Γιάννη Γ. Γαϊτάνη: Ὁδοιπορικό στήν Ἀμπελακιώτισσα
Εἶναι βέβαια λίγο δύσκολο νά ταξιδέψη κανείς στήν ὀρεινή Ναυπακτία μέσα στήν καρδιά τοῦ χειμώνα. Γι’ αὐτό καί ἡ παρουσίαση αὐτοῦ του ὁδοιπορικοῦ ἴσως νά ξενίζη, πλήν ὅμως ἡ Ι. Μονή τῆς Ἀμπελακιώτισσας - Ἁγίου Πολυκάρπου ἔχει καί τήν χειμερινή της πανήγυρη, τήν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου στίς 23 Φεβρουαρίου. Καί ὅσο καί ἄν τό ἀπαγορεύει πολλές φορές ὁ χιονιᾶς, πολλοί προσκυνητές παίρνουν τήν τολμηρή ἀπόφαση καί ἀνηφορίζουν τήν ἡμέρα ἐκείνη στήν ὀρεινή, γιά νά προσκυνήσουν τήν Παναγία καί τόν ἅγιο Πολύκαρπο.
* * *
Τό ὁδοιπορικό καί τήν ἱστορία ἑνός τόπου ἀνακοινοῦμε. Τήν εἰκόνα τοῦ ἀποδίδομε. Ροβολᾶμε γιά τά ψηλά. Ἕνα ταξίδι στήν ὀρεινή Ναυπακτία τά παληά χρόνια ἦταν μιά εὐχάριστη μά κουραστική περιπέτεια. Κατόρθωμα νά λαγοπατήση κανείς τοῦτα τά λεβέντικα μέρη μέ τήν ἄγρια κι’ ἀρρενωπή ὀμορφιά. Οἱ καιροί ὅμως ἀλλάζουν Σήμερα ἀποτελεῖ μιά αἰσθητική διαδρομή γεμάτη ἐνδιαφέρον, ἀναδρομή καί εἰδυλλιακό ὁρίζοντα. Ἡ ὄμορφη καστροπολιτεία, ὁ Ἔπαχτος, μᾶς κατευοδώνει στό σύντομο ταξίδι. Ροβολᾶμε ἀνάμεσα στά ἀπότομα βουνά τῆς Ναυπακτίας, γιά νά φθάσωμε στήν Ἰθάκη τῆς εὐλαβείας καί τοῦ προορισμοῦ μας, στήν Ἀμπελακιώτισσα καί στήν Μονή της. Γιά νά πατήσης τοῦτα τά Ρουμελιώτικα μέρη χρειάζεται προγραμματισμός, χάλκινο τσαρούχι καί καρδιά. Πρόγραμμα γιά νά φθάσης. Φόβος ὑπάρχει νά λοξοδρομήσης, μαγεμένος στρατοκόπος εὐλαβικός, ἀπ’ τήν ὀμορφιά τοῦ τοπίου.
Τσαρούχι γιά νά ροβολᾶς τίς ράχες μέ πάτημα ἐλαφίνας καί καρδιά γερή, ρωμέικη γιά νά νοιώσης ἐσώψυχα τήν ὀσοτική χαρά, τό χνῶτο τοῦ γνησίου Ἑλληνικοῦ βουνοῦ. Διασχίζομε μέ τετράτροχο ἤ καί μέ δίποδο ἕνα γέρικο καί στερεό κομμάτι τῆς Ρούμελης. Ἄγρια κι ἀρρενωπή ἡ ὀμορφιά τῆς Ναυπακτίας. Βουνά καί πάλι βουνά. Ἐλάτια, ὀξυές, καστανιές, φτέρες, βελανιδιές, γαλήνη μοναστηριακή καί κατσάβραχα στό διάβα μας, στήν ὄμορφη Ναυπακτιακή πορεία μας. Σύντομη ἡ ἐπίσκεψή μας.
Ἕνα πολύχρωμο καί πολυσέλιδο πεντάμορφο ἄλμπουμ. Ὁ Πλάτανος, ἡ Καστανιά, ἡ Τερψιθέα, ἡ Ἐλατοῦ, τά Κρυονέρια, Λιμνίστα, ἡ Στράνωμα, τό Καταφύγιον, ἡ Ἄνω Χώρα, ἡ Περδικόβρυση, ἡ Κοζίτσα, ἡ Κλεπά, ἡ Περίστα, κ.α. Τά χωριά, αὐτές οἱ σειρῆνες τῆς ξηρᾶς, μᾶς παρασύρουν ν’ ἀλλάξωμε πορεία. Ὁ προγραμματισμός μόνον μᾶς ἀποτρέπει. Ἔτσι ἅς προχωρήσουμε ἀπ’ τήν Λιμνίστα πρός τήν γραφική Τερψιθέα, μέ τούς φιλόξενους κατοίκους της καί τήν σύγχρονη τουριστική πρόοδο.
Πιό, κεῖ ὁ δρόμος διακλαδίζεται. Δεξιά πρός τήν Τερψιθέα καί ἀριστερά γιά τήν Ἄνω Χώρα. Δώδεκα χιλιόμετρα δρόμο βορειοτέρα ἡ Ἀμπελακιώτισσα. Ἡ μονή Ἀμπελακιωτίσσης εἶναι κοντά στό χωριό. Λέγεται καί Μονή Κοζίτσης.
Ἤδη φέρει τόν τίτλο “Ἱερά Μονή Ἀμπελακιωτίσσης Παναγίας - ὁ Ἅγιος Πολυκαρπος”. Τό χωριό ἀνήκει στήν ἐπαρχία Ναυπακτίας καί ἦταν ἕδρα τῆς ὁμωνύμου Κοινότητος, ἐνῶ τώρα ἀνήκει στόν Δῆμο Ἀποδοτίας. Πρῶτα βρισκόταν στή θέση “Παλιοχώρι”. Ἀργότερα, μετά τήν ἀνεύρεση τῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου τό ἔτος 1455, μεταφέρθηκε στή σημερινή του θέση.
Μέ τό τοπικό λεωφορεῖο τῆς Ναυπάκτου μποροῦμε νά πᾶμε σάν σύγχρονοι στρατοκόποι καί σάν ταπεινοί προσκηνυτές. Τό περιβάλλον ἕλκει καί τά πάντα σέ ὑποδέχονται μέ καλωσύνη. Ἀόρατη θρησκευτική εὐλάβεια γύρω. Μιά αἰσθητική πληρότητα ματιῶν, καρδιᾶς καί ψυχῆς. Τοῦτα τά μέρη τῆς Δυτικῆς Ρούμελης, εἶναι γεμάτα ἁπλότητα καί ξέχωρο ἐνδιαφέρον.
Ἔχουν τό δικό τους χρῶμα, τήν δική τους ψυχή. Πορσφέρουν πολύ χαρά καί μεγάλη ἱστορική ἀναδρομή.
“Τα ἐλάτια τό τραγούδαγαν, ἀθάνατη ἱστορία, ἐδῶ γεννιέται ἡ λεβεντιά καί ζεῖ τό Εἰκοσιένα”.
Ἡ ἱστορία ἀναφέρει ὅτι οἱ πρῶτοι κάτοικοί του ἤσαν ἀπό τήν Ἤπειρο καί τήν Πελοπόννησο, μᾶλλον ἐκ Κονίτσης Ἠπείρου, ἀπ’ ὅπου πῆρε καί τό ὄνομα Κοζίτσα.
Ἀφίνομε τήν αἰσθητική αἴγλη, τήν ἀναδρομή καί πλησιάζομε τό Μοναστήρι. Χτισμένο ἐπάνω σ’ ἕνα μαγευτικό λόφο ὕψους 850 μ. στίς ὑπώρειες τοῦ βουνοῦ Ἀρδίνη (1718 μ.), εἶναι ἀκριβῶς ἀπέναντί του ἐρυθρόχρωμου κωνοειδοῦς βουνοῦ Τσεκούρι (1734 μ.). Ἔντονο τριγύρω ἁπλώνεται τό θρησκευτικό αἴσθημα. Μπλέκονται τά γήινα μέ τά φαῦλα καί ἀναπάντητα ἐρωτηματικά της δημιουργίας. Ἐδῶ δέν προφθάνεις νά ρωτήσης. Μόνο ἀπάντηση βρίσκεις ἐνσαρκωμένη στά γύρω μέ τήν πανσοφία τοῦ Πλάστη.
Ἡ ἱστορία μόνο διαβάζεται φυλλομετρώντας τήν μνήμη. Τό ἔτος 1455, ὅταν βρέθηκε ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, χτίστηκε καί ἡ Μονή.
Ἡ ἐκκλησία εἶναι ἀφιερωμένη στή χάρη της καί γιορτάζει στίς 23 Φεβρουαρίου καί στίς 15 Αὐγούστου.
Τότε γίνονται καί λαμπρά πανηγύρια μέ ὅλο το ἑλληνικό καί θρησκευτικό χρῶμα. Ἡ παράδοσις μᾶς πληροφορεῖ γιά τήν ἀνεύρεση τῆς εἰκόνας...
Στό Μοναστήρι φυλάσσονται σήμερα, τό θαυματουργό δεξιό χέρι, ἀπό τόν ἀγκώνα καί κάτω, τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, Ἐπισκόπου Σμύρνης, καθώς καί πολλά ἄλλα κειμήλια Ἁγίων ἀπό τό ἔτος 1749.
(Γιά τήν εὕρεση τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου, μᾶς πληροφορεῖ ἐπίσης ἡ παράδοση: Δύο μοναχοί της Ι. Μονῆς, στά δύσκολα χρόνια πού ἀκολούθησαν τήν ἅλωση τῆς Πόλης, ξεκίνησαν περιοδεία γιά ἀνεύρεση πόρων γιά τό Μοναστήρι (γύρω στά 1474). Φθάσανε μέχρι τήν Σμύρνη, στήν εἴσοδο τῆς ὁποίας συνάντησαν μιά γυναίκα χήρα ἡ ὁποία προσπαθοῦσε νά φυγαδεύση τό τίμιο λείψανο τῆς δεξιᾶς χειρός τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, τό ὁποῖο ζητοῦσαν οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες νά τό κατασχέσουν. Ἡ γυναίκα ἐμπιστεύθηκε τό τίμιο λείψανο στούς δύο μοναχούς, λόγω καί τοῦ σχήματός τους, καί αὐτοί δίδοντάς της τό μικροποσό τῶν ἑκατό γροσίων καί τήν συμβουλή νά μή μαρτυρήση πού τό ἔδωσε πρίν περάσουν τρεῖς μέρες, ἀναχώρησαν γιά τήν Μονή τῆς Κοζίτσας. Ἀργότερα, ἄν καί μαθεύτηκε τό γεγονός, οἱ μοναχοί της Ι. Μονῆς κατόρθωσαν νά κρατήσουν, μετά καί ἀπό παρέμβαση τοῦ Πατριάρχη, τό πολύτιμο λείψανο, παρά τίς ἀπαιτήσεις τῶν Σμυρναίων (βλ. Κώστα Παπαδημητρίου: “Τό μοναστήρι “Παναγία ἡ Ἀμπελακιώτισσα - Ἅγιος Πολυκαρπος””).
Τό ἔτος 1847 ἀνακαινίσθηκε ὁ Ναός, ὁ ὁποῖος περιβάλλεται μέ συγκρότημα 22 κελλιῶν. Ἡ Μονή στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καθώς καί στήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἔπαιξε σημαίνοντα ρόλο καί προσέφερε πολύτιμες ὑπηρεσίες στόν ἀγώνα, ὡς μυστικό ὁρμητήριο καί χῶρος σοβαρῶν ἀποφάσεων γιά τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος.
Μετά τήν πτώση τοῦ Μεσολογγίου, τό Μοναστήρι δέχθηκε τά λείψανα τῆς ἠρωϊκῆς φρουρᾶς, πού πήγαιναν γιά τά Σάλωνα καί προσέφερε περιποίηση στούς τραυματίες καί ἀσθενεῖς.
Στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς ἴδιας κοινότητος ὑπάρχει τέμπλο σπανίας τέχνης καί λεπτότητος πού κατασκευάσθηκε γύρω στά 1748 καί ἐπιχρυσώθηκε τό 1901. Τό πεντάμορφο χωριό στέκει αἰώνιος εὐλαβικός προσκυνητής στήν χάρη τῆς Παναγίας. Μέ τίς εὐλογίες τῆς συνεχίζει τήν ἀνοδική του πορεία καί τά παιδιά τοῦ προκόβουν στήν ξενητειά. Στήν Ἀθήνα ὑπάρχει ὁ Σύλλογος Ἀμπελακιωτίσσης Ναυπακτίας, ἕνας θερμός καί δραστήριος συμπαραστάτης, στήν πρόοδο τοῦ χωριοῦ.
Σάν φθάνει ὁ κουρασμένος στρατοκόπος ἐκεῖ στό γαλήνιο καί ἱερό χῶρο τῆς Μονῆς Ἀμπελακιωτίσσης τά μάτια χορταίνουν τήν ἁπλότητα τῆς ὀμορφιᾶς καί ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἐκμηδενίζεται. Τά γόνατα λυγίζουν. Τά χείλη ψιθυρίζουν αὐτοσχέδια προσευχή, ἐνῶ λίγα βήματα μᾶς φέρνουν κοντά στά παληά εἰκονοστάσια, στήν θαυματουργό εἰκόνα καί στό μεσαιωνικό θρησκευτικό περιβάλλον, ἑνός ἄλλου ζωντανοῦ Μυστρά, γιά τό ἄναμμα ἑνός ταπεινοῦ κεριοῦ. Τά καντήλια θ’ ἀρχίσουν νά σιγοσβήνουν τσιτσιρίζοντας μ’ ἀναλαμπές. Οἱ εἰκόνες ὕστερα θά χάνονται στό μισοσκόταδο καί στό λιβάνι. Προειδοποίηση ἐπιστροφῆς. Καιρός νά ροβολᾶμε γιά τόν κάμπο, γιά τόν Ἐπαχτο. Εἶναι ἡ σκληρή ὥρα τοῦ γυρισμοῦ, ἡ ὥρα τοῦ δικοῦ μας ἑσπερινοῦ!...