Skip to main content

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ πάλη μέ τόν Θεό

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«ἐάν μή ἴδω... οὐ μή πιστεύσω» (Ἰω. κ', 25)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς γιά νά πιστεύση στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ζητοῦσε νά δῆ, διότι δέν εἶχε λάβει ἀκόμη τό Ἅγιο Πνεῦμα καί δέν εἶχε ἀποκτήσει ἐσωτερική αἴσθηση, πού θά τόν βεβαίωνε γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἤθελε νά δῆ καί νά ψηλαφήση τόν Χριστό, ὥστε νά ἀποκτήση αἰσθητή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων, ἀλλά ἐσωτερική πληροφορία, ἐσωτερική κοινωνία μέ τόν Χριστό, πού διοχετεύεται καί στό σῶμα.

Πάντως, ἡ ἱερά ὑμνογραφία τήν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ τήν ὀνομάζει «καλή», ἀφ᾿ ἑνός μέν γιατί ἦταν καλοπροαίρετη, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιατί ἔγινε αἰτία νά ἀποδειχθῆ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Διαβάζοντας τήν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, βλέπουμε τήν πάλη τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ὁ Ἀπόστολος ζητᾶ νά δῆ τόν Θεό. Ὁ Χριστός ἐμφανίζεται καί ἐκεῖνος ἀναφωνεῖ: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ', 28). Πράγματι, ὁ Θωμᾶς νικήθηκε, γιατί κανείς ἀπό τούς ἁγίους δέν μπόρεσε νά τά βάλη μέ τόν Θεό. Ἔτσι, λοιπόν, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἄν ὑπάρχη ἕνα χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ἰδιαιτέρως τῆς ἐποχῆς μας, αὐτό εἶναι ἡ πάλη τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μέ διαφορετικό τρόπο ὁ καθένας τους, παλεύουν μέ τόν Θεό. Βασικά χωρίζονται σέ δύο κατηγορίες.

Στήν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν ἐκεῖνοι πού παλεύουν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἀμφισβητοῦν τήν ὕπαρξή Του καί κάνουν τά πάντα γιά νά ἀποδείξουν ὅτι δέν ὑπάρχει. Τό φοβερό στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὅτι πολεμοῦν κάποιον, πού δέν γνώρισαν ποτέ, γιατί ἄν Τόν γνώριζαν θά εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ ἀπό τήν ἀγάπη Του καί τήν πραότητά Του.

Συνήθως ἐμεῖς οἱ ἐμπαθεῖς ἄνθρωποι, ἀγνοώντας τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀποδίδουμε σέ Αὐτόν ὅλες τίς ἀποτυχίες μας, μέ ἀποτέλεσμα νά στρεφόμαστε ἐναντίον Του. Εἶναι τραγικό ὁ ἄνθρωπος νά θεωρῆ εὐλογία αὐτό πού εἶναι «κατάρα» καί νά θεωρῆ κατάρα αὐτό πού εἶναι πραγματική εὐλογία. Δηλαδή, τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας, τήν ζωή στόν παρόντα πεπτωκότα κόσμο, πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν Θεό, τήν θεωροῦμε φυσική ζωή καί ἀφιερώνουμε ὅλη μας τήν δυναμικότητα, ἐνῶ τήν ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τήν φιλαυτία νά τήν θεωροῦμε ἀνάξια λόγου.

Στήν δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν οἱ ἅγιοι πού διψοῦν καί ποθοῦν τήν συνάντησή τους μέ τόν Θεό. Ὅταν τήν ἐπιτύχουν ἀρχίζει μεγαλύτερη, ἀφόρητη δίψα. Παλεύουν γιατί θέλουν νά δοθοῦν ὁλοκληρωτικά στόν Θεό, γιά νά ἀποκτήσουν τελειότερη γνώση Θεοῦ.

Ἔτσι, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε κέντρο τόν Θεό καί παλεύουμε μαζί Του. Ἄλλοι ἐναντίον Του (ἐναντίον τελικά τοῦ ἑαυτοῦ τους) καί ἄλλοι γιά νά Τόν ἀποκτήσουν, νά Τόν κάνουν κτῆμα τῆς καρδιᾶς τους, «ἐράσμιο Νυμφίο τους».

Γύρω μας καί μέσα μας βλέπουμε πολλή ἀθεΐα. Ὅταν λέμε ἀθεΐα δέν ἐννοοῦμε τήν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεός ὑπάρχει καί ἐνεργεῖ παντοῦ, ἀλλά τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά ἔχη γνώση Θεοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφέρει τρεῖς περιπτώσεις ἀθεΐας.

Πρῶτον, ἄθεοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν πιστεύουν στήν ὕπαρξη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἶναι «ἡ πολυειδής πλάνη τῶν ἑλληνιζόντων», δηλαδή ἡ πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀπό τούς ὁποίους ἄλλοι δέν πίστευαν στόν Θεό καί ἱκανοποιοῦσαν τά θελήματα τῶν ἡδονῶν καί ἄλλοι λάτρευαν τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ὡς θεούς.

Δεύτερον, ἄθεοι εἶναι οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «Ἄθεος ἐστιν ὁ διαιρῶν τόν Υἱόν ἀπό τοῦ Πατρός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί εἰς κτίσμα κατασπῶν». Ὥστε ἀθεΐα εἶναι «ἡ πολυσχεδής καί πολύμορφος ἀπάτη τῶν αἱρετικῶν».

Τρίτον, ἄθεοι εἶναι καί ἐκεῖνοι μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων πού δέν δέχονται τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ὅροι τῆς σωτηρίας καί ἀμφισβητοῦν τήν ἀξία τῶν λόγων τῶν ἁγίων Πατέρων, διότι ἡ ἀληθινή εὐσέβεια εἶναι τό «μή πρός τούς θεοφόρους πατέρας ἀμφισβητεῖν». Καί φυσικά, ὅταν φθάνη κανείς στό σημεῖο νά μή παραδέχεται τά δόγματα, πού εἶναι ἔκφραση τῆς σωτηρίας, ἤ νά μή παραδέχεται τούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, δείχνει ὅτι μέσα του δέν ἔχει Χάρη, δέν ἔχει γνώση Θεοῦ. Ἄρα, ὅποιος δέν ἔχει ἐσωτερική αἴσθηση τῆς θείας Χάριτος, ὅποιος δέν γνωρίζει πῶς ἐνεργεῖ μέσα του ἡ θεία Χάρη καί δέν ἀναγνωρίζει τούς ἁγίους, δέν διαφέρει ἀπό ἐκείνους πού ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν συνάντηση μέ τόν Θεό. Καί αὐτοί ἀκόμη οἱ ἄθεοι φανερώνουν αὐτή τήν ἀναζήτηση, διότι δέν πολεμᾶ κανείς κάτι πού πιστεύει ὅτι δέν ὑπάρχει. Ὅμως γίνεται λάθος στόν δρόμο τῆς συναντήσεώς τους μέ τόν Θεό. Πολλοί Τόν ἀναζητοῦν στά ὅρια τῆς λογικῆς ἐπεξεργασίας, ἄλλοι στά ὅρια τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, ὅπως ὁ Θωμᾶς, καί οἱ περισσότεροι ἀγνοοῦν παντελῶς τό τί εἶναι Θεός καί δέν θέλουν νά τόν γνωρίσουν.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν τονίσει τίς προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας. Κατ᾿ ἀρχάς διδάσκουν ὅτι στόν Θεό γίνεται διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη, ἐνῶ ἡ ἐνέργειά Του μεθεκτή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος κατά τήν οὐσία Του, ἀλλά γνωστός κατά τίς ἐνέργειές Του. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία.

Ἔπειτα, ἡ συνάντηση μέ τόν Θεό εἶναι μιά κρίση γιά τόν ἄνθρωπο. Συνιστᾶ ἤ τήν αἰώνια ζωή του ἤ τήν αἰώνια καταδίκη του. Ὅπως ἡ παρουσία μας στό δικαστήριο εἶναι μιά κρίσιμη στιγμή, πού συνεπάγεται τήν ἀθώωση ἤ τήν φυλάκιση, τό ἴδιο γίνεται καί μέ τήν συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Γιά τόν κεκαθαρμένο ἄνθρωπο ὁ Θεός γίνεται Φῶς, ἐνῶ γιά τόν ἀκάθαρτο γίνεται φωτιά, πού τόν κατακαίει. Αὐτό συμβαίνει στήν θεία Κοινωνία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοινωνῆ ἀνάξια, ἡ θεία Κοινωνία γίνεται «εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα», ἐνῶ ὅταν κοινωνῆ κατόπιν προετοιμασίας γίνεται Φῶς.

Αὐτό ἔχει αἰώνιες προεκτάσεις. Στήν ἄλλη ζωή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί, θά δέχωνται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στούς δικαίους θά γίνεται Φῶς πού θά τούς φωτίζει, στούς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς, πού δέν θά ἔχουν ὅραση πνευματική, θά γίνεται φωτιά πού θά τούς κατακαίη. Ὁπότε, ἡ ὁδός τῆς θεογνωσίας εἶναι ἡ ὁδός τῆς καθάρσεως, τῆς ταπεινώσεως. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε', 8) εἶπε ὁ Χριστός.

Ἡ «καλή ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ μᾶς βοηθᾶ νά βγοῦμε ἀπό τήν φυλακή τῆς πολυειδοῦς ἀθεΐας. Γιατί, ὅπως ἀναφέρθηκε πιό πάνω, ἡ ἁπλῆ λογική ἀποδοχή τοῦ Θεοῦ, οἱ μελέτες γύρω ἀπό τόν Θεό, χωρίς τήν ἐσωτερική ζωή, δέν μᾶς ὁδηγοῦν σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό. Ὄχι μόνον ἡ περίπτωση τοῦ Θωμᾶ, ἀλλά ὅλες οἱ περιπτώσεις τῶν ἁγίων, πού βίωσαν τόν Θεό εἶναι ἀποδείξεις περί τῆς ὑπάρξεώς Του. Μέ τήν μεταμορφωμένη ζωή τους ὁμολόγησαν: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ', 28). Ὑπάρχουν γύρω μας πολλές ἀποδείξεις τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ νά ἔχουμε μάτια καί αὐτιά γιά νά βλέπουμε καί νά ἀκοῦμε.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

ΓΡΑΠΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ

  • Προβολές: 1788