Skip to main content

«Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης αὐτοβιογραφούμενος» στήν Ρουμανική γλώσσα

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Πρόλογος γιά τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου

Γνώρισα τόν ἅγιο Παΐσιο ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας. Χειροτονήθηκα Πρεσβύτερος τό 1972 καί τόν συνάντησα γιά πρώτη φορά τό 1974, ὅταν ἀσκήτευε στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔκτοτε εἶχα μιά διαρκῆ ἐπικοινωνία μαζί του, μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός μου ἁγίου Καλλινίκου, Μητροπολίτου Ἐδέσσης, τοῦ ἔλεγα τά σοβαρά θέματα πού μέ ἀπασχολοῦσαν καί ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντοῦσε μέ κατά Θεόν σοφία καί μέ ἰδιαίτερη διάκριση.

Πέρα ἀπό τίς πολλές συναντήσεις πού εἴχαμε, δύο ἀπό αὐτές ἦταν σημαντικές. Ἡ πρώτη, ὅταν ἀξιώθηκα νά κοιμηθῶ ἕνα βράδυ στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τόν ἄκουγα ὅλη τήν νύκτα νά προσεύχεται στό διπλανό κελλί, ὕστερα ἀπό μιά συνοδοιπορεία περίπου τεσσάρων (4) ὡρῶν, σάν μιά πορεία πρός Ἐμμαούς! Ἡ ἄλλη, ὅταν, ὕστερα ἀπό ἕνα γράμμα μου, ἦλθε στήν Ἔδεσσα ὅπου ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκῆρυξ γιά νά μοῦ ἀπαντήση ἐπί τόπου στό θέμα πού μέ ἀπασχολοῦσε, καί ἐκεῖ συνάντησε τόν ἅγιο Καλλίνικο, Ἐπίσκοπο Ἐδέσσης. Ἦταν, ὄντως, μιά εὐλογημένη συνάντηση ἑνός ἁγίου Ἐπισκόπου καί ἑνός ἐρημίτου ἡσυχαστοῦ.

Οἱ κατά καιρούς συμβουλές του μέ στήριξαν πάρα πολύ κατά τήν ἱεροκηρυκτική μου διακονία, τίς ὁποῖες θυμᾶμαι ἔντονα, καί μέ βοήθησαν ἰδιαίτερα στήν περαιτέρω ἐξέλιξή μου στήν Ἐκκλησία μετά τήν ἐκδημία τοῦ Γέροντός μου ἁγίου Καλλινίκου. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τόν ἅγιο Καλλίνικο καί ὅταν τόν συνάντησε πρώτη φορά στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους, εἶπε σέ στενό του πνευματικό παιδί: «Πρώτη φορά βλέπω τέτοιον Δεσπότη! Μέχρι τώρα δέν ἔχω δεῖ σάν τόν Καλλίνικο».

Ἐπειδή πίστευα ὅτι ὁ π. Παΐσιος εἶναι ἅγιος, γι’ αὐτό ἔστειλα αἴτηση στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαῖο, μόλις δέκα χρόνια μετά τήν κοίμησή του, γιά τήν ἁγιοκατάταξή του. Ἐπίσης, ἔγραψα ἕνα βιβλίο μέ τίτλο «ὁ ἅγιος Παΐσιος ὡς ἐμπειρικός θεολόγος» καί ὑπότιτλο «Μαρτυρική κατάθεση γιά ἕναν "ζωντανό ὀργανισμό" τῆς Ἐκκλησίας», «ὡς ἐμπειρικό θεολόγο», «ὡς νηπτικό ἡσυχαστή» Πατέρα, «ὡς θεραπευτή καί παρηγορητή τῶν ἀνθρώπων», «ὡς θεόπτη καί προφήτη», ὡς ὅμοιο μέ τόν ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος σέ ὅλη τήν ζωή του πάλευε μέ τούς δαίμονες, συνομιλοῦσε μέ τούς Ἁγίους, ἔβλεπε τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ, συναναστρεφόταν μέ τά ἄγρια ζῶα καί θεράπευε μέ τόν λόγο του τούς ἀνθρώπους. Μεγάλος, ὄντως, ἅγιος!

Μετά τήν ἁγιοκατάταξή του δημοσιεύθηκαν πολλά βιβλία γι’ αὐτόν, στά ὁποῖα κατεγράφηκαν διάφορα περιστατικά ἀπό τήν ζωή του καί πολλές συμβουλές πού ἔδινε στούς ἀνθρώπους. Σκέφθηκα νά συλλέξω τά ὅσα ἔλεγε ὁ ἴδιος στίς συζητήσεις πού εἶχε μέ τίς μοναχές τοῦ Ἡσυχαστηρίου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς, ἀπό τήν ζωή του γιά νά τίς βοηθήση. Ἔτσι, προῆλθε τό μικρό βιβλίο «ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης αὐτοβιογραφούμενος», πού ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος. Νομίζω ὅτι στίς διηγήσεις αὐτές εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Παΐσιος.

Ἡ Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Διακονέστι εἶχε τήν ἔμπνευση νά μεταφράση αὐτό τό βιβλίο στήν Ρουμανική γλώσσα καί τήν εὐχαριστῶ ἐκ καρδίας. Οἱ ἀναγνῶστες θά δοῦν ἕναν ἅγιο νά ὁμιλῆ γιά τήν ζωή του ὡσάν νά «αὐτοβιογραφῆται».

Δοξάζω τόν Θεό πού ὁδήγησε τά βήματά μου σέ ἁγίους, ὅπως τόν Γέροντά μου ἅγιο Καλλίνικο, Μητροπολίτη Ἐδέσσης, μέ τόν ὁποῖο ἔμεινα στό Ἐπισκοπεῖο δεκαπέντε (15) χρόνια καί τοῦ «ἔκλεισα» τά μάτια, ἀλλά καί τόν ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, τόν ἅγιο Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν ἅγιο Σωφρόνιο τόν Ἀθωνίτη τοῦ Ἔσσεξ, τόν ἅγιο Πορφύριο κ.ἄ. Ὅσοι διαβάσετε αὐτό τό βιβλίο παρακαλῶ νά προσευχηθῆτε νά μή φανῶ ἀνάξιος τόσων μεγάλων δωρεῶν, ἀλλά νά βρῶ ἔλεος ἀπό τόν Θεό κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γεγονὸς καὶ σχόλιο: Τά δυστυχήματα

Πολλά εἶναι τά δυστυχήματα στήν σύγχρονη ἐποχή, μέ τά αὐτοκίνητα, τά τραῖνα, τά ἀεροπλάνα, τά πλοῖα, τά ὁποῖα προξενοῦν τόν θάνατο στούς ἀνθρώπους καί ποικίλους τραυματισμούς, καί προκαλοῦν πολύ πόνο καί μεγάλη ὀδύνη. Πρίν δυό χρόνια εἴχαμε τό τραγικό δυστύχημα, τήν τραγωδία στά Τέμπη μέ τήν σύγκρουση δύο τραίνων, μιᾶς ἐπιβατικῆς καί μιᾶς ἐμπορικῆς ἁμαξοστοιχίας. Εἶπαν ὅτι ἦταν «ἀνθρώπινο λάθος», «ἀνικανότητα τῶν ὑπευθύνων», «μή ἐκσυγχρονισμός τῶν συγκοινωνιῶν» κ. ἄ. Πολλά εἶναι τά αἴτια καί τό καθένα ἔχει τήν σημασία του. Οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Πολιτείας ἔχουν εὐθύνη γιά τήν ἀδράνεια ὡς πρός τήν διοίκηση τῶν ἀνθρώπων, καί γι’ αὐτό ἀναλαμβάνουν αὐτές τίς ὑπεύθυνες θέσεις καί ψηφίζονται ἀπό τόν λαό.

Στίς πολλές συζητήσεις πού εἶχα κατά καιρούς μέ τόν ἅγιο Παΐσιο, τόν Ἁγιορείτη, κάποτε ἀναφέρθηκε καί στό θέμα αὐτό, ἀπό μιά συγκεκριμένη ἀφορμή, κάποιο ἄλλο δυστύχημα τήν ἐποχή ἐκείνη. Ὅπως εἶναι γνωστόν ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦταν θεοφώτιστος ἄνθρωπος, ἔξυπνος – εὐφυής, ἀλλά καί καθαρός στήν σκέψη του καί γι’ αὐτό τά ὅσα ἔλεγε ἦταν θεοφώτιστα, καθαρά, ἀπαλλαγμένα ἀπό σκοπιμότητες, ἦταν καί σοφά.

Μοῦ εἶπε ὅτι στήν ἐποχή μας συμβαίνουν τρία γεγονότα.

Πρῶτον, οἱ μετακινήσεις τῶν ἀνθρώπων στούς δρόμους καί στόν ἀέρα ἔχουν αὐξηθῆ πολύ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὁδηγοῦν αὐτοκίνητα, μετακινοῦνται μέ τά μεταφορικά μέσα, πολλά ἀεροπλάνα πετοῦν στόν ἀέρα, πλοῖα ταξιδεύουν στίς θάλασσες καί τραῖνα κινοῦνται στίς σιδηροδρομικές γραμμές. Τά μεταφορικά μέσα ἔχουν αὐξηθῆ σέ μεγάλο βαθμό.

Δεύτερον, οἱ ἄνθρωποι πού ὁδηγοῦν τά αὐτοκίνητα, τά ἀεροπλάνα, τά τραῑνα, τά πλοῖα, ἔχουν συγχρόνως πολλά ἀτομικά καί οἰκογενειακά προβλήματα, στενοχώριες, πόνο καί τό κυριότερο δέν ξεκουράζονται τήν νύχτα, ὅσες ὧρες χρειάζεται ὁ ὀργανισμός γιά νά ἀναπαυθῆ. Ἐπειδή ἔχουν προβλήματα καί θέλουν νά ψυχαγωγηθοῦν τίς νυχτερινές ὧρες ὁ ὕπνος τους εἶναι ἐλάχιστος, ἤ τουλάχιστον ὄχι ὁ ἀπαραίτητος. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά ὁδηγοῦν ἄυπνοι, κουρασμένοι, στενοχωρημένοι καί πονεμένοι.

Τρίτον, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα, ἤ ἕνας μεγάλος ἀριθμός ἀνθρώπων λαμβάνουν πολλά φάρμακα ἀπό διάφορες ἀσθένειες, τά ὁποῖα ἔχουν καί τίς παρενέργειές τους, κυρίως στόν νευροψυχικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπιπλέον, πολλοί ἄνθρωποι λαμβάνουν «ψυχοτρόπες οὐσίες», «ψυχοφάρμακα», τά ὁποῖα μειώνουν τήν προσοχή καί τήν ἑτοιμότητα.

Γιά τούς τρεῖς αὐτούς λόγους, ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος, πρέπει νά εὐγνωμονοῦμε τόν Θεό πού μᾶς προστατεύει. Μέ τήν κατάσταση αὐτή τῶν ἀνθρώπων θά μποροῦσε κάθε ἡμέρα νά γίνονται δυστυχήματα, ἄν ὁ Θεός δέν ἐπενέβαινε μέ τήν ἀγάπη Του καί τήν φιλανθρωπία Του. Αὐτά, βέβαια, δέν πρέπει νά λειτουργοῦν ὡς «ἄλλοθι» γιά τήν ἀδιαφορία ἤ τήν μειωμένη ὑπευθυνότητα τοῦ Κράτους, στό νά ἐκσυγχρονίζη τίς ἀνάλογες ὑπηρεσίες καί νά τίς στελεχώνη μέ τούς κατάλληλους ἀνθρώπους, πού σημαίνει, ὅπως μοῦ εἶπε κάποιος αὐτές τίς ἡμέρες, νά ὑπάρχη ἀξιοκρατία καί ἀξιολόγηση. Ἀλλά οἱ τρεῖς παράγοντες, πού ἀναφέρθηκαν προηγουμένως, μαζί μέ τήν νοοτροπία τῆς «ἥσσονος προσπάθειας» πού παρατηρεῖται σήμερα καί τόν μή ἐκσυγχρονισμό τῶν μέσων μετακινήσεως τῶν ἀνθρώπων, συντελοῦν στήν αὔξηση τῶν δυστυχημάτων. Ἐν πάσῃ περιπτώσει πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιατί μᾶς προστατεύει μέ τήν ἀγάπη Του, ἐνῶ ἐμεῖς συμπεριφερόμαστε ἀφελῶς, καί ἀμελῶς!

Ν.Ι.

Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Παΐσιον τόν Ἁγιορείτην

 Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου

«Εὐλογητός ὁ Θεός καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ», ὁ «προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ, εἰς ἔπαινον δόξης τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἐν ᾗ ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς ἐν τῷ ἠγαπημένῳ» (Ἐφ. α΄, 3,5-6), ὁ ἀναγεννήσας ἡμᾶς καί καταστήσας ἡμᾶς μέλη τοῦ ἁγιασμένου Σώματός Του, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας Του.

Εὐλογητός ὁ Θεός διά τήν Ἁγίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, τό εὐλογημένον σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἰς τό ὁποῖο ἁγιαζόμαστε καί γνωρίζουμε «τό ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ» (Ἐφ. α΄, 19) καί εἰς τό ὁποῖο ζοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τά Μυστήρια καί τήν ἀσκητική ζωή. «Ὦ, βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ!» (Ρωμ. ια΄, 33).

Εὐλογητός ὁ Θεός, διότι Αὐτός ἐφώτισε τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαῖον καί τήν περί αὐτόν Ἱεράν Σύνοδον νά ἀκούσουν τήν φωνή τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, Κληρικῶν, Μοναχῶν καί λαϊκῶν, καί νά κατατάξουν τόν μοναχόν π. Παΐσιον τόν Ἁγιορείτην εἰς τάς δέλτους τῶν ἁγίων, εἰς τό Συναξάριον τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἀληθινή ἐκκλησιαστική ἱστορία.

Εὐλογητός ὁ Τριαδικός Θεός, διότι ἀνέδειξε καί ἀναδεικνύει εἰς τήν ἐποχή μας ἠγαπημένους ἁγίους, οἱ ὁποῖοι διέπρεψαν στήν πράξη καί τήν θεωρία, τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό, τόν δοξασμό καί τήν γνώση, καί ἐμεγάλυνε τούς φίλους Του, οἱ ὁποῖοι παρέδωκαν τόν ἑαυτόν τους στήν ἀγάπη Του, καί ἁγιάσθηκαν, ἀνεδείχθησαν μέλη τίμια τοῦ εὐλογημένου Σώματός Του, ἐκλεκτοί φίλοι Του, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν τό μυστήριον τῆς σωτηρίας, ἤτοι τό μυστήριον τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐνδόξου κενώσεώς Του, «τῆς θεολογίας τῆς ἀσθενείας Του», κατά τό ἅγιον Διονύσιον τόν Ἀρεοπαγίτην, καί «τήν θεολογίαν τῆς (θείας) ὡραιότητος», κατά τόν ἅγιον Ἀνδρέα Κρήτης.

Εὐλογητός ὁ Θεός διά τήν παρουσίαν εἰς τούς καιρούς μας εὐλογημένου καί ἐξαγιασμένου Πατρός, τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος ἐμεγάλυνε εἰς τήν ζωήν του τό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἐμεγαλύνθη ὑπ᾿ Αὐτοῦ.

Ὁρμώμενος κἀγώ ἀπό τήν ἀγάπη ὅλων ὅσοι τόν γνώρισαν καί εὐεργετήθηκαν ἀπό τήν προσευχή καί τήν καθοδήγησή του, εἰς τό νά ἀνυμνήσω τόν ἐν ἁγίοις θαυμαστόν πατέρα Παΐσιον, καί συγκρατούμενος ἀπό τήν περιωπή τοῦ ἐγκωμιαζομένου Πατρός, συστέλλομαι φόβῳ καί τρόμῳ, εὑρισκόμενος πρό τοῦ μυστηρίου τῆς κενώσεως καί τῆς θεώσεως τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἀνδρός, ἀλλά καί συνεχόμενος συγχρόνως ἀπό καρδιακό πόθο. Φόβος καί πόθος καταλαμβάνουν τήν ψυχή μου. Τί εἴπω καί τί λαλήσω περί τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ πάνυ θαυμαστοῦ καί μεγάλου, τοῦ κρατίστου ἀσκητοῦ καί ἐρημίτου; Οἱ λίθοι, οἱ βράχοι καί οἱ πέτρες κεκράξονται περί αὐτοῦ. Ἀληθῶς τά ὄρη καί τά σπήλαια, οἱ πεδιάδες καί οἱ πόλεις, τά Μοναστήρια καί τά ἀσκητήρια, οἱ Σκῆτες καί τά ἐρημητήρια βοοῦν περί αὐτοῦ, καί ἐξυμνοῦν τήν θαυμαστήν ἀσκητικήν πολιτείαν του, τήν νοερά καρδιακή προσευχή του, τά πυρφόρα δάκρυά του ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, τήν θεόπνευστη καί διακριτική διδαχή του, ἀλλά, κυρίως, τό μυστήριον τῆς εὐλάλου σιωπῆς καί τῆς νοερᾶς κραυγῆς του πρός τόν Θεόν ὑπέρ ἑαυτοῦ καί ὁλοκλήρου τῆς οἰκουμένης.

Ἀλλά, κυρίως, κράζουν οἱ καρδιές τῶν πνευματικῶν του υἱῶν καί θυγατέρων, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ὁποίους ἐγνώρισαν τήν μετατροπή τῶν λιθίνων καρδιῶν τους σέ σάρκινες καί πνευματικές καρδιές (πρβλ. Β΄ Κορ. γ΄, 3), μέσα στίς ὁποῖες ἐγράφη ὁ πύρινος καί φλογερός λόγος του, καί ἔγιναν ἱερή «στηλογραφία» (Ψαλμ. ιε΄), ἀλλά καί ἄκουσαν τόν ἱερό προφητικό λόγο του, ὁ ὁποῖος ἔπιπτε καί πίπτει στίς καρδιές τους «ὡς δρόσος Ἀερμὼν ἡ καταβαίνουσα ἐπὶ τὰ ὄρη Σιών» (Ψαλμ. ρλβ΄, 3), ὡς ἁπαλή βροχή καί ὄχι ὡς καταρρακτώδης ὑετός, καί τίς μετέτρεπε σέ ἀγρόν καλλιεργήσιμον πρός ἁγιασμόν καί σωτηρίαν. Κράζουν ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει ὅσοι γεύθηκαν δι᾿ αὐτοῦ τό μυστήριον τῆς σωτηρίας, δοκίμασαν τόν ἄκρατον οἶνον τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐμέθυσαν ἀπό τόν ἄκρατον οἶνον τοῦ Πνεύματος.

Οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ Κληρικοί, οἱ Μοναχοί, οἱ Χριστιανοί καί τά τίμια μέλη τοῦ «πνευματικοῦ Φροντιστηρίου» τό ὁποῖο ἐκεῖνος καθοδηγοῦσε πνευματικά, ἤγουν ἡ Ἡγουμένη καί οἱ ἀδελφές τοῦ Ἡσυχαστηρίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς, ὅπου καί παραμένει τό ἱερό σκήνωμά του, ἐγνώρισαν τόν ἐν ἁγίοις ἡμῶν Πατέρα Παΐσιον, τόν Ἁγιορείτην, ὁ ὁποῖος μετέφερε στίς ἡμέρες μας ὄχι μόνον τήν ἔνδοξη Καππαδοκική παράδοση, ἀλλά τόν βίο καί τήν πολιτεία τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, τῶν ὁσίων ἐρημιτῶν καί Πατέρων τοῦ Γεροντικοῦ, τῶν Μαρτύρων καί Ὁμολογητῶν τῆς πίστεως. Ἐγνώρισαν ἕναν ζωντανό ὀργανισμό, ὁ ὁποῖος τούς μετέδωσεν ζωήν κατά Θεόν, τούς ἔδωσε τό «ζῶν δόγμα» τῆς πίστεως. Ἐκεῖνος παρέλαβε τήν πνευματική ζωή ἀπό ζωντανό ὀργανισμό, τόν ἅγιον Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη, ἐθήλασε ἐξ αὐτοῦ τό ἀμώμητο γάλα τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἐτελειώθη κατά Χριστόν καί στήν συνέχεια ὁ ἴδιος ἔγινε βίβλος ζωῆς, πηγή ὕδατος ζῶντος, ἱερός μαστός κατά Χριστόν σέ ὅσους ἔτρεχαν κοντά του γιά νά ἀκούσουν «ρήματα ζωῆς αἰωνίου» (Ἰω. στ΄, 68). Ὅλοι ὅσοι τόν γνώρισαν καί ἀκολούθησαν τίς συμβουλές του εἶναι, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ ἐπιστολὴ αὐτοῦ «ἐγγεγραμμένη ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπό πάντων ἀνθρώπων» (Β΄ Κορ. γ΄, 2).

Συλλαμβάνω τόν πόθο καί τήν ἀγάπη τῶν καρδιῶν τῶν ἀναρίθμητων ἀνθρώπων πού ζοῦν σέ ὅλην τήν οἰκουμένην, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, Ἐπισκόπων καί μοναχῶν, Ἁγιορειτῶν καί κοσμικῶν, ὑγιῶν καί ἀσθενῶν, οἱ ὁποῖοι ἐγνώρισαν τόν ἅγιον Παΐσιον καί διαφυλάσσουν στήν καρδία τους «λόγον ἀγαθόν καί σωτήριον», ὁ ὁποῖος ἐκπορευόταν ἀπό τά ἁγιασμένα χείλη του. Συλλαμβάνω, ἐπίσης, καί τήν εὐγνωμοσύνη ὅλων τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐδοκίμασαν τίς θαυματουργικές ἐπεμβάσεις του, ὅσο ζοῦσε καί μετά τήν κοίμησή του, καί ὅσους ἐθεράπευσε ἀπό ἀσθένειες σωματικές, ψυχικές καί δαιμονικές, καί τούς προσανατόλισε στόν δρόμο πρός τόν ἁγιασμό.

Ὁ λόγος μου εἶναι ἀσθενικός καί ἀδύναμος νά παρουσιάση τήν δόξα τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Σιναΐτου καί Ἁγιορείτου καί γενικά τοῦ παγκοσμίου αὐτοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου, τοῦ ἀληθοῦς οἰκουμενικοῦ διδασκάλου. Ἄν μποροῦσα νά σιωπήσω καί νά ἀφήσω νά ἐκδηλωθῆ τό ξεχείλισμα τῶν καρδιῶν ὅσων τόν γνώρισαν πνευματικά, τότε εἶμαι βέβαιος ὅτι θά σχηματιζόταν μιά ἰσχυρή κραυγή «ὡς φωνήν ὑδάτων πολλῶν» (Ἀποκ. ιθ΄, 6), ὡς φωνή καταρρακτῶν ἐξ οὐρανοῦ, πού θά ἀντηχοῦσε σέ ὅλη τήν οἰκουμένη καί πέραν τῆς γῆς, θά σχηματιζόταν ἕνα ποτάμιον ρεῦμα δοξολογίας, εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεό, «τόν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. θ΄, 8), δηλαδή στούς φίλους Του, στά μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του, μεταξύ τῶν ὁποίων συγκαταλέγεται καί ὁ ἐν ἁγίοις θαυμαστός μοναχός Παΐσιος.

Βεβαίως, ὁ Χριστός εἶναι «σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α΄ Τιμ. δ΄, 10), ἀλλά στούς ἁγίους κατοικεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, καί ὁμιλεῖ δι᾿ αὐτῶν «ἐπί τόπου πεδινοῦ» (Λουκ. στ΄, 17), ἀκόμη ἀποκαλύπτεται δι᾿ αὐτῶν «εἰς ὄρος ὑψηλόν» (Μάρκ. θ΄, 2), ἀναλόγως μέ τήν πνευματική κατάσταση τοῦ κάθε φίλου Του. Καί ἀπό τήν ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου ὁμιλοῦσε «ὁ Κύριος Σαβαώθ, ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων» (πρβλ. Ἡσ. στ΄) ἐπί «ὄρους ὑψηλοῦ» (πρβλ. Μάρκ. θ΄, 2), ἀπό τῆς ὑψηλῆς –λόγῳ καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως– καρδίας του, διότι ὁ μακάριος Πατήρ, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί μέ τόν δικό του ζῆλο, ἔγινε ὄρος ὑψηλόν, θρόνος τοῦ Κυρίου τῆς δόξης.
Τί ἦταν, λοιπόν, ὁ ἅγιος Παΐσιος;

Εὐλογήθηκε ἐκ κοιλίας τῆς μητρός του ἀπό μακάριο ἄνδρα, τόν ὅσιο Πατέρα μας Ἀρσένιο, τόν Καππαδόκη, τοῦ ὁποίου τά ἱερά λείψανα φυλάσσονται στό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς, καί προσφέρθηκε μέ τά τίμια καί ἅγια χέρια του στόν Θεό ἀπό τήν βρεφική του ἡλικία, καί ἐπί πλέον ἔλαβε τό ὄνομα καί τήν χάρη του καί ἀπό τήν νεότητά του ἔστρεψε ὅλον τόν πόθο του πρός τόν Θεό καί ἔτσι ἔζησε μέ ἁγιότητα, ἀλλά καί μέ ἁγιότητα καί μαρτύριο ἐκοιμήθη. Ἀσκήτευσε στήν Κόνιτσα, στό ἁγιώνυμον Ὄρος, στό θεοβάδιστον ὄρος Σινᾶ καί πάλιν στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔζησε κοινοβιακή, ἰδιόρρυθμη, ἡσυχαστική, ἐρημική καί σκητιωτική ζωή σέ ὅλο τό πλάτος καί τό βάθος αὐτῶν τῶν τρόπων ζωῆς καί ἀνῆλθε σέ ὕψος θεοπτίας καί ἔτσι ἔλαβε μεγάλη πείρα, καθοδηγώντας μέ διακριτικό καί ἀπλανῆ τρόπο ὅλους, καί τούς ἐγγάμους καί τούς ἀγάμους, καί τούς νέους καί τούς μεσήλικες καί τούς γέροντες καί τούς ἀναρχικούς καί τούς εὐλαβεῖς στήν μοναχική πολιτεία καί στήν ζωή, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.

Ὅπως ὅλοι διαβεβαιώνουν μέ γραπτές καί προφορικές μαρτυρίες, ἦταν φίλος τοῦ Χριστοῦ, τέκνον τοῦ Θεοῦ, κατοικητήριον ἱερό καί τίμιο τοῦ Παντάνακτος Βασιλέως τῆς δόξης, φίλος καί θεατής τῶν ἁγίων, ἔχοντας χρισθῆ ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἔχοντας βιώσει τόν σταυρό τῆς ἀσκήσεως, τοῦ μαρτυρίου τῆς συνειδήσεως καί τῆς ἀγάπης, ἀφιερωμένος ὁλοκληρωτικά στόν Θεό, καθώς καί υἱός τοῦ φωτός καί θεοδίδακτος θεατής καί ἐκφραστής τῶν μυστηρίων, βυθισμένος στήν ταπείνωση καί τήν μετάνοια, μέ μεγάλη ἀγάπη γιά τήν ἄσκηση πέρα ἀπό τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, θεατής τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ, κρατώντας τά ἀρώματα τοῦ Θείου Πνεύματος μέσα στό εὔθραυστο σῶμα του καί ἐν ὀλίγοις ἦταν «ὑπερόπτης τῶν κάτω καί παρεπίδημος, ἐραστής καί θεατής τῶν ἄνω καί ἐρημοπολίτης».

Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἀναδείχθηκε ὁμοιόβαθμος καί ἰσότιμος τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν καί ἁγίων στήν ἄσκηση, τήν ταπείνωση, τήν ὑπακοή, τήν ἀκτημοσύνη, τήν ξενιτεία, τήν ἡσυχία, τήν θεοπτία, κοσμούμενος μέ σπάνιες ἀρετές καί πληρούμενος ἀπό τήν Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε μέ τά χαρίσματα τῆς ἀέναης προσευχῆς, ἰδιαίτερα ὑπέρ αὐτῶν πού πονοῦν κατ᾿ ἄμφω, δηλαδή καί στήν ψυχή καί στό σῶμα, καί ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Ἐπίσης ἦταν κοσμημένος καί μέ τά χαρίσματα τῆς διοράσεως καί προοράσεως, τῶν θεραπειῶν καί πάρα πολλῶν ἄλλων χαρισμάτων. Ἀπενέκρωσε τελείως τά πάθη τῆς σαρκός μέ προσευχές, νηστεῖες καί ἀγρυπνίες πολλές, εἶδε τόν Χριστό μέσα στήν δόξα Του, εἶδε τήν Θεοτόκο καί τούς ἁγίους, συνομίλησε μαζί τους καί γεύθηκε τά δῶρα τά ὁποῖα τοῦ χάρισαν∙ εἶδε ἀγγέλους καί τόν φύλακά του ἄγγελο καί δέχθηκε ἀπό αὐτούς φιλάνθρωπη διακονία, ἐπειδή αὐτοί (οἱ ἄγγελοι) εἶναι πνεύματα πού διακονοῦν τούς ἀνθρώπους μέ σκοπό τήν σωτηρία τους∙ γνώρισε τά ἔσχατα ἀπό αὐτήν τήν ζωή, εἶχε ἐμπειρία τῆς εἰς τούς οὐρανούς Ἐκκλησίας μέ τό μεταμορφωμένο σῶμα του, ἀκόμα ἀπό τήν κοίμησή του, ἡ ὁποία εἶναι συγχρόνως μαρτυρική καί ὁσιακή, μακάρια, πράγματι, τελείωση.

Ἀσκοῦσε, ἄν καί μοναχός, ἔμμεση ποιμαντική διακονία, μέ πλήρη σεβασμό πρός τόν ἱερό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαλλάσσοντας τούς ἀσθενεῖς ἀπό τίς δαιμονικές ἐπιδράσεις πού ἐνεργοῦν στούς λογισμούς, στίς ἐπιθυμίες καί στά σώματά τους, καθιστώντας εὐθεῖς τούς δρόμους διέλευσης τοῦ Κυρίου στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ἐπιτελώντας κάθε εἴδους ἰάσεις καί διδάσκοντας τά μυστήρια τοῦ Πνεύματος σέ αὐτούς πού ἐπιθυμοῦν νά μετάσχουν σέ αὐτά. Ὁ θεοδίδακτος λόγος τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἀσκητοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκδοθῆ σέ ἕξι τόμους ἀπό τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Σουρωτή, εἶναι μνημεῖο ἀνθρώπου πού μεταμορφώθηκε ἀπό τό ἄκτιστο θεῖο Φῶς. Ἀνεχώρησε, πράγματι, ὁ ἅγιος αὐτός μοναχός ἀπό τήν βιολογική καί φυσική του οἰκογένεια, ἀποκτώντας σέ βάθος τό χάρισμα τῆς ξενιτείας, καί εἰσῆλθε στήν οἰκογένεια τοῦ Ἀδάμ, ἀφοῦ βίωσε τόν πόνο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ἄκουσε τούς στεναγμούς αὐτῶν πού ζοῦν μετά τόν θάνατο καί πληροφορήθηκε, κατά τόν ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, «ἐν αἰσθήσει καί πληροφορίᾳ».

Τί εἴπω καί τί λαλήσω περί τοῦ ἁγίου αὐτοῦ μοναχοῦ; Ὁ λόγος εἶναι ἀδύνατος μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς ζωῆς του. Τί ἦταν, λοιπόν, ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὁ ἄγνωστος στούς πολλούς, πού βλέπουν ἐντελῶς ἐπιφανειακά καί ἐξωτερικά; Ἀποκαλυπτικός εἶναι ἕνας δικός του λόγος, τόν ὁποῖον ἀπεκάλυψε στίς μοναχές τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Σουρωτῆς, πού δείχνει τό μεγαλεῖο τῆς ζωῆς του: «Ὅταν ἤμουν στά Κατουνάκια, στό Κελλί τοῦ Ὑπατίου, ἕνα ἀπόγευμα, ἀφοῦ ἔκανα τόν Ἑσπερινό μέ κομποσχοίνι, ἤπια ἕνα τσάϊ καί συνέχισα. Ἔκανα τό Ἀπόδειπνο καί τούς Χαιρετισμούς μέ κομποσχοίνι, καί ὕστερα ἔλεγα τήν εὐχή. Ὅσο τήν ἔλεγα, τόσο ἔφευγε ἡ κούραση καί αἰσθανόμουν ξεκούραστος. Ἔνιωθα μέσα μου μιά χαρά, πού δέν μοῦ ἔκανε καρδιά νά κοιμηθῶ∙ ἔλεγα συνέχεια τήν εὐχή. Γύρω στίς ἕντεκα τήν νύχτα γέμισε ξαφνικά τό κελλί μέ ἕνα φῶς γλυκό, οὐράνιο. Ἦταν πολύ δυνατό, ἀλλά δέν σέ θάμπωνε. Κατάλαβα ὅμως ὅτι καί τά μάτια μου "δυνάμωσαν", γιά νά μπορῶ νά ἀντέξω αὐτήν τήν λάμψη. Ὅσο ἤμουν σέ αὐτήν τήν κατάσταση, μέσα στό θεῖο ἐκεῖνο φῶς, ἤμουν σ᾿ ἕναν ἄλλον κόσμο, πνευματικό. Αἰσθανόμουν μιά ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση, καί τό σῶμα μου ἀνάλαφρο· εἶχε χαθῆ τό βάρος τοῦ σώματος. Ἔνιωθα τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν θεῖο φωτισμό. Θεῖα νοήματα περνοῦσαν γρήγορα ἀπό τόν νοῦ μου σάν ἐρωταποκρίσεις. Δέν εἶχα προβλήματα, οὔτε θέματα νά ρωτήσω, ὅμως ρωτοῦσα καί εἶχα συγχρόνως καί τήν ἀπάντηση. Ἦταν ἀνθρώπινα λόγια οἱ ἀπαντήσεις, εἶχαν ὅμως καί θεολογία, ἀφοῦ ἦταν θεῖες ἀπαντήσεις. Καί ἦταν τόσο πολλά ὅλα αὐτά, ὥστε, ἄν τά ἔγραφε κανείς, θά γραφόταν ἄλλος ἕνας Εὐεργετινός.

Αὐτό κράτησε ὅλη τήν νύχτα, μέχρι τίς ἐννιά τό πρωΐ. Ὅταν πιά χάθηκε ἐκεῖνο τό φῶς, ὅλα μοῦ φαίνονταν σκοτεινά. Βγῆκα ἔξω καί ἦταν σάν νύχτα. "Τί ὥρα εἶναι; Δέν ἔφεξε ἀκόμη;", ρώτησα ἕναν μοναχό πού περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ. Ἐκεῖνος μέ κοίταξε καί μοῦ ἀπάντησε μέ ἀπορία: "Τί εἶπες, πάτερ Παΐσιε;". "Τί εἶπα;", ἀναρωτήθηκα καί μπῆκα μέσα. Κοιτάζω τό ρολόι καί τότε συνειδητοποίησα τί εἶχε συμβῆ. Ἡ ὥρα ἦταν ἐννιά τό πρωΐ, ὁ ἥλιος ἦταν ψηλά, κι ἐμένα μοῦ φαινόταν σάν νύχτα! Ὁ ἥλιος δηλαδή μοῦ φαινόταν ὅτι ἴσα ἴσα φώτιζε· σάν νά εἶχε γίνει ἔκλειψη ἡλίου. Ἤμουν σάν ἕναν πού πετιέται ἀπότομα ἀπό τό δυνατό φῶς στό σκοτάδι· τόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορά! Μετά ἀπό ἐκείνη τήν θεϊκή κατάσταση βρέθηκα στήν ἄλλη, τήν φυσική, τήν ἀνθρώπινη, καί ξεκίνησα νά κάνω ὅπως κάθε μέρα τό πρόγραμμά μου. Ἔκανα λίγο ἐργόχειρο, ἔκανα τήν Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν μέ κομποσχοίνι, μετά τήν Ἐνάτη ὥρα ἔβρεξα λίγο παξιμάδι γιά νά φάω, ἀλλά ἔνιωθα σάν ζῶο πού πότε ξύνεται, πότε βόσκει, πότε χαζεύει καί ἔλεγα μέσα μου: "Γιά δές μέ τί ἀσχολοῦμαι! Τόσα χρόνια ἔτσι τά πέρασα;". Μέχρι τό ἀπόγευμα εἶχα τέτοια ἀγαλλίαση, πού δέν ἔνιωθα τήν ἀνάγκη νά ξεκουραστῶ. Τόσο δυνατή ἦταν ἡ κατάσταση αὐτή. Ὅλη ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔβλεπα θαμπά· ἴσα ἴσα πού μποροῦσα νά κάνω τήν δουλειά μου. Καί ἦταν καλοκαίρι· ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τήν ἄλλη μέρα ἄρχισα νά βλέπω τά πράγματα φυσιολογικά. Ἔκανα τό ἴδιο τυπικό, ἀλλά δέν ἔνιωθα πιά ἔτσι, σάν ζῶο».

Αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Παΐσιος. Ἀπό αὐτόν τόν θεῖο δοξασμό προέρχονταν οἱ θεολογικές διδασκαλίες του, ὁ προφητικός παρακλητικός λόγος του, κατά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ «παρακαλεῖτε, παρακαλεῖτε τόν λαόν μου» (Ἡσ. μ΄, 1), τό προορατικό καί διορατικό του χάρισμα, οἱ θαυματουργικές ἐπεμβάσεις του, τό φωταυγές πρόσωπό του, ἡ ἱλαρότητα τῆς καρδιᾶς του, ἡ νοερά ἡσυχία τοῦ πνεύματός του, ὁ διαυγής καί ἀφάνταστος νοῦς του, ἡ ἀκένωτη κενωτική ἀγάπη του, ἡ μαρτυρική διάθεσή του, ἡ ἀέναη δοξολογία του, ἡ κατά Θεόν πολιτεία του.

Ἅγιε Παΐσιε, τώρα πού ζῆς εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διαρκῶς εἰς τό ἄπλετο καί ἐπέραστο Φῶς τῆς θείας Δόξης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἰς τήν Ἐκκλησία τῶν Πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς, εἰς τήν ἄκτιστη αὐτήν Πόλη καί Μητρόπολη, εἰς τήν ὁποία, κατά τήν ἱερά Ἀποκάλυψη, δέν ὑπάρχει Ναός, διότι «ὁ Κύριος ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ ναός αὐτῆς ἐστι, καὶ τό ἀρνίον. καὶ ἡ πόλις οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης ἵνα φαίνωσιν αὐτῇ· ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν (καί φωτίζει) αὐτήν, καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τό ἀρνίον... καὶ οἱ πυλῶνες αὐτῆς οὐ μὴ κλεισθῶσιν ἡμέρας· νὺξ γὰρ οὐκ ἔσται ἐκεῖ» (Ἀπ. κα΄, 22-25), βλέψον ἱλέῳ ὄμματί σου πρός τόν εὐλογημένον λαό τοῦ Κυρίου, πού βρίσκεται στόν βίο αὐτό μέ τίς διαρκεῖς ἐναλλαγές τοῦ κτιστοῦ φωτός τοῦ ἡλίου καί τοῦ σκότους τῆς νυκτός, μέ τά θηρία πού ἐξέρχονται ἀπό τίς μάνδρες αὐτῶν κατά τήν διάρκεια τῆς νοητῆς νυκτός, μέ τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. ε΄, 8), μέ τόν πόνο ἀπό τήν φθαρτότητα, τήν παθητότητα καί τήν θνητότητα, μέ τά προβλήματα καί τίς δυσκολίες, καί πρέσβευε στόν ἀγαπήσαντά σε Θεό καί ἠγαπημένον σφόδρα ὑπό σοῦ ὑπέρ ὅλων ἡμῶν μέ τήν παρρησία πού ἀπέκτησες εἰς τόν Θεόν, ἤγουν πρέσβευε ὑπέρ Κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν, ὑπέρ ἀποκαστάσεως τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὑπέρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν.

Ἄρχισα, εὐλογημένοι ἑορταστές ὅπου γῆς καί φίλοι τοῦ φίλου τοῦ Θεοῦ, ἄρχισα τίς σκέψεις μου μέ τόν ἀποστολικό λόγο: «Εὐλογητός ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ», «ὁ προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διά Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατά τήν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ, εἰς ἔπαινον δόξης τῆς Χάριτος αὐτοῦ ἐν ᾗ ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς ἐν τῷ ἠγαπημένῳ» (Ἐφ. α΄, 3,5-6). Καί θέλω νά περατώσω τόν λόγο μέ τήν εὐχαριστήρια ἀποστροφή. Εὐχαριστοῦμε τόν οὐράνιο Πατέρα πού μᾶς ἐχαρίτωσε μέ τόν ἠγαπημένο Υἱόν Του. Εὐχαριστοῦμε τόν ἠγαπημένο Υἱό τοῦ Θεοῦ, γιατί μᾶς ἐχάρισε τόν ἅγιο Παΐσιο, τόν δικό Του καί δικό μας ἠγαπημένο ἅγιο. Γι᾿ αὐτό προσευχόμαστε: Ἅγιε ἔνδοξε Παΐσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν τῶν δεομένων σου ἐκτενῶς καί καρδιακῶς.

Κύριο ἄρθρο: Ἅγιος Παΐσιος: «Νά δοξάσετε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐπιστήμης»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Ἅγιος Παΐσιος: «Νά δοξάσετε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐπιστήμης»

Ὁ λόγος αὐτός πού ἔθεσα στήν ἐπικεφαλίδα τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου ἀπό μιά ἐπιστολή, πού μάλιστα εἶναι χειρόγραφη.

Τό λέγω αὐτό, γιατί μερικοί μεταφέρουν λόγια πού εἶπε ὁ ἅγιος Παΐσιος προφορικά σέ αὐτούς, πού ἐνδεχομένως δέν σώ­ζονται στήν αὐθεντική τους ἔκφραση. Ἄν ἀπό ἕναν λόγο ἀλλά­ξη κανείς μία λέξη μπορεῖ νά ἐξαχθῆ ἕνα διαφορετικό νόημα.

Διαβάζοντας τό βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου Παϊσίου, ὑποτα­κτικοῦ τοῦ ἁγίου Παϊσίου, μέ τίτλο «Μύρον ἐκκενωθέν» (ἐκδ. Ἱ Μ. Ἁγίου Ἱλαρίωνος, Πρόμαχοι Ἀριδαίας), εἶδα ὅτι διασώζει πολλά περιστατικά ἀπό τήν πολυχρόνια ἐπικοινωνία μαζί του, γιά διά­φορα θέματα, καθώς ἐπίσης διάβασα ὅτι στό τέλος δημοσιεύει καί δύο ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Παϊσίου σέ αὐτόν.

Ἡ πρώτη ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Παϊσίου εἶναι ἀπάντηση σέ δική του ἐπιστολή, τότε πού ἦταν φοιτητής πού τόν ρώτησε, ὅπως ἐξηγεῖ, «πῶς νά μοιράζω τόν χρόνο μου ἀνάμεσα στήν ἐπιστήμη μου καί στήν πνευματική μελέτη, πού ἐξ ἴσου ἀγα­ποῦσα».

Στό βιβλίο πού προανέφερα δημοσιεύεται σέ φωτοτυπία ἡ πρωτότυπη χειρόγραφη ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Παϊσίου καί στήν συνέχεια δημοσιεύεται καί μέ τυπογραφικά στοιχεῖα. Παραθέτω τό μεγα­λύτερο μέρος της πού μᾶς ἐνδιαφέρει:

«Τίμιος Σταυρός,

τῇ 4-3-1972

Ἀδελφέ Ἰωάννη, "χαῖρε ἐν Κυρίῳ".

... Διά τό θέμα ("πῶς μποροῦμε νά συνδυάζουμε τήν προσευχή καί τά διαβάσματα, ὥστε καί στήν καρδιά μας θερ­μή...").

Τώρα πού ἔχετε μπροστά τήν ἐπιστήμη, θά πρέπει κατ’ ἀρχάς νά κάνετε προσευχή νά σᾶς φωτίζη ὁ καλός Θεός, γιά νά μάθετε καλά τήν ἐπιστήμη σας καί νά δοξασθῆ ὁ Θεός διά αὐτῆς.

Ἐδῶ ὅμως χρειάζεται νά ἐξετάση ὁ κάθε φοιτητής τήν πίστη του, καί ἀνάλογα νά κινῆται στήν ποσότητα τῆς προσευχῆς καί τῆς μελέτης.

Ἐάν πιστεύη ὅτι μέ τό νά προσευχηθῆ πολύ καί νά δια­βάση λιγώτερο, θά τόν βοηθήση ὁ Θεός μέ τόν θεῖο φωτισμό Του (νά τά μάθη τά μαθήματά του), ἄς τό κάνη.

Διά νά μήν πολυλογῶ, ἄς ἐξετάζη τήν πίστη του, ποῦ βρίσκεται, καί ἀνάλογα νά ρυθμίζη τήν προσευχή μέ τήν μελέτη του.

Ἄν ἡ πίστη του εἶναι λίγη, ἄς διαβάζη περισσότερο, καί νά ζητάη στήν ἀρχή τόν θεῖο φωτισμό.

Πάντως τό κουμπί εἶναι ἡ ταπείνωση, διότι στούς ταπει­νούς δίδεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ (ὑποχρεωτικά).

Καί τό νά γνωρίση τόν ἑαυτό του καί νά ἰδῆ ὅτι ἡ πίστη του εἶναι ἀδύνατη πολύ, καί δι’ αὐτόν τόν λόγον θά πρέπη νά διαβάση περισσότερο καί αὐτό ἔχει σημεῖα ταπεινοφροσύνης καί πολύ θά ἐπισκιάση ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.

Πάντως νά ἔχετε καί αὐτό ὑπόψη σας, ὅτι στό πανεπιστή­μιο δέν πηγαίνετε, γιά νά κοινοβιάσετε, ἀλλά διά νά τελειώσετε ὅσο τό δυνατόν τό γρηγορότερο, καί νά δοξάσετε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐπιστήμης. Ἑπομένως; Καί λίγα πνευματικά κι ἄν κάνετε τώρα, ὅταν ἀξιοποιῆτε τόν χρόνο στήν μελέτη τῆς ἐπιστή­μης κι αὐτό ἔχει νόημα καί σχέση μέ τήν πνευματική ζωή.

Τώρα πού ἔχετε μαθήματα καί δέν σᾶς περισσεύει ὥρα καί γιά μελέτη ἀπό τά πατερικά βιβλία, πολύ θά σᾶς βοηθοῦσε πέντε λεπτά, ἔστω ἀπό ἕνα κομμάτι τοῦ Γεροντικοῦ ἤ πέντε σειρές ἀπό τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, πού μέσα σέ πέντε σειρές ἔχει ὅλες τίς βιβλιοθῆκες, καί ὅλες τίς πνευματικές βιταμίνες, παρά μέ βιβλία πού θά πρέπη νά λιχνίσης ὧρες ἕνα σωρό ἄχυρα, γιά νά βρῆς ἕνα σπυρί σιτάρι. Μή χάνης τόν κόπο σου καί μήν κουράζεσαι ἄδικα μέ τέτοια. (Ἐννοῶ τά περισσότερα βιβλία πού κυκλοφοροῦν στήν ἐποχή μας)».

Ὁ παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς σημειώνει: «Ὅπως θά δῆ ὁ ἀναγνώστης καί αὐτό τό κείμενο εὐωδιάζει ἀπό τό ἄρωμα τοῦ π. Παϊσίου». Θά πρόσθετα ὅτι εὐωδιάζει ἀπό τό χάρισμα τῆς διακρί­σεως καί γενικά τό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού εἶχε ὁ ἅγιος Παΐσιος.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος δέν ἦταν ἄνθρωπος τῶν ἄκρων, πάντοτε ὁμιλοῦσε διακριτικά, ταπεινά, δέν δημιουργοῦσε ἔνταση καί φανατισμό, ἀλλά βοηθοῦσε τόν κάθε ἄνθρωπο νά ἀποβάλη μέ φιλότιμο ὅλες τίς ἀρρω­στημένες καταστάσεις καί νά πορευθῆ ἐλεύθερα στόν Θεό.

Στήν ἐπιστολή αὐτή, μεταξύ τῶν ἄλλων, κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι ὁ ἅγιος Παΐσιος θεωρεῖ ὅτι ὁ φοιτητής δέν πηγαίνει στό Πανεπιστήμιο γιά νά «κοινοβιάση», γιά νά γίνη μοναχός, ἀλλά γιά νά μάθη τήν ἐπιστήμη του καί νά δοξάση τόν Θεό διά τῆς ἐπιστήμης. Τί καταπληκτικός διακριτικός λόγος εἶναι αὐτός!  Ἄς φαντασθοῦμε ἕναν φοιτητή ἰατρικῆς νά ἐπιδίδεται περισσότερο στά «καλογερικά» καί λιγότερο στήν ἐκμάθηση τῆς ἐπιστήμης του, καί ὅταν γίνη γιατρός νά ὑστερῆ σέ γνώσεις, μέ ἀρνητικές συνέπειες στήν ὑγεία τῶν ἀσθενῶν του.  

Γι’ αὐτό πρέ­πει κανείς νά ἐξετάζη τήν πίστη του γιά νά «ρυθμίζη τήν προσευχή μέ τήν μελέτη του». Ἔτσι, ὅταν ἡ πίστη του εἶναι ἀδύνατη, τότε «πρέπει νά διαβάση περισσότερο». Γράφει: «Καί λίγα πνευματικά κι ἄν κάνετε τώρα, ὅταν ἀξιοποιῆτε τόν χρόνο στήν μελέτη τῆς ἐπιστήμης κι αὐτό ἔχει νόημα καί σχέση μέ τήν πνευματική ζωή». Δηλαδή, δέν ἀπο­συνδέει τήν πνευματική ζωή ἀπό τήν μελέτη τῶν πανεπι­στη­μια­κῶν βιβλίων, ἀλλά τήν ἑνοποιεῖ.

Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι δύο φορές στήν ἐπιστολή του αὐτή γράφει ὅτι μέσα ἀπό τήν ἐπιστήμη δοξάζεται ὁ Θεός. Τήν πρώτη φορά γράφει: «Τώρα πού ἔχετε μπροστά τήν ἐπιστήμη, θά πρέπει κατ’ ἀρχάς νά κάνετε προσευχή νά σᾶς φωτίζη ὁ καλός Θεός, γιά νά μάθετε καλά τήν ἐπιστήμη σας καί νά δοξασθῆ ὁ Θεός διά αὐτῆς». Τήν δεύτερη φορά γράφει: «Πάντως νά ἔχετε καί αὐτό ὑπόψη σας, ὅτι στό πανεπιστή­μιο δέν πηγαίνετε, γιά νά κοι­νοβιάσετε, ἀλλά διά νά τελειώσετε ὅσο τό δυνατόν τό γρηγο­ρότερο, καί νά δοξάσετε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐπιστή­μης».

Τί σοφές καί ἅγιες συμβουλές ἑνός ἁγίου ἀνθρώπου! Καί μάλιστα τονίζει ὅτι «τό κουμπί εἶναι ἡ ταπείνωση, διότι στούς ταπεινούς δίδεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ (ὑποχρεωτικά)».

Αὐτοί οἱ λόγοι ἑνός ἁγίου ἀνθρώπου ἔχουν μεγάλη σημα­σία γιά τήν ἐποχή μας, στήν ὁποία πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά νά ὑπάρχουν ἰσορροπίες μεταξύ πίστεως καί ἐπιστήμης, ἡ κάθε μία νά κινῆται στά ὅριά της, ἀφοῦ ἡ κάθε μία ἔχει διαφορετικό σκοπό. Ἡ πίστη ἔχει σκοπό νά συνδέση τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, νά ἐνεργοποιήση τήν νοερά ἐνέργειά του, καί ἡ ἐπιστήμη νά βοηθήση τό σῶμα καί τήν ἐν γένει βιολογική ζωή του.

Ἐννοεῖται ὅτι ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἐπιστήμη, ἐννοοῦμε τήν ἐπιστήμη πού ἐλέγχεται ἀπό κανόνες πού ἡ ἴδια θέτει, γιατί μερικές φορές τά ὅσα ὑποστηρίζουν μερικοί ἐπιστήμονες ξεπερνοῦν «τήν σφαίρα τῆς ἐπιστήμης» καί ἀγγίζουν «τά ὅρια τῆς ἐπιστημονικῆς φαντασίας», ὅπως διάβαζα πρόσφατα σέ ἕνα βιβλίο πού γίνεται λόγος γιά τά γονίδια, ὅτι καθορίζουν σχεδόν τά πάντα στόν ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη θεωροῦν ὅτι ὑπάρχουν γονίδια «εὐτυχίας» ἤ γονίδια «τοῦ Θεοῦ»! Ἔτσι, μαζί μέ τήν γενετική, τήν μοριακή βιολογία, τήν γενετική μηχανική, τήν γονιδιωματική κλπ. ἀναπτύχθηκε καί ἡ ἐπιστήμη τῆς Βιοηθικῆς μέ αὐστηρούς βιοηθικούς κανόνες καί ὄχι μέ ἀτομικούς στοχασμούς.  

Φυσικά ἐννοεῖται καί ὅτι ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τήν θεολογία, ἐννοοῦμε τήν θεολογία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι τήν θεολογία τῆς φαντασίας, ἀφοῦ κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο «νοῦς φανταζόμενος εἶναι ἀνίκανος γιά τήν θεολογία».

Τελικά, ὁ Θεός δοξάζεται δι’ ὅλων τῶν ἔργων Του, ὅπως λέμε στήν ἀκρο­τελεύτια αἰτιολογία τῆς εὐχῆς τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ τῶν Φώτων: «Ἵνα καί διά στοιχείων καί δι’ ἀγγέλων καί δι’ ἀνθρώπων καί διά ὁρωμένων καί δι’ ἀοράτων δοξάζηταί σου τό πανάγιον ὄνομα σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι».

Ἡ ἐπιστήμη μᾶς βοηθᾶ σέ πολλά θέματα, μᾶς ἀνακουφίζει σέ αὐτήν τήν ἐξορία πού ζοῦμε, ἀλλά συγχρόνως ἀναζητοῦμε τήν κοινωνία μας μέ τόν Θεό, τήν ἀληθινή μας πατρίδα καί σέ αὐτό μᾶς βοηθᾶ ἡ πίστη.

Ἑπομένως, ἡ ἐντολή τοῦ ἁγίου Παϊσίου εἶναι: «Νά δοξά­σετε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐπιστήμης».

Κύριο Θέμα: «Εἶπε Γέρων», ὁ ἅγιος Παΐσιος

Γύρω ἀπό μιά ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Παϊσίου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κύριο Θέμα: «Εἶπε Γέρων», ὁ ἅγιος ΠαΐσιοςΤό «Γεροντικό» εἶναι ἕνα θαυμάσιο βιβλίο, πού περιλαμβάνει λόγους ἁγίων Γερόντων, πού ἀναφέρονται σέ θέματα πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτοί οἱ λόγοι προϋποθέτουν ἀφ’ ἑνός μέν αὐτούς πού ἐρωτοῦν, γιατί ἀναζητοῦν «ὁδό σωτηρίας», τρόπο ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη καί τίς δαιμονικές ἐνέργειες, ἀφ’ ἑτέρου δέ αὐτούς πού ἔχουν τό χάρισμα τῆς διακρίσεως καί διακρίνουν τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό. Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί πολλές φορές γίνεται σύγχυση μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτίστων ἐνεργειῶν, ὁπότε ἡ διάκριση αὐτή εἶναι ἔργο τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας.

1. Οἱ λόγοι τῶν ἀββάδων

Οἱ ἀββάδες τοῦ «Γεροντικοῦ» εἶναι ἐμπειρικοί θεολόγοι, γι’ αὐτό οἱ λόγοι τους εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί δίνουν ἀπαντήσεις σέ αὐτούς πού θέλουν νά ζήσουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία.

Τά ἀποφθέγματα, συνήθως, ἀρχίζουν μέ τίς φράσεις «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς», «Ἔλεγον περί τινος γέροντος», «Ἀδελφός ἠρώτησε τόν ἀββᾶν», «Ἔλεγεν ὁ ἀββᾶς», «Ἀδελφός ἠρώτησε τόν ἀββᾶ τί ποιήσω;», «Ἔλεγον περί τοῦ ἀββᾶ», «Ἠρώτησέ τις τόν ἀββᾶ» κλπ.

Μοῦ ἀρέσει πολύ τό βιβλίο αὐτό, γιατί τόσο οἱ ἐρωτήσεις ὅσο καί οἱ ἀπαντήσεις εἶναι ἐμπνευσμένες, ἀναφέρονται σέ ζωτικά ἐσωτερικά θέματα, ἀποφεύγοντας ἐξωτερικά πράγματα, καί διαφέρουν ἀπό τίς ἀναζητήσεις τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων καί τόν τρόπο πού ἐκφράζονται, πού εἶναι λογικοκρατούμενες, κοινωνικές καί ἠθικολογικές! Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ μέσα ἀπό τίς ἐρωτήσεις καί τίς ἀπαντήσεις τέτοιων ἀνθρώπων.

Τά ἀποφθέγματα προέρχονται ἀπό Γέροντες πού εἶχαν ἀναχωρήσει ἀπό τόν κόσμο, ζοῦσαν συνήθως στήν ἔρημο, προσεύχονταν διαρκῶς στόν Θεό καί ἔδιναν σέ αὐτούς πού ἀναζητοῦσαν μέ πόνο τίς θεοπτικές ἐμπειρίες τους. Μπορεῖ γιά ἕναν ἀββᾶ νά διασώζεται μόνον ἕνας λόγος, πού εἶναι ἀπόσταγμα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, γι’ αὐτό ὁ λόγος αὐτός ἔχει ἀξία μεγαλύτερη ἀπό πολυσέλιδα βιβλία πού εἶναι διανοητικά, ξένα ἀπό ἐσωτερικές ἀναζητήσεις.

Ὅλοι μας σέ διάφορες στιγμές τῆς ζωῆς μας ἀναζητήσαμε τέτοιους ἀββάδες-Γέροντες καί καταλαβαίναμε τόν λόγο τους, τό «ρῆμα» τους, πού ἦταν «ρῆμα» Θεοῦ, πού κατερχόταν στήν καρδιά μας ὡς ἀποκάλυψη, ὡς «δρόσος Ἀερμών, ἡ καταβαίνουσα ἐπί τά ὄρη Σιών» (Ψαλμ. 132,3) καί μᾶς ἀνέπαυαν.

2. Λόγοι τοῦ ἁγίου Παϊσίου

Μέ τούς λόγους τῶν ἀββάδων τοῦ «Γεροντικοῦ» ὁμοιάζουν οἱ λόγοι τοῦ συγχρόνου μεγάλου ἀββᾶ, τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος καθημερινά δεχόταν δεκάδες καί ἑκατοντάδες ἀνθρώπους καί ἐνῶ ζοῦσε στήν ἔρημο τῆς ἡσυχίας, ἐξέφραζε λόγους σωτηρίους καί θεραπευτικούς σέ αὐτούς πού πράγματι τούς ἀναζητοῦσαν. Ἕνας ἀπό αὐτούς πού τόν πλησίαζαν γιά νά τόν ρωτήσουν ἦταν καί ὁ σημερινός Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Ἀρίσταρχος, Γέρων Ἀρχιγραμματεύς τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.

Πρίν δύο χρόνια, ὅταν διάβασε ἕνα ἀπό τά βιβλία πού ἔγραψα γιά τόν ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, μοῦ ἔστειλε γράμμα γιά νά μέ εὐχαριστήση καί μοῦ ἔδωσε μερικές πληροφορίες σημαντικές, τίς ὁποῖες θεώρησα καλό, μέ τήν ἄδειά του, νά δημοσιοποιήσω.

Σέ κάποιο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του γράφει:

«Τό ἔτος 1983 εἶχα τήν εὐλογία καί τή χάρη νά δεχθῶ στό κελλί μου τόν π. Παΐσιο κατά τήν ἐπίσκεψή του στά Ἱεροσόλυμα. Νομίζω ὅτι ἔπειτα καί στό Σινᾶ».

Φαίνεται ὅτι ὁ τότε π. Ἀρίσταρχος ἐξέφρασε κάποιες δυσκολίες ἀπό τήν ζωή του καί ὁ ἅγιος Παΐσιος τοῦ ἀπάντησε μέ πολλή διάκριση. Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Παϊσίου, γι’ αὐτό καί μετά πού ἀναχώρησε ἔγραψε ἰδιόχειρες σημειώσεις σέ ἕνα χαρτί, τήν φωτοτυπία τοῦ ὁποίου μοῦ ἔστειλε μέ τήν ἔνδειξη: «Μᾶς εἶπε ὁ π. Παΐσιος τίς ἡμέρες, πού ἔμεινε μεταξύ μας, 20-25 Μαΐου περίπου τοῦ ἔτους 1983». Παραθέτω τίς φράσεις:

«Ὁ Χριστός δέ θά ἀφήσει ποτέ νά νοιώσει πόνο, ἐκεῖνος πού κάνει δικό του πόνο, τόν πόνο τῶν ἄλλων».
«Ὁ γλυκύς Ἰησοῦς ἔχει τήν δύναμη νά μετατρέψει σέ γλυκύτητα κάθε πικρό καί κάθε πόνο».

Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τόν πόνο πού δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος στήν ζωή του ἀπό διάφορες δυσκολίες. Ὅμως, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ πονεμένος ἄνθρωπος προσφέρεται στόν Χριστό πού δοκίμασε τόν πόνο στήν ζωή Του, τότε μετατρέπει αὐτόν τόν πόνο τοῦ ἀνθρώπου πού τόν ἐμπιστεύεται σέ γλυκύτητα.

Ὅταν κανείς θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους καί ἀναλαμβάνη τόν πόνο τῶν ἄλλων ἐπάνω του, τότε δέν θά τόν ἀφήση ὁ Χριστός νά πονέση. Ἡ ἀγάπη εἶναι κένωση καί προσφορά. Ὅσο κανείς προσφέρεται στούς ἄλλους θυσιαστικά, τόσο ὁ Θεός προσφέρεται σέ αὐτόν, πού σημαίνει ὅτι πρέπει νά κάνουμε δικό μας πόνο τόν πόνο τῶν ἄλλων.

Αὐτός ὁ λόγος εἶναι μιά αὐτοβιογραφία τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἀφοῦ σέ ὅλη τήν ζωή του ἔπαιρνε ἐπάνω του τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό ζοῦσε μέ μεγάλη χαρά. Αὐτό ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ ὅτι ἄφηνε τόν ἑαυτό του στήν ἀγάπη καί τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Ἀκόμη, εἶπε στόν π. Ἀρίσταρχο πού τόν ρώτησε σχετικά:

«Χρησιμοποίησε τό μυαλό μέχρι νά τό σιχαθῆς».

Φυσικά, δέν εἶχε πρόβλημα μέ τό μυαλό, τίς σκέψεις, ἀλλά μέ τήν νοοτροπία νά προσπαθοῦμε ὅλα νά τά λύνουμε μέ τό μυαλό καί νά μήν ἐμπιστευόμαστε τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι κακή ἡ λογική, ἀλλά ἡ λογικογρατία, οὔτε ὁ ὀρθός λόγος, ἀλλά ὁ ὀρθολογισμός. Ὅταν κανείς στηρίζεται μόνο στό μυαλό του, θά ἔλθη στιγμή πού θά ἀπογοητευθῆ.

Ἐπίσης, εἶπε ὅτι δέν πρέπει νά πλησιάζουμε τόν Θεό διανοητικά:

«Ἄφησε τό μυαλό σου κατά μέρος, ὅταν προσεγγίζεις τόν Θεό».

Ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ ἰδιαίτερο τρόπο, πρέπει κανείς νά ἀφήνεται ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Στήν ἀρχή ἡ προσευχή γίνεται λογικά, γι’ αὐτό καί ἡ θεία Λειτουργία εἶναι «λογική λατρεία», ὥστε μετά ὁ Θεός νά στείλη τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά τοῦ δώση «νοερά λατρεία», τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦταν ἔμπειρος μοναχός, εἶχε περάσει ἀπό τά Ἰδιόρρυθμα καί Κοινόβια Μοναστήρια, ἔζησε στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί γνώρισε τήν πνευματική ἐλευθερία, ἡ ὁποία στόν φιλότιμο μοναχό τοῦ ἀναπτύσσει τήν πνευματική πρόοδο. Γι’ αὐτό εἶπε:

«Στά μεγάλα Κοινόβια δέν ὑπάρχει πολλές φορές ἡ ἐλευθερία, πού χρειάζεται γιά νά ἀναπτυχθῆ ἕνας μοναχός. Τείνουν νά μετατραποῦν, μᾶλλον ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά μετατραποῦν σέ ὀργανισμούς μέ κάπως στρατιωτικό πνεῦμα, στούς ὁποίους ὁ ἡγούμενος εἶναι σάν πρόεδρος. Ἐνῶ ἐσεῖς στό μοναστήρι σας, ἔχετε μιά ἐλευθερία, πού μπορεῖ νά ἀποβῆ ὠφέλιμη, ἄν τήν ἀξιοποιήσετε».

Στόν λόγο αὐτόν φαίνεται ἀφ’ ἑνός μέν ἡ μεγάλη πνευματική ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ διακριτικός του λόγος, ἡ πνευματική ἀρχοντιά του καί τό μοναχικό του φιλότιμο. Ἴσως, στό Μοναστήρι αὐτό πού ἀναφέρεται ὑπῆρχε πολλή ἐλευθερία καί ὁ ἅγιος Παΐσιος προσπαθεῖ νά τούς βγάλη κάποιους «στραβούς λογισμούς» καί νά τούς τονώση πνευματικά, ὥστε νά ἀξιοποιήσουν αὐτήν τήν ἐλευθερία, ἡ ὁποία, ὅταν ὑπάρχη πνευματικό φιλότιμο, ὠφελεῖ τόν μοναχό.

3. Τό πνευματικό πρόβλημα καί ἡ πνευματική ἀντιμετώπισή του

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Ἀρίσταρχος πέρα ἀπό τό ὅτι κατέγραψε ὅσα προφορικά τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Παΐσιος, στήν ἐπιστολή πού μοῦ ἔστειλε, καί τήν ὁποία, ἐπαναλαμβάνω, τήν χρησιμοποιῶ μέ δική του ἄδεια, μοῦ δίνει δύο πληροφορίες.

Ἡ πρώτη ὅτι εἶχε ἐπισκεφθῆ τόν ἅγιο Παΐσιο τόσο στό κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὅσο καί στήν Παναγούδα. Μοῦ γράφει:

«Τόν ἅγιο Παΐσιο Ἐσεῖς εἴχατε γνωρίσει ἐκ τοῦ σύνεγγυς περισσότερον ἐμοῦ. Πιστεύω νά Σᾶς ἐνδιαφέρη, ἄν δέν γνωρίζετε ὅτι, καί ἐγώ τόν εἶχα ἐπισκεφθῆ μέ τόν μακαριστό πατέρα μου στό κελλί του, πρῶτα κοντά στήν Μονή Σταυρονικήτα καί ἔπειτα κοντά στήν Μονή Κουτλουμουσίου. Ἡ παρουσία του καί τά λόγια του μᾶς ἦταν εὐεργετικά».

Σκέφτομαι: Πόσοι ἄνθρωποι, Ἐπίσκοποι, Κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί δέν ἐπισκέφθηκαν τόν ἅγιο Παΐσιο στόν χῶρο τῆς ἀσκήσεώς του καί διατήρησαν μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους αὐτήν τήν συνάντηση μαζί του!

Ἡ δεύτερη πληροφορία εἶναι ὅτι ὁ τότε Ἀρχιμ. Ἀρίσταρχος εἶχε ἕνα μεγάλο πνευματικό πρόβλημα τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως γράφει:

«Τό ἔτος 1986 βρισκόμουν σέ μεγάλο ἀδιέξοδο, λόγῳ προσκυνητρίας πού εἶχα ἀναλάβει πνευματικά καί δέν ἤξερα νά τήν κατευθύνω. Τότε σκέφθηκα καί ἔγραψα ἐπιστολή στόν π. Παΐσιο, στήν ὁποία ζητοῦσα τήν γνώμη του γιά τό πρόβλημα πού εἶχα. Δόξα τῷ Θεῷ καί χάρις στόν νῦν ἅγιο Παΐσιο -ἦταν βέβαια ἀπό τότε ἅγιος-, ἦλθε ἡ ἀπάντηση, ἡ ὁποία ἦταν ἀκριβῶς αὐτή πού ἔπρεπε καί ἔδωσε λύση στό πρόβλημά μου».

Ὅσοι ἀσκοῦν τό ἔργο τῆς πνευματικῆς πατρότητος γνωρίζουν ὅτι πολλές φορές βρίσκονται μπροστά σέ μεγάλες δυσκολίες, ἐπειδή πρέπει νά διακρίνουν ἄν κάτι εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν παθῶν ἤ τοῦ νευρικοῦ συστήματος, καί ἄν εἶναι δαιμονικό ἤ εἶναι σωματικό. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης, ὡς Ἀρχιμανδρίτης πού ἦταν τότε, μέ πολλή ταπείνωση σημειώνει ὅτι εἶχε φθάσει σέ ἀδιέξοδο, δέν ἤξερε νά κατευθύνη μιά προσκυνήτρια, καί σκέφθηκε νά γράψη στόν π. Παΐσιο, ἄν καί δέν εἶχε Ἱερωσύνη, ἀλλά εἶχε τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων. Ἕνας Κληρικός μέ τό χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης τελεῖ τά Μυστήρια, ἀλλά ἄν δέν ἔχη τό χάρισμα τῆς διακρίσεως, δέν μπορεῖ νά βοηθήση πνευματικά τόν ἄνθρωπο, καί αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἐρωτήση κάποιον διακριτικό Γέροντα.

Καί, πράγματι, στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἅγιος Παΐσιος μέ τό ἰδιαίτερο χάρισμα πού εἶχε τοῦ ἔδωσε τήν κατάλληλη λύση. Παραθέτω τήν ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Παϊσίου ὁλόκληρη, στήν συνέχεια θά σημειώσω μερικές παρατηρήσεις.

IC XC
NI KA

«Παναγούδα» τῇ 14-3-86

Ἀγαπητέ μου ἀδελφέ π. Ἀρίσταρχε

Εὐλογεῖτε, καί βοήθειά μας ὁ Ἅγιος Βενέδικτος.

Ἔλαβα τήν ἐπιστολήν σας ἀλλά δέν σᾶς ἀπήντησα ἀμέσως, καί γιά ἕναν λόγο πού δέν ἀπαντῶ σέ ἐπιστολές σάν τυπικό.

Δυσκολεύτηκα γιά τόν λόγο αὐτό, ἀλλά μοῦ ἦτο πιό δύσκολο νά μή σᾶς γράψω. Ἡ ψυχή αὐτή, γιά τήν ὁποία μοῦ γράψατε, ἔχει καί σωματική πάθεση, καί πλάνη, καί δέχεται δαιμονική ἐπίδραση. Καλά εἶναι νά τήν συνδέσης μέ κανέναν ἄλλο Πνευματικό ἡλικιωμένον, καί ἐμπειρώτερον, καί ἐσύ νά τῆς δείχνης ἀγάπη ἀπό μακριά, νά προσεύχεσαι. Μόνον νά τήν ἀπομακρύνης ὁμαλά, ἀφοῦ τήν συνδέσης.

Διά δέ τόν ὅρκο πού ἔκανες, παρόλον πού ἡ διάθεσή σου ἦτο καλή, δέν ἔπρεπε νά τόν κάνης, οὔτε καί νά ὁρκίζεσαι ἄλλη φορά ἔτσι σέ τέτοιες περιπτώσεις.

Νά τό ἀναφέρεις σέ κανέναν Ἀρχιερέα γνωστό σου νά τόν λύση. Μήν στενοχωρῆσαι γι’ αὐτό, γιατί ὁ Χριστός τήν καρδιά βλέπη, τά ἐλατήρια πού κινεῖται ὁ ἄνθρωπος.

Νά βοηθᾶς σέ περιπτώσεις εὔκολες τώρα στίς ἀρχές, μέχρι νά ἀποκτήσης πείρα. Εἶναι εἰς θέση αὐτή ἡ ψυχή νά καθυστερῆ τήν Πνευματική σου Φάλαγγα, μέ τά σαμποτάζ πού θά σοῦ δημιουργῆ χαλώντας τά γεφύρια σου. Νά σοῦ τρώει καί ὅλες τίς δυνάμεις σου, ἄσκοπα. Ἑπομένως; καλύτερα εἶναι τό νά τρώη πολύ φαγητό. Ἕνας ἔμπειρος, ξέρει πότε νά δίνη σημασία στίς σκηνές πού κάνει, καί πότε νά ἀδιαφορῆ.

Ἐνῶ ἐσύ τώρα μέ τήν καλή σου διάθεση, θά δίνης πάντοτε σημασία καί θά σέ ταλαιπωρῆ, καί θά καθυστερεῖ ἡ πνευματική σου πρόοδο.

Ἐγώ θά εὔχομαι.

Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγιά μαζί σας, καί καλή τεσσαρακοστή.

Μέ σεβασμό καί ἀγάπη Χριστοῦ ἀσπάζομαι τήν δεξιάν σας. Τούς ἀδελφικούς ἀσπασμούς σὅλους τούς Πατέρας.

Μοναχός Παΐσιος».

Ἄν καί τό γράμμα τοῦ ἁγίου Παϊσίου εἶναι καθαρότατο, ἐν τούτοις θά σημειώσω μερικές παρατηρήσεις.

Πρῶτον. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ζοῦσε μέσα σέ ἡσυχία, προσευχόταν γιά ὅλον τόν κόσμο, ἔφευγε πολλές φορές ἀπό τήν καλύβη του γιά περισσότερη ἠρεμία μέσα στό δάσος, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι πού εἶχαν ἀνάγκες τόν ἀναζητοῦσαν καί τόν πίεζαν. Ὅλοι μας προσπαθούσαμε νά χρησιμοποιοῦμε πολλά «τεχνάσματα» γιά νά τόν ἀνακαλύπτουμε. Ὅλη τήν νύκτα εἶχε ἀνάγκη νά κάνη τά «καλογερικά» του, κυρίως νά προσεύχεται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως γιά τούς κεκοιμημένους πού τούς ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα.

Ἔτσι, ἐνῶ διάβαζε ὅλα τά σημειώματα καί τά γράμματα καί προσευχόταν γι’ αὐτούς, λίγες φορές ἀπαντοῦσε. Ὅπως γράφει «δέν ἀπαντῶ σέ ἐπιστολές σάν τυπικό». Αὐτό ἦταν τό «τυπικό» του, τό νά μήν ἀπαντᾶ σέ κάθε ἐπιστολή, ἀλλά νά προσεύχεται. Τό γνωρίζω προσωπικά, ἀφοῦ τοῦ ἔστελνα κατά καιρούς ἐπιστολές καί ποτέ δέν μοῦ ἀπάντησε σέ γράμματα, ἀλλά ἔστελνε τίς ἀπαντήσεις μέ ἄλλον τρόπο. Τίς περισσότερες φορές προσευχόταν καί καταλάβαινα πολύ καλά τήν ἐνέργεια τῆς προσευχῆς του. Γνωρίζω ὅτι ἡ ἀποχώρησή μου ἀπό τήν Ἔδεσσα, μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Καλλινίκου, μέχρι τήν ἔλευσή μου στήν Ναύπακτο, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς του. Δέν θά ἀναφέρω λεπτομέρειες γι’ αὐτό. Μιά φορά μετά ἀπό μιά ἐπιστολή μου ἦλθε στήν Ἔδεσσα γιά νά λύση τό θέμα ἐπιτοπίως, καί ἄλλες φορές μέ περίμενε νά τόν ἐπισκεφθῶ στήν Καλύβη του γιά νά μοῦ ἀπαντήση. Μάλιστα ὑπάρχει ἕνα συγκεκριμένο περιστατικό. Ὅταν ὁ ἅγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Ἐδέσσης συνάντησε τόν ἅγιο Παΐσιο στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα, στήν χειροτονία τοῦ π. Παϊσίου (Κυριακοῦ), χάρηκε πολύ καί τόν παρεκάλεσε νά ἔλθη στήν Ἔδεσσα καί χαριτολογώντας τοῦ εἶπε: «Θά σᾶς ὑποδεχθῶ μέ Φιλαρμονική μουσική» ὡς ἐπίσημο.

Ὅταν ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦλθε στήν Ἔδεσσα γιά νά λύση ἕνα δικό μου θέμα, μετά ἀπό ἐπιστολή πού τοῦ ἔστειλα, ἦλθε στήν Ἱερά Μητρόπολη τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς γιά νά λάβη τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Καλλινίκου καί τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Φιλαρμονική Μουσική τῆς Μεραρχίας παιάνιζε τά κάλαντα στόν Μητροπολίτη, ὁπότε ἐκπληρώθηκε ἐκεῖνος ὁ πρό ἐτῶν λόγος!

Στό γράμμα τοῦ τότε Ἀρχιμανδρίτου Ἀριστάρχου αἰσθάνθηκε τήν ἀνάγκη νά ἀπαντήση, ὅπως γράφει: «Μοῦ ἦτο πιό δύσκολο νά μήν σᾶς γράψω», ἐπειδή κατάλαβε ὅτι τό θέμα ἦταν σοβαρότατο καί μάλιστα πνευματικό.

Δεύτερον. Γιά τήν περίπτωση πού ἀπασχολοῦσε τόν ἐπιστολογράφο του γράφει: «Ἡ ψυχή αὐτή, γιά τήν ὁποία μοῦ γράψατε, ἔχει καί σωματική πάθεση, καί πλάνη, καί δέχεται δαιμονική ἐπίδραση». Αὐτή εἶναι μιά διάγνωση τήν ὁποία κάνει ἕνας φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα διακριτικός Γέροντας. Μιά ἀσθένεια μπορεῖ νά εἶναι μόνον σωματική ἤ μόνον πλανεμένη κατάσταση ἤ μόνον δαιμονική. Στήν περίπτωση αὐτή εἶχαν συνδεθῆ οἱ τρεῖς αὐτές ἀσθένειες. Ὅταν ὁ διάβολος καταλαμβάνη ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει καί νευρολογικά προβλήματα, τότε ἐπηρεάζει καί ὅλον τόν ψυχοσωματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἔκανε τήν «προσκυνήτρια» αὐτήν νά δημιουργῆ μεγάλα προβλήματα στόν πνευματικό, ὁ ὁποῖος δέν μποροῦσε νά βοηθήση. Ὁ ἅγιος Παΐσιος τό κατάλαβε μέ τήν πνευματική ἀκτινογραφία πού ἔκανε, ἐπειδή φωτιζόταν ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Τρίτον, ὁ ἅγιος Παΐσιος δέν ἀρκέσθηκε σέ μία σωστή διάγνωση, ἀλλά ἔκανε καί σωστή θεραπεία. Ἔπρεπε νά βοηθήση τήν «προσκυνήτρια» αὐτήν καί νά βοηθήση, κυρίως τόν Πνευματικό πού βρισκόταν «σέ μεγάλο ἀδιέξοδο» καί δέν μποροῦσε «νά τήν κατευθύνη». Δέν τόν προτρέπει νά τήν ἐγκαταλείψη, ἀλλά τόν συμβουλεύει νά τήν ἀπομακρύνη μέ σοφό πνευματικό τρόπο. Δηλαδή, πρῶτα πρέπει νά τήν συνδέση μέ «ἄλλον πνευματικό ἡλικιωμένον καί ἐμπειρώτερον» καί μόνον τότε νά «τήν ἀπομακρύνη ὁμαλά», νά τῆς «δείχνει ἀγάπη ἀπό μακρυά» καί «νά προσέυχεται».

Οἱ συμβουλές αὐτές εἶναι ἀπόσταγμα μεγάλης διακρίσεως, ὥστε νά ὠφεληθοῦν καί ἡ «προσκυνήτρια» καί ὁ πνευματικός. Ἡ βοήθεια μπορεῖ νά προσφέρεται μέ ἀγάπη καί προσευχή «ἀπό μακρυά», ἀφοῦ ὅμως ἀσχοληθῆ κάποιος ἄλλος ἐμπειρότερος πνευματικός μαζί της.

Ὅμως, προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο γιά νά διορθώση καί κάποια δέσμευση πού εἶχε ἀναλάβει ὁ πνευματικός. Δέν διστάζει νά τοῦ πῆ ὅτι δέν ἔπρεπε νά ὁρκισθῆ στήν ἀνάληψη αὐτοῦ τοῦ ἔργου. Αὐτό τό γράφει μέ πολλή τρυφερότητα, ἀφοῦ ἡ «διάθεσή του ἦταν καλή», «νά μή στενοχωρῆται γι’ αὐτό, «γιατί ὁ Χριστός τήν καρδιά βλέπει, τά ἐλατήρια πού κινεῖται ὁ ἄνθρωπος». Παρά ταῦτα πρέπει νά τό ἀναφέρη σέ «κανέναν Ἀρχιερέα γνωστό σου νά τόν λύση». Δηλαδή, φωτίζεται ἀπό τόν Θεό νά κάνη ὀρθή διάγνωση, συμβουλεύει γιά τήν θεραπεία, ἀλλά δέν ὑπερβαίνει τήν θέση του στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ εἶναι μοναχός, οὔτε παραθεωρεῖ τό χάρισμα τῆς Ἀρχιερωσύνης. Ἔχει διάκριση καί ὡς πρός τά ὅρια πού πρέπει νά ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ οἱ Ἀρχιερεῖς εἶναι εἰς «τύπον καί τόπον Χριστοῦ» καί διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, πού ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα νά συγχωροῦν καί νά λύνουν ἁμαρτίες καί διάφορους ὅρκους καί ὑποσχέσεις.

Τέταρτον, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τό περιστατικό αὐτό πού ὁ πνευματικός ἔφθασε σέ ἀδιέξοδο, ἐπειδή δέν εἶχε ἀποκτήσει ἀκόμη πνευματική πείρα, τοῦ συνιστᾶ μέ πολλή διάκριση καί ἀγάπη, ὅτι τώρα πού εἶναι στήν ἀρχή τῆς διακονίας αὐτῆς «νά βοηθᾶ σέ περιπτώσεις εὔκολες», «μέχρι νά ἀποκτήση πείρα».

Ὑπάρχει κίνδυνος μιά τέτοια περίπτωση νά καθυστερῆ «τήν Πνευματική σου Φάλαγγα καί τά σαμποτάζ πού θά σοῦ δημιουργεῖ χαλώντας τά γεφύρια σου». Ἐδῶ χρησιμοποιεῖ εἰκόνες ἀπό τόν στρατό καί μάλιστα κατά τίς ἐμπόλεμες καταστάσεις. Φαίνεται ὅτι ἡ θεολογία, ὡς λόγος καί γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι πνευματική στρατιωτική ἐπιστήμη. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά προχωρῆ μπροστά «πρός καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων» (Β΄ Κορ. ι΄, 4) τοῦ ἐχθροῦ καί ὄχι νά δέχεται πνευματικό «σαμποτάζ». Ἄν ὁ πνευματικός δέν γνωρίζη τά μυστικά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, τότε καταστρέφονται ὅλες «οἱ δυνάμεις του ἄσκοπα». Μόνον ἕνας «ἔμπειρος πνευματικά» «ξέρει πότε νά δίνη σημασία στίς σκηνές» πού κάνει ὁ ἐξομολογούμενος καί πότε νά «ἀδιαφορῆ».

Αὐτή ἡ συμβουλή δείχνει μεγάλη πατερική ἐμπειρία, καίτοι ὁ ἅγιος Παΐσιος δέν ἦταν πνευματικός, ἀλλά ἀσκητής! Ὁ πνευματικός ἄλλοτε πρέπει νά δείχνη ἐνδιαφέρον, ὅταν κάποιος ἐξομολογούμενος δημιουργῆ διάφορες καταστάσεις, γιά νά τόν βοηθήση, καί ἄλλοτε νά ἀδιαφορῆ. Πῶς θά τό ξέρη αὐτό; Εἶναι καρπός φωτισμοῦ ἀπό τόν Θεό καί πνευματικῆς πείρας. Ὅταν ὁ πνευματικός δέν μπορεῖ νά κάνη διάκριση, ἔστω καί «ἄν ἔχει καλή διάθεση» γιά νά βοηθήση, θά δίνη «πάντοτε σημασία» σέ ὅλα, μέ ἀποτέλεσμα νά «ταλαιπωρῆται» καί «νά καθυστερῆ ἡ πνευματική του πρόοδος».

Πέμπτον, ἀφοῦ κάνει ὀρθή διάγνωση, δίνει ὀρθή θεραπεία καί ὀρθή κατεύθυνση. Στήν συνέχεια δείχνει ὅλη τήν ἀγάπη του, διαβεβαιώνοντάς τον ὅτι θά εὔχεται γι’ αὐτόν. Καί τοῦ εὔχεται ὁ Χριστός καί ἡ Παναγιά νά εἶναι μαζί του. Ἐπειδή δέ σέβεται τήν Ἱερωσύνη του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶναι μοναχός, τελειώνει τήν ἐπιστολή «μέ σεβασμό καί ἀγάπη Χριστοῦ» καί ἀσπάζεται «τήν δεξιά του».

Στήν ἐπιστολή αὐτή βλέπει κανείς ἕναν μεγάλο «πνευματικό στρατηγό», πού γνωρίζει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ διάβολος πλανᾶ τόν ἄνθρωπο, γνωρίζει ὅλα τά «νοήματα αὐτοῦ» (Β΄ Κορ. β΄, 11) καί δίνει σαφεῖς ὁδηγίες γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων πού προέρχονται ἀπό τίς δαιμονικές ἐπιδράσεις. Ἔτσι κατευθύνει ἕναν πνευματικό πατέρα, ἀλλά τό κάνει μέ μιά καταπληκτική διάκριση, γνωρίζοντας τά ὅριά του μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ εἶναι ἁπλοῦς μοναχός καί ὁ συνομιλητής του εἶναι Κληρικός.

Εὐχαριστῶ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίνης κ. Ἀρίσταρχο, Γέροντα Ἀρχιγραμματέα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων πού μοῦ ἐμπιστεύθηκε αὐτήν τήν ἐπιστολή καί μοῦ ἔδωσε καί ἄλλες πληροφορίες πού παρουσίασα στό κείμενο αὐτό. Δοξάζω τόν Θεό γιά τήν ὕπαρξη τόσων ἁγίων πού ἔζησαν καί ζοῦν μεταξύ μας, μεταξύ τῶν ὁποίων συγκαταλέγεται ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, πού ἦταν ὄντως ἕνας ἀββᾶς τοῦ Γεροντικοῦ, τοῦ ὁποίου εἴθε νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες πρός τόν ἐλεήμονα Θεό.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἐντυπώσεις ἀπό τήν τηλεοπτική σειρά «Ἀπό τά Φάρασα στόν Οὐρανό»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἐντυπώσεις ἀπό τήν τηλεοπτική σειρά «Ἀπό τά Φάρασα στόν Οὐρανό»

(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα στήν θεία Λειτουργία κατά τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Παϊσίου τήν 12-7-2025)

Σήμερα ἑορτάζουμε τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Χθές ἑορτάσαμε τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Σωφρονίου καί σήμερα τοῦ ἁγίου Παϊσίου, δύο μεγάλων ἁγίων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ καθένας μέ τό διαφορετικό του χάρισμα, ἀλλά πάντως δόξασαν τόν Θεό καί τίμησαν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

1. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης

Θά ἤθελα σήμερα πού ἔχουμε τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Παϊσίου καί στόν ὁποῖο ἀφιερώσαμε αὐτό τό Παρεκκλήσιο κάτω ἀπό τόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, νά ἀναφερθῶ ἐν ὀλίγοις, ὄχι ἁπλῶς στήν ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἀλλά κυρίως στίς ἐντυπώσεις τίς ὁποῖες καί ἐγώ καί ἄλλοι ἀποκόμισαν ἀπό τήν τηλεοπτική σειρά πού παρουσιάστηκε τά δύο τελευταῖα χρόνια γιά τόν ἅγιο Παΐσιο.

Πρόκειται γιά τήν τηλεοπτική σειρά μέ τίτλο «Ἀπό τά Φάρασα στόν Οὐρανό» πού παρουσίασε τήν ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου ἀπό τήν ὥρα πού γεννήθηκε στά Φάρασα τῆς Καππαδοκίας καί τόν ἀκολούθησε στήν πορεία του πρός τήν Ἑλλάδα, στήν Κόνιτσα καί μετά πῶς ἀνεδείχθη καί πῶς ἔγινε μοναχός καί δόξασε τόν Θεό καί ἔφθασε στόν οὐρανό.

Βέβαια, εἶναι πάρα πολύ δύσκολο νά παρουσιασθῆ ἡ ζωή ἑνός ἀνθρώπου, καί ἰδιαίτερα ἑνός ἁγίου, ἀλλά νομίζω ὅτι αὐτή ἡ τηλεοπτική σειρά, ἐπειδή γνωρίσαμε τόν ἅγιο Παΐσιο ἐμεῖς οἱ μεγαλύτεροι καί ἐγώ τουλάχιστον εἶχα μιά ἰδιαίτερη σχέση μαζί του καί ἰδιαίτερη ἐπικοινωνία, τόν ἀπέδιδε ἐν πολλοῖς.

Τόν ἅγιο Παΐσιο τόν ἐπισκεπτόμουν συχνά καί τοῦ ἔλεγα ὅλα τά προβλήματά μου, φυσικά μέ τήν ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ μου, τοῦ ἁγίου Καλλινίκου, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε πάρα πολύ τόν ἅγιο Παΐσιο καί ὁ ἅγιος Παΐσιος ἀγαποῦσε τόν ἅγιο Καλλίνικο καί μάλιστα, ὅταν τόν γνώρισε, εἶπε ὁ ἅγιος Παΐσιος, «δέν γνώρισα μέχρι τότε πιό ἁγιότερο Ἐπίσκοπο». Πήγαινα, λοιπόν, καί τοῦ ἔλεγα ὅλα τά θέματα τά ὁποῖα ἔπρεπε νά ἀντιμετωπιστοῦν στήν ζωή μου καί μέ βοήθησε ἀποτελεσματικά. Καί ἔχω πεῖ ἐπανειλημμένως ὅτι τό ὅτι σήμερα εἶμαι ἐδῶ στήν Ναύπακτο Μητροπολίτης τό ὀφείλω, ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Καλλίνικο, τόν Γέροντά μου, πού προσευχόταν στόν Θεό καί πνευματικά μέ ἀνέδειξε, ἐπίσης τό ὀφείλω στόν ἅγιο Παΐσιο, γιά λόγους τούς ὁποίους ἐγώ γνωρίζω.

Ἄρα, γνωρίσαμε προσωπικά τόν ἅγιο Παΐσιο καί εἴδαμε ὅτι πράγματι τόν ἀπέδωσε αὐτή ἡ τηλεοπτική σειρά ἐν πολλοῖς. Βέβαια, δέν εἶναι εὔκολο νά ἀποδώση κανείς ἀπόλυτα ἕναν ἄνθρωπο καί ἰδιαίτερα ἕναν ἅγιο. Καί πρίν ἀπό δύο-τρεῖς ἡμέρες εἶχα τήν χαρά νά μᾶς ἐπισκεφθῆ ἐδῶ στήν Μητρόπολη καί ἐκεῖνος πού ἔγραψε τό σενάριο, ὁ κ. Γεώργιος Τσιάκκας καί ἡ σύζυγός του Χριστίνα, ἡ ὁποία «ἐνσάρκωνε» τήν μητέρα τοῦ ἁγίου Παϊσίου, τήν Εὐλογία, καί εἴχαμε τήν δυνατότητα γιά πολλές ὧρες, μία ὁλόκληρη μέρα καί τήν ἄλλη μέρα μέχρι τό μεσημέρι, νά μιλᾶμε γι’ αὐτά τά θέματα, νά μιλᾶμε γιά τόν ἅγιο Παΐσιο καί γιά τήν θεοφιλῆ ζωή καί πολιτεία του.

Ὅλη ἡ Ἑλλάδα παρακολούθησε τήν σειρά, ἀλλά καί οἱ ἐκτός αὐτῆς, γιατί τώρα μεταφράζεται στά ἀγγλικά, στά ρουμανικά, ἔχει μεταφρασθῆ στά ἀραβικά. Καί μάλιστα ἔχω τήν πληροφορία ὅτι ἡ κυρία, ἡ ὁποία μετέφρασε τήν σειρά αὐτή στήν ἀραβική γλώσσα εἶχε κουραστῆ ἀπό τήν μετάφραση καί εἶχε ἀμφιβολίες ἄν τό ἀπέδιδε καλά στά ἀραβικά. Τότε τῆς ἐμφανίσθηκε ὁ ἅγιος Παισιος στόν ὕπνο της καί τῆς εἶπε νά συνεχίση, διότι αὐτός θά εἶναι μαζί της. Καί ὅταν τελείωσε τήν μετάφραση πάλι τῆς ἐμφανίσθηκε καί τῆς εἶπε νά εἶναι εὐλογημένη γιά τό ἔργο πού ἔκανε.

2. Κεντρικά σημεῖα ἀπό τήν ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου

Στόν καθένα πού παρακολούθησε αὐτήν τήν τηλεοπτική σειρά δημιουργήθηκαν διάφορες ἐντυπώσεις. Ὁπότε, θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά πῶ καί ἐγώ μερικά βασικά σημεῖα πού ἀνέδειξαν τά ἐπεισόδια αὐτῆς τῆς τηλεοπτικῆς σειρᾶς, καί ὅπως συζητήσαμε μέ τούς συντελεστές αὐτῆς τῆς τηλεοπτικῆς σειρᾶς καί μέ ἄλλους ἀνθρώπους.

α) Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς ὀρθόδοξης οἰκογένειας

Ἡ τηλεοπτική αὐτή σειρά ἔδειξε τί εἶναι καί πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη οἰκογένεια. Φυσικά, κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν δική του οἰκογένεια. Τό θέμα εἶναι πῶς ἀναπτύσσεται καί ποῦ στηρίζεται, σέ ποιές βάσεις στηρίζεται αὐτή ἡ χριστιανική οἰκογένεια.

Εἴδαμε, λοιπόν, τήν οἰκογένεια τοῦ ἁγίου Παϊσίου, τούς γονεῖς του, τήν γιαγιά του, τά ἀδέλφια του πού στηρίζονταν στόν Θεό καί συνδέονταν στενά μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τίς ἱερές ἀκολουθίες καί κυρίως εἶχαν ἕναν καθοδηγητή, ἕναν ἅγιο Πατέρα, τόν ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη, τόν Χατζεφεντῆ, ὅπως ἀκριβῶς τόν ἔλεγαν. Τόν ἄκουγαν, τόν συμβουλεύονταν, τούς καθοδηγοῦσε, ἦταν ὁ πνευματικός καθοδηγός τους, ὁ ὁποῖος ὡς καλός πνευματικός πατέρας ἀπό τά Φάρασα τῆς Καππαδοκίας τούς ὁδήγησε μέχρι τήν Κέρκυρα, ὅπου ἐκοιμήθη. Ἀλλά σέ ὅλη τήν ζωή τους τούς καθοδηγοῦσε καί τούς δίδασκε μέ τό παράδειγμα καί τούς λόγους του. Ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειας τοῦ ἁγίου Παϊσίου, καί γενικότερα ὅλοι οἱ Φαρασιῶτες, τόν εἶχαν πρότυπο καί ρωτοῦσαν μεταξύ τους, γιά τό «τί ἔλεγε ὁ πάτερ Ἀρσένιος, ἔλεγε αὐτό, ἔλεγε ἐκεῖνο».

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ οἰκογένεια γιά νά ἔχη καλές βάσεις, πρέπει νά στηρίζεται στήν Ἐκκλησία καί στούς Ἁγίους, νά ἔχη ἕναν καθοδηγητή πνευματικό πατέρα, ὄχι ἁπλῶς ψυχολόγο, - μερικές φορές εἶναι καί αὐτοί ἀπαραίτητοι - ἀλλά ἕναν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος θά τούς καθοδηγῆ μέσα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη οἰκογένεια.

Παρατηροῦμε σύγχρονα γεγονότα καί ἐγκλήματα πού γίνονται καί καταλαβαίνουμε ὅτι, ὅταν κάποιος φθάνη στό σημεῖο νά κάνη τέτοια μεγάλα ἐγκλήματα, σημαίνει ὅτι δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ οἰκογένεια. Ἑπομένως, ἡ οἰκογένεια πρέπει νά στηρίζεται καί νά συνδέεται στενά μέ τήν Ἐκκλησία καί μέ ἕναν ἅγιο πνευματικό καί ἅγιο καθοδηγητή.

β) Ἡ πνευματική ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου

Ἀπό τήν τηλεοπτική αὐτή σειρά εἴδαμε τό πῶς πρέπει νά ζῆ ὁ Χριστιανός καί μάλιστα ὁ Ὀρθόδοξος. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τήν ἔφεση γιά τόν Θεό. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Καί πρέπει νά ἀναπτύξη αὐτό τό κατ’ εἰκόνα καί νά φθάση στό καθ’ ὁμοίωσιν, πού γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ ὅλη τήν ζωή της. Ἑπομένως, εἴδαμε τό πῶς πρέπει νά ζῆ ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅπως συνέβη στήν ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου.

Μᾶς δίδαξε ὅτι πρέπει νά ἔχουμε ἀγάπη καί πίστη στόν Θεό καί συνεχῶς νά προσευχόμαστε, γιατί ἡ πίστη ἐκφράζεται μέ τήν προσευχή καί ἐκεῖνος καί ὅλα τά ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειας καί ἡ εὐσεβής μητέρα του, ἡ Εὐλογία, ὅ,τι προβλήματα εἶχαν πήγαιναν στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Υπεραγίας Θεοτόκου καί προσεύχονταν.

Φυσικά, δέν ἀπολυτοποιοῦσαν τά θέματα, γιατί εἶχαν πνευματικό καί εἶχαν ἐκκλησιαστική ζωή καί ἐξομολογοῦντο καί αὐτό φάνηκε στήν πράξη. Δέν ἦταν μόνο ἡ εἰκόνα στήν ὁποία προσεύχονταν, ἀλλά εἶχαν καί πνευματικό ἐξομολόγο καί κοινωνοῦσαν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα, λοιπόν, χρειάζεται πίστη στόν Θεό καί προσευχή. Μέσα ἀπό τήν προσευχή λύνονται ὅλα τά ζητήματα.

Μᾶς δίδαξε ἀκόμη αὐτό πού ἔκανε καί ἡ εὐλαβής μητέρα του Εὐλογία, δηλαδή προσεύχονταν καί ἀνέθεταν ὅλα τά θέματα στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Μᾶς δίδαξε συνεχῶς στήν ζωή μας νά λέμε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», τήν ὥρα πού περπατᾶμε, τήν ὥρα πού κάνουμε κάποια ἐργασία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς μας πρέπει νά εἶναι πρός τόν Θεό, νά ἔχη ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ.

Καί πάνω ἀπ’ ὅλα μᾶς δίδαξε νά δοξάζουμε τόν Τριαδικό Θεό. Καί ἦταν κάτι τό ὁποῖο καί ἐμεῖς τό εἴχαμε στήν Ἤπειρο καί μᾶς τό ἔλεγαν οἱ γονεῖς μας. Ὅταν ἔπεφταν κεραυνοί, βροντές καί ἀστραπές, μᾶς δίδασκαν νά λέμε: «Μέγα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος», «Μέγα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Καί τό εἴδαμε ἐκεῖ, ὅταν εἶχε καταιγίδα, φώναζαν καί τά παιδάκια: «Μέγα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Τό εἶδα καί θυμήθηκα τά παιδικά μου χρόνια.

Πρέπει, λοιπόν, νά προσευχόμαστε καί νά δοξάζουμε τόν Τριαδικό Θεό. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὅτι, ὅταν κανείς κάνη τήν προσευχή του καί ζητᾶ κάτι ἀπό τόν Θεό καί λέη «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον», αὐτό εἶναι σάν τό ἀσήμι, ὅταν ὅμως προσεύχεται στόν Θεό καί λέει,  «Δόξα σοι ὁ Θεός», «Μέγα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος», αὐτό εἶναι σάν τόν χρυσό, εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό ἀσήμι.

Ἐπί πλέον πρέπει νά ζοῦμε μέ ὑπακοή. Μεγάλη ἡ δύναμη τῆς ὑπακοῆς. Γιατί, ὅταν μάθη κανείς νά κάνη ὑπακοή, νά ρωτᾶ καί νά ὑπακούη, σημαίνει ὅτι ἔχει ταπεινό φρόνημα, σημαίνει ὅτι θέλει νά μάθη, σημαίνει ὅτι δέν ἔχει ἐγωισμό, σημαίνει ὅτι δέν ἔχει φιλαυτία, δέν στηρίζεται στόν ἑαυτό του, ὅτι δῆθεν τά ξέρει ὅλα, ἀλλά κάνει ὑπακοή, καί νά λέη: «νά ‘ναι εὐλογημένο». Καί ὅταν κάνη κανείς ὑπακοή, τότε, πράγματι, ἔχει εὐλογία στήν ζωή του καί στούς ἀνθρώπους πού συνδέονται μαζί του. Μεγάλη ἡ ἀξία τῆς ὑπακοῆς.

Ἄλλωστε, αὐτό μᾶς τό δίδαξε ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἦταν Θεός καί «ὑπήκουσε ἕως θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ, διό καί ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε», ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Φιλιπ. β΄, 8-9). Ἄρα, λοιπόν, ἔτσι πρέπει νά ζοῦμε. Πρέπει νά ζοῦμε μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὑπακοή καί στούς ἀνθρώπους, καί ἰδιαίτερα στόν πνευματικό μας πατέρα, τόν ἅγιο πνευματικό πατέρα, ὄχι τόν ὁποιοδήποτε, γιατί καί ἐδῶ γίνονται διάφορα λάθη. Καί, βέβαια, πρέπει νά κάνουμε ὑπομονή στήν ζωή μας καί πάνω ἀπό ὅλα νά κάνουμε προσευχή καί νά δοξολογοῦμε Τόν Θεό.

Ἔτσι ἀλλοιώνεται ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου, ἐξαγιάζεται σιγά-σιγά, καί αὐτά εἶναι τά πνευματικά μας ὅπλα. Οἱ ἄνθρωποι πού δέν γνωρίζουν ἀπό αὐτά, πελαγώνουν, ὅταν ἔρχεται ἕνα πρόβλημα, εἴτε ἀρρώστια εἶναι εἴτε θάνατος εἶναι εἴτε διαζύγιο εἶναι, εἴτε συκοφαντίες καί διαβολές εἶναι, καί τά χάνουν κυριολεκτικά, δέν ξέρουν τί νά κάνουν. Ἐνῶ ἐμεῖς πού ζοῦμε στήν Ἐκκλησία καί ἔχουμε αὐτά τά ὑποδείγματα πού μᾶς ἔδειξαν οἱ ἅγιοι, ξέρουμε τί θά κάνουμε, θά πᾶμε στόν πνευματικό μας πατέρα, θά κάνουμε μιά μυστική προσευχή στόν Χριστό, στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, στούς ἁγίους, θά κάνουμε ὑπομονή καί ὑπακοή καί δοξολογία πρός τόν Θεό καί τότε θά βλέπουμε ὅτι ὅλα τά προβλήματα τῆς ζωῆς μας λύνονται ἤ ὑπερβαίνονται.

Ὅλα αὐτά μᾶς τά δίδαξε αὐτή ἡ τηλεοπτική σειρά. Γιατί ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦταν μιά πολύ μεγάλη προσωπικότητα. Δέν μπορεῖ, βέβαια, νά περικλεισθῆ σέ μιά τηλεοπτική σειρά. Καί μοῦ ἔλεγε ὁ σεναριογράφος του ὅτι ἤθελε καί ἄλλα σημεῖα νά προσθέση, ἀλλά ὁ τηλεοπτικός χρόνος ἦταν περιορισμένος καί δέν μποροῦσαν ὅλα νά παρουσιασθοῦν, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῆς τηλεοπτικῆς παραγωγῆς.

γ) Ὁ Ὀρθόδοξος μοναχός

Ἐπίσης, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι αὐτό πού μᾶς δίδαξε αὐτή ἡ τηλεοπτική σειρά ἀπό τήν ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου, εἶναι τό ποιός εἶναι ὁ καλός καί εὐλογημένος μοναχός πού ζῆ μέ ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Καί, ὅταν βρισκόταν μπροστά σέ ἕνα δίλημμα, τί πρέπει νά κάνη, ἄν θά κάνη αὐτό πού θέλει ὁ Θεός καί θά στενοχωρήση τόν Ἐπίσκοπο ἤ θά κάνη αὐτό πού θέλει ὁ Ἐπίσκοπος καί θά στενοχωρήση τόν Θεό, ἔβρισκε τίς κατάλληλες λύσεις. Ὅταν βρισκόταν σέ αὐτό τό δίλημμα, τότε ἐξεδήλωνε ὅλο τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα.

Καί μπορῶ νά πῶ καί ἐκ πείρας μου ὅτι, ὁσάκις τόν πλησίαζα νά τόν ρωτήσω διάφορα τέτοια θέματα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πάντοτε ἦταν ἐκκλησιαστικός, εἶχε ἐκκλησιαστικό φρόνημα, σεβόταν τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί γιά θέματα πού παρουσιάζονταν καί τότε, ἔλεγε τήν γνώμη του, ἀλλά προσέθετε ὅτι, ἄν ἡ Ἐκκλησία ἀποφάσιζε διαφορετικά, νά κάνουν αὐτό πού ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό δείχνει τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, τό ὁποῖο εἶχε. Φυσικά, ἔλεγε τήν ἄποψή του καί προσευχόταν.

Γιατί ὅλα τά θέματα, καί τά ἐκκλησιαστικά θέματα, δέν εἶναι εὔκολο νά λύνονται μέ ἁπλές ἀποφάσεις. Διότι αὐτοί πού ἡγοῦνται τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν μπροστά τους πολλούς ἀνθρώπους νά ἀντιμετωπίσουν, ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν τήν Πολιτεία, καί ἄν εἶναι χριστιανική καί αὐτή ἔχει πρόβλημα, ἀλλά ἄν ζοῦν σέ χῶρες οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦν ἄλλες θρησκευτικές παραδόσεις, πρέπει νά ἔχουν μιά διάκριση πῶς θά συμπεριφερθοῦν γιά νά προστατεύσουν τόν λαό. Θέλω νά πῶ ὅτι ἤξερα καί ἔβλεπα πῶς ὁ ἅγιος Παΐσιος χειριζόταν τά ζητήματα, μέ σοφία, διάκριση, πνεῦμα ταπεινώσεως, πνεῦμα ἀγάπης καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα.

Ἄρα, λοιπόν, μᾶς ἔδειξε καί ποιός εἶναι ὀρθόδοξος μοναχισμός. Ὁ μοναχισμός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι αυτό πού ζοῦν τά δυτικά τάγματα πού τό καθένα ἔχει τήν δική του παράδοση. Ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός εἶναι αὐτός πού ἐκφράζει τήν ὀρθόδοξη παράδοση, πού ζῆ μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ ὀρθόδοξου ἡσυχασμοῦ. Ὀρθόδοξος μοναχός εἶναι αὐτός πού ζῆ στήν Ἐκκλησία ὄχι γιά νά τήν σώση, ἀλλά γιά νά σωθῆ ὁ ἴδιος, νά σωθοῦν οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοί πού ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία.

Γιατί ξέρουμε, ὅπως τά ξέρει καί ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἰταλίας κ. Πολύκαρπος, ὅτι οἱ διάφοροι τύποι μοναχισμοῦ, ἀναπτύχθηκαν στόν δυτικό χῶρο, ὅταν ἡ «Ἐκκλησία» βρισκόταν σέ δύσκολη κατάσταση, σέ πεπτωκυία κατάσταση, καί ἐπεδίωκαν νά σώσουν τήν «Ἐκκλησία». Ἐμεῖς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ζοῦμε γιά νά σώσουμε τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό σωτῆρες. Ἡ Ἐκκλησία σώθηκε, ἔχει κεφαλή της τόν Σωτήρα Χριστό, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη νά σωθοῦμε ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία.

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Παΐσιος καί μέσα ἀπό αὐτήν τήν τηλεοπτική σειρά μᾶς ἔδειξε τί εἶναι ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός. Εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἀναπτύσσεται ὡς ἕνα ὡραῖο φυτό, ἀλλά μέσα στόν κῆπο τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ἔξω ἀπό αὐτόν. Καί βλέπετε πῶς ζοῦσε ὁ ἴδιος ὡς μοναχός καί στό Ἅγιον Ὄρος καί στήν Κόνιτσα, στήν Μονή Στομίου, καί στό Σινά μέ ἡσυχαστικό τρόπο μέ ἀγάπη στόν κόσμο, ἀλλά καί συγχρόνως πῶς διοργάνωσε τήν Ἱερά Μονή Σουρωτῆς, πού αὐτός τήν διοργάνωσε, καί τῆς ἔβαλε τίς πνευματικές βάσεις. Καί ὅταν τόν ρωτοῦσαν τί πρέπει νά κάνουν, πῶς νά ζοῦν, τούς ἀπαντοῦσε μέ ταπείνωση καί ἀγάπη.

δ) Ὁ τρόπος πού ἀντιμετώπιζε τούς ἀνθρώπους

Ἐπίσης, εἴδατε πῶς μιλοῦσε, πῶς συναναστρεφόταν, πῶς συμβούλευε αὐτούς πού τόν πλησίαζαν. Διαβάστε λίγο τίς συνομιλίες πού ἔκανε καί ἔχουν δημοσιευθῆ στά βιβλία πού ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Σουρωτῆς. Εἶναι καταπληκτικές συνομιλίες. Τόν ρωτοῦσαν γιά πολλά θέματα, ὅπως γιά παράδειγμα γιά τό τί πρέπει νά κάνη ἡ μητέρα πού ἔχει τό ἔμβρυο μέσα της ἤ πῶς νά μεγαλώση τά παιδιά της, ἀκόμη καί πῶς νά τό θηλάζη. Ἔλεγε ὅτι ἡ μητέρα δέν πρέπει νά δίνη στά παιδιά της γάλα ἀπό τό μπουκάλι, ἀλλά ἀπό τόν μαστό της, ὅταν ἔχη γάλα, γιατί, ἄν μάθη τό παιδί νά πίνη γάλα ἀπό τό μπουκάλι, μετά ὅταν μεγαλώση, θά τό ἀναζητήση στήν ταβέρνα μέ κρασί! Μέ πόσο σεβασμό, μέ πόση λεπτότητα ὁμιλοῦσε γιά τά θέματα αὐτά!

Ἐπίσης, διάβασα ὅτι, ὅταν κάποτε πῆγε στήν Αὐστραλία, κάποια στιγμή ἦρθε μιά μητέρα μαζί μέ τό παιδάκι της νά τόν δῆ. Τόν ρώτησε τό παιδί ἄν ἔχη μαμά καί στήν ἀρνητική ἀπάντησή του, τό παιδάκι τόν ρώτησε ἄν ἤθελε νά τοῦ δώση τήν δική του μαμά. Μετά τό παιδάκι τόν παρεκάλεσε νά τόν κάνη παππού του, νά ἔλθη στό σπίτι τούς ἤ νά πᾶνε στό δικό του. Ὁ ἅγιος Παΐσιος θαύμασε γιά τήν καθαρότητα καί τήν ἀνιδιοτέλεια αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, ἀφοῦ ἤθελε νά μοιραστῆ μαζί του καί τήν μητέρα του.

Δίδασκε ὅτι πρέπει νά ἔχουμε ταπείνωση καί ἀγάπη καί φυσικά ἀπόλυτο σεβασμό στήν μάνα μας, τήν Ἐκκλησία. Ἐάν ὁ καθένας ἔχη τήν δική του μάνα καί πρέπει νά τήν ἀγαπᾶ καί ἔχουμε καί τήν ἄλλη Μητέρα μας, τήν Παναγία, πού πρέπει νά τήν ἀγαποῦμε, ἔχουμε καί μιά ἄλλη Μητέρα, ἡ ὁποία ἔχει πολλά παιδιά, πού εἶναι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἔλεγε ἕνας παλαιός συγγραφέας τῆς δυτικῆς παραδόσεως στήν Δύση, ἀλλά Ὀρθόδοξος: «Δέν μπορεῖ κανείς νά ἔχη τόν Θεό Πατέρα, ἐάν δέν ἔχη τήν Ἐκκλησία του μητέρα».

Πολλά θά μποροῦσα νά πῶ, ἀλλά ἦταν αὐτές ἦταν οἱ βασικές μου ἐντυπώσεις ἀπό αὐτήν τήν τηλεοπτική σειρά, τό τί θά πῆ οἰκογένεια, τί θά πῆ πνευματική ἀγωγή καί πῶς ἀναπτύσσεται ὁ ἄνθρωπος, τί θά πῆ μοναχική ζωή καί πῶς νά συμπεριφέρεται κανείς μέ τούς ἀνθρώπους. Καί ὅλα αὐτά πρέπει νά τά ζοῦμε μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.

Νά ἔχουμε τήν εὐχή καί τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ὥστε ὅλοι μας, εἴτε Ἐπίσκοποι, εἴτε Πρεσβύτεροι, εἴτε μοναχοί, εἴτε λαϊκοί, εἴτε ἄνδρες, εἴτε γυναῖκες, εἴτε παιδιά, εἴτε οἰκογενειάρχες, νά ζοῦμε κατά Θεόν. Νά λάβουμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἔχουμε εἰρήνη καί ἀγάπη καί φυσικά νά ζοῦμε αἰωνίως μαζί μέ τόν Χριστό. Ἀμήν.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Οἱ συναντήσεις μου μέ τόν ἅγιο Παΐσιο

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦταν πασίγνωστος ὅταν κυρίως ἀσκήτευε στό Ἅγιον Ὄρος τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του. Τόν ἀποκάλυψε ὁ Θεός, ἐνῶ αὐτός προσπαθοῦσε νά κρυφτῆ καί νά ἀποφεύγη τήν ἐπικοινωνία του μέ τούς ἀνθρώπους. Χιλιάδες ἄνθρωποι ἔχουν νά διηγηθοῦν κάτι ἀπό τήν συνάντηση πού εἶχαν μαζί του. Εἶχε ἕνα καταπληκτικό χάρισμα νά βλέπη τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων καί τό ἐκπληκτικότερο νά τούς ἀλλάζει μέ ἕναν λόγο του, μιά ἔξυπνη πράξη του, ἕνα εὐλογημένο χιοῦμορ. Καί ὁ ἄνθρωπος πού τόν συναντοῦσε αἰσθανόταν σάν νά τοῦ ἔκανε μιά «πνευματική ἐγχείρηση» καί τοῦ ἔβγαζε ἤ τοῦ διόρθωνε τόν λογισμό πού τόν ταλαιπωροῦσε.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Οἱ συναντήσεις μου μέ τόν ἅγιο ΠαΐσιοΜέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά τόν γνωρίσω καί νά τόν συναντῶ συχνά ἴσως 2-3 φορές κάθε χρόνο, μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός μου ἁγίου Καλλινίκου, Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας. Κάθε συνάντηση μαζί του ἦταν μιά ἔκπληξη. Ἔβλεπα ἕναν ἀσκητή τοῦ «Γεροντικοῦ» τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ἕναν «πνευματικό γιατρό», ἕναν «ἁββᾶ» τῆς ἐρήμου. Ἦταν κυριολεκτικά «διαφανής», «δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Πέρα ἀπό τήν θεία Χάρη πού τόν πλούτιζε, ἦταν καί εὐφυής ἄνθρωπος καί γεμάτος ἀγάπη στόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.

Ἄν θά ἤθελα νά συνοψίσω τήν ἄποψή μου γιά τόν ἅγιο Παΐσιο θά ἔλεγα ὅτι μιλοῦσε γιά τό «χαλασμένο» καί ὑγιές μυαλό (τούς κακούς καί καλούς λογισμούς), γιά τό «μηχανάκι τῆς καρδιᾶς» (νοερά προσευχή), γιά τίς «καραμέλλες» πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο γιά νά ψάξη νά βρῆ «τό Ζαχαροπλαστεῖο», γιά τόν «πνευματικό νόμο», τό ὁποῖο βλέπουμε νά ἰσχύη στήν ζωή μας, γιά τήν «ἀρχοντική ἀγάπη» τοῦ πνευματικοῦ καί τό «φιλότιμο» τοῦ ὑποτακτικοῦ, γιά τίς «παλληκαριές» πού πρέπει νά κάνουμε στήν ζωή μας, γιά «τήν θεία παρηγοριά» καί «τήν ἀνήσυχη ἀνησυχία», γιά «τήν θεία ἀφηρημάδα», γιά τό «ξεσκούριασμα τῶν πνευματικῶν καλωδίων», ὥστε νά δεχθῆ ὁ ἄνθρωπος «τό πνευματικό ρεῦμα τοῦ θείου φωτισμοῦ», γιά «τήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς», γιά «τήν πνευματική εὐαισθησία», γιά τόν νοῦ πού εἶναι «τό ἀναρχικό, ἄτακτο, ἀδέσποτο παιδί», γιά τήν «καρδιά πού εἶναι μουσικοσυνθέτης», «ὅταν ὁ νοῦς» πηγαίνει στούς ἀνθρώπους πού ὑποφέρουν, τότε «κεντιέται ἡ καρδιά ἀπό τόν πόνο καί ἡ εὐχή γίνεται καρδιακή» κ.ἄ.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦταν ἕνας θεούμενος καί εὐφυής ἄνθρωπος. Ἔβλεπε «διορατικά» μέ τόν πνευματικό ἀξονικό τομογράφο του τό μυαλό καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί θεράπευε τούς λογισμούς του μέ μιά «πνευματική μεταμόσχευση». Ὁ ἴδιος ἦταν ἕνα σύγχρονο ζωντανό «Γεροντικό».

Θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου Ἀρχιμ. Ἐφραίμ πού εἶχε τήν ἔμπνευση νά ἑτοιμασθῆ καί νά προβληθῆ αὐτή ἡ τηλεοπτική σειρά «Ἅγιος Παΐσιος, ἀπό τά Φάρασα στόν οὐρανό», πού ὄχι μόνον παρουσιάζει τήν θαυμαστή ζωή του καί τό ἔργο του, ἀλλά προσφέρει τόν θεραπευτικό τρόπο ζωῆς πού ἔχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Φυσικά, ἀπευθύνουμε πολλές εὐχαριστίες στόν σεναριογράφο κ. Γιῶργο Τσιάκκα, τόν σκηνοθέτη καί πρό παντός τούς ἐκπληκτικούς ἠθοποιούς πού ζωντανεύουν σέ ὅλους μας, καί σέ αὐτούς πού δέν εἶχαν συναντήσει αὐτόν τόν εὐλογημένο ἄνθρωπο, τόν ἅγιο Παΐσιο, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδειξε τί σημαίνει «πνευματική λιακάδα».

Ὁ ἅγιος Παΐσιος σέ δύσκολες περιόδους τῆς ζωῆς μου ὑπῆρξε ἀληθινός «Προφήτης», «Βλέπων», πού μέ τόν λόγο του, τήν ἀγάπη του καί τήν προσευχή του μέ βοήθησε ἀποτελεσματικά μέχρι λεπτομερειῶν. Μιά φορά τοῦ ἔστειλα ἐπιστολή καί τοῦ ζητοῦσα τήν συμβουλή του καί ἐκεῖνος ἀντί νά μοῦ ἀπαντήση ἦλθε στήν Ἔδεσσα, κάθησε μιά ὁλόκληρη ἡμέρα γιά νά μέ βοηθήση.

Ἰδίως μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός μου ἁγίου Καλλινίκου, ὑπῆρξε πραγματικός προστάτης μου καί σέ αὐτόν ὀφείλω τήν ἐξέλιξή μου στήν Ἐκκλησία. Τότε πού «ὀρφάνευσα» ἀποδείχθηκε διακριτικός καί φωτισμένος Γέροντας!

Ἡ πολλή ἀγάπη μου πρός τό ἁγιασμένο πρόσωπό του μέ ὁδήγησε νά ὑποβάλω αἴτηση στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο γιά τήν ἁγιοκατάταξή του, μόλις δέκα χρόνια μετά τήν κοίμησή του, τό 2004, καί ὁ Πατριάρχης μέ διαβεβαίωσε μέ ἐπιστολή του ὅτι αὐτό θά γίνη στόν κατάλληλο καιρό, ὅπως καί ἔγινε.

Ἔγραψα δύο βιβλία γιά τόν ἅγιο Παΐσιο, μέ τίτλους «Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὡς ἐμπειρικός θεολόγος» (2016) καί «ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης αὐτοβιογραφούμενος» (2018), πού τά ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος, ἡ Ἀδελφότητα τῆς ὁποίας Ἱερᾶς Μονῆς ὀφείλει πολλά στόν Ἅγιο Παΐσιο, δηλαδή τήν ἴδια τήν συγκρότηση καί τήν ὕπαρξή της.

Στήν συνέχεια θά δημοσιεύσω δύο κεφάλαια ἀπό τό πρῶτο βιβλίο, ἤτοι «Περιστατικά ἀπό τήν ἐπικοινωνία μου μέ τόν π. Παΐσιο» καί «Ἡ συνάντησή μου μέ τόν π. Παΐσιο τό ἔτος 1977», πρίν 48 χρόνια.

1. Περιστατικά ἀπό τήν ἐπικοινωνία μου μέ τόν π. Παΐσιο

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Οἱ συναντήσεις μου μέ τόν ἅγιο ΠαΐσιοΜέ τόν π. Παΐσιο εἶχα ἀρκετή ἐπικοινωνία. Δέν συγκρατῶ, μέ λεπτομέρειες, πολλά ἀπό τά λόγια του, ἀλλά ὅμως παραμένουν στήν μνήμη μου μερικά περιστατικά καί κυρίως ἡ ἁγία του ὕπαρξη. Μέσα μου σχηματίσθηκε ἡ εἰκόνα ἑνός ὁσίου ἀσκητοῦ-ἀναχωρητοῦ τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος. Δέν προσπαθοῦσα νά διαφυλάξω φράσεις του, γιατί εἶχε μείνει μέσα στήν καρδιά μου ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του, ὁπότε γιά μένα ὁ π. Παΐσιος ἦταν ἅγιος, πέρα ἀπό ὅσα ἔκανε καί ἔλεγε.

Πολλές φορές, ὅταν τόν συναντοῦσα, ἀρκούμουν στό νά τόν βλέπω, νά τόν αἰσθάνομαι καί νά τόν ἀφήνω νά ἐκφράζεται ἐλεύθερα, νά μοῦ λέγη ὅ,τι ἔβγαινε ἀπό τήν καρδιά του. Συνήθως δέν κρατοῦσα σημειώσεις, γιατί τόν θεωροῦσα σάν ἕνα ἀνοικτό βιβλίο, πού σιγά-σιγά ἔμπαινε μέσα στήν καρδιά μου. Ἕνα βιβλίο χωρίς πολλά γράμματα, χωρίς ὑποσημειώσεις. Αὐτή εἶναι ἡ αἴσθηση πού ἔχω ἕως σήμερα. Γνώρισα ἕναν εὐλογημένο ἄνθρωπο, ἕναν διάφανο ἄνθρωπο, ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνθηκα τήν ποιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς πού ἐκφράζεται ὡς πνευματική ἐνέργεια καί πνευματική σχέση.

Θά καταγράψω, ὅμως, μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά πού ἔμειναν πολύ δυνατά χαραγμένα στήν μνήμη μου.

* * *

Ἄκουγα γιά τόν π. Παΐσιο ἀπό τά φοιτητικά μου χρόνια, διότι γεννήθηκα καί μεγάλωσα στά Γιάννενα καί ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού τόν γνώριζαν καί μιλοῦσαν γιά αὐτόν.

Τό 1967 μέ τήν ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κυροῦ Σεβαστιανοῦ, τόν ἀκολούθησα στήν Κόνιτσα καί ἔμεινα ἕνα διάστημα μαζί του, διότι ἦταν ὁ πνευματικός μου πατέρας στά Γιάννενα. Στήν Κόνιτσα γνώρισα τόν ἀδελφό τοῦ π. Παϊσίου, τόν Λουκᾶ Ἐζνεπίδη, πολύ σεμνό καί εὐκατάνυκτο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε μέ πολύ ἐνθουσιασμό γιά τόν ἀδελφό του καί ἔλεγε ὅτι ὁ π. Παΐσιος, πέρα ἀπό τήν σεμνότητά του, ἦταν καί πολύ τολμηρός. Καί ὁ π. Παΐσιος μοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ Λουκᾶς ἦταν καλύτερος ἀπό αὐτόν, ἀλλά ἄτολμος γιά μεγάλες «παλληκαριές».

Τότε ἐπισκέφθηκα τήν Ἱερά Μονή Στομίου στήν Κόνιτσα, ὅπου πρίν λίγα χρόνια ζοῦσε ὁ π. Παΐσιος. Οἱ κάτοικοι μιλοῦσαν μέ πολύ ἐνθουσιασμό γι’ αὐτόν, διηγοῦνταν πολλές ἱστορίες γιά τήν εὐλάβειά του, κυρίως γιά τήν συντροφιά του μέ τίς ἀρκοῦδες. Ὅλα αὐτά τά εἶδα γραμμένα στό βιβλίο τοῦ ἱερομονάχου Ἰσαάκ μέ τίτλο Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.

Ἀργότερα, ὅταν ἔγινα Κληρικός στήν Ἔδεσσα καί ἐπισκεπτόμουν τό σπίτι μου στά Γιάννενα, ἐρχόταν νά μέ συναντήση ἡ κ. Καίτη Πατέρα, ἀπό τήν Κόνιτσα, πολύ γνωστή τοῦ π. Παϊσίου καί φίλη τῆς μητέρας μου. Μοῦ ἔλεγε πολλά γιά τήν στενή ἐπικοινωνία πού εἶχε μέ τόν π. Παΐσιο, πολλές ἱστορίες ἀπό τήν ζωή του καί ὅλα αὐτά μοῦ ἄναβαν τήν ἐπιθυμία νά τόν γνωρίσω.

* * *

Ἡ πρώτη ἔμμεση γνωριμία μου μέ τόν π. Παΐσιο ἔγινε τό 1974, ὅταν ἐπισκέφθηκα τήν Καλύβη του, τόν Τίμιο Σταυρό, κοντά στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα καί ἦλθα σέ ἐπαφή μέ τήν παρουσία τῆς ἀπουσίας του! Δηλαδή, προγραμμάτισα ἕνα προσκύνημα στό Ἅγιον Ὄρος μέ παιδιά τοῦ Κατηχητικοῦ Σχολείου Ἐδέσσης.

Ὅταν ἐπισκεφθήκαμε τήν Καλύβη, τήν βρήκαμε κλειστή. Ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ φράκτη εἴδαμε τήν γνωστή ἐπιγραφή μέ τήν ὁποία μᾶς προέτρεπε νά γράψουμε τά ὀνόματά μας καί θά προσευχόταν γιά μᾶς καί θά μᾶς ὠφελοῦσε περισσότερο ἀπό ὅ,τι μέ τίς «πολυλογίες» του, ἀπολαύσαμε τό λουκούμι πού μᾶς εἶχε ἀφήσει, καί κυρίως γιά ὥρα πολλή συζητήσαμε πάνω σέ μιά φράση πού ἦταν γραμμένη μέ κιμωλία σέ ἕνα βραχάκι. Ἔγραφε περίπου τά ἑξῆς, ὅπως διασώζονται στήν μνήμη μου: «Μέ συγχωρεῖτε πού ἀπουσιάζω, ἀλλ’ ὑπάγω ἵνα ἡμερέψω καί ὕστερα νά ἐπιστρέψω στόν ζωολογικό μου κῆπο». Καταλήξαμε μέ τήν συζήτηση ὅτι ἐννοοῦσε ὅτι οἱ περισσότεροι πού τόν ἐπισκέπτονταν τό ἔκαναν ἀπό περιέργεια, ὅπως τό κάνουν οἱ ἐπισκέπτες ἑνός ζωολογικοῦ κήπου. Πιθανόν νά ὑπῆρχε καί ἡ ἔννοια τῆς αὐτομεμψίας, πού εἶναι ἡ μεγάλη ἀρετή τῶν ἁγίων. Ἀπό ὅλο τό προσκύνημά μας στό Ἅγιον Ὄρος, αὐτό μᾶς ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση.

* * *

Ἡ πρώτη προσωπική συνάντηση μαζί του ἔγινε στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα. Τόν συναντήσαμε μέ τόν νῦν Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωήλ καί τοῦ ζητήσαμε νά μᾶς δώση συμβουλές γιά τήν ποιμαντική μας διακονία στόν κόσμο, ἀφοῦ βρισκόμασταν στήν ἀρχή τῆς  ἱερατικῆς μας ζωῆς.

Μᾶς ὁδήγησε στό Κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, δίπλα σέ ἕναν ἀνοικτό τάφο, πού εἶχε ἑτοιμάσει ἕνας μοναχός τῆς Μονῆς γιά τόν ἑαυτό του, καί ἐκεῖ ἄρχισε νά μᾶς διδάσκη γιά τό πῶς πρέπει νά ἐργαζόμαστε στήν Ἐκκλησία. Δέν ἐνθυμοῦμαι πολλές ἀπό τίς συμβουλές του. Ἀλλά μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ ἱλαρότητα τῆς μορφῆς του, ἡ πραότητά του, ἡ ταπείνωσή του -δέν μᾶς κοιτοῦσε στά μάτια- καί ἡ ἀγάπη του γιά τούς ἀνθρώπους.

Ἕνας λόγος μοῦ ἔμεινε ἰδιαιτέρως στήν μνήμη μου. Σχολίαζε ἕναν εἰλικρινῆ, ἀλλά σκληρό λόγο πού εἶχε πῆ σέ κάποια γυναίκα ὁ Νίκος Πεντζίκης, ὁ γνωστός πεζογράφος καί λογοτέχνης τῆς Θεσσαλονίκης. Ἔλεγε: «Ὁ εὐλογημένος δέν γνωρίζει ὅτι ἕνα κομμάτι χρυσό ἔχει πολύ μεγάλη ἀξία, ἀλλά μέ αὐτό σκοτώνουμε ἄνθρωπο. Ἐνῶ τό βαμβάκι δέν ἔχει μεγάλη ἀξία, ἀλλά καθαρίζει τίς πληγές». Ἐννοοῦσε ὅτι δέν φθάνει νά λέμε λόγους ἀληθινούς καί εἰλικρινεῖς, ἀλλά καί ὁ τρόπος τοῦ ἐλέγχου πρέπει νά εἶναι κατάλληλος.

* * *

Σέ μιά ἄλλη ἐπίσκεψή μου στό Ἅγιον Ὄρος τόν συνάντησα στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα. Εἶχαν κτυπήσει οἱ καμπάνες γιά τήν ἀγρυπνία. Κατέβαινα ἀπό τό κελλί μου, ἀπό τίς ἐσωτερικές σκάλες τῆς Μονῆς, καί πήγαινα στό Καθολικό γιά τήν ἀγρυπνία. Ἐνῶ βαδίζαμε στούς διαδρόμους τῆς Μονῆς, ὑπῆρχε μιά λάμπα πετρελαίου ἡ ὁποία φώτιζε πολύ. Ὁ π. Παΐσιος εἶπε: «Νά τήν ταπεινώσουμε λίγο», καί κατέβασε τό φιτίλι. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση καί ἡ φράση καί τό ἦθος τῆς φράσεως. Ἔδειχνε ἄνθρωπο ταπεινό.

Στήν ἀγρυπνία αὐτή κατά τήν ἑορτή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου ἔγινε καί ἡ κουρά ἑνός μοναχοῦ. Ἔβλεπα τόν π. Παΐσιο νά κάθεται στό στασίδι του ταπεινά καί εὐλαβικά, προσευχόμενος ὅλη τήν νύκτα. Θά μοῦ μείνη ἀξέχαστη ἡ σκηνή πού τόν παρακάλεσαν νά ψάλη τόν ψαλμό «ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ…» (Ψαλμ. ρλε΄). Ἀκόμη ἠχεῖ στ’ αὐτιά μου ὁ τρόπος τῆς ψαλμωδίας, σέ ἦχο τέταρτο, ὅπως τόν ἔψαλαν στά Φάρασα, καί τόν ἔψαλε μέ τήν λεπτή καί κατανυκτική φωνή του, μιά φωνή πού δέν ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του, ἀλλά ἀπό τήν καρδιά του. Ἰδιαιτέρως τότε μιά ἀπόλυτη σιωπή καί κατανυκτική ἀτμόσφαιρα ἐπικράτησε στό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.

* * *

Κάποια φορά τόν ἐπισκέφθηκα στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τόν βρῆκα νά ἑτοιμάζεται γιά νά ἐπισκεφθῆ τήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα γιά ἀγρυπνία. Μέ πῆρε μαζί του καί στό δρόμο συζητούσαμε διάφορα θέματα πνευματικῆς ζωῆς. Τόν ρώτησα γιά τήν σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ Θεοῦ καί κτίσεως. Ἀφοῦ μοῦ εἶπε μερικά πράγματα, πῆγε στήν ἄκρη τοῦ μονοπατιοῦ, ἔπιασε μέ τό χέρι του τρυφερά καί μαλακά ἕνα πράσινο φύλλο ἀπό ἕνα φυτό καί χωρίς νά τό κόψη ἔσκυψε καί τό ἀσπάσθηκε. Μοῦ εἶπε: «Ἀσπαζόμαστε τό ράσο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου πού ἀνῆκε στόν Ἅγιο καί ἔχει ἐνέργεια ἀπό αὐτόν. Πολύ περισσότερο πρέπει νά ἀσπαζόμαστε τά φυλλαράκια καί τήν κτίση πού μέσα της ἔχει τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ».

Μέ ἕναν ἁπλό τρόπο μοῦ ἔδειξε τήν θεολογία «τῶν λόγων τῶν ὄντων», τῆς οὐσιοποιοῦ καί ζωοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ πού ὑπάρχει σέ ὅλη τήν κτίση.

* * *

Σέ δύσκολες περιόδους τῆς ζωῆς μου πάντοτε ἐπισκεπτόμουν τόν π. Παΐσιο γιά νά ζητήσω τίς φωτισμένες συμβουλές του. Στό θέμα αὐτό μέ παρότρυνε καί ὁ Γέροντάς μου Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κυρός Καλλίνικος. Μοῦ ἔλεγε: «Πήγαινε, παιδί μου, στόν π. Παΐσιο γιά νά σοῦ πῆ καί ἐκεῖνος τήν ἄποψή του». Καί ὅταν ἐπέστρεφα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος μέ ρωτοῦσε γιά νά βοηθηθῆ καί ἐκεῖνος. Ὁ δέ π. Παΐσιος σεβόταν ὑπερβολικά τόν ἅγιο Καλλίνικο. Ὅταν τόν συνάντησε γιά πρώτη φορά εἶπε ὅτι δέν εἶχε δῆ ἄλλον Δεσπότη σάν τόν Καλλίνικο. Αὐτό δείχνει τήν πνευματική σχέση μεταξύ ἑνός ἁγίου Ἐπισκόπου καί ἑνός ἁγίου Μοναχοῦ. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ὁ π. Παΐσιος ἔστειλε ἕνα πνευματικό του παιδί στόν ἀείμνηστο Καλλίνικο γιά νά πάρη τήν γνώμη του γιά ἕνα σοβαρό θέμα καί ὁ Ἐπίσκοπος Καλλίνικος τόν συμβούλευσε οὐσιαστικά αὐτό πού ἤθελε ὁ π. Παΐσιος καί τόν βοήθησε.

Δέν τόν ρωτοῦσα γιά θεολογικά, κοινωνικά, πολιτικά, ἐκκλησιαστικά καί ἐπιστημονικά θέματα, ἀλλά πάντοτε τόν ρωτοῦσα γιά θέματα πνευματικῆς ζωῆς πού εἶχαν σχέση μέ τόν ἑαυτό μου καί τήν ποιμαντική μου διακονία. Οὔτε τόν ρωτοῦσα ἀπό περιέργεια. Σεβόμουν τόν χρόνο του καί τήν ζωή πού ζοῦσε. Καί ἐκεῖνος πάντοτε μοῦ μιλοῦσε μέ ἁπλότητα καί μέ παραδείγματα. Ἦταν πολύ πνευματικός ἄνθρωπος, ἔμπειρος στήν πνευματική ζωή, εἶχε διάκριση, ἀλλά καί πολύ μεγάλη ταπείνωση. Πολλά ἀπό ὅσα μοῦ εἶχε πῆ τά εἶδα γραμμένα καί στό βιβλίο Βίος Γέροντος Παΐσίου τοῦ Ἁγιορείτου, γι’ αὐτό ἐπιβεβαιώνω τήν γνησιότητα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.

Κάποια φορά μοῦ μίλησε γιά τό ὅτι δέν πρέπει νά κατακρίνουμε τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά τούς ἀγαπᾶμε. Καί μοῦ διηγήθηκε τό περιστατικό τό ὁποῖο, ὅπως εἶπε, τό ἔλεγε μόνον σέ μερικούς πνευματικούς ἀνθρώπους πού δέν θά τόν παρεξηγοῦσαν, δηλαδή τό περιστατικό περί «τῆς μαρτυρικῆς ἀντιμετώπισης πειρασμοῦ», ὅπου γίνεται λόγος γιά τό ὅτι προκειμένου νά ἀντιμετωπίση τόν σαρκικό πειρασμό, ἔκοψε ἑπτά κομμάτια κρέας ἀπό τό πόδι του.

Μέ τήν προσθήκη ὅμως, ὅπως μοῦ τό διηγήθηκε, ὅτι περιτύλιξε τό πληγωμένο πόδι του μέ διάφορα πανιά, καί στήν κατάσταση αὐτή τόν βρῆκαν μερικοί Κονιτσιῶτες πού τόν πῆγαν στόν Νοσοκομεῖο γιά θεραπεία. Καί ὅταν τόν ρωτοῦσαν γιά τό τί ἀκριβῶς ἔγινε, ἐκεῖνος, προκειμένου νά μήν ἀποκαλύψη τό περιστατικό, τούς εἶπε ὅτι τόν ἔφαγαν οἱ ἀρκοῦδες. Τό σημαντικό, ὅμως, εἶναι ὅτι, ὅταν μοῦ διηγεῖτο τό περιστατικό αὐτό, σήκωσε διακριτικά τό σκέλος τοῦ παντελονιοῦ του καί μοῦ ἔδειξε τίς οὐλές πού ὑπῆρχαν στό πόδι του. «Καί ὁ ἑωρακώς μεμαρτύρηκε, καί ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία» (Ἰω. ιθ΄, 35).

Ὁμιλώντας ἀκόμη γιά τούς πειρασμούς τοῦ διαβόλου, μοῦ ἀποκάλυψε τό περιστατικό πού συνέβη στό ὄρος Σινᾶ μέ τό ξυπνητήρι, πού περιγράφεται στό ὡς ἄνω βιβλίο.

Κάποια φορά πού τόν ρώτησα πῶς πρέπει νά ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, μοῦ εἶπε μέ ἁπλό καί ἀνεπιτήδευτο τρόπο: «Νά αἰσθανόμαστε τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους δίπλα μας». Καί στήν συνέχεια εἶπε: «Πολλές φορές βλέπω δίπλα μου τόν ἄγγελο φύλακά μου καί τόν φιλάω».

* * *

Σεβόταν τόν Γέροντά μου Μητροπολίτη Ἐδέσσης Καλλίνικο. Ὅταν κάποια φορά ἐπισκέφθηκα τόν π. Παΐσιο καί τοῦ εἶπα γιά τίς συκοφαντίες πού ἔγραφαν ἐναντίον του, ἀμέσως εἶδα νά κυλοῦν δάκρυα ἀπό τά μάτια του καί μοῦ εἶπε: «Ὅσοι ἀδικοῦνται ἀγαπιοῦνται πολύ ἀπό τόν Θεό. Αὐτοί εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοίμονο ὅμως γιά τούς πνευματικούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν λαμβάνουν μέρος καί δέν τόν ὑποστηρίζουν. Θά τό βροῦν μπροστά τους κατά τήν Ἡμέρα τῆς Κρίσεως». Ἀγαποῦσε πολύ αὐτούς πού συκοφαντοῦνταν καί ἀδικοῦνταν, ἀλλά ὑπέμεναν τήν ἀδικία.

* * *

Σέ μιά ἐπίσκεψή μου στό Ἅγιον Ὄρος (τόν Νοέμβριο τοῦ 1979) τόν ἀναζητοῦσα ἐπισταμένως γιά νά συζητήσω μαζί του ἕνα θέμα. Ἔμαθα ὅτι βρισκόταν στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, γιατί εἶχε κληθῆ ἀπό τόν Ἡγούμενο Ἀρχιμ. Γεώργιο γιά νά δῆ τούς μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Πῆγα, λοιπόν, στήν Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου καί σέ κάποιο διάλειμμα τοῦ εἶπα ὅτι ἤθελα νά τόν δῶ. Μοῦ εἶπε: «Δέν θά σέ δῶ ἐδῶ στήν Μονή, ἀλλά αὔριο θά πᾶμε στήν Ἱερά Μονή Σιμωνόπετρας καί ἐκεῖ θά βροῦμε κάποιο χρόνο γιά νά τά ποῦμε». Γιά μένα ἦταν μιά εὐκαιρία νά εἶμαι κοντά του περισσότερες ἡμέρες.

Ὕστερα ἀπό δύο ἡμέρες ἀνεβήκαμε μαζί στήν Ἱερά Μονή Σιμωνόπετρας. Τό βράδυ ἐκεῖνο συνέβη τό περιστατικό μέ τά «ταγκαλάκια» πού περιγράφεται στό βιβλίο Βίος Γέροντος Παΐσίου τοῦ Ἁγιορείτου, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ δαίμονες τήν νύχτα κτυποῦσαν τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, ἄκουγε φωνές ἀπό ἔξω κλπ. Τό διηγεῖτο τήν ἄλλη μέρα μέ πολύ χιοῦμορ καί χάρη. Ἀλλά οὔτε ἐκεῖ βρῆκε εὐκαιρία νά μέ δῆ. Μοῦ εἶπε: «Θά σέ πάρω μαζί μου στήν Παναγούδα».

Μετά ἀπό δύο μέρες εἶχα τήν εὐλογία καί τήν χαρά νά βαδίσω μαζί του καί μαζί μέ μερικούς ἄλλους, ὅπως τόν ἀείμνηστο π. Ἰσαάκ, περίπου γιά τέσσερεις ὧρες, ἀπό τήν Ἱερά Μονή Σιμωνόπετρας μέχρι τήν Καλύβη του στήν Παναγούδα. Στόν δρόμο συνεχῶς ἐπαναλάμβανε, μέ τόν δικό του τρόπο, τό «δόξα σοι ὁ Θεός». Μέ ἔβαλε νά καθίσω ἐπάνω στό ζῶο, παρά τίς ἀντιρρήσεις μου, καί ἐκεῖνος βάδιζε μέ τά πόδια. Ἔκανα γιά λίγο ὑπακοή, ἀλλά ἀμέσως κατέβηκα. Ὅταν συναντούσαμε κάποιο κελλί, κτυποῦσε τήν πόρτα, φώναζε μέ τήν λεπτή καί διακριτική φωνή του τόν Γέροντα τοῦ κελλιοῦ, συζητοῦσε μαζί του μέ πολλή καλωσύνη. Ἐπίσης ἦταν πολύ διδακτικός μαζί μας.

Ὅταν φθάσαμε στήν Παναγούδα, εἶχε βραδιάσει καί μέ κράτησε στήν Καλύβη του νά κοιμηθῶ. Παρέθεσε στήν τράπεζα τό γλυκό πού τοῦ εἶχαν δώσει ἀπό τήν Ἱερά Μονή Σιμωνόπετρας. Ἐκεῖνος δέν ἔφαγε ἀπό αὐτό, ἀλλά ἔφαγε ἕνα κρεμμύδι μέ λίγο ψωμί. Βεβαίως, ἤμουν πάρα πολύ συνεσταλμένος, γιατί εἶχα γνώση ποῦ βρισκόμουν. Μετά ἀπό τήν προσευχή, μοῦ ὑπέδειξε ἕνα ξύλινο κρεββάτι, ὅπου θά κοιμόμουν τό βράδυ, στό «σαλόνι» του, κατά τήν ἔκφρασή του. Μοῦ εἶπε: «Νά κοιμηθῆς ἐδῶ, πάρε καί αὐτές τίς κουβέρτες καί τό πρωΐ στίς τρεῖς ἡ ὥρα θά σέ ξυπνήσω γιά νά προσευχηθοῦμε ὁ καθένας στό κελλί του μέ τό κομποσχοίνι».

Συναισθανόμενος ὅτι στόν ἴδιο χῶρο βρίσκεται ὁ ὅσιος Παΐσιος, δέν μποροῦσα νά κοιμηθῶ, γιατί αἰσθανόμουν ὅτι μέ ἔβλεπε μέ τό διορατικό χάρισμά του. Ξάπλωσα στό κρεββάτι, προσπαθώντας νά κάνω ὅλη τήν νύκτα τήν εὐχή, μέ συγκεντρωμένο τόν νοῦ, γιατί ἔλεγα στόν ἑαυτό μου ὅτι μέ παρακολουθεῖ ὁ π. Παΐσιος. Ὅλη τήν νύχτα ἄκουγα τά βήματα τοῦ π. Παϊσίου στό κελλί του καί ἔξω ἀπό αὐτό. Τίς περισσότερες φορές τόν αἰσθανόμουν σάν νά ἔκανε μετάνοιες καί ἄλλες φορές σάν νά βάδιζε. Στίς τρεῖς ἡ ὥρα, χωρίς νά κοιμηθῶ καθόλου καί χωρίς νά καταλάβω πῶς πέρασε ἡ ὥρα, ἄκουσα τήν λεπτή φωνούλα του πού μέ καλοῦσε νά σηκωθῶ γιά νά κάνω κομποσχοίνι στό κελλί μου. Πράγματι συνέχισα τήν εὐχή, τήν ὁποία ἔκανα μέχρι τότε, μέ δυνατότερη ἔνταση.

Τό πρωΐ, ὅταν τόν ρώτησα γιά τίς κινήσεις του, τά βήματά του κλπ., μοῦ εἶπε ὅτι τόν ἐνόχλησε τό στομάχι του. Πιθανόν ἤθελε νά κρύψη τήν ἄσκησή του.

Αἰσθάνθηκα ἐκεῖνες τίς ἡμέρες καί ἰδιαίτερα ἐκεῖνο τό βράδυ αὐτό πού γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης γιά τούς δύο Μαθητές (Ἀνδρέα καί Πέτρο) πού ρώτησαν τόν Χριστό: «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;». Καί Ἐκεῖνος τούς εἶπε: «ἔρχεσθε καί ἴδετε». Καί ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστής: «ἦλθον οὖν καί εἶδον ποῦ μένει, καί παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τήν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη» (Ἰω. α΄, 38-39). Κατά τούς ἑρμηνευτές, τό ὅτι ἔμειναν στήν οἰκία μαζί μέ τόν Χριστό, σημαίνει ὅτι βρίσκονταν μέσα στήν θεωρία ὅλη τήν ἡμέρα ἐκείνη. Γι’ αὐτό θυμόντουσαν ἔντονα τόπεριστατικό.

Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἔμειναν βαθειά χαραγμένες καί στήν δική μου μνήμη τῆς καρδιᾶς ἐκεῖνες οἱ ἡμέρες καί ἐκεῖνο τό βράδυ, πού ἔμεινα στό σπίτι ἑνός ἁγίου ἀνθρώπου καί αἰσθάνθηκα τήν ἐνέργειά του. Ἦταν 19 Νοεμβρίου 1979.

* * *

Κάποτε ἐπισκέφθηκα τόν π. Παΐσιο μέ ἕναν φοιτητή τῆς θεολογίας πού βρισκόταν σέ μιά ἡλικία κρίσιμη. Τόν ρώτησε γιά τίς σπουδές του. Ὁ φοιτητής μέ ἀφέλεια τοῦ εἶπε γιά μιά φοιτητική ἐργασία πού ἔκανε σχετικά μέ τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Σέ κάποια στιγμή εἶπε στόν π. Παΐσιο: «Ὁ Θεός κάποτε δέν ἤξερε τί νά κάνη καί ἔπλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, γιά νά περάση τήν ὥρα Του». Τότε εἶδα τόν π. Παΐσιο ἀστραπιαῖα νά σηκώνη τό χέρι του καί νά τοῦ δίνη ἕνα γερό χαστούκι. Ὁ φοιτητής τά ἔχασε, ζαλίστηκε, ἔμεινε γιά λίγο μέ γουρλωμένα τά μάτια γιά νά συνειδητοποιήση τί ἔγινε, καί μετά ἄρχισε νά κλαίη μέ ἀναφιλητά σάν μικρό παιδί.

Ὁ π. Παΐσιος τόν κοίταζε, δέν ἔλεγε τίποτε καί τόν ἄφησε νά κλάψη. Μετά ἀπό πολύ κλάμα τοῦ εἶπε: «Ἔλα ἐδῶ, βρέ χαμένε καί μπανταλέ», δηλαδή ἀνόητε. Τόν πῆρε ἀπό τό χέρι, ὅπως ἡ μάνα τό μικρό παιδί, τόν πῆγε στόν νιπτήρα καί τοῦ εἶπε: «Πλύνε τό πρόσωπό σου». Ὕστερα τοῦ ἔδωσε μιά πετσέτα γιά νά σκουπίση τό πρόσωπό του ἀπό τά δάκρυα, καί τόν ἔφερε στήν προηγούμενη θέση, ὁπότε καί ἄρχισε μέ ἱλαρότητα, μέ τρυφερότητα καί μέ πολλή ἀγάπη νά τοῦ ὑποδεικνύη τό λάθος του καί νά τοῦ λέγη ὅτι δέν πρέπει νά μιλᾶμε μέ ἀπρέπεια γιά τόν Θεό καί τό ἔργο Του. Μάλιστα τοῦ ἔγραψε μιά χαριτωμένη ἀφιέρωση σέ ἕνα βιβλίο του καί τοῦ τό ἔδωσε. Περιττό δέ νά πῶ ὅτι ἐγώ παρακολουθοῦσα ὅλη αὐτή τήν σκηνή ἄφωνος καί ἐκστατικός.

* * *

Ὅταν τόν ἐπισκεπτόμουν, μετά ἀπό τίς συμβουλές πού τοῦ ζητοῦσα γιά θέματα προσωπικῆς μου ζωῆς, τόν ρωτοῦσα καί γιά θέματα πού ἀντιμετώπιζα μέ τά πνευματικά μου παιδιά. Τοῦ εἶπα γιά κάποιο παιδί πού ἦταν πολύ ζωηρός καί ἀντιδραστικός καί τοῦ ζήτησα τήν γνώμη του γιά τό πῶς νά τόν ἀντιμετωπίζω. Μοῦ ἀπάντησε ἀφοπλιστικά: «Νά κάνης ὅ,τι κάνει ὁ ἀγωγιάτης μέ τό ζῶο. Νά κρατᾶς γερά τά γκέμια καί νά στέκεσαι μακρυά γιά νά μή τρῶς τίς κλωτσιές του».

* * *

Μιά περίοδο τῆς ζωῆς μου εἶχα ἔντονη ἐπιθυμία νά μονάσω σέ Ἱερά Μονή πλησίον τῆς πόλεως Ἐδέσσης, μέ μιά μικρή ἀδελφότητα νέων μοναχῶν, καί τοῦ ζητοῦσα τήν γνώμη του μέ γράμμα. Δέν μοῦ ἔγραψε. Ὅταν πληροφορήθηκα ὅτι βρισκόταν ἐκεῖνο τόν καιρό στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Σουρωτή, τηλεφώνησα γιά νά τόν ἐπισκεφθῶ. Ἡ μοναχή πού σήκωσε τό τηλέφωνο μοῦ εἶπε: «Ξεκίνησε νά ἔλθη στήν Ἔδεσσα». Ξαφνιάσθηκα.

Πράγματι, ὕστερα ἀπό λίγο εἶδα τόν π. Παΐσιο στήν Ἔδεσσα. Ἦλθε στήν Ἱερά Μητρόπολη καί ἔκανε ἐδαφιαία μετάνοια μπροστά στόν μακαριστό Μητροπολίτη Ἐδέσσης Καλλίνικο. Στήν συνέχεια ἐπισκεφθήκαμε τόν «χῶρο» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὅπου εἶχα ἐπιθυμία νά μεταβῶ. Ὅλη τήν ἡμέρα ἤμασταν μαζί. Ἦταν πολύ διδακτικός καί οἱ συμβουλές του μέ βοήθησαν πολύ. Τελικά δέν πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπιθυμία ἐκείνη, γιά κάποια εὔλογη αἰτία.

* * *

Μετά τήν κοίμηση τοῦ μακαριστοῦ Γέροντός μου Καλλινίκου ὑπῆρχαν προβλήματα ἀπό τόν νέο Μητροπολίτη. Ἐπειδή τίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μου ρωτοῦσα τόν π. Παΐσιο, γι’ αὐτό καί τήν περίοδο ἐκείνη πολλές φορές ἦλθα σέ ἐπικοινωνία μαζί του, εἴτε προφορικῶς εἴτε γραπτῶς. Οἱ συμβουλές πού μοῦ ἔδωσε ἦταν πολύ σημαντικές. Στά γράμματα τά ὁποῖα τοῦ ἀπέστειλα δέν μοῦ ἀπαντοῦσε, ἀλλά καταλάβαινα τήν προσευχή του. Γιατί, ὅταν μιά φορά τοῦ ἀπέστειλα ἕνα γράμμα, μέ τό ὁποῖο τοῦ ζητοῦσα ἀγωνιωδῶς τήν βοήθειά του, χωρίς νά μοῦ ἀπαντήση γραπτῶς, ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες, ἦλθε ἡ λύτρωση ἀπό τήν δύσκολη ἐκείνη κατάσταση. Τότε ἔγιναν πολλά καί συνταρακτικά γεγονότα, ἔφυγα ἀπό τήν Ἔδεσσα πρός τήν Λιβαδειά καί τήν Ἀθήνα πολύ ξαφνικά καί ἀποφασιστικά, καί ἄρχισαν νά λύωνται ὅλα τά θέματα, ὁπότε τό θεώρησα ὡς μιά ἀπάντηση τῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντα.

* * *

Ἐνθυμοῦμαι μέ συγκίνηση ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα: Ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά λάβω τήν συμβουλή του γιά ἕνα πολύ σημαντικό θέμα πού ἀντιμετώπιζα. Πῆγα στήν Καλύβη του στήν Παναγούδα καί κτύπησα τό καμπανάκι, παραμένοντας γιά μιά ὥρα σχεδόν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ φράκτη. Ἀλλά «οὐκ ἦν φωνή οὐκ ἦν ἀκρόασις». Ἤξερα, ὅμως, ὅτι ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Γέροντας ἔφευγε τό πρωΐ ἀπό τό κελλί του καί ἐπέστρεφε τό βράδυ. Ἔγραψα, λοιπόν, ἕνα σημείωμα, τό ἄφησα στόν εἰδικό «χῶρο» πού ὑπῆρχε γιά τόν σκοπό αὐτό καί τόν πληροφοροῦσα ὅτι θά τόν ἐπισκεπτόμουν τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωΐ στίς 8 ἡ ὥρα.

Πράγματι, τήν ἑπομένη ἡμέρα κατέβαινα τό δρομάκι ἀπό τήν διασταύρωση τοῦ δρόμου Σταυρονικήτα - Καρυές πρός τήν Παναγούδα. Σέ κάποια στιγμή, πρίν φθάσω στήν Παναγούδα, ἄκουσα ἀπό τό βουναλάκι μιά φωνή: «Ἔεε! Ἔεε! π. Ἱερόθεε ἐδῶ εἶμαι, ἔλα ἀπό τό δρομάκι πού εἶναι μπροστά σου καί θά μέ βρῆς». Στήν ἀρχή δέν κατάλαβα ποιός μέ φώναζε, ὕστερα ὅμως συνειδητοποίησα ὅτι ἦταν ὁ π. Παΐσιος. Πῆρα τό δρομάκι καί ἀνηφόρησα. Ἐκεῖνος μέ ἔβλεπε καί μέ καθοδηγοῦσε πρός τήν κατεύθυνση πού ἔπρεπε νά πάρω. Ἀνεβαίνοντας ψηλά τόν εἶδα νά κάθεται σέ κάποιο ξέφωτο. Κάθισα δίπλα του, τοῦ ἀνέφερα τό πρόβλημά μου, γιά πολλή ὥρα μοῦ ἔδινε συμβουλές καί λύσεις πολύ σημαντικές.
Αὐτή ἦταν ἡ τελευταία συνάντηση πού εἶχα μέ τόν π. Παΐσιο καί ἦταν πολύ οὐσιαστική. Ἡ συμβουλή του ἦταν τόσο διακριτική καί σοφή, πού τήν θαύμασε καί ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ Essex.

Γενικά, ἔδινε ἀπαντήσεις φωτισμένες, χωρίς νά τίς ἐπιβάλλη σέ αὐτόν πού ρωτοῦσε καί χωρίς νά ἀναιρῆ τίς συμβουλές ἄλλων πνευματικῶν πατέρων. Ἐπρόκειτο γιά διάκριση ὑψηλῶν πνευματικῶν προδιαγραφῶν.

Ἡ μορφή τοῦ π. Παϊσίου καί ἡ ἐπικοινωνία μαζί του, μαζί καί μέ μερικούς ἄλλους θεουμένους πατέρες πού μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά γνωρίσω στήν ζωή μου, ἦταν καί εἶναι μιά πολύ σημαντική παρουσία στήν ζωή μου. Ἦταν ἕνας φωτισμένος ἀπό τόν Θεό ἄνθρωπος, ἕνας ἀσκητής-ἀναχωρητής τοῦ 4ου αἰῶνος πού ἔζησε στόν δικό μας αἰώνα. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἦταν ἕνας πατέρας καί ἀδελφός, μέ διάκριση, σύνεση καί χιοῦμορ. Ἔλεγε ὑψηλές ἀλήθειες μέ πολύ ἔξυπνο καί χαριτωμένο τρόπο καί ἔλεγε ἁπλά παραδείγματα μέ πολύ βαθύ περιεχόμενο. Δέν ἔκανε οὔτε τόν δάσκαλο οὔτε τόν μοναχό, ἐνῶ ἦταν καί ἀληθινός δάσκαλος καί πραγματικός μοναχός, ἕνας ἀληθινός ἄνθρωπος, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πού δίδασκε μέ τήν προσευχή, τήν σιωπή, τό χιοῦμορ, τήν ἀγάπη, τήν αὐτομεμψία καί τήν διακριτική καί ἔξυπνη συμβουλή.

Ὅταν ἐπαναφέρω στήν μνήμη μου τήν ἁγιασμένη αὐτή μορφή συγκινοῦμαι, δακρύζω καί προσεύχομαι.

Νά ἔχουμε τίς ἅγιες εὐχές του.

2. Ἡ συνάντησή μου μέ τόν π. Παΐσιο τό ἔτος 1977

Τόν Ἰούνιο τοῦ ἔτους 1977 ἐπισκέφθηκα γιά πολλοστή φορά τό Ἅγιον Ὄρος, μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός μου, μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κυροῦ Καλλινίκου, ὁ ὁποῖος παρακολουθοῦσε μέ ἀγάπη καί διάκριση ὅλη αὐτήν τήν πορεία καί ἀναζήτησή μου. Αὐτήν τήν φορά ἀναζητοῦσα νά μάθω περισσότερα γιά τήν εὐχή, τήν νοερά ἡσυχία καί τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀπό ἁγιορεῖτες Πατέρες πού τά ζοῦσαν ἐμπειρικά.

Πρῶτος σταθμός ὁ Γέροντας Παΐσιος πού τότε ἐγκαταβίωνε στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα. Τόν γνώριζα ἀπό παλαιότερα χρόνια, ὅταν τόν ρωτοῦσα γιά θέματα πνευματικῆς διακονίας, ἀλλά τώρα, ἐπηρεασμένος ἀπό ὅσα εἶχα διαβάσει γιά τήν νηπτική ἐργασία καί τήν νοερά προσευχή καί εἶχα ζήσει γιά λίγο στήν Ἱερά Μονή τοῦ Essex, ἤμουν ἀποφασισμένος νά τόν ἐρωτήσω γιά τά θέματα αὐτά.

Ἡ συζήτηση μαζί του ἦταν μιά μυσταγωγία. Ἔχω κρατήσει σημειώσεις ἀπό τήν συνομιλία αὐτή, τίς ὁποῖες ἔγραψα μόλις βγῆκα ἀπό τό κελλί του, καθισμένος σέ ἕνα μικρό βραχάκι, πορευόμενος πρός τήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα.

Στήν ἀρχή μοῦ μίλησε γιά τήν ἀρχοντική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους καί πρός ὅλη τήν κτίση. Μάλιστα μοῦ εἶπε ὅτι «ὁ Θεός εἶναι ἄρχοντας ἀκόμη καί στόν διάβολο, ἀλλά ἐκεῖνος δέν μπορεῖ νά τό καταλάβη. Τελικά, ὁ Θεός στριμώχνει τόν διάβολο».

Τόν ρώτησα γιά τήν οὐσία τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Μοῦ εἶπε ὅτι «ὁ μοναχός δέν ἔχει δικαιώματα, γιατί αὐτά ἀνήκουν στόν Θεό». Μετά μοῦ εἶπε ὅτι πρέπει νά ἀναπτύξουμε τήν ἐσωτερική ζωή καί νά μή στεκόμαστε στήν ἐπιφάνεια. Ἀναφέρθηκε εἰδικότερα στό νά ζοῦμε τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ: «Δέν φθάνει μόνον ἡ καθαρότητα τοῦ σώματος, ἀλλά καί ἡ βίωση τῆς δικαιοσύνης. Ὁ δίκαιος, ἀλλά καί ὅσοι ἀδικοῦνται εἶναι πραγματικά παιδιά τοῦ Θεοῦ». Ὁ Μοναχισμός ἔχει κέντρο τόν Θεό καί τήν σχέση μαζί Του. Εἶπε: «Ἄν πάω σέ ἕνα στρατόπεδο καί τούς πῶ τί εἶναι ὁ μοναχισμός, τότε ὅλοι θά θέλουν νά γίνουν μοναχοί. Ἀλλά, ἐάν ἔρθουν ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, στήν ἀρχή θά τούς ἐνθουσιάσουν οἱ πολυέλαιοι πού ψάλλονται στόν Ναό, ἔπειτα ὅμως θά θεωροῦν ὡς καλύτερα τά μπουζούκια. Ἔτσι, στήν καρδιά βρίσκεται ἡ οὐσία τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἔχουμε εὐθύνη γιά τήν νέα γενιά νά τούς διδάξουμε τόν ἀληθινό Μοναχισμό». Ἐπειδή γνώριζε τήν ἀξία τῆς ὑπακοῆς εἶπε: «Ὁ κάθε Γέροντας θά δώση λόγο στόν Θεό ἀνάλογα μέ τήν ὑπακοή πού τοῦ κάνουν τά πνευματικά του παιδιά». Φυσικά, ἡ ὑπακοή δέν εἶναι μιά τυραννική ἐπιβολή τοῦ Γέροντα στούς ὑποτακτικούς του, ἀλλά πρέπει νά γίνεται μέ ἐλευθερία, γι’ αὐτό τόνισε: «Οἱ μοναχοί, ὅταν ἔχουν Γέροντα πού τούς δίνει ἐλευθερία, ἔχουν μεγάλη εὐθύνη». Ἀνέφερε καί τό ὅτι μερικοί μοναχοί δέν ἐνδιαφέρονται γιά τήν πνευματική τους προκοπή, ἀλλά ἐπιδίδονται σέ κτίσματα. Ὅμως, «οἱ μοναχοί δέν πρέπει νά κτίζουν πολλά, ἀλλά ἁπλῶς νά διορθώνουν τά ὑπάρχοντα γιά τίς ἀνάγκες τους». Εἶπε: «Σήμερα ἔχουμε κελλιά καί κοιλιά»!

Ὁ λόγος, κατά φυσικό τρόπο, στράφηκε στήν νοερά προσευχή πού εἶναι ἡ οὐσία τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Διατύπωσε τήν διδασκαλία ὅτι ἡ προσευχή βγαίνει ὡς πηγή ἀπό καρδιά ἡ ὁποία ἀγαπᾶ τόν Θεό ἤ πονάει. «Εὐχή δέν εἶναι νά εὔχεται κανείς ἁπλῶς, οὔτε μόνον νά ἔχουμε καθαρό νοῦ καί νά μήν δεχόμαστε λογισμούς, ἀλλά κυρίως νά ἀρχίση νά λειτουργῆ ἡ καρδιά». Νά αἰσθάνεται κανείς νά λειτουργῆ αὐτό τό «μηχανάκι». Ὅμως, «ἄλλο εἶναι ἡ καρδιά καί ἄλλο τό θέλημα».

Γιά τό τί εἶναι ἡ καρδιά, μοῦ ἀνέφερε ἕνα χαριτωμένο περιστατικό, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ἕνας Ἄγγλος, χωρίς νά ξέρη ἑλληνικά καί κυρίως ἀπό περιέργεια, τόν ἐπισκέφθηκε γιά νά τόν ρωτήση γιά τό τί εἶναι ἡ καρδιά γιά τήν ὁποία γράφουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ π. Παΐσιος, βλέποντας ὅτι δέν εἶχε πραγματικές ἀναζητήσεις, τοῦ εἶπε: «Μέ τά ἀγγλικά πού ξέρω ἐγώ καί τά ἑλληνικά πού ξέρεις ἐσύ δέν μποροῦμε νά βροῦμε οὔτε τό μέρος τῆς σαρκικῆς καρδιᾶς»!

Τόν ρώτησα γιά τήν διάκριση μεταξύ νοῦ καί λογικῆς. Μοῦ τό ἐξήγησε μέ ἕνα ἁπλό παράδειγμα: «Ἡ λογική ὁμοιάζει σάν τόν μοῦστο καί τό κρασί, ἐνῶ ὁ καθαρός νοῦς σάν τό ἀποσταγμένο τσίπουρο». Τόν ρώτησα γιά τόν πονοκέφαλο πού ἔρχεται ἀπό τήν προσπάθεια αὐτοσυγκέντρωσης γιά τήν εὐχή. Μοῦ εἶπε ὅτι, ὅταν κανείς προσπαθῆ νά συγκεντρωθῆ στήν εὐχή καί ἔρχεται πονοκέφαλος, τότε «αὐτός ὁ πονοκέφαλος στήν προσευχή δείχνει τό φιλότιμο, ὁπότε ὁ Θεός βλέπει τήν προσπάθεια τοῦ φιλότιμου παιδιοῦ καί τό εὐλογεῖ. Τοῦ λέει "μή κουράζεσαι, στό δίνω αὐτό πού ζητᾶς"». Ἐπίσης, εἶπε ὅτι πρέπει κανείς νά ξέρη ὅτι, «ὅταν οἱ ἄλλοι γογγύζουν δίκαια ἐναντίον μας, αὐτό δέν βοηθάει στήν προσευχή».

Μοῦ εἶπε πολλά καί σοφά λόγια γιά τήν πνευματική ζωή, διότι ἡ προσευχή ἀναπτύσσεται στό εὔκρατο κλίμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γιά παράδειγμα εἶπε: «Ἡ ἀριθμητική τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική ἀπό τήν ἀριθμητική τῶν ἀνθρώπων. Τό 4 γιά τόν Θεό εἶναι ἄριστα, ἐνῶ τό 9 δέν εἶναι ἄριστα». Καί στήν ἐρώτησή μου πῶς ἐξηγεῖται αὐτό, εἶπε: «Ὅταν κανείς παίρνη 2 χαρίσματα ἀπό τόν Θεό καί τά διπλασιάζη (4) παίρνει ἄριστα, ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἔλαβε 5 χαρίσματα καί ἀντί νά τά διπλασιάση (10) τά ἔκανε 9 δέν πῆρε τό ἄριστα». Ἐπίσης, μοῦ εἶπε ὅτι μερικές φορές «οἱ λογισμοί ἀπιστίας προέρχονται ἀπό ὑπερβολική ἄσκηση», καθώς ἐπίσης «ὅπου χρησιμοποιεῖ κανείς τήν φαντασία μπορεῖ νά πέση καί σέ αἵρεση καί νά βλάψη ὅλη τήν Ἐκκλησία».

Τόν ρώτησα γιά τήν κατά Χριστό σαλότητα. Μοῦ ἀνέφερε τήν περίπτωση τοῦ π. Εὐθυμίου πού ζοῦσε στήν περιοχή τῆς Μεγίστης Λαύρας, τόν ὁποῖο ἐκτιμοῦσε καί θαύμαζε πολύ καί ἦταν σέ «ὑψηλό ἐπίπεδο πνευματικῆς ζωῆς», ὅτι, ὅταν πῆγε στήν Μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας, προκειμένου νά κρύψη τήν «ἀρετή του» προφασίσθηκε μέ φωνές καί διαμαρτυρίες ὅτι τό φαγητό πού τοῦ ἔβαλαν δέν ἦταν καλό, γιά νά μή φάγη, καί ἐπίσης πετοῦσε τά καθαρά σεντόνια ἀπό τό κρεββάτι, ἕως ὅτου τόν ἔβαλαν σέ ἕνα ὑποδεέστερο δωμάτιο. Καί συμπλήρωσε μέ χιοῦμορ: «Σήμερα ἀφοῦ εἴμαστε σαλοί (στά μυαλά), γιατί νά γίνουμε (κατά Χριστόν) σαλοί;».

Γιά νά μέ βοηθήση πνευματικά σέ σχετικές ἐρωτήσεις πού τοῦ ἔκανα μοῦ εἶπε πολλά περιστατικά ἀπό τήν μοναχική του ζωή στήν Ἱερά Μονή Στομίου Κονίτσης, πῶς ὁ διάβολος ἤθελε νά τόν γκρεμίση, τήν συνάντησή του μέ τίς ἀρκοῦδες, τό πῶς ἀντιμετώπισε τόν πειρασμό τοῦ σώματος, ἀλλά καί διάφορες ἱστορίες ἀπό τήν ἄσκησή του στό Σινᾶ, τά ὁποῖα ἔχουν καταγραφῆ σέ βιβλίο πού ἔγραψε ὁ ἀείμνηστος Ἱερομόναχος Ἰσαάκ γιά τόν π. Παΐσιο.

* * *

Νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Παϊσίου πού ἦταν ἕνας μοναχός μέ «φιλότιμο» καί «ἀρχοντική ἀγάπη», πού ἔφθασε σέ παροξυσμό ἀγάπης γιά νά πῆ:

«Αὐτό πού λέει ἡ καρδιά μου εἶναι νά πάρω ἕνα μαχαίρι νά τήν κόψω κομματάκια, νά τήν μοιράσω στόν κόσμο, καί ὕστερα νά πεθάνω»!!
Οἱ ἄνθρωποι πού κατάλαβαν αὐτήν τήν καρδιακή του ἀγάπη τοῦ τήν ἀνταπέδωσαν!!

Ὁ ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης καί ἡ Ναύπακτος

Ἐκδήλωση τοῦ Συνδέσμου Ἀγάπης Ἁγίου Δημητρίου

Τήν Κυριακή 15 Φεβρουαρίου τό ἀπόγευμα καί στήν αἴθουσα τοῦ ἐνοριακοῦ Κέντρου τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, πραγματοποιήθηκε ἡ ἀναβληθεῖσα λόγῳ συγκυριῶν ἐτήσια ἐκδήλωση τοῦ Συνδέσμου Ἀγάπης τῆς ἐνορίας, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ὁποία τά μέλη τοῦ Συνδέσμου τιμοῦν στό πρόσωπο τῆς Παναγίας τήν μητέρα. Παρών στήν ἐκδήλωση ἦταν ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος, οἱ Ἱεροκήρυκες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἀρκετοί Ἱερεῖς τῆς Ναυπάκτου, ὁ πολιτευτής κ. Χρῆστος Παΐσιος καί πλῆθος κόσμου. Ἡ ἐκδήλωση μέ τίτλο: «Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης στά βουνά τῆς Ναυπακτίας, στά ὄρη τῆς ἁγιότητος», ἦταν ἀφιερωμένη στόν ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος πρόσφατα κατατάχθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ὕστερα ἀπό συγκεκριμένη πρόταση πρό 10ετίας (τήν 30η Ἰουλίου 2004) τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας. Ἐνδεικτικά ἀποσπάσματα ἀπό τήν πρόταση αὐτή παρουσίασε ὁ ἐπόπτης τοῦ Συνδέσμου Ἀγάπης π. Θωμᾶς Βαμβίνης, σέ σύντομη εἰσαγωγική ὁμιλία του, μαζί μέ μαρτυρίες γιά τήν προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Παϊσίου σταχυολογημένες ἀπό ὁμιλία τοῦ Ἀρχιμ. Ἀρσενίου Κατερέλου, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν Ὅσιο ἀπό πολύ κοντά.

Στήν ἀρχή τοῦ κυρίου μέρους τῆς ἐκδήλωσης προβλήθηκε σέ βίντεο σύντομη βιογραφία τοῦ Ὁσίου, πού ἦταν συρραφή ἐπιλεγμένων ἀποσπασμάτων ἀπό παλιά ἀφιερωματική ἐκπομπή τῆς ΕΤ3, τήν ὁποία (συρραφή) ἐπιμελήθηκαν οἱ φοιτητές Ἀθανάσιος Λαουρδέκης καί Ἀγγελική Λαουρδέκη. Ἀκολούθως διαβάστηκαν ἀποσπάσματα ἀπό τόν Στ΄ τόμο τῆς σειρᾶς «Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι», πού ἔχει ἐκδώσει τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος τῆς Σουρωτῆς, ἀπό ἄρθρο τοῦ δικηγόρου παρ’ Ἀρείῳ Πάγῳ Γεωργίου Γαλανόπουλου στήν Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση (Αὔγουστος 2010), μέ τίτλο: Ὁ Ἀρσένιος Ἐζνεπίδης (μετέπειτα Γέροντας Παΐσιος) στρατιώτης Ἀσυρματιστής στήν Ἀράχωβα Ναυπακτίας τό ἔτος 1947, καθώς καί  ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἱερομονάχου Ἰσαάκ «Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», τά ὁποῖα (ἀποσπάσματα) ἀναφέρονταν στό πέρασμα τοῦ Ὁσίου ἀπό τήν περιοχή τῆς Ναυπακτίας κατά τήν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ὅταν ὑπηρετοῦσε τήν στρατιωτική του θητεία. Μιά ἀπό τίς χαρακτηριστικές ἱστορίες πού διαβάστηκαν ἦταν μία ἀπό τίς διηγήσεις τοῦ κ. Παντελῆ Τζέκου ἀπό τήν Κέρκυρα, νῦν μοναχοῦ Ἀρσενίου, συστρατιώτης τότε τοῦ Ὁσίου, στήν ὁποία φαίνεται ἡ μεγάλη πίστη τοῦ νεαροῦ στρατιώτη Ἀρσενίου, ἡ ἐλευθερία του ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου, ἀλλά καί ἡ ὑπεράνω ἀπό ὅλες τίς ἔχθρες καί τίς διαιρέσεις τῶν ἀνθρώπων ἀγάπη του γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Διηγεῖται ὁ κ. Παντελῆς Τζέκος:

«Μιά μέρα εἴμασταν πάνω σέ ἕνα ὕψωμα πού λεγόταν “Φονιάς”. Μᾶς εἶχαν ἀποκλείσει οἱ ἀντάρτες καί δέν μπορούσαμε νά φύγουμε πουθενά, γιατί δέν ὑπῆρχε διέξοδος. Ὁ Ἀρσένιος ἦταν ὄρθιος. Οἱ σφαῖρες ἔπεφταν καί σφύριζαν. Ἐγώ τόν ἔπιανα ἀπό τό χιτώνιο καί τόν τραβοῦσα νά πέση κάτω. Αὐτός τίποτε. Κοίταζε ψηλά καί εἶχε τά χέρια του ἔτσι, σταυρωμένα. Ἔ, φαίνεται μᾶς λυπήθηκε ὁ Μεγαλοδύναμος, καί κάποια στιγμή ἦρθαν τά ἀεροπλάνα καί ἄνοιξαν δρόμο. Ὅταν φεύγαμε τοῦ λέω:
-Καλά, Χριστιανέ μου, γιατί δέν ἔπεφτες κάτω;
-Προσευχόμουν.
-Προσευχόσουν; ρώτησα μέ μεγάλη ἀπορία.
Τί δύναμη εἶχε ἡ προσευχή του καί πόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστη του, ὥστε νά ἀψηφᾶ τίς σφαῖρες! Τό πιθανότερο ἦταν νά παρακαλοῦσε τόν Θεό νά σκοτωθῆ ὁ ἴδιος καί νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι. Γι’ αὐτό στεκόταν ὄρθιος καί ἀκάλυπτος.  Καί ὁ δίκαιος Θεός, βλέποντας τήν αὐτοθυσία του, τόν ἔσωσε μαζί μέ τούς ἄλλους».

Σέ ἕνα ἄλλο κείμενο πού διαβάστηκε στήν ἐκδήλωση φαίνεται καθαρά ἡ ἀγάπη τοῦ νεαροῦ Ἀρσενίου γιά τήν Ἐκκλησία καί τίς ἀκολουθίες της, ἀλλά καί τό πῶς λόγῳ  αὐτῆς τῆς ἀγάπης καιγόταν στά ὀρεινά τά Ναυπακτίας ἀπό τήν στέρηση τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Ὁ ἴδιος διηγήθηκε κάποτε:

«Ἐγώ, ὅταν ἤμουν στό στρατό καί ἤμασταν στίς ἐπιχειρήσεις πάνω στά βουνά, ἑπτά μῆνες εἶχα νά δῶ ἐκκλησία. Μιά μέρα μέ ἔστειλαν κάτω στήν Ναύπακτο, γιά νά φτιάξω κάτι ἀσυρμάτους καί ἔπρεπε νά γυρίσω ἀμέσως πίσω. Τακτοποίησα τούς ἀσυρμάτους καί, καθώς ἐπέστρεφα, πέρασα ἔξω ἀπό μία ἐκκλησία πού ἦταν πάνω στόν δρόμο. Ἦταν Μεγάλη Σαρακοστή καί ἔψαλλαν τούς Χαιρετισμούς. Πῶς νά μπῶ μέσα; Εἶχα τούς ἀσυρμάτους πού δέν μποροῦσα νά τούς ἀφήσω· δέν εἶχα καί χρόνο. Κάθησα μόνον πέντε λεπτά ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία. Μέ ἔπιασε ἕνα παράπονο! Ἔκλαιγα σάν μικρό παιδί. “Θεέ μου, ἔλεγα, πῶς κατήντησα! Ἀπό μικρός πήγαινα στήν ἐκκλησία, πρίν πάη ὁ νεωκόρος. Καί τώρα ἑπτά μῆνες ἔκανα νά δῶ ἐκκλησία!».

Ὁ Ὅσιος δέν προσδιορίζει τό ἀκριβές σημεῖο στό ὁποῖο ἔγινε αὐτό τό γεγονός. Εἶναι πολύ πιθανό νά συνέβη στίς σκάλες τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, πού ἦταν ἀπό τήν μεριά τοῦ δρόμου, ἀφοῦ καί ἡ ἐπιδιόρθωση τῶν ἀσυρμάτων εἶναι πολύ πιθανό νά ἔγινε στό στενοπάζαρο, στό δρόμο πού τότε ἦταν ἕνα εἶδος κεντρικῆς ἀγορᾶς.  Γιά τήν πληρότητα τοῦ ρεπορτάζ εἶναι ἀναγκαῖο νά προσθέσουμε καί λίγα περιστατικά ἀπό τήν ἐπικοινωνία τοῦ Ἀρχιμ. Ἀρσενίου Κατερέλου μέ τόν ὅσιο Παΐσιο, πού ἀκούστηκαν στήν ἐκδήλωση, τά ὁποῖα δείχνουνε τήν ἁγιότητα, τήν λεπτότητα, τήν εὐστροφία καί τό εὔστοχο χιούμορ τοῦ ὁσίου Παϊσίου. Τό πρῶτο ἔχει σχέση μέ τήν παράχρηση καί παραφθορά τῶν λόγων του, ἡ ὁποία γινόταν ὅσο ζοῦσε καί τήν ὁποία προέβλεψε ὁ Ὅσιος ὅτι θά ἐπιταθῆ μετά τήν κοίμησή του. Ὁ ὅσιος Παΐσιος εἶπε κάποτε στόν π. Ἀρσένιο:

«Πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί καί νά ἀσπαζώμαστε μόνο τό φρόνημα ἀπό κάθε Γέροντα καί νά μή δεχώμαστε ὅ,τι διαδίδεται, γιατί ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς παραπληροφόρησης.
—Τί ἐννοεῖτε Γέροντα; τόν ρώτησε ὁ π. Ἀρσένιος.
Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: Τό πόσες σάλτσες, παρασάλτσες, παραπληροφορίες καί παρατράγουδα ἄκουσα στήν ζωή μου, δέν εἶναι τίποτα μπροστά σέ ὅλα αὐτά πού θά κυκλοφορήσουν μετά τήν κοίμησί μου. Ἔλεγαν καί θά λένε διάφορα, ὅτι τά εἶπε δῆθεν ὁ Παΐσιος, ἀλλά τούς τά ὑπαγορεύει ὁ ἑαυτός τους ὁ Πλανή-σιος. Ὅ,τι ὅμως ἔχω πῆ ἐγώ ὁ χαμένος, τό τί ἀκριβώς ἐννοοῦσα, μόνο ὁ Χριστός γνωρίζει καί κάποια οὔτε ἐγώ ὁ ἴδιος τά καταλαβαίνω».

Γιά τό «ἐπάγγελμα» πού ἐξασκοῦσε κάποτε εἶπε:

«Δέν εἶμαι ἄνεργος. Τό ἐπάγγελμά μου εἶναι νά φτιάχνω τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων».

Γιά τό πῶς ὁ Ὅσιος ζοῦσε τήν δοξολογία τοῦ Θεοῦ μαζί μέ ὅλη τή κτίση, ὁ π. Ἀρσένιος διηγεῖται:

«Ἤμουν δόκιμος καί κατά τήν ἀγρυπνία τῆς Ἀναστάσεως στό Κελλί τοῦ Γέροντά μου, παπα-Ἰσαάκ τοῦ Λιβανέζου, ψάλλαμε ὅλοι μας ἀπό κάτι. Ὅταν ὅμως ἔψαλλε ὁ γερο-Παΐσιος, ἔψαλλε τόσο συγκινητικά καί καρδιακά πού μᾶς ἔδινε τήν αἴσθησι ὅτι ὄντως ἐβίωνε τό “ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι...”. Καί κατά τήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως, στόν ἐξωτερικό χῶρο τοῦ Κελλιοῦ, ὅταν ψάλλαμε ὅλοι μαζί τά “Χριστός Ἀνέστη”, κελαϊδοῦσαν τά πουλιά καί μέ ρώτησε χαμηλόφωνα: “Τί λένε τά πουλάκια;”. Ἐγώ ἀπήντησα: “Ποῦ νά ξέρω Γέροντα;”. Καί ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: “Εὐλογημένε, ψάλλουν τό Χριστός Ἀνέστη, κι ἐσύ κάθεσαι μουγγός καί δέν ἀπαντᾶς “Ἀληθῶς Ἀνέστη”».

Μετά ἀπό τήν ἀνάγνωση περιστατικῶν ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσίου Παϊσίου προβλήθηκαν στήν ὀθόνη οἱ εἰκόνες πού δώρισαν στό Παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Ἄνω Χώρας οἱ Ἀξιωματικοί καί οἱ ὁπλίτες τοῦ τάγματος στό ὁποῖο ὑπηρετοῦσε ὁ Ὅσιος, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν ὁπλιτῶν-δωρητῶν. Κατά τήν διάρκεια τῆς προβολῆς τῶν εἰκόνων, πού φυλάσσονται στήν Ἱερά Μητρόπολη, ὁ ὅσιος Παΐσιος ἀκουγόταν νά ψάλλει στίχους ἀπό τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Στήν συνέχεια παρουσιάστηκε συνοπτικά ἡ διδασκαλία τοῦ Ὁσίου πού ἀφορᾶ τήν ἐπιλογή τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς (γάμος ἤ μοναχισμός), τίς σχέσεις τῶν συζύγων καί τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν καί διαβάστηκαν ἀποσπάσματα ἀπό τόν Δ΄ τόμο τῆς σειρᾶς «Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι», στά ὁποῖα ὑπογραμμίζεται, μέσα ἀπό καθημερινά, ἀλλά καί ἀπό τραγικά γεγονότα, ἡ θυσιαστική ἀγάπη πού πρέπει νά συνδέη τά μέλη μιᾶς χριστιανικῆς οἰκογένειας. Τά ἀποσπάσματα αὐτά, ὅπως καί τοῦ βιβλίου «Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», διάβασαν ἡ κ. Ἑλένη Καραγιάννη καί ἡ κ. Ἀγγελική Λαουρδέκη.

Τήν ἐκδήλωση ἔκλεισε ὁ Σεβασμιώτατος, ὁ ὁποῖος συγκινημένος ἀναφέρθηκε στούς στενούς πνευματικούς δεσμούς πού εἶχε μέ τόν ὅσιο Παΐσιο, ἕναν εὐλογημένο ἄνθρωπο καί μεγάλο ἀσκητή, τοῦ ὁποίου ἡ βιοτή, ὅπως εἶπε, μπορεῖ νά παραλληλισθῆ μέ ἐκείνη τοῦ Ρώσου ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.  Ὅ,τι εἶναι ὁ ὅσιος Σεραφείμ γιά τούς Ρώσους καί ὅλο τόν κόσμο, εἶναι ὁ ὅσιος Παΐσιος γιά τούς Ἕλληνες, τούς Βαλκάνιους, τούς Ρωμηούς. Εἶπε ὅτι ὑπάρχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά πού τούς συνδέουν, παρουσίασε μάλιστα τέσσερα ἀπό αὐτά, τά ὁποῖα τεκμηρίωσε μέ γεγονότα μέσα ἀπό τούς βίους τους. Αὐτά εἶναι: (1) ἡ ἀγάπη τους γιά τήν ἔρημο, (2) ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη τους γιά τόν κόσμο, (3) ἡ ἐπικοινωνία τους μέ τήν ἄλογη κτίση καί (4) ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία ἔβλεπαν ἐπάνω τους οἱ ἄνθρωποι, μέ ἰδιαίτερη ἔνταση μάλιστα ὁρισμένοι πού εἶχαν βαθιές ἀναζητήσεις.

*

Σ’ αὐτήν τήν ἐκδήλωση ἡ πρόεδρος τοῦ Συνδέσμου Ἀγάπης κ. Παρασκευή Σχοινᾶ καί ἡ Ἀντιπρόεδρος κ. Ἑλένη Χοχτούλα, μετά ἀπό σχετική προσλαλιά τῆς κ. Χριστίνας Καρανικόλα-Σχοινᾶ ἐπέδωσαν στόν  Σεβασμιώτατο κ. Ἱερόθεο, ἐκ μέρους τῶν μελῶν τοῦ Συνδέσμου, ἀναμνηστική πλακέτα καί εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, μέ ἀφορμή τήν συμπλήρωση 20ετοῦς ἀρχιερατείας στήν Ναύπακτο, ἐκφράζοντας ἔτσι τήν εὐγνωμοσύνη, τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη τῶν μελῶν του γιά τήν πλούσια ποιμαντική καί πνευματική προσφορά του.
Χ.Κ.-Θ.

Ὁ Ἀρσένιος Ἐζνεπίδης (μετέπειτα Γέροντας Παΐσιος) στρατιώτης Ἀσυρματιστὴς στὴν Ἀράχωβα Ναυπακτίας τὸ ἔτος 1947

Γεωργίου Γαλανόπουλου, δικηγόρου παρ' Ἀρείω Πάγω

Ἀναφερόμενοι στὰ πολεμικὰ καὶ ἄλλα γεγονότα τοῦ ἐμφυλίου ἀδελφοκτόνου σπαραγμοῦ στὸν τόπο μας μετὰ τὸ τέλος τῆς Κατοχῆς, ἀξίζει νὰ σημειώσουμε τὴν παρουσία στὴν Ἀράχωβα ἑνὸς σημαντικοῦ προσώπου, ποῦ ὑπηρέτησε μὲ θητεία 3,5 ἐτῶν στὸν κρατικὸ στρατό, ὑπερασπίσθηκε μὲ σθένος, ἀνδρεῖα καὶ φιλότιμο τὸ χωριό μας καὶ παρέμεινε σ' αὐτὸ γιὰ 2 μῆνες περίπου τὸ ἔτος 1947, μὲ τὴν εἰδικότητα τοῦ Ἀσυρματιστή, ἐκεῖ ποῦ εἶχε κατασκηνώσει ὁ στρατός, βόρεια στὸ σπίτι τότε τοῦ ἀείμνηστου θείου μου, Ἰωάννη Κ. Γαλανόπουλου.

Ο Αρσένιος Εζνεπίδης (μετέπειτα Γέροντας Παΐσιος)

Εἶναι, μὲ τὸ λαϊκὸ ὄνομα, ὁ Ἀρσένιος Ἐζνεπίδης, γεννημένος τὸ ἔτος 1924 στὰ Φάρασα τῆς ἁγιοτόκου Καππαδοκίας (Μικρὰ Ἀσία), ὁ μετέπειτα φημισμένος Γέροντας Ἁγιορείτης μὲ τὸ μοναχικὸ ὄνομα Παΐσιος, ποῦ μάλιστα τὸν εἶχε βαπτίσει ὁ ἴδιος ὁ σύγχρονος ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, δίνοντάς του καὶ τὸ ὄνομά του. Ὁ ἱερομόναχος Παΐσιος, ποῦ ἔζησε γιὰ πολλὰ χρόνια στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, κοιμήθηκε ὁσιακὰ στὶς 12-7-1994 στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης.

Ὡς στρατιώτης ἦταν προσεκτικός, εὐλαβής, ὑπάκουος καὶ ἐκτελοῦσε ὅλες τὶς διαταγὲς πρόθυμα καὶ ἀγόγγυστα. Μὲ νοσταλγία θυμόταν τὸ χωριό μας καὶ διατηροῦσε πολὺ ζωηρὲς εἰκόνες καὶ ἀναμνήσεις σὲ ὅλη τοῦ τὴν ζωὴ γιὰ τὴν Ἀράχωβα τῆς Ναυπακτίας, ὅπως τόνιζε, καὶ τοὺς Ἀραχωβίτες ἐκείνης τῆς ζοφερῆς περιόδου τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καὶ ρωτοῦσε μὲ ἐνδιαφέρον τί κάνει ὁ εὐλαβὴς καὶ καλὸς Ἀραχωβίτης Θεόδωρος Δήμ. Τζίμας, ποῦ εἶχε γνωρίσει σ' αὐτὸ καθὼς καὶ τοὺς χωριανούς μας, ποῦ πολλὲς φορὲς τὸν ἐπισκέφθηκαν ὡς προσκυνητὲς στὸ Ἅγιον Ὅρος, λέγοντάς του τὴν καταγωγή τους, Θεόδωρο Τσαρούχη καὶ Βασίλειο Ν. Μπράνη, ποῦ μποροῦν νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅλα τὰ γραφόμενα. Ἐκκλησιαζόταν, ὅταν οἱ συνθῆκες τὸ ἐπέτρεπαν, στὸν Ἀη-Νικόλα καὶ οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ καλωσυνάτοι συγχωριανοί μας, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν, συμπροσεύχονταν μὲ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελεῖ τιμὴ γιὰ τὸ χωριό μας ἡ παρουσία ἑνὸς σύγχρονου ἁγίου, ἔστω καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀντίξοες περιστάσεις.

Στὰ κείμενα τῶν ἐπιστολῶν του, ποῦ ἔστελνε σὲ μοναχούς, μοναχὲς καὶ πνευματικά του παιδιά, συχνὰ χρησιμοποιοῦσε παραδείγματα ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τοῦ πολέμου ἢ μιλοῦσε μεταφορικὰ γιὰ τὸν πνευματικὸ πόλεμο χρησιμοποιῶντας ὁρολογία τοῦ στρατοῦ, τῶν διαβιβάσεων κλπ.

Ἰδοὺ ἕνα ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς του (διατηρῶντας τὴν ὀρθογραφία του), πρὸς ἀρχαρίους μοναχοὺς ποῦ ἔγραψε καὶ ἔστειλε τὸ ἔτος 1973 ἀρχίζοντας μὲ τὴν δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ εὐχαριστῶντας Τὸν γιὰ ὅλα ποῦ τὸν ὠφελήσανε καὶ ποῦ ἡ ἀναφορά του, πιστεύω ἀκράδαντα, θὰ ὠφελήση ψυχικὰ πολλούς. (Τὸ πῆρα ἀπὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ βιβλία ποῦ γράφτηκαν γι' αὐτὸν τὸν σύγχρονο Ὅσιο τοῦ καιροῦ μας).

«Ἀπορῶ πῶς δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν μεγάλη ἀποστολὴ τοῦ Μοναχοῦ. Ὁ Μοναχὸς φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, ὄχι γιατί μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀγαπάει τὸν κόσμο καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ τὸν βοηθήση περισσότερο διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ σὲ πράγματα ποῦ δὲν γίνονται ἀνθρωπίνως παρὰ μόνο μὲ θεϊκὴ ἐπέμβαση. Ἔτσι σώζει ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Ὁ Μοναχὸς δὲν λέει ποτὲ "νὰ σώσω τὸν κόσμο", ἀλλὰ προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, παράλληλα μὲ τὴν δική του. Ὅταν ὁ καλὸς Θεὸς ἀκούση τὴν προσευχή του καὶ βοηθήση τὸν κόσμο, πάλι δὲν λέει "'ἔσωσα ἐγὼ τὸν κόσμο", "ἀλλὰ ὁ Θεός". Οἱ Μοναχοί, λοιπὸν εἶναι μὲ λίγα λόγια οἱ Ἀσυρματιστὲς τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, καὶ ἑπομένως, ἐὰν φεύγουν μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸ κάνουν καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἀγάπη, διότι φεύγουν ἀπὸ τὰ παράσιτα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἔχουν καλύτερη ἐπαφὴ καὶ νὰ βοηθοῦν περισσότερο καὶ καλύτερα τὸν κόσμο. Φυσικὰ τὴν παράλογη αὐτὴ ἀπαίτηση ποῦ ἔχουν ὁρισμένοι Κληρικοί, ὅπως ἀνέφερα, τὸ νὰ κατεβοῦν δηλαδὴ οἱ Μοναχοὶ στὸν κόσμο, τὴν ἔχουν καὶ μερικοὶ ἀνόητοι στρατιῶτες. Ὅταν ἡ Μονάδα τους κινδυνεύη, νὰ ἀφήση δηλαδὴ καὶ ὁ Ἀσυρματιστὴς τὸν ἀσύρματο καὶ νὰ πάρη καὶ αὐτὸς τὸ λιανοντούφεκό του, λὲς καὶ θὰ σωθῇ ἡ κατάσταση, ἐὰν προστεθῇ ἕνα ἀκόμη ὅπλο στὰ ἄλλα διακόσια. Ἐνῷ ὁ Ἀσυρματιστὴς ξελαρυγγίζεται γιὰ νὰ πιάση ἐπαφή, φωνάζοντας "ἐμπρός, ἐμπρός, ψυχὴ κλπ", οἱ ἄλλοι νομίζουν ὅτι λέει λόγια πολλὰ στὸν ἀέρα. Δὲν ἀρκοῦν ὅμως οἱ ἔξυπνοι Ἀσυρματιστές, ἀκόμη καὶ νὰ τοὺς βρίζουν, ἀλλὰ ἀγωνίζονται, ὥσπου νὰ πιάσουν ἐπαφή, καὶ μετὰ ζητᾶνε τὴν ἄμεση βοήθεια ἀπὸ τὸ Γενικὸ Ἐπιτελεῖο (ψυχὴ) καὶ καταφθάνουν οἱ μεγάλες δυνάμεις Ἀεροπορίας, Τεθωρακισμένων, Στόλου κλπ, καὶ ἔτσι σώζεται ἡ κατάσταση καὶ ὄχι μὲ τὸ λιανοντούφεκό τους. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Μοναχοὶ κινοῦνται μὲ θεῖες δυνάμεις, μὲ τὴν προσευχή τους, καὶ ὄχι μὲ τὶς ἀτομικές τους μηδαμινὲς δυνάμεις. Γιὰ ἕναν λόγο δὲ παραπάνω στὴν ἐποχή μας, ποῦ τὸ κακὸ παράγινε, ἔχουμε ἀνάγκη τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ...Δέν μπορῶ νὰ καταλάβω αὐτὸ ποῦ κάνουν μερικοὶ Κληρικοὶ καὶ Λαϊκοί, ποῦ μάχονται τὸν Μοναχισμὸ (ἀποκαλεῖ πιὸ πάνω τοὺς Μοναχοὺς Ἀσυρματιστὲς τῆς Ἐκκλησίας). Ἐνῷ ὁ Στρατὸς τὶς Διαβιβάσεις τὶς θεωρεῖ ἀρτηρίες τοῦ Σώματος τοῦ Στρατοῦ, καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ἴδιο παραδέχεται γιὰ τὸν Μοναχισμό, αὐτοὶ οἱ εὐλογημένοι ἄνθρωποι ποῦ μάχονται τὸν Μοναχισμό, θὰ ἤθελα νὰ μάθω, σὲ ποιά Ἐκκλησία ἀνήκουν».

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔγραψε ὁ ἴδιος 25 χρόνια μετέπειτα ἔχοντας τὶς ἐμπειρίες καὶ τὴν φρίκη τοῦ πολέμου πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ καὶ ἔχοντας ζήσει, ὅπως ἤθελε ὁ Θεός, κοντὰ στὴν ὄμορφη φύση τοῦ χωριοῦ μας, ποῦ τὴν ἠρεμία καὶ τὴν γαλήνη της τάραζαν ἐκεῖνα τὰ δύσκολα καὶ φοβερὰ χρόνια οἱ ριπὲς τῶν ὅπλων, ἀλλὰ ἐρχόμενος σὲ ἐπικοινωνία καὶ μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ καλοκάγαθους ἀνθρώπους του, συμπλήρωνε στὸ ἔπακρο τῶν ἀρετῶν ὅλα τὰ χαρίσματα ποῦ τοῦ εἶχε δώσει ἁπλόχερα ὁ καλὸς Θεός μας καὶ μὲ τὸν προσωπικὸ τοῦ καθημερινὸ ἀγῶνα γιὰ ἀτομικὸ ἐξαγιασμό, τοὺς ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες, τὰ ἀκατάπαυστα δάκρυά του καὶ τὴν ὁλόθερμη προσευχή του, ἐπαύξησε τὰ δοθέντα τάλαντα τοῦ Δημιουργοῦ καὶ μᾶς ἄφησε ὠφέλιμη ψυχικὰ παρακαταθήκη τὶς συμβουλές του μὲ τὶς ἐπιστολές του αὐτὲς καὶ τὶς ἅγιες εὐχές του. Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ὀφείλουμε ὅλοι, πέρα ἀπὸ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ, τὴν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη μας καὶ τὸν παρακαλοῦμε νὰ πρεσβεύη γιὰ ὅλους μας, ἀπὸ ἐκεῖ ποῦ τώρα βρίσκεται.

Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ ἔγραψα σὰν ἕνα μνημόσυνο καὶ ἐλάχιστο φόρο τιμῆς ὡς γνήσιος Ἀραχωβίτης γιὰ ἕναν Ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποῦ πέρασε ἀπὸ τὸ χωριό μας, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς ἀναγνῶστες τῆς "Παρέμβασης" ἕνα τέτοιο σημαντικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἐπαρχία μας.

Πρόταση Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη Ὁσίου Παϊσίου.

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

Ἀριθ. Πρωτ.  437

Ἐν Ναυπάκτῳ τῇ 30ῃ Ἰουλίου 2004

Τῇ Αὐτοῦ Θειοτάτῃ Παναγιότητι
τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης
καί Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ
Κυρίῳ Κυρίῳ Βαρθολομαίῳ
εἰς Βασιλεύουσαν

Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

Δημιουργηθείς ὁ ἄνθρωπος κατ' εἰκόνα Θεοῦ καί καθ' ὁμοίωσιν Αὐτοῦ φέρεται ἐπί τήν τελειότητα, ἐπεί τό κατ' εἰκόνα δυνάμει ὁμοίωσίς ἐστι καί τό καθ᾿ ὁμοίωσιν ἐνεργείᾳ κατ΄ εἰκόνα ἐστί. Ἡ μόνη ἀληθής αὕτη ἐξέλιξις τοῦ ἀνθρώπου, ἐκ τοῦ κατ' εἰκόνα ἄρχεται καί εἰς τό καθ' ὁμοίωσιν, ἄλλως πως κατά Χάριν θέωσιν, ἀεικινήτως καί ἀενάως καταλήγει, ὡς «ἀεικίνητος στάσις» καί «στάσιμος κίνησις».

Ὁ τά θεῖα σαφῶν ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀναλύει θεολογικῶς: «Τάς μέν ἐκζητικάς τε καί ἐξερευνητικάς τῶν θείων δυνάμεις οὐσιωδῶς ἔχει καταβεβλημένας αὐτῇ παρά τοῦ κτίσαντος, κατ᾿ αὐτήν τήν εἰς τό εἶναι πάροδον, ἡ τῶν ἀνθρώπων φύσις, τάς δέ τῶν θείων ἀποκαλύψεις κατά χάριν ἡ τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐπιφοιτῶσα ποιεῖται δύναμις».

Ἕνεκεν τούτου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ παραγγέλλει τοῖς ἀγαπῶσι τήν ἀνάπτυξιν τῆς θεοειδοῦς αὐτῶν κατασκευῆς καί τήν ἀνεύρεσιν τοῦ κεκρυμμένου ἐν αὐτοῖς θησαυροῦ, ἤγουν τῆς οὐτωσί λεγομένης ὑποστατικῆς ἀρχῆς, καί «ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν» τῆς δόξης τοῦ Μεγάλου Θεοῦ (Α΄ Τιμ. δ’, 8), «Ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος, Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (Λευϊτ. ιθ’, 2). Καί ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος, ἡ πέτρα τῆς πίστεως, παραγγέλλει τοῖς Χριστιανοῖς: «κατά τόν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καί αὐτοί ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε, διότι γέγραπται• ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α’ Πέτρου α’, 15-16).

Ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσἰου Παϊσίου.Ἀληθινόν καί οὐχί μυστικόν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία ἐστίν, κεφαλή δέ αὐτῆς ὁ Χριστός ἐστιν, καί οἱ ἅγιοι, οἱ ἑνωθέντες μετ᾿ Αὐτοῦ πράξει καί γνώσει καί πίστει καί θεωρίᾳ, μέλη τίμια τοῦ Σώματος Αὐτοῦ εἰσι, διό καί ὀνομάζονται ἅγιοι «διά τόν ἅγιον οὗ μετέχουσι». Οὐκ ἔστι κεφαλή χωρίς τοῦ σώματος καί οὐκ ἔστι σῶμα χωρίς τῆς κεφαλῆς. Κατά τόν μέγαν τῶν Ἐθνῶν Ἀπόστολον Παῦλον «καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α’, 22-23), καί κατά τόν ἅγιον Συμεών τοὐπίκλην Θεολόγον «ἕν σῶμα πάντες εἶναι μετά Χριστοῦ ὀφείλουσιν οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἅγιοι».

Ἐν τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ ἀναπαύεται ὁ Κύριος, οὗτοι δίκαιοί εἰσιν καί ἀγαλλιῶνται, εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ εἰσίν καί αἰνοῦσι τόν Θεόν, κατά τόν μέγαν προφητάνακτα «ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι, ἐν Κυρίῳ• τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις» (Ψαλ. λβ’, 1), διό καί θεωροῦνται καί λέγονται «ἐπίγειοι ἄγγελοι, οὐράνιοι ἄνθρωποι». «Καί εἰ καί ἐπαναπαύεται Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις, ἀλλ᾿ ἐν Θεῷ οἱ ἅγιοι ζῶσί τε καί κινοῦνται, βαδίζοντες ἐν τῷ Φωτί ὥσπερ ἐπί ἐδάφους», ὡς ὁ ἐν ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἔφη. Κατά τόν ἕτερον δέ τῆς Ἐκκλησίας Θεολόγον, ἤγουν τόν ἅγιον Γρηγόριον, Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, «οὐδέν ὅλως Θεοῦ, ἤ ὀλίγον, ἐν ἡμῖν αὐτοῖς φέροντες, ἀλλ᾿ ὅλοι θεοειδεῖς, ὅλου Θεοῦ χωρητικοί καί μόνου. Τοῦτο γάρ ἡ τελείωσις, πρός ἥν σπεύδομεν» καί ἥν οἱ ἅγιοι ἐπέτυχον Χάριτι Θεοῦ.

Οἱ μεμαρτυρημένοι ἅγιοι ἔλαβον τό χρῖσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τέλειοι Χριστιανοί ἐκ τούτου ὀνομασθέντες, καί οὕτω κεχρισμένοι Προφῆται ἀπεδείχθησαν ἐν λόγοις καί ἔργοις, ἐν διδαχαῖς καί θαύμασιν. Ὁ πολύς τά θεῖα ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος φησίν: «Ὥσπερ γάρ ἐπί τῶν προφητῶν τό χρῖσμα ἦν ὅλων τιμιώτερον, ἐπειδή εἰς βασιλεῖς καί προφήτας ἐχρίοντο, οὕτω νῦν οἱ πνευματικοί τό ἐπουράνιον χρῖσμα χριόμενοι γίνονται Χριστοί κατά Χάριν, ὥστε εἶναι αὐτούς βασιλεῖς καί προφήτας ἐπουρανίων μυστηρίων. Οὗτοί εἰσιν καί υἱοί καί κύριοι καί Θεοί, δεδεμένοι, ἠχμαλωτισμένοι, βεβυθισμένοι, ἐσταυρωμένοι, ἀφιερωμένοι». Οὗτοι, κατά τόν αὐτόν ἅγιον Πατέρα, «υἱοί εἰσιν τοῦ φωτός καί τῆς διακονίας τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐν τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ, οὗτοι παρά ἀνθρώπων οὐδέν μανθάνουσι• θεοδίδακτοι γάρ εἰσίν. Αὐτή γάρ ἡ χάρις ἐπιγράφει ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν τούς νόμους τοῦ Πνεύματος». Διό καί οἱ Χριστιανοί πληροφορίαν ἔχουσι τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ οὐ μόνον ἐκ τῶν Γραφῶν, ἀλλά καί ἐκ τῶν θεουμένων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, διότι «καί εἰς πλάκας τῆς καρδίας ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐγγράφει τούς νόμους τοῦ Πνεύματος καί τά ἐπουράνια μυστήρια». Καί τοῦτο κατάδηλόν ἐστι τοῖς πᾶσι, ἐπεί κατά τόν λόγον τοῦ τῆς Κλίμακος ἁγίου Ἰωάννου «ὥσπερ ὁ ἀρώματα βαστάζων ἐλέγχεται ὑπό τῆς ὀσμῆς καί μή θέλων, οὕτως ὁ πνεῦμα Κυρίου ἔχων, ἐκ τῶν ἑαυτοῦ λόγων γνωρίζεται, καί τῆς ταπεινώσεως».

Ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσἰου Παϊσίου.Ὁ μέγας τῆς Δαμασκοῦ ἅγιος Ἰωάννης, γράφων περί τῶν ἁγίων, ὀρθοδόξως διδάσκει: «Τιμητέον τούς ἁγίους ὡς φίλους Χριστοῦ, ὡς τέκνα καί κληρονόμους Θεοῦ». «Οἱ ἅγιοι θεοί τε καί κύριοι καί βασιλεῖς... οὐ φύσει, ἀλλ᾿ ὡς τῶν παθῶν βασιλεύσαντας καί κυριεύσαντας καί τήν τῆς θείας εἰκόνος ὁμοίωσιν, καθ᾿ ἥν καί γεγένηνται ἀπαραχάρακτον φυλάξαντας (βασιλεύς γάρ λέγεται καί ἡ τοῦ βασιλέως εἰκών) καί ἑνωθέντας Θεῷ κατά προαίρεσιν καί τοῦτον δεξαμένους, ἔνοικον καί τῇ τοῦτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστι φύσει». Καί ἐρωτᾶ: «Πῶς οὖν οὐ τιμητέον τούς θεράποντας καί φίλους καί υἱούς τοῦ Θεοῦ χρηματίσαντας;». Οἱ ἅγιοι «ταμιεῖα Θεοῦ καί καθαρά γεγόνασι καταγώγια», μετέχουσι τοῦ φωτός τῆς ὄντως ζωῆς, τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ, «τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον», διότι «ζωή ἐστιν ὁ Θεός καί φῶς καί οἱ ἐν χειρί Θεοῦ ὄντες ἐν ζωῇ καί φωτί ὑπάρχουσιν». Τούτων οὕτως ἐχόντων «πῶς οὖν οὐ τιμητέον τούς ἐμψύχους ναούς τοῦ Θεοῦ, τά ἔμψυχα τοῦ Θεοῦ σκηνώματα;».

Ἡ ἐνοικοῦσα ἐν τοῖς ἁγίοις Χάρις καί ἐνέργεια τοῦ ἐν Τριάδι ἁγίου Θεοῦ μαρτυρεῖ περί τούτων διά λόγων καί σημείων, διά τῶν πνευματικῶν ἀλλοιώσεων τῶν ψυχῶν τε καί σωμάτων καί εἶτα διά τῶν ἐνεργουμένων θαυμάτων. Διά γάρ τῶν ἁγίων, ὡς κατοικητηρίων ὄντων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, «δαίμονες ἀπελαύνονται, ἀσθενεῖς θεραπεύονται, τυφλοί ἀναβλέπουσι, λεπροί καθαίρονται, πειρασμοί καί ἀνίαι λύονται, πᾶσα δόσις ἀγαθή ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων δι᾿ αὐτῶν τοῖς ἀδιστάκτῳ πίστει αἰτοῦσι κάτεισι», κατά τόν τῆς Δαμασκοῦ ἅγιον Ἰωάννην. Διό καί οἱ Χριστιανοί ἐγείρουσιν ναούς ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτῶν, γεραίρουσιν τάς μνήμας αὐτῶν, εὐφραινόμενοι πνευματικῶς, ὑψώνουσι στήλας καί εἰκόνας, ἵνα καί αὐτοί ὁρῶντες ταῦτα γένωνται «ἔμψυχαι στῆλαι καί εἰκόνες αὐτῶν τῇ τῶν ἀρετῶν μιμήσει».

Πάντα ταῦτά ἐν γνώσει εἰσί τοῖς ἀκολουθοῦσιν τήν διδασκαλίαν τῶν θεοφόρων Πατέρων καί μετέχουσιν τοῦ τῆς Ἐκκλησίας φρονήματος, τοῖς ζῶσιν καί πολιτευομένοις «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα». Ἴσασιν γάρ οἱ μεμυημένοι ὅτι οὐκ ἀπέλιπεν ἡ Χάρις ἐνεργεῖν τά μυστήρια αὐτῆς καί ἀναδεικνύειν καθ΄ ἑκάστην γενεάν τούς φίλους καί ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, τούς μετέχοντας τῆς ἁγιότητος Αὐτοῦ καί συνδεδεμένους μετά τῆς ἁγίας Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἤγουν τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τόν νέον τῆς θεολογίας ἐπώνυμον ἅγιον Συμεών «γεγόνασιν τοιοῦτοι καί μέχρι τοῦ νῦν γίνονται, οὐ λέγω μετά θάνατον μόνον, ἀλλά καί ἔτι ἐν τῷ παρόντι βίῳ διάγοντες, πᾶσα μέν τοῦτο θεόπνευστος διδάσκει Γραφή, πάντες δέ τοῦτο συμμαρτυροῦσι διά τῆς αὐτῶν πολιτείας οἱ ἅγιοι». Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, οὔτε ὅλως ἀπηρτίσθη οὔτε ὁ ἄνω κόσμος ἐπληρώθη, ἀλλ᾿ ἀναμένει καί ἕτερα μέλη αὐτῆς, κατά τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ εἰρηκότος: «καί ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἅ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης• κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καί τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καί γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. ι’, 16). Κατά τόν ἅγιον Συμεών τόν νέον Θεολόγον «ἐπεί δέ σῶμα Χριστοῦ καί νύμφη Χριστοῦ καί κόσμος ὁ ἄνω καί ναός Θεοῦ ἡ ἐκκλησία ἐστί, τά δέ μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ οἱ ἅγιοι καθεστήκασιν πάντες, οὔπω δέ οἱ πάντες παρήχθησαν ἤ εὐηρέστησαν, οὐδέ τό σῶμα δηλονότι ὁλόκληρόν ἐστι τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ὁ ἄνω κόσμος πεπλήρωται, αὐτός οὗτος τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας φημί». Ἄλλως τε οἱ ἅγιοι, ζῶντες ἐν ταπεινότητι βίου, κρύπτουσιν ἑαυτούς, διότι κατά τόν τήν γλῶτταν χρυσορρήμονα ἅγιον Ἰωάννην «πάντων ὄντες μείζους, πάντων μᾶλλον ἑαυτούς ἐταπείνουν». Ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Θεός, κατά τόν αὐτόν θεοφόρον Πατέρα, «διά τοῦτο κρυπτομένους φανεροῖ τούς ἁγίους αὐτοῦ, ἵνα οἱ μέν ζηλῶσι τούτους, οἱ δέ ἀναπολόγητοι γένωνται».

Αὕτη ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας ἐστί περί τῆς ὑπάρξεως ἁγίων ζώντων καί κινουμένων ἐν μέσῳ ἡμῶν, ὥστε οἱ λέγοντες τἀναντία αἵρεσιν κηρύσσουσιν καί αἱρετικοί καλοῦνται. Ὁ πολύς τά θεῖα Συμεών ὁ νέος Θεολόγος φησίν: «Καί ἐκείνους ὀνομάζω αἱρετικούς τούς λέγοντας μή εἶναί τινα ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις καί ἐν μέσῳ ἡμῶν τόν δυνάμενον φυλάξαι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί κατά τούς ἁγίους γενέσθαι πατέρας».

Ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσἰου Παϊσίου.Τοιαύτην γνῶσιν ἔχων ὁ θεῖος οὗτος Πατήρ καί ἀναφερόμενος εἰς τόν πνευματικόν αὐτοῦ πατέρα, Συμεών τόν Εὐλαβῆ, οὗ τήν θεοειδῆ ζωήν ἑώρακεν τοῖς ἰδίοις αὐτοῦ ὀφθαλμοῖς καί τούς λόγους αὐτοῦ ἤκουσεν τοῖς ἰδίοις αὐτοῦ ὠσίν καί αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἔψαυσαν, φησί: «οἷον νῦν καί τόν ἅγιον πατέρα ἡμῶν ἔγνωμεν τόν Στουδιώτην, ἐν τῇ καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενον γενεᾷ, καί οὐ μόνον αὐτόν, ἀλλά καί τινάς ἄλλους τῶν αὐτοῦ μαθητῶν, διά τῶν αὐτοῦ δεήσεων καί εὐχῶν, ἀφάτῳ φιλανθρωπίᾳ τοῦ ὑπεραγάθου Θεοῦ τό τοιοῦτο καταξιωθέντας, ὡς ἔφην, καλοῦ». Ὁμιλῶν περί τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ πατρός, τοῦ Συμεών τοῦ Εὐλαβοῦς, λέγει: «Ἐκοπίασεν ὁ μακάριος πατήρ ἡμῶν καί ἅγιος Συμεών, ὡς πολλούς τῶν πάλαι ἁγίων πατέρων ὑπερβαλέσθαι, θλίψεις δέ καί πειρασμούς τοσούτους ὑπέμεινε, ὡς ἐξισωθῆναι πολλοῖς τῶν περιφανεστέρων ἐν μάρτυσι. Διά ταῦτα οὖν ἐδοξάσθη ἀπό τοῦ Θεοῦ καί ἐγένετο ἀπαθής καί ἅγιος, λαβών ἐν ἑαυτῷ ὅλον, ὡς εἰπεῖν, τόν Παράκλητον...».

Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

Τοιοῦτον ἅγιον ἐγνώκαμεν ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν, ἐν αἷς πολλοί ψευδοπροφῆται ἠγέρθησαν ἐξ ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί πλανῶσιν πολλούς, καί δή ἐκλεκτούς, κατά τά μέτρα τοῦ κόσμου τούτου, «καί διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν» ἐψύγη «ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ (Ματθ. κδ’, 11-12) καί οὕτω μαρτυροῦμεν περί αὐτοῦ.

Ὁ λόγος ἡμῶν περί τοῦ ἐκ κοιλίας μητρός αὐτοῦ εὐλογηθέντος ὑπό μακαρίου ἀνδρός, τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀρσενίου, λέγω, τοῦ Καππαδόκου, καί ἀπό βρέφους τῷ Θεῷ διά τῶν τιμίων καί ἁγίων αὐτοῦ χειρῶν προσενεγκόντος, λαβόντος δέ τό ὄνομα καί τήν χάριν αὐτοῦ, καί ἀπό νεότητος αὐτοῦ ὅλον τόν πόθον πρός Θεόν ἀνατείναντος καί οὕτω ἐν ὁσιότητι ζήσαντος καί ἐν ὁσιότητι, οὐ μήν ἀλλά καί ἐν μαρτυρίῳ, κοιμηθέντος πατρός Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου ἐστίν, τοῦ ἀθλήσαντος ἐν Κονίτσῃ, ἐν ἁγιωνύμῳ Ὄρει, ἐν θεοβαδίστῳ Ὄρει Σινᾷ καί αὖθις ἐπανελθόντος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Οὗτος διῆγεν κοινοβιακόν, ἰδιόρρυθμον, ἡσυχαστικόν, ἐρημικόν καί σκητιωτικόν βίον ἐν τῷ πλάτει καί βάθει αὐτῶν καί ἀνῆλθεν εἰς ὕψος θεοπτίας καί οὕτω πεῖραν ἔλαβεν οὐ μικράν, καθοδηγῶν διακριτικῶς καί ἀπλανῶς πάντας, ἐγγάμους τε καί ἀγάμους, νέους τε μεσήλικάς τε καί γέροντας, ἀναρχικούς τε καί εὐλαβεῖς, εἰς τήν μοναχικήν πολιτείαν καί τήν κατά Χριστόν ζωήν.

Οὗτος, ὡς οἱ πάντες διαβεβαιοῦσιν, γραφαῖς τε καί διηγήμασιν, φίλος ἦν Χριστοῦ, τέκνον Θεοῦ, καταγώγιον ἱερόν καί τίμιον τοῦ Παντάνακτος Βασιλέως τῆς δόξης, φίλος καί θεατής τῶν ἁγίων, κεχρισμένος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐσταυρωμένος τῷ τῆς ἀσκήσεως καί τοῦ μαρτυρίου τῆς συνειδήσεως καί τῆς ἀγάπης σταυρῷ, καί ἀφιερωμένος ὅλως Θεῷ, ὡς καί υἱός τοῦ φωτός καί θεοδίδακτος τῶν μυστηρίων θεατής τε καί ἐκφραστής, βυθός ταπεινώσεως καί μετανοίας, ἐραστής ἀσκήσεως πέραν τῶν ἀνθρωπίνων, θεατής τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ, τά ἀρώματα τοῦ θείου Πνεύματος ἐν τῷ ὀστρακίνῳ αὐτοῦ σκεύει βαστάζων, συνελόντι εἰπεῖν, «ὑπερόπτης τῶν κάτω καί παρεπίδημος, ἐραστής καί θεατής τῶν ἄνω καί ἐρημοπολίτης».

 Ἐπιλείψει με ὁ χρόνος διηγούμενον περί τοῦ ὁσίου τούτου ἀνδρός, τοῦ κλεΐσαντος τόν ἱερόν Ἄθωνα. Ἰσχύει δέ περί τοῦ ὁσίου τούτου τό λεγόμενον ὑπό τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, περί τοῦ Νικηφόρου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «βίον μέν αἱρεῖται καί ἀκριβέστερον, δηλαδή τόν μονήρη, τόπον δέ πρός κατοικίαν τόν τῆς ἁγιωσύνης ἐπώνυμον, ἐν μεθορίῳ κόσμου καί τῶν ὑπερκοσμίων (Ἄθως οὗτός ἐστιν, ἡ τῆς ἀρετῆς ἑστία) ἐνδιαιτᾶσθαι προθυμηθείς».

Ἔπαθεν τά θεῖα ὁ εὐλογημένος οὗτος ἀνήρ καί ἔμαθεν τά θεῖα. Πεῖραν ἔλαβεν καί οὗτος, ὡς καί ἅπας ὁ τῶν ἁγίων καί ὁσίων Πατέρων χορός, τῆς κατά Θεόν ἡσυχαστικῆς-νηπτικῆς μεθόδου ἀναβάσεως, ἤτοι τῆς «πρακτικῆς φιλοσοφίας», «φυσικῆς θεωρίας» καί «μυστικῆς θεολογίας», φθάσας οὕτως εἰς ὕψος τελειότητος, ὡς ὁριοθετεῖ τήν πορείαν ταύτην τῶν θεουμένων σοφῶς καί σαφῶς ὁ θεῖος Μάξιμος. Ἔμαθε δέ τί ἐστιν τό ὑπό τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου περί τῆς Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν νηπτικῶν γραφέν, ὅτι ὁ νοῦς «διά τῆς κατά τήν πρᾶξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται». Αὕτη γάρ ἡ ἐν ἡσυχίᾳ μέθοδος τεκμήριόν ἐστιν τῆς ἐν αὐτῷ ὑπαρχούσης ἀκτίστου Χάριτος τῆς διακρινομένης σαφῶς ἀπό πάσης ἐνεργείας ἑτέρας κτίσεως. Καί οὕτως ὁ ἱερός οὗτος Πατήρ διά τῆς μεθέξεως τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ἑώρακεν ἀοράτως, ἀκήκοεν ἀνηκούστως, μετέσχηκεν ἀμεθέκτως τοῦ ἐν Τριάδι Ἁγίου Θεοῦ. Ὄντως ἡ ἀπλανής αὕτη μέθοδος κατέστησεν τοῦτον, ὡς καί ἅπαντας τούς ἀγωνιζομένους, φίλον Χριστοῦ. Ὁ ὅσιος οὗτος μοναχός ἀληθής ἡσυχαστής καί νηπτικός ἐστιν, παλαίων ὡς ἄλλος Ἰακώβ μετά τοῦ Θεοῦ, διά τῆς πράξεως, διό καί «ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι» (Ἰω. α΄, 48), δύναται κληθῆναι, ὡς μετά τοῦ Θεοῦ ἐνισχύων, ὡς ὁρῶν τόν Θεόν καί ὁρώμενος ὑπ' Αὐτοῦ, διά τῆς θεωρίας· «πρᾶξις γάρ, ὡς ἀληθῶς, ἐπίβασις τῆς ὡς ἀληθῶς θεωρίας ἤ θεοπτίας, εἰπεῖν οἰκειότερον, ἥ μόνη δεῖγμα τῆς ὡς ἀληθῶς εὐεκτούσης ψυχῆς», κατά τόν ἁγιορείτην ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν.

Εἰς τόν συγγραφέντα ἔναγχος βίον αὐτοῦ, ὑπό τῶν αὐτοῦ μαθητῶν, τῶν ἐχόντων ἀληθῆ μαρτυρίαν, ὅν καί ἀποστέλλομεν ὑμῖν συνημμένως, καταγράφεται ἐν ἀληθείᾳ ὁ κατά Χριστόν βίος τοῦ μακαρίου καί εὐλογημένου τούτου ἀνδρός, ἤγουν ὁ ἐν ὑπερμέτρῳ, Χάριτι Θεοῦ, ἀσκήσει καί γνώσει τῶν μυστηρίων βίος αὐτοῦ, ἐπεί, κατά τόν ἅγιον Ἰσαάκ, «ἡ ἄσκησις μήτηρ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐστιν. Ἐξ οὗ γεννᾶται ἡ πρώτη γεῦσις τῆς αἰσθήσεως τῶν μυστηρίων Χριστοῦ». Τούτου τοῦ μακαρίου ἀνδρός τόν καρπόν τῆς ἡσυχίας καί τῆς κατά Θεόν σχόλης, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς ἀπλανοῦς ἐμπειρικῆς θεολογίας τῆς διακρινούσης ἀπλανῶς τό κτιστόν καί τό ἄκτιστον καί τῆς δοκιμαζούσης «τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α’, Ἰω. δ’,1) ἐγεύθημεν πλειστάκις καί ἡμεῖς, εἰ καί ἀναξίως. Ὁ ἀναγινώσκων τόν ἱερόν αὐτοῦ βίον θαυμάζει καί δοξάζει τόν Θεόν τόν δόντα τοιαύτην ἐξουσίαν τοῖς ἀνθρώποις· «θαυμαστός γάρ ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. ξζ΄, 35).

Ἀληθῶς τό βιβλίον τοῦτο ἐφάμιλλον τῶν Συναξαρίων ἐστίν καί ἰσόβαθμον, κατά ἀναλογίαν, τοῦ «Γεροντικοῦ», γραφέν ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν, διότι ὁ μακάριος Γέρων Παΐσιος ἀνεδείχθη ἰσοβάθμιος καί ἰσοστάσιος τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν καί ἁγίων ἐν ἀσκήσει, ταπεινώσει, ὑπακοῇ, ἀκτημοσύνῃ, ξενιτείᾳ, ἡσυχίᾳ, θεοπτίᾳ, κοσμούμενος δι᾿ ἀρετῶν σπανίων καί πληρούμενος ὑπό τῆς τοῦ Παναγίου Πνεύματος Χάριτος καί ἐνεργείας, ἐκφραζομένης ταύτης διά τῶν χαρισμάτων τῆς ἀενάου προσευχῆς, ἰδίᾳ ὑπέρ τῶν κατ' ἄμφω, ψυχῇ τε καί σώματι, ἀλγούντων καί τῶν κεκοιμημένων, τῆς διοράσεως καί προοράσεως, τῶν ἰάσεων καί πλείστων ὅσων ἑτέρων χαρισμάτων.

 Ὁ κατά πλάτος καί κατά βάθος βίος αὐτοῦ, τοῦ ὄντως εὐλογημένου ἀσκητοῦ καί θεόπτου ἁγιορείτου, ὑπενθυμίζει ἡμῖν τόν λόγον τοῦ τῆς Κλίμακος ἁγίου: «σπάνιαι μέν, πλήν εἰσί ψυχαί εὐθεῖς καί ἀπόνηροι, κακίας, καί ὑποκρίσεως, καί κακεντρεχείας ἀπηλλαγμέναι, αἷς ἀντίκειται πάντῃ ἡ τῶν ἀνθρώπων συνδιατριβή, δυναμένας μετά τοῦ ὁδηγοῦντος, ὥσπερ ἐκ λιμένος τινός, τῆς ἡσυχίας, εἰς τόν οὐρανόν ἀνελθεῖν, καί τῶν κοινοβιακῶν θορύβων καί σκανδάλων διαμένειν ἀνενδεεῖς τε καί ἀπειράστους».

Ὁ βίος τοῦ μακαρίου ἀνδρός, ὁ ἀποτυπωθείς ὅσον ἔνεστιν ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ, μάθημα ζώσης Θεολογίας, Χριστολογίας, Ἐκκλησιολογίας καί ἐσχατολογίας τυγχάνει. Ὁ εὐλογημένος οὗτος ἀνήρ ἐπολέμησεν «πρός τάς μεθοδείας τοῦ διαβόλου... πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ. στ’, 11-12), ἀπενέκρωσεν τελείως τά τῆς σαρκός πάθη ἐν προσευχαῖς καί νηστείαις καί ἀγρυπνίαις πολλαῖς, ἑώρακεν τόν Χριστόν ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ, εἶδεν τήν Θεοτόκον καί τούς ἁγίους, συνωμίλησεν μετ᾿ αὐτῶν καί ἐγεύθη τῶν δώρων τῶν χαρισθέντων ὑπ᾿ αὐτῶν, εἶδεν ἀγγέλους καί τόν φύλακα αὐτοῦ ἄγγελον καί ἐδέχθη παρ᾿ αὐτῶν φιλάνθρωπον διακονίαν, ἐπεί πνεύματα διακονικά πρός σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων εἰσίν ταῦτα, ἐγνώρισεν τά ἔσχατα ἀπό τῆς ζωῆς ταύτης, ἐβίωσεν τήν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίαν διά τοῦ μεταμορφωθέντος σώματος αὐτοῦ, εἰσέτι καί πρό τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ, ἥτις κοίμησις ταυτοχρόνως μαρτυρική τε καί ὁσιακή ἐστι, μακαρία ὄντως τελείωσις, διότι «οὐκ ἔστιν οὖν τοῖς δούλοις τοῦ Θεοῦ θάνατος, ἐκδημούντων αὐτῶν ἀπό τοῦ σώματος καί πρός τόν Θεόν ἐνδημούντων, ἀλλά μετάστασις ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα, καί ἀνάπαυσις καί χαρά». Οὗτος γάρ κατηναλώθη μεγάλως εἰς τήν διακονίαν τῶν ἀδελφῶν, διότι, «πᾶς φιλόθεος ἔστι καί φιλόπονος», κατά τόν ὅσιον Μᾶρκον τόν Ἀσκητήν, ἀλλά καί «φιλάνθρωπος», κατά τόν ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν, ἀσκῶν, καίτοι μοναχός, ποιμαντικήν διακονίαν, σεβόμενος πλήρως τόν ἱερόν τῆς Ἐκκλησίας θεσμόν, ἐλευθερώνων τούς κάμνοντας ἐκ τῶν δαιμονικῶν ἐπιδράσεων, τῶν ἐνεργουμένων ἐν τοῖς λογισμοῖς, ταῖς ἐπιθυμίαις καί τοῖς σώμασιν αὐτῶν, ποιῶν εὐθείας τάς τρίβους διελεύσεως τοῦ Κυρίου ἐν ταῖς τῶν ἀνθρώπων καρδίαις, ἐπιτελῶν ἰάσεις παντοδαπάς καί διδάσκων τά τοῦ Πνεύματος μυστήρια τοῖς θέλουσιν τούτοις μετασχεῖν. Ὁ θεοδίδακτος λόγος τοῦ ὁσίου τούτου ἀσκητοῦ, ὁ ἐκδοθείς εἰς τέσσαρας τόμους ὑπό τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν Σουρωτῇ, μνημεῖόν ἐστι ἀνδρός μεταμορφωθέντος ὑπό τοῦ ἀκτίστου θείου Φωτός.

Ὡς γέγονεν ἐν πᾶσι τοῖς ἁγίοις, οὕτω ἐγένετο καί ἐν τῷ ἀειμνήστῳ Γέροντι Παϊσίῳ, ἤγουν τό Ἅγιον Πνεῦμα, κατά τόν λόγον τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου, καί κινεῖ τούτους, ἀλλά «καί ὑπ᾿ αὐτῶν κινεῖται αὐτό, καί γίνεται ἐν αὐτοῖς πάντα ὅσα ἐν ταῖς θείαις ἀκούεις Γραφαῖς περί τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, λεγόμενα, μαργαρίτης, κόκκος σινάπεως, ζύμη, ὕδωρ, πῦρ, ἄρτος, πόμα ζωῆς, πηγή ζῶσά τε καί ἀλλομένη, ποταμούς ῥέουσα λόγων πνευματικῶν, λόγων θείας ζωῆς-λαμπάς, κλίνη, παστάς, νυμφών, νυμφίος, φίλος, ἀδελφός καί πατήρ». Τό γάρ Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐκίνει τόν εὐλογημένον Γέροντα, ἀλλά καί ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἤγουν τοῦ Γέροντος Παϊσίου, τό θεῖον Πνεῦμα ἐκινεῖτο, κατά παράδοξον μέν, ἀληθῆ δέ τρόπον εἰς τό ἐνεργεῖν τοῖς δεομένοις τά δέοντα πρός σωτηρίαν αὐτῶν, ἐπεί «καί πνεύματα προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεται» (Α’ Κορ. ιδ’, 33), ὡς καί κατά τόν Μέγαν τῆς Καισαρείας Φωστῆρα, τόν ἐν ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν οὐρανοφάντορα Βασίλειον, ὁ Κύριος «τόπος χωρητικός τῶν δικαίων» ἐστί, ἀλλά καί «ὁ δίκαιος, τόπος τῷ Κυρίῳ (ἐστί), λαμβάνων αὐτόν ἐν ἑαυτῷ».

Ὁ Θεός ἐν τῇ ἀγάπῃ Αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ ποικίλας ἀποκαλύψεις καί χαρίσματα, ἐπιβραβεύσας τήν θαυμαστήν φιλοτιμίαν αὐτοῦ –φιλότιμος γάρ ὁ Κύριος, φιλοτίμους δούλους Αὐτῷ ποιεῖ καί ἐν αὐτοῖς ἐνεργεῖ– διότι, κατά τόν ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν, «οὐδέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐν τοῖς ἁγίοις ἐνεργεῖ τάς γνώσεις τῶν μυστηρίων χωρίς τῆς κατά φύσιν ζητούσης τε καί ἐρευνώσης τήν γνῶσιν δυνάμεως... καί χωρίς τοῦ Πνεύματος οὐδέν παντελῶς ἐθεώρουν πνευματικόν». «Ὁ γάρ ἀπαθῶς τά θεῖα ζητῶν, πάντως λήψεται τό ζητούμενον». Καί ὁ εὐλογημένος οὗτος Γέρων Παΐσιος μοναχός ἁγιορείτης ἀλλ' ἐν ταὐτῷ καί παγκόσμιος, ἐζήτει δι᾿ ὅλης τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἀπαθῶς τά θεῖα καί οὕτως ἔλαβε τά ζητούμενα, ἤγουν ποικίλα πνευματικά χαρίσματα πρός σωτηρίαν τοῖς ἐντευξαμένοις αὐτῷ.

Καί αὖθις ὁ ἐν ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διαλαλεῖ: «Οὐκοῦν οὔτε ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐνεργεῖ σοφίαν ἐν τοῖς ἁγίοις, χωρίς τοῦ ταύτην δεχομένου νοός, οὔτε γνῶσιν, χωρίς τῆς δεκτικῆς τοῦ λόγου δυνάμεως, οὔτε πίστιν, ἄνευ τῆς κατά νοῦν καί λόγον τῶν μελλόντων καί πᾶσι τέως ἀδήλων πληροφορίας, οὔτε ἰαμάτων χαρίσματα δίχα τῆς κατά φύσιν φιλανθρωπίας».

Οὕτω τά ἐν τῇ φύσει αὐτοῦ, τοῦ ἀλήστου μνήμης Γέροντος, φυσικά χαρίσματα, δοθέντα ὑπό τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας, οὐ μήν ἀλλά καί ἀπό τῆς ἐν προσευχῇ καί εὐλαβείᾳ τῶν γονέων αὐτοῦ συλλήψεως, ὡς καί ἀπό τῆς εὐλογίας τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, διά τῆς φιλοτιμίας καί τῆς φιλοπόνου ἐργασίας αὐτοῦ, καί προξενοῦντα θαυμασμόν οὐκ ὀλίγον, μετεποιήθησαν ὑπό τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς πνευματικά χαρίσματα. Ἔλαβεν γάρ σοφίαν διά τοῦ καθαροῦ νοός, γνῶσιν διά τῆς τοῦ λόγου δεκτικῆς δυνάμεως, πίστιν διά τῆς κατά νοῦν καί λόγον τῶν μελλόντων καί ἀδήλων πληροφορίας, χαρίσματα ἰαμάτων διά τῆς κατά φύσιν αὐτοῦ φιλανθρωπίας, τῆς ἐκδηλουμένης ἤγουν νυχθημέρου διακονίας τῶν ἀδελφῶν.

 Ἐγνώκαμεν οὖν καί μαρτυροῦμεν περί τοῦ ὁσίου τούτου πατρός, ὅτι οὗτός ἐστιν τοῖς πᾶσι, ἕνεκεν τοῦ Θεοῦ καί ἐν Θεῷ καί κατά Θεόν καί διά Θεόν, φίλος, ἀδελφός, πατήρ, μαργαρίτης, ζύμη, ὕδωρ, ἄρτος, πόμα ζωῆς, πηγή ζῶσα καί ἁλλομένη, ποταμός ρέων λόγων πνευματικῶν καί λόγων θείας ζωῆς, λαμπάς, κλίνη, παστάς, νυμφών, ὡς ἔχων ἐν τῇ καρδίᾳ καί ἐν ὅλῳ τῷ σώματι αὐτοῦ τόν Δεσπότην τῶν ἁπάντων. Ἐξῆλθεν, ἀληθῶς, ὁ ἱερός οὗτος ἀνήρ τῆς βιολογικῆς καί φυσικῆς αὐτοῦ οἰκογενείας, ἀποκτήσας εἰς βάθος τό χάρισμα τῆς ξενιτείας, καί εἰσῆλθεν ἐν τῇ τοῦ Ἀδάμ οἰκογενείᾳ, βιώσας τόν πόνον τῆς ἀθρωπότητος ἁπάσης, ἀκούσας τούς στεναγμούς τῶν μετά θάνατον ζώντων καί πληροφορηθείς «ἐν αἰσθήσει καί πληροφορίᾳ» τήν χαράν τῶν ἐν κόλποις Ἀβραάμ ἀναπαυομένων, ὡς ἀληθής «συμπολίτης τῶν ἁγίων καί οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. β’ 19).

Οὕτω κἀγώ, γοῦν, μετά τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου, ὁμιλοῦντος περί τοῦ Γέροντος αὐτοῦ Συμεών τοῦ Εὐλαβοῦς, ἐπαναλαμβάνω, καίτοι οὐ δύναμαι ἀτενῖσαι τήν δόξαν αὐτοῦ καί «οὐκ εἰμί ἱκανός λῦσαι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ» (Λουκ. γ΄, 16), ἔχων ἐν νῷ τόν πατέρα ἡμῶν Παΐσιον: «Ἐκοπίασεν ὁ μακάριος πατήρ ἡμῶν καί ἅγιος Συμεών, ὡς πολλούς τῶν πάλαι ἁγίων πατέρων ὑπερβαλέσθαι, θλίψεις δέ καί πειρασμούς τοσούτους ὑπέμεινε, ὡς ἐξισωθῆναι πολλοῖς τῶν περιφανεστέρων ἐν μάρτυσι. Διά ταῦτα οὖν ἐδοξάσθη ἀπό τοῦ Θεοῦ καί ἐγένετο ἀπαθής καί ἅγιος, λαβών ἐν ἑαυτῷ ὅλον, ὡς εἰπεῖν, τόν Παράκλητον...».

Τιμηθῆναι δεῖ τόν ἀείμνηστον πατέρα ἡμῶν Παΐσιον ἁγιορείτην μοναχόν ὡς φίλον, τέκνον καί κληρονόμον Θεοῦ, ὡς ἔμψυχον ναόν καί σκήνωμα τοῦ Θεοῦ, καί συγκαταριθμηθῆναι αὐτόν ἐν τοῖς δέλτοις τῶν ὁσίων ἀνδρῶν, εἰ καί ἕνδεκα μόλις ἔτη ἀπό τῆς ἐνδόξου, ὁσιακῆς καί μαρτυρικῆς κοιμήσεως αὐτοῦ παρῆλθον, διότι τοῦτο μέν καί οἱ λίθοι κεκράξονται περί τῆς κατά Χάριν ἁγιότητος αὐτοῦ, τοῦτο δέ «μή λανθανέτω ἡμᾶς ὅτι μία ἡμέρα παρά Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β’ Πέτρ. γ’, 8-9). Ἄλλωστε κατά τόν λόγον τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «αἰών γάρ, οὔτε χρόνος οὔτε χρόνου τι μέρος (οὐδέ μετρητόν). Ἀλλ᾿ ὅπερ ἡμῖν ὁ χρόνος, ἡλίου φορᾷ μετρούμενος, τοῦτο τοῖς ἀϊδίοις αἰών, τό συμπαρεκτεινόμενον τοῖς οὖσιν, οἷόν τι χρονικόν κίνημα καί διάστημα», καί αὖθις «αἰών ἐστιν ὁ χρόνος, ὅταν στῇ τῆς κινήσεως καί χρόνος ἐστίν αἰών, ὅταν μετρῆται, κινήσει φερόμενος».

 Τιμητέον δέ τοῦτον τόν βιαστήν ἁγιορείτην μοναχόν, τοῦτο μέν, ἐπεί παγκόσμιος πατήρ ἐγένετο, διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀναδειχθείς, καίτοι ὁ ἴδιος κατεβίβαζεν ἑαυτόν ἕως τό βάθος τῆς γῆς καί ἔθετεν ἑαυτόν ὑποκάτω πάσης κτίσεως, τοῦτο δέ, ἐπεί καύχημα καί δόξα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐστίν, ἐπεί τό Ἅγιον Ὄρος –τό τῆς Θεοτόκου περιβόλιον– ἔνθα ἐφυτεύθη καί τό μυρίπνοον τοῦτο ἄνθος, ὡς καί ἄλλα πολλά εὐώδη καί μυρίπνοα ἄνθη, ἀνήκει ἐν τῇ πνευματικῇ ἐξουσίᾳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἀποτελεῖ τήν δόξαν καί τόν ἔπαινον αὐτοῦ. Καί τοῦτο ἀληθές ἐστι, διότι ἑκάστη Τοπική Ἐκκλησία καί πᾶσα ἡ ἐν τῇ Οἰκουμένῃ Ἐκκλησία ἐξωραΐζεται ὑπό τῶν αἱμάτων καί τῶν ἱδρώτων τῶν μαρτύρων καί τῶν ὁσίων ἀνδρῶν.  

Τιμητέον δέ λέγω, ἐπεί πέποιθα ἀκραδάντως ὅτι ὁ βίος, ἡ πολιτεία καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου τούτου Πατρός, τοῦ καταυγασθέντος τῇ φωταυγείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κοσμήσαντος τήν ἔρημον τῆς Κονίτσης, τοῦ Σινᾶ καί τοῦ Ἄθω, διδάξει πάντας τό μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον καί ἀποβήσεται μαρτυρία καί μαρτύριον τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς, ἀλλά καί ἱερά ὄντως στηλογραφία, γενησόμενος, Χάριτι Θεοῦ, πατήρ τῶν ὀρφανῶν, διδάσκαλος τῶν ἀμυήτων τά θεῖα, μήτηρ τῶν ἐν ξενιτείᾳ ὄντων, ὁδηγός τῶν πλανωμένων, σιτοδότης τῶν πεινώντων τά ἐπουράνια, ὕδωρ τῶν διψώντων τήν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, ἰατρός τῶν ἀλγούντων καί τῶν ὑπό τῆς πονηρίας πνευμάτων καμνόντων, χαρμονή τῶν θλιβομένων, προστάτης τῶν ἀδικουμένων, παρηγορία τῶν κεκμηκότων, ἀπαρακλήτων τε καί ἀπηλπισμένων, στηριγμός τῶν πιστῶν, βοηθός τῶν καταπονουμένων, ὅρμος γαληνότατος τῶν ὑπό τοῦ βίου κυμάτων βασανιζομένων, τύπος φιλοτιμίας, ὑπόδειγμα μακροθυμίας, ὑπογραμμός πλούτου ἀκενώτου κενώσεως καί γέφυρα συμφιλιώσεως ἑκάστου τῶν πιστῶν μετά τοῦ Θεοῦ, ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί μετά τῆς κτίσεως ἁπάσης, ὑποδεικνύων τόν ἀληθῆ καί ἀπλανῆ τρόπον ἐπιλύσεως τῶν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως προβλημάτων καί τῶν τῆς ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης ἀλαζονείας στεναζούσης κτίσεως τοιούτων.

Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

Ἐν βαθείᾳ συναισθήσει, βαθυτάτῃ ταπεινώσει καί ἀπείρῳ σεβασμῷ πρός τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον καί πρός τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα προσωπικῶς, ὑποβάλλω καθηκόντως, μετά πολλῶν ὁμοῦ ἑτέρων ἀδελφῶν, τήν αἴτησιν τῆς συγκαταριθμήσεως ἐν τῷ ἁγιολογίῳ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ μακαρίου πατρός ἡμῶν Παϊσίου, τοῦ τιμωμένου ἀτύπως ὑπό χιλιάδων εὐεργετηθέντων ὑπ’ αὐτοῦ, ἐν τῇ ἀνατολῇ, τῇ δύσει, τῷ βορρᾷ καί τῷ νότῳ, ἐκ τοῦ θεολογικοῦ αὐτοῦ λόγου καί τῶν θαυματουργικῶν ἐπεμβάσεων αὐτοῦ. Ὁ ἀείμνηστος πατήρ Παΐσιος ἐσέβετο ὑπερβαλλόντως τήν Ἐκκλησίαν, τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον καί τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα, ὡς Αὕτη γνωρίζει κάλλιον πάντων ἀσφαλῶς.

Εἰ καί ὁ πατήρ ἡμῶν Παΐσιος ἐθεώρει ἑαυτόν ὑποκάτω πάσης κτίσεως, ὤν τῷ ὄντι ὑπεράνω πάσης κτίσεως, ἐν τούτοις ἰσχύει ἐν αὐτῷ τό λόγιον τοῦ τῆς θεολογίας ἐπωνύμου ἁγίου Γρηγορίου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὅ καί ἠκολούθησεν ὁ ἁγιορείτης οὗτος μοναχός ἐν ὅλῃ τῇ ζωῇ αὐτοῦ: «Τό στόμα μου ἤνοιξα καί εἵλκυσα Πνεῦμα, καί δίδωμι τά ἐμαυτοῦ πάντα, καί ἐμαυτόν τῷ Πνεύματι, καί πρᾶξιν, καί λόγον, καί ἀπραξίαν, καί σιωπήν•...ὄργανον εἰμί θεῖον, ὄργανον λογικόν, ὄργανον καλῷ τεχνίτῃ τῷ Πνεύματι ἁρμοζόμενον καί κρουόμενον». Οὗτος ὁ ἄριστος ἀσκητής, ὁ οὐκ ἀγνοῶν τά τοῦ διαβόλου νοήματα (Β΄ Κορ. β΄, 11) καί αἰχμαλωτίσας «πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. ι΄, 5), ὄργανον ἦν λογικόν τῷ καλῷ τεχνίτῃ, ἤτοι τῷ Παναγίῳ Πνεύματι, τῷ ἐνεργοῦντι τήν σιωπήν, τῷ κρούοντι τόν νοῦν, τῷ ἠχοῦντι τόν λόγον καί τῷ φιλοσοφοῦντι τό φθέγγεσθαι. Καί πάντα ταῦτα ἔπραττεν πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, πρός μεταμόρφωσιν καί ἀλλοίωσιν τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, πρός δόξαν Θεοῦ καί ἔπαινον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Διά τῆς τοιαύτης γάρ συγκαταριθμήσεως ἐν τοῖς δέλτοις τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, τῶν ἐν ἔργοις καί λόγοις, ἐν διδαχαῖς καί ἡσυχίᾳ λαμψάντων, ἐν μαρτυρίῳ τελειωθέντων καί ἐν ὁσιότητι κοιμηθέντων, χαρήσεται μεγάλως ἡ Ἐκκλησία πᾶσα, ἡ ἐγγύς καί ἡ μακράν, καί ὠφεληθήσεται ἅπαν τό πλήρωμα αὐτῆς. Τοῦτο γενήσεται, ἐπεί, ἐκτός ἄλλων, «ἡ μέν ἀκρόασις τῶν τοῖς πνευματικοῖς πατράσι κατορθωμάτων (ὡς τοῦ ἀειμνήστου Μεγάλου Γέροντος), τόν νοῦν καί τήν ψυχήν πρός ζῆλον διϋπνίζει• ἡ δέ διδασκαλική ἀκρόασις, πρός τήν μίμησιν τούς ζηλωτάς πέφυκεν ὁδηγεῖν», κατά τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Σιναΐτην.

Διά μιᾶς τοιαύτης ἱστορικῆς –τήν ἱεράν λέγω ἱστορίαν– ἀποφάσεως ὁ Γέρων Παΐσιος ἀποβήσεται ζῶσα θεολογία, διδάσκουσα πρός πάντας τόν ἀπλανῆ τρόπον τοῦ θεολογεῖν· τό ἀληθῶς βιοῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ· τό φιλοῦν ἀπαθῶς ἕως θανάτου τούς ἀνθρώπους πάντας, ἀδιακρίτως φύλου καί φυλῆς· τό μετέρχεσθαι ἀληθῶς τό μοναχικόν ἐπάγγελμα, καθιστάμενος οὕτω πρότυπον τοῦ ὀρθοδόξου μοναχοῦ, ὡς κοινοβιάτου, ἐρημίτου καί κελλιώτου, σεβομένου τάς παραδόσεις καί τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας καί πολεμοῦντος τό «πνεῦμα» τοῦ ἐκκοσμικευμένου μοναχισμοῦ· τό συνοικεῖν μετά τῶν ἀγρίων ζώων τῶν ἀποβαλλόντων τήν ἀγριότητα αὐτῶν, δοθέντος ὅτι καί τοῦτο ἐγένετο ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Γέροντος Παϊσίου, ὡς ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος φησίν: «προσπελάζουσιν αὐτῷ (τῷ δικαίῳ) ὡς δεσπότῃ ἑαυτῶν, καί σαίνουσι τάς κεφαλάς αὐτῶν, καί λείχουσι τάς χεῖρας αὐτοῦ καί τούς πόδας, διότι ἐκείνην τήν ὀσμήν τήν ἐκπνεύσασαν ἐκ τοῦ Ἀδάμ πρό τῆς παραβάσεως (ὅτε συνήχθησαν πρός αὐτόν, καί ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα ἐν τῷ παραδείσῳ), ὠσφράνθησαν ἐξ αὐτοῦ»· τό ὁσίως βιοῦσθαι καί κοιμᾶσθαι ἐν Κυρίῳ, καί ἀναμένειν τήν μεγάλην ἡμέραν Κυρίου καί ἐπιφανῆ· συνελόντι δέ εἰπεῖν, τό «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον• θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α’ Τιμ. γ’, 15-16).

Ὁ ἀείμνηστος Πατήρ ἡμῶν Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἔθετεν ἑαυτόν «ὑπό τόν μόδιον», κρυπτόμενος «ἐν ἐρημίαις καί ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ. ια΄, 38), βραγχιάζων ἐν νυχθημέρῳ δεήσει, μή δίδων «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, καί τοῖς βλεφάροις αὐτοῦ νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. ρλα΄, 4), ὑπέρ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης, ὑπέρ ζώντων καί κεκοιμημένων, καί οὕτω ἡ Ἐκκλησία, ὡς καλλίγονος καί φιλόστοργος μήτηρ, ὀφείλει θεῖναι τοῦτον «ἐπί τήν λυχνίαν», ἵνα «λάμπῃ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ» καί οὕτω λάμπον ἐν αὐτῷ καί δι’ αὐτοῦ τό φῶς τῆς Τρισηλίου θεότητος, ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν οἱ ἄνθρωποι τά καλά ἔργα αὐτοῦ καί δοξάσωσιν τόν πατέρα αὐτῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς (Ματθ. ε΄,14-16).

Ταῦτα ἀναφέρων τῇ Ὑμετέρᾳ Θειοτάτῃ Παναγιότητι, καί ὑποβάλλων ἐν ταυτῷ καί τό βιβλίον ὑπό τόν τίτλον «Βίος Γέροντος Παϊσίου», τό ἐκδοθέν πρότριτα ὑπό τῆς Καλύβης Ἀναστάσεως, Καψάλας Καρυῶν Ἁγίου Ὄρους, διατελῶ

μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
ἐξαιτούμενος τάς Πατριαρχικάς Αὐτῆς εὐχάς

Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Συνέντευξη στὴν Ἐφημερίδα «Μακεδονία»: Ὁ θεόπτης καί προφήτης ἅγιος Παΐσιος

Συνέντευξη Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου στόν δημοσιογράφο Στέλιο Κοῦκο

Ἐφημερίδα «Μακεδονία» 12 Ἰουλίου 2015.

1. Ἐρώτηση: Θυμᾶστε πῶς μάθατε γιά τήν ὕπαρξη ἑνός χαρισματούχου μοναχοῦ, τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, στό Ἅγιον Ὅρος καί πῶς τό δεχτήκατε;

Ἀπάντηση: Ἐπειδή γεννήθηκα καί μεγάλωσα στά Γιάννενα, ἄκουγα γιά τόν ἅγιο Παΐσιο ἀπό πολλούς συμπατριῶτες μου, διότι τότε ἠσκεῖτο στήν Μονή τοῦ Στομίου στήν Κόνιτσα. Ἡ Καίτη Πατέρα, πού ἦταν πολύ γνωστή τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἦταν φίλη τῆς μητέρας μου καί ἐρχόταν συχνά στό σπίτι μας καί μᾶς διηγεῖτο ἱστορίες ἀπό τόν π. Παΐσιο. Ὅταν τό 1967 ὁ Πνευματικός μου Πατέρας π. Σεβαστιανός ἔγινε Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης πῆγα τόν πρῶτο καιρό μαζί του στήν Κόνιτσα. Ἐκεῖ ἄκουσα πολλά γιά τόν π. Παΐσιο, γνώρισα τούς συγγενεῖς του καί πήγαινα στήν Μονή τοῦ Στομίου ἀπό τήν ὁποία πρίν λίγα χρόνια εἶχε ἀναχωρήσει. Ἔτσι ἡ πρώτη ἐμπειρία μου μέ τόν ἅγιο Παΐσιο ἦταν ἐξ ἀκοῆς καί ἀργότερα ἔγινε ἐκ θεωρίας.

 

2. Ἐρώτηση: Φαντάζομαι πώς γιά τήν ἐποχή ἐκείνη ἕνας χαρισματοῦχος μοναχός ἢ ἕνας ἐν ζωῇ ἅγιος ἦταν κάτι ξεχωριστό, μιά ἐξαίρεση, –γιά νά μήν ποῦμε ἴσως καί ἕνα σκάνδαλο, μέ τήν ἔννοια τοῦ σημείου ἀμφιλεγόμενου– ἀπό τήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική ζωή ἀλλά καί τήν ἐπίσημη Θεολογία...

Ἀπάντηση: Δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι ἦταν κάτι ξεχωριστό καί μιά ἐξαίρεση, γιατί στό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχουν πολλοί ἐμπειρικοί μοναχοί. Δέν τό αἰσθανόμουν ἔτσι, οὔτε καί ὅτι ἦταν σημεῖο ἀμφιλεγόμενο καί σκάνδαλο γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί τήν ἐπίσημη θεολογία. Γιά παράδειγμα, ὁ Γέροντάς μου Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος τόν ἐκτιμοῦσε καί μέ παρακινοῦσε νά ἔχω ἐπικοινωνία μαζί του. Μᾶλλον τόν ἔβλεπα σάν μιά ἔκφραση τῆς γνήσιας ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τῆς πρωτογενοῦς θεολογίας. Γιατί θεολογία δέν εἶναι ἁπλῶς μερικές γνώσεις γύρω ἀπό θέματα θεολογικά, ἀλλά ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Καί ὅπως οἱ φοιτητές τῆς ἰατρικῆς διδάσκονται τήν ἐπιστημονική γνώση καί ἔπειτα κάνουν πρακτικές ἀσκήσεις στά ἐργαστήρια, ἔτσι καί ἐγώ αἰσθανόμουν τήν ἐπικοινωνία μέ τόν ἅγιο Παΐσιο ὡς μιά ἐμπειρική γνώση τῆς θεολογίας πού μάθαινα στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης καί πού διάβαζα στά κείμενα τῶν Πατέρων.

 

3. Ἐρώτηση: Μέ ποιές προϋποθέσεις ἀποφασίσατε νά τόν συναντήσετε καί τί περιμένατε ἀπό τήν συνάντηση αὐτή;

Ἀπάντηση: Πρώτη φορά πού συνάντησα τόν π. Παΐσιο ἦταν στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ '70, ὅταν εἶχα χειροτονηθῆ κληρικός καί τόν ἐπισκεπτόμουν στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ γιά νά μέ καθοδηγήση στό πῶς νά ἀσκῶ τήν ποιμαντική μου διακονία. Εἶχα ἕνα βαθύτατο σεβασμό στό πρόσωπό του ἀπό ὅσα ἄκουγα, ἀλλά κυρίως ἀπό ὅσα διαισθανόμουν στήν καρδιά μου. Ἔτσι, οἱ προϋποθέσεις μου ἦταν ὁ ζῆλος καί ἡ ἀγάπη μου γιά τήν Ἐκκλησία.

 

4. Ἐρώτηση: Ποιές ἦταν λοιπόν οἱ πρῶτες ἐντυπώσεις σας καί τί σᾶς ἔκανε μεγαλύτερη ἐντύπωση;

Ἀπάντηση: Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁλόκληρη ἡ παρουσία του, αὐτό πού ἦταν ὁ ἴδιος καί αὐτά πού ἔλεγε. Ἐξέπεμπε μιά πνευματική λιακάδα, μιά ἀρχοντική ἀγάπη, μιά καθαρή ἐλευθερία, ἕνα φῶς. Ἦταν ἕνας φωτεινός ἄνθρωπος καί αὐτή ἡ φωτεινότητα ἔβγαινε μέσα ἀπό τόν λόγο του, τήν σιωπή του, τό βλέμμα του καί τό χιοῦμορ του. Ἦταν ἕνας φυσικός ἄνθρωπος, ὅπως δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό.

 

5. Ἐρώτηση: Νιώσατε πώς ὑπῆρχαν κάποιες δυσκολίες γιά τήν κατανόηση τοῦ πρωτόγνωρου –γιά τήν ἐποχή του– πνευματικοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ "φαινομένου" καί πῶς τίς ξεπεράσατε;

Ἀπάντηση: Τότε δέν εἶχα τήν αἴσθηση ὅτι ἦταν κάτι τό πρωτόγνωρο γιά τήν ἐποχή μας ἤ ἕνα ἐκκλησιαστικό «φαινόμενο», ἀλλά ὀσφραινόμουν ὅτι ἦταν ἕνας ἄνθρωπος σάν τόν Ἀδάμ πρίν τήν πτώση, πού ζοῦσε στόν Παράδεισο. Αὐτά πού διάβαζα στά Συναξάρια καί στό Γεροντικό τά εὕρισκα μπροστά μου. Ὅταν τόν ἐπισκεπτόμουν, περισσότερο σιωποῦσα καί περίμενα νά ἀκούσω τόν λόγο του καί νά αἰσθανθῶ τήν ἀτμόσφαιρα πού ἐξέπεμπε. Ἔθετα μέ λίγα λόγια καί ἀπέραντο σεβασμό τό θέμα πού μέ ἀπασχολοῦσε ἐκείνη τήν ἐποχή καί περίμενα νά ἀκούσω τόν θεόπνευστο λόγο του. Στήν ἀρχή αἰσθανόμουν ὅτι φωτογράφιζε τήν ψυχή μου, ἀλλά ἡ ἀγάπη του μέ ἔκανε νά ξεπεράσω κάθε φόβο καί νά τόν αἰσθάνομαι ὡς φίλο.

 

6. Ἐρώτηση: Αἰσθανόσασταν ὅτι φανέρωνε την καθολική ἐμπειρία τῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας στό πρόσωπο ἑνός ταπεινοῦ καί ἀγαπημένου δούλου τοῦ Θεοῦ;

Ἀπάντηση: Πράγματι αὐτό αἰσθανόμουν, ἔβλεπα ὅτι μετέφερε τήν πνευματική πείρα τῶν ἀρχαίων ἀσκητῶν, τῶν ἀσκητῶν τοῦ 4ου αἰῶνος τῆς Καππαδοκίας, τήν ἀσκητική παράδοση, ὅπως τήν διαβάζουμε στά ἔργα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Νύσσης. Ἦταν ἕνας ἠγαπημένος φίλος τοῦ Χριστοῦ.

 

7. Ἐρώτηση: Ὑπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις γιά τήν γεύση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας καί ποιές εἶναι; Ἡ "ἐπίτευξή" τους σέ τί συνίσταται;

Ἀπάντηση: Τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχα μιά ἀναζήτηση. Διάβαζα τά κείμενα τῶν Πατέρων καί ἤθελα νά μάθω πῶς ἐφαρμόζονται αὐτά στήν ζωή μας. Ἤθελα νά ξεφύγω ἀπό μιά διανοητική θεολογία, ἀλλά καί ἀπό μιά ἐπίπλαστη ἠθικιστική ζωή καί ἀναζητοῦσα κάτι αὐθεντικό. Πάντως αἰσθανόμουν ὅτι γιά νά πλησιάση κανείς τόν ἅγιο Παΐσιο ἔπρεπε νά βγάλη τά σανδάλια τῆς λογικῆς καί τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς νοοτροπίας, ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἔβγαλε τά σανδάλια γιά νά πλησιάση στήν φλεγομένη καί μή κατακαιομένη βάτο. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα ἐμπόδιο γιά νά πλησιάσουν τέτοιους καθαρούς ἀνθρώπους, καί αὐτό τό ἐμπόδιο εἶναι ὁ «πλοῦτος τῆς διανοίας», ἡ αὐτοθέωση, ἡ λατρεία τοῦ ἑαυτοῦ μας, τό «αὐτοείδωλο».

 

8. Ἐρώτηση: Κάθε ἐξαγιαζόμενο πρόσωπο πῶς διασώζει τήν δική του προσωπική ὑπόσταση σ' αὐτή τήν σύγκρασή του μέ τόν Θεό;

Ἀπάντηση: Κάθε ἄνθρωπος εἶναι κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωση Θεοῦ. Τό κατ' εἰκόνα εἶναι μιά ὁρμή πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά φθάση στήν θέωση. Ἐνῶ κοινή εἶναι ἡ πορεία ὅλων, ὁ καθένας προχωρεῖ μέ ἕναν διαφορετικό τρόπο, χωρίς νά χάση τόν χαρακτήρα του, ἀλλά καί χωρίς νά διαφοροποιῆται ἀπό τούς ἄλλους. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα τῶν μελῶν μέ τήν ποικιλία τῶν χαρισμάτων. Ὁ ἅγιος Παΐσιος, ζώντας στό Ἅγιον Ὄρος εἶχε κοινή ἐμπειρία μέ ὅλους τούς ἄλλους ἁγιορεῖτες, ἀλλά εἶχε καί τόν δικό του τρόπο ἔκφρασης. Εἶχε μιά ἁπλότητα, πού ἐξέπληττε τόν συνομιλητή του, συμπεριφερόταν σάν ἕνα μικρό παιδί, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὡς ἕνας σοφός γέρων. Συνδυασμός ἐκπληκτικός καί μοναδικός.

 

9. Ἐρώτηση: Πῶς ἐξελίχθηκε ἡ προσωπική σας πνευματική σχέση μέ τόν Ἅγιο Παΐσιο καί πότε καταφεύγατε σ' αὐτόν; Μπορεῖτε νά μᾶς περιγράψετε πῶς ἐκδηλωνόταν σέ σᾶς καί κατά τίς συναντήσεις ἡ πνευματική κατάσταση τοῦ Ἁγίου Γέροντα;

Ἀπάντηση: Ἀπό τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ '70 τόν ἐπισκεπτόμουν συχνά πρῶτα στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ἔπειτα στήν Παναγούδα. Κάθε φορά πού εἶχα κάποιο πρόβλημα, προσωπικό ἤ ποιμαντικό, τόν ἐπισκεπτόμουν καί ζητοῦσα τήν συμβουλή του. Πέρασα πολλά μαζί του. Εἴχαμε πολλές ὧρες συζήτησης, πολλές ὧρες περπάτησα μαζί του στά εὐλογημένα μονοπάτια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀγρύπνησα μαζί του στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα καί μιά φορά ἀξιώθηκα νά μέ φιλοξενήση καί νά κοιμηθῶ τό βράδυ στήν Καλύβη του. Κάθε συνάντηση μαζί του ἦταν μιά ἔκπληξη καί ἐγώ παρέμενα πάντα εἰρηνικός καί ἔφευγα ἀλλοιωμένος. Οἱ ἀπαντήσεις πού μοῦ ἔδινε ἦταν καθοριστικές στήν ζωή μου. Ἔχω πολλά περιστατικά μαζί του, τά ὁποῖα ἔχω καταγράψει σέ διάφορα κείμενα.

Ἐπίσης, ἐκεῖνο πού μπορῶ νά πῶ εἶναι ὅτι ἐκτός ἀπό τίς προσωπικές συναντήσεις, τοῦ ἔστελνα πολλές φορές ἐπιστολές γιά διάφορα, κυρίως πνευματικά, θέματα, πού μέ ἀπασχολοῦσαν. Δέν ἔλαβα ποτέ γραπτῶς ἀπάντηση, ἀλλά πάντοτε λύνονταν τά θέματα μέ ἕναν θαυματουργό τρόπο, προφανῶς γιατί προσευχόταν ὁ ἅγιος. Μιά φορά, ὕστερα ἀπό μιά ἐπιστολή μου, ἦλθε ὁ ἴδιος στήν Ἔδεσσα, ὅπου τότε ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκήρυξ, γιά νά μέ συναντήση καί ἔμεινε μαζί μου μιά ἡμέρα γιά νά λύση τό θέμα ἐπιτοπίως. Αὐτή ἡ ἡμέρα εἶναι μιά πολύ γλυκειά ἀνάμνηση στήν ζωή μου.

 

10. Ἐρώτηση: Φαντάζομαι πώς κατά καιρούς προτρέπατε διάφορους ἀνθρώπους νά συναντήσουν καί νά συμβουλευτοῦν τόν Ἅγιο Παΐσιο. Θυμᾶστε νά σᾶς ἔχουν μεταφέρει κάτι που σᾶς ἐντυπωσίασε ἰδιαίτερα;

Ἀπάντηση: Συνήθως δέν προέτρεπα τούς ἀνθρώπους νά τόν συναντήσουν, ἀλλά ἐπειδή μιλοῦσα γι' αὐτόν, πολλά πνευματικά μου παιδιά τόν ἐπισκέπτονταν καί ἀνάλογα μέ τήν πνευματική τους κατάσταση ὠφελοῦνταν. Πάντως ὅλοι ἦταν ἐνθουσιασμένοι. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού ἀφιέρωνε ὅλη τήν ἡμέρα γιά τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦσαν τόν Θεό ἤ ὑπέφεραν ἀπό σωματικές καί πνευματικές ἀσθένειες καί ἐκεῖνος κενωνόταν γιά νά δίνη νόημα ζωῆς στούς ἄλλους καί τό βράδυ τό ἀφιέρωνε στήν προσευχή «παλεύοντας μέ τόν Θεό».

 


11. Ἐρώτηση: Γνωρίσατε καί συνδεθήκατε καί μέ πολλούς ἄλλους χαρισματούχους καί πνευματοφόρους ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Ποιά πιστεύετε ἦταν τά ἰδιαίτερα πνευματικά χαρακτηριστικά τοῦ ἁγίου Παϊσίου καί πῶς ἐκδηλώνονταν;

Ἀπάντηση: Πράγματι εἶχα τήν μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά συναντήσω τά μεγαλύτερα θεολογικά καί πνευματικά ἀναστήματα τῆς ἐποχῆς μας. Καθένας εἶχε τό δικό του χάρισμα, ἀνάλογα μέ τήν ἐμπειρία τήν ὁποία διέθετε καί ἀνάλογα μέ τήν πείρα πού εἶχε ἀποκτήσει ἀπό τόν τρόπο ζωῆς. Ὁ ἅγιος Παΐσιος διακρινόταν ἀπό μιά καταπληκτική ἁπλότητα, μέσα ἀπό τήν ὁποία ἔβγαινε μιά ἀπίστευτη πνευματική ὡριμότητα. Ἔλεγε τά πιό ἁπλά λόγια καί πολλές φορές μέ χιοῦμορ, τά ὁποῖα εἶχαν ἐκπληκτική δύναμη. Ὁ λόγος του ἔπεφτε στήν ψυχή κάθε ἀνθρώπου –ἔτσι τοὐλάχιστον ἐγώ ἔνοιωθα– ὅπως πέφτουν οἱ ἁπλές νιφάδες τοῦ χιονιοῦ στήν γῆ, μέ ἁπαλό τρόπο καί κάπως χορευτικά, καί οἱ ὁποῖες λευκαίνουν τόν τόπο καί εἰσέρχονται βαθειά στόν ὑδροφόρο ὁρίζοντα τῆς γῆς. Δηλαδή ὁ λόγος του μέ ἁπλό τρόπο εἰσέδυε στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

 

12. Ἐρώτηση: Ὁ λαός μας καί ἡ Ἐκκλησία μας διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατέταξαν τόν μοναχό Παΐσιο Ἁγιορείτη στήν χορεία τῶν Ἁγίων. Ἕνα χρόνο μετά τήν ἀνακήρυξη αὐτή ποιά εἶναι ἡ αἴσθησή σας γιά τήν προσφορά τοῦ ἁγίου αὐτοῦ προσώπου στήν Ἐκκλησία, στούς ἀνθρώπους, στήν πατρίδα καί τόν κόσμο;

Ἀπάντηση: Ὁ Χριστός χρησιμοποίησε μιά πολύ ὡραία εἰκόνα ἀπό τήν ἔγκυο γυναίκα πού γεννᾶ μέ πόνο, ἀλλά μετά τήν γέννηση δέν λυπᾶται «διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον» (Ἰω. ιστ΄, 21). Ἔτσι αἰσθάνομαι τήν ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου. Μέ τούς κόπους καί τίς ἀσκήσεις του γεννήθηκε ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πού προξένησε χαρά σέ ὅλους, ἀλλά καί δημιούργησε ἕναν πολύ μεγάλο κρότο σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Καί πρίν ἀπό τήν ἁγιοκατάταξή του καί μετά ἀπό αὐτήν ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παϊσίου ἀσκεῖ μιά ἐπίδραση σέ ὅλο τόν κόσμο. Σέ ὅσες χῶρες τοῦ κόσμου πηγαίνω, συναντῶ ἀνθρώπους πού ἀγαποῦν ὑπερβολικά τόν ἅγιο Παΐσιο καί τόν αἰσθάνονται ὡς πνευματικό τους Πατέρα. Θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι εἶναι ἕνας σύγχρονος Γέροντας τῆς Οἰκουμένης.

 

13. Ἐρώτηση: Καί τί πιστεύετε πώς σᾶς χάρισε προσωπικά ἡ σχέση μαζί του; Ἂν τόν συναντούσατε σήμερα, σέ τί θά περιστρεφόταν ἡ συνομιλία σας;

Ἀπάντηση: Πῶς μπορῶ μέ λίγα λόγια νά σᾶς πῶ τί μοῦ χάρισε αὐτός ὁ ἅγιος ἄνθρωπος; Τό μόνο πού μπορῶ νά πῶ εἶναι ὅτι κοντά του ἔνοιωσα ὅτι ὁ Θεός εἶναι ζωντανός καί ὁ μακάριος Γέροντας ἦταν ἕνας ζωντανός ὀργανισμός. Ὅπως ἡ βιολογική ζωή μεταδίδεται ἀπό γενιά σέ γενιά ἀπό ζωντανούς ὀργανισμούς καί ὄχι ἀπό πεθαμένους, ἔτσι καί ἡ πνευματική ζωή μεταδίδεται ἀπό γενιά σέ γενιά μέ ζωντανούς ὀργανισμούς σάν τόν ἅγιο Παΐσιο.
Ἄν τόν συναντοῦσα σήμερα δέν ξέρω ἄν συζητοῦσα μαζί του, ἀλλά θά ἐξακολουθοῦσα νά κάνω αὐτό πού ἔκανα. Θά παρέμενα κοντά του περισσότερο σιωπηλός, γυμνός ἀπό κάθε δική μου ἀντίληψη, ὥστε νά ὀσφρανθῶ τήν ζωή τῆς ἐρήμου καί κυρίως τήν ζωή τοῦ Παραδείσου.

 

14. Ἐρώτηση: Τελικά πῶς ἐσεῖς μπορεῖτε νά σκιαγραφήσετε τήν ζωή τοῦ ἁγίου Παϊσίου;

Ἀπάντηση: Καθένας πού τόν συναντοῦσε, ἀνάλογα μέ τό τί ἀναζητοῦσε, καί ἀνάλογα μέ τό πῶς ἑρμήνευε αὐτά πού τοῦ ἔλεγε, παρουσίαζε μιά ἰδιαίτερη εἰκόνα του. Πολλές φορές, διαβάζοντας ἐντυπώσεις καί περιγραφές διαφόρων ἀνθρώπων πού τόν συνάντησαν, καταλαβαίνω περισσότερο τό πῶς κενωνόταν, πῶς ταπεινωνόταν ὁ ἅγιος Παΐσιος, ἀλλά καί πῶς οἱ ἄλλοι προσλάμβαναν αὐτά πού τούς ἔλεγε ὁ Γέροντας καί ἴσως τά ἀλλοίωναν. Πολλές φορές διαβάζοντας ἀναμνήσεις διαφόρων διερωτῶμαι: Αὐτά τά πτωχά πῆρε αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν πνευματικό πλοῦτο τοῦ ἁγίου Παϊσίου;

Προσωπικά θεωρῶ ὅτι ὁ ἅγιος Παΐσιος φαίνεται περισσότερο στά κείμενα πού ὁ ἴδιος ἔχει γράψει καί ἀπό τίς ἑρμηνεῖες πού ὁ ἴδιος ἔχει δώσει σέ διαφόρους ἀσκητές. Στά κείμενά του οὐσιαστικά αὐτοβιογραφεῖται. Καθώς ἐπίσης φαίνεται ἀληθινά μέσα στίς συζητήσεις μέ τίς μοναχές, τίς ὁποῖες ἔχει δημοσιεύσει τό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

Ἄν θά μποροῦσα νά πῶ τί ἦταν ὁ ἅγιος Παΐσιος, θά ἔλεγα ὅτι ἦταν ἕνας προφήτης, ἕνας θεόπτης ἄνθρωπος, πού εἶδε τό φῶς τοῦ Θεοῦ, δοκίμασε παραδείσιες ἐμπειρίες καί μετά ταπεινωνόταν καί κατέβαινε στό ἐπίπεδο τῶν συνομιλητῶν του γιά νά τούς ὠφελήση. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦταν αὐτό πού εἶπα καί πιό πάνω, μιά πνευματική λιακάδα, ἕνας καθαρός οὐρανός μετά ἀπό μιά καταιγίδα, ἦταν μιά πνευματική εὐωδία πού προέρχεται ἀπό ἕνα ἐκλεκτό ἁγιορείτικο θυμίαμα.

Σέ κάποια συζήτηση ἀνέφερε μιά πνευματική του ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός πού τόν ἔλουσε πραγματικά, ὥστε μετά νά αἰσθάνεται τό κτιστό φῶς τοῦ ἡλίου πολύ θαμπό. Εἶπε ὁ ἴδιος γιά τό πῶς αἰσθανόταν μετά τήν ὅραση τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ: «Ὅταν πιά χάθηκε ἐκεῖνο τό φῶς, ὅλα μοῦ φαίνονταν σκοτεινά. Βγῆκα ἔξω καί ἦταν σάν νύκτα... Ἡ ὥρα ἦταν ἐννιά τό πρωΐ, ὁ ἥλιος ἦταν ψηλά, κι ἐμένα ἡ ἡμέρα μοῦ φαινόταν σάν νύχτα... Ὅλη ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔβλεπα θαμπά∙ ἴσα-ἴσα πού μποροῦσα νά κάνω τήν δουλειά μου. Καί ἦταν καλοκαίρι∙ ὁ ἥλιος ἔλαμπε».

Αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Παΐσιος καί ἀπό κεῖ προερχόταν ἡ ταπείνωση, ἡ ἁπλότητα, ἡ ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους.–