Skip to main content

Ἡ εἰρήνη

Τελειώνοντας δέ αὐτόν τόν σύντομο ἐνθρονιστήριο λόγο αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά ἐπαναλάβω τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Πόθεν οὖν ἄρξομαι καταρτίζειν ὑμᾶς ἀδελφοί;... Τί πρῶτον εἴπω ἤ τί μέγιστον; Τί μάλιστα συμφέρον ταῖς ὑμετέραις ψυχαῖς, ἤ τί τῷ παρόντι καιρῷ χρησιμότατον;... τί τοῦ ἡμετέρου λόγου τό κάλλιστον; Ἡ εἰρήνη. Προσθήσω δ’ ὅτι καί τό λυσιτελέστερον. Τί δέ τό αἴσχιστόν τε καί βλαβερώτατον; Ἡ διχόνοια».

 Ζητῶ βοήθεια ἀπό τόν Τριαδικό Θεό γιά τό μεγάλο αὐτό ἔργο τῆς εἰρήνης. Ζητῶ τίς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων, ἰδιαιτέρως τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου, τοῦ ἱεροῦ Πολυκάρπου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις, τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ ὁσίου Δαυΐδ τοῦ Γέροντος.

«Ὁ δέ Θεός τῆς εἰρήνης, ὁ καταλλάξας ἡμᾶς ἑαυτῷ διά τοῦ σταυροῦ, διά τῆς ἁμαρτίας πολεμωθέντας... ὁ καί τά μεγάλα ποίμνια καταρτίζων, καί τά μικρά μεγαλύνων διά τῆς χάριτος, αὐτός, κατά τό πλῆθος τῆς ἑαυτοῦ χρηστότητος, ἡμᾶς μέν παρακαλέσαι παρακλήσει πολλῇ, καί εἰς τά ἔμπροσθεν ἄγοι συμποιμαίνων καί διασώζων τό ποίμνιον• ὑμᾶς δέ καταρτίσειεν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν... καί τῆς ἐκεῖθεν τρυφῆς καταξιώσειεν, ἔνθα πάντων εὐφραινομένων ἡ κατοικία...» (Γρηγόριος Θεολόγος).

«Εἰρήνη τοῖς ἀδελφοῖς καί ἀγάπη μετά πίστεως ἀπό Θεοῦ πατρός καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ χάρις μετά πάντων τῶν ἀγαπώντων τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν ἀφθαρσίᾳ• ἀμήν» (Ἐφεσ. στ΄, 23-24).

Ἐνθρονιστήριος Λόγος τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ Ἐκκλησία στὴν ἐποχή μας

Διακατέχομαι ἀπὸ μιὰ αἰσιοδοξία ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ μέλλοντος, ἀκριβῶς ἐπειδὴ θὰ δεχθῇ πολλὲς προκλήσεις, ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικές, θὰ ἀποβάλη τὴν ἐκκοσμίκευση, οὐσιαστικὰ οἱ ἐκκοσμικευμένοι Χριστιανοὶ θὰ ἀποδεσμευθοῦν ἀπ' αὐτή. Περισσότερο θὰ ζῆ τὴν ἀποφατικότητα. Δηλαδή, ἀντὶ νὰ στηρίζεται πάνω σὲ ἐξωτερικὰ στηρίγματα, θὰ ζῆ μέσα σὲ σιωπή, πτωχεία καὶ ἀφάνεια τὸ μυστήριο τῆς κραυγῆς τοῦ Θεοῦ. Μερικὲς κοινότητες τοῦ ἐξωτερικοῦ μᾶς δείχνουν περίπου πὼς θὰ εἶναι οἱ Ἐνορίες καὶ στὸν δικό μας χῶρο. Βέβαια, αὐτὴ ἡ ἀλλοτρίωση τῶν περισσοτέρων μελῶν της καὶ ἡ ἀποξένωσή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία θὰ γίνη σιγά-σιγά, γιατί ὑπάρχουν ἀκόμη πολλὰ στηρίγματα καὶ βαθειὰ πολιτιστικὴ παράδοση. Ἀλλὰ τελικὰ οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες περισσότερο θὰ ζήσουν τὴν ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Θεό, παρὰ ἀπὸ ἀνθρώπινες ἐξουσίες καὶ ἐξαρτήσεις. Τότε ἴσως θὰ βροῦν τὸν ἀληθινὸ τους ἑαυτό.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ ἐπιδιώκη τὴν ἀπομόνωση, τὸ νὰ κλείνεται σὲ μερικὲς μικρὲς ὁμάδες καὶ κοινότητες. Κάτι τέτοιο θὰ συνιστοῦσε μιὰ εὐσεβιστικὴ νοοτροπία, τὴν ὁποία ποτὲ δὲν εἶχε ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀποβλέπη πάντα στὴν μεταμόρφωση τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, καὶ θὰ ἐπιδιώκη τὴν ἀλλαγὴ καὶ ἐκκλησιοποίηση τοῦ κόσμου. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ἐξυπηρετῆ ἁπλῶς τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιὰ νὰ γίνη Ἐκκλησία.

Ἡ προετοιμασία μας γιὰ τὶς νέες καταρρεύσεις καὶ ἀπογοητεύσεις, γιὰ τὰ νέα κοινωνικὰ δεδομένα πρέπει νὰ γίνη μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας, ὅπως διατηρεῖται μέχρι σήμερα ζωντανή, δηλαδὴ νὰ ζοῦμε τὸν πυρῆνα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη μὲ ψυχραιμία καὶ σοβαρότητα. Ἄλλωστε, αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ προσφέρουμε στὸν δυτικὸ ἄνθρωπο, ἀφ' ἑνὸς μὲν γιατί αὐτὸν ἀναζητᾶ, ἀφ' ἑτέρου δὲ γιατί αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς θὰ διαφυλάξη καὶ μᾶς γιὰ νὰ μὴν ἀλλοτριωθοῦμε.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Γέννημα καὶ θρέμμα Ρωμηοί).

Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία

Ἡ πραγματική περιουσία τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἀναλλοίωτη ἀπό τήν φθορά τοῦ χρόνου εἶναι ἡ θεολογία καί ἡ ἐκκλησιολογία της. Ἡ Ἐκκλησία βιώνει συμπυκνωμένα ἕναν θεολογικό καί πολιτισμικό πλοῦτο τοὐλάχιστον δύο χιλιάδων ἐτῶν. Ἄν δέ ὑπολογίση κανείς ὅτι ἔχει ἀξιοποιήσει καί πολιτισμικά ἀγαθά προγενέστερων ἐποχῶν, τότε καταλαβαίνει τήν ἀξία του. (…)

Τό διοικητικό σύστημα τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως σέ διάφορα ἐπίπεδα πού θυμίζει τό ἀρχαῖο ἑλληνικό σύστημα τῶν Πόλεων καί τῶν Ἀμφικτυονιῶν εἶναι ἕνας ἀστείρευτος πλοῦτος πού διατηρεῖται ἀκόμη ζωντανός καί μπορεῖ νά κρίνη θετικά τα διάφορα ἡγεμονικά, ἀνατολικά, φεουδαλιστικά συστήματα τά ὁποῖα συναντᾶμε στήν σύγχρονη κοινωνική καί πολιτική ζωή. Οἱ Ἐνορίες μέ ὅλο τό ἐθελοντικό προσωπικό πού διαθέτουν εἶναι ζωντανοί πυρῆνες ζωῆς πού ἔρχονται ἀπό τό βάθος τοῦ χρόνου καί συγκροτοῦν τίς πραγματικές κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων.

Ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνας διαχρονικός πλοῦτος.(…)

Μεγάλη ἐκκλησιαστική περιουσία εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων πού περιβάλλουν καί ἐμπιστεύονται τήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία ἀνοίγει κανείς τά «ἐσώψυχά» του, τίς ἐσωτερικές ἀποτυχίες καί πληγές του, τίς ἀνασφάλειες καί ἀβεβαιότητές του, τόν ὑπαρξιακό πόνο καί τήν ἐσωτερική ἀγωνία του.

Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς μεγάλο θησαυρό ὄχι τήν εὔνοια τῶν ἰσχυρῶν της γῆς, ἀλλά τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀνημπόρια τους. Οἱ πονεμένοι ἄνθρωποι εἶναι τά πιό ἀκριβά ἱερά σκεύη τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅπου ὑπάρχουν Κληρικοί εὐαίσθητοι μποροῦν νά ἐργασθοῦν ἀποδοτικά στόν τομέα αὐτό καί θυσιάζουν τά πάντα.

(Μητροπολίτου Ἱεροθέου: «Ἐνιαύσιον 2009»)

Η έλλαμψη καί η κατανόηση τών ευαγγελικών κειμένων

...Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τού ευαγγελικού αναγνώσματος προηγείται μιά ευχή μέ τήν οποία παρακαλείται ο Θεός νά αποκαλύψη τούς λόγους τού Ευαγγελίου στήν καρδιά μας.

Είναι γνωστόν ότι η κατανόηση τών Ευαγγελικών κειμένων δέν είναι θέμα διανοητικής επεξεργασίας, ούτε αποτέλεσμα εγκεφαλικών, φιλολογικών καί θεολογικών γνώσεων, αλλά ενέργεια τής θείας Χάριτος. Οι δύο μαθητές, πού πορεύονταν πρός Εμμαούς, αισθάνονταν τήν καρδιά τους νά καίγεται όταν τούς μιλούσε ο Χριστός καί, βεβαίως, γνώρισαν τόν Χριστό κατά τήν κλάση τού άρτου (βλ. Λουκ. κδ', 13-35). Σέ άλλο σημείο ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει: «τότε διήνοιξεν αυτών τόν νούν τού συνιέναι τάς γραφάς» (Λουκ. κδ', 45). Στήν κατανόηση τών Γραφών πρωτεύοντα λόγο έχει η καρδιά, μέ όλη τήν βιβλικοπατερική της έννοια.

Στήν ευχή πρό τού Ευαγγελίου... γίνεται λόγος γιά καρδιά, πού είναι τό κέντρο τής πνευματικής ζωής τού ανθρώπου, δηλαδή εννοείται η «βαθεία καρδία», γίνεται λόγος ακόμη γιά τούς οφθαλμούς τής διανοίας, πού είναι ο νούς, καί οι οποίοι είναι κλειστοί καί πρέπει νά ανοίξουν καί γιά τό ακήρατο φώς τής θεογνωσίας πού πρέπει νά αποστείλη ο Θεός στήν καρδιά τού ανθρώπου.

Επίσης, μέ τήν ευχή αυτή προσευχόμαστε στόν Θεό νά θέση μέσα μας τόν φόβο «τών μακαρίων εντολών»... Δέν αρκεί μόνον η έλευση τού Θεού στήν καρδιά γιά τήν κατανόηση τών λόγων τών αποστολικών καί ευαγγελικών κειμένων, αλλά καί η έλευση τής δυνάμεως τού Θεού πού θά αυξήση τόν φόβο πρός τίς εντολές...

Απευθύνεται αυτή η δέηση πρός τόν Χριστό, γιατί Αυτός είναι «ο φωτισμός τών ψυχών καί τών σωμάτων ημών».

(Ναυπάκτου Ιερόθεος, Ησυχία καί Θεολογία)

Ἡ ἔμπνευση

Ὁ Χριστιανός πρέπει νά ὁμοιάζη μέ τόν καλλιτέχνη, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὡς ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωση Θεοῦ καί ὡς Χριστιανός εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστιανός συνεχῶς πρέπει νά ἔχη κατά νοῦ τόν σκοπό τῆς δημιουργίας του καί νά ἀγωνίζεται νά τηρῆ τό Εὐαγγέλιο, διότι στήν προσπάθειά του νά τηρῆ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, μεταμορφώνεται πνευματικά. Τό «πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου» ἀναφέρεται στήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, γι᾿ αὐτό τό «πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου» πρέπει νά γίνη νόημα τῆς ζωῆς του.

Ὁμιλώντας γιά ἔμπνευση δέν τήν περικλείω σέ μιά ἀνθρωποκεντρική προσπάθεια πού ἀποβλέπει σέ μιά ἠθικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι μιά κατάσταση πού ἐνεργεῖται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος πού ἐνεργεῖ, Αὐτός εἶναι «ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν ὑπέρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλ. β`, 13), ἀλλά ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ στήν ἀγάπη αὐτή τοῦ Θεοῦ.

Λέγει ὁ Γέροντας: «Τό σημαντικότερο τώρα εἶναι νά ἐμπνέει ὁ Θεός τόν ἀγώνα σας γιά τήν σωτηρία. Ὅταν δίνεται ἡ ἔμπνευση, ὅλη ἡ ζωή γεμίζει μέ φῶς καί χαρά. Δέν παρατηροῦμε πιά τίς λεπτομέρειες».

Ἑπομένως, ὁ Θεός προσελκύει τόν ἄνθρωπο σέ μιά νέα ζωή, στέλλει τήν Χάρη Του, πού τόν ἀναγεννᾶ καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκρίνεται σέ αὐτή τήν ἐνέργεια, τότε ὁδεύει πρός τόν ἁγιασμό καί τήν θέωση.

Συνεπῶς, ἡ ἔμπνευση ἀρχίζει μέ τήν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος, καί συνεχίζεται μέ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου σέ αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παύση νά ἀνταποκρίνεται στήν κλήση τῆς θείας ἀγάπης, τότε χάνει τήν ἔμπνευσή του.

Ναυπἀκτου Ἱεροθἐου: Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής

Ἡ ἑνότητα τῆς Εὐρώπης

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἤδη πρίν τριάντα (30) περίπου χρόνια, τό ἔτος 1975, ἔγραφε: «Ὡς εἶναι σήμερον ἡ τευτονοποιηθεῖσα Εὐρώπη οὐδέποτε θά ἑνωθῆ διότι κυριαρχεῖται ἀπό τό ρατσιστικόν, φυλετικόν, διασπαστικόν, εὐδαιμονιστικόν καί ἐκμεταλλευτικόν πνεῦμα τῶν Τευτόνων τό ὁποῖον ἀναζητεῖ τήν καθυπόταξιν καί ἐκμετάλλευσιν τῶν λαῶν ὑπό μικρῶν ἰδιοτελῶν ὁμάδων».

Ἔτσι, θεωροῦσε οὐτοπία τήν ἕνωση τῆς Εὐρώπης μέ τέτοιες προϋποθέσεις, ἀλλά θεωροῦσε λιγότερο οὐτοπιστικό νά ἐπιχειρηθῆ ἑνότητα τῆς Εὐρώπης μέ βάση τούς Ρωμαίους προγόνους τῶν σημερινῶν Εὐρωπαϊκῶν λαῶν, στούς ὁποίους ἐπικράτησε τό «ρωμαίϊκον φιλότιμον ὡς θεμέλιον μιᾶς ἀποτευτονοποιηθείσης δυτικῆς Ρωμαιοσύνης», ὁπότε «θά ἀμβλυνθῆ ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ ἐγωκεντρισμός καί ἡ ἰδιοτέλεια τῶν σημερινῶν Εὐρωπαίων». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὑποστήριζε ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση πρέπει νά γίνη μέ βάση τήν Ρωμηοσύνη πού ὑπῆρχε αἰῶνες στήν Δύση. Ἔγραφε: «Ἡ παλαιά Φραγκιά δέν ὑπάρχει πλέον. Ἡ ἐν τῇ Δύσει ἀπόγονοι τῶν Ρωμαίων ὄχι μόνον ἀνέτρεψαν τήν ταξική εὐγένειαν καί θεολογίαν τοῦ φεουδαλισμοῦ τῶν κατακτητῶν των, ἀλλά εἶναι ὥριμοι δι’ ἐπάνοδον εἰς τήν Ρωμαιοσύνην τῶν προγόνων των, τήν ὁποίαν οἱ ἐν Ἀνατολῇ Ρωμαῖοι διατηροῦν μέχρι σήμερον μέ τό πλῆθος τῶν πολιτιστικῶν των ἐκδηλώσεων, τό ὁποῖον ὑπῆρχε καί εἰς τήν δυτικήν Ρωμαιοσύνην».

Ἑπομένως, εἶναι οὐτοπία νά κάνη κανείς λόγο γιά πραγματική οἰκονομική καί πολιτική Ἕνωση σήμερα τῆς Εὐρώπης, ἀλλά λιγότερο οὐτοπιστικό εἶναι τό ὅραμα μήπως διά μέσου τῆς κοινῆς ἀρχαίας ρωμαίϊκης πολιτιστικῆς παράδοσης, πού ἀναζητεῖται ἀπό πολλούς Εὐρωπαίους, ἐπιτευχθῆ κάποια πολιτιστική ἑνότητα.

Πάντως, ἄν δέν τεθῆ ἡ Ἕνωση τῆς Εὐρώπης σέ πνευματική, πολιτιστική βάση θά καταρρεύση, ἀφοῦ τά οἰκονομικά ἀγαθά, πού στηρίζονται στό συμφέρον καί τήν εὐδαιμονία δέν μποροῦν νά τίθενται ὡς βάση ἑνώσεως.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Θεολογία γεγονότων»)

Η επιστήμη τής θεολογίας

Οι θεούμενοι έχουν προσωπική εμπειρία τού Θεού, βλέπουν τήν δόξα τού Θεού. Όμως, επειδή υπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστού καί ακτίστου καί επειδή ο Θεός καί φανερούμενος παραμένει μυστήριο καί απερίγραπτος, γι' αυτό η ορθόδοξη θεολογία είναι αποφατική, όχι όμως αγνωστικιστική. Σέ αυτό διαφέρει η ορθόδοξη θεολογία από τίς επιστήμες.

«Στίς άλλες επιστήμες, αυτό πού περιγράφεται είναι περιγραπτό καί ό,τι μπορεί κανείς νά περιγράψη, είναι χρώματα, είναι σχήματα, είναι μαθηματικά σύμβολα κλπ. καί μπορείς νά μιλήσης γι’ αυτό τό πράγμα. Ξέρεις ότι υπάρχει εν κινήσει καί έχει όγκο, βάρος, ταχύτητα κλπ. Στήν θεολογία αυτό πού βλέπει κανείς στήν θέωση, εκτός από τήν ανθρώπινη φύση τού Χριστού, είναι απερίγραπτο. Δέν έχει καμμιά ομοιότητα μέ τίποτα τό κτιστό. Δέν υπάρχει καμμιά ομοιότητα ώστε νά μπορής μέ τό όμοιο νά περιγράψης τό όμοιο. Ούτε χρώμα έχει ούτε σχήμα έχει ούτε μέγεθος ούτε ύψος ούτε βάρος, τίποτα. Δέν έχει τίποτα τό κοινό μέ ο,τιδήποτε τό κτιστόν, όλα αυτά πού ξέρουμε μέ τήν εμπειρία μας, μέ τήν αφή, μέ τήν όσφρηση, μέ τά μάτια μας, μέ τήν λογική μας, μέ τά αυτιά μας, ο,τιδήποτε εμπειρία έχουμε είτε σωματική είτε λογική. Αυτό πού λέγεται Θεός είναι τελείως διαφορετικό. Καμμία ομοιότης.

Οι Πατέρες τό τονίζουν καί τό ξανατονίζουν. Καί από πού τό ξέρουν ότι δέν έχει καμμία ομοιότητα; Απ’ τήν εμπειρία. Η ίδια η εμπειρία τής θεώσεως τούς εδίδαξε ότι δέν έχει καμμία ομοιότητα. Ούτε σκότος είναι ούτε φώς είναι. Καί έχουμε όλα αυτά τά ωραία τής αποφατικής θεολογίας. Σ’ αυτό ακριβώς είναι η διαφορά μέ τίς θετικές επιστήμες. Οι θετικές επιστήμες ασχολούνται μέ περιγραπτά καί η θεολογία μέ κάτι τό απερίγραπτο».

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου: «Εμπειρική Δογματική, κατά τίς προφορικές παραδόσεις τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη», τόμ. Α')

Ἡ εὐλογία τῆς Ἱερωσύνης

Κάθε Κυριακή λειτουργούσαμε στόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Πάντων. Τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία συγκεντρωμένος στό ἔπακρο. Εἶχε μιά μεγάλη ἔνταση ἐσωτερική, σάν νά τραβοῦσε ἡ καρδιά ὅλον του τόν νοῦ, ἀλλά αὐτή ἡ ἔνταση δέν φαινόταν στό πρόσωπό του, τό ὁποῖο ἦταν ἱλαρότατο καί δέν ἔδειχνε ἄγχος. Αὐτό ἦταν ἔνδειξη ὅτι ὁ νοῦς του ἦταν ξεχωρισμένος ἀπό τήν λογική καί λειτουργοῦσε μέσα στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς, ἐνῶ ἡ λογική τηροῦσε τό τυπικό τῆς θείας Λειτουργίας. Μιά φορά κατά τήν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας τῶν Τυπικῶν, πρίν τήν Μικρά Εἴσοδο, εἶχε καθίσει στήν καρέκλα γιά νά ξεκουρασθῆ καί διέκρινα ὅτι βυθίσθηκε ὁ νοῦς του μέσα στήν καρδιά, χωρίς νά χάση τίς αἰσθήσεις του. Αὐτό φάνηκε ἀπό τό ὅτι ἀφ' ἑνός μέν ἡ κεφαλή δέν ἔκλινε πρός τά κάτω, ὅπως γίνεται σέ κάποιον πού χαλαρώνει πρός ὕπνο, ἀφ' ἑτέρου δέ, ὅταν ἦλθε ἡ κατάλληλη ὥρα, ἀμέσως σηκώθηκε γιά νά γίνη ἡ Μικρά Εἴσοδος, πού σημαίνει ὅτι παρακολουθοῦσε ἡ λογική ἐκεῖνα πού γίνονταν στόν Ἱερό Ναό, ἐνῶ ὁ νοῦς προσευχόταν νοερά. Φυσικά, δέν ἐκφραζόταν, οὔτε ἔλεγε κάτι σχετικά μέ τίς ἐμπειρίες του.

Στίς λειτουργικές κινήσεις του ἦταν μεγαλοπρεπής, κατανυκτικός καί συγκεντρωμένος πρός τόν «χῶρο» τῆς καρδιᾶς. Ὅταν εὐλογοῦσε τόν λαό, ἀντιλαμβανόταν κανείς ὅτι λάμβανε εὐλογία. Ἡ κίνηση τῆς εὐλογούσης χειρός ἦταν ἀργή καί ἡ προσοχή, διά τῶν ὀφθαλμῶν του, παρακολουθοῦσε τήν κίνησή της. Σ' αὐτό βοηθοῦσε καί ἡ βαθύτονη φωνή του καί ὁ ἀργός ρυθμός ἐκφωνήσεως τῶν ἀκροτελευτίων αἰτιολογιῶν κάθε εὐχῆς, καθώς ἐπίσης καί τῆς ἱερατικῆς εὐλογίας.

Εἶναι εὐνόητο ὅτι πολλοί αἰσθάνονταν βαθύτατη κατάνυξη ὅταν λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας καί ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού μοῦ ἔλεγαν ὅτι ἔβλεπαν καί αἰσθάνονταν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τούς ὁδηγοῦσε σέ μετάνοια, πένθος καί προσευχή.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ...»)

Ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ νοερὰ Λειτουργία

...Ἡ θεία ἐν τῷ Ναῷ Λειτουργία, ἰδιαιτέρως ἡ θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τροφοδοτεῖ τὴν ἐσωτερικὴ Λειτουργία (νοερὰ ἐνέργεια), ἡ δὲ ἐσωτερικὴ Λειτουργία (νοερὰ ἐνέργεια) κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἰσέρχεται στὸ βάθος τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ νὰ ἐγγίζη τὸ "πνεῦμα" της. Καὶ αὐτὸ γίνεται, γιατί ἡ νοερὰ προσευχή –ἡ ἑτεροκινήτως ἐνεργουμένη νοερὰ ἐνέργεια– δὲν ἐξάγει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, δὲν διασπᾶ τὴν ἀλληλουχία τῶν σκέψεων καὶ τῶν πράξεων.

Αὐτὸ συμβαίνει γιατί, ὅταν ξεχωρίζεται ὁ νοὺς ἀπὸ τὸν λογική, τότε μποροῦν νὰ λειτουργοῦν - ἐνεργοῦν συγχρόνως καὶ τὰ δύο (λόγος καὶ νούς), ὁπότε το ἕνα δὲν λειτουργεῖ σὲ βάρος τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑπογραμμίση ὅτι ἀλληλοσυμπληρώνονται. Συμβαίνει δὲ ἕνα παράδοξο, ἀλλὰ ἀληθινὸ γεγονὸς· ὅσο ἀναπτύσσεται ἡ νοερὰ ἐνέργεια, τόσο καὶ ἰσχυροποιεῖται ἡ προσοχὴ τῆς λογικῆς στὰ λεγόμενα καὶ πραττόμενα, δηλαδὴ συγκεντρώνεται ἡ προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅσα ἀσχολεῖται. Γι' αὐτὸ ἡ λεγομένη μετοχὴ στὴν θεία ἐν τῷ Ναῷ Εὐχαριστία ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν συνδέεται ἁπλῶς μὲ τὴν σωματικὴ παρουσία τους, οὔτε μὲ τὴν λογικὴ συμμετοχή, ἀλλὰ μὲ τὴν νοερὰ ἐνέργεια. Συμμετοχὴ στὴν θεία Εὐχαριστία χωρὶς τὴν ἐσωτερικὴ νοερὰ λειτουργία εἶναι μία ἁπλὴ τυπικὴ "παρακολούθηση".

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία ἔχει πολλὰ ἡσυχαστικὰ στοιχεῖα, τελεῖται μέσα στὰ ἡσυχαστικὰ πλαίσια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

("Ἡσυχία καὶ Θεολογία", Τὰ ἡσυχαστικὰ στοιχεῖα τῆς θείας Εὐχαριστίας, Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου)

Ἡ θεία κένωση

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ λέγεται ἀκόμη καὶ κένωση. Εἶναι καταπληκτικὸς ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: "ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἀρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβῶν, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ" (Φίλ. β΄, 6-8).

Ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ δὲν συνίσταται στὸ ὅτι γεννήθηκε πτωχός, ὅτι ἔζησε σὲ μιὰ πτωχικὴ οἰκογένεια, ὅτι ἔζησε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία τὴν προσφυγιά, τὸν διωγμὸ καὶ τὴν ταλαιπωρία, ἀντιμετώπισε τὸ μῖσος τῶν ἀνθρώπων κλπ., ἀλλὰ κυρίως στὸ ὅτι προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ μάλιστα θνητὴ καὶ παθητή. Τὸ ὅτι ὁ ἄκτιστος Θεὸς προσέλαβε τὸ κτιστὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ τὸ κτιστὸ ἑνώθηκε μὲ τὸ ἄκτιστο, αὐτὸ εἶναι καὶ λέγεται κένωση καὶ πτωχεία τοῦ Χριστοῦ.

Χωρὶς τὴν κένωση δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνη ἡ πλήρωση – θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, ἡ θεία κένωση δείχνει καὶ τὸ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι κένωση, θυσία, προσφορά, πρόσληψη τοῦ ἄλλου. Γι' αὐτὸ ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐλλάμπεται καὶ θεοῦται τόσο κενοῦται καὶ τὸ ἀντίστροφο.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Δεσποτικὲς Ἑορτές)

Η Θεολογία και η Ποιμαντική των Ιερών Λειψάνων

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι «εργαστήριο αναστάσεως» και θα μπορούσε να λεχθή ακόμη ότι είναι εργαστήριο ιερών λειψάνων.

Η Αποκάλυψη και φανέρωση του Θεού που προσφέρεται στους αγίους γίνεται δια της θεώσεως. Ο άνθρωπος λαμβάνει την Αποκάλυψη, αφού μετέχει της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού. Οπότε η Αποκάλυψη συνδέεται στενώτατα με την θέωση του ανθρώπου. Ο ύψιστος βαθμός της θείας Αποκαλύψεως είναι η Πεντηκοστή. Όταν ο άνθρωπος φθάνη στην θέωση, θεώνεται ολοκληρωτικά, ψυχή τε και σώματι, γι’ αυτό και έχουμε την ύπαρξη των χαριτοβρύτων και αφθάρτων λειψάνων. Τα ιερά, άφθαρτα και θαυματουργούντα, λείψανα βεβαιώνουν την αλήθεια της Αποκαλύψεως και την εμπειρία της θεώσεως.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι, όταν επισκεφθή κανείς τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους θα διαπιστώση ότι η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που θα του γίνη από τους μοναχούς είναι να του προσφέρουν να ασπασθή τα ιερά λείψανα. Και το πιο μικρό κελλί του Αγίου Όρους διαθέτει ιερά λείψανα. Και όταν κανείς το επισκεφθή οδηγείται πρώτα-πρώτα στον Ιερό Ναό για να τα ασπασθή, αφού αυτά αποτελούν την μεγαλύτερη περιουσία και ευλογία της καλύβης.

Η παρουσία της Χάριτος του Θεού στα ιερά λείψανα εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Άλλοτε με το άφθαρτο, άλλοτε με την ευωδία, άλλοτε με την θαυματουργία κ.λ.π., και την αισθάνονται εκείνοι που διαθέτουν πίστη και καθαρές πνευματικές αισθήσεις.

Από το βιβλίο του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου «Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση»

Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς

Οἱ ἅγιοι Πατέρες στὴν διδασκαλία τους δὲν εἶναι ἀφηρημένοι καὶ στοχαστικοί, ἀλλὰ πολὺ πρακτικοί. Μὲ μεγάλη ἀκρίβεια καθορίζουν τί ἀκριβῶς εἶναι θεραπεία τῆς ψυχῆς καὶ σὲ τί συνίσταται. ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς συνδέεται μὲ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, βιώνοντας τὴν σωτηρία, γνωρίζουν καλὰ αὐτὴν τὴν κατάσταση γι' αὐτὸ καὶ εἶναι συγκεκριμένοι.  Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπῆρξε, ὅπως ἀσφαλῶς καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθολικὸς ὀρθόδοξος θεολόγος... Αὐτὴ ἡ καθολικότητα τοῦ ἁγίου φαίνεται στὴν στάση τὴν ὁποία τήρησε σὲ αἱρετικὲς τάσεις ποῦ ἐπικρατοῦσαν στὴν ἐποχή του, οἱ ὁποῖες διαστρέβλωναν τὴν πνευματικὴ ζωή.

Ἡ πρώτη τάση ἐκφραζόταν ἀπὸ τοὺς Μασσαλιανούς... σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας... δὲν ἔχουν τόσο μεγάλη σημασία γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἰσχυρίζονταν ὅτι ἐκεῖνο ποῦ ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ εἶναι, κυρίως, ἡ λεγομένη νοερὰ προσευχή.

Ἡ δεύτερη τάση ἐκφραζόταν, κυρίως, ἀπὸ τὸν δυτικὸ Χριστιανισμό,... καὶ τὴν ἐξέφραζε στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου ὁ φιλόσοφος στοχαστὴς Βαρλαάμ... Αὐτὸς τόνιζε πολὺ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ βάρος τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Τὸν λεγόμενο ἡσυχασμό, τὰ περὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς τὰ περιφρονοῦσε.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔκανε ἕναν παράλληλο ἀγῶνα ἐναντίον τῶν δύο αὐτῶν τάσεων... Ὑπογραμμίζει ὅτι γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ γιὰ τὴν σωτηρία του χρειάζεται ὁ συνδυασμὸς μυστηριακῆς καὶ ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Δὲν νοεῖται μυστηριακὴ ζωὴ ποῦ σώζει χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση, ποῦ εἶναι ἡ λεγομένη ἡσυχαστικὴ ζωή. Καὶ δὲν νοεῖται ἡσυχαστικὴ ζωὴ ἔξω ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας... Ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν συνδυασμὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ ὀρθόδοξη θεολογία.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Ἡ Ἰατρικὴ ἐν Πνεύματι Ἐπιστήμη»)

Ἡ ἱερή ἐργασία

Εἶναι σημαντικό τό «προοίμιο» πού συνέγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος καί γιά τήν ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας», στό ὁποῖο συνδέει ἀναπόσπαστα τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας μέ τήν ἡσυχαστική-νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν ἀρχή ἀναφέρεται στήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, τήν πτώση του καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐπαναφορά τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία μέ τόν Θεό πού γίνεται μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, μέ τό ὁποῖο εἰσέρχεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «οἱονεί σπέρμα θεῖον».

Ἔπειτα, παρουσιάζει πῶς ἡ Χάρη αὐτή σκεπάζεται ἀπό τά πάθη καί ἀπαιτεῖται ἡ εὕρεσή της, προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά ἐπιτύχη τήν σωτηρία του. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν νήψη, τήν προσοχή καί τήν φυλακή τοῦ νοῦ, τήν προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σέ συνδυασμό μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, ἀφοῦ διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἀναπτύσσεται ἡ καρδιακή θέρμη καί ἔτσι καταναλίσκονται τά πάθη, καθαίρονται ὁ νοῦς καί ἡ καρδία καί ἑνώνονται μεταξύ τους.

Στήν συνέχεια τηροῦνται εὐκολώτερα οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἐκχέονται οἱ καρποί τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί μέ τόν τρόπο αὐτό, μέ συντομώτερη ὁδό, εὑρίσκεται ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού βρίσκεται στήν καρδιά πού εἶναι καλυμμένη ἀπό τά πάθη.

(…)

Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο οἱ περισσότεροι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς διάκεινται μέ ἀμέλεια ὡς πρός τήν ἱερή αὐτή ἐργασία καί κατατρίβονται στήν ζωή τους μόνον μέ τά ἐργαλεῖα τῶν ἀρετῶν, ἐνῶ ἀμελοῦν τήν ἐσωτερική ἱερή ἐργασία, τήν φυλακή τοῦ νοῦ καί τῆς καθαρῆς προσευχῆς ἡ ὁποία μόνον ὁδηγεῖ πρός θέωση τόν ἄνθρωπο.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Παλαιά καί Νέα Ρώμη

Ἡ κένωση τοῦ Λόγου

 Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ λέγεται ἀκόμη καί κένωση.

Ἡ κένωση τοῦ Λόγου πρέπει νά ἐκληφθῆ ὡς συγκατάβαση. «Συγκαταβαίνει τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις συγκατάβασιν ἄφραστόν τε καί ἀκατάληπτον» (ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός). Συγκαταβαίνει στό ἀνθρώπινο γένος, προσλαμβάνοντας τήν μορφή τοῦ δούλου, δηλαδή τήν σάρκα, καί κατά κάποιο τρόπο μειώνει καί ἐλαττώνει τήν θεότητά Του, χωρίς νά παύση νά εἶναι Θεός, γιά νά γίνη χωρητός (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Καί ὁ πλήρης κενοῦται, κενοῦται γάρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵν’ ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως».

Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁμοούσιος πάντοτε μέ τόν Πατέρα. Αὐτό εἶναι φυσικό, ἀφοῦ αὐτήν τήν ἰσότητα δέν τήν ἅρπαξε μέ τήν βία. Μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση, κρύπτοντας τήν θεότητά Του, γιά νά σώση τό ἀνθρώπινο γένος. Συγκαταβαίνει στούς δούλους του, «τό ἀταπείνωτον αὐτοῦ ὕψος ἀταπεινώτως ταπεινώσας» (ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός). Μόνον μέ ἀποφατικές ἐκφράσεις μπορεῖ κανείς νά διατυπώση τό μεγάλο μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ δέν συνίσταται στό ὅτι γεννήθηκε πτωχός, ὅτι ἔζησε σέ μιά πτωχική οἰκογένεια, ὅτι ἔζησε ἀπό μικρή ἡλικία τήν προσφυγιά, τόν διωγμό καί τήν ταλαιπωρία, ἀντιμετώπισε τό μίσος τῶν ἀνθρώπων κλπ., ἀλλά κυρίως στό ὅτι προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, καί μάλιστα θνητή καί παθητή. Τό ὅτι ὁ ἄκτιστος Θεός προσέλαβε τό κτιστό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καί τό κτιστό ἑνώθηκε μέ τό ἄκτιστο, αὐτό εἶναι καί λέγεται κένωση καί πτωχεία τοῦ Χριστοῦ.

Χωρίς τήν κένωση δέν θά μποροῦσε νά γίνη ἡ πλήρωση-θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, ἡ θεία κένωση δείχνει καί τό τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι κένωση, θυσία, προσφορά, πρόσληψη τοῦ ἄλλου. Γι’ αὐτό καί, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐλλάμπεται καί θεοῦται, τόσο κενοῦται καί τό ἀντίστροφο.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Δεσποτικές ἑορτές

Ἡ κλήση τοῦ ἀνθρώπου

Τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου δείχνει τήν μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ κλήθηκε νά μετάσχη κατά Χάρη τοῦΦωτός. Κατά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως φάνηκε στό ὄρος Θαβώρ, ἔλαμψε τό Πρόσωπό Του ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά «ὡς τό φῶς». Ὅπως ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δοξάσθηκε, ἔτσι πρέπει νά γίνη γιά τόν ἄνθρωπο, κατά Χάρη, γιά νά ἐκπληρώση τόν σκοπό τῆς δημιουργίας του.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπιμένουν πολύ στό νά τονίζουν τούς βιβλικούς ὅρους κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση, γιατί θέλουν νά τονίσουν τήν θεολογική σημασία τῆς δημιουργίας καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου γράφει ὅτι μέσα στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν ρυθμοί καί ὁρμή, ὥστε ὁ γεννητός καί πεπλασμένος ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ νά φθάση στόν δοξασμό καί νά δῆ τόν Δεσπότη του. Αὐτός ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου γίνεται «τοῦ μέν Πατρός εὐδοκοῦντος καί κελεύοντος, τοῦ δέ Υἱοῦ πράσσοντος καί δημιουργοῦντος, τοῦ δέ Πνεύματος τρέφοντος καί αὐξάνοντος», ἀλλά καί «τοῦ ἀνθρώπου ἠρέμᾳ προκόπτοντος, καί πρός τέλειον ἀρχομένου».

Ἑπομένως, τούς ὅρους κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν χρησιμοποιοῦν κατ’ ἐξοχήν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιατί αὐτοί οἱ ὅροι ἐξυπηρετοῦν τόν θεολογικό σκοπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Δέν χρησιμοποιοῦν γιά τόν ἄνθρωπο τούς ὅρους πρόσωπο-ὑπόσταση, τούς ὁποίους ὅμως χρησιμοποιοῦν γιά τόν Τριαδικό Θεό καί ἔχουν τήν ἰδιαίτερη σημασία πού εἴδαμε προηγουμένως. Ἄν σέ κάποια σημεῖα τῆς πατερικῆς διδασκαλίας φαίνεται ὅτι χρησιμοποιοῦνται οἱ λέξεις πρόσωπο-ὑπόστασις καί γιά τόν ἄνθρωπο, τότε αὐτές οἱ λέξεις χρησιμοποιοῦνται κυρίωςμέ τήν ἔννοια τῆς ὕπαρξης.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου. Ἀπό τόν Τόμο: Θεολογία καί Ποιμαντική)

Ἡ λύση τῆς τραγικότητος

Ὡς αὐθεντικός θεολόγος ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, προκειμένου νά ἀναλύση τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ἀρχίζει ἀπό τό γεγονός τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μπορεῖ κανείς νά δῆ τά ἱστορικά γεγονότα, ὅταν δέν ἀντιμετωπίση τό τραγικό γεγονός τῆς πτώσεως.

Ἕνα ἄλλο κομβικό σημεῖο τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γιά νά θεραπεύση τόν ἄνθρωπο καί νά ἀνακαινίση τόν κόσμο.

Παρά ταῦτα «στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ἀναπτύσσεται ἀδιάκοπα ἡ δυναμική τοῦ ὀλέθρου. Τά πεπρωμένα ὅλου τοῦ κόσμου καί κάθε ἀνθρώπου γίνονται ὁλοένα καί πιό τραγικά. Δέν ζητοῦν ὅλοι διέξοδο ἀπό αὐτή τήν τραγωδία, καί ἐκεῖνοι πού πραγματικά ἀναζήτησαν λύση τῆς τραγικότητος αὐτῆς, δέν κατέφυγαν σέ ὅμοιους τρόπους δράσεως στόν ἀγώνα τους γιά σωτηρία».

Μέσα ἀπό αὐτούς τούς δύο πόλους, δηλαδή τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάμ καί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἑρμηνεύεται ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, «ἡ πτώση τοῦ Ἀδάμ καί ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου. Αὐτός ὁ Λόγος τοῦ Πατρός μᾶς ἄνοιξε τά μάτια σέ ἕνα μεγαλειῶδες θέαμα πού ἐκτυλίσσεται μπροστά μας: μᾶς ὑπέδειξε τήν ὁδό τῆς σωτηρίας ἀπό τίς συνέπειες τῆς Πτώσεως».

Μερικοί βλέπουν τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος στήν ἱστορία τῶν βασιλειῶν καί τῶν πολέμων, ἄλλοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἱστορία τῆς κουλτούρας, τῶν πολιτισμῶν καί τῶν ἐπιστημονικῶν καί φιλοσοφικῶν γνώσεων καί ὅλων ἐκείνων πού βρίσκονται σέ αὐτό τό ἐπίπεδο. Γιά μᾶς ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι «ἡ πνευματική ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν στιγμή τῆς γεννήσεώς του ὥς τή στιγμή τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Δημιουργοῦ Του καί τῆς ἐξομοιώσεως μέ τή γνώση αὐτή».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής

Η μεταβίωση της Θεοτόκου

Η Κοίμηση της Θεοτόκου υπήρξε ένδοξος και ευκλεής και ήταν ανάλογη με την ζωή της. Γιατί ανάλογα με την δόξα της επιγείου ζωής του ανθρώπου, θα είναι και η τελευτή του.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην αρχή του λόγου του για την Κοίμηση της Θεοτόκου λέγει ότι περισσότερο από κάθε άλλον χρωστά και αγαπά το «μετ’ ευφημίας επ’ Εκκλησίας εκδιηγείσθαι τα μεγαλεία της αειπαρθένου και Θεομήτορος». Και στην συνέχεια επισημαίνει ότι, εάν ο θάνατος των οσίων είναι τίμιος και η μνήμη των δικαίων πρέπει να γίνεται με εγκώμια, πολύ περισσότερο αυτό πρέπει να συμβαίνη με την Θεοτόκο, που είναι η αγία των αγίων και δια της οποίας έρχεται ο αγιασμός στους αγίους.

Μιλώντας όμως για την Κοίμηση της Θεοτόκου, όχι μόνον την ονομάζει ένδοξη, αλλά συγχρόνως την ονομάζει μεταβίωση. «....εορτάζοντες και την σήμερον γενομένην ταύτης αγίαν κοίμησιν η μεταβίωσιν». Ο θάνατός της είναι ζωηφόρος «εις ουράνιον και αθάνατον μεταβιβάζων ζωήν».

Αυτή η λεγομένη μεταβίωση είναι η ανάσταση και ανάληψη του σώματος της Παναγίας. Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως και άλλων αγίων, δεν εορτάζουμε μόνον την άνοδο της ψυχής της Θεοτόκου στον ουρανό, αλλά και του σώματος. Γράφει ότι η Θεοτόκος μετέστη στον ουρανό εις το «προσήκον βασίλειον» και παρέστη εκ δεξιών του παμβασιλέως «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη». Το «ιματισμόν..... διάχρυσον» σημαίνει «το θεαυγές εκείνης σώμα», το δε «πεποικιλμένη» δείχνει το στολισμένο «ταις παντοδαπαίς αρεταίς». Έτσι, με το σώμα της ανέβηκε στον Ουρανό, και είναι η μόνη που με το σώμα της μαζί με τον Υιό της βρίσκεται στον ουράνιο χώρο.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης»)

Ἡ μετάσταση τῆς Θεοτόκου

Ἐπειδή τό ἅγιο καί ἀκήρατο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό τήν Μητέρα Του καί τό ἕνωσε μέ τήν ὑπόστασή Του, ἀναστήθηκε τήν Τρίτη ἡμέρα ἀπό τό μνῆμα, γι’ αὐτό καί ἡ Θεοτόκος ἔπρεπε «ἐξαρπασθῆναι τοῦ τάφου καί πρός τόν Υἱόν τήν μητέρα μεθορμισθῆναι». Καί ὅπως ὁ Χριστός κατέβηκε πρός ἐκείνη, ἔτσι καί ἡ Παναγία Θεοτόκος ἔπρεπε «πρός αὐτόν ἀναφέρεσθαι». Αὐτή πού φιλοξένησε μέσα στήν κοιλία της τόν Θεό Λόγο, ἔπρεπε νά κατοικήση στίς δικές Του σκηνές. Καί ὅπως ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἔπρεπε νά κατοικήση στήν οἰκία τοῦ Πατέρα Του, ἔτσι ἔπρεπε καί ἡ Μητέρα Του νά αὐλισθῆ στά Βασίλεια τοῦ Υἱοῦ της. Ἔπρεπε αὐτή πού φύλαξε τήν παρθενία της ἀλώβητη, νά ἀξιωθῆ νά τηρηθῆ καί τό σῶμα της ἀδιάφθορο μετά τόν θάνατο. Ἔπρεπε αὐτή, πού κράτησε στήν ἀγκάλη της τόν κτίστη ὡς βρέφος, νά κατοικήση στά θεῖα σκηνώματα. Ἔπρεπε αὐτή πού ὁ Πατέρας διάλεξε ὡς νύμφη, νά μένη στούς οὐρανίους θαλάμους. Ἔπρεπε αὐτή πού εἶδε τόν Υἱό της στόν Σταυρό καί δέχθηκε ρομφαία στήν καρδιά της, –πράγμα πού εἶχε ἀποφύγει στήν γέννα (ἐννοεῖ τόν ἀνώδινο τοκετό)–, νά Τόν θεωρῆ νά συγκάθεται μέ τόν Πατέρα Του. Ἔπρεπε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ νά κατέχη καί ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Υἱός της καί νά προσκυνηθῆ ἀπό ὅλη τήν κτίση «ὡς μητέρα Θεοῦ καί δούλη». Γιατί ἡ κληρονομία κατέρχεται ἀπό τούς γονεῖς στά παιδιά, ἀλλ’ ἐδῶ συμβαίνει τό ἀν τίστροφο ὅτι «ὁ Υἱός τῇ μητρί τήν σύμπασαν κτίσιν κατεδουλώσατο».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές ἑορτές

Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ

Ἡ Θεοτόκος δὲν ἁμάρτησε ποτέ, οὔτε κἂν μὲ τὸ λογισμό, καὶ δὲν ἔχασε ποτέ τη χάρη, ἀλλὰ καὶ Αὐτὴ εἶχε μεγάλες θλίψεις. Ὅταν στεκόταν δίπλα στὸ Σταυρό, τότε ἦταν ἡ θλίψη της ἀπέραντη σὰν τὸν ὠκεανό, καὶ οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιατί καὶ ἡ ἀγάπη της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Καὶ ἂν ἐπέζησε, ἐπέζησε μόνο μὲ τὴ θεία δύναμη, μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου, γιατί τὸ θέλημά Τοῦ ἦταν νὰ δὴ ἡ Θεοτόκος τὴν Ἀνάσταση καὶ ὕστερα, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Τοῦ, νὰ παραμείνη παρηγοριὰ καὶ χαρὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ νέου χριστιανικοῦ λαοῦ.

Ἐμεῖς δὲν φτάνουμε στὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης τῆς Θεοτόκου καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε πλήρως τὸ βάθος τῆς θλίψεώς Της. Ἡ ἀγάπη Της ἦταν τέλεια. Ἀγαποῦσε ἄπειρα τὸν Θεὸ καὶ Υἱό της, ἀλλὰ ἀγαποῦσε καὶ τὸ λαὸ μὲ μεγάλη ἀγάπη. Καὶ τί αἰσθανόταν ἄραγε, ὅταν ἐκεῖνοι, ποὺ τόσο πολὺ ἡ ἴδια ἀγαποῦσε καὶ ποὺ τόσο πολὺ ποθοῦσε τὴ σωτηρία τους, σταύρωναν τὸν ἀγαπημένο της Υἱό;

Αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ συλλάβουμε, γιατί ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι λίγη. Κι ὅπως ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας ὑπῆρξε ἀπέραντη καὶ ἀκατάληπτη, ἔτσι ἀπέραντος ἦταν καὶ ὁ πόνος της ποὺ παραμένει ἀκατάληπτος γιὰ μᾶς...

Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, ὅταν ἀναλογίζομαι τὴ δόξα τῆς Θεομήτορος.

(Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης)

Ἡ Μία Ἐκκλησία καί ἡ ...«ἀόρατη»!

Οἱ Μεταρρυθμιστές μετά τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τόν Πάπα θέλησαν νά προσδιορίσουν τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί πῶς μποροῦν νά χαρακτηρισθοῦν ὅλες αὐτές οἱ κατά τόπους χριστιανικές ὁμάδες σέ σχέση μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό ὑπῆρχε τότε ἔντονο ἐκκλησιολογικό πρόβλημα περί τοῦ αὐτοχαρακτηρισμοῦ τῶν ἀποσχισμένων Χριστιανικῶν ὁμάδων. Ἔτσι, δημιούργησαν τήν θεωρία περί τῆς ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας.

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ ἑνότητα τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, ὑπάρχουν παντοῦ τά μέλη της, τά γνωρίζει μόνον ὁ Θεός, ὅπως τά φῶτα μιᾶς μεγαλουπόλεως πού ὑπάρχουν, ἀλλά φανερώνονται μόλις ἀνάψουν τό βράδυ καί φωτίσουν τό σκοτάδι, ἐνῶ ὅλες οἱ ὁρατές ἱστορικές Ἐκκλησίες εἶναι διεσπασμένες.

Σαφῶς, λοιπόν, ἡ διαίρεση μεταξύ τῆς ὀντολογικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας καί ὕπαρξης ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν παραπέμπει σέ αὐτήν τήν προτεσταντική θεωρία πού εἶναι ἀπαράδεκτη ἀπό ὀρθοδόξου προοπτικῆς. Γιατί στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ἡ Ἐκκλησία εἶναι συγχρόνως καί ὁρατή καί ἀόρατη, καί δέν ὑφίσταται διάσπαση μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς». Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ.

«Ὤ τῶν τοῦ Χριστοῦ δωρημάτων! Ἄνω στρατιαί δοξολογοῦσιν ἀγγέλων· κάτω ἐν ἐκκλησίαις χοροστατοῦντες ἄνθρωποι τήν αὐτήν ἐκείνοις ἐκμιμοῦνται δοξολογίαν. Ἄνω τά Σεραφείμ τόν τρισάγιον ὕμνον ἀναβοᾷ· κάτω τόν αὐτόν ἡ τῶν ἀνθρώπων ἀναπέμπει πληθύς· κοινή τῶν ἐπουρανίων καί τῶν ἐπιγείων συγκροτεῖται πανήγυρις· μία εὐχαριστία, ἕν ἀγαλλίαμα, μία εὐφρόσυνος χοροστασία.... »

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας (Νοέμβριος 2016)