Skip to main content

Ἡ μυστική πορεία τοῦ Χριστιανοῦ, διά τῆς ἐρήμου, στήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία εἰσήλθαμε, εἶναι μιά περίοδος ἔντονης πνευματικῆς ζωῆς, μέ νηστεία, προσευχή, μετάνοια, ἐγκράτεια καί ὅλα τά μέσα τά ὁποῖα ἔχει ἠ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Αὐτή ἡ ἔντονη πνευματική καί ἐσωτερική ζωή διασώζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας στίς ἱερές Ἀκολουθίες πού γίνεται αὐτή τήν περίοδο καί στά τροπάρια τά ὁποῖα ψάλλονται. Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τό βιβλίο Τριώδιο καί συμμετάσχει βιωματικά στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, θά διαπιστώση ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας θέλει νά μᾶς δώση τήν αἴσθηση ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ Χριστιανοῦ καί ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἀγάπησαν ἰδιαίτερα αὐτήν τήν περίοδο, πού ὁδηγεῖ στό Πάσχα, καί τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου, γιατί μέσα σέ αὐτήν τήν περίοδο διακρίνουν τήν ἐσωτερική ἀναπνοή τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μέ ἀφορμή τήν εἴσοδό μας σέ αὐτήν τήν περίοδο, θά ἤθελα νά κάνω ἕνα σχεδιάγραμμα τῆς πορείας τοῦ Χριστιανοῦ ἀπό τήν Αἴγυπτο τῶν παθῶν στήν ἔρημο τῆς ἀπαθείας καί τήν εἴσοδο στήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Αὐτή τήν πορεία τήν συναντᾶμε στά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ αὐτόν τόν τρόπο δείχνουν καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τό νόημα τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Στήν πραγματικότητα εἶναι πορεία ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μέχρι τό Πάσχα καί τήν Πεντηκοστή, σέ περίοδο πραγματικῆς ἐρημίας. 

Ὡς βάση θά ἔχω τήν βιογραφία καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, ὅπως τήν παρουσίασε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος. Μέ τόν τρόπον αὐτό θά δοῦμε ἀφ' ἑνός μέν πῶς ἕνας ἅγιος ἑρμηνεύει ἕναν ἄλλον ἅγιο καί πῶς μέσα ἀπό αὐτήν τήν τήν ἑρμηνεία μποροῦμε νά καταλάβουμε τήν ἐσωτερική μυστική ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί δυστυχῶς στίς ἡμέρες μας τά γεγονότα πού περνᾶμε μέ τήν ὑγιειονομική καί τήν θεολογική κρίση μᾶς ἀποπροσανατολίζουν καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά αἰσθανθοῦμε αὐτήν τήν ὁρμή τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι γνωστόν τό πρῶτο βιβλίο πού ἔγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι τό βιβλίο μέ τόν τίτλο «ὁ Γέρων Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης» πού ἀργό­τερα, μετά τήν ἁγιο­κατάταξη τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ, κυκλο­φόρησε μέ τόν τίτλο «Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης».

Τό βιβλίο αὐτό εἶναι ἕνας μεγάλος πνευματικός θησαυρός, ἕνας ἀκένω­τος πνευματικός πλοῦτος, μιά ζωντανή παρουσίαση τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στήν ἀπόλυτη μορφή της, μιά ζωντανή «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν», ὅπως βιώθηκε ἀπό δύο ἁγίους, τόν ἅγιο Σιλουανό, καί τόν ἅγιο Σωφρόνιο. Παρουσιάζει στόν τέλειο βαθμό καί μέ αὐθεντικό τρόπο τήν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτῶν πού ἐπιθυμοῦν τήν συνάντησή τους μέ τόν Χριστό.

Θά καταγραφοῦν δέκα βασικά σημεῖα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως φαίνεται στό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου μέ τίς θεολογικές διασαφήσεις τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Τά σημεῖα αὐτά πρέπει νά κατανοηθοῦν μέσα στήν προοπτική ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μέσα στήν  Ἐκ­κλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό, ἐν Πνεύματι Ἁγίω, μέ τά Μυστήρια καί τήν κατά Χριστόν ἄσκηση.    

Οἱ φράσεις ἐντός εἰσαγωγικῶν εἶναι λόγοι τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

1. «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί τά ἔσχατα δυνατά ὅρια στό κτιστό ὄν»

Ἐάν κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει δύναμη καί ἐνέργεια, πολύ περισσό­τερο αὐτό ἰσχύει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει θεία ἐνέργεια. Ὁ Θεός μέ τόν λόγο Του δημιούργησε τόν κόσμο καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα σέ ὅλη τήν κτίση, εἶναι ἡ οὐσιοποιός, ζωοποιός καί ἡ προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ὁ λόγος Του εἶχε μεγάλη ἐνέργεια μέ τήν ὁποία ὁμιλοῦσε, θεράπευε καί ἀνέσταινε νεκρούς. Ὁ λόγος Του «περιβάλλεται μέ τήν ταπεινή, ἀντιλη­πτή στίς αἰσθήσεις, μορφή τοῦ ἀνθρώπινου κτιστοῦ λόγου, πού μπορεῖ νά δια­τυπωθεῖ ἀκόμη καί γραπτῶς». Παρά ταῦτα ὁ λόγος αὐτός «στό βάθος του, στήν βάση του, εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Μεγάλου Πανδημιουργοῦ Θεοῦ καί μπο­ροῦμε νά ποῦμε γι’ αὐτόν ὅ,τι λέγεται στή Γραφή γιά τόν Θεό, δηλαδή εἶναι "πῦρ καταναλίσκον" καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά τόν προσεγγίζει μέ μεγάλη "αἰδώ καί εὐλάβεια" (Ἑβρ. ιβ΄, 29 καί 28)».

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει μέσα του ἕνα μυστήριο. «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο ἐγγύς, τόσο καταληπτός καί φυσικός, τόσο βαθιά οἰκεῖος στήν ἀνθρώπινη καρδιά, συγχρόνως ὅμως ὑπερβαίνει ἀναμφίβολα ἀπείρως τίς δυνατότητες τοῦ κτιστοῦ ὄντος». Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται δεκτός ἀπό τόν ἄνθρωπο, τότε τόν ὁδηγεῖ «στήν αἰώνια ζωή ἀπό ἕνα δρόμο πού θά συναντήσει πολλά ἀσυνήθιστα πράγματα, ἄγνωστα σέ ὅσους δέν ἀκολουθοῦν τόν Χριστό».

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὡς ἐνέργεια εἶναι φῶς καί τό φῶς αὐτό «φθάνει ὡς τά ἔσχατα ὅρια τῆς σκοτεινῆς ἀβύσσου καί ἀποκαλύπτει τή φύση πολλῶν φα­σμάτων τῆς ἀληθείας, πού παρα­σύρουν τόν ἄνθρωπο μέσα στό σκοτάδι». Ἔτσι, «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτιά, πού δοκιμάζει τό καθετί πού ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο καί γενικότερα στόν κόσμο».

Ἐπίσης, «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πνεῦμα καί ζωή αἰώνια, πλήρωμα τῆς ἀγάπης καί εὐφροσύνη αἰώνια. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄκτιστο Θεῖο Φῶς» καί «ὅταν γίνει δεκτός στή ζωή ἀπεργάζεται τόν ἄνθρωπο θεό».

Αὐτό πρέπει νά τονίζεται στήν ἀρχή τῆς πορείας τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιατί ὅλα γίνονται μέ τήν θεολογική συνέρ­γεια, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι ὁ ἐνεργῶν καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ συνεργῶν. Ὅπως ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ διά τοῦ λόγου Του, ἔτσι καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου καί ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου  γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ θείου λόγου.

2. «Ἡ ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ»

Ὁ λογισμός εἶναι ἡ ἀρχική πρόταση ἡ ὁποία ἐξελίσσεται σέ ἁμαρτία καί πάθος, γι’ αὐτό ὁ ἀσκητής δίνει μεγάλη σημασία στό νά μή ἐξελιχθῆ ὁ λογι­σμός.

Ἡ πρώτη μορφή τοῦ λογισμοῦ εἶναι αὐτή πού προσεγγίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό ἔξω «καί εἶναι ἀσαφής, ἀόριστη», εἶναι μιά εἰκόνα καί ὅταν δέν ἐξελιχθῆ καί δέν συνδεθῆ μέ τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου αὐτό δέν λογίζεται ὡς ἁμαρτία. Οἱ εἰκόνες αὐτές ἔχουν ἄλλοτε «ἐποπτικό» καί ἄλλοτε «νοητικό» καί πολλές φορές «μικτό» χαρακτῆρα. Οἱ εἰκόνες πού ἑλκύουν μιά σκέψη καί ἔχουν αὐτό τό «μικτό» χαρακτῆρα (εἰκόνες καί νόημα) χαρακτηρίζονται στήν ἀσκητική φρασεολογία ὡς «λογισμός».

Ἡ ἐνέργεια τοῦ λογισμοῦ, ὅταν ὑπάρχη προδιάθεση στό πάθος, «προ­καλεῖ ἕνα αἴσθημα ἡδονῆς», ἀνάλογα μέ τό πάθος, καί στό σημεῖο αὐτό ἀρχίζει ὁ πειρασμός. Αὐτή εἶναι «ἡ πρό­τα­ση» τῆς ἁμαρτίας, καί ἡ στιγμή αὐτή τῆς ἐμφάνισης τῆς ἡδονῆς «παρότι μαρ­τυρεῖ γιά τήν ἀτέλεια τοῦ ἀνθρώπου, δέν λογίζεται ὡς ἁμαρτία». Ἐδῶ πρέπει νά δοθῆ σημασία ἡ ἐμπλοκή τῆς ἡδονῆς μέ τόν λογισμό πού βρίσκεται ἀκόμη στό στάδιο τῆς «πρότασης» τῆς ἁμαρτίας.

Στήν συνέχεια αὐτή «ἡ προτεινόμενη ἐμπαθής ἡδονή προσελκύει τήν προσοχή τοῦ νοῦ». Ὅταν ἑνωθῆ ὁ νοῦς μέ τόν ἐμπαθῆ λογισμό, τότε ἀνα­πτύσσεται περαιτέρω, γιατί παρατη­ρεῖται ἡ «συμπάθεια», ἀκολουθεῖ ὁ «συνδυασμός», πού εἶναι δυνατόν νά ἐξελιχθῆ στήν «ἐνεργητική συγκα­τάθεση». Ἔπειτα, ὅταν αὐξηθῆ ἡ ἡδονή, τότε μπορεῖ νά κυριαρχήση «στό νοῦ καί τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτό λέγεται "αἰχμαλωσία"». Ἀμέσως μετά ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου πού αἰχμα­λω­τί­σθηκαν προχωροῦν στήν πραγματοποίηση τῆς ἁμαρ­τίας. Ἄν οἱ αἰχμαλωσίες αὐτές ἐπανα­λαμ­βά­νονται, τότε «ὁδηγοῦν στήν "ἕξη" τοῦ πάθους».

Παρατηρεῖ κανείς ἐδῶ τίς λεπτές ἀναλύσεις πού γίνονται στήν ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ σέ συνδυασμό μέ τίς εἰκόνες, τήν φαντασία, τήν ἡδονή, τόν νοῦ, τήν συμπάθεια, τήν συγκατάθεση, οἱ ὁποῖες ἀναλύσεις δείχ­νουν ἕναν ἔμπειρο ἄνθρωπο σέ αὐτόν τόν ἐσωτερικό λεπτό ἀγώνα, ἕναν μεγάλο ἀσκητή θεολόγο.

Ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ πού γίνεται ἁμαρτία καί πάθος, γι’ αὐτό ὁ ἀσκητής πρέπει νά τόν ἀντι­με­τωπίση σέ ὅποιο στάδιο καταλάβη αὐτήν τήν ἐξελικτική του πορεία. Γιά νά ἀποφευχθῆ ἡ ἁμαρτία «εἶναι ἀνάγκη νά ἐγκα­τοικήση ὁ νοῦς μέ προσευχή μέσα στήν καρδιά». Πρέπει ὁ ἀσκητής νά κλείνη «τίς εἰσόδους τῆς καρδίας, τοποθετώντας ἐκεῖ ὡς φρουρό τό νοῦ πού ἀπαλλάχθηκε ἀπό φαντασίες καί διαλογισμούς καί εἶναι ὁπλι­σμένος μέ τήν προσευχή καί τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Αὐτή εἶναι «ἡ οὐσία τῆς νοερᾶς νήψεως, πού ἔχει ὡς σκοπό τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπάθεια».

Ἡ ἀνάλυση αὐτή δέν δείχνει μόνον τήν γνώση τῆς ἐξελίξεως τοῦ λογι­σμοῦ, ἀλλά καί τήν γνώση τῆς ἀντιμετωπίσεώς του.

3.  «Ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ ἀγώνας κατά τῶν παθῶν»

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κάτω «ἀπό δαιμονική ἐπή­ρεια», τότε «ὑφίσταται ἧττα στήν καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ ἐλευθερία του, καί ἔτσι στερεῖται τή θεία ζωή. Μιά τέτοια κατάσταση ὀνο­μάζεται "πάθος" καί γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας». Ἡ στέρηση τῆς θείας ζωῆς εἶναι αὐτό πού χαρακτηρίζεται πάθος, πού στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ παρά φύση κίνηση τῶν ἐνερ­γειῶν τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, τά πάθη δέν ἑρμηνεύονται ἐξωτερικά καί ἠθικιστικά, ἀλλά θεολογικά, εἶναι ὅταν ὁ ἀσκητής ἠττᾶται στήν κίνησή του πρός τό καθ’ ὁμοίωση, δηλαδή στήν θέωση, καί αὐτό σημαίνει ὅτι στερεῖται τήν μετοχή στήν θεία ζωή.

«Τά πάθη διαθέτουν κάποια ἑλκτική δύναμη». Ἀλλά τό νά ριζωθῆ καί νά στερρεωθῆ μιά ἐμπαθής εἰκόνα καί ἕνας λογισμός στήν ψυχή, «δέν μπορεῖ νά συμβεῖ χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου γι’ αὐτό». Ὅλα τά θέματα καί στήν πάρα φύση κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί στήν ὑπέρ φύση κατάστασή του προϋποθέτουν τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, στήν πρώτη περίπτωση συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐπίδραση τοῦ δια­βόλου καί τοῦ λογισμοῦ, στήν δεύτερη περίπτωση συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, «ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ὁ ἀγώνας κατά τῶν παθῶν». Στόν ἀγώνα αὐτόν παρατηροῦνται δύο στάδια∙ τό πρῶτο στάδιο βρίσκεται στήν ἀποφυγή τῆς ἡδονῆς ἡ ὁποία ὅταν ἀνα­πτύσσεται αἰχμαλωτίζει τόν νοῦ, καί τό δεύτερο στάδιο εἶναι «ὅταν τό ἀνικανοποίητο πάθος ἀρχίζη νά τυραννᾶ τόν ἄνθρωπο μέ τίς πιό περίεργες ἀσθένειες». Τό πρῶτο θά ἦταν εὔκολο νά ἀντιμετωπιστῆ, ἀλλά τό δεύτερο εἶναι τό πιό δύσκολο, ἐπειδή χρειάζεται «μεγάλη ὑπομονή καί ἐπιμονή», «γιατί τό εὐεργετικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀντιστάσεως στά πάθη δέν ἔρχεται σύντομα».

Ἐκτός ἀπό τά πάθη, πού εἶναι ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ καί βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν καί τά λεγόμενα «ἀδιάβλητα πάθη», δηλαδή οἱ διάφορες ἀνάγκες, ὅπως εἶναι «ἡ διατροφή, ὁ ὕπνος κτλ. πού χωρίς τήν ἱκανοποίησή τους γίνεται ἀδύνατη ἡ συνέχιση τῆς ζωῆς». «Γιά ὁρισμένα χρονικά διαστήματα ὁ ἀσκη­τής καταφρονεῖ τίς ἀνάγκες αὐτές». Ὅταν, ὅμως, ἀπειλεῖται ἀπό διάφορες ἀσθένειες, «τότε ὁ ἀσκητής ὁρισμένες στιγμές ἀντιστέ­κεται μέχρι θανάτου μέ τήν ἀπόφασή του νά μήν ὑποχωρήσει», καί συνήθως ὁ θάνατος δέν ἔρχεται, γιατί ὁ Θεός τόν διαφυλάσση. Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ἀπαιτεῖται μεγάλη ἀνδρεία, πού εἶναι «μιά ἀποφασιστικότητα μέχρι θανάτου», ἡ ὁποία «ὁμοιάζει μέ πύρινη φλόγα», τήν ὁποία ὁ ἀσκητής κρατᾶ μέσα στήν ψυχή του «χωρίς νά δείχνει ὁλόκληρη τή δύναμή της».

Ὁ ἀσκητής ἀπαλλάσσεται ἀπό τά πάθη ὅταν ὁ νοῦς του μέ τήν εὐχή κατεβαίνη στήν «βαθεία καρδία» καί μέ τήν καθαρότητα παρίσταται «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», δέχεται τό Θεῖο Φῶς, «ζεῖ τήν αἰώνια ζωή», ὑπερβαίνει τόν φόβο τοῦ θανάτου, γνωρίζει «ἐν Θεῷ τήν πρωτόκτιστη ὡραιότητα τοῦ ἀνθρώπου», «καί βλέπει τήν ἀμορφία καί ἀδοξία πού βασιλεύει στόν κόσμο» καί «ἔτσι θρηνεῖ καί ὀδύρεται», ὁπότε ἀνα­πτύσσεται, μέ φυσικό τρόπο, ἡ μετάνοια ὡς χάρισμα.

Ἡ ὅλη ἀνάπτυξη πού γίνεται στό βιβλίο αὐτό γιά τά πάθη προϋποθέτει μιά μεγάλη πνευματική πείρα τοῦ συγγραφέα στήν γνώση τῶν ἐσωτερικῶν διεργασιῶν, ὄχι μόνον τῶν παθῶν, ἀλλά καί τῆς θεραπείας τους. Πρόκειται γιά μιά πνευματική χειρουρ­γική ἐργασία ὑψηλῆς γνώσεως.

4. «Ἀγώνας ἐναντίον τῆς φαντασίας»

Ὁ ἀσκητής στόν ἀγώνα του γιά τήν καθαρότητα τοῦ ἐσω­τερικοῦ του κόσμου καί τήν διαφύλαξή της καλεῖται νά ἀγωνισθῆ ἐναντίον τῆς φαντασίας, ἡ ὁποία εἶναι μιά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, πού ὅμως ὅταν λειτουργῆ παρά φύση καί δέχεται ἐπι­δράσεις ἀπό τόν ἔξω κόσμο καί ἀπό τόν διάβολο παραμορ­φώνει τήν ἐσωτε­ρική κατάσταση τοῦ ἀσκητοῦ.

«Ὁ κόσμος τῆς ἀνθρωπίνης φαντασίας εἶναι κόσμος τῶν "φαντα­σμάτων" τῆς ἀλήθειας, κοινός στούς ἀνθρώπους καί τούς πεπτωκότας ἀγγέλους καί γι’ αὐτό ἡ φαντασία γίνεται πολλές φορές ἀγωγός δαιμονικῆς ἐνεργείας». Ἔτσι μέσα ἀπό τήν φαντασία ἐνεργοῦν οἱ δαίμονες καί παραμορφώνουν τήν ἐσωτερική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἀσκητής ἀγωνίζεται ἐναντίον ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς φαντα­σίας πού τόν ἀποσποῦν ἀπό τόν Θεό. Κυρίως, παρατη­ροῦνται τέσσερα εἴδη φαντασίας.

Τό πρῶτο εἶδος «συνδέεται μέ τήν ἐνέργεια τῶν χονδρῶν σαρκικῶν παθῶν». «Κάθε πάθος ἔχει τή μορφή του» καί «ἡ ἐνέργεια τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας» πού συνδέεται μέ τό πάθος, «ἀποκτᾶ δύναμη στόν ἄνθρωπο ὅταν ἡ ἐμπαθής εἰκόνα γίνεται ἐσωτερικά δεκτή καί προσελκύει τό νοῦ μέ τό μέρος της». Ὅμως, «ἄν ὁ νοῦς δέν δεχθεῖ αὐτή τήν εἰκόνα, τό πάθος δέν μπορεῖ νά ἀναπτύξει τήν ἐνέργειά του». Ὁ ἀρχάριος μοναχός θεραπεύεται ἀπό αὐτήν τήν φαντασία μέ τήν νήψη, τήν μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση καί τήν καθοδήγηση ἀπό κατάλληλο πνευμα­τικό ὁδηγό.

Τό δεύτερο εἶδος τῆς φαντασίας  «ὀνομάζεται συνήθως ὀνει­ρο­πόληση-ρεμβασμός». Σέ αὐτήν τήν κατάσταση «ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπό τήν ἀντικειμενική κατάσταση τῶν πραγμάτων στόν κόσμο καί ζεῖ στήν σφαίρα τῆς φαντασίας». Σέ αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας συγκα­ταλέγεται καί ἡ μέθοδος τοῦ χρι­στιανικοῦ «διαλογισμοῦ», ὅταν ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ μέσα του διάφορες «ἐποπτικές εἰκόνες ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄλλες ἱερές παραστάσεις». Αὐτή εἶναι μιά «φαντασιώδη προ­σευχή» ἀπό τήν ὁποία ἀγωνίζεται νά ἀπαλλαγῆ ὁ ἡσυχαστής, γιατί διαφο­ρετικά «φθάνει σέ παραισθήσεις καί ψυχικές ἀσθένειες ἤ στήν καλύτερη περίπτωση παραμένει στήν πλάνη περνώντας τή ζωή του σέ φανταστικό κόσμο». «Συνήθως στήν ἐργασία αὐτή καταφεύγουν οἱ ἀρχάριοι ἤ ἄπειροι ἀσκητές». Ἡ ἡσυχαστική ζωή μέ τήν νοερά προσευχή καί τήν βαθύτατη μετάνοια ἀποκλείει κάθε εἰκόνα καί ρεμβασμό, ὅταν νοῦς καί καρδιά ἑνώνονται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.     

Τό τρίτο εἶδος τῆς φαντασίας, δηλαδή «τῆς ἐκδηλώσεως τῆς δυνάμεως τῆς φαντασίας», εἶναι ὅταν «ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τήν ἱκανότητα τῆς μνήμης καί τῆς παραστάσεως καί ἔτσι μπορεῖ νά σκέπτεται, γιά νά βρεῖ τή λύση κάποιου προβλήματος». Αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας «ἔχει μεγίστη σημασία γιά τόν πολιτισμό καί εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο στή δομή τῆς ζωῆς». Ὅμως, ὁ ἀσκητής πού θέλει νά ζήση μέ τήν καθαρά προσευχή ἀγωνίζεται καί ἐναντίον αὐτῆς καί ἐπιδιώκει νά δώση ὅλη τήν σκέψη του στόν Θεό καί «συγκεντρώνεται πλήρως στόν Θεό».

Τό τέταρτο εἶδος τῆς φαντασίας «εἶναι οἱ ἀπόπειρες τοῦ λογικοῦ νά διεισδύσει στά μυστήρια τοῦ εἶναι καί νά συλλάβει τό Θεῖο κόσμο». Στήν κατάσταση αὐτή ρέπουν ὅσοι προσπαθοῦν νά θεολογοῦν μέ τήν λογική καί τήν φαντασία τους, ὅπως τό κάνει καί ἡ φιλοσοφία, γι’ αὐτό καί πολλοί θεολόγοι κατέληξαν σέ αἵρεση. Πρόκειται γι’ αὐτό πού πολλοί ὀνομάζουν «θεολογική δημιουργία». Ὅμως, ὁ ἀσκητής πού ἀσχολεῖται μέ τήν ἐπιστήμη τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καί τῆς καθαρᾶς προσευχῆς ἀγωνίζεται καί ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς φαντασίας, γιατί «ξεκινᾶ ἀπό τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε ἐμᾶς καί ὄχι ἐμεῖς τόν Θεό», «γι’ αὐτό ἀποσπᾶται ἀπό κάθε θεολογική ἤ φιλοσοφική δημιουργία καί στρέφεται πρός τόν Θεό μέ μιά "ἀνείδεη" προσευχή».

Ἡ  ὅλη ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ πολυποίκιλου ἀγῶνος ἐναντίον τῆς φαντα­σίας δείχνει ἕναν πνευματικό ἰατρό πού κάνει λεπτές διαγνώσεις τοῦ ἐσωτε­ρικοῦ κόσμου καί δίνει καί τήν ὀρθή θερα­πεία. 

5. «Νοερά ἡσυχία καί καθαρά προσευχή»

Νοερά ἡσυχία εἶναι ἡ νήψη, ἡ προσοχή γιά νά μή δεχθῆ ὁ ἀσκητής κάποιο λογισμό καί κάποια φαντασία, καί καθαρά προσευχή εἶναι ἡ προσευχή πού γίνεται ἀπό τόν καθαρό νοῦ, χωρίς νά ὑπάρχη σέ αὐτόν κάποιος λογισμός. Ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καί τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, ἀφοῦ ἡ νοερά ἡσυχία εἶναι προϋπόθεση τῆς καθαρᾶς προσευχῆς καί ἀντιστρόφως.

Ἡ ἐξέλιξη τῆς προσευχῆς «συμπίπτει μέ τά στάδια τῆς φυσικῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος» πού ἀκολουθεῖ τρεῖς κινήσεις. Ἡ πρώτη κίνησή του εἶναι «ἡ πρός τά ἔξω κίνη­ση», γιατί θέλει νά παρατηρήση τόν κόσμο πού τόν περιβάλλει καί τόν ἐντυπωσιάζει καί αὐτό γίνεται μέ τήν χρησιμοποίηση τῶν αἰσθήσεων. Ἡ δεύτερη κίνησή του εἶναι «ἡ ἐπιστροφή στόν ἑαυτό του», ὅταν σκέπτεται γύρω ἀπό αὐτά τά ὁποῖα εἶδε μέ τίς αἰσθή­σεις του καί τά ἐπεξεργάζεται λογικά. Ἡ τρίτη κίνησή του εἶναι ἡ κίνηση «πρός τόν Θεό μέ τόν ἔσω ἄνθρωπο», δηλαδή δοξάζει τόν Θεό «ἐκ καρδίας» γιά ὅλη τήν δημιουργία.

Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἡ  προσευχή ἀκολουθεῖ αὐτές τίς τρεῖς κινήσεις τοῦ νοῦ καί γι’ αὐτό ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι προσευχῆς.  Ὁ πρῶτος τρόπος προ­σευχῆς χαρακτηρίζεται ἀπό τήν «φαντα­σία», ὁ δεύτερος ἀπό τήν «νόη­ση» καί ὁ τρίτος «ἀπό τήν κατάδυση στήν "θεωρία"». Ἡ ἀνάλυση τῶν τριῶν αὐτῶν τρόπων προσευχῆς δείχνει τήν μεγάλη ἀξία τῆς καθαρῆς ἤ νοερᾶς προσευχῆς.  

Τό πρῶτο εἶδος τῆς προσευχῆς, ὅταν ὁ νοῦς ἐξέρχεται ἀπό τήν καρδιά καί διαχέεται στόν περιβάλλοντα κόσμο καί βεβαίως συνδέεται μέ τήν φαντασία, «κρατᾶ τόν ἄνθρωπο σέ διαρκῆ παρα­πλάνηση, στόν κόσμο τῆς φαντασιοκοπίας, τῆς ὀνειρο­πό­λησης» καί «τῆς ποιητικῆς δημιουργίας». Σέ αὐτήν τήν κατά­σταση τό θεῖο καί κάθε πνευματικό «παίρνει διάφορες φαντα­στικές μορ­φές» καί ἔπειτα «ἡ πραγματική ζωή λίγο-πολύ γεμίζει μέ στοιχεῖα ἀπό τή σφαίρα τῆς φαντασίας».

Κατά τόν δεύτερο τρόπο τῆς προσευχῆς, ἐπειδή «οἱ ἐσωτερικές εἴ­σο­δοι τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ εἶναι ἀνοικτές» «μποροῦν εὔκολα νά διεισδύσουν κάθε εἴδους ξένα στοιχεῖα». Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος «ζεῖ συνεχῶς ἔκθετος στίς παντός εἴδους ἐξωτερικές ἐπιδράσεις». Στήν κατάσταση αὐτήν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἀποκτήσει καί ὁρι­σμέ­­νες θεολογικές γνώσεις, ἱκανοποιεῖται καί «παρασύρεται βα­θμη­δόν πρός τή διανοητική θεολογία». Τό χαρακτηριστικό γνώ­ρισμα αὐτοῦ τοῦ τρόπου τῆς προσευχῆς εἶναι ὅτι ἡ προσοχή συγκεντρώνεται στόν ἐγκέφαλο καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται «σέ φιλοσοφικές θεωρίες», οἱ ὁποῖες εἰσάγουν τόν νοῦ του «στή σφαίρα τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν καί τῆς φαντασίας».

Ὁ τρίτος τρόπος τῆς προσευχῆς πού εἶναι «ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ μέ τήν καρδιά» ποθεῖται ἀπό τόν ἀσκητή καί αὐτή ἡ προσευχή «δίνεται ἄνωθεν» ἀπό τόν Θεό. Αὐτήν τήν ἕνωση νοῦ καί καρδίας τήν  αἰσθάνεται ὁ ἀσκητής «ὅταν προσεύχεται προσεκτικῶς "ἐκ καρδίας"». Ἔνδειξη ὅτι ὁ νοῦς ἑνώθηκε μέ τήν καρδιά εἶναι τά δάκρυα τῆς κατανύξεως κατά τήν προσευχή, καί τότε ὁ νοῦς βρῆκε τόν τρόπο τῆς καρδιᾶς πού εἶναι «τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἀναβάσεως πρός τόν Θεό». Τότε διακόπτεται ἡ ἐνέργεια τῆς φαντασίας. Ὁ νοῦς ἀπαλλάσσεται ἀπό κάθε εἰκόνα πού βρίσκεται σέ αὐτόν καί «γίνεται ὅλος ἀκοή καί ὅραση καί βλέπει καί ἀκούει κάθε λογισμό πού πλησιάζει ἀπό ἔξω, προτοῦ αὐτός μπεῖ στήν καρδιά». Ἔτσι ἀπαλλάσσεται ἀπό κάθε πάθος. 

Εἶναι ὄντως μεγάλη πνευματική ἐπιστήμη ἡ προσευχή καί ἀκόμη μεγαλύτερη πνευματική ἐπιστήμη εἶναι ἡ γνώση τῶν διαφόρων τρόπων τῆς προσευχῆς, ἰδιαιτέρως ὅταν ἡ προσευχή γίνε­ται μέ ἀνίδεο καί ἀνείδεο τρόπο, δηλαδή χωρίς κάποια ἰδέα καί χωρίς κάποιο εἶδος, καί αὐτή ἡ προσευχή γίνεται ὅταν ὁ νοῦς ἑνώνεται μέ τήν καρδιά μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

6. «Τό ἄκτιστο Φῶς καί οἱ τρόποι θεωρίας του»

Τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι ἡ «θεία ἐνέργεια» «εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς Θεό­τητας».

Τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι «τελείως διαφορετικό ἀπό τό φυσικό φῶς», εἶναι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν θεόπτη μέσα στό Φῶς, καί στήν κατάστααη αὐτή «ἐπικρατεῖ προπαντός ἡ αἴσθηση τοῦ ζῶντος Θεοῦ πού ἀπορροφᾶ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο». Δέν εἶναι αἴσθηση λογική, ἀλλά «αἴσθηση νοερή», «αἴσθηση μέ δύναμη ἐξου­σια­στική, πού ἀρπάζει τόν ἄνθρωπο σέ ἄλλον κόσμο, ὅμως τόσο γαλήνια, πού αὐτός δέν ἀντιλαμβάνεται τή στιγμή πού τοῦ συνέβη αὐτό καί δέν γνωρίζει ἄν ὁ ἴδιος βρίσκεται στό σῶμα ἤ ἐκτός τοῦ σώματος». Τότε ἀποκτᾶ «συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του», ἀλλά «συγχρόνως λησμονεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο πλημμυ­ρισμένος ἀπό τή γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Βλέπει μέ τό πνεῦμα του τόν Ἀόρατο, Τόν ἀναπνέει καί βρίσκεται ὅλος ἐν Αὐτῷ».

Ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ γίνεται «ἔσωθεν» διά τῆς θεώσεως, γιατί τότε «ὁ ἄνθρωπος μένει στό φῶς καί ἐξομοιώνεται μέ τό φῶς πού βλέπει», «δέν βλέπει καί δέν αἰσθάνεται οὔτε τήν δική του ὑλικότητα οὔτε τήν ὑλικότητα τοῦ κόσμου». Ὁ Θεόπτης «δέν γνωρίζει οὔτε χῶρο οὔτε χρόνο οὔτε γέννηση οὔτε θάνατο οὔτε φῦλο οὔτε ἡλικία οὔτε κοινωνική ἤ ἱεραρχική θέση οὔτε ἄλλες συνθῆκες καί σχέσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου». «Τό Θεῖο Φῶς θεωρεῖται ἀνεξάρτητα ἀπό συνθῆκες, καί στό σκοτάδι τῆς νύχτας καί στό φῶς τῆς ἡμέρας». Μερικές φορές ἡ ὅραση τοῦ θείου Φωτός γίνεται μέ τέτοιο τρόπο «ὥστε νά διατηρεῖται ἡ ἀντίληψη καί τοῦ σώματος καί τοῦ γύρω κόσμου». Τότε ὁ ἄνθρωπος «μπορεῖ νά μένει μέ τά μάτια ἀνοικτά καί συγχρόνως νά βλέπει δύο φῶτα, καί τό φυσικό καί τό Θεῖο Φῶς».

Τό φυσικό φῶς τοῦ ἡλίου ἤ τοῦ ἡλεκτρισμοῦ «προκαλεῖ τή γνωστή διέγερση τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου, πού στήν συνέχεια μετα­βαίνει στήν ψυχολογική διαδικασία τῆς ὁράσεως», ἐνῶ «τό Θεῖο Φῶς εἶναι διαφορετικό κατά τή φύση του, εἶναι φῶς νοερό, φῶς πνευματικό, φῶς ἀγάπης, φῶς ζωῆς».

Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ φωτός μπορεῖ νά δοθῆ καί σέ ἄλλες καταστάσεις, ὅπως, γιά παράδειγμα, «καί ἡ πίστη φῶς εἶναι, ἀλλά ἀνεπαρκές. Καί ἡ ἐλπίδα φῶς, ἀλλά ἀκόμη ἀτελές. Καί ἡ ἀγάπη φῶς, ἀλλά πλέον τέλειο». «Τό ἄκτιστο φῶς φέρει μέσα του τήν αἰώνια ζωή καί τήν πνοή τῆς Θείας ἀγάπης, μᾶλλον τό ἴδιο εἶναι καί ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ Θεία ἀγάπη».

Ὑπάρχει καί ὁ λεγόμενος «γνόφος τῆς ἀπεκδύσεως» «ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἀσκητή βυθίζεται ἐσωτερικά», ὅταν «μέ τήν χρήση εἰδικῶν μεθόδων ἀπεκδύεται ἀπό κάθε παράσταση καί φαντασία τῶν ὁρατῶν πραγμάτων καί τῶν λοιπῶν συλλογισμῶν καί ἐν­νοιῶν, ὅταν "καθηλώνει" τό νοῦ καί τήν φαντασία». Σέ αὐτόν τόν «γνόφο τῆς ἀπεκδύσεως δέν βρίσκεται ἀκόμη ὁ Θεός. Ὁ Θεός ἐμφανίζεται ἐν τῷ Φωτί καί ὡς Φῶς καί εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στό ἄδυτο Φῶς τῆς Θείας ὑπάρξεως» καί τότε καί τό σῶμα του ἀποκτᾶ χάρη μάρτυρος.

Ἡ διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου Φωτός, εἶναι τό χα­­ρα­κτηριστικό γνώρισμα τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας, πού γίνεται ἀπό ἐκεῖνον πού ἀπέκτησε πείρα τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φω­τός.

7. «Πνευματικές δοκιμασίες»

Ὅταν ὁ ἀσκητής δῆ τόν Θεό μέσα στό Φῶς, τότε βιώνει τό προ­σωπικό του Πάσχα, καί τήν προσωπική του Πεντηκοστή. Ἐπειδή, ὅμως, δέν μπορεῖ νά παραμείνη μόνιμα σέ αὐτήν τήν κατά­­σταση, δέχεται μιά «πνευματική δοκιμασία» ἀπό τήν λεγό­μενη «ἄρση τῆς Χάριτος», πράγμα πού τοῦ προκαλεῖ ἰδιαίτερο πόνο. Αὐτή ἡ ἄρση τῆς θείας Χάριτος «διαρκεῖ πολλά χρόνια». Τότε «ὁ Θεός μπορεῖ νά φανεῖ στήν ψυχή ἀνίλεως».

Τότε ὁ ἄνθρωπος «σάν τό πιό ἀνυπεράσπιστο ὄν αἰωρεῖται ἐπάνω ἀπό τή φοβερή ἄβυσσο καί ἐπικαλεῖται τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κανένας στε­ναγμός δέν εἰσακούεται. Ὁ Θεός φαίνεται σάν νά μήν ἐνδιαφέρεται καθόλου γιά τό πάθος του». Ὁ ἄνθρωπος «βυθίζεται στήν σκιά τοῦ θανάτου ὄχι φανταστικά, ἀλλά πραγματικά καί ὑποφέρει φρικτά, γιατί δέν βρίσκει κοντά του τόν Θεό, τόν Ὁποῖο ἐπικαλεῖται ἡμέρα καί νύχτα».

Σέ αὐτήν τήν ἐγκατάλειψη τοῦ ἀσκητοῦ ἀπό τόν Θεό «ἡ ψυχή κατεβαίνει στόν ἅδη, ὄχι ὅπως ἐκεῖνοι πού δέν γνώρισαν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅσοι δέν ἔχουν μέσα τους τό φῶς τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας καί συνεπῶς εἶναι τυφλοί. Ὄχι. Ἡ ψυχή κατεβαίνει ἐκεῖ ἱκανή νά κατανοήσει τό βαθύ σκοτάδι πού ἀντικρύζει».

Αὐτή ἡ κατάσταση γεννᾶ στόν ἄνθρωπο μεγάλη μετάνοια «ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό μέ μεγάλο θρῆνο, μέ ὅλη τήν δύναμή του, μέ ὅλο τό εἶναι του καί ἔτσι μαθαίνει τήν προσευχή πού τόν ἀποσπᾶ ἀπό τόν κόσμο αὐτόν σέ ἕναν ἄλλο κόσμο, ὅπου ἀκούει ρήματα ἄρρητα γιά ἀνθρώπινη γλώσσα».

Αὐτές οἱ δοκιμασίες εἶναι ἄλλης καταστάσεως ἀπό τίς συνη­θισμένες δοκιμασίες πού αἰσθάνεται κανείς στόν ἀγώνα του ἐναν­τίον τῶν παθῶν, τῶν λογισμῶν καί τῆς φαντασίας. Εἶναι δοκιμα­σίες ἀπό τήν ἄρση τῆς θείας Χάριτος. «Καί ὅταν ἡ ψυχή περάσει ἀπό ὅλες αὐτές τίς βαρεῖς δοκιμασίες, διαβλέπει μέσα της ὅτι δέν ὑπάρχει στό κόσμο τόπος, πόνος, χαρά, δύναμη ἤ κτίσμα, πού θά μποροῦν νά τήν χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί τό σκοτάδι ἀδυνατεῖ πιά νά καταβροχθίσει τό φῶς τῆς νέας ζωῆς πού ἔχει μέσα της».

Ὁ Θεός ἐπανέρχεται καί δίνει στόν ἄνθρωπο τήν αἴσθηση τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἔτσι, τήν πρώτη ὅραση τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ ἡ ἄρση τῆς Χάριτος καί στήν συνέχεια ἐπανέρχεται ὁ Θεός καί δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἀδιατάρακτη αἴσθηση τῆς παρουσίας Του.  

Στόν ἅγιο Σιλουανό σέ τέτοιες καταστάσεις ἄρσεως τῆς θείας Χάριτος, τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Θεό τό: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μή ἀπελπίζεσαι». Κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο ἐκείνη τήν νύκτα πού τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Θεό αὐτή ἡ ἀλήθεια, στήν πραγματικότητα τοῦ ἀποκαλύφθηκε «τό μυστήριο τῆς πτώσεως καί τῆς λυτρώσεως καί ὅλη ἡ πνευματική πορεία τοῦ ἀνθρώπου».

Ὁ ἅγιος Σιλουανός στήν περίοδο τῆς ἄρσεως τῆς θείας Χά­ριτος γνώρισε τόν ἅδη, τό βαθύ σκοτάδι του, «γνώρισε πραγ­ματικά τήν κατάσταση τῶν βασάνων τοῦ ἅδη», ἀλλά συγχρόνως τοῦ ἀποκαλύφθηκε τό νά μήν ἀπελπίζεται. Ἔτσι, ἔκτοτε κρατοῦσε τόν νοῦ του στόν ἅδη, ἔχοντας ἐλπίδα στόν Θεό καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐκδίωκε κάθε πειρασμική κατά­σταση.

Μέ τόν τρόπο αὐτόν «μποροῦσε μέ μιά ὁρισμένη κίνηση τοῦ πνεύματός του» νά ἐπαναφέρη μέσα του «τό πραγματικό βίωμα τῶν κολάσεων τοῦ ἅδη», «ἄλλοτε σέ μεγαλύτερο καί ἄλλο­τε σέ μικρότερο βαθμό». «Καί ὅταν τό πῦρ τῶν κολάσεων τοῦ ἅδη προκαλοῦσε τήν ἐπιδιωκόμενη ἐνέργεια, δηλαδή φόνευε τόν ἐμπαθῆ λογισμό, τότε ἀντέτασσε στήν παμφάγο ἐνέργειά του τή σωτήρια ἐνέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἐπίσης γνώρισε καί ἔφερε μέσα του». «Λίγοι μόνο μποροῦν νά ἀκολουθοῦν τόν τρόπο αὐτόν τῆς ἀσκήσεως».

Ἡ περιγραφή τῶν πνευματικῶν δοκιμασιῶν τοῦ Θεόπτου ἀσκητή μετά τήν ὅραση τοῦ ἀκτίστου Φωτός δείχνει ἕναν θεο­λόγο μεγάλου μεγέθους πού εἶναι δύσκολο νά βρεθοῦν μέτρα προσμετρήσεως τῆς πνευματικῆς αὐτῆς ἐμπει­ρίας καί τῆς ὁρά­σεως τοῦ Φωτός καί τῆς βιώσεως τοῦ ἅδου. 

8. « Ἡ Χάρη καί ἡ δογματική συνείδηση»

Ὁ ἀσκητής μετά ἀπό μεγάλο ἀγώνα κατά τῶν παθῶν, ἀλλά καί ἀπό τίς ἐλεύσεις καί τίς ἀποκρύψεις τῆς θείας Χάριτος ἀποκτᾶ τήν λεγόμενη «δογματική συνείδηση». Ὅπως εἶναι κατανοητό ἀπό τά προηγούμενα ἡ «δογματική συνείδηση» δέν εἶναι μιά διανοητική γνώση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἀλλά μιά ἐσω­τερική πνευματική ἐμπει­ρία, πού προσφέρει ὁ Θεός στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ὀρθόδοξος μοναχός αἰσθάνεται ὅτι ἡ θεία Χάρη ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς εἶναι «ἡ ἀγαθή δωρεά ἤ χάρισμα τῆς Θείας ἀγαθότητος», εἶναι «ἡ ἄκτιστη ὑπερκόσμια ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὡς ἄκτιστη εἶναι "Θεότητα"». «Ὅταν ἡ Θεό­τητα εὐδοκήσει νά συνενωθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται μέσα του τήν παρουσία τῆς Θείας δυνά­μεως, πού τόν μεταμορφώνει, τόν κάνει θεοειδῆ ὄχι μόνον δυνά­μει, "κατ’ εἰκόνα", ἀλλά καί ἐνεργείᾳ, "καθ’ ὁμοίωσιν"».

Ἡ ἀφομοίωση τῆς θείας Χάριτος, ὕστερα ἀπό πολλές ἐπι­σκέψεις καί ὁράσεις της, προσφέρει μιά «μορφή πνευματικῆς γνώσεως» καί αὐτό χαρακτηρίζεται ὡς «δογματική συνείδηση». Αὐτή ἡ «δογματική συνείδηση» «εἶναι καταστάλαγμα μακροχρόνιας πείρας τῆς Χάριτος καί ὄχι μιά διανοητική ἐργα­σία», εἶναι ἡ πνευματική γνώση πού συνδέεται μέ τήν «γνήσια ἐν τῷ Θεῷ ζωή» πού εἶναι δυνατή μόνο «ὅταν ἐνοικήσει ὁ Θεός μέσα μας».

Ἔτσι, καταλαβαίνουμε γιά τό ποιά εἶναι ἡ οὐσιώδης διαφορά μετα­ξύ στοχαστοῦ καί θεολόγου, μεταξύ φιλοσοφοῦντος αἱρε­τι­κοῦ καί ἐμπειρικοῦ θεολόγου Πατρός, μεταξύ «στοχαστικῆς ἀνα­λογίας» καί ἡσυχαστικῆς χαρι­σματικῆς θεολογίας, ἀλλά κατα­λα­βαίνουμε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θεολόγησαν καί θεο­λογοῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνό­δους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἡ «δογμα­τική συνείδηση».

9. «Ἡ διορατικότητα καί τά εἴδη της»

Ὁ ἀσκητής στήν πορεία τῆς πνευματικῆς του ζωῆς ἀποκτᾶ τό χάρισμα τῆς διορατικότητας πού ἔρχεται ἀπό τόν ἀγώνα του ἐναντίον τῶν λογισμῶν, τῆς φαντασίας καί τῶν παθῶν, ἀπό τήν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί ἀπό τήν ἔλευση τῆς θείας Χάριτος. Ἔτσι, «ὁ ἀσκητής συναντᾶται μέ τρία εἴδη διορατικό­τητας».

Τό πρῶτο εἶδος «εἶναι ἡ φυσική σέ ὁρισμένους ἀνθρώπους διαίσθηση, πού ἐκλεπτύνεται μέ τήν ἀσκητική ζωή». Αὐτό  μπο­ρεῖ νά φανῆ ὠφέλιμο γιά τόν  εὐσεβῆ καί ταπεινό ἄνθρωπο, ἀλλά βλάπτει τόν ὑπερήφανο καί ἐμπαθῆ ἄνθρωπο, γιατί τοῦ δίνει ἀφορμές γιά νά ἀναπτυχθοῦν τά πάθη. Τό δεύτερο εἶδος διορα­τικότητας «προέρχεται ἀπό δαιμονική ἐνέργεια» καί εἶναι ἐπι­κίνδυνο γιά ὅσους τό δέχονται, «γιατί ἀργά ἤ γρήγορα ὁδηγεῖ στήν ἀλγεινή διατάραξη ὅλων τῶν ψυχικῶν καί πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, παραμορφώνοντας φοβερά ἀκόμη καί τήν ἐξωτερική του ὄψη». Τό τρίτο εἶδος διορατικότητας εἶναι «δωρεά τῆς χάριτος» πού δέν δίνεται στόν ὑπερήφανο, ἀλλά αὐτό «συνδέεται μέ πολύ μεγάλη εὐθύνη καί εἶναι πηγή πολλῶν πνευ­ματικῶν θλίψεων γιά ὅποιον τό ἀξιώθηκε».

Καί τά τρία αὐτά εἴδη διορατικότητας «εἶναι αἰτία βασάνων» καί προκαλοῦν πόνο γιά διαφορετική αἰτία τό καθένα ἀπό αὐτά. Στό πρῶτο, δηλαδή «στή φυσική διαίσθηση» «ὁ πόνος ἐμφα­νίζεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς μεγάλης λεπτότητας καί εὐαι­σθησίας τοῦ νευροψυχικοῦ συστήματος». Στό δεύτερο, «ὁ πόνος εἶναι συνακόλουθο τοῦ ἐν γένει καταστρεπτικοῦ χαρα­κτῆρα τῶν δαι­μονικῶν ἐνεργειῶν», πού φανερώνεται ὅταν περάσει πολύς χρόνος. Στό τρίτο, πού εἶναι «ἡ χαρισματική πνευματική διορατικότητα» εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ μέ τό ὁποῖο ἀποκα­λύπτονται τά βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, «δέν ἔχει καθόλου ψυχοπαθολικό χαρακτῆρα» καί «ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι γεμάτη ἀγάπη καί βλέπει ὡς ἐπί τό πλεῖστον τήν ἀμορφία καί τήν ἀδοξία τοῦ ἀνθρώπου καί πονᾶ καί θλίβεται γι’ αὐτόν. Εἶναι πά­θος ἀγάπης». Ὅσοι ἔχουν αὐτό τό χάρισμα «δέν ἐπιδιώκουν ποτέ νά τό διατηρήσουν». 

Αὐτό δείχνει τήν μεγάλη δωρεά τῆς ὑπάρξεως πνευματικῶν Πατέρων, ὑψηλῶν πνευματικῶν προδιαγραφῶν, ὅπως τούς καταρ­τίζει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι καθοδηγοῦν ἁπλανῶς τά πνευματικά τους παιδιά μέσα ἀπό ποικίλες πονηρές καταστάσεις  στήν θέωση καί «τήν ἄνω λαμπροφορία».        

10. «Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς γιά ὅλο τόν κόσμο» καί «ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς».

Συνέπεια καί συνέχεια ὅλων τῶν ἀνωτέρω ὁ ἀσκητής πού πέρασε ἀπό αὐτές τίς καταστάσεις προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο. Βιώνοντας τήν «χριστοειδῆ ἀγάπη», μετέχοντας τῆς αἰωνιότητος στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀλλά καί περνώ­ντας μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες, καί μάλιστα τόν χαρισματικό πόνο τοῦ ἅδου, κατά φυσική συνέπεια ἀρχίζει νά προσεύχεται γιά ὅλον τόν κόσμο, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ.

Συνήθως «ἡ προσευχή γιά ὅλο τόν κόσμο, γιά ὅλο τόν Ἀδάμ, ὁδηγεῖ πολλές φορές στήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν εἰδική ὑπηρεσία πρός τούς ἀνθρώπους», γιατί ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτήν τήν κατάσταση δέν μπορεῖ νά συμβιβάση τήν προσευχή αὐτή μέ τήν ποιμαντική δράση στόν κόσμο, ὁπότε ἀποσύρεται στήν ἔρημο καί προσεύχεται μέρα καί νύκτα στόν Θεό γιά τούς ἀνθρώπους, ζῶν­τες καί κεκοιμημένους, γιά ὅλο τόν Ἀδάμ. Τό «νά προσεύχεσαι γιά τούς ἀνθρώπους σημαίνει νά χύνεις αἷμα». 

Μιά τέτοια προσευχή τόν ὁδηγεῖ καί στήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς, γιατί αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι «τό κριτήριο τῆς γνήσιας κοινωνίας μέ τόν Θεό, τό γνώ­ρισμα τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος». Ἔτσι, ὁ ἡσυχαστής συμμετέχει στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀνα­στάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτό δείχνει «τήν ὁδό τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ ἅγιος Σιλουανός ἔλεγε ὅτι «στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς δόθηκε ἡ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐπίγνωση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί (Αὐτή)  εἶναι ἰσχυρή μέ τήν ἅγια σκέψη καί τήν ὑπομονή της». Καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἐπισημαίνει ὅτι «τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ πού γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» πού θέλει «νά σωθοῦν οἱ πάντες». «Καί ἡ ὁδός πού πορεύεται ἡ Ἐκκλησία, γιά νά πετύχει τόν ἅγιο σκοπό Της, εἶναι ἡ ὑπομονή, δηλαδή ἡ θυσία».

Ἡ Ἐκκλησία κηρύσσει αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ «καί καλεῖ ὅλους στό πλήρωμα τῆς θείας ζωῆς, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι δέν ἐννοοῦν τήν κλήση αὐτή καί τήν ἀπορρίπτουν». Ἔτσι, «ἡ Ἐκκλη­σία στέκεται στή μέση ὅλων τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων». Ἡ ὀργή πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μέσα τους «ξεσπᾶ ἐναντίον της». «Καί ἡ Ἐκκλησία πού πραγματοποιεῖ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, δηλαδή τῆς σωτηρίας ὅλου τοῦ κόσμου, δέχεται συνειδητά ἐπάνω της τό βάρος τῆς γενικῆς ὀργῆς, ὅπως καί ὁ Χριστός σήκωσε ἐπάνω Του τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου». Ἔτσι, «καί ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀναπόφευκτα θά διωχθεῖ καί θά ὑποστῆ τό μαρτύριο». Αὐτό θά γίνη καί μέ τά πραγματικά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι οἱ ἅγιοι.

Πρέπει νά περάση κανείς ὅλες τίς προηγούμενες χαρισμα­τικές βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιά νά ἀποκτήση αὐτήν τήν καθαρή καί χαρισματική ἀγάπη γιά ὅλο τόν κόσμο καί πρός τούς ἐχθρούς, πράγμα πού δείχνει τό ἀποκορύφωμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἑνός μεγάλου ἐμπειρικοῦ θεολόγου καί Πατρός τῆς Ἐκκλη­σίας. 

Τά δέκα αὐτά σημεῖα πού ἀνεφέρθησαν προηγουμένως, καί γιά τήν ἀνάλυσή τους χρησιμοποιήθηκαν τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, δείχνουν τήν πορεία τοῦ ἀληθινοῦ ἀσκητοῦ καί ἡσυχαστοῦ, ἀλλά καί τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ μέ μετριώτερη μορφή καί ἀνάλογη προσαρμογή πρός τήν σωτηρία του. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐνέργεια  εἰσέρχεται μέσα του καί ἀρχίζει νά ἐνεργῆ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἐνεργοποιεῖται τό κατ’ εἰκόνα πού εἶναι μέσα του καί στήν συνέχεια ἀνεβαίνει τίς βαθμίδες τοῦ πνευματικοῦ οὐρανίου θυσιαστηρίου.

Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πού ἀπο­καλύπτεται στήν καρδιά, ὁ ἀσκητής καί ὁ Χριστιανός ἀνέρχεται τίς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤτοι: μέ τήν νήψη σταματᾶ τήν ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ· ἀγω­νίζεται ἐναντίον τῶν παθῶν, καί ἐναντίον τῆς φαντασίας· ἀσκεῖ τήν νοερά ἡσυχία καί τήν καθαρά προσευχή· ἄν ὁ Θεός θελήση ἀνέρχεται στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός· περνᾶ μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες τῆς μειώσεως αὐτῆς τῆς μεγάλης θεοπτικῆς Χάριτος· ἀποκτᾶ τήν δογματική συνείδηση· μέ τό χάρισμα τῆς διορατι­κότητας ξεχωρίζει τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο, τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό· καί στό τέλος προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο καί ἀγαπᾶ καί αὐτούς τούς ἐχθρούς του.

Αὐτή εἶναι «ἡ ὁδός τῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁδός τῆς ἁγιότητος, αὐτές εἶναι οἱ βαθμίδες πού ἀνεβαίνουν οἱ ἅγιοι. Καί βεβαίως αὐτές τίς βαθμίδες ἀνῆλθε προηγουμένως ὁ ἅγιος Σιλουανός καί στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Σωφρόνιος. Ἔτσι, ὅσα ἀναφέρθησαν προη­γουμένως εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν μιά θεολογική ἀνάλυση τῶν γραπτῶν τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ καί μιά αὐτο­βιογραφία τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔτσι ἔζησαν τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σαρακοστή, αὐτήν τήν ἔνδοξη πορεία πρός τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στήν συνέχεια πρός τήν Πεντηκοστή.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἑνότητα ἁγίου Σιλουανοῦ καί ἁγίου Σωφρονίου

Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Ἑορτάζει σήμερα (24 Σεπτεμβρίου) ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὁ μεγάλος αὐτός ἐμπειρικός θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ὁποίου μπορῶ νά τονίσω ὅτι τά γραπτά του ὁμοιάζουν μέ τά κείμενα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, καί διατυπώνονται μέ ἁπλότητα, ἡ ὁποία τά κάνει ἀξιοθαύμαστα.

Γνωρίσαμε τόν ἅγιο Σιλουανό ἀπό τό βιβλίο πού συνέγραψε ὁ συνασκητής του καί κατά πνεῦμα υἱός του ἅγιος Σωφρόνιος, διαφορετικά θά ἔμενε ἄγνωστος, ὅπως ἄγνωστοι τελικά παρέμειναν καί πολλοί ἅγιοι διά μέσου τῶν αἰώνων.

Τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Σωφρονίου γιά τόν ἅγιο Σιλουανό ἐξεδόθη στήν ἑλληνική γλώσσα τό 1973 καί ἀπετέλεσε τότε, πρίν σχεδόν 50 χρόνια, τό πνευματικό μου ἐντρύφημα. Ἡ ἀνάγνωσή του μέ ὁδήγησε στόν συγγραφέα του, δηλαδή στόν ἅγιο Σωφρόνιο, τόν ὁποῖο γνώρισα γιά πρώτη φορά τό 1976 καί ἔκτοτε συνδεθήκαμε πολύ στενά ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς.

Γνωρίζοντας πνευματικῶς τόν ἅγιο Σωφρόνιο, κατάλαβα ἀκόμη περισσότερο τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ὅπως τήν ἀνέλυε ἐκεῖνος πού τόν γνώρισε καί εἶχε καί πνευματική συγγένεια μαζί του, ἀφοῦ κληρονόμησε ὅλη τήν παράδοσή του. Συγχρόνως, ὁ ἅγιος Σιλουανός ἔδωσε τήν ἐπιβεβαίωση σέ ὅσα ὁ ἅγιος Σωφρόνιος περνοῦσε ἐκεῖνο  τόν καιρό.

Συνομιλώντας πολλές φορές μέ τόν ἅγιο Σωφρόνιο κατάλαβα πολύ καλά ὅτι ὁμιλοῦσε ἐκ πείρας, καί μετέφερε μέ μιά λόγια γλώσσα τήν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ καί τήν δική του. Ἐπειδή ἦταν γνώστης τῶν φιλοσοφικῶν καί θεολογικῶν ρευμάτων πού κυκλοφοροῦσαν στόν δυτικό χῶρο στήν ἐποχή του, ἐξέφραζε μέ μιά σύγχρονη γλώσσα τήν ἐμπειρική θεολογία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ.

Ἔτσι, τά βιβλία τά ὁποῖα συνέγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀπηχοῦν καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, μέ ἕναν ἰδιαίτερο λόγιο τρόπο, γι' αὐτό καί εἶναι σημαντικά.

Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γράφει γιά τόν ἅγιο Σιλουανό:

«Ἀπό ὅσο μποροῦμε νά κρίνουμε ἀπό τίς ἐπαφές μας μέ ἀνθρώπους, ἦταν ὁ μόνος ἀπαθής πού ἔτυχε νά συναντήσουμε κατά τήν πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Τώρα μάλιστα πού δέν βρίσκεται πλέον μαζί μας, μᾶς φαίνεται ὡς ἕνας ἐξαίρετος γίγας τοῦ πνεύματος».

Στήν συνέχεια γράφει ὅτι παρά τήν ἁπλότητά του εἶχε ἕνα ἐσωτερικό μεγαλεῖο καί γι' αὐτό, λέει, στήν ζωή του δέν συνάντησε κανέναν ὅμοιό του:

«Ὅταν ζοῦσε, ἦταν τόσο ἁπλός καί προσιτός, πού παρά τό σεβασμό μας πρός αὐτόν, παρά τήν συναίσθηση τῆς ὑψηλῆς ἁγιότητος τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, δέν μπορούσαμε νά αἰσθανθοῦμε πλήρως τό μεγαλεῖο του. Καί μόνον τώρα, ὅταν μέ τήν πάροδο ὁλόκληρης σειρᾶς ἐτῶν στόν δρόμο μας, δέν συναντήσαμε κανέναν ὅμοιό του, ἀρχίζουμε μέ καθυστέρηση νά ἐννοοῦμε τό αὐθεντικό μεγαλεῖο ἐκείνου, τόν ὁποῖον, κατά τήν ἀνεξιχνίαστη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁδηγηθήκαμε νά γνωρίσουμε ἀπό κοντά».

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὅλα τά βιβλία τά ὁποῖα συνέγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἐκφράζουν τήν ἐμπειρική θεολογία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, τήν ὅμοια μέ τήν δική του θεολογική πείρα, ἀλλά καταγεγραμμένη μέ ἕναν λόγιο τρόπο τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὥστε νά τόν βοηθήση νά αἰσθανθῆ τό νόημα καί τό βάθος τῆς ἐκπληκτικῆς πείρας τῆς Ἐκκλησίας.

Νομίζω εἶναι κάτι παρόμοιο πού παρατηρεῖ κανείς μεταξύ τῶν κειμένων τῶν Προφητῶν-Ἀποστόλων καί τῶν κειμένων τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τοῦ 4ου αἰῶνος.

Ἀκριβῶς γι' αὐτόν τόν λόγο στήν συνέχεια θά κάνω μιά μικρή παρουσίαση τοῦ πανοράματος τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, πού ἀπηχεῖ καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ὅπως φαίνεται στά ἕως τώρα ἐκδοθέντα βιβλία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

Ἁπλῶς νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι κατά βάση ἡ προτεραιότητα τῆς παρουσιάσεως τῶν βιβλίων γίνεται μέ τό ἔτος καί τόν χρόνο πού ἐγράφησαν καί ὄχι μέ τόν χρόνο πού ἐκδόθηκαν. Ἔτσι, τρόπον τινα, τό κείμενο αὐτό λειτουργεῖ καί ὡς μιά θεολογική καί ἀσκητική αὐτοβιογραφία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

1. «Ἀγώνας Θεογνωσίας»

Τό βιβλίο αὐτό περιλαμβάνει τίς ἐπιστολές πού ἔστειλε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στόν π. Δαβίδ, τόν μετέπειτα Δημήτριο Μπάλφουρ καί στό παράρτημα τοῦ βιβλίου δημοσιεύονται ἀπο­σπάσματα ἀπό ἐπιστολές του, καθώς ἐπίσης οἱ ἐπιστολές τοῦ Μπάλφουρ πρός τόν ἅγιο Σωφρόνιο.

Οἱ περισσότερες ἐπιστολές τοῦ Γέροντος Σω­φρονίου στόν Μπάλφουρ εἶναι γραμμένες ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, ὅταν ἦταν ἱεροδιάκονος καί πολύ πλησίον στόν ἅγιο Σιλουανό, καί οἱ λιγότερες ἀπό τήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καθώς ἐπίσης μία εἶναι ἀπό τήν Γαλλία καί δύο ἀπό τήν Ἀγγλία.

Οἱ ἐπιστολές αὐτές ἐκφράζουν ὅλο τό πῦρ τῆς μετανοίας καί τό φῶς τῆς θεοπτίας πού τόν διακατεῖχαν ἐκείνη τήν ἐποχή, καθώς ἐπίσης καί τήν στενή ἐπικοινωνία του μέ τόν ἅγιο Σιλουανό, ἀφοῦ αὐτός ἦταν ὁ μεσάζοντας μεταξύ τῶν δύο.

Ἐνῶ οἱ ἐπιστολές αὐτές ἐκδόθηκαν τό ἔτος 2004, μετά τόν θάνατο καί τῶν δύο πού ἀλληλογραφοῦσαν, δηλαδή τοῦ π. Σωφρονίου καί τοῦ Μπάλφουρ, ἐν τούτοις μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὅτι εἶναι τό πρῶτο βιβλίο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, γιατί εἶναι τά πρῶτα κείμενα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

Εἶναι αὐθεντικές ἐπιστολές, γραμμένες ἀπό ἕναν νέον φλεγόμενο μο­ναχό καί ἱερομόναχο, πού ἀπό ἀγάπη γιά τόν Μπάλφουρ τοῦ ἀποκαλύπτει τίς ἐσωτερικές καταστάσεις τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ ἐκεῖνο τόν καιρό εἶχε καί ἰσχυρή φλόγα μετανοίας, τούς ἀγῶνες τῆς μοναχικῆς του ζωῆς καί τήν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, βρισκόταν κοντά σέ ἕναν ὥριμο καθηγητή τῆς χαρισματικῆς θεολογίας, τόν ἅγιο Σιλουανό.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά σέ αὐτές φαίνεται ὁ ζῆλος, ἀλλά καί οἱ παλι­νωδίες τοῦ Μπάλφουρ, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλη πτώση, ἀλλά τελικά ἐπανῆλθε στήν Ὀρθόδοξη πίστη, μέ τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.

Στό βιβλίο αὐτό φαίνεται εὐδιάκριτα ἡ διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ὅπως τήν ζοῦσαν στό Ἅγιον Ὄρος ὁ ἅγιος Σιλουανός καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, καί τῆς δυτικῆς νοοτροπίας καί θεολογίας πού διακατεῖχε τόν Μπάλφουρ. Ἔτσι, τά ὅσα γράφει ἀργότερα ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στά βιβλία του γιά τήν διανοη­τική καί χαρισματική θεολογία, ἀλλά καί γιά τήν δυτική θεολογία προέρχονται ἀπό τήν ἀλληλογραφία αὐτή. Ὅταν ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔγραφε γιά τήν διανοητική θεολογία, ἀσφαλῶς μεταξύ τῶν ἄλλων εἶχε ὑπ’ ὄψη του τόν Μπάλφουρ.

Ὁ Μπάλφουρ λίγο πρίν τόν θάνατό του προέβη σέ μιά ὁμολογία: «Ἐγώ, σάν ἀσύνετο γαϊδουράκι, σκέφθηκα νά τρέξω πίσω ἀπό δύο ἰσχυρά ἄλογα, τόν Γέροντα Σιλουανό καί τόν π. Σωφρόνιο». Αὐτό δείχνει τό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί τήν τραγικότητα τῆς ἀνθρώπινης διανόησης.

Τό βιβλίο αὐτό εὐωδιάζει ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί εἶναι ἕνα δεῖγμα ποιμαντικῆς καθοδήγησης ἑνός θεολόγου πατρός σέ ἕναν λόγιο διανοούμενο, τόν ὁποῖο καθοδηγεῖ, ἐμπνέει καί τελικά τόν σώζει. Εἶναι ἔκφραση μιᾶς ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς στόν ὕψιστο δυνατό βαθμό πού ἐξασκεῖται ἀπό ἕναν χαρισματικό πατέρα καί θεολόγο.

2. «Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης»

Τό βιβλίο αὐτό ἐξεδόθη πρώτη φορά στήν ρωσική γλώσσα τό 1948, ὅταν ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος πῆγε στό Παρίσι γιά νά ἐκδώση τά γραπτά τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ἀργότερα μεταφράσθηκε σέ πολλές γλῶσσες, μεταξύ τῶν ὁποίων στήν ἑλληνική γλώσσα γιά πρώτη φορά τό ἔτος 1973, καί ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση. Εἶναι πράγματι ἕνα θεολογικό συναξάρι τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ καί μιά θεολογική μαρτυρία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου γιά τήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή. Εἶναι ὑπόδειγμα συγγραφικῆς βιογραφίας ἑνός ἁγίου ἀσκητοῦ.

Χωρίζεται σέ δύο μέρη, ἤτοι «βίος καί διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ» καί «οἱ γραφές τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ».

Τό βιβλίο αὐτό ἀποκαλύπτει τήν κρυφή ζωή τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ καί τίς θεόπνευστες γραφές του, ἀλλά ἐπιμελῶς ἀποκρύπτει τήν ζωή τοῦ συγγραφέως του. Ὅποιος, ὅμως, εἶχε πνευματική ὄσφρηση καταλάβαινε ἀπό τήν ἀρχή τό ὕψος τόσο τοῦ βιογραφουμένου μοναχοῦ Σιλουανοῦ, ὅσο καί τοῦ βιογρα­φοῦντος Ἱερομονάχου-Ἀρχιμαν­δρίτου Σωφρονίου.

Βιβλία σάν καί αὐτό γράφεται ἕνα κάθε αἰώνα. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό θεολογικό ὕψος καί τῶν δύο, βιο­γραφουμένου καί βιογραφοῦντος, καί ἀπό τό βάθος τῶν λόγων, τόσο τῶν γραφῶν τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ ὅσο καί τῶν θεολογικῶν ἐπεξηγήσεων τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

Τό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι μία ἐκτενής καί διεισδυτική περίληψη τῆς «Φιλοκαλίας τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν», τό δεύτερο μέρος εἶναι ἕνα προφητικό ἀποστολικό κείμενο, στήν ἐποχή μας, ἀλλά μέ τό εἶδος τῆς προσευχῆς. Ὁ ἅγιος Σιλουανός εἶναι ἕνας πνευματικός πομπός πού εἶναι ἐγκατεστημένος σέ ἕνα μικρό κελλί τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἀπό ἐκεῖ ὁμιλεῖ στούς ἀνθρώπους γιά νά τούς εἰρηνεύση, νά τούς παρηγορήση καί νά τούς καθοδηγήση ἀπλανῶς, ἀλλά καί προσεύχεται στόν Θεό γιά ὅλο τόν Ἀδάμ. Καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι ἕνας θεολόγος ὑποτακτικός καί πατέρας, πού μετέφερε τήν ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν Γαλλία καί τήν Ἀγγλία καί γενικά στήν καρδιά τῆς Εὐρώπης καί σέ ὅλο τόν κόσμο.

Εἶναι ἕνα βιβλίο ἀπότοκο τῆς καθαρῆς θεολογίας, εἶναι ἕνα πνευματικό θεολογικό οἰνόπνευμα, ἕνας καθαρός θεολογικός οἶνος πού δείχνει τί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ζωή καί τί εἶναι ὁ γνήσιος ὀρθόδοξος μοναχισμός. Δέν μπορῶ νά παρουσιάσω μία σύντομη περίληψη τοῦ περιεχομένου τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ἀλλά θά παραθέσω μιά παράγραφο, στήν ὁποία φαίνεται πῶς ὁ ἅγιος Σωφρόνιος περιγράφει τόν ἅγιο Σιλουανό.

«Ὁ λόγος τοῦ Γέροντα, ἀσυνήθιστα ὑψηλός ὡς πρός τήν πνευματική του τελειότητα, εἶναι μαρτυρία γιά τήν ὑπερφυσική ἐκείνη ζωή πού τοῦ δόθηκε νά ζήσει. Γιά πολλούς μένει ἀκατά­ληπτος καί ἀπρόσιτος παρά τήν καθαρότητα καί τήν ἁπλότητά του. Ἡ πείρα ἀπέδειξε ὅτι ἐν μέρει εἶναι ἀκατάληπτος ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς ἁπλότητάς του καί τοῦ ὕφους τῆς σκέψεως καί ἐκφράσεως τοῦ Γέροντα, πού εἶναι ξένο στόν σύγχρονο διανοού­μενο ἄνθρωπο. Αὐτό μέ παρακίνησε νά τόν συνοδεύσω καί ἀκόμη νά προλάβω νά κάνω διασαφήσεις σέ γλώσσα πιό προσιτή στούς μορφωμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, μέ τήν ἐλπίδα νά χρησιμεύσει ὡς στήριγμα γιά τήν καλύτερη κατανόηση τῶν ὁδῶν τῆς ἁγιότητας. Καί ἄν ὁ ἀναγνώστης λάβει ὑπόψη πώς χρειάζεται λεπτή προσοχή στά ἁπλά ἐκεῖνα καί ἤρεμα λόγια τοῦ Γέροντα, πού θίγουν βαθειά προβλήματα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως ἤ περιγράφουν τόν ἐσωτερικό πόλεμο ἤ τίς ἐνέργειες τῆς χάριτος, τότε παύει κάθε ἀνάγκη διασαφήσεων καί μένει μόνος ὁ ἅγιος καί καθαρός λόγος τοῦ μακαρίου πατρός».

3. «Ἄσκηση καί θεωρία»

Τό βιβλίο αὐτό ἐξεδόθη γιά πρώτη φορά στήν ἑλληνική γλώσσα ἀπό τήν ρωσική καί γαλλική τό ἔτος 1996, δηλαδή μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ἐδῶ τό συγκαταλέγω ὡς τρίτο στήν σειρά, γιατί τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου ἐγράφησαν μετά τίς ἐπιστολές πού ἀπετέλεσαν τό βιβλίο «Ἀγώνας Θεογνωσίας» καί τό βιβλίο «ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ ἁγιορείτης», στήν Γαλλία μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.

Τό βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπό ἕξι κείμενα πού ἐγράφησαν σέ διάφορους καιρούς, ἤτοι «Βάσεις τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως», «Ἡ ἀναγκαιότητα τῶν τριῶν ἀποταγῶν», «Ἡ Χριστιανική τελειότητα καί μοναχισμός», «Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος», «Λόγος στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου», «Τε­λευ­ταῖος λόγος».

Ὁ τίτλος του «ἄσκηση καί θεωρία» συνάδει μέ τό ὅλο περιε­χόμενο τοῦ βιβλίου, ἐπειδή ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γράφει γιά τήν χριστιανική ἄσκηση καί τήν θεωρία, μέ τήν ἔννοια τῆς θεοπτίας καί τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου Φωτός.

Ὅπως τονίσθηκε, τά βασικά κείμενα τοῦ βιβλίου γράφηκαν μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, τήν ἐπάνοδο στό Παρί­σι γιά νά δημοσιεύση τίς γραφές τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ, καί μετά τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου, ἀλλά καί μετά τήν περιπέτεια τῆς ὑγείας του πού δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά ἐπιστρέψη στό Ἅγιον Ὄρος.

Ἔτσι, μετά τήν βαθύτατη μετάνοια καί τόν κλαυθμό στό Ἅγιον Ὄρος, τόσο στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παντελεήμονος ὅσο καί στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί μετά τίς σπάνιες ἐμπειρίες-ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ, ὡς ὥριμος θεολόγος, γράφει γιά τήν χριστιανική καί μοναχική ἄσκηση, ἀλλά καί γιά τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἑρμηνεύει θαυμαστῶς καί πρωτοτύπως τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καί παρουσιάζει τήν Ἐκκλησία ὡς τήν μέθεξη στήν δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Εἶναι σημαντικές θεολογικές μελέτες πού κινοῦνται μέσα στά πατερικά πλαίσια. Ἡ ἰδιαίτερη ὁρολογία πού παρατηρεῖται σέ μερικά σημεῖα δέν προκαλεῖ, γιατί ὁ πεπειραμένος καί ἀντικειμε­νικός ἀναγνώ­στης αἰσθάνεται τό πνεῦμα τῆς πατερικῆς θεολογίας πού ἀνα­δύεται ἀπό αὐτά, ὅταν, μάλιστα, συνδέση τό βιβλίο αὐτό μέ τά ἄλλα βιβλία του. Νομίζω ὅτι τό ἑρμηνευτικό κλειδί τοῦ βιβλίου αὐτοῦ εἶναι ὁ «λόγος στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου», πού εἶναι ὑπόδειγμα πατερικοῦ λόγου.

4. «Γράμματα στή Ρωσία»

Τό βιβλίο αὐτό δημοσιεύθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα σέ πρώτη ἔκδοση τό 2009, ἀπό τήν δεύτερη ρωσική ἔκδοση, καί μετά τήν εἰσαγωγή διαιρεῖται σέ δύο εὐδιάκριτα μέρη. Τό πρῶτο εἶναι μιά ἀπομαγνητοφωνημένη «συνομιλία του μέ τήν οἰκογένειά» του, τούς συγγενεῖς του, πού ἔγινε στήν Μόσχα τό 1975, καί τό δεύτερο μέρος περι­λαμβά­νει 77 ἐπιστολές στίς δύο ἀδελφές του, τήν Μαρία καί τήν Ἀλεξάνδρα.

Ἡ συνομιλία μέ τήν οἰκογένειά του, ἀφ’ ἑνός μέν ἔχει πολλά αὐτοβιογραφικά στοιχεῖα, εἶναι μιά περίληψη ὅλης τῆς βιολογικῆς καί πνευματικῆς του ζωῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἔχει πολύ δυνατές θεολογικές σκέψεις.

Τελειώνοντας τήν συνομιλία αὐτήν λέγει:

«Ὅταν θυμᾶμαι πῶς ζοῦσα στήν ἔρημο τοῦ Ἄθω, νομίζω ὅτι σέ κανέναν δέν εἶναι δυνατό νά περιγράψει τή φτώχεια αὐτῆς τῆς ζωῆς. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ τέτοια ἐλευθερία πνεύματος, πού δέν θά τήν ἄλλαζε μέ τίποτε. Καί αὐτοί πού μαζεύουν θησαυρούς ἤ ἀκόμη καί σκοτώνουν τ’ ἀδέλφια τους, ὥστε νά αὐξηθοῦν οἱ θησαυροί αὐτοί, φαίνονται παράφρο­νες, ἐσκοτισμένοι. Ὡς τώρα δέν δέχθηκαν τόν Χριστό. Ἀκόμη καί αὐτοί οἱ λαοί πού διεκδικοῦν χριστιανικούς τίτλους, στήν πορεία τῆς ἱστορίας ντροπιάστηκαν, γιατί μέχρι καί τά προηγούμενα χρόνια οἱ πιό ἐπικίνδυνοι ἦταν πάντα αὐτοί οἱ λαοί πού αὐτοα­ποκαλοῦνταν χριστιανικοί. Οἱ λιγότερο φωτισμένοι λαοί δέν μπόρεσαν νά δημιουργήσουν τέτοια μέσα ἐξολο­θρεύσεως, ὅπως οἱ λαοί πού φωτίσθηκαν μέ τό πνεῦμα τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐτό ὅμως δέν συνέβη ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι πατέρας τοῦ κακοῦ, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, τό μεγάλο δῶρο τῆς ἐλευθερίας πραγμα­τώθηκε σέ αὐτούς τούς λαούς μέ ἀρνητική προοπτική».        

Τά θέματα τῶν ἐπιστολῶν πού δημοσιεύονται εἶναι ποικίλα, ἤτοι γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς του, γιά τίς συγγραφές του, γιά τήν οἰκοδόμηση τῆς Μονῆς του, γιά τά ταξίδια πού ἔκανε στούς Ἁγίους Τόπους, γιά θεολογικά ζητήματα, γιά σύγχρονα θέματα, γιά τά γηρατειά καί τόν θάνατο κλπ. Εἶναι θέματα τά ὁποῖα γράφονται συνήθως σέ γράμματα, τά ὁποῖα ἔχουν προσωπικό χαρακτήρα.

Πάντοτε μοῦ ἄρεσε νά διαβάζω τίς ἐπιστολές διαφόρων ἁγίων, ὅπως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολό­γου κ.ἄ., γιατί σέ αὐτές συνήθως ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζεται μέ εὐαισθησία καί ἐλευθερία, καί διακρίνονται ἀπό ἰδιαίτερη χάρη. Αὐτό παρατηρεῖ κανείς στά γράμματα τοῦ ἁγίου Σωφρο­νίου πρός τίς ἀδελφές του.

Οἱ ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Σωφρονίου στίς ἀδελφές του ἐκφράζουν τήν ἀγάπη καί τρυφερότητά του πρός τούς συγγενεῖς του, τόν ἡσυχαστικό τρόπο τῆς ζωῆς του, τόν πόνο του γιά τήν κοινωνία.

Ὅλο τό βιβλίο φανερώνει ἕναν ἡσυχαστή καί θεολόγο, ἀλλά καί ἕναν λόγιο μοναχό πού ἀγαπᾶ τήν ζωή, ἀλλά αἰσθάνεται καί τόν θάνατο ὡς ἕνα ἑορταστικό γεγονός.

Στήν συνάντηση πού εἶχε μέ τούς συγγενεῖς του ἄρχισε ὡς ἑξῆς: «Ἔχει περάσει σχεδόν περισσότερο ἀπό μισός αἰώνας ἀφότου ἔφυγα, καί λοιπόν ἔχουμε ζήσει κάτω ἀπό τελείως διαφορετικές συνθῆκες, ἐν τούτοις ὑπάρχει κάτι στό αἷμα, στή συγγένεια, πού κάνει τή συνάντησή μας νά πραγματοποιεῖται μέ ἐμπιστοσύνη ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Τώρα εἶμαι ἤδη 80 περίπου ἐτῶν καί δέν μπορῶ νά κάνω προγράμματα γιά πολλά χρόνια. Δέν μπορῶ νά προβλέψω ἄν θά σᾶς ξαναδῶ ἀκόμη μία φορά ἤ ὄχι, ἔστω καί γιά μικρό χρονικό διάστημα».

Αἰσθανόταν τήν δύναμη τοῦ «αἵματος», ἀλλά περισσότερο αἰσθανόταν τήν ἐνέργεια τοῦ «πνεύματος». Ἀγαποῦσε τήν βιολο­γική οἰκογένειά του, ἀλλά πολύ περισσότερο ἀγαποῦσε τήν πνευ­μα­τική του οἰκογένεια, καί πάνω ἀπό ὅλα εἶχε ὁρμή γιά τόν Θεό καί τήν αἰώνια ζωή. Λέγει ὁ ἴδιος:

«Ὅταν διαβάζουμε στή Γραφή γιά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, τί ἦταν αὐτό πού προτάθηκε; Ἡ φυσική τάση τοῦ ἀνθρώπου ἐμφα­νίζεται ὡς ἕλξη πρός τό ἀπόλυτο, τή δίχως ὅρια γνώση. Ὅσο μεγαλειώδης καί νά φαίνεται αὐτός ὁ Κόσμος, ὅσο μακρός καί ἄν εἶναι ὁ χρόνος ἑκατομμυρίων καί δισεκατομμυρίων ἐτῶν, εἶναι στενόχωρος στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου».

5. «Ὀψόμεθα τόν Θεό καθώς ἐστί»

Τό βιβλίο αὐτό δημοσιεύθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα στήν καθαρεύουσα τό 1992 καί τό 2009 στήν δημοτική γλώσσα. Τό πρωτότυπο γράφηκε στήν ρωσική γλώσσα καί τό 1985 μετα­φρά­σθηκε στήν ἀγγλική γλώσσα.

Εἶναι ἕνα βιβλίο κλασικό στό εἶδος του πού εἶναι μιά «δη­μό­σια ἐξομολόγηση» τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἐνῶ ἦταν περίπου 90 ἐτῶν, ἀποφάσισε νά γράψη καθα­ρά τά ὅσα ὁ Θεός τοῦ ἀποκάλυψε στήν ζωή του, καί μάλιστα δημοσιεύθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα ἕναν χρόνο πρίν τόν θάνατό του, ὅταν ἦταν στήν ἡλικία τῶν 96 ἐτῶν.

Ὅλο τό βιβλίο αὐτό εἶναι γραμμένο μέ ἕναν ἐκπληκτικό καί ἰδιαίτερο τρόπο. Ὁ ἴδιος γράφει ὅτι εἶναι «ἐξομολόγησή» του καί ἡ «πνευματική αὐτοβιογραφία» του, καί μάλιστα γράφει ὅτι «ὁ Κύριος γνωρίζει μέ τί φόβο καί τρόμο γράφηκαν πολλές ἀπό τίς σελίδες αὐτές τῆς ἐξομολογήσεώς μου».

Βρισκόταν, ὅπως ἐλέχθη, πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του καί κρατοῦσε ὅλες τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ κρυμμένες μέσα στήν καρδιά του, καί ἀπεφάσισε νά τίς γράψη ἐπειδή, ὅπως λέγει, βρισκόμενος «σέ βαθύ γῆρας, καί καταπονούμενος ἡμέρα καί νύχτα ἀπό σωματικές ἀσθένειες, γίνομαι συνεχῶς λιγότερο εὐπρόσβλητος ἀπό τίς κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό ἀποφάσισα νά ἐκμυστηρευθῶ ἀκόμη περισ­σότερο, καί μάλιστα ἐνώπιον πολλῶν, ἐκεῖνα πού μέ ζῆλο φύλαγα ἀπό τά ξένα βλέμματα μέχρι σήμερα». Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική γράφει: «Παραδίδω, λοιπόν, τόν ἑαυτό μου μέ ἐμπιστοσύνη στόν κάθε ἀναγνώστη, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι μέ εὐμένεια θά μέ μνημονεύει στίς προσευχές του πρός τόν Πατέρα μας τόν "ἐν τοῖς οὐρανοῖς"».

Στό βιβλίο αὐτό μέ ὡραῖο καί θεολογικό τρόπο, ἀλλά καί μέ ἔντονη αὐτομεμψία καί ταπείνωση γράφει γιά τήν «πρώϊμη ἐμπειρία» του, τήν «πάλη μέ τόν Θεό», τήν «μνήμη τοῦ θανάτου», τήν «πτώση του» του, τήν «ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὡς ὄντος», τό «πένθος», τήν «ὁρμή πρός τόν Θεό», «τίς ὁράσεις τοῦ ἀκτίστου φωτός», «τίς ἐλεύσεις καί ἀποκρύψεις τοῦ θείου φωτός», τήν ἐπιβεβαίωση πού ἔλαβε ἀπό τόν ἅγιο Σιλουανό γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς του.

Πρόκειται γιά μιά σπάνια περιγραφή τῶν ἐμπειριῶν καί τῶν ἀποκαλύψεων πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, πού δέν ὑπάρχουν στά βιβλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μετά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὁ ὁποῖος κατέγραψε τίς ἀποκαλύψεις του τόν 11ο αἰώνα, ἔπρεπε νά περάσουν ἄλλοι ἐννέα αἰῶνες γιά νά ἐμφανισθῆ ἕνας παρόμοιος θεόπτης, ὁ ὁποῖος ἔχει τό ἰδιαίτερο γνώρισμα νά γράφη μέ περισσότερες λεπτομέρειες γιά τά θέματα αὐτά καί κυρίως νά τονίζη πλευρές πού δέν ἦταν γνωστές, ὅπως γιά τήν διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου φωτός, γιά τόν «γνόφο τῆς ἀπεκδύσεως», γιά τό πῶς μετατρέπεται τό πῦρ τοῦ Ἅδου σέ φῶς τοῦ Παρα­δείσου κ.ἄ.

Διαβάζοντας κανείς τό βιβλίο αὐτό ὀσφραίνεται καταστά­σεις οὐράνιες, τό πῶς ζοῦσε ὁ Πρωτόπλαστος ἄνθρωπος στόν Πα­ρά­δεισο, ποιές ἦταν οἱ ἐμπειρίες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καί πῶς θά ζῆ ὁ ἄνθρωπος στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Πρό­κειται γιά σπάνιες θεολογικές περιγραφές καί γι’ αὐτό εἶναι ἕνα θαυμάσιο πατερικό βιβλίο.

 6. «Περί πνεύματος καί ζωῆς»

Τό βιβλίο αὐτό δημοσιεύθηκε ἀρχικά στήν γαλλική γλώσ­σα τό ἔτος 1992, ἕνα ἔτος πρίν κοιμηθῆ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, καί δημοσιεύθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα τό ἔτος 1995. Δέν εἶναι βιβλίο πού συνέγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ἀλλά εἶναι ἀποσπάσματα ἀπό προφορικούς λόγους του.

Ὅπως γράφει ὁ Maxime Egger στό εἰσα­γωγικό σημείωμά του γιά τήν ἑλληνική μετάφραση, τό ἔτος 1990 παρέμεινε γιά ἕνα μεγάλο διάστημα στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ Ἀγγλίας, παρακολούθησε μερικές προφο­ρικές ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου στήν ἀδελφότητα, καθώς ἐπίσης ἄκουσε 40 περίπου προηγούμενες ὁμιλίες πού εἶχαν μαγνητοφωνηθῆ καί ἀπό αὐτά συνέλεξε μερικά ἀποσπάσματα καί τά δημοσίευσε, κατά τόν τρόπο τῶν κεφαλαίων διαφόρων ἁγίων πού καταγράφονται στήν «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν». Οἱ ὁμιλίες αὐτές ἀργότερα δημοσιεύθηκαν ὁλόκληρες στούς τρεῖς τόμους μέ τίτλο: «Οἰκο­δομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας».

Οἱ περικοπές αὐτές τῶν λόγων ἐτέθησαν ἀπό τόν Maxime Egger σέ «ἕνα σύνολο μέ συνέχεια καί συνέπεια», τίς ἔδωσε νά τίς διαβάση ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ὁποῖος «ἀνεγνώρισε σ’ αὐτές τόν ἑαυτό του» καί τοῦ ἔδωσε τήν εὐλογία νά τίς ἐκδώση. Ὁ ἴδιος ὁ συλλέκτης ἔδωσε τόν τίτλο «περί πνεύματος καί ζωῆς» ἀπό τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «τά ρήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καί ζωή ἐστιν» (Ἰω. στ΄, 63). Πράγματι, μέσα σέ αὐτά τά «πνευματικά κεφάλαια» βλέπει κανείς νά σκιρτᾶ τό «Πνεῦμα» καί ἡ «Ζωή», εἶναι ἔκφραση μεγάλου ἀγῶνος, περίπου ἐνενήντα ἐτῶν, καί προσφέρουν μιά αἴσθηση αἰωνίου ζωῆς ἐν Πνεύματι.

Ὁ συλλέκτης ἔθεσε τά 247 μικρά καί συνοπτικά «πνευ­μα­τικά κεφάλαια» σέ μιά δική του θεματική ἑνότητα πού φαίνεται, ἄν τά διαβάση κανείς προσεκτικά, ἀλλά ἐγώ διαβά­ζοντας τά μικρά αὐτά κείμενα διέκρινα μιά ἐσωτερική ἑνότητα πού ἔχει ὡς κέντρο τήν ἔμπνευση. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὡς καλλιτέχνης καί ὡς ἄνθρωπος πού ἄγγιξε καί εἶδε τήν αἰώνια ζωή εἶναι ἐμπνευσμένος, καί μετά γράφει γιά τήν ἔμπνευση, ἀλλά καί τά μικρά αὐτά ἀποσπάσματα ἐκφράζουν τήν ἐμπνευσμένη καρδιά του καί τόν ἐμπνευσμένο λόγο του. Θά παραθέσω τρία ἐνδεικτικά κεφάλαια ἀπό τήν ἀρχή, τό μέσον καί τό τέλος.

Στό πρῶτο κεφάλαιο λέει: «Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί ἀδελφές, ἀνοῖξτε τήν καρδιά σας, γιά νά χαράξει ἐκεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Τότε θά γίνετε σιγά-σιγά ἱκανοί νά ἔχετε μέσα σας τήν χαρά καί τό πένθος, τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση» (Κεφ. 1).

Πράγματι, τό Ἅγιον Πνεῦμα χαράζει τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, ἔτσι γίνεται ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, μιά «μικρή ἐνανθρώπηση», δηλαδή ὁ Χριστός ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γεννιέται μέσα μας καί τότε ζοῦμε ὅλα τά γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας στήν καρδιά μας.

Σέ ἕνα ἄλλο κεφάλαιο ἀπό τό μέσον τοῦ βιβλίου γράφεται: «Στά μικρά πράγματα, στίς ἁπλές πράξεις, ἄς προσπαθήσουμε νά τηροῦμε τήν ἀκόλουθη ἐσωτερική στάση: "Ἀρνοῦμαι τό θέλημα τοῦ «πεπτωκότος» αἵματός μου∙ θέλω στίς φλέβες μου νά ρέει ἡ ζωή τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ"».

Εἶναι πολύ τολμηρός ὁ λόγος αὐτός πού δείχνει ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος γνώρισε τήν αἰώνια ζωή καί ἔπειτα ὅλα τά ἄλλα θεωροῦνται ὡς «τό θέλημα τοῦ πεπτωκότος αἵματος».

Εἶναι σημαντικά τά δύο τελευταῖα «πνευματικά κεφά­λαια».

«Φυλᾶξτε ὅλα αὐτά στή συνείδησή σας, καί ἡ ζωή σας θά εἶναι γεμάτη ἔμπνευση, ὄχι μόνο κάθε μέρα, ἀλλά κάθε στιγμή» (κεφ. 246). «Μήν ξεχνᾶτε αὐτά τά λόγια. Ὁ Θεός σᾶς ἔδωσε χρόνο νά οἰκοδομήσετε τήν αἰώνια σωτηρία σας. Μήν τόν σπαταλᾶτε» (κεφ. 247).

Ὅλο τό βιβλίο εἶναι δροσερό, γεμᾶτο ἀπό «πνεῦμα καί ζωή». Τό μόνο πού δέν κατάλαβα εἶναι γιατί ὁ συλλέκτης κατέγραψε 247 κεφάλαια καί ὄχι 250 κεφάλαια, ἀφοῦ εἶχε στήν διάθεσή του ἄφθονο ὑλικό ἀπό ὅλες αὐτές τίς ὁμιλίες.

7. «Τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς»

Τό βιβλίο αὐτό δημοσιεύθηκε σέ πρώτη ἔκδοση τό 2010 μεταφρασμένο ἀπό τήν ρωσική γλώσσα. Ἤδη στήν ρωσική γλώσ­­σα εἶχαν ἐκδοθῆ δύο βιβλία μέ τίτλους «Τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς» καί «Γέννηση στήν ἀσάλευτη Βασιλεία», πού ἀποτελέσθησαν ἀπό ἐπιλογή ἀποσπασμάτων πού βρέθηκαν στά κατάλοιπα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου μετά τήν κοίμησή του ὡς παρατηρήσεις καί πρόχειρες σημειώσεις του. Ἕνα τμῆμα ἀπό τά δύο βιβλία ἀπετέλεσαν τό παρόν βιβλίο στήν ἑλληνική ἔκδοση μέ τίτλο: «Τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς ζωῆς».

Τό βιβλίο διαιρεῖται σέ δύο ἑνότητες, ἡ πρώτη ἑνότητα (Α΄ βιβλίο) μέ τίτλο «Τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς», καί ἡ δεύτερη ἑνότητα (Β΄βιβλίο) μέ τίτλο «Γέννηση στήν ἀσάλευτη Βασιλεία». Ὅλο τό βιβλίο αὐτό ἐκφράζει τήν θεωρία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου καί τήν κοσμοθεωρία του, δηλαδή παρουσιάζει τήν πνευματική πείρα του καί τίς ἀπόψεις του γιά τά ἐκκλησιαστικά καί κοινωνικά θέματα μέσα ἀπό τήν ἐμπειρική θεολογία πού ἀπέκτησε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι εὐδιάκριτο ὅτι μέσα ἀπό τήν μεγάλη θεολογική πείρα πού ἀπέκτησε, κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας δέν διεννοεῖτο, δέν ἀντιμετώπιζε τά θέματα λογικοκρατικά, στό ἐνδιάμεσο μεταξύ θεωριῶν καί προσευχῶν, στό κλίμα ὅμως τῆς νοερᾶς ἡσυχίας ἔγραψε τίς ἀπόψεις του γιά διάφορα θέματα, ὅπως τήν μοναχική ζωή, τήν προσευχή, τήν μετάνοια, τήν χριστιανική ζωή, τό πρόσωπο, τόν γάμο, τήν μητρότητα, τήν ἱστορία τῆς ἀνθρω­πότητος κ.ἄ.

Πρόκειται γιά μιά μεγάλη συμπεπυκνωμένη πείρα ἑνός θεοπτικοῦ νοῦ καί μιᾶς εὐαίσθητης καρδίας πού βλέπει ὡς «πνευ­ματικός δορυφόρος» τόν προπτωτικό, τόν μεταπτωτικό καί τόν ἀναστημένο ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ βίου του. Τό ὅλο βιβλίο δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ πείρα τοῦ συγγραφέως του, ἀλλά ἡ πολύτιμη πείρα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει κεφαλή τόν Χριστό καί μέλη τούς φίλους Του.

Στό βιβλίο αὐτό μεταξύ τῶν ἄλλων γίνεται λόγος γιά τήν ἐμπειρική καί τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία, γιά τόν Χριστό ὡς μέτρο τῶν πάντων, γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τίς αἱρέσεις, γιά τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, γιά τήν χριστιανική ζωή ὡς μυστή­ριο, γιά τόν μοναχισμό καί τόν γάμο, γιά τήν ἱστορία τῆς ἀνθρω­πότητος μέ τούς πολέμους καί τίς ἐπαναστάσεις, μέ τά κοινωνικά συστήματα καί τούς διωγμούς, μέ τούς ἐθνικισμούς καί τήν οἰκουμενικότητα.

Τό βιβλίο δείχνει ὅτι πρέπει νά βιώσουμε τήν Ἐκκλησία ὡς μυστήριο τοῦ Θεοῦ στήν γῆ, καί μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτήν θά ἀντιμετωπίζουμε ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς μας. Ὁ μεταπτω­τικός ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀπό πάθη καί καλεῖται νά γίνη προπτωτικός καί ἐσχατολογικός, νά βιώση τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ «κοι­νωνία θεώσεως».

 8. «Περί προσευχῆς»

Εἶναι ἕνα βιβλίο ἐκπληκτικό, πού περιλαμβάνει ὅ,τι ἐκλε­κτό­τερο ἔχει γραφῆ γιά τήν θεολογία τῆς προσευχῆς καί γιά τήν πράξη της. Στήν ρωσική γλώσσα (πρωτότυπο) ἐκδόθηκε τό ἔτος 1991, στήν ἀγγλική γλώσσα ἐκδόθηκε τό ἔτος 1985 καί στήν ἑλληνική γλώσσα ἐκδόθηκε τό ἔτος 1993 πρῶτα στήν καθαρεύουσα καί ἔπειτα τό ἔτος 2009 στήν δημοτική γλώσσα.

Διαιρεῖται σέ τρία μέρη. Στό πρῶτο μέρος γίνεται μία θεολογική ἀνάλυση τῆς προσευχῆς, δηλαδή «ἡ προσευχή ὡς ἀτελεύτητη δημιουργία», «ἡ προσευχή ὡς ὁδός πρός τή γνώση», «ἡ προσευχή ὑπερνικᾶ τό ἀδιέξοδο τῆς τραγωδίας», γιά τήν ἔμπονη προσευχή στήν ὁποία ἀναγεννᾶται ὁ ἄνθρωπος, γιά τήν αἰωνιότητα. Στό δεύτερο μέρος γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό γνωστό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» καί συγκεκριμένα «γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ», «τήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ», «τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ σέ κάθε καιρό καί περίσταση». Στό τρίτο μέρος γίνεται λόγος γιά τήν «πνευματική ζωή» καί «τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα». Στό τέλος δημοσιεύονται ἡ πρωινή προσευχή «ἅμα τῇ ἐγέρσει ἐκ τοῦ ὕπνου», καί οἱ «λειτουργικές εὐχές» πού συνέταξε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος νά διαβάζονται στήν θεία Λειτουργία μετά τό Εὐαγγέλιο καί πρίν τήν ἔναρξη τῆς Λειτουργίας τῶν πιστῶν, ὥστε νά προετοιμάση τούς ἐκκλησιαζομένους γιά τήν συμμετοχή τους στήν θεία Λειτουργία καί τήν θεία κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, δημοσιεύονται καί οἱ εὐχές «ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων», «ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἱερέων» καί «προ­σευχή περί ἑνότητος».

Πρόκειται γιά ἕνα ἐκπληκτικό βιβλίο, πού περιλαμβάνει τήν συμπεπυκνωμένη πείρα τῆς προσευχῆς τόσο τοῦ συγγραφέως του ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας στήν πιό αὐθεντική καί ὑψηλή της μορφή. Τό ἔχω χαρακτηρίσει ὡς ἕνα «Εὐαγγέλιο» τῆς προσευχῆς καί τῆς πνευματικῆς πατρότητος, γιατί ἐκεῖνος πού ἔχει γίνει ὁλόκληρος μιά προσευχή, καί ἡ προσευχή ἀναδύεται ὡς εὐῶδες θυμίαμα μέσα ἀπό ὅλη τήν ὕπαρξή του, τήν ψυχή καί τό σῶμα του, μπορεῖ νά γίνη ἕνας αὐθεντικός πνευματικός πατέρας, πού θά ἐμπνέη τό πνευματικό του ποίμνιο, θά τοῦ ἀνάπτη τήν φλόγα τῆς προσευχῆς καί θά τό ἑτοιμάση γιά τήν εἴσοδό του στήν «ἀσά­λευτη Βασιλεία» τοῦ Θεοῦ.

Στό βιβλίο αὐτό, πού εἶναι κατ’ ἐξοχή βιωματικό, συνδέεται ἡ προσευχή μέ τήν ἡσυχία, δίνεται ὁ ὁρισμός τῆς προσευχῆς, γίνεται ἡ διαφορά μεταξύ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ ἀπό ἄλλες παραδόσεις, ἀναλύεται ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς, τά στάδιά της, ἡ ἀνάπτυξή της, ἡ ἕνωση νοῦ καί καρδίας, τό ἀδιάλειπτο τῆς προ­σευχῆς, τά ἀποτελέσματά της, ἡ θέα τοῦ θείου Φωτός, ἡ σχέση νοερᾶς προσευχῆς καί θείας Λειτουργίας, ἡ σύνδεση τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τήν ἐξάσκηση τῆς πνευματικῆς πατρότητος.

Εἶπα στήν ἀρχή ὅτι τό βιβλίο αὐτό εἶναι τό «Εὐαγγέλιο τῆς προσευχῆς καί τῆς πνευματικῆς πατρότητος». Τώρα μπορῶ νά προσθέσω ὅτι εἶναι ἐφάμιλλο μέ τήν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου στό θέμα τῆς προσευχῆς καί τῆς πνευμα­τικῆς πατρότητος. Εἶναι ἕνας πολύτιμος πνευματικός θησαυρός πού εὐωδιάζει ἀπό τήν ἐρημική ζωή πού ζοῦσε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στό Ἅγιον Ὄρος, ἰδιαιτέρως στά Καρούλια τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὅταν τό διαβάζη κανείς προσεκτικά αἰσθάνεται σάν νά βαδίζη στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί αἰσθάνεται νά ἐξέρχεται ἀπό ἐκεῖ μιά λεπτή καί μεθυστική εὐωδία. Ἔτσι, αἰσθάνεται στήν καρδιά του ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι ἕνας γνήσιος ἡσυχαστής μοναχός, ἐμπειρικός θεολόγος, θεόπτης λειτουργός καί αὐθεντι­κός πνευματικός πατέρας.

9. «Ἡ ζωή Του ζωή μου»

Τό βιβλίο αὐτό ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά στήν ἀγγλική γλώσσα τό ἔτος 1977 μέ τίτλο «His life is mine». Ἕναν χρόνο πρίν (τό 1976) πῆγα γιά πρώτη φορά στήν Μονή τοῦ Ἔσσεξ καί συνάντησα τόν ἅγιο Σωφρόνιο, καί τήν δεύτερη φορά πῆγα τό 1978, μόλις εἶχε ἐκδοθῆ τό βιβλίο αὐτό καί μοῦ ἔλεγε ὅτι αὐτό γράφηκε εἰδικά γιά τό ἀγγλόφωνο κοινό, ὥστε νά στρέψη τήν προσοχή του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί δέν εἶναι τόσο γιά τούς Ὀρθοδόξους, γιά τούς ὁποίους θά δημοσιευθῆ ἕνα ἄλλο βιβλίο πού θά ἐκδοθῆ, καί ἐννοοῦσε τό βιβλίο πού ἐκδόθηκε ἀργότερα μέ τίτλο «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί». Ἐπίσης, στενοχωρήθηκε ἀπό τήν βιογραφία του πού δημοσιεύθηκε καί τά ἐπαινετικά λόγια πού ἔγραψε γι’ αὐτόν ἡ Rosemary Edmonds στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου.

Τό βιβλίο αὐτό μεταφράσθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα καί ἐκδόθηκε τό 1983 ἀπό τίς ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρᾶ. Στόν ἅγιο Σωφρόνιο δέν ἄρεσε ὁ τίτλος «Ἡ ζωή Του ζωή μου» καί ἐπίσης δέν τοῦ ἄρεσε ἡ μετάφραση σέ μερικά σημεῖα. Γενικά, ποτέ δέν τόν ἱκανοποιοῦσε τό νά μεταφράζονται τά βιβλία του στήν δημοτική γλώσσα, καί προτιμοῦσε τήν καθαρεύουσα.

Φαίνεται ὅτι τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἀναπτύχ­θη­κε σέ ἄλλα βιβλία του, τά δέ σχετικά μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ συμπεριελήφθησαν στό βιβλίο «Περί προσευχῆς» καί αὐτό ἦταν, ἴσως, ὁ λόγος πού δέν ἔγινε ἄλλη μετάφραση καί ἄλλη ἔκδοση ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγ­γλίας.

Τό βιβλίο διαιρεῖται σέ δύο μέρη. Τό πρῶτο μέρος ἀνα­φέρεται στήν θεολογική βάση τῆς προσευχῆς, πού εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ δημιουργία καί ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μετάνοια, ἡ  προσευχή, ὁ πνευματικός πόλεμος, ἡ λειτουργική προσευχή ὡς προσευχή τῆς Γεθσημανῆς, ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἡ πείρα τῆς αἰωνιότητος μέ τήν προσευχή καί ἄλλα. Τό δεύτερο μέρος ἀναπτύσσει τά σχετικά μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τήν μέθοδο τῆς προσευχῆς καί τόν καθολικό της χαρακτῆρα, πού τελικά συμπεριλήφθηκαν στό βιβλίο «Περί προσευχῆς».

Ἰδιαίτερη σημασία στό βιβλίο αὐτό εἶναι ἡ ἀνάλυση γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν Μωϋσῆ καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ θεολογική ἑρμηνεία τοῦ «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν», ἡ ἀνάλυση ὅτι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνέργειά Του, τό ριψοκίνδυνο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν πτώση του καί τήν ἐκ νέου κλήση του ἀπό τόν Χριστό, καί γενικότερα ἡ σύνδεση τῆς Παλαιᾶς μέ τήν Καινή Διαθήκη, ὅπου φαίνονται οἱ ἀποκαλύ­ψεις τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ στήν Καινή Διαθήκη.

Εἶναι ἕνα εὐσύνοπτο βιβλίο, πού ὁ ἅγιος Σωφρόνιος παρουσιάζει γενικά τήν διδασκαλία του, χωρίς νά ἀποκαλύπτη τόν ἑαυτό του, καί προσφέρεται κυρίως στόν δυτικό ἄνθρωπο, καί μάλιστα στούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς, ὥστε νά τό διαβάσουν, νά ἐντυπωσιασθοῦν καί νά μελετήσουν, ἄν θέλουν, καί τά ὑπόλοιπα βιβλία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου πού ἀναφέρονται στούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς.

 10. «Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας»

Πρόκειται γιά τό τρίτομο ἔργο πού τελευταῖα ἐκδόθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, οἱ δύο πρῶτοι τόμοι τό ἔτος 2013, καί ὁ τρίτος τόμος τό ἔτος 2014. Τό πρωτότυπο ἔργο ἦταν στήν ρωσική γλώσσα, πού ἐκδόθηκε τό 2003 καί στήν συνέχεια μεταφράσθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα. Οἱ δύο πρῶτοι τόμοι μεταφράσθηκαν ἀπό τήν ρωσική γλώσσα καί οἱ ὁμιλίες τοῦ τρίτου τόμου μεταφράσθηκαν ἀπό τήν γαλλική γλώσ­σα. Προανάκρουσμα τῶν τριῶν αὐτῶν τόμων ἦταν, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, τό βιβλίο «Περί Πνεύματος καί ζωῆς».

Τό τρίτομο αὐτό ἔργο περιλαμβάνει ὁμιλίες πού ἔκανε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς του πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, γιά νά παραδώση τήν πνευματική του διαθήκη σέ αὐτούς, καί δι’ αὐτῶν σέ ὅλους ἐκείνους πού ἀναζητοῦν νά γνωρίσουν τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν αἰωνιότητα. Εἶναι 115 ὁμιλίες πού ἀρχίζουν ἀπό τίς 29 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1988 καί τελειώνουν τρεῖς μῆνες πρίν τήν κοίμησή του, ἤτοι στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1993.

Ὁ τίτλος τοῦ τρίτομου αὐτοῦ ἔργου μέ τίτλο «Οἰκο­δομών­τας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας» δόθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας πού ἐξέδωσε τό ἔργο καί ἀντλήθηκε ἀπό τό περιεχόμενο τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Ἡ φράση αὐτή «οἰκο­δομών­τας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας» ἀναφέρεται πολλές φορές στίς ὁμιλίες αὐτές, καί προσδιο­ρίζει πῶς νά οἰκοδομήση καθένας μέσα του τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί πῶς ὅλοι μαζί νά οἰκοδομήσουν τόν οἰκουμενικό Ναό. Δηλαδή, καθένας μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα νά ἑνωθῆ μέ τόν Χριστό καί νά γίνη Ναός τοῦ Θεοῦ, καί τότε ὅλοι οἱ ἔμψυχοι Ναοί νά ζοῦν στόν Ναό τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτό σαφῶς γίνεται ἀναφορά στήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι τά σώματά μας εἶναι Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. στ΄, 9), καί στήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου «καί αὐτοί ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός, ἱεράτευμα ἅγιον, ἀνενέγκαι πνευματικάς θυσίας εὐπροσδέκτους τῷ Θεῷ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 5). Πρόκειται γιά τήν αὐθεντική μοναχική καί χρι­στια­νική ζωή, πού ἀποβλέπει στήν μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σέ Ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον» (Α΄ Πέτρ. β΄, 9).

Οἱ ὁμιλίες αὐτές εἶναι αὐθεντικές καί ἕνας πνευματικός θησαυ­ρός. Καταγράφεται σέ αὐτές ἡ ὥριμη πνευματική πείρα ἑνός μεγάλου ἐμπειρικοῦ καί θεόπτου θεολόγου καί ἀποτελεῖ τήν «πνευματική του διαθήκη». Συγχρόνως, εἶναι τό γνήσιο καί αὐθεντικό κλειδί, μέ τό ὁποῖο ἑρμηνεύονται ὅλα ὅσα ἔχει γράψει στό παρελθόν γιά θεολογικά καί πνευματικά θέματα καί τά ἀφήνει ὡς γνήσια ἀποστολική καί πατερική πνευματική διαθήκη στά πνευματικά του παιδιά καί σέ ὅλους τούς Χριστιανούς. Πάλευσε ὁ ἴδιος ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί ἡρπάγη στόν Παράδεισο, πέρασε καί ἀπό τά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀπό τήν ἔλευση τῆς θείας Χάριτος, τήν ἄρση της καί τήν ἐκ νέου ἔλευσή της καί τά καταθέτει ὅλα αὐτά στήν Ἐκκλησία Του.

Ὁ ἴδιος περιγράφει τίς τρεῖς περιόδους τῆς ζωῆς του. Ἡ πρώτη περίοδος συνδέεται με τήν φανέρωση τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ στόν κόσμο μέ τό βιβλίο «ὁ Γέροντας Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης». Ἡ δεύτερη περίοδος εἶναι ἡ «ἐξομολό­γησή» του ἐνώπιον ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, μέ τό βιβλίο «Ὀψόμεθα τόν Θεό καθώς ἐστι». Καί ἡ τρίτη περίοδος συνδέεται μέ τήν προσπάθειά του νά βιωθῆ ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ μέσα στήν Ἱερά Μονή του, καί σέ ἐκείνους πού θά τόν ἀναζητοῦσαν ἐκεῖ, στόν συγκεκριμένο αὐτόν χῶρο, καί αὐτό γίνεται κυρίως μέ τίς ὁμιλίες αὐτές πού περιλαμβάνονται στό τρίτομο αὐτό ἔργο.

Εἶναι φανερή ἡ μεγάλη ἀξία αὐτῶν τῶν τριῶν τόμων πού διαβάζονται μέ ἔμπνευση ἀπό χριστιανούς καί μοναχούς, ἀπό θεολόγους καί ἁπλούς ἀνθρώπους. Εἶναι τό πνευματικό ἀπό­σταγμα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, εἶναι ὁ καθαρός θεολογικός οἶνος.

Συμπέρασμα

Στά προηγούμενα ἔκανα μιά μικρή παρουσίαση τῶν βι­βλίων τοῦ ἁγίου Σωφρονίου τοῦ ἁγιορείτου, πού ἕως τώρα ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας πρό καί μετά τήν κοίμησή του, στά ὁποῖα καταγράφει τίς πνευματικές ἐμπειρίες πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ἀλλά ἐκφράζουν καί τήν ἐμπειρική θεολογία πού παρέλαβε ἀπό τόν ἅγιο Σιλουανό, ὡς ὑπάκουος πνευματικός υἱός ἀπό τόν θεόπτη Γέροντά του. Τά ὅσα ἐγράφησαν ἐδῶ δέν ἐξαντλοῦν τό περιεχόμενο τῶν βιβλίων, ἀλλά δίνουν ἔναυσμα στόν ἀναγνώστη νά τά μελετήση, ὅπου θά συναντήση ἕναν μεγάλο θησαυρό.

 

 

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, κατά τόν ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, κατά τόν ἅγιο Σιλουανό τόν ἈθωνίτηὉ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης (1866-1938), πού ἑορτάζει σήμερα (24 Σεπτεμβρίου) ὑπῆρξε ἕνας ὥριμος ἐμπειρικός θεολόγος. Δέν σπούδασε σέ Πανεπιστημιακές Θεολογικές Σχολές, ἀλλά εἶχε ἐμπειρία τῆς νοερᾶς-καρδιακῆς προσευχῆς καί στήν συνέχεια ἐν Ἁγίω Πνεύματι γνώρισε τόν Χριστό. Αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρική θεολογία.

Στά γραπτά του τά ὁποῖα μᾶς διέσωσε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁ Ἀθωνίτης, μαθητής καί συνοδοιπόρος του, παρουσιάζει μέ ἕνα ἁπλό ἐξωτερικά τρόπο, ἀλλά μέ ἕνα ἐσωτερικό βάθος πολλές πλευρές τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὅταν διαβάζει κανείς τά γραπτά του, μέσα ἀπό τήν ὅλη ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου θεολόγου, τότε διαπιστώνει ὅτι ὁ ἅγιος Σιλουανός εἶναι «μέγας ἐμπειρικός θεολόγος».

Στήν συνέχεια θά ἀναφερθῶ στήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ὅπως φαίνεται στά γραπτά του.

Ἡ εἰρήνη εἶναι μεγάλο ἀγαθό στίς κοινωνίας μας, στίς οἰκογένειές μας, στά Ἔθνη, στόν κόσμο. Αὐτή διασαλεύεται συνεχῶς, δηλαδή τά πάντα βρίσκονται σέ μιά σύγχυση, σέ μιά ἀναστάτωση. Παντοῦ ζητοῦν τήν εἰρήνη καί εἰρήνη δέν ὑπάρχει. Εἶναι τό μόνιμο ζητούμενο μέσα στήν ψυχή μας, στήν οἰκογένειά μας, στήν κοινωνία μας καί σέ ὅλα τά Ἔθνη.

Κυρίως, ὅμως, ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλο ἀγαθό καί, βεβαίως, ἔχει σχέση μέ τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μιλᾶμε γιά μιά ἐξωτερική κοινωνική εἰρήνη, ἀλλά γιά τήν εἰρήνη ὡς καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού εἶναι ἡ εἰρήνη μέσα στήν καρδιά.

Οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν συνήθως ὅτι ἡ εἰρήνη εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ πολέμου ἤ ἡ ἀπουσία τῶν ἀνταγωνισμῶν, ἤ ἀποτέλεσμα τῶν ἐξοπλισμῶν, ἀλλά ὅμως στήν πραγματικότητα ἡ εἰρήνη, ὅπως τήν θεωρεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Εἰρήνη δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀπουσία τοῦ πολέμου, διότι μπορεῖ νά μήν ὑπάρχουν πόλεμοι καί νά μήν ὑπάρχη εἰρήνη, ἀλλά κυρίως εἰρήνη εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν κανείς ζῆ τόν Χριστό, ἀκόμη καί σέ μιά ἐμπόλεμη κατάσταση νά βρίσκεται, καί τότε ἔχει πραγματική εἰρήνη στήν καρδιά του.

1. Τί εἶναι ἡ εἰρήνη

Ἡ εἰρήνη εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό τό ἔχει τονίσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν, ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη» (Γαλ. ε΄, 22). Μεταξύ τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ εἰρήνη∙ εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία μετέχεται ὡς εἰρήνη, ὅταν βρίσκη κατάλληλο ἔδαφος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Χριστός πρίν ἀπό τό Πάθος Του εἶπε στούς Μαθητές Του: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν• οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσι, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν. Μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία, μηδέ δειλιάτω» (Ίωάν. ιδ΄, 27). Ὁ Χριστός βρίσκεται πρό τοῦ Πάθους Του καί δίνει στούς Μαθητές Του τήν εἰρήνη, ὄχι ὅπως τήν θέλει ὁ κόσμος, ἀλλά τήν εἰρήνη τήν δική Του, γι’ αὐτό καί τούς τονίζει νά μήν ταράσσεται ἡ καρδιά τους. Ἄλλη εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου καί ἄλλη εἶναι ἡ εἰρήνη πού δίνει ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὅταν παρουσιάστηκε στούς Μαθητές Του, τούς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ΄, 19).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Αὐτός γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν», (Ἐφ. β΄,14), δηλαδή ὁ Χριστός εἶναι ἡ δική μας εἰρήνη. Ἀλλοῦ γράφει: «Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τάς καρδίας ὑμῶν καί τά νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φιλ. δ΄, 7). Ἐδῶ κάνει λόγο γιά μιά εἰρήνη ἡ ὁποία ὑπερέχει κάθε νοῦ, κάθε σκέψη, κάθε φαντασία καί αὐτή ἡ εἰρήνη λέει, θά φρουρήση τίς καρδιές σας καί τά νοήματά σας ἐν Χριστῷ. Ἀλλοῦ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Καί ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ βραβευέτω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Κολ. γ΄,15), δηλαδή ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά σᾶς κατευθύνη μέσα στήν καρδιά σας.

Αὐτήν τήν εἰρήνη ἔχει ὑπ’ ὄψη του ὁ ἅγιος Σιλουανός, ὅταν πολλές φορές γράφει γι’ αὐτό τό μεγάλο ἀγαθό τῆς εἰρήνης, πού καί ὁ ἴδιος ἔζησε στήν ζωή του.

«Ὅποιος ἔχει μέσα του τήν εἰρήνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σκορπίζει εἰρήνη καί στούς ἄλλους. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει μέσα του τό πονηρό πνεῦμα, σκορπᾶ καί στούς ἄλλους τό κακό». Ἑπομένως, ἡ εἰρήνη συνδέεται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἐκεῖνος πού ἔχει εἰρήνη μέσα στήν καρδιά του εἰρηνεύει καί τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους. Καί ἀλλοῦ φαίνεται ὅτι συνδέεται ἡ εἰρήνη μέ τήν ἀγάπη: «Ἂς ζοῦμε μέ εἰρήνη καί ἀγάπη, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα φανερώνεται στήν ἀγάπη. Ἔτσι λέει ἡ Γραφή καί ἀποδεικνύει ἡ πείρα» (σελ. 392). Ἄλλωστε, ἐμπειρικός θεολόγος ἦταν ὁ ἅγιος, ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅτι ἡ εἰρήνη γιά τήν ὁποία μιλᾶμε μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Γράφει:

«Ψυχή πού γνώρισε τόν Χριστό, θέλει νά Τόν βλέπει πάντα μέσα της. Αὐτός ἔρχεται ἤρεμα στήν ψυχή καί τῆς δίνει εἰρήνη καί τήν βεβαιώνει χωρίς λόγια γιά τήν σωτηρία.

Ἄν γνώριζαν οἱ βασιλεῖς καί οἱ κυβερνῆτες τῶν λαῶν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἔκαναν ποτέ πόλεμο. Ὁ πόλεμος προέρχεται ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ὄχι ἀπό τήν ἀγάπη. Ὁ Κύριος μᾶς δημιούργησε κατά τήν ἀγάπη Του καί μᾶς παρήγγειλε νά ζοῦμε μέ ἀγάπη.

Ἄν οἱ ἄρχοντες τηροῦσαν τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί ὁ λαός καί οἱ ὑπήκοοι ὑπάκουαν μέ ταπείνωση, θά ὑπῆρχε μεγάλη εἰρήνη καί ἀγαλλίαση πάνω στή γῆ. Ἐξαιτίας, ὅμως, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀνυπακοῆς τῶν ὑπερηφάνων ὑποφέρει ὅλη ἡ οἰκουμένη».

Φαίνεται ἐδῶ καθαρά αὐτό πού λέει ὅτι ὅλη ἡ οἰκουμένη ὑποφέρει ἀπό τήν φιλαρχία καί τήν ἀνυπακοή τῶν ὑπερηφάνων καί, ἄν γνώριζαν ὅλοι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε θά ὑπῆρχε εἰρήνη.

«Ἄς ζοῦμε», λέει «μέ εἰρήνη καί ἀγάπη γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα φανερώνεται στήν ἀγάπη. Ἔτσι λέει ἡ Γραφή καί ἀποδεικνύει ἡ πείρα». Ἑπομένως, πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά ζοῦμε μέ τόν Θεό καί νά ἔχουμε τήν εἰρήνη, ἀλλά, βεβαίως, πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τήν εἰρήνη γιά νά ἀποκτοῦμε τήν εἰρήνη.

Γράφει: «Δέν μπορῶ νά καταλάβω γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν ζητοῦν ἀπό τόν Κύριο τήν εἰρήνη. Ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολύ, πού δέν θά μᾶς ἀρνηθεῖ τίποτα».

Κάνει λόγο γιά τήν εἰρήνη στήν ψυχή καί στό σῶμα, ὁ Χριστιανός πού ἔχει τήν εἰρήνη δέν εἰρηνεύει ἁπλῶς στήν ψυχή, ἀλλά καί στό σῶμα. Εἰρηνεύει, δηλαδή, ἡ ψυχή του ἀπό τούς λογισμούς. Δυστυχῶς, ἔρχονται διάφορες σκέψεις καί μᾶς ταράσσουν. Αὐτό εἶναι φοβερός πόλεμος πού γίνεται μέσα μας, χειρότερος ἀπό τόν Παγκόσμιο Πόλεμο. Ὅταν κανείς ἔχη πολλούς λογισμούς μέσα του, τοῦ δημιουργοῦν ταραχή καί τόν ὁδηγοῦν στήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν. Γι’ αὐτό, ὅταν ἔχη κανείς τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, εἰρηνεύει ἡ ψυχή ἀπό τούς λογισμούς, ἀλλά εἰρηνεύει καί τό σῶμα, διότι δέν ἔχει τίς συνέπειες τῶν παθῶν. Ἔτσι, ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, πού σημαίνει, ὅταν ὑπάρχη εἰρήνη, εἰρηνεύει καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα.

2. Πῶς ἀποκτᾶται ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ

Πρέπει νά ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό θυμό καί νά ἀγωνίζεται νά κόβη τό θέλημά του. Ἑπομένως, πρέπει νά γίνεται ἀγώνας στό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς. Ξέρουμε ὅτι εἶναι τό λογιστικό μέρος ψυχῆς πού ἐκφράζεται μέ τούς λογισμούς, τίς σκέψεις, εἶναι τό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς, πού ἐκφράζεται μέ τήν ἐπιθυμία, καί τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς, πού ἐκφράζεται ὡς ὀργή κλπ. Ὁπότε, πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε στό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς. Γράφει:

«Ὁ Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε ἀπό θυμό καί παρακάλεσε τόν Κύριο νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τό πάθος αὐτό. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε σέ αὐτόν καί τοῦ εἶπε: “Παΐσιε, ἄν θέλεις νά μήν ὀργίζεσαι, μήν ἐπιθυμεῖς τίποτα, μήν κρίνεις καί μή μισήσεις κανέναν καί θά ἔχεις τήν εἰρήνη”. Ἔτσι, κάθε ἄνθρωπος ἄν κόβει τό θέλημά του μπροστά στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους, θά εἶναι πάντα εἰρηνικός στήν ψυχή. Ὅποιος, ὅμως, ἀγαπᾶ νά κάνει τό θέλημά του, αὐτός δέν θά ἔχει εἰρήνη».

Πολλές φορές γίνονται συγκρούσεις μέσα στό σπίτι, διότι ὁ καθένας θέλει νά κάνη τό δικό του θέλημα. Ὅμως, ὅταν ὑποχωρῆ κάποιος, τότε θά ὑπάρξη εἰρήνη. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά κόβη τό θέλημά του καί νά παραδίδεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τότε ἔρχεται ἡ εἰρήνη. Γράφει:

«Ψυχή πού παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑπομένει εὔκολα κάθε θλίψη καί κάθε ἀσθένεια• γιατί καί τόν καιρό τῆς ἀσθένειας παραμένει στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ καί προσεύχεται. “Κύριε, Ἐσύ βλέπεις τήν ἀσθένειά μου. Ἐσύ ξέρεις πόσο ἁμαρτωλός καί ἀδύναμος εἶμαι• βοήθησέ με νά ὑπομένω καί νά εὐχαριστῶ τήν ἀγαθότητά Σου”. Καί ὁ Κύριος ἀνακουφίζει τόν πόνο, καί ἡ ψυχή αἰσθάνεται τήν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ καί μένει ἐν τῷ Θεῷ γεμάτη χαρά καί εὐγνωμοσύνη.

Ἄν ἀποτύχεις σέ κάτι, σκέψου: “Ὁ Κύριος βλέπει τήν καρδιά μου κι ἄν εἶναι θέλημά Του, ὅλα θά εἶναι γιά τό καλό καί τό δικό μου καί τῶν ἄλλων”. Ἔτσι ἡ ψυχή σου θά ἔχει πάντα εἰρήνη. Ἀλλά ἐάν ἀρχίζει κανείς νά παραπονεῖται: “Αὐτό δέν εἶναι καλό, ἐκεῖνο δέν εἶναι ὅπως πρέπει”, τότε ποτέ δέν θά ὑπάρχει εἰρήνη στήν ψυχή του, ἔστω καί ἄν νηστεύει καί προσεύχεται πολύ.

Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν παραδοθεῖ ὁλοκληρωτικά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἔτσι διαφυλάσσεται ἡ εἰρήνη. Τό ἴδιο καί ὅλοι οἱ μεγάλοι ἅγιοι ἄνθρωποι ὑπέμειναν κάθε θλίψη παραδομένοι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ καί μποροῦμε νά μή φοβόμαστε τίποτε, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία• γιατί ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας χάνεται ἡ χάρη καί χωρίς τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἐχθρός παρασύρει τήν ψυχή, ὅπως παρασύρει ὁ ἄνεμος τά ξερά φύλλα ἤ τόν καπνό.

Πρέπει νά θυμόμαστε πάντα ὅτι οἱ ἐχθροί ἔπεσαν ἀπό ὑπερηφάνεια καί προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά μᾶς σπρώξουν στήν ἴδια πλάνη - καί πολλούς ἐξαπάτησαν. Ὁ Κύριος ὅμως εἶπε: «Μάθετε ἀπ’ Ἐμοῦ τήν πραότητα καί τήν ταπείνωση καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν εἰς τάς ψυχᾶς ὑμῶν».

«Ὦ, Ἐλεῆμον Κύριε, δῶσε μας τήν εἰρήνη Σου, ὅπως ἔδωσες τήν εἰρήνη στούς Ἁγίους Ἀποστόλους: «Εἰρήνην τήν Ἐμήν δίδωμι ὑμῖν».

Κύριε, δῶσε ν’ ἀπολαύσουμε καί ἐμεῖς τήν εἰρήνη Σου. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔλαβαν τήν εἰρήνη Σου καί τήν σκόρπισαν σέ ὅλο τόν κόσμο, καί σώζοντας τό λαό δέν ἔχασαν τήν εἰρήνη τοῦ Κυρίου, καί αὐτή δέν ἐλαττώθηκε μέσα τους.

Δοξασμένος νά εἶναι ὁ Κύριος γιατί μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς δίνει τήν εἰρήνη Του καί τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Ἐδῶ φαίνεται ὅλο τό νόημα τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, πρέπει νά ἔχη κανείς ἀγάπη στούς ἐχθρούς καί νά προσεύχεται γι’ αὐτούς. Καί τότε ἡ καρδιά του θά εἶναι γεμάτη εἰρήνη. Γι’ αὐτό, γράφει ὅτι πρέπει νά ἐλευθερώνεται κανείς ἀπό τά πάθη καί ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου.

Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τό ὁποῖο ἐκδιώκει τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι, ὅταν κανείς ἔχη τά πάθη μέσα του καί ὅταν φοβᾶται τίς ἀρρώστιες καί τόν θάνατο. Γράφει:

«Ψυχή ἁμαρτωλή, αἰχμάλωτη στά πάθη, δέν μπορεῖ νά ἔχει εἰρήνη καί χαρά ἐν Κυρίῳ, ἔστω καί ἄν ἔχει ὅλα τά πλούτη τῆς γῆς, ἔστω καί ἄν βασιλεύει σέ ὅλο τόν κόσμο. Ἄν σέ ἕνα τέτοιο βασιλιά, τήν ὥρα πού διασκεδάζει σέ συμπόσιο μέ τούς πρίγκιπές του, καθισμένος στό θρόνο του μέ ὅλη τήν δόξα του, τοῦ λέγαμε ξαφνικά “βασιλιά, σέ λίγο πεθαίνεις”, τότε ἡ ψυχή του θά ταραζόταν, θά ἔτρεμε ἀπό τό φόβο καί θά ἔβλεπε τήν ἀδυναμία του.

Πόσοι, ὅμως, εἶναι φτωχοί ἀλλά πλούσιοι σέ ἀγάπη γιά τό Θεό, πού ἄν τούς ἔλεγαν “τώρα πεθαίνεις”, θά ἀπαντοῦσαν εἰρηνικά: “Ἄς γίνει τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος γιατί μέ θυμήθηκε καί θέλει νά μέ πάρει ἐκεῖ, ὅπου πρῶτος εἰσῆλθε ὁ ληστής”.

Ὑπάρχουν φτωχοί πού δέν φοβοῦνται τό θάνατο, ἀλλά τόν συναντοῦν εἰρηνικά, ὅπως ὁ Συμεών ὁ Θεοδόχος, πού ἔψαλλε τήν ὠδή: “Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμα Σου ἐν εἰρήνῃ”.

Τί εἴδους εἰρήνη ὑπῆρχε στήν ψυχή τοῦ δικαίου Συμεών, μποροῦν νά τό καταλάβουν μόνον ὅσοι ἀπέκτησαν τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἤ τουλάχιστον τή δοκίμασαν. Γι’ αὐτήν τήν εἰρήνη ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του: “Εἰρήνην τήν Ἐμήν δίδωμι ὑμῖν”. Ὅποιος ἔχει αὐτή τήν εἰρήνη, πορεύεται εἰρηνικά στήν αἰώνια ζωή λέγοντας: “Δόξα Σοι, Κύριε, γιατί τώρα ἔρχομαι σέ Σένα καί θά βλέπω αἰώνια μέ εἰρήνη καί ἀγάπη τό Πρόσωπό Σου. Τό ἱλαρό, πράο βλέμμα Σου αἰχμαλώτισε τήν ψυχή μου καί αὐτή “ἐκλείπει” γιά Σένα».

Ὅταν κανείς ἔχη αὐτήν τήν εἰρήνη μέσα στήν καρδιά του, δέν φοβᾶται τίποτα οὔτε καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν θάνατο, διότι ξέρει ὅτι μέ τόν θάνατο πορεύεται πρός τόν Θεό, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό ἀκρωτήριο τῆς Καλῆς Ἐλπίδος μέ τό ὁποῖο ὁδηγεῖται στόν Θεό. Γράφει:

«Πρέπει νά ἀγαπᾶ κανείς ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως τόν ἑαυτό του, καί νά εἶναι κάθε ὥρα ἕτοιμος γιά τό θάνατο. Ὅταν ἡ ψυχή θυμᾶται τό θάνατο, ταπεινώνεται καί παραδίδεται ὁλόκληρη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐπιθυμεῖ νά ἔχει εἰρήνη μέ ὅλους καί νά τούς ἀγαπᾶ ὅλους.

Ὅταν ἔρθει στήν ψυχή ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, τότε εἶναι εὐχαριστημένη νά κάθεται, ὅπως ὁ Ἰώβ, στήν κοπριά καί χαίρεται πού βλέπει τούς ἄλλους δοξασμένους καί ἡ ἴδια εἶναι ἡ πιό ἀσήμαντη ἀπό ὅλους».

Γιά νά ἔχη κανείς τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά μελετᾶ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Γράφει:

«Δέν μπορεῖ ἡ ψυχή νά ἔχει εἰρήνη, ἐάν δέν μελετᾶ ἡμέρα καί νύχτα τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Γιατί αὐτός ὁ νόμος γράφτηκε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πηγαίνει ἀπό τήν Γραφή στήν ψυχή. Καί ἡ ψυχή αἰσθάνεται γλυκύτητα καί εὐχαρίστηση, γι’ αὐτό καί δέν θέλει πιά νά ἀγαπᾶ τά ἐπίγεια, γιατί ἡ ἀγάπη γιά τά ἐπίγεια ἐρημώνει τό νοῦ. Ἡ ψυχή τότε κυριεύεται ἀπό ἀθυμία, ἀγριεύει καί παύει νά προσεύχεται. Καί ὁ ἐχθρός, βλέποντας ὅτι ἡ ψυχή ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό, τήν σαλεύει καί εὔκολα συγχύζει τό νοῦ μέ διάφορους ἄτακτους λογισμούς, καί ἔτσι περνᾶ ὅλη τήν ἡμέρα καί δέν μπορεῖ νά βλέπει καθαρά τόν Κύριο».

Ἐδῶ κάνει λόγο γιά τό ὅτι χάνεται ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐρημώνεται καί συγχύζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.

3. Πῶς διατηρεῖται ἡ εἰρήνη

Ἕνα σημεῖο πού βλέπουμε στά γραπτά τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ εἶναι τό πῶς διατηρεῖται αὐτή ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.

Ζοῦμε, πράγματι, σέ δύσκολες ἡμέρες καί ὑπάρχουν πολλά σκάνδαλα, ζοῦμε στούς ἔσχατους καιρούς, ὑπάρχουν παντοῦ πόλεμοι. Καί δέν ἐννοῶ μόνο τούς πολέμους πού γίνονται σέ διάφορα μέρη τῆς γῆς, ἀλλά ὑπάρχουν πόλεμοι μέσα στήν κοινωνία καί στήν οἰκογένεια. Τό ἐρώτημα εἶναι πῶς θά διατηρήσουμε τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Διότι δέν πρέπει ἁπλῶς νά ἀγωνιζόμαστε νά τήν ἀποκτήσουμε, ἀλλά πρέπει καί νά τήν διατηρήσουμε. Αὐτό εἶναι πραγματικά ἕνα δύσκολο ἔργο. Γράφει:

«Πῶς νά διατηρήσουμε τήν ψυχική εἰρήνη μέσα στά σκάνδαλα τῶν ἡμερῶν μας;

Κρίνοντας κατά τήν Γραφή καί τό χαρακτήρα τοῦ σύγχρονου κόσμου, ζοῦμε στούς ἔσχατους καιρούς. Ἐν τούτοις πρέπει νά διαφυλάξουμε τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, γιατί χωρίς αὐτήν δέν σώζεται κανένας, ὅπως εἶπε ὁ μέγας εὐχέτης τῆς ρωσικῆς γῆς, ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Ὅσο ζοῦσε ὁ Ὅσιος, ὁ Κύριος φύλαγε τήν Ρωσία μέ τίς προσευχές του. Μετά δέ τό θάνατό του ἐμφανίστηκε ἄλλος στύλος ἀπό τήν γῆ ὡς τόν οὐρανό, ὁ πατήρ Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης».

Καί μετά ἀναφέρεται στόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, ὅτι ἄν καί ζοῦσε μέσα στόν κόσμο εἶχε μέσα του τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, κρατᾶμε τήν εἰρήνη, ὅταν ἀγωνιζόμαστε καί, βέβαια, ὅταν προσευχόμαστε.

Στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Σιλουανός κάνει ἐρωτήσεις καί δίνει ἀπαντήσεις γιά τό πῶς μπορεῖ κανείς νά διατηρήση τήν εἰρήνη σέ ὁποιαδήποτε κατάσταση καί ἄν βρίσκεται. Ἄν κανείς εἶναι προϊστάμενος πού ἔχει ἀνθρώπους ἀνυπότακτους, πῶς θά κρατήση τήν εἰρήνη, πῶς θά διαφυλάξη τήν εἰρήνη; Ἐάν κανείς εἶναι ὑφιστάμενος καί ἔχη κακό προϊστάμενο, πῶς μπορεῖ νά κρατήση αὐτήν τήν εἰρήνη;

Δίνει πάρα πολλές σαφεῖς ὑποδείξεις πάνω στό θέμα αὐτό καί νομίζω ὅτι εἶναι μιά καταπληκτική χριστιανική κοινωνιολογία. Δηλαδή, διαβάζουμε διάφορα μαθήματα κοινωνιολογίας, γιά τό πῶς πρέπει νά ζοῦμε καί νά συμπεριφερόμαστε μέσα στήν κοινωνία, ἀλλά ὅταν διαβάση κανείς αὐτόν τόν λόγο τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, τότε καταλαβαίνει πῶς ἀποκτᾶ κανείς αὐτήν τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί πῶς τήν διατηρεῖ.

Προφανῶς θά εἶχε δεχθῆ ἐρωτήσεις ἀπό διαφόρους πού τόν ρώτησαν πῶς θά ἀποκτήσουμε τήν εἰρήνη, τί πρέπει νά κάνουμε κλπ. Διότι ἦταν οἰκονόμος μέσα στό Μοναστήρι καί ὡς οἰκονόμος εἶχε ἐπικοινωνία μέ πολλούς ἐργάτες καί φαίνεται ὅτι διάφοροι τόν ρωτοῦσαν καί ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε. Θά καταγράψω ἕνα τμῆμα αὐτοῦ τοῦ κειμένου.

«Ἐρώτηση: Πῶς μπορεῖ νά διατηρεῖ τήν εἰρήνη ὁ προϊστάμενος, ἄν ἔχει ἀνθρώπους ἀνυπότακτους;

Ἀπάντηση: Εἶναι δύσκολο καί θλιβερό γι’ αὐτόν, ἄν οἱ ὑφιστάμενοι δέν πειθαρχοῦν. Γιά νά διατηρεῖ, ὅμως, ὁ προϊστάμενος τήν εἰρήνη, πρέπει νά θυμᾶται ὅτι ἀκόμη κι ἄν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνυπότακτοι, ἐντούτοις ὁ Κύριος τούς ἀγαπᾶ καί πέθανε “ἐν ὠδίναις” γιά τή σωτηρία τους. Πρέπει λοιπόν νά προσεύχεται ἐκτενῶς γι’ αὐτούς, καί τότε ὁ Κύριος θά δώσει στόν προσευχόμενο θερμή προσευχή καί θά γνωρίσει μέ τήν πείρα του ὅτι ὁ νοῦς τοῦ προσευχομένου ἔχει παρρησία καί ἀγάπη πρός τόν Θεό, καί παρόλο πού εἶναι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, ὁ Κύριος θά τόν ἀξιώσει νά γευθεῖ τούς καρπούς τῆς προσευχῆς. Καί ἄν ὁ προϊστάμενος συνηθίσει νά προσεύχεται μέ αὐτόν τόν τρόπο γιά τούς ὑποτακτικούς του, τότε θά ἔχει στήν ψυχή του βαθειά εἰρήνη καί ἀγάπη».

Ἐδῶ ὑποδεικνύει στόν προϊστάμενο ὅτι πρέπει νά κάνη ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός, πού εἶχε εἰρήνη καί ἀγαποῦσε, δηλαδή καί αὐτός νά προσεύχεται στόν Θεό νά δίνη τήν εἰρήνη Του.

Ἐρώτηση: Πῶς μπορεῖ νά διατηρήσει τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς ὁ ὑποτακτικός, πού ἔχει προϊστάμενο θυμώδη καί κακό;

Ἐδῶ πρόκειται γιά ἕναν προϊστάμενο ὁ ὁποῖος ἔχει πολύ θυμό. Πῶς τότε θά διατηρήση τήν εἰρήνη του ὁ ὑποτακτικός;

Ἀπάντηση: «Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος ὑποφέρει ὁ ἴδιος μεγάλο μαρτύριο ἀπό πονηρό πνεῦμα, ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς του. Ὁ ὑφιστάμενος, ὅποιος καί ἄν εἶναι, πρέπει νά τό καταλαβαίνει καί νά προσεύχεται γιά τόν ψυχικά ἄρρωστο προϊστάμενό του, καί τότε ὁ Κύριος, βλέποντας τήν ὑπομονή του, θά τοῦ δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ἀδιάλειπτη προσευχή. Εἶναι μεγάλο ἔργο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά προσεύχεται κάποιος γι’ αὐτούς πού τόν ἀδικοῦν καί τόν προσβάλλουν. Ἐξαιτίας αὐτοῦ θά τοῦ δώσει ὁ Κύριος τή χάρη καί θά γνωρίσει μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν Κύριο. Καί τότε, γιά χάρη τοῦ Κυρίου θά ὑπομείνει μέ χαρά ὅλες τίς θλίψεις, καί θά τοῦ δώσει ὁ Κύριος ἀγάπη γιά ὅλον τόν κόσμο, καί θά ἐπιθυμεῖ ὁλόψυχα τό καλό γιά ὅλους καί θά προσεύχεται γιά ὅλους ὅπως γιά τήν ἴδια τήν ψυχή του».

Δέν μπορεῖ κανείς νά ἔχη εἰρήνη, ἄν δέν προσεύχεται γιά τούς ἄλλους. Καί ἄν εἶναι κακός ὁ προϊστάμενος, πρέπει νά προσεύχεται γιά τόν προϊστάμενό του. Γράφει:

«Μόλις σέ προσβάλει κάποιος, προσευχήσου γι’ αὐτόν στό Θεό καί ἔτσι θά διατηρήσεις τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου.

Ὅποιος, ὅμως, γογγύζει καί κατηγορεῖ τόν προϊστάμενό του, αὐτός ὁ ἴδιος θά γίνει ἐξίσου ὀργίλος, καί θά ἐκπληρωθεῖ στό πρόσωπό του ὁ λόγος τοῦ προφήτη Δαβίδ: “Μετά ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτός ἔσῃ καί μετά στρεβλοῦ διαστρέψεις” (Ψαλμ. ιζ΄, 27).

Ἔτσι, εἶναι δύσκολο καί γιά τόν ὑποτακτικό μοναχό νά διατηρεῖ τήν εἰρήνη, ἄν ἔχει γέροντα μέ κακό χαρακτήρα».

Ὁ ἅγιος Σιλουανός εἶναι προσγειωμένος, ξέρει ὅτι μπορεῖ νά ζῆ κανείς σέ ἕνα Μοναστήρι καί νά ἔχη Γέροντα μέ δύστροπο χαρακτήρα.

«Εἶναι βαρύς σταυρός γιά τόν ὑποτακτικό νά ζεῖ κοντά σέ τέτοιο γέροντα. Ὀφείλει, ὅμως, νά προσεύχεται γι’ αὐτόν, καί τότε θά διατηρεῖ τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἄν κάποιος εἶναι προϊστάμενος καί ἀναγκαστεῖ νά δικάσει ἕναν ἄλλο γιά κάποιο παράπτωμα, πρέπει νά παρακαλεῖ τόν Κύριο νά τοῦ δώσει συμπάσχουσα καρδιά, τήν ὁποία ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, καί τότε θά κρίνει σωστά. Ἄν, ὅμως, κρίνει λαμβάνοντας ὑπόψη μόνο τά ἔργα τοῦ ὑποδίκου, τότε θά πέσει σέ λάθη καί δέν θά εἶναι εὐάρεστος τόν Κύριο».

Ἐδῶ κάνει λόγο γιά κάποιον πού πρόκειται νά δικάση, δηλαδή εἶναι ἐπιτετραμμένος νά δικάση, ὅπως ἕνας δικαστής πού δικάζει κάποιον πού ἔκανε μιά παράβαση νόμου καί αὐτός θά πρέπει νά ἔχη συμπάσχουσα καρδία. Τί σημαίνει συμπάσχουσα καρδία; Τρόπον τινά εἶναι νά μπῆ στήν δική του κατάσταση, νά δῆ πῶς ἔφθασε στό ἔγκλημα καί τί ἦταν αὐτό πού τόν ὁδήγησε ἐκεῖ καί νά τόν συμπαθήση, καί τότε θά τόν κρίνη καλύτερα. Ἐνῶ, ἀντίθετα, ἐάν δέν ἀποκτήση συμπάσχουσα καρδία, τότε θά πέση σέ λάθη καί δέν θά εἶναι εὐάρεστος στόν Κύριο. Συνεχίζει:

«Ὅποιος δικάζει εἶναι ἀνάγκη νά συμπονεῖ κάθε ψυχή, κάθε πλάσμα καί κτίσμα τοῦ Θεοῦ καί νά ἔχει καθαρή συνείδηση σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς του, καί τότε θά βρεῖ βαθειά εἰρήνη στήν ψυχή καί τό νοῦ. Ἄς ζοῦμε μέ εἰρήνη καί ἀγάπη, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα φανερώνεται στήν ἀγάπη. Ἔτσι λέει ἡ Γραφή».

Μέ αὐτά πού γράφει δίνει σαφεῖς ὁδηγίες καί σαφεῖς ἐντολές καί στόν προϊστάμενο καί στόν ὑφιστάμενο καί στόν ὑποτακτικό καί στόν Γέροντα καί στόν δικαστή, γιά νά μή στερηθῆ κανείς τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ γιά ἀσήμαντα πράγματα. Γι’ αὐτό καί γράφει:

«Διατήρησε στήν ψυχή σου τήν εἰρήνη τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά μήν τήν στερηθεῖς γιά ἀσήμαντα πράγματα. Ἄν δώσεις ἡ εἰρήνη στόν ἀδελφό σου, ὁ Κύριος θά σοῦ δώσει ἀσυγκρίτως περισσότερη. Ἄν, ὅμως, προσβάλεις τόν ἀδελφό, θά ἔλθει ἀναπόφευκτα ἡ θλίψη στήν ψυχή σου.

Ἄν σοῦ ἔρθει σαρκικός λογισμός, διῶξε τον ἀμέσως καί θά διαφυλάξεις τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς. Ἄν, ὅμως, τόν δεχθεῖς, ἡ ψυχή θά χάσει τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό καί δέν θά ἔχεις πιά παρρησία στήν προσευχή.

Ἄν κόψεις τό θέλημά σου, νίκησες τόν ἐχθρό καί θά πάρεις ὡς ἔπαθλο τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς. Ἄν, ὅμως, κάνεις τό θέλημά σου, νικήθηκες ἀπό τόν ἐχθρό καί ἡ ἀθυμία θά τυραννεῖ τήν ψυχή σου. Ὅποιος ἔχει τό πάθος τῆς φιλοκτημοσύνης, δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν πλησίον».

4. Πῶς χάνεται ἡ εἰρήνη

Εἴδαμε τί εἶναι εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, πῶς ἀποκτᾶται, πῶς διατηρεῖται καί τώρα πρέπει νά δοῦμε πῶς χάνεται ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.Γράφει:

«Πρέπει νά συμβουλεύουμε τόν ἀδελφό μέ πραότητα καί ἀγάπη. Ἡ εἰρήνη χάνεται, ἄν ἡ ψυχή εἶναι ματαιόδοξη ἤ ὑπεροπτική ἀπέναντι στόν ἀδελφό ἤ ἄν κρίνει ἤ νουθετεῖ κάποιον χωρίς πραότητα καί ἀγάπη. Ἄν τρῶμε πολύ ἤ προσευχόμαστε μέ ραθυμία ἤ μισοῦμε τόν ἀδελφό, μέ ὅλα αὐτά σκοτίζεται ὁ νοῦς καί χάνεται ἡ εἰρήνη καί ἡ παρρησία πρός τόν Θεό.

Ἄν, ὅμως, συνηθίσουμε νά προσευχόμαστε θερμά γιά τούς ἐχθρούς μας καί νά τούς ἀγαποῦμε, θά παραμείνει γιά πάντα ἡ εἰρήνη στίς καρδιές μας».

Κάνει λόγο γιά σκοτασμό τοῦ νοῦ. Ξέρει πολύ καλά ἀπό ὅ,τι διαβάζουμε στά κείμενά του, τί σημαίνει νοῦς καί τί σημαίνει φωτεινός νοῦς καί τί σημαίνει σκοτασμός τοῦ νοῦ, πῶς σκοτίζεται ὁ νοῦς. Γι’ αὐτό καί γράφει ὅτι πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τήν εἰρήνη. Καί ὁ ἴδιος σέ ἕνα ἀπό τά κείμενά του παρακαλεῖ τόν Θεό γι’ αὐτήν τήν εἰρήνη:

«Σέ παρακαλῶ, Ἐλεῆμον Κύριε, δῶσε σέ ὅλον τό λαό Σου, ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, νά Σέ γνωρίσουν, νά μάθουν ὅτι εἶσαι ἀγαθός καί γεμάτος εὐσπλαγχνία. Γιατί ἔτσι θά ἀπολαύσουν ὅλοι τήν εἰρήνη Σου καί θά δοῦν τό Φῶς τοῦ Προσώπου Σου.
Τό βλέμμα Σου ἱλαρό καί πράο αἰχμαλωτίζει τήν ψυχή».

Βλέπετε, λοιπόν, τήν εὐρύτατη ἔννοια τῆς εἰρήνης, τό τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ εἰρήνη καί πῶς θεωρεῖ ὁ ἅγιος Σιλουανός τήν εἰρήνη. Δηλαδή, ἡ εἰρήνη, ὅπως εἶπα στήν ἀρχή, δέν εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ πολέμου. Μπορεῖ νά μήν ὑπάρχουν πόλεμοι καί ὅμως νά μήν ὑπάρχη εἰρήνη, ἀλλά εἰρήνη εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅταν ἐμφανίσθηκε στούς Μαθητές Του (Ἰω. κ΄, 20). Καί στήν θεία Λειτουργία μιλᾶμε συνέχεια γιά τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Πῶς ἀρχίζει ἡ θεία Λειτουργία: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Στήν συνέχεια λέγει ὁ Ἱερεύς: «Εἰρήνη πᾶσι», «Ἔλεον εἰρήνης». Καί πῶς τελειώνει ἡ θεία Λειτουργία: «Ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν».

Ὅλο τό πνεῦμα τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ εἰρήνη. Καί καλούμαστε αὐτό τό εἰρηνικό πνεῦμα καί τό νόημα τῆς θείας Λειτουργίας νά τό ζοῦμε σέ ὅλη μας τήν ζωή μέ τήν προσευχή καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Θεό.