ἀρχιδιακόνου μου, κατεβαρύνθην μέ τήν πρόσκλησιν αὐτήν καί λυποῦμαι τόν ἀρχιερέα, πλήν τί νά κάμη ὁ κρύος τόν παγωμένον!
Ἡ ἀγριότης τῶν ἐπαρχιωτῶν μου εἶναι ἀπερίγραπτος. Αὐτοί ἦτον συνηθισμένοι πρωτύτερα κάθε δόσιν νά τήν κάμωσι μέ τά ἰσχυρά ἔγγραφα, τά λεγόμενα πουγιουρτιά, τοῦ τυράννου Ἀλῆ πασᾶ, καί ἤδη ὁπού ἔκαμον τό ρωμαίϊκον δέν θέλουν νά πληρώσωσι κανέναν ὀβολόν, οὔτε δέκατα γεννημάτων, οὔτε δέκατα βελανιδίων, οὔτε καταγραφή τῶν ἰδιοκτήτων καί ἐθνικῶν καί σχεδόν τήν καταμέτρησιν τῶν προβάτων, καί τί δοκιμάζουν οἱ προσωρινοί Διοικηταί, Κύριος οἶδε! πολλῷ μᾶλλον τοῦ ἀρχιερέως των».
Ὁ δέ ἐκλαμπρότατος Πληρεξούσιος, ὁ προσκληθείς παρά τῆς Κυβερνήσεως διά νά προβλέψῃ διά τό κατάλυμά μου καί διά τήν εὐμάρειαν τοῦ βίου, τριακόσια μόνον γρόσια διέταξε νά δοθῶσι τῷ διακόνῳ μου καί ἕνα τυχόν ὀσπίτιον εἰς Μεσολόγγιον, διέταξε τόν Προσωρινόν Διοικητήν νά ἐνοικιάσῃ πρός κατοικίαν μου, διά τοῦτο καταγίνεται ἡ εὐγενία του ὁ Διοικητής νά ἐνοικιάσῃ δύο ὀντάδες εἰς ἕν Χάνι ὁπού ἤδη κατασκευάζει ὁ κύριος Κ. Μπέλιας καί ἐκεῖ νά μοί προσκαλέσῃ. Ὁ ἀποσταλείς διάκονός μου εἰς Ναύπακτον καί διά τό ἔγγραφόν μου, ἀφοῦ εἶδε τόν τρόπον τῆς ἐκλαμπρότητός του, ἄφησε καί τά τριακόσια γρόσια του, ἴσως χρησιμεύσωσι καί αὐτά διά τούς ὑπασπιστάς του, καί ἐπιστρέψας μοί ἐδιηγήθη τό σοβαρόν καί ἀγέρωχον, ὁπού δέν ἠξεύρω εἰς ποῖον μέρος τῆς Εὐρώπης ἐδιδάχθη. Ἐγώ τουλάχιστον διά εἴκοσι καί ὀκτώ χρόνους ὁπού ἐδούλευσα ἐν πράγματι τήν ἐποχήν τῶν τυράννων οὐδέποτε ζῇ ὁ Θεός! δέν ἀπήντησα τοιοῦτον τρόπον.
Σκοπεύω, κύριε Γραμματέα, μετά τό Πάσχα νά παρρησιασθῶ εἰς τήν Αὐτοῦ Ἐξοχότητα τόν σεβ. Κυβερνήτην μας καί ἄν ἡ Αὐτοῦ Ἐξοχότης θελήσῃ νά ἐπιθέσῃ εἰς τάς τοσαύτας πληγάς μου καί νά ζήσω ὅπως εἶναι δίκαιον εἰς τόν χαρακτῆρα μου, εἰς τόν βαθμόν καί εἰς τάς ἐκδουλεύσεις μου, τότε ἐπιστρέφω, ὄχι καί ἔχει νά διαρκέσῃ ἡ τοιαύτη χαμέρπεια καί μηδαμινότης, νά φροντίσω ὅσον εἶναι τά πόδια μου γερά.
Καί εἰς τοῦτο ζητῶ τήν γνώμην της, ἄν εἶσαι ὁ ἴδιος Χρυσόγελως τόν ὁποῖον πρό πολλοῦ ἐγνώρισα καί γνωρίζω».
Βέβαια, ὁ Πορφύριος δέν ἀπεχώρησε. Ἀπό Ναυπάκτου καί Ἄρτης, Ναυπάκτου καί Μεσολογγίου, ἀπεβίωσε ὡς Ἀκαρνανίας (οὐσιαστικά Αἰτωλοακαρνανίας) τό 1838.
Ὁ Κυβερνήτης παρά τούς ἐλάχιστους οἰκονομικούς πόρους προσπαθοῦσε ἀπό τήν τέφρα νά οἰκοδομήσει καί νά ὀργανώσει κράτος. Τίποτε δέν ἦταν ὄρθιο σέ ὅλους τους τομεῖς. Ὅλα ἔπρεπε νά κτισθοῦν ἀπό τήν ἀρχή: σχολεῖα, ναοί, νοσοκομεῖα, διοίκηση. Καί στόν ἐκκλησιαστικό τομέα ἡ φροντίδα τοῦ Κυβερνήτη ἦταν ἀμέριστη. Στή Ναύπακτο δέν ὑπῆρχε καμία ἐκκλησία. Ἐπανακτίσθηκε ἡ Ἁγία Παρασκευή καί τό τζαμί τῆς ἀνατολικῆς πύλης μετατράπηκε μετά ἀπό οἰκοδομικές ἐπεμβάσεις καί πάλι σέ χριστιανικό ναό «ὁ Ἅγιος Δημήτριος». Μήν ξεχνᾶμε ὅτι καί οἱ δύο ἀνωτέρω ναοί λειτουργοῦσαν τό 1521 ἀνάμεσα σέ ἀρκετούς ἄλλους.
Ἐπίσης ἡ ὑποδομή γιά τήν μετατροπή τῆς Ναυπάκτου ἀπό τουρκοχώρι σέ εὐρωπαϊκή πόλη ἄρχισε ἐπί Καποδίστρια. Ἀκόμα καί οἱ παλιές καμπάνες τοῦ Ἁγίου Δημητρίου δωρήθηκαν ἀπό τόν Ἰωάννη Καποδίστρια.
Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἐλευθέρωση τῆς Ναυπάκτου ὀφείλεται στόν στρατηγικό σχεδιασμό τοῦ Κυβερνήτη, ὁ ὁποῖος κατ΄ ἐπανάληψη ἐπισκέφθηκε τή Ναύπακτο, καί στόν Τοποτηρητή του Αὐγουστῖνο Καποδίστρια πού ἕδρευε στήν Ναύπακτο.
Ξεφυλλίζοντας τά «ὁδωνυμικά» (1997) τοῦ φίλου Γιάννη Χαλάτση, οὔτε μία ὁδός δέν ἀφιερώθηκε στούς δύο ἀδελφούς Καποδίστρια πού εἶχαν ἀναπτύξει στενή σχέση μέ τήν Ναύπακτο. Δέν γνωρίζω ἐάν ἡ παράλειψη αὐτή στό μεταξύ διορθώθηκε. Ἐάν ὄχι, τότε ἡ «Πλατεία Λιμένος», πού οὐσιαστικά εἶναι ἀνώνυμη, νά μετονομασθεῖ στό πλαίσιο τῶν ἑορτασμῶν σέ «Πλατεία Ἰωάννου Καποδίστρια».
- Προβολές: 1272