Θεολογικό Συνέδριο «Θεολογία καί Ποιμαντική»: Εἰσήγηση Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου - Ὁ Τριαδικός Θεός καί ὁ ἄνθρωπος
Ὁ Τριαδικός Θεός –ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα– δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, κατά τήν εὔστοχη φράση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου «ὁ Πατήρ, δι’ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ποιεῖ τά πάντα». Ἑπομένως, ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ Τριαδολογίας καί ἀνθρωπολογίας.
Τά θέματα αὐτά, ἤτοι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου δέν πρέπει νά τά ἐξετάζουμε ἀπό πλευρᾶς φιλοσοφίας, ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, ἀλλά πάντοτε μέσα ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Ὁ στοχασμός, δηλαδή οἱ σκέψεις μέ βάση τήν λογική καί τήν φαντασία, δέν πρέπει νά εἰσέρχωνται στά θέματα αὐτά.
Ἀναγκαστικά τά ὅσα θά ἀναπτύξω στήν συνέχεια, μέσα στά στενά χρονικά πλαίσια τοῦ προγράμματος, εἶναι περιληπτικά καί δέν ἐξαντλοῦν τό θέμα.
1. Τριαδικός Θεός
Ὑπάρχει μιά διδασκαλία ὅτι ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γνωστόν ὅτι καί στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ Προφῆτες εἶχαν γνώση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως μέ τήν καθαρή γνώση πού ἀπέκτησαν οἱ Ἀπόστολοι μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τήν Παλαιά Διαθήκη, θά δῆ ὅτι ἀλλοῦ γίνεται λόγος γιά Θεό, ἀλλοῦ γιά Γιαχβέ, ἀλλοῦ γιά Πνεῦμα Κυρίου. Ἀκόμη γίνεται λόγος γιά Θεό, γιά Κύριο τῆς δόξης, γιά Πνεῦμα Κυρίου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού φαίνεται καθαρά στήν δοξολογία τῶν Σεραφείμ, κατά τήν θεωρία πού εἶχε ὁ Προφήτης Ἡσαΐας: «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ» (Ἡσ. στ΄, 1-3). Τρεῖς φορές λέγεται τό ἅγιος καί μιά φορά τό Κύριος.
Ὁ Γιαχβέ, ὁ ἄγγελος τῆς δόξης, πάντοτε ἐμφανίζεται στούς Προφῆτες καί Αὐτός τούς μεταφέρει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Γιαχβέ δέν ἐνεργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Θεό καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οἱ Προφῆτες πάντοτε ἔβλεπαν τόν Γιαχβέ, τόν Ἄσαρκο Λόγο. Ἀργότερα, αὐτός ὁ Γιαχβέ, ὁ Ἄσαρκος Λόγος ἔγινε σεσαρκωμένος, δηλαδή σαρκώθηκε γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν. καί ἐθεασάμεθα τόν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. α΄, 14).
Ἡ δόξα τοῦ Λόγου εἶναι τό Φῶς τοῦ Λόγου, ἡ θεότητά Του, πού φανερώνεται ὡς Φῶς. Αὐτό φαίνεται καθαρά στό ὄρος Θαβώρ, ὅταν τό πρόσωπο τοῦ Λόγου «ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος», ἀλλά συγχρόνως ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ Πατρός πού ἦταν δυνατή λάμψη, καί ἡ φωτεινή Νεφέλη ἐπεσκίασε τούς Μαθητές, πού εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔτσι, τόν Τριαδικό Θεό, πού στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ Προφῆτες ὀνόμαζαν Θεό - Γιαχβέ, Ἄσαρκο Λόγο - Πνεῦμα Κυρίου, ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ὀνόμασε Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα. Μέ τήν νέα πληρέστερη ἀποκάλυψη πού ἔκανε ὁ Χριστός, ὁ Θεός ὀνομάστηκε Πατέρας, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ὑπάρξεως τῶν δύο ἄλλων, ὁ Γιαχβέ ὀνομάσθηκε Λόγος καί Υἱός, καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὀνομάσθηκε Πνεῦμα ἀληθείας, Πνεῦμα Ἅγιον. Πρόκειται γιά μιά ἀλλαγή ὁρολογίας μέ εἰκόνες ἀπό τήν κτιστή πραγματικότητα, γιά νά δηλωθῆ ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα καί ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα καί ἡ ἀποστολή Του διά τοῦ Υἱοῦ.
Στήν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας δέν βλέπει κανείς Πατέρα, πού γεννᾶ τόν Υἱό καί ἐκπορεύει τό Πνεῦμα, ἀλλά βλέπει τρία Φῶτα, πού εἶναι ἡ δόξα-λάμψη τῆς θεότητος, γι’ αὐτό καί ἡ θεοπτία λέγεται ἔλλαμψη. Αὐτήν τήν ὁμολογία τήν συναντᾶμε στήν Καινή Διαθήκη, ὅπου γίνεται διαρκής λόγος γιά Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα. Δέν ὑπάρχει διαφορά στήν ἐμπειρία τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, ἀλλά ὑπάρχει διαφορά ὁρολογίας.
Στούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας παρατηροῦμε μιά διαφοροποίηση τῆς ὁρολογίας, ἤτοι ὁ Τριαδικός Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Θεός, Γιαχβέ, Πνεῦμα Κυρίου) καί ὁ Τριαδικός Θεός τῆς Καινῆς Διαθήκης (Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα), χαρακτηρίζονται Πρόσωπα, ἤτοι τρία Πρόσωπα (Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα) τρεῖς ὑποστάσεις, μία οὐσία-φύση καί μία ἐνέργεια. Τό κοινό Φῶς χαρακτηρίζεται ἐνέργεια, ἡ πηγή ἀπό τήν ὁποία προέρχεται τό Φῶς, λέγεται οὐσία-φύση. Αὐτό ἔγινε γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας ἀριστοτελική-φιλοσοφική ὁρολογία ἀλλοίωναν τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως, στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας διατηροῦνται ὅλες οἱ ὁρολογίες, γιατί ὑπάρχει ἴδια ἐμπειρία στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους, τούς Πατέρες. Σέ ἄλλα τροπάρια γίνεται λόγος γιά ἄσαρκο καί σεσαρκωμένο Λόγο, σέ ἄλλα τροπάρια ψάλλουμε γιά Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιο Πνεῦμα, σέ ἄλλα τροπάρια ψάλλουμε γιά τρία Πρόσωπα-Ὑποστάσεις καί γιά οὐσία-φύση καί ἐνέργειες, σέ ἄλλα τροπάρια ψάλλουμε γιά τρία Φῶτα, καί σέ ἄλλα τροπάρια γίνεται συνδυασμός μεταξύ αὐτῶν. Γιά παράδειγμα, σέ κάποια τροπάρια ψάλλουμε: «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Λόγος, Φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα».
Ἔτσι, χρησιμοποιοῦνται ὅλες αὐτές οἱ ὁρολογίες πού εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἀλλά ὅπως μᾶς διαβεβαιώνουν «οἱ πείρᾳ μεμυημένοι», οἱ «πάσχοντες τά θεῖα καί οὐ διανοούμενοι», οἱ ὁποῖοι φθάνουν στήν θεία ἐποψία, κατά τήν ἐμπειρία τους βλέπουν τρία Φῶτα, δέν βλέπουν Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιον Πνεῦμα, δέν βλέπουν τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα, δηλαδή τήν ὁρολογία αὐτή, ὅπως τά ὀνομάζουμε ἀπό τήν κτιστή πραγματικότητα. Γιατί ἄλλο εἶναι ἡ θεοπτική ἐμπειρία πού γίνεται μέ ἄκτιστα ρήματα καί ἄλλο εἶναι ἡ καταγραφή τῆς ἐμπειρίας πού γίνεται μέ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα.
Αὐτήν τήν θεολογική ἀλήθεια τήν συναντᾶμε καί στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ὑπάρχει μιά καταπληκτική προσευχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στήν ὁποία παρουσιάζεται αὐτή ἡ πραγματικότητα.
2. Ὁ ἄνθρωπος
Ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ποτέ ὁ Τριαδικός Θεός δέν ἐνεργεῖ αὐτόνομα, δηλαδή κάθε Πρόσωπο δέν ἐνεργεῖ μόνο Του, ἀλλά πάντοτε ἐνεργεῖ ἑνωμένο μέ τά ἄλλα Πρόσωπα. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γιά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καθοριστικές δύο φράσεις πού δείχνουν τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας του. Γράφεται στό βιβλίο τῆς Γενέσεως: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γεν. α΄, 26). Τό ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, καίτοι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι ὁ Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτήν τήν ἔννοια ἔχει ἡ διαφορά τῶν φράσεων «εἰκών Θεοῦ» καί «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ. Ἀπαράλλακτος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὅς (ὁ Λόγος) ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. δ΄, 4), «ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. α΄, 15). Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Λόγος εἶναι τό ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτό τεκμαίρεται ἀπό τό ὅτι ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο, καί δέν ἐνηνθρώπησαν τά ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό ἔγινε, πρῶτον γιατί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ γεννήθηκε πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα, καί Αὐτός ἔπρεπε ἐν χρόνῳ νά γεννηθῆ ἀπό παρθένο μητέρα, ὥστε νά παραμείνη ἀκίνητο τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ (τό γεννητό), ὁ Ὁποῖος Λόγος ἦταν τό ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, καί γι’ αὐτό Αὐτός ἔπρεπε νά γίνη καί τό ἀρχέτυπο τῆς ἀναδημιουργίας του.
Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργεῖ ἀποκεκομμένα ἀπό τά ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ κοινή εἶναι ἡ ἐνέργεια, ἡ βούληση, ἡ θέληση τῶν Τριῶν Προσώπων, γι’ αὐτό μέσα στόν ἄνθρωπο, ὅπως καί σέ ὅλη τήν κτίση, ὑπάρχουν τά εἰκονικά «ὑποδείγματα» τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἤτοι ὁ νοῦς, ὁ λόγος καί τό πνεῦμα. Ὅμως, ἐνῶ ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι τρία ἰδιαίτερα Πρόσωπα –Νοῦς, Λόγος καί Πνεῦμα– ἐν τούτοις ὁ νοῦς, ὁ λόγος καί τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι πρόσωπα, ὑποστάσεις, ἀλλά ἐνέργειες τῆς ψυχῆς. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας του τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος γιά τήν σωτηρία του ἔγινε Χριστός, ἤτοι ἐχρίσθη ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση.
Τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μετοχή στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐφ’ ὅσον ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι τρία Φῶτα, γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, κλήθηκε νά μετάσχη τοῦ Φωτός. Κατά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως φάνηκε στό ὄρος Θαβώρ, ἔλαμψε τό Πρόσωπό Του ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά «ὡς τό φῶς», πράγμα τό ὁποῖο δείχνει καθαρά τί εἶναι τό κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δοξάστηκε, ἔτσι πρέπει νά γίνη γιά τόν ἄνθρωπο, γιά νά ἐκπληρώση τόν σκοπό τῆς δημιουργίας του.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπιμένουν πολύ στό νά τονίζουν τούς βιβλικούς ὅρους κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν, γιατί θέλουν νά τονίσουν τήν θεολογική σημασία τῆς δημιουργίας καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου γράφει ὅτι μέσα στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν ρυθμοί καί ὁρμή, ὥστε ὁ γεννητός καί πεπλασμένος ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ νά φθάση στόν δοξασμό καί νά δῆ τόν Δεσπότη του. Αὐτός ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου γίνεται «τοῦ μέν Πατρός εὐδοκοῦντος καί κελεύοντος, τοῦ δέ Υἱοῦ πράσσοντος καί δημιουργοῦντος, τοῦ δέ Πνεύματος τρέφοντος καί αὐξάνοντος», ἀλλά καί «τοῦ ἀνθρώπου ἠρέμᾳ προκόπτοντος, καί πρός τέλειον ἀρχομένου».
Ἑπομένως, τούς ὅρους κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν χρησιμοποιοῦν κατ’ ἐξοχήν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιατί αὐτοί οἱ ὅροι ἐξυπηρετοῦν τόν θεολογικό σκοπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Δέν χρησιμοποιοῦν γιά τόν ἄνθρωπο τούς ὅρους πρόσωπο-ὑπόσταση, τούς ὁποίους ὅμως χρησιμοποιοῦν γιά τόν Τριαδικό Θεό καί ἔχουν τήν ἰδιαίτερη σημασία πού εἴδαμε προηγουμένως. Ἄν σέ κάποια σημεῖα τῆς πατερικῆς διδασκαλίας φαίνεται ὅτι χρησιμοποιοῦνται οἱ λέξεις πρόσωπο-ὑπόστασις, τότε αὐτές οἱ λέξεις χρησιμοποιοῦνται μέ τήν ἔννοια τῆς ὕπαρξης, γιατί οἱ λέξεις αὐτές στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό ἀποδίδονται καί στά ζῶα, καί πάντως ποτέ οἱ Πατέρες δέν κάνουν θεολογική ἀνάλυση αὐτῶν τῶν ὅρων γιά τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀποδίδουν κατ’ ἐξοχήν τούς ὅρους πρόσωπο-ὑπόσταση-οὐσία στόν Θεό, ἐνῶ γιά τούς ἀνθρώπους χρησιμοποιοῦν τούς ὅρους κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν καί πάνω σέ αὐτούς στηρίζουν ὅλη τήν θεολογία περί τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι νεώτερο ἐφεύρημα καί νεώτερη διδασκαλία τό νά γίνεται λόγος γιά τόν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι πρόσωπο, ὑπόσταση. Αὐτή ἡ νοοτροπία τῶν νεωτέρων θεολόγων προῆλθε ἀπό τήν ὑπαρξιακή φιλοσοφία, ὅπως τήν εἰσήγαγαν στήν ὀρθόδοξη θεολογία οἱ Ρῶσοι θεολόγοι, καί οἱ δικοί μας τήν μετέφεραν στόν ἑλλαδικό χῶρο. Γι’ αὐτό ἡ φράση ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο, ἡ διαφορά μεταξύ προσώπου καί ἀτόμου, ἡ φράση «ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» κ.ἄ. εἶναι ξένες πρός τήν πατερική παράδοση, καί μάλιστα τήν ὑπονομεύουν γιά νά ἐξυπηρετήσουν ὑπαρξιακούς, οὑμανιστικούς καί κοινωνικούς σκοπούς. Γι’ αὐτό πρέπει ὡς ὀρθόδοξοι θεολόγοι νά παραμένουμε στούς ὅρους κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση, νά χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο ἄνθρωπο καί νά μήν ἀντικαθιστοῦμε τήν λέξη ἄνθρωπο μέ τήν λέξη πρόσωπο.
Πάντως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού θεωρεῖται ὡς φιλοσοφικότερος τῶν Πατέρων, ὅταν παρακλήθηκε νά ὁμιλήση ποιός εἶναι ὁ τέλειος βίος, παρουσίασε ὡς τέλειον βίο, ὡς τέλειον ἄνθρωπο τόν Προφήτη Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος διά τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ ἀνέβηκε στό ὄρος Σινᾶ, καί ἔζησε μέσα στόν γνόφο σαράντα ἡμέρες καί νύκτες καί ἔγινε θεόπτης καί μέγας θεολόγος.
3. Διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ
Εἶναι βασική διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, καμμία ὁμοιότητα δέν ὑπάρχει μεταξύ τους. Τό ἄκτιστο εἶναι ἀΐδιο, ἐνῶ τό κτιστό ἔρχεται στό ὄν ἀπό τό μή ὄν, εἶναι δημιούργημα. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρό πάντων τῶν αἰώνων, καί εἶναι Ὤν, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό σέ μιά δεδομένη στιγμή. Ἔτσι, δέν ὑπάρχει ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, ὁ δημιουργός εἶναι ἄκτιστος, τό δημιούργημα εἶναι κτιστό.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο δέν μποροῦμε ὅ,τι γίνεται στόν Θεό νά τό ἀποδίδουμε στόν ἄνθρωπο, δέν ἰσχύει στήν περίπτωση αὐτή τό analogia entis, γιατί αὐτή ἡ διδασκαλία τῆς σχολαστικῆς θεολογίας προέρχεται ἀπό τήν πλατωνική φιλοσοφία περί τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὅ,τι ὑπάρχει στόν κόσμο, ὅπως καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἀντίγραφο τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀναφερόμενος στά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γράφει ὅτι οἱ τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις συνδέονται μεταξύ τους καί περιχωροῦν ἡ μία στήν ἄλλη «φυσικῶς, ὁλικῶς, ἀϊδίως καί ἀνεκφοιτήτως (ἀμεταδότως)», συγχρόνως δέ «ἀφύρτως καί ἀσυγχύτως», ὥστε μία νά εἶναι καί ἡ ἐνέργειά τους «ὅπερ ἐπ’ οὐδενός ἄν τις εὕροι τῶν κτιστῶν». Θά πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ αὐτή ἡ ἀλήθεια ὅτι ὅ,τι γίνεται στίς θεῖες ὑποστάσεις, στό πῶς ἑνώνονται μεταξύ τους, δέν μπορεῖ κανείς νά τά βρῆ σέ κανένα κτιστό, ἑπομένως οὔτε καί στόν ἄνθρωπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά χρησιμοποιήση τήν θεολογία περί ἑνώσεως καί διακρίσεως τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι ἔχουν κοινή οὐσία-φύση καί ἰδιαίτερες ὑποστάσεις καί ὑποστατικά ἰδιώματα, γιά νά ἑρμηνεύση τόν ἄνθρωπο καί τήν σχέση του μέ τόν συνάνθρωπό του.
Στήν συνέχεια, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐξηγεῖ ὅτι στόν Τριαδικό Θεό μία εἶναι ἡ ἐνέργεια καί ἡ βούληση, μία εἶναι ἡ κίνηση τοῦ θείου βουλήματος, πού ξεκινᾶ ἀπό τόν Πατέρα ὡς προκαταρκτικό αἴτιο, προχωρεῖ διά τοῦ Υἱοῦ καί ἐκδηλώνεται στό Ἅγιον Πνεῦμα. Στούς ἀνθρώπους ὅμως δέν συμβαίνει αὐτό, «ἀλλά ἑκάστης ὑποστάσεως καθ’ ἑαυτήν ἐνεργούσης ἰδία καί ἡ ἐνέργεια» (8, σελ. 210).
Αὐτό σημαίνει ὅτι στόν Τριαδικό Θεό ἡ ἐνέργεια τῆς βουλήσεως δέν εἶναι κίνηση τῆς ὑποστάσεως, ἀλλά κίνηση τῆς φύσεως πού εἶναι κοινή σέ ὅλα τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν ἔχει ἄλλη βούληση ὁ Πατήρ, ἄλλη ὁ Υἱός καί ἄλλη τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά κοινή εἶναι ἡ βούληση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στούς ἀνθρώπους, ὅμως, συμβαίνει τό ἀντίθετο, ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν δική του βούληση πού διαφέρει ἀπό τήν βούληση τῶν ἄλλων. Δέν ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἴδια θέληση-βούληση, ὅπως συμβαίνει στόν Τριαδικό Θεό. Γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι πρόσωπο, ὅπως συμβαίνει στόν Τριαδικό Θεό.
Ὁ ἁγιογράφος Ἰωάννης Βράνος παρουσίασε αὐτή τήν ἀλήθεια μέ ἕναν πίνακα. Στό πάνω μέρος τοῦ πίνακος γράφεται· «ἡ θεϊκή φύση», ἄν καί εἶναι ἄγνωστη, ἀλλά τό κάνει συγκαταβατικά, ὡς ἕνα ὁμοιόμορφο παραλληλόγραμμο σχῆμα μέσα στό ὁποῖο γράφει τά ὀνόματα Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ ἔχουν κοινή φύση καί ἐνέργεια, ὁπότε, γράφει «ἡ θεϊκή Φύση εἶναι ἄτμητη, κοινή τῶν τριῶν Προσώπων». Στό κάτω μέρος τοῦ πίνακος γράφει: «ἡ ἀνθρώπινη φύση» καί ζωγραφίζει ὀκτώ ἀνθρώπους διαφόρων ἡλικιῶν, πού ἀνήκουν σέ διαφορετικούς χρόνους ἡλικίας καί γράφει: «ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τεμαχισμένη σέ ἄτομα, σέ ἀνθρώπους».
Σέ ἄλλον πίνακα εἰκονίζει τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί τίς κτιστές ἐνέργειες τῶν ἀνθρώπων. Στό πάνω μέρος ζωγραφίζει τίς ἐνέργειες πού ἐξέρχονται ἀπό τήν οὐσία καί μέσα στήν οὐσία (κατ’ οἰκονομίαν) γράφει τά ὀνόματα Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα καί σημειώνει: «Ἀπό τήν ἄκτιστη Φύση τοῦ Θεοῦ πηγάζουν οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες. Ἐπειδή ἡ Φύση εἶναι κοινή τῶν Τριῶν Προσώπων καί οἱ ἐνέργειες τῆς Φύσης εἶναι κοινές τῶν τριῶν προσώπων». Στό κάτω μέρος τοῦ πίνακα γράφει: «οἱ κτιστές ἐνέργειες» καί ζωγραφίζει δύο ἀνθρώπους πού εἶναι χωριστά μεταξύ τους καί κάνουν διαφορετικό ἔργο, δηλαδή ἔχουν διαφορετικές ἐνέργειες καί σημειώνει: «Ἐπειδή ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει δική του ἰδιαίτερη φύση, ἀτομική, αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά ἔχουμε καί ἰδιαίτερες ἀτομικές ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες πηγάζουν ἀπό τήν δική μας φύση. Ἐνῶ ὁ ἕνας γράφει, ὁ ἄλλος σκάβει».
Ἀπό αὐτά πού παρουσιάσθηκαν πολύ περιληπτικά καί σύντομα ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι δέν πρέπει νά προσαρμόζουμε ἐπακριβῶς στόν ἄνθρωπο ὅ,τι γίνεται στόν Θεό. Ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι Θεός, Γιαχβέ, Πνεῦμα Κυρίου· Πατήρ, Υἱός, Ἅγιον Πνεῦμα· τρία Πρόσωπα, μία οὐσία, μία δόξα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ καί ὄχι πρόσωπο πού ἐνδιαφέρεται γιά τήν κατοχύρωση τῶν δικαιωμάτων καί τήν «ἀξιοπρέπεια καί τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου του». Πρέπει νά θεολογοῦμε παραδοσιακά καί ὄχι νά φιλοσοφοῦμε κοινωνιολογικά, ὑπαρξιακά καί στοχαστικά.–