Ἀναστάσιμη ἀγρυπνία στό Ὅρος
Προσκύνημα στό τίμιο λείψανο τῆς Ρωμηοσύνης
Ἕνα ἐξυγχρονισμένο ταχύπλοο, πού ἔτρεχε (ἔπλεε ἤ καί πετοῦσε κάπου-κάπου) ἀφηνιασμένα, γεμάτο ἔπαρση γιά τό ὅτι συνέτμησε κατά δύο ὧρες τόν χρόνο προσπέλασης ἀπό τήν Οὐρανούπολη στόν Ἀρσανά τῆς Ἁγίας Ἄννης, μᾶς ἄφησε μισοζαλισμένους στήν ἀκτή.
Ἀπ’ ἐδῶ, τό σκηνικό ἄλλαζε ἄρδην: τρεῖς ἡμίονοι –ὁ Τάκης 10 ἐτῶν, ὁ γερό-Κοκκίνης 30 καί ὁ Ἀράπης 3 ἐτών– ἀνέλαβαν τήν τιμητική μεταφορά τοῦ Ἀρχιερέως, πού θά προΐστατο τῆς πανηγύρεως, καί τῆς συνοδείας αὐτοῦ μετά τῶν ἀπαραιτήτων ἀποσκευῶν ἀπό τόν Ἀρσανά μέχρι τήν Ἁγία Ἄννα καί τήν Καλύβη τῶν Καρτσωναίων, πού ἦταν καί ὁ προορισμός μας. Ὁ νεαρός ἡμιονηγός π. Παντελεήμων εἶχε ἐντελῶς διαφορετική αἴσθηση τοῦ χρόνου, ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἄλλος μοναχός μέ τά γυαλιά ἡλίου καί τό ἀντιανεμικό πού πλοηγοῦσε τό ξορκισμένο ταχύπλοο.
Ἀνεβήκαμε τά πάνω ἀπό χίλια πλατιά σκαλοπάτια, τά ὁποῖα ἀντικατέστησαν πρόσφατά το κατεστραμμένο καλντερίμι πού καταπονοῦσε τούς ἀστραγάλους μοναχῶν καί ὑποζυγίων, καί φθάσαμε στό Καλύβι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρτσωναίων' ἕνα ἀναμμένο θυμιατήρι πάνω ἀπό τό Αἰγαῖο.
Ἡ ὑποδοχή τοῦ Ἀρχιερέως ἀπό τούς Πατέρας τῆς Καλύβης –τόν Γέροντα Γαβριήλ, τούς ὑποτακτικούς του π. Χρυσόστομο, π. Διονύσιο, π. Παντελεήμονα καί τούς δοκίμους αὐταδέλφους Σεραφείμ καί Γεωργιο– μέ κωδωνοκρουσίες, κατά τό τυπικό, μέ ἁπλότητα, κατά τά μέτρα τῆς Καλύβης, καί μέ σεμνή ζεστασιά, κατά τό ἁγιορείτικο ἦθος. Κέρασμα, συζήτηση, λιτή τράπεζα, ξεκούραση-προετοιμασία γιά τήν ἀγρυπνία.
Ὅταν διώξαμε τόν ὕπνο ἀπό τά μάτια μας, τό δειλινό φῶς σιγοσβῆνε, καί οἱ πρῶτοι καλόγεροι, σκητιῶτες καί ἐρημίτες, μέ τούς τορβάδες στόν ὦμο τούς ἄρχισαν νά μπαινοβγαίνουν στούς χώρους τῆς Καλύβης' πρῶτα προσκυνοῦσαν στόν ὀμορφοστολισμένο Ναό, καί μετά στό Ἀρχονταρίκι ἤ στό λιακωτό μέ τήν «τέρψι-θέα», ἀσπάζονταν ἐγκάρδια ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀντάλλασσαν χαιρετίσματα καί εὐχές. Τά πανηγυράκια εἶναι πάντα μιά εὐκαιρία νά συναχθοῦν καί νά ἰδωθοῦν οἱ καλοί αὐτοί κελλιῶτες.
Οἱ Πατέρες τῆς Καλύβης ἄρχισαν ὅλο καί πιό ἐντατικά νά κανονίζουν τίς τελευταῖες λεπτομέρειες. Μιά ἤρεμη ἔνταση μέ ἐπίκεντρο τόν Ναό ζωογονοῦσε σιγά-σιγά τούς χώρους τῆς Καλύβης' ἕνας πολιός, μελανοντυμένος ὀργανισμός ἐγείρεται καί θερμαίνεται γιά νά ὑμνήση, στήν γαλήνη τῆς νύκτας, ἀναστάσιμα τόν μεγαλομάρτυρα Γεώργιο!
Ὁ Ναός, ἔστω καί νεοδόμητος, ἦταν στολισμένος ὅπως μόνον ἕνα Ἁγιορείτικο Ἱερό μποροῦσε νά εἶναι' μέ λαμπρότητα, μέτρο καί χάρη.
Ἡ ἱερουργία τοῦ Λόγου εἶναι ἡ ἴδια, σ’ ὅλα τα ἅγια θυσιαστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἱερουργία ὅμως τοῦ λόγου διαφέρει' στίς ἁγιορείτικες ἀγρυπνίες προφέρεται καί προσφέρεται κρυστάλλινος, μελωδικός, καθάριος καί εὐκρινής ὁ λόγος τῶν ὕμνων καί τῶν λογικῶν προσευχών' ἔχει τήν δυνατότητα κανείς νά ἀκούση καθαρά λέξη πρός λέξη ἤ καλύτερα μαργαριτάρι πρός μαργαριτάρι ὅλον τόν ἀμύθητο θησαυρό πού μᾶς κληροδότησαν οἱ θεολόγοι μελωδοί μας. Ὁ λόγος στό Ὅρος προφέρεται καί προσφέρεται μέ ὅλη του τήν δύναμη.
Ἄν εἶναι μεγάλη εὐλογία ἁπλῶς νά ἐπισκεφθῆ κανείς τό Ἅγιον Ὅρος, τί νά ποῦμε ὅταν αὐτό γίνεται τήν Λαμπρή Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα, συνοδεύοντας Ἀρχιερέα, ἀγρυπνώντας σέ Καλύβι τῆς ἁγιασμένης Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἀκούοντας μέσα στήν γαλήνη τῆς ἁγιορείτικης νύκτας τόν ἀναστάσιμο Κανόνα, μετέχοντας στήν θεία Λειτουργία γιά τόν μεγαλομάρτυρα τῆς Ἀναστάσεως Γεώργιο; Τί ὑψηλότερο ἀπό τήν Ἀρχιερωσύνη; Τί κατανυκτικότερο ἀπό τήν καλογερική ψαλμωδία; Τί μεγαλοπρεπέστερο ἀπό τό «Ἀναστάσεως ἡμέρα...»; Τί ἐλεγκτικότερο ἀπό τήν παρουσία ἁγίων; Τί πιό ἀγαπητικό ἀπό τό μαρτύριο; Τί πιό δοξασμένο συνάμα καί πονεμένο ἀπό τήν Ρωμηοσύνη; Τί πιό Ρωμέϊκο ἀπό τό Ἅγιον Ὅρος;
Εἶναι πραγματικότητα ὅτι τό Ὅρος ἔχει διαφυλάξει καί τά ἐξωτερικά φυσικά στοιχεῖα τοῦ σχεδόν ἀνέπαφα, ὥστε πρῶτα νά δοκιμάζουν τήν βαθειά ἔκπληξη ἀπό τό ἀντικρυσμά τοῦ οἱ αἰσθήσεις, αὐτές πού πρῶτα πρέπει νά σταυρωθοῦν, γιατί τά κριτήριά τους θά μᾶς πλανήσουν: «διά τοῦτο χαλεπή τέ καί δυσκατόρθωτος ἠμίν ἥ του ἀληθοῦς ἀγαθοῦ κατανόησις γίνεται, ὅτι προειλήμμεθα τοῖς αἰσθητικοῖς κριτηρίοις, ἐν τῷ εὐφραίνοντι καί ἤδοντι τό καλόν ὁριζόμενοι» (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης). Ἡ αἰσθητική εὐφροσύνη καί ἡ ἡδύτητα εἶναι, δυστυχῶς, τά κριτήριά μας, –ὅλων ὅσων κινδυνεύουμε νά «ζήσουμε τήν κατάσταση τῆς πτώσεως... ὡς τή μόνη πραγματικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι» (Γέροντας Σωφρόνιος).
Γι’ αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο νά σταυρώση ὁ προσκυνητής τίς αἰσθήσεις, πρίν ἀνέλθη εἰς τό Ὅρος' ἀναγκαῖο νά ὑπερβῆ καί νά προσπεράση βιαστικά τίς σειρῆνες τῆς φυσιολατρείας, τόν τριγμό τῆς μουσειοποίησης, τήν πρόκληση τοῦ συναισθήματος, γιά νά ἀφουγκρασθῆ μαζί μέ τούς μοναχούς καί κατά τήν καρδίαν τοῦ τόν ...Ἅγιόν του Ὅρους.
Ἡ ἀγρυπνία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στήν Καλύβη τῶν Καρτσωναίων ἦταν ὁ κύριος προορισμός τοῦ Μητροπολίτου μας κ. Ἱεροθέου κατά τήν ἐπίσκεψή του στό Ὅρος. Τήν ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου στήν πανηγυρική, ὡς πρός τόν χρόνο, καί λιτή, ὡς πρός τόν χῶρο, τράπεζα τῆς Καλύβης τήν δημοσιεύουμε σ’ αὐτό τό τεῦχος.
Δέν μποροῦσε ὅμως νά ἀρνηθῆ καί τήν εὐγενῆ πρόσκληση ἀπό τόν Καθηγούμενο τῆς Ι. Μονῆς Γρηγορίου Ἀρχιμ. π. Γεώργιο νά ἐπισκεφθῆ τήν Μονή καί νά προεξάρχη στήν ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Καί ἔτσι ἀξιωθήκαμε καί ἐμεῖς νά λειτουργήσουμε στό λιβανοκαπνισμένο ἱερό, γιά τό ὁποῖο αἰσθανόμασταν δέος, ὅταν ὡς λαϊκοί εἰσερχόμασταν στήν ἁγία Μονή.
Στήν ἡσυχαστική αὐτή κυψέλη, ἡ ὁποία ἔχει ἀναλάβει διακριτικά καί μέ συναίσθηση τῆς εὐθύνης τῆς ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων καί τήν ὑποστήριξη ὀρθοδόξων Ἱεραποστολῶν στό ἐξωτερικό, μίλησε ὁ Σεβασμιώτατος κατά τήν διάρκεια τῆς βραδινῆς τράπεζας, μετά τήν προσφώνηση πού αἰφνιδιαστικά καί ἀπό ἀγάπη ἀπηύθυνε ὁ π. Γεώργιος.
Ὁ ἅγιος Καθηγούμενος ἐξέφρασε τήν χαρά του γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Σεβ. κ. Ἱεροθέου καί τήν εὐγνωμοσύνη του πρός τό πρόσωπό του γιά τρεῖς λόγους: α) Γιά τό ὅτι ὡς Ἀρχιμανδρίτης Ἱεροκήρυκας τῆς Μητροπόλεως Ἐδέσσης προετοίμασε νέους μέ μοναχικό φρόνημα καί σταθερές βάσεις, ἀπό τούς ὁποίους δύο εἶναι μοναχοί στήν Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, β) Γιά τό ὀρθόδοξο φρόνημά του, καί γ) γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία του. «Αἰσθανόμαστε εὐγνωμοσύνη γιά τήν προσφορά σας στήν Ἐκκλησία, τόν μοναχισμό, τήν ἀδελφότητά μας».
Ὁ Σεβασμιώτατος στήν ἀντιφώνησή του, ἐπιβεβαίωσε τήν φράση πού μόλις εἶχε ἀναφέρει ὁ Ἡγούμενος: «αἰσθανόμαστε ὅτι γυρίζετε στό σπίτι σας», λέγοντας ὅτι ἔτσι αἰσθάνονται τό Ἅγιον Ὅρος ὅσοι γνωρίζουν μέσα στόν κόσμο τήν «θεολογική μοναξιά», καί μίλησε μέ συγκίνηση γιά τούς δεσμούς του μέ τό Ὅρος καί ἰδιαιτέρως μέ τήν Ι. Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, ὅπου διαφυλάσσεται ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί ἡ ὀρθόδοξη μέθοδος τοῦ θεολογεῖν, ὁ ἡσυχασμός, καί ὅπου ζῆ ἕνα κομμάτι τῆς Ρωμηοσύνης. Οἱ κοινοί δεσμοί μέ τόν Γέροντα π. Γεώργιο συγκεκριμενοποιοῦνται στήν ἀγωνία γιά τήν διατήρηση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί κυρίως τῆς μεθόδου θεολογίας, ἡ ὁποία κινδυνεύει σήμερα. Ἄλλες ἐποχές κινδύνευε ἡ ὁρολογία. Σήμερα ἡ ὁρολογία ἔχει παγιωθῆ καί δέν εἶναι εὔκολο ν’ ἀλλάξη. Κινδυνεύει ὅμως νά ἀλλοιωθῆ ἡ μέθοδος τῆς θεολογίας καί ἐκεῖ πρέπει νά δοθῆ ἡ μεγάλη βαρύτητα. Γι’ αὐτό καί ἐξέφρασε τήν ἱκανοποίησή του, ἐπειδή τό Μοναστήρι αὐτό δέν μπῆκε στόν πειρασμό –λόγω πληθωρικοῦ δυναμικού– νά ἐπεκταθῆ σέ ἄλλες ἀντιησυχαστικές δραστηριότητες ἤ στήν ἀντικατάσταση τῆς θεολογίας ἀπό τόν στοχασμό καί τήν ὡραιολογία. Ἐν συνεχεία μίλησε γιά τήν βεβαιότητα καί τήν μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως, γιά τό Πάσχα τό Νομικό, τῆς Χάριτος καί τό Ἐπουράνιο, καί γιά τήν σταυρική προετοιμασία τῶν μοναχῶν πού ὁδηγεῖ στήν βίωση τῆς Ἀνάστασης. Ἀναφέρθηκε ἀκόμη σέ μιά λαϊκή γυναίκα ἡ ὁποία στίς ἡμέρες μας ὑπερέβη τόν θάνατο, πόθησε τόν Παράδεισο, τούς ἁγίους καί τήν οὐράνια Λειτουργία καί θέλησε νά γίνη μοναχή πρίν πεθάνει, ὥστε νά τήν δεχθῆ ὁ Χριστός ὡς μοναχή. Ἀποπεράτωσε δέ τήν ἀντιφώνησή του ἀναρωτώμενος γιά τό ἄν οἱ Χριστιανοί καί οἱ Κληρικοί μετουσιώνουμε τελικά τήν θεολογία σέ ζωή, καί ζητώντας ἐξομολογητικά τίς εὐχές γιά σωτηρία.
Τό προσκύνημα στό Ἅγιον Ὅρος ἐπισφραγίσθηκε μέ μιά σύντομη ἐπίσκεψη στόν εὐγενῆ Ναυπάκτιο Γέροντα π. Θεοκλητό Διονυσιάτη, ὁ ὁποῖος παρά τά 86 τοῦ χρόνια ἀγωνιᾶ γιά τά «ἐκκλησιαστικά πράγματα» μέ ζῆλο νεαροῦ ἱεροκήρυκος, ζωντας ὡς ἀσκητής στό κελλί του, λίγο πιό ἔξω ἀπό τήν Ἱερά ἁγιοτόκο Μονή Διονυσίου, ἡ ὁποία καί μέ τίς ἐξωτερικές ἐπεμβάσεις στά κτήρια ἔχει καταστεῖ ἕνα πραγματικό κόσμημα τοῦ Ὅρους.
Μέσα στό ἀσκητικό κελλί τοῦ π. Θεοκλήτου ἀκολούθησε μιά αὐθόρμητη συζήτηση γιά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ π. Θεοκλητός ἄλλοτε διατύπωνε τήν ἀπορία του σάν ἀνήσυχος μαθητής, ἄλλοτε ἐξέφραζε τόν ζῆλο του, ἄλλοτε ἀποκάλυπτε τήν σοφία καί τήν μοναχική του πείρα, πάντα μέ ἁπλότητα, φυσικότητα καί εὐγένια.
Δυστυχῶς, ὁ «κόσμος» ἄρχιζε νά μᾶς γνέφει ὅτι θά χάσουμε τό πλοῖο τῆς γραμμῆς. Ἡ ἐπίσκεψή μας ἔπρεπε νά περατωθῆ.
«Καλόν ἐστιν ἠμᾶς ὧδε εἶναι»...
Τό Ὅρος διαφυλάσσει τό πιό σημαντικό τμῆμα τῆς Ρωμηοσύνης, ἡ ὁποία ὡς τίμιο λείψανο θεωτικού ὀργανισμοῦ διασκορπίσθηκε –μετά τόν σαρκικό θάνατό της τό 1453– σ’ ὅλον τόν κόσμο, καί τόν ἁγιάζει καί τόν ἐμπνέει δημιουργικά καί σωστικά.
Ἄρχ. Κ.Ε.Γ.
- Προβολές: 2908