Skip to main content

Γραπτὰ Κυρήγματα: Κυριακὴ 12 Αὐγούστου, Τό Ἐκκλησιαστικό Πολίτευμα

Ὅταν ἐπισκέπτεται τόν τόπο μᾶς ἕνας ἀξιωματοῦχος, ἀκολουθεῖ συνήθως ἡ ἀκρόαση, δηλαδή ἡ συνάντηση, στήν ὁποία τοῦ ἀναφέρουμε τά αἰτήματά μας, τοῦ ζητᾶμε ἱκανοποίηση μερικῶν ἐπιθυμιῶν μας πού ἀναφέρονται στήν ζωή καί τήν κοινωνία στήν ὁποία ζοῦμε. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν θεία Εὐχαριστία. Μετά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ἀκολουθοῦν τά αἰτήματά μας καί ἡ ἔκφραση τῶν ἐσωτερικῶν αἰσθημάτων μας. Κυρίως θά ἀναφερθοῦν τρία βασικά γεγονότα.

Πρῶτον, ἀμέσως μετά τήν μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά ποῦμε στόν Πατέρα - Θεό μας - ὅτι προσφέρουμε τήν θεία Λειτουργία γιά νά τιμήσουμε καί τούς Ἁγίους, τούς Προφήτας, τούς Δικαίους της Παλαιᾶς Διαθήκης, τούς Ὁσίους καί Ὁμολογητᾶς καί κάθε δίκαιο ἄνθρωπο πού τελείωσε τήν ζωή τοῦ ἐν Χριστῷ. Πάνω ἀπό ὅλους προσφέρουμε τήν θεία Λειτουργία καί στήν Παναγία μας, γι’ αὐτό καί λέμε “ἑξαιρέτως”, δηλαδή ἑξαιρετικῶς - ἰδιαιτέρως “τῆς Παναγίας ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας”. Οἱ Ἅγιοι ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό. Τήν ὥρα αὐτή μνημονεύουμε καί τόν ἅγιο πού ἑορτάζει ἐκείνη τήν ἡμέρα, γιατί πιστεύουμε ὅτι αὐτήν τήν ἡμέρα ἰδιαιτέρως βρίσκεται ἀνάμεσά μας.

Δεύτερον, μνημονεύουμε τούς ζώντας καί τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας. Πρῶτα μνημονεύουμε τούς κεκοιμημένους, γιατί αὐτοί ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη ἀπό τίς προσευχές μας, ἐπειδή τώρα δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτε γιά τόν ἑαυτό τους καί τά περιμένουν ἀπό μας. Αὐτήν τήν στιγμή γίνεται ἡ μνημόνευση - τό μνημόσυνο γιά τούς ἀδελφούς μας, τούς συγγενεῖς μας. Γι’ αὐτό καί θά πρέπει ἐκείνη τήν ὥρα πού ὁ ψάλτης ψάλλει τό “ἄξιον ἐστίν” νά μνημονεύουμε τά ὀνόματα τῶν προσώπων πού ἀγαποῦμε καί ἔχουν φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν. Ἔπειτα μνημονεύουμε καί τά ὀνόματα τῶν ζώντων, προσευχόμαστε γιά τήν οἰκουμένη, τήν Ἐκκλησία πού εἶναι σέ ὅλο τόν κόσμο, γιά τούς ἱερεῖς καί διακόνους, γιά ὅσους ἀγωνίζονται νά ζοῦν μέ ἁγνότητα καί σεμνότητα καί γιά τούς ἄρχοντας, ὥστε νά ὑπάρχη εἰρήνη στό Κράτος. Ἀκόμη εὐχόμαστε γιά τήν Πόλη, στήν ὁποία ζοῦμε καί γιά ὅσους κατοικοῦν σέ αὐτήν μέ πίστη, γιά ἐκείνους πού ταξιδεύουν μέ ποικίλους τρόπους, γιά τούς ἀρρώστους καί τούς δαιμονισμένους, τούς αἰχμαλώτους, γιά ὅσους βοηθοῦν ποικιλοτρόπως τήν Ἐκκλησία, ὅσους βοηθοῦν τούς πτωχούς καί τέλος προσευχόμαστε γιά τούς ἑαυτούς μας, νά δεχθοῦμε τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ.

Τρίτον, μνημονεύουμε τόν Ἐπίσκοπό μας, στό ὄνομα τοῦ ὁποίου ὁ ἱερεύς τελεῖ τήν θεία Λειτουργία. “Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριέ του Ἀρχιεπισκόπου ἠμῶν ... ὅν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνη, σῶον, ἔντιμον ὑγιά, μακροημερεύοντα καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας”.

Οἱ Μητροπολίτες μνημονεύουν τήν Ἱερά Σύνοδο στήν ὁποία ἀνήκουν, οἱ ἀρχηγοί τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί οἱ Πατριάρχες, μνημονεύουν “πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων”. Ἡ ἐκφώνηση αὐτή δείχνει τό ἐκκλησιαστικό μας πολίτευμα. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη πίστη καί ἰδεολογία, ἀλλά ἕνας συγκεκριμένος ὀργανισμός, πού διαρθρώνεται σέ Πατριαρχεῖα, Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, Μητροπόλεις καί Ἐνορίες. Ὅλοι μνημονεύουν τόν ἀμέσως ἀνώτερό τους, στόν ὁποῖο ἔχουν ἀναφορά. Δέν νοεῖται ἀτομική ἐκκλησιαστική ζωή. Καί ὁ Ἱερομόναχος πού λειτουργεῖ στήν ἔρημό του Ἁγίου Ὅρους μνημονεύει τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, στήν δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἀνήκει τό Ἅγιον Ὅρος. Ἄν παραλείπεται αὐτή ἡ μνημόνευση τότε ἡ θεία Λειτουργία πάσχει ἀπό κανονικότητα. Καί τό λέμε αὐτό, γιατί μιά Εὐχαριστία πού γίνεται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι πραγματική θεία Εὐχαριστία, ἀλλά μιά παρασυναγωγή. Καί βέβαια δέν εἶναι ἀρκετό το νά μνημονεύη κανείς τόν Ἐπίσκοπό του καί νά μή ἔχει οὐσιαστική κοινωνία μαζί του.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Στό Σῶμα αὐτό ἀνήκουν οἱ Ἅγιοι, οἱ Ἄγγελοι, οἱ κεκοιμημένοι πού ἔφυγαν μέ μετάνοια καί οἱ ζῶντες πού ἀγωνίζονται γιά νά εἶναι ἑνωμένοι μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ κανείς νά ζῆ μόνος του καί ἀνεξάρτητα ἀπό τούς ἀδελφούς του. Ἐπίσης, δέν μπορεῖ κανείς νά ζῆ ἔξω ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, πού εἶναι εἰς “τύπον καί τόπον τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ Χριστού”. Καί τό ἀκόμη χειρότερο δέν μπορεῖ κάποιος ἱερεύς νά τελῆ τήν θεία Λειτουργία στό ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου του, νά τόν μνημονεύη, ὥστε νά τόν διαφυλάττη ὁ Θεός ἐν εἰρήνη, σῶον, ἔντιμον, ὑγιά, μακροημερεύοντα καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας, καί ὅμως μέ τίς καθημερινές του πράξεις νά τόν συκοφαντή, νά τόν διαβάλλη, νά τόν πολεμᾶ μέ ποικίλους τρόπους.

Σήμερα δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό μιά ἀτομική θρησκευτικότητα, ἀλλά ἀπό ἕνα σταθερό ἐκκλησιαστικό βίωμα καί φρόνημα. Πρέπει νά ζοῦμε μέσα στήν πνευματική οἰκογένεια πού λέγεται Ἐκκλησία καί νά σεβόμαστε τούς Ἐπισκόπους πού ὁ Θεός ἔθεσε στόν Ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

ΓΡΑΠΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ

  • Προβολές: 2717