Οἱ Καππαδόκες Πατέρες κατά τόν Καππαδόκη π. Ἰωάννη Ρωμανίδη
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Εἰσήγηση στό Η΄ Θεολογικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου
Ἡ Καππαδοκία εἶναι ἀπό τίς μεγαλύτερες περιοχές τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού κατ’ ἀρχάς συνόρευε πρός βορρᾶ μέ τόν Εὔξεινο Πόντο, πρός ἀνατολάς μέ τόν Εὐφράτη ποταμό, πρός νότο μέ τό ὄρος Ταῦρος καί πρός δυσμάς μέ τόν Ἄλυ ποταμό. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀπό τόν 1ο αἰώνα μ.Χ., ἡ Καππαδοκία ἐξελληνίσθηκε, οἱ κάτοικοί της ἔγιναν Ρωμαῖοι πολίτες, καί ἀργότερα ἐκχριστιανίσθηκε. Τόν 3ο ἕως τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. στήν Καππαδοκία ἀκμάζει ἡ παιδεία καί ἡ φιλολογία.
Τότε διακρίθηκαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νεοκαισαρείας, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Αὐτοί ὀνομάσθηκαν Καππαδόκες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν μιά ἰδιαίτερη ὁμάδα, πού συνετέλεσαν στήν ὁρολογία τοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος, ἰδίως κατά τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, καθώς, ἐπίσης, ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στίς ἐξελίξεις στούς ἑπόμενους αἰῶνες. Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι σέ ὅλους τούς μετέπειτα χρόνους, μέχρι τόν 14ο αἰώνα, ἡ θεολογία ἐπηρεάσθηκε ἀπό τήν θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, τότε ἀντιλαμβάνεται τήν μεγάλη σημασία τῶν βασικῶν ἐκφραστῶν αὐτῆς τῆς θεολογίας.
Ἔχει γραφῆ χαρακτηριστικά ὅτι «ἤρκησεν ἥμισυς αἰών διά τήν ἀνάδειξιν εἰς τόν χῶρον ἐκεῖνον ἀνδρῶν τῶν ὁποίων ἡ ἀξία πληρώνει ὁλοκλήρους χιλιετίας» (Παναγ. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμος Δ΄, περίοδος θεολογικῆς ἀκμῆς Δ΄ καί Ε΄ αἰῶνες, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Ἐκδοτικός Οἶκος Κυρυμάνος, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 18).
Τό θέμα μου γιά τούς Καππαδόκες Πατέρες -πού θά εἶναι ἕνα μόνο μέρος τῆς θεολογίας τους- θά τό ἀναπτύξω μέ βάση τήν ἑρμηνευτική παράδοση τοῦ Καππαδόκου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος ἐκαυχᾶτο γιά τήν Καππαδοκική του καταγωγή. Οἱ γονεῖς του προέρχονταν ἀπό τήν Ἀραβησσό, καί ὁ ἴδιος ἐκαυχᾶτο γιά τήν Ρωμαίϊκη καταγωγή του, γιά τήν παράδοση τῆς Καππαδοκίας πού βρῆκε στό σπίτι του, κυρίως ἀπό τήν μητέρα του Εὐλαμπία, καί τόν ἐπηρεασμό πού δέχθηκε ἀπό τούς προγόνους του Καππαδόκες Πατέρες. Ἡ ὅλη του θεολογία, πού εἶναι ρωμαλέα καί ὀρθόδοξη, εἶναι ἀπόρροια τῆς θεολογίας τῶν θεολόγων Καππαδοκῶν Πατέρων, ὅπως τήν ἑρμηνεύει ὁ ἴδιος στήν ἐποχή μας, γι’ αὐτό εἶναι δυναμική καί ὀρθόδοξη.
Κατ’ ἀρχάς νά σημειωθῆ ὅτι ἀπό φοιτητής εἶχα ἀρχίσει τήν πατερική μου παιδεία ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὅταν διάβασα ὅλα τά ἐκδοθέντα κείμενά του. Στήν συνέχεια προχώρησα στόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί εἰσῆλθα μέσα στήν θεολογική τους προοπτική. Ὅταν ἀργότερα συνάντησα τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, διεπίστωσα ὅτι ἐξέφραζε αὐτήν τήν Καππαδοκική παράδοση, ἀφοῦ εἶχε ξεκινήσει τίς ὀρθόδοξες μελέτες του ἀπό τούς Ἀποστολικούς Πατέρες καί στήν συνέχεια πέρασε στούς Καππαδόκες Πατέρες, τῶν ὁποίων τήν παράδοση συνάντησε μέσα στό σπίτι του, ἐπειδή οἱ γονεῖς του ἦταν πρόσφυγες ἀπό τήν Καππαδοκία.
Στήν συνέχεια θά τονίσω μερικά σημεῖα τῆς καππαδοκικῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ὅπως τήν ἐξέφραζε μέ δυναμικότητα ὁ Καππαδόκης π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
1. Παράδεισος καί Κόλαση
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύοντας τό ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» γράφει ὅτι αὐτό πραγματοποιήθηκε στούς τρεῖς παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός, ὁπότε ἔκαιε καί ἔξω ἀπό αὐτήν καί ἐδρόσιζε τούς παῖδες πού ἦταν μέσα στήν κάμινο τοῦ πυρός. Καί στήν συνέχεια γράφει ὅτι ἡ φωνή τοῦ Κυρίου διακόπτει τήν φλόγα τοῦ πυρός «μερίζοντος, ὡς ἀλαμπές μέν εἶναι τό πῦρ τῆς κολάσεως, ἄκαυστον δέ τό φῶς τῆς ἀναπαύσεως ἀπομεῖναι» (Μεγάλου Βασιλείου ἔργα 5, ΕΠΕ σελ. 120-122).
Ἐπομένως, τό πῦρ τῆς Κολάσεως εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού θά εἶναι ἀλαμπής, καί τό φῶς τῶν δικαίων θά εἶναι ἄκτιστο καί θά φωτίζη τούς δικαίους χωρίς νά τούς καίη. Αὐτό εἶναι ἀνάλογο μέ τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐκφράζει τήν ἴδια παράδοση, ὅταν γράφη ὅτι ἡ μέλλουσα ζωή εἶναι «φῶς τοῖς κεκαθαρμένοις τήν διάνοιαν» καί αὐτό ὀνομάζουμε Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καί αὐτή ἡ ἴδια εἶναι σκότος «τοῖς τυφλώττουσι τό ἡγεμονικόν», πού εἶναι ἀλλοτρίωση τοῦ Θεοῦ «κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας» (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔργα 4, ΕΠΕ, σελ. 376). Γι’ αὐτό ἀλλοῦ γράφει: «Ὤ Τριάς ἡ πᾶσί ποτε γνωσθησομένη, τοῖς μέν τῇ ἐλλάμψει, τοῖς δέ τῇ κολάσει» (Γρηγορίου Θεολόγου, ἔργα 1, ΕΠΕ, σελ. 380).
Αὐτήν τήν διδασκαλία ἐξέφραζε ὁ Καππαδόκης π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Λίγο πρίν τήν ἐκλογή μου σέ Μητροπολίτη μοῦ ἀνέλυσε ὅτι ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι ἡ διδασκαλία περί Παραδείσου καί Κολάσεως, κατά τούς Πατέρες, γιατί ὅταν κανείς τό καταλάβη αὐτό, τότε θά ἐννοήση ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση δέν ὑπάρχουν ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ὁ ἀκάθαρτος ὡς πρός τά πάθη θά συναντήση τόν Θεό ὡς πῦρ καταναλίσκον, πού εἶναι ἡ Κόλαση, καί ὁ κεκαθαρμένος ἀπό τά πάθη θά δῆ τόν Θεό ὡς Φῶς, πού εἶναι ὁ Παράδεισος, τότε θά καταλάβη ὅτι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.
Τό θέμα τοῦ Παραδείσου καί τῆς Κολάσεως ἀναλύει, μεταξύ τῶν ἄλλων, σέ ὁμιλία του τήν ὁποία ἔκανε τήν 30ή Ἰανουαρίου 1971, κατά τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στήν μεγάλη αἴθουσα τελετῶν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἔτσι, σέ εἰδική ἑνότητα αὐτῆς τῆς ὁμιλίας ἀναλύει γιά τόν Παράδεισο, τήν Κόλαση καί τήν ἀποφατική θεολογία βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν σέ ἀντίθεση μέ τήν διδασκαλία τῶν Φραγκολατίνων θεολόγων.
Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει ὅτι «ἡ Ἁγία Γραφή ἀποδίδει καί ὀνόματα ἀντιθέσεων στόν Θεό διά νά τονίση ὄχι ὅτι πράγματι ὑπάρχουν ἀντιθέσεις ἐν τῷ Θεῷ, ἀλλ’ ὅτι ὁ Θεός ὑπερβαίνει ὅλας τάς κατηγορίας τοῦ κόσμου καί τῆς φυσικῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας, τῆς αἰσθητῆς καί τῆς λογικῆς. Οὕτως ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν ὀνομάζεται μέ τάς ἀντιθέσεις φῶς-γνόφος καί πῦρ-σκότος ὡς καί μέ τά παράλληλα δόξα-νεφέλη καί ἀστραπή-καπνός. Οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ βλέπουν τόν Θεό ἐν τῷ φωτί-γνόφῳ ἤ ἐν δόξῃ-νεφέλῃ, ἐνῶ οἱ ἰδιοτελεῖς βλέπουν τόν Θεόν Κριτήν, ὡς ἀστραπήν-καπνόν ἤ πῦρ-σκότος» (Ἰωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, ἐκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 96-99).
Πράγματι, ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση δέν ὑφίστανται ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ ἀθεράπευτος ἄνθρωπος μετέχει τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ, ἐνῶ ὁ θεραπευμένος μετέχει τοῦ Θεοῦ ὡς φῶς. Αὐτήν τήν διδασκαλία ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης προσέλαβε ἀπό τούς Καππαδόκες Πατέρες.
2. Ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου
Ὅταν δῆ κανείς ὅτι ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός εἶναι φῶς καί σκότος, τότε τίθεται τό θέμα τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι τό θέμα τῆς θεραπείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ ἐξιλέωση τῆς θείας δικαιοσύνης, ὅπως φαίνεται στήν σχολαστική δυτική θεολογία.
Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεραπευτικό, ὅπως τό βλέπουμε καθαρά σέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί τήν πατερική παράδοση, δηλαδή θεραπεύει τήν ἰδιοτελῆ ἀγάπη καί τήν μετατρέπει σέ ἀνιδιοτελῆ. Ὅταν ἡ παρά φύσιν κίνηση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πορευθῆ στό κατά φύσιν καί ὑπέρ φύσιν, τότε ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ἀσκητική καί μυστηριακή ζωή.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συνδέει ἀναπόσπαστα τό ἔργο τῆς ἱερωσύνης μέ τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Συγκεκριμένα, στόν λόγο του «ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς ἕνεκεν, καί αὖθις ἐπανόδου ἐκεῖθεν, καί μετά τήν τοῦ Πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ἐν ᾧ τί τό τῆς ἱερωσύνης ἐπάγγελμα», ἀναφέρεται διεξοδικῶς στό ὅτι τό ἔργο τῶν Κληρικῶν καί τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἡ θεραπεία τῶν ἀνθρώπων, καί ἐπικαλεῖται μαρτυρίες μέσα ἀπό τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅλος ὁ λόγος αὐτός εἶναι ἕνας ὕμνος γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ θεραπευτής καί ὁ Κληρικός, ἰδίως ὁ Ἐπίσκοπος, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ.
Σέ κάποιο σημεῖο τῆς ὁμιλίας του βλέπει τήν διαφορά μεταξύ σωματικῆς ἰατρείας καί πνευματικῆς θεραπείας καί γράφει: «Ἡμῖν δέ περί τόν κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον ἡ πᾶσα θεραπεία τε καί σπουδή, καί πρός τόν ἔνδοθεν ἡμῖν ἀντιπολεμοῦντα καί ἀντιπαλαίοντα ἡ μάχη, ὅς ἡμῖν αὐτοῖς ὅπλοις καθ’ ἡμῶν χρώμενος, τό δεινότατον, τῷ τῆς ἁμαρτίας θανάτῳ δίδωσι» (Γρηγορίου Θεολόγου ἔργα 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 100). Στήν συνέχεια γράφει ὅτι αὐτῆς τῆς θεραπείας οἱ Κληρικοί εἶναι ὑπηρέτες καί συνεργοί: «Ταύτης ἡμεῖς τῆς θεραπείας ὑπηρέται καί συνεργοί, ὅσοι τῶν ἄλλων προκαθοριζόμεθα• οἷς μέγα μέν τό τά ἴδια πάθη καί ἀῤῥωστήματα καί γινώσκειν καί θεραπεύειν... πολλῷ δέ μεῖζον τό τά τῶν ἄλλων ἰᾶσθαι δύνασθαι καί ἀνακαθαίρειν ἐπιστημόνως, καί ὡς ἄν ἀμφοτέροις λυσιτελοίη, τοῖς τε τῆς θεραπείας χρήζουσι καί τοῖς ἰατρεύειν πεπιστευμένοις» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 106).
Ἐπίσης, ὅταν διαβάση κανείς τίς κανονικές ἐπιστολές τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἰδίως τήν ἐπιστολή πρός τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου, καταλαβαίνει τό θεραπευτικό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί τό θεραπευτικό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου καί τοῦ Ἱερέως. Τήν ἁμαρτία τήν θεωρεῖ ὡς «νόσημα» (Καν. ιδ΄) καί τήν μετάνοια ὡς θεραπεία, ὡς «ἴαμα», πού εἶναι «ἡ τῆς ἁμαρτίας ἀναχώρησις». Μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐγκράτεια «τελείαν ἡμῖν παρέξει τῆς ἰατρεύσεως αὐτοῦ τήν ἀπόδειξιν» (Καν. γ΄). Μάλιστα, καθορίζει καί τά στάδια θεραπείας τῶν μετανοούντων, πού εἶναι τῶν προσκλαιόντων, τῶν ἀκροωμένων, τῶν ὑποπιπτόντων, τῶν συνισταμένων καί τῶν κοινωνούντων» (Καν. νστ΄, νη΄), πού εἶναι στάδια θεραπείας.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, διαβάζοντας αὐτές τίς καππαδοκικές ἀναλύσεις, πού συντονίζονται μέ ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τόσο τήν βιβλική ὅσο καί τήν λατρευτική, ἔκανε λόγο γιά τήν ἁμαρτία ὡς ἀσθένεια καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή ὡς θεραπεία. Ὁ Χριστός εἶναι θεραπευτής, ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καί οἱ Κληρικοί ἀσκοῦν αὐτήν τήν «ἰατρικήν ἐν πνεύματι ἐπιστήμην», ὅπως διαλαμβάνει σαφέστατα ὁ 102ος ἱερός Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Δέν πρόκειται γιά μιά σύγχρονη διδασκαλία, πού προέρχεται ἀπό προτεσταντικές ὁμάδες τοῦ δυτικοῦ κόσμου οὔτε γιά μιά ἰδιορρυθμία τῆς «θεολογίας» τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ἀλλά εἶναι σημαντικό στοιχεῖο τῆς ὅλης παραδόσεώς μας.
3. Ἡ Ὀρθόδοξη ἡσυχία ὡς προϋπόθεση γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία
Ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχία, ἡ νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά δῆ τόν Θεό ὡς Φῶς καί ὄχι ὡς πῦρ.
Τά σχετικά μέ τήν Ὀρθόδοξη ἡσυχία ἔχουν ἀναπτυχθῆ ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί ἔχουν καταγραφῆ στό κείμενό του «ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων». Στό ἐκπληκτικό αὐτό κείμενο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μεταξύ ἄλλων, ἐπικαλεῖται τούς Καππαδόκες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρθησαν διεξοδικῶς στήν σημασία τῆς ἡσυχίας, ὡς προϋπόθεσης γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία.
Ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καθορίζει τί εἶναι ἡ ἡσυχία τοῦ νοῦ. Ἡ ἡσυχία εἶναι «ἀρχή καθάρσεως τῇ ψυχῇ». Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν συγκράτηση τῆς γλώσσης καί ὅλων τῶν αἰσθήσεων, τῶν ὀφθαλμῶν καί τῆς ἀκοῆς, πού ὅταν δέν λειτουργοῦν καλῶς, παραλύουν τήν ψυχή (Μ. Βασιλείου ἔργα 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 64).
Μέ τήν ἡσυχία ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος προηγουμένως διαχεόταν διά τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων στόν κόσμο, ἔρχεται στόν ἑαυτό του καί «δι’ ἑαυτοῦ πρός τήν περί Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει». Στήν συνέχεια «κἀκείνῳ τῷ κάλλει περιλαμπόμενός τε καί ἐλλαμπόμενος» λησμονεῖ καί τήν φύση του, δέν φροντίζει γιά ἄλλες μέριμνες, ἀλλά συγκεντρώνεται στήν ἀπόκτηση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Ἔνθ. ἀν. σελ. 64-66).
Στήν ἴδια ἐπιστολή ἀναφέρεται στό τί εἶναι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί πότε γίνεται ὁ ἄνθρωπος ναός τοῦ Θεοῦ. Γράφει: «Καί τοῦτό ἐστι τοῦ Θεοῦ ἐνοίκησις, τό διά τῆς μνήμης ἐνιδρυμένον ἔχειν ἐν ἑαυτῷ τόν Θεόν. Οὕτω γινόμεθα ναός τοῦ Θεοῦ, ὅταν μή φροντίσι γηΐναις τό συνεχές τῆς μνήμης διακόπτηται, ὅταν μή τοῖς ἀπροσδοκήτοις πάθεσιν ὁ νοῦς ἐκταράττηται, ἀλλά πάντα ἀποφυγών ὁ φιλόθεος ἐπί Θεόν ἀναχωρεῖ...» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 68).
Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ στά κείμενά του γιά τήν ἡσυχία ὡς προϋπόθεση τῆς θεοπτίας. Νά ἀναφερθῆ ἕνα χαρακτηριστικό χωρίο του: «Χρῆναί τι καί ἡσυχάζειν, ὥστε ἀθολώτως προσομιλεῖν τῷ Θεῷ καί μικρόν ἐπανάγειν τόν νοῦν ἀπό τῶν πλανωμένων» (Γρηγορίου Θεολόγου P.G. 35, 1237).
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἐμφορεῖτο πλούσια καί ἀπό αὐτήν τήν ἡσυχαστική παράδοση τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. Δέν χρειάσθηκε νά προστρέξη στόν Νεοπλατωνισμό ἤ τόν Ὠριγενισμό ἤ ἀκόμη καί σέ ἄλλες σύγχρονες τάσεις μυστικισμοῦ, ἀλλά συνάντησε ὅλη αὐτήν τήν παράδοση γιά τήν ἡσυχία, τήν συνέλιξη τοῦ νοῦ στήν καρδιά, ὡς προϋπόθεση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, στήν Καππαδοκική παράδοση καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν Νηπτικῶν Πατέρων, καί βεβαίως, καί τούς συγχρόνους ἡσυχαστές-νηπτικούς ἁγιορεῖτες καί ἀσκητές.
4. Κάθαρση, φωτισμός, θέωση
Στήν Βιβλικοπατερική παράδοση βλέπουμε ὅτι γίνεται συνεχής λόγος γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, πού εἶναι οἱ πνευματικοί βαθμοί τῆς θεραπείας καί τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Στήν πραγματικότητα ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καθαίρει, φωτίζει καί θεοποιεῖ τόν ἄνθρωπο, δηλαδή ὁ θεούμενος μετέχει τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς Ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς θεολογίας, ὅπως φαίνεται καθαρά στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄, 8), καί στήν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, «ἐν ᾗ διά τῆς κατά πρᾶξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται».
Γιά τά θέματα αὐτά ὁμιλοῦσαν καί οἱ στωϊκοί καί οἱ νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, ἀλλά προσέδιδαν ἄλλην ἔννοια, ἀφοῦ γι’ αὐτούς κάθαρση εἶναι ἡ νέκρωση τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς καί ὄχι ἡ μεταμόρφωσή του, φωτισμός εἶναι ἡ γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων καί ὄχι ἡ μέθεξη τῆς φωτιστικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση γίνεται πολύς λόγος στά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καταγράφει τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό μέ «μαθηματικό» τρόπο, δηλαδή γνωρίζει σαφέστατα ὅτι ἡ θεολογία δέν εἶναι στοχασμός, ἀλλά πορεία καθάρσεως καί ἐλλάμψεως. Γράφει: «Οὗ γάρ φόβος, ἐντολῶν τήρησις∙ οὗ δέ ἐντολῶν τήρησις, σαρκός κάθαρσις τοῦ ἐπιπροσθοῦντος τῇ ψυχῇ νέφους, καί οὐκ ἐῶντος καθαρῶς ἰδεῖν τήν θείαν ἀκτίνα∙ οὗ δέ κάθαρσις, ἔλλαμψις∙ ἔλλαμψις δέ, πόθου πλήρωσις, τοῖς τῶν μεγίστων, ἤ τοῦ μεγίστου, ἤ ὑπέρ τό μέγα ἐφιεμένοις» (Γρ. Θεολόγου ἔργα 5, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 84). Καί καταλήγει: «Διά τοῦτο καθαρτέον ἑαυτόν πρῶτον, εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 86).
Κάνει δέ μιά ἐξαιρετική παρατήρηση ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος ἀπό τήν φύση Του εἶναι φοβερός σέ αὐτούς πού δέν εἶναι ἄξιοι, ἀλλά καί χωρητός σέ αὐτούς πού ἔχουν προετοιμασθῆ. «Ὁ γάρ αὐτός Λόγος, καί φοβερός τοῖς οὐκ ἀξίοις διά τήν φύσιν, καί χωρητός διά φιλανθρωπίαν τοῖς οὕτως ηὐτρεπισμένοις∙ ὅσοι τό ἀκάθαρτον καί ὑλικόν πνεῦμα τῶν ψυχῶν ἀπελάσαντες, καί τάς ἑαυτῶν ψυχάς τῇ ἐπιγνώσει σαρώσαντες καί κοσμήσαντες» ἀποφεύγουν τήν κακία, ἐργάζονται τήν ἀρετήν καί βάζουν μέσα τους «ὅλον τόν Χριστόν» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 88).
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν καλός μελετητής τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων καί ἀφομοίωσε ἀποτελεσματικά αὐτήν τήν διδασκαλία, τήν ὁποία συνάντησε σέ ὅλη τήν πατερική καί νηπτική-φιλοκαλική παράδοση. Γι’ αὐτό ὁμιλοῦσε συνεχῶς γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, ὡς τίς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς θεραπείας καί τελειότητος. Ὁ Θεός εἶναι κάθαρση τῶν καθαιρομένων, ἔλλαμψη τῶν φωτιζομένων καί θέωση τῶν θεουμένων.
5. Ἡ θεολογία ὡς θεοπτία
Ἡ θεολογία εἶναι τό λέγειν περί τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ λόγος περί τοῦ Θεοῦ συνδέεται μέ τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας Του.
Στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ Προφῆτες λέγονταν ὁρῶντες, γιατί ἔβλεπαν τόν Κύριο τῆς δόξης, τόν Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο, καί στήν συνέχεια ὁμιλοῦσαν στόν λαό μέ τό «τάδε λέγει Κύριος». Καί στήν Καινή Διαθήκη οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ εἶδαν τήν δὀξα τοῦ Θεοῦ, μέ χαρακτηριστική περίπτωση τούς τρεῖς Μαθητές Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ καί οἱ δύο ἀπό αὐτούς τό κατέγραψαν στίς Ἐπιστολές τους. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι στοχασμός, ἀλλά ὅραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, θεοπτία, ἐμπειρία.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁρίζει τόν θεολόγο ὡς τόν ὁρῶντα τόν Θεό. Στήν ἀρχή τῶν θεολογικῶν του λόγων σαφῶς δίνει τόν ὁρισμό τοῦ θεολόγου. Γράφει: «Οὐ παντός, ὦ οὗτοι, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός∙ οὐχ οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον καί τῶν χαμαί ἐρχομένων. Προσθήσω δέ, οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν, οὐδέ πάντα, ἀλλ’ ἔστιν ὅτε, καί οἷς, καί ἐφ’ ὅσον. Οὐ πάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτερον» (Γρ. Θεολόγου ἔργα 4, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 14). Μάλιστα καταγράφει καί μιά θεοπτική ἐμπειρία πού φαίνεται ὅτι εἶναι δική του (Ἔνθ. ἀν. σελ. 34-36).
Τήν θεολογία ὡς ἐμπειρία τήν συναντᾶμε καί στήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἑρμηνεύοντας ὁ Μέγας Βασίλειος τόν ψαλμικό στίχο «Ἀγαλλιᾶσθε δίκαιοι ἐν Κυρίῳ τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις» γράφει: «Εἴ ποτε τῇ καρδίᾳ οἱονεί φῶς ἐμπεσόν, ἀθρόαν ἔννοιαν ἐνεποίησε, καί περιέλαμψέ σου τήν ψυχήν, ὥστε ἀγαπῆσαι μέν Θεόν, καταφρονῆσαι δέ τοῦ κόσμου καί τῶν σωματικῶν πάντων, ἐκ τῆς ἀμυδρᾶς ἐκείνης καί βραχείας εἰκόνος γνώρισον τήν ὅλην τῶν δικαίων κατάστασιν, ὁμαλῶς καί ἀδιακόπως τήν ἐπί Θεῷ εὐφροσύνην κατορθούντων» (Μ. Βασιλείου ἔργα 5, ΕΠΕ, σελ. 160-162).
Ἐπί πλέον πρέπει νά ἀναφερθῆ τό περίφημο ἔργο ἑνός ἄλλου Καππαδόκου Πατρός, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ὁ ὁποῖος παρακληθείς νά ἐκθέση τίς ἀπόψεις του γιά τήν τελειότητα καί τόν τέλειο βίο ἀναφέρθηκε στόν βίο τοῦ Μωϋσέως, τόν ὁποῖον παρουσίασε ὡς τόν τύπο τοῦ ἀληθοῦς θεολόγου. Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει ὅτι «ὄρος γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἄναντες καί δυσπρόσιτον ἡ θεολογία, ἧς μόλις ὁ πολύς λεώς τῆς ὑπωρείας φθάνει» (Γρηγορίου Νύσσης Ἔργα 9, ΕΠΕ, σελ. 254). Ὁ Μωϋσῆς προτρέπεται ἀπό τόν Θεό νά ἀνεβῆ στό ὄρος καί ἀφοῦ γνωρίση τά ἀπόρρητα, τά μεταδίδει στόν λαό (Ἔνθ. ἀν. σελ. 254).
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στίς ὁμιλίες του καί τά κείμενά του τόνιζε ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπόρροια τῆς θεοπτίας, καί θεολόγος εἶναι ὁ θεόπτης ἤ ἐκεῖνος πού ἀκολουθεῖ τούς θεόπτες. Αὐτή ἡ θέση εἶναι καθαρά πατερική, καί αὐτός ὡς Καππαδόκης τήν συνάντησε στούς Καππαδόκες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπανειλημμένως καί κατά κόρον ἀναφερόταν στούς Καππαδόκες Πατέρες, κυρίως στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, τούς ὁποίους εἶχε μελετήσει καλά καί τούς ἐξέφραζε μέ πιστότητα.
Συμπέρασμα
Οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἔθεσαν τά θεμέλια καί τίς βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἐπηρέασαν τούς ἑπομένους Πατέρες καί ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Στήν πραγματικότητα ἐξέφρασαν στήν ἐποχή τους ὅλη τήν βιβλικοπατερική παράδοση πού εἶναι ἡ ταυτότητα ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.
Αὐτή ἡ παράδοση ἐνέπνευσε καί τόν Καππαδόκη π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος εἶναι πνευματικός ἀπόγονος τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, καί γι’ αὐτό ἡ θεολογία του εἶναι αὐθεντική καί σημαντική γιά τήν ἐποχή μας, ἀφοῦ ὑπάρχουν πολλές θεολογικές παραδόσεις, σάν μιά θεολογική Βαβυλωνία πού προκαλεῖ σύγχυση.
- Προβολές: 1072