Skip to main content

“Διεκδικήσεις τῶν Γειτόνων μας”

Παρακολουθοῦμε μέ μεγάλο πόνο ἀπό τά Μ.Μ.Ε. τίς ἐξελίξεις στά ἐθνικά μας θέματα –τά σχετιζόμενα μέ τήν ἐξωτερική πολιτική. Παρακολουθοῦμε τίς προσπάθειες τῶν γειτόνων μας νά μᾶς παρουσιάσουν ὡς ἐπιθετικούς, ἰμπεριαλιστές, κατακτητές “δικῶν τους” ἐδαφῶν, καταπιεστές μειονοτήτων κλπ. Μέ πόνο βλέπουμε καί τούς “συμμάχους” καί “φίλους” μᾶς τῆς Εὐρώπης καί τῆς Ἀμερικῆς νά ἀνέχονται ἤ καί νά ἐπικροτοῦν αὐτές τίς ἀπόψεις, σιγονταριζόμενες πολλάκις καί ἀπό ἐντοπίους ἀφελεῖς, ἄν μή τί ἄλλο.

Πίσω ἀπό ὅλη τήν ἀναπτυσσόμενη ξένη διπλωματική ἐπιχειρηματολογία γίνεται φανερή σέ ἐμᾶς τούς Ἕλληνες ἡ ὑποκρισία τῶν δυτικῶν “συμμάχών” μας καί ἡ κυνικότητα καί ἡ ἀναίδεια τῶν γειτόνων μας, γίνεται φανερό σ’ ἐμᾶς ὅτι: “φωνάζει ὁ κλέφτης...”.

Πέρα ὅμως ἀπό τήν κυνικότητα ὑπάρχει καί μιά παραπλανητική ἱστορική θεώρηση στήν ὁποία στηρίζεται αὐτός ὁ κυνισμός, ὥστε νά μήν παρουσιάζεται ὡς τέτοιος ἀλλά ὡς ἐθνικό-ἱστορικό δίκαιο, καί ἡ ὁποία ἔχει καλλιεργηθεῖ συστηματικά ἀπό τούς Εὐρωπαίους, κυρίως τούς Φράγκους.

Ἡ πιό καθαρή ἑλληνική - ρωμαίικη ματιά ἡ ὁποία μᾶς βοηθᾶ νά δοῦμε τήν κατάσταση μέ τά μάτια τῶν ἀντικειμένων μας, εἶναι αὐτή τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, αὐτοῦ του “δασκάλου τῶν θεμελίων της Ρωμαίικης ὑποστάσεως τοῦ γένους μας”.

Ὁ π. Ἰωάννης σέ ἄρθρο του μέ τίτλο: “Διεκδικήσεις τῶν γειτόνων μας” πού εἶχε δημοσιευθῆ στό περιοδικό Παράδοση τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1992, μᾶς δίδει τό ἄνομο-νομικό πλαίσιο πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ἡ ἀναιδής ἐπιθετικότητα τῶν γειτόνων μας, ἰσχυρῶν καί μή. Γράφει ὁ π. Ἰωάννης: “Οἱ Σκοπιανοί, Βούλγαροι, Τοῦρκοι καί Ἀλβανοί μᾶς θεωροῦν ὄχι ἀπελευθερωτές, ἀλλά κατακτητές τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου, τῆς Θράκης, τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου καί τῆς Κρήτης, καί οἱ Τοῦρκοι ἐπιπλέον, μαζί μέ τούς Βρεταννούς, μᾶς θεωροῦν ὅτι προσπαθήσαμε νά κατακτήσομε τήν Κύπρον. Ὅλα αὐτά ἰσχυρίζονται οἱ γείτονές μας βάσει τοῦ διεθνοῦς δικαίου.” Κύριο σημεῖο γιά τήν κατανόηση τοῦ προβλήματος εἶναι, κατά τόν π. Ἰωάννη, ἡ προσπάθεια ταυτίσεως τῶν Ἑλλήνων μέ τούς κατοίκους τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ὅπως αὐτό εἶχε διαμορφωθεῖ τήν περίοδο 1827-1836, καί ἡ παράλληλη θεώρηση ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦταν, κατά τήν λεγομένη Βυζαντινή Περίοδο, ὑπόδουλοι στούς Ρωμηούς (Βυζαντινούς). Ἔτσι “ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση ἦταν, ὄχι μόνον ἀπελευθέρωση ἀπό τούς Τούρκους, ἀλλά καί ἀπό τούς Ρωμαίους”, καί “ὁ βασιλεύς τῶν Ρωμαίων πού ἔπεσε ἐπάνω στά τείχη τῆς Πόλεως κατήντησε στήν κειμένην μάλιστα Ἑλληνικήν νομοθεσίαν “ὁ τύραννός των Ἑλλήνων””. Βασικό ὅπλο τῶν πλαστογράφων τῆς ἱστορίας ἦταν ἡ παραποίηση τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων, τήν ὁποία πέτυχαν νά περάσουν καί στήν νομοθεσία τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους μέσω τῶν Συνταγμάτων τοῦ 1822, 1823, 1827, 1832 καί 1844, τή ἀφελεῖ, ἴσως καί προδοτική, συνεργία τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ. Ἡ πλαστογράφηση αὐτή ἐντάσσεται, κατά τόν π. Ἰωάννη, στήν εὐρύτερη προσπάθεια τῆς Φραγκοσύνης –μέ κέντρο τό Βατικανό– νά ἐξαλείψη τήν Ρωμηοσύνη, φροντίζοντας νά σβήση ἀκόμη καί ἀπό τά ἐρείπια τῆς Μεγάλης Ρωμανίας κάθε Ρωμαίικη συνείδηση. Συνεχίζει ὁ π. Ἰωάννης: “οἱ Γείτονες καί οἱ ξένοι διπλωμάτες νομίζουν ὅτι οἱ Ἕλληνες συγχέουν τους ... ὅρους τῶν Πρωτοκόλλων καί τῶν Συνθηκῶν ἀπό σκοπούς ἐπεκτατικούς”, καί “συμφέρει πολύ στούς Τούρκους καί στούς Βρεταννούς ἡ περί ὀνομάτων σύγχυση ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων. Φαίνεται ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἤδη χρησιμεύουν τήν ἐκ μέρους τῶν Κυπρίων ἐγκατάλειψη τοῦ “Ρωμαίος” καί τήν υἱοθέτηση τοῦ “Ἕλλην” ὡς ἀπόδειξη ὅτι εἶναι ἔποικοι ἀπό τήν Ἑλλάδα”.

Τήν λύση καί τήν ἀπελευθέρωση ἀπό αὐτήν τήν παγίδα, στήν ὁποία μᾶς ἔχουν ρήξει οἱ δυτικοί ἱστορικοί καί διπλωμάτες, ὁ π. Ἰωάννης τήν βλέπει στήν ὀρθή χρήση τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων καί στήν προσέγγισή μας πρός τήν “Δυτική Ρωμαιοσύνη” –δηλαδή πρός τόν λαό τῆς Εὐρώπης, ὅπου ὑπάρχουν βαθιές ρωμαίικες καταβολές– μέ τήν γλώσσα τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μέ τίς ἐργασίες τοῦ ἔχει μετακινήσει ὅρη λήθης, ἀμαθείας, ψεύδους πού εἶχαν καλύψει τό ἱστορικό μας παρελθόν. Δέν ξεχνοῦμε τήν σπάνια ὀρθόδοξη θεολογική κατάρτιση τοῦ π. Ἰωάννη, τήν δογματική του συνείδηση. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι λόγω τῆς θεολογικῆς του κατάρτισης, βοηθούμενος ἀπό τόν ἐπιστημονικό του νοῦ καί τήν ἀκούραστη ἐρευνητική του προσπάθεια, εἶναι σέ θέση νά βλέπη τά θέματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν μέ καθαρή, ἐπιστημονική ματιά. Μιά ματιά ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη σέ μᾶς τούς Νεοέλληνες, κυρίως στούς ἐξασκοῦντες τήν ἐξωτερική μας πολιτική, ἀλλά καί τούς ὑπευθύνους της παιδείας τοῦ λαοῦ, ὥστε νά μήν πελαγοδρομοῦν ἀσκόπως, μέ κίνδυνο νά ἀποτύχουν στήν ὑπηρεσία τους πρός τήν πατρίδα. Γιατί, βεβαίως, μᾶς πονάει ἡ ταραχοποιός δράση τῶν Γειτόνων μας, μά πιό πολύ πονᾶμε ὅταν καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ἑλληνική ἀπάντηση σ’ αὐτές τίς προκλήσεις χαρακτηρίζεται ἀπό ἀμηχανία, ἀντιφατικότητα, ἐπιπολαιότητα, ἔλλειψη θάρρους, φαινόμενα πού ὀφείλονται στήν ἀλλοίωση τῆς ταυτότητός μας, στήν ἄρνηση τοῦ παρελθόντος μας, στήν ἄγνοια τῶν προϋποθέσεων τῆς ἱστορικῆς θεώρησης τῶν γεγονότων “ἐξ ἐπόψεως” τῶν Γειτόνων μας.

Ν.Γ.

  • Προβολές: 3012