Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ἅγιος Παΐσιος: «Νά δοξάσετε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐπιστήμης»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Ἅγιος Παΐσιος: «Νά δοξάσετε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐπιστήμης»

Ὁ λόγος αὐτός πού ἔθεσα στήν ἐπικεφαλίδα τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου ἀπό μιά ἐπιστολή, πού μάλιστα εἶναι χειρόγραφη.

Τό λέγω αὐτό, γιατί μερικοί μεταφέρουν λόγια πού εἶπε ὁ ἅγιος Παΐσιος προφορικά σέ αὐτούς, πού ἐνδεχομένως δέν σώ­ζονται στήν αὐθεντική τους ἔκφραση. Ἄν ἀπό ἕναν λόγο ἀλλά­ξη κανείς μία λέξη μπορεῖ νά ἐξαχθῆ ἕνα διαφορετικό νόημα.

Διαβάζοντας τό βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου Παϊσίου, ὑποτα­κτικοῦ τοῦ ἁγίου Παϊσίου, μέ τίτλο «Μύρον ἐκκενωθέν» (ἐκδ. Ἱ Μ. Ἁγίου Ἱλαρίωνος, Πρόμαχοι Ἀριδαίας), εἶδα ὅτι διασώζει πολλά περιστατικά ἀπό τήν πολυχρόνια ἐπικοινωνία μαζί του, γιά διά­φορα θέματα, καθώς ἐπίσης διάβασα ὅτι στό τέλος δημοσιεύει καί δύο ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Παϊσίου σέ αὐτόν.

Ἡ πρώτη ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Παϊσίου εἶναι ἀπάντηση σέ δική του ἐπιστολή, τότε πού ἦταν φοιτητής πού τόν ρώτησε, ὅπως ἐξηγεῖ, «πῶς νά μοιράζω τόν χρόνο μου ἀνάμεσα στήν ἐπιστήμη μου καί στήν πνευματική μελέτη, πού ἐξ ἴσου ἀγα­ποῦσα».

Στό βιβλίο πού προανέφερα δημοσιεύεται σέ φωτοτυπία ἡ πρωτότυπη χειρόγραφη ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Παϊσίου καί στήν συνέχεια δημοσιεύεται καί μέ τυπογραφικά στοιχεῖα. Παραθέτω τό μεγα­λύτερο μέρος της πού μᾶς ἐνδιαφέρει:

«Τίμιος Σταυρός,

τῇ 4-3-1972

Ἀδελφέ Ἰωάννη, "χαῖρε ἐν Κυρίῳ".

... Διά τό θέμα ("πῶς μποροῦμε νά συνδυάζουμε τήν προσευχή καί τά διαβάσματα, ὥστε καί στήν καρδιά μας θερ­μή...").

Τώρα πού ἔχετε μπροστά τήν ἐπιστήμη, θά πρέπει κατ’ ἀρχάς νά κάνετε προσευχή νά σᾶς φωτίζη ὁ καλός Θεός, γιά νά μάθετε καλά τήν ἐπιστήμη σας καί νά δοξασθῆ ὁ Θεός διά αὐτῆς.

Ἐδῶ ὅμως χρειάζεται νά ἐξετάση ὁ κάθε φοιτητής τήν πίστη του, καί ἀνάλογα νά κινῆται στήν ποσότητα τῆς προσευχῆς καί τῆς μελέτης.

Ἐάν πιστεύη ὅτι μέ τό νά προσευχηθῆ πολύ καί νά δια­βάση λιγώτερο, θά τόν βοηθήση ὁ Θεός μέ τόν θεῖο φωτισμό Του (νά τά μάθη τά μαθήματά του), ἄς τό κάνη.

Διά νά μήν πολυλογῶ, ἄς ἐξετάζη τήν πίστη του, ποῦ βρίσκεται, καί ἀνάλογα νά ρυθμίζη τήν προσευχή μέ τήν μελέτη του.

Ἄν ἡ πίστη του εἶναι λίγη, ἄς διαβάζη περισσότερο, καί νά ζητάη στήν ἀρχή τόν θεῖο φωτισμό.

Πάντως τό κουμπί εἶναι ἡ ταπείνωση, διότι στούς ταπει­νούς δίδεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ (ὑποχρεωτικά).

Καί τό νά γνωρίση τόν ἑαυτό του καί νά ἰδῆ ὅτι ἡ πίστη του εἶναι ἀδύνατη πολύ, καί δι’ αὐτόν τόν λόγον θά πρέπη νά διαβάση περισσότερο καί αὐτό ἔχει σημεῖα ταπεινοφροσύνης καί πολύ θά ἐπισκιάση ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.

Πάντως νά ἔχετε καί αὐτό ὑπόψη σας, ὅτι στό πανεπιστή­μιο δέν πηγαίνετε, γιά νά κοινοβιάσετε, ἀλλά διά νά τελειώσετε ὅσο τό δυνατόν τό γρηγορότερο, καί νά δοξάσετε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐπιστήμης. Ἑπομένως; Καί λίγα πνευματικά κι ἄν κάνετε τώρα, ὅταν ἀξιοποιῆτε τόν χρόνο στήν μελέτη τῆς ἐπιστή­μης κι αὐτό ἔχει νόημα καί σχέση μέ τήν πνευματική ζωή.

Τώρα πού ἔχετε μαθήματα καί δέν σᾶς περισσεύει ὥρα καί γιά μελέτη ἀπό τά πατερικά βιβλία, πολύ θά σᾶς βοηθοῦσε πέντε λεπτά, ἔστω ἀπό ἕνα κομμάτι τοῦ Γεροντικοῦ ἤ πέντε σειρές ἀπό τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, πού μέσα σέ πέντε σειρές ἔχει ὅλες τίς βιβλιοθῆκες, καί ὅλες τίς πνευματικές βιταμίνες, παρά μέ βιβλία πού θά πρέπη νά λιχνίσης ὧρες ἕνα σωρό ἄχυρα, γιά νά βρῆς ἕνα σπυρί σιτάρι. Μή χάνης τόν κόπο σου καί μήν κουράζεσαι ἄδικα μέ τέτοια. (Ἐννοῶ τά περισσότερα βιβλία πού κυκλοφοροῦν στήν ἐποχή μας)».

Ὁ παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς σημειώνει: «Ὅπως θά δῆ ὁ ἀναγνώστης καί αὐτό τό κείμενο εὐωδιάζει ἀπό τό ἄρωμα τοῦ π. Παϊσίου». Θά πρόσθετα ὅτι εὐωδιάζει ἀπό τό χάρισμα τῆς διακρί­σεως καί γενικά τό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού εἶχε ὁ ἅγιος Παΐσιος.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος δέν ἦταν ἄνθρωπος τῶν ἄκρων, πάντοτε ὁμιλοῦσε διακριτικά, ταπεινά, δέν δημιουργοῦσε ἔνταση καί φανατισμό, ἀλλά βοηθοῦσε τόν κάθε ἄνθρωπο νά ἀποβάλη μέ φιλότιμο ὅλες τίς ἀρρω­στημένες καταστάσεις καί νά πορευθῆ ἐλεύθερα στόν Θεό.

Στήν ἐπιστολή αὐτή, μεταξύ τῶν ἄλλων, κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι ὁ ἅγιος Παΐσιος θεωρεῖ ὅτι ὁ φοιτητής δέν πηγαίνει στό Πανεπιστήμιο γιά νά «κοινοβιάση», γιά νά γίνη μοναχός, ἀλλά γιά νά μάθη τήν ἐπιστήμη του καί νά δοξάση τόν Θεό διά τῆς ἐπιστήμης. Τί καταπληκτικός διακριτικός λόγος εἶναι αὐτός!  Ἄς φαντασθοῦμε ἕναν φοιτητή ἰατρικῆς νά ἐπιδίδεται περισσότερο στά «καλογερικά» καί λιγότερο στήν ἐκμάθηση τῆς ἐπιστήμης του, καί ὅταν γίνη γιατρός νά ὑστερῆ σέ γνώσεις, μέ ἀρνητικές συνέπειες στήν ὑγεία τῶν ἀσθενῶν του.  

Γι’ αὐτό πρέ­πει κανείς νά ἐξετάζη τήν πίστη του γιά νά «ρυθμίζη τήν προσευχή μέ τήν μελέτη του». Ἔτσι, ὅταν ἡ πίστη του εἶναι ἀδύνατη, τότε «πρέπει νά διαβάση περισσότερο». Γράφει: «Καί λίγα πνευματικά κι ἄν κάνετε τώρα, ὅταν ἀξιοποιῆτε τόν χρόνο στήν μελέτη τῆς ἐπιστήμης κι αὐτό ἔχει νόημα καί σχέση μέ τήν πνευματική ζωή». Δηλαδή, δέν ἀπο­συνδέει τήν πνευματική ζωή ἀπό τήν μελέτη τῶν πανεπι­στη­μια­κῶν βιβλίων, ἀλλά τήν ἑνοποιεῖ.

Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι δύο φορές στήν ἐπιστολή του αὐτή γράφει ὅτι μέσα ἀπό τήν ἐπιστήμη δοξάζεται ὁ Θεός. Τήν πρώτη φορά γράφει: «Τώρα πού ἔχετε μπροστά τήν ἐπιστήμη, θά πρέπει κατ’ ἀρχάς νά κάνετε προσευχή νά σᾶς φωτίζη ὁ καλός Θεός, γιά νά μάθετε καλά τήν ἐπιστήμη σας καί νά δοξασθῆ ὁ Θεός διά αὐτῆς». Τήν δεύτερη φορά γράφει: «Πάντως νά ἔχετε καί αὐτό ὑπόψη σας, ὅτι στό πανεπιστή­μιο δέν πηγαίνετε, γιά νά κοι­νοβιάσετε, ἀλλά διά νά τελειώσετε ὅσο τό δυνατόν τό γρηγο­ρότερο, καί νά δοξάσετε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐπιστή­μης».

Τί σοφές καί ἅγιες συμβουλές ἑνός ἁγίου ἀνθρώπου! Καί μάλιστα τονίζει ὅτι «τό κουμπί εἶναι ἡ ταπείνωση, διότι στούς ταπεινούς δίδεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ (ὑποχρεωτικά)».

Αὐτοί οἱ λόγοι ἑνός ἁγίου ἀνθρώπου ἔχουν μεγάλη σημα­σία γιά τήν ἐποχή μας, στήν ὁποία πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά νά ὑπάρχουν ἰσορροπίες μεταξύ πίστεως καί ἐπιστήμης, ἡ κάθε μία νά κινῆται στά ὅριά της, ἀφοῦ ἡ κάθε μία ἔχει διαφορετικό σκοπό. Ἡ πίστη ἔχει σκοπό νά συνδέση τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, νά ἐνεργοποιήση τήν νοερά ἐνέργειά του, καί ἡ ἐπιστήμη νά βοηθήση τό σῶμα καί τήν ἐν γένει βιολογική ζωή του.

Ἐννοεῖται ὅτι ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἐπιστήμη, ἐννοοῦμε τήν ἐπιστήμη πού ἐλέγχεται ἀπό κανόνες πού ἡ ἴδια θέτει, γιατί μερικές φορές τά ὅσα ὑποστηρίζουν μερικοί ἐπιστήμονες ξεπερνοῦν «τήν σφαίρα τῆς ἐπιστήμης» καί ἀγγίζουν «τά ὅρια τῆς ἐπιστημονικῆς φαντασίας», ὅπως διάβαζα πρόσφατα σέ ἕνα βιβλίο πού γίνεται λόγος γιά τά γονίδια, ὅτι καθορίζουν σχεδόν τά πάντα στόν ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη θεωροῦν ὅτι ὑπάρχουν γονίδια «εὐτυχίας» ἤ γονίδια «τοῦ Θεοῦ»! Ἔτσι, μαζί μέ τήν γενετική, τήν μοριακή βιολογία, τήν γενετική μηχανική, τήν γονιδιωματική κλπ. ἀναπτύχθηκε καί ἡ ἐπιστήμη τῆς Βιοηθικῆς μέ αὐστηρούς βιοηθικούς κανόνες καί ὄχι μέ ἀτομικούς στοχασμούς.  

Φυσικά ἐννοεῖται καί ὅτι ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τήν θεολογία, ἐννοοῦμε τήν θεολογία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι τήν θεολογία τῆς φαντασίας, ἀφοῦ κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο «νοῦς φανταζόμενος εἶναι ἀνίκανος γιά τήν θεολογία».

Τελικά, ὁ Θεός δοξάζεται δι’ ὅλων τῶν ἔργων Του, ὅπως λέμε στήν ἀκρο­τελεύτια αἰτιολογία τῆς εὐχῆς τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ τῶν Φώτων: «Ἵνα καί διά στοιχείων καί δι’ ἀγγέλων καί δι’ ἀνθρώπων καί διά ὁρωμένων καί δι’ ἀοράτων δοξάζηταί σου τό πανάγιον ὄνομα σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι».

Ἡ ἐπιστήμη μᾶς βοηθᾶ σέ πολλά θέματα, μᾶς ἀνακουφίζει σέ αὐτήν τήν ἐξορία πού ζοῦμε, ἀλλά συγχρόνως ἀναζητοῦμε τήν κοινωνία μας μέ τόν Θεό, τήν ἀληθινή μας πατρίδα καί σέ αὐτό μᾶς βοηθᾶ ἡ πίστη.

Ἑπομένως, ἡ ἐντολή τοῦ ἁγίου Παϊσίου εἶναι: «Νά δοξά­σετε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐπιστήμης».

Κύριο Θέμα: «Εἶπε Γέρων», ὁ ἅγιος Παΐσιος

Γύρω ἀπό μιά ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Παϊσίου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κύριο Θέμα: «Εἶπε Γέρων», ὁ ἅγιος ΠαΐσιοςΤό «Γεροντικό» εἶναι ἕνα θαυμάσιο βιβλίο, πού περιλαμβάνει λόγους ἁγίων Γερόντων, πού ἀναφέρονται σέ θέματα πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτοί οἱ λόγοι προϋποθέτουν ἀφ’ ἑνός μέν αὐτούς πού ἐρωτοῦν, γιατί ἀναζητοῦν «ὁδό σωτηρίας», τρόπο ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη καί τίς δαιμονικές ἐνέργειες, ἀφ’ ἑτέρου δέ αὐτούς πού ἔχουν τό χάρισμα τῆς διακρίσεως καί διακρίνουν τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό. Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί πολλές φορές γίνεται σύγχυση μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτίστων ἐνεργειῶν, ὁπότε ἡ διάκριση αὐτή εἶναι ἔργο τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας.

1. Οἱ λόγοι τῶν ἀββάδων

Οἱ ἀββάδες τοῦ «Γεροντικοῦ» εἶναι ἐμπειρικοί θεολόγοι, γι’ αὐτό οἱ λόγοι τους εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί δίνουν ἀπαντήσεις σέ αὐτούς πού θέλουν νά ζήσουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία.

Τά ἀποφθέγματα, συνήθως, ἀρχίζουν μέ τίς φράσεις «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς», «Ἔλεγον περί τινος γέροντος», «Ἀδελφός ἠρώτησε τόν ἀββᾶν», «Ἔλεγεν ὁ ἀββᾶς», «Ἀδελφός ἠρώτησε τόν ἀββᾶ τί ποιήσω;», «Ἔλεγον περί τοῦ ἀββᾶ», «Ἠρώτησέ τις τόν ἀββᾶ» κλπ.

Μοῦ ἀρέσει πολύ τό βιβλίο αὐτό, γιατί τόσο οἱ ἐρωτήσεις ὅσο καί οἱ ἀπαντήσεις εἶναι ἐμπνευσμένες, ἀναφέρονται σέ ζωτικά ἐσωτερικά θέματα, ἀποφεύγοντας ἐξωτερικά πράγματα, καί διαφέρουν ἀπό τίς ἀναζητήσεις τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων καί τόν τρόπο πού ἐκφράζονται, πού εἶναι λογικοκρατούμενες, κοινωνικές καί ἠθικολογικές! Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ μέσα ἀπό τίς ἐρωτήσεις καί τίς ἀπαντήσεις τέτοιων ἀνθρώπων.

Τά ἀποφθέγματα προέρχονται ἀπό Γέροντες πού εἶχαν ἀναχωρήσει ἀπό τόν κόσμο, ζοῦσαν συνήθως στήν ἔρημο, προσεύχονταν διαρκῶς στόν Θεό καί ἔδιναν σέ αὐτούς πού ἀναζητοῦσαν μέ πόνο τίς θεοπτικές ἐμπειρίες τους. Μπορεῖ γιά ἕναν ἀββᾶ νά διασώζεται μόνον ἕνας λόγος, πού εἶναι ἀπόσταγμα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, γι’ αὐτό ὁ λόγος αὐτός ἔχει ἀξία μεγαλύτερη ἀπό πολυσέλιδα βιβλία πού εἶναι διανοητικά, ξένα ἀπό ἐσωτερικές ἀναζητήσεις.

Ὅλοι μας σέ διάφορες στιγμές τῆς ζωῆς μας ἀναζητήσαμε τέτοιους ἀββάδες-Γέροντες καί καταλαβαίναμε τόν λόγο τους, τό «ρῆμα» τους, πού ἦταν «ρῆμα» Θεοῦ, πού κατερχόταν στήν καρδιά μας ὡς ἀποκάλυψη, ὡς «δρόσος Ἀερμών, ἡ καταβαίνουσα ἐπί τά ὄρη Σιών» (Ψαλμ. 132,3) καί μᾶς ἀνέπαυαν.

2. Λόγοι τοῦ ἁγίου Παϊσίου

Μέ τούς λόγους τῶν ἀββάδων τοῦ «Γεροντικοῦ» ὁμοιάζουν οἱ λόγοι τοῦ συγχρόνου μεγάλου ἀββᾶ, τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος καθημερινά δεχόταν δεκάδες καί ἑκατοντάδες ἀνθρώπους καί ἐνῶ ζοῦσε στήν ἔρημο τῆς ἡσυχίας, ἐξέφραζε λόγους σωτηρίους καί θεραπευτικούς σέ αὐτούς πού πράγματι τούς ἀναζητοῦσαν. Ἕνας ἀπό αὐτούς πού τόν πλησίαζαν γιά νά τόν ρωτήσουν ἦταν καί ὁ σημερινός Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Ἀρίσταρχος, Γέρων Ἀρχιγραμματεύς τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.

Πρίν δύο χρόνια, ὅταν διάβασε ἕνα ἀπό τά βιβλία πού ἔγραψα γιά τόν ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, μοῦ ἔστειλε γράμμα γιά νά μέ εὐχαριστήση καί μοῦ ἔδωσε μερικές πληροφορίες σημαντικές, τίς ὁποῖες θεώρησα καλό, μέ τήν ἄδειά του, νά δημοσιοποιήσω.

Σέ κάποιο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του γράφει:

«Τό ἔτος 1983 εἶχα τήν εὐλογία καί τή χάρη νά δεχθῶ στό κελλί μου τόν π. Παΐσιο κατά τήν ἐπίσκεψή του στά Ἱεροσόλυμα. Νομίζω ὅτι ἔπειτα καί στό Σινᾶ».

Φαίνεται ὅτι ὁ τότε π. Ἀρίσταρχος ἐξέφρασε κάποιες δυσκολίες ἀπό τήν ζωή του καί ὁ ἅγιος Παΐσιος τοῦ ἀπάντησε μέ πολλή διάκριση. Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Παϊσίου, γι’ αὐτό καί μετά πού ἀναχώρησε ἔγραψε ἰδιόχειρες σημειώσεις σέ ἕνα χαρτί, τήν φωτοτυπία τοῦ ὁποίου μοῦ ἔστειλε μέ τήν ἔνδειξη: «Μᾶς εἶπε ὁ π. Παΐσιος τίς ἡμέρες, πού ἔμεινε μεταξύ μας, 20-25 Μαΐου περίπου τοῦ ἔτους 1983». Παραθέτω τίς φράσεις:

«Ὁ Χριστός δέ θά ἀφήσει ποτέ νά νοιώσει πόνο, ἐκεῖνος πού κάνει δικό του πόνο, τόν πόνο τῶν ἄλλων».
«Ὁ γλυκύς Ἰησοῦς ἔχει τήν δύναμη νά μετατρέψει σέ γλυκύτητα κάθε πικρό καί κάθε πόνο».

Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τόν πόνο πού δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος στήν ζωή του ἀπό διάφορες δυσκολίες. Ὅμως, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ πονεμένος ἄνθρωπος προσφέρεται στόν Χριστό πού δοκίμασε τόν πόνο στήν ζωή Του, τότε μετατρέπει αὐτόν τόν πόνο τοῦ ἀνθρώπου πού τόν ἐμπιστεύεται σέ γλυκύτητα.

Ὅταν κανείς θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους καί ἀναλαμβάνη τόν πόνο τῶν ἄλλων ἐπάνω του, τότε δέν θά τόν ἀφήση ὁ Χριστός νά πονέση. Ἡ ἀγάπη εἶναι κένωση καί προσφορά. Ὅσο κανείς προσφέρεται στούς ἄλλους θυσιαστικά, τόσο ὁ Θεός προσφέρεται σέ αὐτόν, πού σημαίνει ὅτι πρέπει νά κάνουμε δικό μας πόνο τόν πόνο τῶν ἄλλων.

Αὐτός ὁ λόγος εἶναι μιά αὐτοβιογραφία τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἀφοῦ σέ ὅλη τήν ζωή του ἔπαιρνε ἐπάνω του τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό ζοῦσε μέ μεγάλη χαρά. Αὐτό ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ ὅτι ἄφηνε τόν ἑαυτό του στήν ἀγάπη καί τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Ἀκόμη, εἶπε στόν π. Ἀρίσταρχο πού τόν ρώτησε σχετικά:

«Χρησιμοποίησε τό μυαλό μέχρι νά τό σιχαθῆς».

Φυσικά, δέν εἶχε πρόβλημα μέ τό μυαλό, τίς σκέψεις, ἀλλά μέ τήν νοοτροπία νά προσπαθοῦμε ὅλα νά τά λύνουμε μέ τό μυαλό καί νά μήν ἐμπιστευόμαστε τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι κακή ἡ λογική, ἀλλά ἡ λογικογρατία, οὔτε ὁ ὀρθός λόγος, ἀλλά ὁ ὀρθολογισμός. Ὅταν κανείς στηρίζεται μόνο στό μυαλό του, θά ἔλθη στιγμή πού θά ἀπογοητευθῆ.

Ἐπίσης, εἶπε ὅτι δέν πρέπει νά πλησιάζουμε τόν Θεό διανοητικά:

«Ἄφησε τό μυαλό σου κατά μέρος, ὅταν προσεγγίζεις τόν Θεό».

Ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ ἰδιαίτερο τρόπο, πρέπει κανείς νά ἀφήνεται ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Στήν ἀρχή ἡ προσευχή γίνεται λογικά, γι’ αὐτό καί ἡ θεία Λειτουργία εἶναι «λογική λατρεία», ὥστε μετά ὁ Θεός νά στείλη τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά τοῦ δώση «νοερά λατρεία», τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦταν ἔμπειρος μοναχός, εἶχε περάσει ἀπό τά Ἰδιόρρυθμα καί Κοινόβια Μοναστήρια, ἔζησε στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί γνώρισε τήν πνευματική ἐλευθερία, ἡ ὁποία στόν φιλότιμο μοναχό τοῦ ἀναπτύσσει τήν πνευματική πρόοδο. Γι’ αὐτό εἶπε:

«Στά μεγάλα Κοινόβια δέν ὑπάρχει πολλές φορές ἡ ἐλευθερία, πού χρειάζεται γιά νά ἀναπτυχθῆ ἕνας μοναχός. Τείνουν νά μετατραποῦν, μᾶλλον ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά μετατραποῦν σέ ὀργανισμούς μέ κάπως στρατιωτικό πνεῦμα, στούς ὁποίους ὁ ἡγούμενος εἶναι σάν πρόεδρος. Ἐνῶ ἐσεῖς στό μοναστήρι σας, ἔχετε μιά ἐλευθερία, πού μπορεῖ νά ἀποβῆ ὠφέλιμη, ἄν τήν ἀξιοποιήσετε».

Στόν λόγο αὐτόν φαίνεται ἀφ’ ἑνός μέν ἡ μεγάλη πνευματική ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁ διακριτικός του λόγος, ἡ πνευματική ἀρχοντιά του καί τό μοναχικό του φιλότιμο. Ἴσως, στό Μοναστήρι αὐτό πού ἀναφέρεται ὑπῆρχε πολλή ἐλευθερία καί ὁ ἅγιος Παΐσιος προσπαθεῖ νά τούς βγάλη κάποιους «στραβούς λογισμούς» καί νά τούς τονώση πνευματικά, ὥστε νά ἀξιοποιήσουν αὐτήν τήν ἐλευθερία, ἡ ὁποία, ὅταν ὑπάρχη πνευματικό φιλότιμο, ὠφελεῖ τόν μοναχό.

3. Τό πνευματικό πρόβλημα καί ἡ πνευματική ἀντιμετώπισή του

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Ἀρίσταρχος πέρα ἀπό τό ὅτι κατέγραψε ὅσα προφορικά τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Παΐσιος, στήν ἐπιστολή πού μοῦ ἔστειλε, καί τήν ὁποία, ἐπαναλαμβάνω, τήν χρησιμοποιῶ μέ δική του ἄδεια, μοῦ δίνει δύο πληροφορίες.

Ἡ πρώτη ὅτι εἶχε ἐπισκεφθῆ τόν ἅγιο Παΐσιο τόσο στό κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὅσο καί στήν Παναγούδα. Μοῦ γράφει:

«Τόν ἅγιο Παΐσιο Ἐσεῖς εἴχατε γνωρίσει ἐκ τοῦ σύνεγγυς περισσότερον ἐμοῦ. Πιστεύω νά Σᾶς ἐνδιαφέρη, ἄν δέν γνωρίζετε ὅτι, καί ἐγώ τόν εἶχα ἐπισκεφθῆ μέ τόν μακαριστό πατέρα μου στό κελλί του, πρῶτα κοντά στήν Μονή Σταυρονικήτα καί ἔπειτα κοντά στήν Μονή Κουτλουμουσίου. Ἡ παρουσία του καί τά λόγια του μᾶς ἦταν εὐεργετικά».

Σκέφτομαι: Πόσοι ἄνθρωποι, Ἐπίσκοποι, Κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί δέν ἐπισκέφθηκαν τόν ἅγιο Παΐσιο στόν χῶρο τῆς ἀσκήσεώς του καί διατήρησαν μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους αὐτήν τήν συνάντηση μαζί του!

Ἡ δεύτερη πληροφορία εἶναι ὅτι ὁ τότε Ἀρχιμ. Ἀρίσταρχος εἶχε ἕνα μεγάλο πνευματικό πρόβλημα τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως γράφει:

«Τό ἔτος 1986 βρισκόμουν σέ μεγάλο ἀδιέξοδο, λόγῳ προσκυνητρίας πού εἶχα ἀναλάβει πνευματικά καί δέν ἤξερα νά τήν κατευθύνω. Τότε σκέφθηκα καί ἔγραψα ἐπιστολή στόν π. Παΐσιο, στήν ὁποία ζητοῦσα τήν γνώμη του γιά τό πρόβλημα πού εἶχα. Δόξα τῷ Θεῷ καί χάρις στόν νῦν ἅγιο Παΐσιο -ἦταν βέβαια ἀπό τότε ἅγιος-, ἦλθε ἡ ἀπάντηση, ἡ ὁποία ἦταν ἀκριβῶς αὐτή πού ἔπρεπε καί ἔδωσε λύση στό πρόβλημά μου».

Ὅσοι ἀσκοῦν τό ἔργο τῆς πνευματικῆς πατρότητος γνωρίζουν ὅτι πολλές φορές βρίσκονται μπροστά σέ μεγάλες δυσκολίες, ἐπειδή πρέπει νά διακρίνουν ἄν κάτι εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν παθῶν ἤ τοῦ νευρικοῦ συστήματος, καί ἄν εἶναι δαιμονικό ἤ εἶναι σωματικό. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης, ὡς Ἀρχιμανδρίτης πού ἦταν τότε, μέ πολλή ταπείνωση σημειώνει ὅτι εἶχε φθάσει σέ ἀδιέξοδο, δέν ἤξερε νά κατευθύνη μιά προσκυνήτρια, καί σκέφθηκε νά γράψη στόν π. Παΐσιο, ἄν καί δέν εἶχε Ἱερωσύνη, ἀλλά εἶχε τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων. Ἕνας Κληρικός μέ τό χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης τελεῖ τά Μυστήρια, ἀλλά ἄν δέν ἔχη τό χάρισμα τῆς διακρίσεως, δέν μπορεῖ νά βοηθήση πνευματικά τόν ἄνθρωπο, καί αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἐρωτήση κάποιον διακριτικό Γέροντα.

Καί, πράγματι, στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἅγιος Παΐσιος μέ τό ἰδιαίτερο χάρισμα πού εἶχε τοῦ ἔδωσε τήν κατάλληλη λύση. Παραθέτω τήν ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Παϊσίου ὁλόκληρη, στήν συνέχεια θά σημειώσω μερικές παρατηρήσεις.

IC XC
NI KA

«Παναγούδα» τῇ 14-3-86

Ἀγαπητέ μου ἀδελφέ π. Ἀρίσταρχε

Εὐλογεῖτε, καί βοήθειά μας ὁ Ἅγιος Βενέδικτος.

Ἔλαβα τήν ἐπιστολήν σας ἀλλά δέν σᾶς ἀπήντησα ἀμέσως, καί γιά ἕναν λόγο πού δέν ἀπαντῶ σέ ἐπιστολές σάν τυπικό.

Δυσκολεύτηκα γιά τόν λόγο αὐτό, ἀλλά μοῦ ἦτο πιό δύσκολο νά μή σᾶς γράψω. Ἡ ψυχή αὐτή, γιά τήν ὁποία μοῦ γράψατε, ἔχει καί σωματική πάθεση, καί πλάνη, καί δέχεται δαιμονική ἐπίδραση. Καλά εἶναι νά τήν συνδέσης μέ κανέναν ἄλλο Πνευματικό ἡλικιωμένον, καί ἐμπειρώτερον, καί ἐσύ νά τῆς δείχνης ἀγάπη ἀπό μακριά, νά προσεύχεσαι. Μόνον νά τήν ἀπομακρύνης ὁμαλά, ἀφοῦ τήν συνδέσης.

Διά δέ τόν ὅρκο πού ἔκανες, παρόλον πού ἡ διάθεσή σου ἦτο καλή, δέν ἔπρεπε νά τόν κάνης, οὔτε καί νά ὁρκίζεσαι ἄλλη φορά ἔτσι σέ τέτοιες περιπτώσεις.

Νά τό ἀναφέρεις σέ κανέναν Ἀρχιερέα γνωστό σου νά τόν λύση. Μήν στενοχωρῆσαι γι’ αὐτό, γιατί ὁ Χριστός τήν καρδιά βλέπη, τά ἐλατήρια πού κινεῖται ὁ ἄνθρωπος.

Νά βοηθᾶς σέ περιπτώσεις εὔκολες τώρα στίς ἀρχές, μέχρι νά ἀποκτήσης πείρα. Εἶναι εἰς θέση αὐτή ἡ ψυχή νά καθυστερῆ τήν Πνευματική σου Φάλαγγα, μέ τά σαμποτάζ πού θά σοῦ δημιουργῆ χαλώντας τά γεφύρια σου. Νά σοῦ τρώει καί ὅλες τίς δυνάμεις σου, ἄσκοπα. Ἑπομένως; καλύτερα εἶναι τό νά τρώη πολύ φαγητό. Ἕνας ἔμπειρος, ξέρει πότε νά δίνη σημασία στίς σκηνές πού κάνει, καί πότε νά ἀδιαφορῆ.

Ἐνῶ ἐσύ τώρα μέ τήν καλή σου διάθεση, θά δίνης πάντοτε σημασία καί θά σέ ταλαιπωρῆ, καί θά καθυστερεῖ ἡ πνευματική σου πρόοδο.

Ἐγώ θά εὔχομαι.

Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγιά μαζί σας, καί καλή τεσσαρακοστή.

Μέ σεβασμό καί ἀγάπη Χριστοῦ ἀσπάζομαι τήν δεξιάν σας. Τούς ἀδελφικούς ἀσπασμούς σὅλους τούς Πατέρας.

Μοναχός Παΐσιος».

Ἄν καί τό γράμμα τοῦ ἁγίου Παϊσίου εἶναι καθαρότατο, ἐν τούτοις θά σημειώσω μερικές παρατηρήσεις.

Πρῶτον. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ζοῦσε μέσα σέ ἡσυχία, προσευχόταν γιά ὅλον τόν κόσμο, ἔφευγε πολλές φορές ἀπό τήν καλύβη του γιά περισσότερη ἠρεμία μέσα στό δάσος, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι πού εἶχαν ἀνάγκες τόν ἀναζητοῦσαν καί τόν πίεζαν. Ὅλοι μας προσπαθούσαμε νά χρησιμοποιοῦμε πολλά «τεχνάσματα» γιά νά τόν ἀνακαλύπτουμε. Ὅλη τήν νύκτα εἶχε ἀνάγκη νά κάνη τά «καλογερικά» του, κυρίως νά προσεύχεται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως γιά τούς κεκοιμημένους πού τούς ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα.

Ἔτσι, ἐνῶ διάβαζε ὅλα τά σημειώματα καί τά γράμματα καί προσευχόταν γι’ αὐτούς, λίγες φορές ἀπαντοῦσε. Ὅπως γράφει «δέν ἀπαντῶ σέ ἐπιστολές σάν τυπικό». Αὐτό ἦταν τό «τυπικό» του, τό νά μήν ἀπαντᾶ σέ κάθε ἐπιστολή, ἀλλά νά προσεύχεται. Τό γνωρίζω προσωπικά, ἀφοῦ τοῦ ἔστελνα κατά καιρούς ἐπιστολές καί ποτέ δέν μοῦ ἀπάντησε σέ γράμματα, ἀλλά ἔστελνε τίς ἀπαντήσεις μέ ἄλλον τρόπο. Τίς περισσότερες φορές προσευχόταν καί καταλάβαινα πολύ καλά τήν ἐνέργεια τῆς προσευχῆς του. Γνωρίζω ὅτι ἡ ἀποχώρησή μου ἀπό τήν Ἔδεσσα, μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Καλλινίκου, μέχρι τήν ἔλευσή μου στήν Ναύπακτο, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς του. Δέν θά ἀναφέρω λεπτομέρειες γι’ αὐτό. Μιά φορά μετά ἀπό μιά ἐπιστολή μου ἦλθε στήν Ἔδεσσα γιά νά λύση τό θέμα ἐπιτοπίως, καί ἄλλες φορές μέ περίμενε νά τόν ἐπισκεφθῶ στήν Καλύβη του γιά νά μοῦ ἀπαντήση. Μάλιστα ὑπάρχει ἕνα συγκεκριμένο περιστατικό. Ὅταν ὁ ἅγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Ἐδέσσης συνάντησε τόν ἅγιο Παΐσιο στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα, στήν χειροτονία τοῦ π. Παϊσίου (Κυριακοῦ), χάρηκε πολύ καί τόν παρεκάλεσε νά ἔλθη στήν Ἔδεσσα καί χαριτολογώντας τοῦ εἶπε: «Θά σᾶς ὑποδεχθῶ μέ Φιλαρμονική μουσική» ὡς ἐπίσημο.

Ὅταν ὁ ἅγιος Παΐσιος ἦλθε στήν Ἔδεσσα γιά νά λύση ἕνα δικό μου θέμα, μετά ἀπό ἐπιστολή πού τοῦ ἔστειλα, ἦλθε στήν Ἱερά Μητρόπολη τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς γιά νά λάβη τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Καλλινίκου καί τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Φιλαρμονική Μουσική τῆς Μεραρχίας παιάνιζε τά κάλαντα στόν Μητροπολίτη, ὁπότε ἐκπληρώθηκε ἐκεῖνος ὁ πρό ἐτῶν λόγος!

Στό γράμμα τοῦ τότε Ἀρχιμανδρίτου Ἀριστάρχου αἰσθάνθηκε τήν ἀνάγκη νά ἀπαντήση, ὅπως γράφει: «Μοῦ ἦτο πιό δύσκολο νά μήν σᾶς γράψω», ἐπειδή κατάλαβε ὅτι τό θέμα ἦταν σοβαρότατο καί μάλιστα πνευματικό.

Δεύτερον. Γιά τήν περίπτωση πού ἀπασχολοῦσε τόν ἐπιστολογράφο του γράφει: «Ἡ ψυχή αὐτή, γιά τήν ὁποία μοῦ γράψατε, ἔχει καί σωματική πάθεση, καί πλάνη, καί δέχεται δαιμονική ἐπίδραση». Αὐτή εἶναι μιά διάγνωση τήν ὁποία κάνει ἕνας φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα διακριτικός Γέροντας. Μιά ἀσθένεια μπορεῖ νά εἶναι μόνον σωματική ἤ μόνον πλανεμένη κατάσταση ἤ μόνον δαιμονική. Στήν περίπτωση αὐτή εἶχαν συνδεθῆ οἱ τρεῖς αὐτές ἀσθένειες. Ὅταν ὁ διάβολος καταλαμβάνη ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει καί νευρολογικά προβλήματα, τότε ἐπηρεάζει καί ὅλον τόν ψυχοσωματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἔκανε τήν «προσκυνήτρια» αὐτήν νά δημιουργῆ μεγάλα προβλήματα στόν πνευματικό, ὁ ὁποῖος δέν μποροῦσε νά βοηθήση. Ὁ ἅγιος Παΐσιος τό κατάλαβε μέ τήν πνευματική ἀκτινογραφία πού ἔκανε, ἐπειδή φωτιζόταν ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Τρίτον, ὁ ἅγιος Παΐσιος δέν ἀρκέσθηκε σέ μία σωστή διάγνωση, ἀλλά ἔκανε καί σωστή θεραπεία. Ἔπρεπε νά βοηθήση τήν «προσκυνήτρια» αὐτήν καί νά βοηθήση, κυρίως τόν Πνευματικό πού βρισκόταν «σέ μεγάλο ἀδιέξοδο» καί δέν μποροῦσε «νά τήν κατευθύνη». Δέν τόν προτρέπει νά τήν ἐγκαταλείψη, ἀλλά τόν συμβουλεύει νά τήν ἀπομακρύνη μέ σοφό πνευματικό τρόπο. Δηλαδή, πρῶτα πρέπει νά τήν συνδέση μέ «ἄλλον πνευματικό ἡλικιωμένον καί ἐμπειρώτερον» καί μόνον τότε νά «τήν ἀπομακρύνη ὁμαλά», νά τῆς «δείχνει ἀγάπη ἀπό μακρυά» καί «νά προσέυχεται».

Οἱ συμβουλές αὐτές εἶναι ἀπόσταγμα μεγάλης διακρίσεως, ὥστε νά ὠφεληθοῦν καί ἡ «προσκυνήτρια» καί ὁ πνευματικός. Ἡ βοήθεια μπορεῖ νά προσφέρεται μέ ἀγάπη καί προσευχή «ἀπό μακρυά», ἀφοῦ ὅμως ἀσχοληθῆ κάποιος ἄλλος ἐμπειρότερος πνευματικός μαζί της.

Ὅμως, προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο γιά νά διορθώση καί κάποια δέσμευση πού εἶχε ἀναλάβει ὁ πνευματικός. Δέν διστάζει νά τοῦ πῆ ὅτι δέν ἔπρεπε νά ὁρκισθῆ στήν ἀνάληψη αὐτοῦ τοῦ ἔργου. Αὐτό τό γράφει μέ πολλή τρυφερότητα, ἀφοῦ ἡ «διάθεσή του ἦταν καλή», «νά μή στενοχωρῆται γι’ αὐτό, «γιατί ὁ Χριστός τήν καρδιά βλέπει, τά ἐλατήρια πού κινεῖται ὁ ἄνθρωπος». Παρά ταῦτα πρέπει νά τό ἀναφέρη σέ «κανέναν Ἀρχιερέα γνωστό σου νά τόν λύση». Δηλαδή, φωτίζεται ἀπό τόν Θεό νά κάνη ὀρθή διάγνωση, συμβουλεύει γιά τήν θεραπεία, ἀλλά δέν ὑπερβαίνει τήν θέση του στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ εἶναι μοναχός, οὔτε παραθεωρεῖ τό χάρισμα τῆς Ἀρχιερωσύνης. Ἔχει διάκριση καί ὡς πρός τά ὅρια πού πρέπει νά ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ οἱ Ἀρχιερεῖς εἶναι εἰς «τύπον καί τόπον Χριστοῦ» καί διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, πού ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα νά συγχωροῦν καί νά λύνουν ἁμαρτίες καί διάφορους ὅρκους καί ὑποσχέσεις.

Τέταρτον, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τό περιστατικό αὐτό πού ὁ πνευματικός ἔφθασε σέ ἀδιέξοδο, ἐπειδή δέν εἶχε ἀποκτήσει ἀκόμη πνευματική πείρα, τοῦ συνιστᾶ μέ πολλή διάκριση καί ἀγάπη, ὅτι τώρα πού εἶναι στήν ἀρχή τῆς διακονίας αὐτῆς «νά βοηθᾶ σέ περιπτώσεις εὔκολες», «μέχρι νά ἀποκτήση πείρα».

Ὑπάρχει κίνδυνος μιά τέτοια περίπτωση νά καθυστερῆ «τήν Πνευματική σου Φάλαγγα καί τά σαμποτάζ πού θά σοῦ δημιουργεῖ χαλώντας τά γεφύρια σου». Ἐδῶ χρησιμοποιεῖ εἰκόνες ἀπό τόν στρατό καί μάλιστα κατά τίς ἐμπόλεμες καταστάσεις. Φαίνεται ὅτι ἡ θεολογία, ὡς λόγος καί γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι πνευματική στρατιωτική ἐπιστήμη. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά προχωρῆ μπροστά «πρός καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων» (Β΄ Κορ. ι΄, 4) τοῦ ἐχθροῦ καί ὄχι νά δέχεται πνευματικό «σαμποτάζ». Ἄν ὁ πνευματικός δέν γνωρίζη τά μυστικά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, τότε καταστρέφονται ὅλες «οἱ δυνάμεις του ἄσκοπα». Μόνον ἕνας «ἔμπειρος πνευματικά» «ξέρει πότε νά δίνη σημασία στίς σκηνές» πού κάνει ὁ ἐξομολογούμενος καί πότε νά «ἀδιαφορῆ».

Αὐτή ἡ συμβουλή δείχνει μεγάλη πατερική ἐμπειρία, καίτοι ὁ ἅγιος Παΐσιος δέν ἦταν πνευματικός, ἀλλά ἀσκητής! Ὁ πνευματικός ἄλλοτε πρέπει νά δείχνη ἐνδιαφέρον, ὅταν κάποιος ἐξομολογούμενος δημιουργῆ διάφορες καταστάσεις, γιά νά τόν βοηθήση, καί ἄλλοτε νά ἀδιαφορῆ. Πῶς θά τό ξέρη αὐτό; Εἶναι καρπός φωτισμοῦ ἀπό τόν Θεό καί πνευματικῆς πείρας. Ὅταν ὁ πνευματικός δέν μπορεῖ νά κάνη διάκριση, ἔστω καί «ἄν ἔχει καλή διάθεση» γιά νά βοηθήση, θά δίνη «πάντοτε σημασία» σέ ὅλα, μέ ἀποτέλεσμα νά «ταλαιπωρῆται» καί «νά καθυστερῆ ἡ πνευματική του πρόοδος».

Πέμπτον, ἀφοῦ κάνει ὀρθή διάγνωση, δίνει ὀρθή θεραπεία καί ὀρθή κατεύθυνση. Στήν συνέχεια δείχνει ὅλη τήν ἀγάπη του, διαβεβαιώνοντάς τον ὅτι θά εὔχεται γι’ αὐτόν. Καί τοῦ εὔχεται ὁ Χριστός καί ἡ Παναγιά νά εἶναι μαζί του. Ἐπειδή δέ σέβεται τήν Ἱερωσύνη του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶναι μοναχός, τελειώνει τήν ἐπιστολή «μέ σεβασμό καί ἀγάπη Χριστοῦ» καί ἀσπάζεται «τήν δεξιά του».

Στήν ἐπιστολή αὐτή βλέπει κανείς ἕναν μεγάλο «πνευματικό στρατηγό», πού γνωρίζει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ διάβολος πλανᾶ τόν ἄνθρωπο, γνωρίζει ὅλα τά «νοήματα αὐτοῦ» (Β΄ Κορ. β΄, 11) καί δίνει σαφεῖς ὁδηγίες γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων πού προέρχονται ἀπό τίς δαιμονικές ἐπιδράσεις. Ἔτσι κατευθύνει ἕναν πνευματικό πατέρα, ἀλλά τό κάνει μέ μιά καταπληκτική διάκριση, γνωρίζοντας τά ὅριά του μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ εἶναι ἁπλοῦς μοναχός καί ὁ συνομιλητής του εἶναι Κληρικός.

Εὐχαριστῶ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίνης κ. Ἀρίσταρχο, Γέροντα Ἀρχιγραμματέα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων πού μοῦ ἐμπιστεύθηκε αὐτήν τήν ἐπιστολή καί μοῦ ἔδωσε καί ἄλλες πληροφορίες πού παρουσίασα στό κείμενο αὐτό. Δοξάζω τόν Θεό γιά τήν ὕπαρξη τόσων ἁγίων πού ἔζησαν καί ζοῦν μεταξύ μας, μεταξύ τῶν ὁποίων συγκαταλέγεται ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, πού ἦταν ὄντως ἕνας ἀββᾶς τοῦ Γεροντικοῦ, τοῦ ὁποίου εἴθε νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες πρός τόν ἐλεήμονα Θεό.

Ὁ Ἀρσένιος Ἐζνεπίδης (μετέπειτα Γέροντας Παΐσιος) στρατιώτης Ἀσυρματιστὴς στὴν Ἀράχωβα Ναυπακτίας τὸ ἔτος 1947

Γεωργίου Γαλανόπουλου, δικηγόρου παρ' Ἀρείω Πάγω

Ἀναφερόμενοι στὰ πολεμικὰ καὶ ἄλλα γεγονότα τοῦ ἐμφυλίου ἀδελφοκτόνου σπαραγμοῦ στὸν τόπο μας μετὰ τὸ τέλος τῆς Κατοχῆς, ἀξίζει νὰ σημειώσουμε τὴν παρουσία στὴν Ἀράχωβα ἑνὸς σημαντικοῦ προσώπου, ποῦ ὑπηρέτησε μὲ θητεία 3,5 ἐτῶν στὸν κρατικὸ στρατό, ὑπερασπίσθηκε μὲ σθένος, ἀνδρεῖα καὶ φιλότιμο τὸ χωριό μας καὶ παρέμεινε σ' αὐτὸ γιὰ 2 μῆνες περίπου τὸ ἔτος 1947, μὲ τὴν εἰδικότητα τοῦ Ἀσυρματιστή, ἐκεῖ ποῦ εἶχε κατασκηνώσει ὁ στρατός, βόρεια στὸ σπίτι τότε τοῦ ἀείμνηστου θείου μου, Ἰωάννη Κ. Γαλανόπουλου.

Ο Αρσένιος Εζνεπίδης (μετέπειτα Γέροντας Παΐσιος)

Εἶναι, μὲ τὸ λαϊκὸ ὄνομα, ὁ Ἀρσένιος Ἐζνεπίδης, γεννημένος τὸ ἔτος 1924 στὰ Φάρασα τῆς ἁγιοτόκου Καππαδοκίας (Μικρὰ Ἀσία), ὁ μετέπειτα φημισμένος Γέροντας Ἁγιορείτης μὲ τὸ μοναχικὸ ὄνομα Παΐσιος, ποῦ μάλιστα τὸν εἶχε βαπτίσει ὁ ἴδιος ὁ σύγχρονος ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, δίνοντάς του καὶ τὸ ὄνομά του. Ὁ ἱερομόναχος Παΐσιος, ποῦ ἔζησε γιὰ πολλὰ χρόνια στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, κοιμήθηκε ὁσιακὰ στὶς 12-7-1994 στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης.

Ὡς στρατιώτης ἦταν προσεκτικός, εὐλαβής, ὑπάκουος καὶ ἐκτελοῦσε ὅλες τὶς διαταγὲς πρόθυμα καὶ ἀγόγγυστα. Μὲ νοσταλγία θυμόταν τὸ χωριό μας καὶ διατηροῦσε πολὺ ζωηρὲς εἰκόνες καὶ ἀναμνήσεις σὲ ὅλη τοῦ τὴν ζωὴ γιὰ τὴν Ἀράχωβα τῆς Ναυπακτίας, ὅπως τόνιζε, καὶ τοὺς Ἀραχωβίτες ἐκείνης τῆς ζοφερῆς περιόδου τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καὶ ρωτοῦσε μὲ ἐνδιαφέρον τί κάνει ὁ εὐλαβὴς καὶ καλὸς Ἀραχωβίτης Θεόδωρος Δήμ. Τζίμας, ποῦ εἶχε γνωρίσει σ' αὐτὸ καθὼς καὶ τοὺς χωριανούς μας, ποῦ πολλὲς φορὲς τὸν ἐπισκέφθηκαν ὡς προσκυνητὲς στὸ Ἅγιον Ὅρος, λέγοντάς του τὴν καταγωγή τους, Θεόδωρο Τσαρούχη καὶ Βασίλειο Ν. Μπράνη, ποῦ μποροῦν νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅλα τὰ γραφόμενα. Ἐκκλησιαζόταν, ὅταν οἱ συνθῆκες τὸ ἐπέτρεπαν, στὸν Ἀη-Νικόλα καὶ οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ καλωσυνάτοι συγχωριανοί μας, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν, συμπροσεύχονταν μὲ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελεῖ τιμὴ γιὰ τὸ χωριό μας ἡ παρουσία ἑνὸς σύγχρονου ἁγίου, ἔστω καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀντίξοες περιστάσεις.

Στὰ κείμενα τῶν ἐπιστολῶν του, ποῦ ἔστελνε σὲ μοναχούς, μοναχὲς καὶ πνευματικά του παιδιά, συχνὰ χρησιμοποιοῦσε παραδείγματα ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τοῦ πολέμου ἢ μιλοῦσε μεταφορικὰ γιὰ τὸν πνευματικὸ πόλεμο χρησιμοποιῶντας ὁρολογία τοῦ στρατοῦ, τῶν διαβιβάσεων κλπ.

Ἰδοὺ ἕνα ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς του (διατηρῶντας τὴν ὀρθογραφία του), πρὸς ἀρχαρίους μοναχοὺς ποῦ ἔγραψε καὶ ἔστειλε τὸ ἔτος 1973 ἀρχίζοντας μὲ τὴν δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ εὐχαριστῶντας Τὸν γιὰ ὅλα ποῦ τὸν ὠφελήσανε καὶ ποῦ ἡ ἀναφορά του, πιστεύω ἀκράδαντα, θὰ ὠφελήση ψυχικὰ πολλούς. (Τὸ πῆρα ἀπὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ βιβλία ποῦ γράφτηκαν γι' αὐτὸν τὸν σύγχρονο Ὅσιο τοῦ καιροῦ μας).

«Ἀπορῶ πῶς δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν μεγάλη ἀποστολὴ τοῦ Μοναχοῦ. Ὁ Μοναχὸς φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, ὄχι γιατί μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀγαπάει τὸν κόσμο καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ τὸν βοηθήση περισσότερο διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ σὲ πράγματα ποῦ δὲν γίνονται ἀνθρωπίνως παρὰ μόνο μὲ θεϊκὴ ἐπέμβαση. Ἔτσι σώζει ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Ὁ Μοναχὸς δὲν λέει ποτὲ "νὰ σώσω τὸν κόσμο", ἀλλὰ προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, παράλληλα μὲ τὴν δική του. Ὅταν ὁ καλὸς Θεὸς ἀκούση τὴν προσευχή του καὶ βοηθήση τὸν κόσμο, πάλι δὲν λέει "'ἔσωσα ἐγὼ τὸν κόσμο", "ἀλλὰ ὁ Θεός". Οἱ Μοναχοί, λοιπὸν εἶναι μὲ λίγα λόγια οἱ Ἀσυρματιστὲς τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, καὶ ἑπομένως, ἐὰν φεύγουν μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸ κάνουν καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἀγάπη, διότι φεύγουν ἀπὸ τὰ παράσιτα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἔχουν καλύτερη ἐπαφὴ καὶ νὰ βοηθοῦν περισσότερο καὶ καλύτερα τὸν κόσμο. Φυσικὰ τὴν παράλογη αὐτὴ ἀπαίτηση ποῦ ἔχουν ὁρισμένοι Κληρικοί, ὅπως ἀνέφερα, τὸ νὰ κατεβοῦν δηλαδὴ οἱ Μοναχοὶ στὸν κόσμο, τὴν ἔχουν καὶ μερικοὶ ἀνόητοι στρατιῶτες. Ὅταν ἡ Μονάδα τους κινδυνεύη, νὰ ἀφήση δηλαδὴ καὶ ὁ Ἀσυρματιστὴς τὸν ἀσύρματο καὶ νὰ πάρη καὶ αὐτὸς τὸ λιανοντούφεκό του, λὲς καὶ θὰ σωθῇ ἡ κατάσταση, ἐὰν προστεθῇ ἕνα ἀκόμη ὅπλο στὰ ἄλλα διακόσια. Ἐνῷ ὁ Ἀσυρματιστὴς ξελαρυγγίζεται γιὰ νὰ πιάση ἐπαφή, φωνάζοντας "ἐμπρός, ἐμπρός, ψυχὴ κλπ", οἱ ἄλλοι νομίζουν ὅτι λέει λόγια πολλὰ στὸν ἀέρα. Δὲν ἀρκοῦν ὅμως οἱ ἔξυπνοι Ἀσυρματιστές, ἀκόμη καὶ νὰ τοὺς βρίζουν, ἀλλὰ ἀγωνίζονται, ὥσπου νὰ πιάσουν ἐπαφή, καὶ μετὰ ζητᾶνε τὴν ἄμεση βοήθεια ἀπὸ τὸ Γενικὸ Ἐπιτελεῖο (ψυχὴ) καὶ καταφθάνουν οἱ μεγάλες δυνάμεις Ἀεροπορίας, Τεθωρακισμένων, Στόλου κλπ, καὶ ἔτσι σώζεται ἡ κατάσταση καὶ ὄχι μὲ τὸ λιανοντούφεκό τους. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Μοναχοὶ κινοῦνται μὲ θεῖες δυνάμεις, μὲ τὴν προσευχή τους, καὶ ὄχι μὲ τὶς ἀτομικές τους μηδαμινὲς δυνάμεις. Γιὰ ἕναν λόγο δὲ παραπάνω στὴν ἐποχή μας, ποῦ τὸ κακὸ παράγινε, ἔχουμε ἀνάγκη τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ...Δέν μπορῶ νὰ καταλάβω αὐτὸ ποῦ κάνουν μερικοὶ Κληρικοὶ καὶ Λαϊκοί, ποῦ μάχονται τὸν Μοναχισμὸ (ἀποκαλεῖ πιὸ πάνω τοὺς Μοναχοὺς Ἀσυρματιστὲς τῆς Ἐκκλησίας). Ἐνῷ ὁ Στρατὸς τὶς Διαβιβάσεις τὶς θεωρεῖ ἀρτηρίες τοῦ Σώματος τοῦ Στρατοῦ, καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ἴδιο παραδέχεται γιὰ τὸν Μοναχισμό, αὐτοὶ οἱ εὐλογημένοι ἄνθρωποι ποῦ μάχονται τὸν Μοναχισμό, θὰ ἤθελα νὰ μάθω, σὲ ποιά Ἐκκλησία ἀνήκουν».

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔγραψε ὁ ἴδιος 25 χρόνια μετέπειτα ἔχοντας τὶς ἐμπειρίες καὶ τὴν φρίκη τοῦ πολέμου πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ καὶ ἔχοντας ζήσει, ὅπως ἤθελε ὁ Θεός, κοντὰ στὴν ὄμορφη φύση τοῦ χωριοῦ μας, ποῦ τὴν ἠρεμία καὶ τὴν γαλήνη της τάραζαν ἐκεῖνα τὰ δύσκολα καὶ φοβερὰ χρόνια οἱ ριπὲς τῶν ὅπλων, ἀλλὰ ἐρχόμενος σὲ ἐπικοινωνία καὶ μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ καλοκάγαθους ἀνθρώπους του, συμπλήρωνε στὸ ἔπακρο τῶν ἀρετῶν ὅλα τὰ χαρίσματα ποῦ τοῦ εἶχε δώσει ἁπλόχερα ὁ καλὸς Θεός μας καὶ μὲ τὸν προσωπικὸ τοῦ καθημερινὸ ἀγῶνα γιὰ ἀτομικὸ ἐξαγιασμό, τοὺς ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες, τὰ ἀκατάπαυστα δάκρυά του καὶ τὴν ὁλόθερμη προσευχή του, ἐπαύξησε τὰ δοθέντα τάλαντα τοῦ Δημιουργοῦ καὶ μᾶς ἄφησε ὠφέλιμη ψυχικὰ παρακαταθήκη τὶς συμβουλές του μὲ τὶς ἐπιστολές του αὐτὲς καὶ τὶς ἅγιες εὐχές του. Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ὀφείλουμε ὅλοι, πέρα ἀπὸ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ, τὴν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη μας καὶ τὸν παρακαλοῦμε νὰ πρεσβεύη γιὰ ὅλους μας, ἀπὸ ἐκεῖ ποῦ τώρα βρίσκεται.

Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ ἔγραψα σὰν ἕνα μνημόσυνο καὶ ἐλάχιστο φόρο τιμῆς ὡς γνήσιος Ἀραχωβίτης γιὰ ἕναν Ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποῦ πέρασε ἀπὸ τὸ χωριό μας, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς ἀναγνῶστες τῆς "Παρέμβασης" ἕνα τέτοιο σημαντικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἐπαρχία μας.

Πρόταση Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη Ὁσίου Παϊσίου.

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

Ἀριθ. Πρωτ.  437

Ἐν Ναυπάκτῳ τῇ 30ῃ Ἰουλίου 2004

Τῇ Αὐτοῦ Θειοτάτῃ Παναγιότητι
τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης
καί Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ
Κυρίῳ Κυρίῳ Βαρθολομαίῳ
εἰς Βασιλεύουσαν

Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

Δημιουργηθείς ὁ ἄνθρωπος κατ' εἰκόνα Θεοῦ καί καθ' ὁμοίωσιν Αὐτοῦ φέρεται ἐπί τήν τελειότητα, ἐπεί τό κατ' εἰκόνα δυνάμει ὁμοίωσίς ἐστι καί τό καθ᾿ ὁμοίωσιν ἐνεργείᾳ κατ΄ εἰκόνα ἐστί. Ἡ μόνη ἀληθής αὕτη ἐξέλιξις τοῦ ἀνθρώπου, ἐκ τοῦ κατ' εἰκόνα ἄρχεται καί εἰς τό καθ' ὁμοίωσιν, ἄλλως πως κατά Χάριν θέωσιν, ἀεικινήτως καί ἀενάως καταλήγει, ὡς «ἀεικίνητος στάσις» καί «στάσιμος κίνησις».

Ὁ τά θεῖα σαφῶν ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀναλύει θεολογικῶς: «Τάς μέν ἐκζητικάς τε καί ἐξερευνητικάς τῶν θείων δυνάμεις οὐσιωδῶς ἔχει καταβεβλημένας αὐτῇ παρά τοῦ κτίσαντος, κατ᾿ αὐτήν τήν εἰς τό εἶναι πάροδον, ἡ τῶν ἀνθρώπων φύσις, τάς δέ τῶν θείων ἀποκαλύψεις κατά χάριν ἡ τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐπιφοιτῶσα ποιεῖται δύναμις».

Ἕνεκεν τούτου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ παραγγέλλει τοῖς ἀγαπῶσι τήν ἀνάπτυξιν τῆς θεοειδοῦς αὐτῶν κατασκευῆς καί τήν ἀνεύρεσιν τοῦ κεκρυμμένου ἐν αὐτοῖς θησαυροῦ, ἤγουν τῆς οὐτωσί λεγομένης ὑποστατικῆς ἀρχῆς, καί «ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν» τῆς δόξης τοῦ Μεγάλου Θεοῦ (Α΄ Τιμ. δ’, 8), «Ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος, Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (Λευϊτ. ιθ’, 2). Καί ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος, ἡ πέτρα τῆς πίστεως, παραγγέλλει τοῖς Χριστιανοῖς: «κατά τόν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καί αὐτοί ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε, διότι γέγραπται• ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α’ Πέτρου α’, 15-16).

Ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσἰου Παϊσίου.Ἀληθινόν καί οὐχί μυστικόν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία ἐστίν, κεφαλή δέ αὐτῆς ὁ Χριστός ἐστιν, καί οἱ ἅγιοι, οἱ ἑνωθέντες μετ᾿ Αὐτοῦ πράξει καί γνώσει καί πίστει καί θεωρίᾳ, μέλη τίμια τοῦ Σώματος Αὐτοῦ εἰσι, διό καί ὀνομάζονται ἅγιοι «διά τόν ἅγιον οὗ μετέχουσι». Οὐκ ἔστι κεφαλή χωρίς τοῦ σώματος καί οὐκ ἔστι σῶμα χωρίς τῆς κεφαλῆς. Κατά τόν μέγαν τῶν Ἐθνῶν Ἀπόστολον Παῦλον «καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α’, 22-23), καί κατά τόν ἅγιον Συμεών τοὐπίκλην Θεολόγον «ἕν σῶμα πάντες εἶναι μετά Χριστοῦ ὀφείλουσιν οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἅγιοι».

Ἐν τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ ἀναπαύεται ὁ Κύριος, οὗτοι δίκαιοί εἰσιν καί ἀγαλλιῶνται, εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ εἰσίν καί αἰνοῦσι τόν Θεόν, κατά τόν μέγαν προφητάνακτα «ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι, ἐν Κυρίῳ• τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις» (Ψαλ. λβ’, 1), διό καί θεωροῦνται καί λέγονται «ἐπίγειοι ἄγγελοι, οὐράνιοι ἄνθρωποι». «Καί εἰ καί ἐπαναπαύεται Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις, ἀλλ᾿ ἐν Θεῷ οἱ ἅγιοι ζῶσί τε καί κινοῦνται, βαδίζοντες ἐν τῷ Φωτί ὥσπερ ἐπί ἐδάφους», ὡς ὁ ἐν ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἔφη. Κατά τόν ἕτερον δέ τῆς Ἐκκλησίας Θεολόγον, ἤγουν τόν ἅγιον Γρηγόριον, Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, «οὐδέν ὅλως Θεοῦ, ἤ ὀλίγον, ἐν ἡμῖν αὐτοῖς φέροντες, ἀλλ᾿ ὅλοι θεοειδεῖς, ὅλου Θεοῦ χωρητικοί καί μόνου. Τοῦτο γάρ ἡ τελείωσις, πρός ἥν σπεύδομεν» καί ἥν οἱ ἅγιοι ἐπέτυχον Χάριτι Θεοῦ.

Οἱ μεμαρτυρημένοι ἅγιοι ἔλαβον τό χρῖσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τέλειοι Χριστιανοί ἐκ τούτου ὀνομασθέντες, καί οὕτω κεχρισμένοι Προφῆται ἀπεδείχθησαν ἐν λόγοις καί ἔργοις, ἐν διδαχαῖς καί θαύμασιν. Ὁ πολύς τά θεῖα ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος φησίν: «Ὥσπερ γάρ ἐπί τῶν προφητῶν τό χρῖσμα ἦν ὅλων τιμιώτερον, ἐπειδή εἰς βασιλεῖς καί προφήτας ἐχρίοντο, οὕτω νῦν οἱ πνευματικοί τό ἐπουράνιον χρῖσμα χριόμενοι γίνονται Χριστοί κατά Χάριν, ὥστε εἶναι αὐτούς βασιλεῖς καί προφήτας ἐπουρανίων μυστηρίων. Οὗτοί εἰσιν καί υἱοί καί κύριοι καί Θεοί, δεδεμένοι, ἠχμαλωτισμένοι, βεβυθισμένοι, ἐσταυρωμένοι, ἀφιερωμένοι». Οὗτοι, κατά τόν αὐτόν ἅγιον Πατέρα, «υἱοί εἰσιν τοῦ φωτός καί τῆς διακονίας τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐν τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ, οὗτοι παρά ἀνθρώπων οὐδέν μανθάνουσι• θεοδίδακτοι γάρ εἰσίν. Αὐτή γάρ ἡ χάρις ἐπιγράφει ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν τούς νόμους τοῦ Πνεύματος». Διό καί οἱ Χριστιανοί πληροφορίαν ἔχουσι τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ οὐ μόνον ἐκ τῶν Γραφῶν, ἀλλά καί ἐκ τῶν θεουμένων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, διότι «καί εἰς πλάκας τῆς καρδίας ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐγγράφει τούς νόμους τοῦ Πνεύματος καί τά ἐπουράνια μυστήρια». Καί τοῦτο κατάδηλόν ἐστι τοῖς πᾶσι, ἐπεί κατά τόν λόγον τοῦ τῆς Κλίμακος ἁγίου Ἰωάννου «ὥσπερ ὁ ἀρώματα βαστάζων ἐλέγχεται ὑπό τῆς ὀσμῆς καί μή θέλων, οὕτως ὁ πνεῦμα Κυρίου ἔχων, ἐκ τῶν ἑαυτοῦ λόγων γνωρίζεται, καί τῆς ταπεινώσεως».

Ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσἰου Παϊσίου.Ὁ μέγας τῆς Δαμασκοῦ ἅγιος Ἰωάννης, γράφων περί τῶν ἁγίων, ὀρθοδόξως διδάσκει: «Τιμητέον τούς ἁγίους ὡς φίλους Χριστοῦ, ὡς τέκνα καί κληρονόμους Θεοῦ». «Οἱ ἅγιοι θεοί τε καί κύριοι καί βασιλεῖς... οὐ φύσει, ἀλλ᾿ ὡς τῶν παθῶν βασιλεύσαντας καί κυριεύσαντας καί τήν τῆς θείας εἰκόνος ὁμοίωσιν, καθ᾿ ἥν καί γεγένηνται ἀπαραχάρακτον φυλάξαντας (βασιλεύς γάρ λέγεται καί ἡ τοῦ βασιλέως εἰκών) καί ἑνωθέντας Θεῷ κατά προαίρεσιν καί τοῦτον δεξαμένους, ἔνοικον καί τῇ τοῦτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστι φύσει». Καί ἐρωτᾶ: «Πῶς οὖν οὐ τιμητέον τούς θεράποντας καί φίλους καί υἱούς τοῦ Θεοῦ χρηματίσαντας;». Οἱ ἅγιοι «ταμιεῖα Θεοῦ καί καθαρά γεγόνασι καταγώγια», μετέχουσι τοῦ φωτός τῆς ὄντως ζωῆς, τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ, «τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον», διότι «ζωή ἐστιν ὁ Θεός καί φῶς καί οἱ ἐν χειρί Θεοῦ ὄντες ἐν ζωῇ καί φωτί ὑπάρχουσιν». Τούτων οὕτως ἐχόντων «πῶς οὖν οὐ τιμητέον τούς ἐμψύχους ναούς τοῦ Θεοῦ, τά ἔμψυχα τοῦ Θεοῦ σκηνώματα;».

Ἡ ἐνοικοῦσα ἐν τοῖς ἁγίοις Χάρις καί ἐνέργεια τοῦ ἐν Τριάδι ἁγίου Θεοῦ μαρτυρεῖ περί τούτων διά λόγων καί σημείων, διά τῶν πνευματικῶν ἀλλοιώσεων τῶν ψυχῶν τε καί σωμάτων καί εἶτα διά τῶν ἐνεργουμένων θαυμάτων. Διά γάρ τῶν ἁγίων, ὡς κατοικητηρίων ὄντων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, «δαίμονες ἀπελαύνονται, ἀσθενεῖς θεραπεύονται, τυφλοί ἀναβλέπουσι, λεπροί καθαίρονται, πειρασμοί καί ἀνίαι λύονται, πᾶσα δόσις ἀγαθή ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων δι᾿ αὐτῶν τοῖς ἀδιστάκτῳ πίστει αἰτοῦσι κάτεισι», κατά τόν τῆς Δαμασκοῦ ἅγιον Ἰωάννην. Διό καί οἱ Χριστιανοί ἐγείρουσιν ναούς ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτῶν, γεραίρουσιν τάς μνήμας αὐτῶν, εὐφραινόμενοι πνευματικῶς, ὑψώνουσι στήλας καί εἰκόνας, ἵνα καί αὐτοί ὁρῶντες ταῦτα γένωνται «ἔμψυχαι στῆλαι καί εἰκόνες αὐτῶν τῇ τῶν ἀρετῶν μιμήσει».

Πάντα ταῦτά ἐν γνώσει εἰσί τοῖς ἀκολουθοῦσιν τήν διδασκαλίαν τῶν θεοφόρων Πατέρων καί μετέχουσιν τοῦ τῆς Ἐκκλησίας φρονήματος, τοῖς ζῶσιν καί πολιτευομένοις «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα». Ἴσασιν γάρ οἱ μεμυημένοι ὅτι οὐκ ἀπέλιπεν ἡ Χάρις ἐνεργεῖν τά μυστήρια αὐτῆς καί ἀναδεικνύειν καθ΄ ἑκάστην γενεάν τούς φίλους καί ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, τούς μετέχοντας τῆς ἁγιότητος Αὐτοῦ καί συνδεδεμένους μετά τῆς ἁγίας Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἤγουν τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τόν νέον τῆς θεολογίας ἐπώνυμον ἅγιον Συμεών «γεγόνασιν τοιοῦτοι καί μέχρι τοῦ νῦν γίνονται, οὐ λέγω μετά θάνατον μόνον, ἀλλά καί ἔτι ἐν τῷ παρόντι βίῳ διάγοντες, πᾶσα μέν τοῦτο θεόπνευστος διδάσκει Γραφή, πάντες δέ τοῦτο συμμαρτυροῦσι διά τῆς αὐτῶν πολιτείας οἱ ἅγιοι». Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, οὔτε ὅλως ἀπηρτίσθη οὔτε ὁ ἄνω κόσμος ἐπληρώθη, ἀλλ᾿ ἀναμένει καί ἕτερα μέλη αὐτῆς, κατά τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ εἰρηκότος: «καί ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἅ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης• κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καί τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καί γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. ι’, 16). Κατά τόν ἅγιον Συμεών τόν νέον Θεολόγον «ἐπεί δέ σῶμα Χριστοῦ καί νύμφη Χριστοῦ καί κόσμος ὁ ἄνω καί ναός Θεοῦ ἡ ἐκκλησία ἐστί, τά δέ μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ οἱ ἅγιοι καθεστήκασιν πάντες, οὔπω δέ οἱ πάντες παρήχθησαν ἤ εὐηρέστησαν, οὐδέ τό σῶμα δηλονότι ὁλόκληρόν ἐστι τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ὁ ἄνω κόσμος πεπλήρωται, αὐτός οὗτος τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας φημί». Ἄλλως τε οἱ ἅγιοι, ζῶντες ἐν ταπεινότητι βίου, κρύπτουσιν ἑαυτούς, διότι κατά τόν τήν γλῶτταν χρυσορρήμονα ἅγιον Ἰωάννην «πάντων ὄντες μείζους, πάντων μᾶλλον ἑαυτούς ἐταπείνουν». Ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Θεός, κατά τόν αὐτόν θεοφόρον Πατέρα, «διά τοῦτο κρυπτομένους φανεροῖ τούς ἁγίους αὐτοῦ, ἵνα οἱ μέν ζηλῶσι τούτους, οἱ δέ ἀναπολόγητοι γένωνται».

Αὕτη ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας ἐστί περί τῆς ὑπάρξεως ἁγίων ζώντων καί κινουμένων ἐν μέσῳ ἡμῶν, ὥστε οἱ λέγοντες τἀναντία αἵρεσιν κηρύσσουσιν καί αἱρετικοί καλοῦνται. Ὁ πολύς τά θεῖα Συμεών ὁ νέος Θεολόγος φησίν: «Καί ἐκείνους ὀνομάζω αἱρετικούς τούς λέγοντας μή εἶναί τινα ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις καί ἐν μέσῳ ἡμῶν τόν δυνάμενον φυλάξαι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί κατά τούς ἁγίους γενέσθαι πατέρας».

Ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσἰου Παϊσίου.Τοιαύτην γνῶσιν ἔχων ὁ θεῖος οὗτος Πατήρ καί ἀναφερόμενος εἰς τόν πνευματικόν αὐτοῦ πατέρα, Συμεών τόν Εὐλαβῆ, οὗ τήν θεοειδῆ ζωήν ἑώρακεν τοῖς ἰδίοις αὐτοῦ ὀφθαλμοῖς καί τούς λόγους αὐτοῦ ἤκουσεν τοῖς ἰδίοις αὐτοῦ ὠσίν καί αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἔψαυσαν, φησί: «οἷον νῦν καί τόν ἅγιον πατέρα ἡμῶν ἔγνωμεν τόν Στουδιώτην, ἐν τῇ καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενον γενεᾷ, καί οὐ μόνον αὐτόν, ἀλλά καί τινάς ἄλλους τῶν αὐτοῦ μαθητῶν, διά τῶν αὐτοῦ δεήσεων καί εὐχῶν, ἀφάτῳ φιλανθρωπίᾳ τοῦ ὑπεραγάθου Θεοῦ τό τοιοῦτο καταξιωθέντας, ὡς ἔφην, καλοῦ». Ὁμιλῶν περί τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ πατρός, τοῦ Συμεών τοῦ Εὐλαβοῦς, λέγει: «Ἐκοπίασεν ὁ μακάριος πατήρ ἡμῶν καί ἅγιος Συμεών, ὡς πολλούς τῶν πάλαι ἁγίων πατέρων ὑπερβαλέσθαι, θλίψεις δέ καί πειρασμούς τοσούτους ὑπέμεινε, ὡς ἐξισωθῆναι πολλοῖς τῶν περιφανεστέρων ἐν μάρτυσι. Διά ταῦτα οὖν ἐδοξάσθη ἀπό τοῦ Θεοῦ καί ἐγένετο ἀπαθής καί ἅγιος, λαβών ἐν ἑαυτῷ ὅλον, ὡς εἰπεῖν, τόν Παράκλητον...».

Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

Τοιοῦτον ἅγιον ἐγνώκαμεν ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν, ἐν αἷς πολλοί ψευδοπροφῆται ἠγέρθησαν ἐξ ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί πλανῶσιν πολλούς, καί δή ἐκλεκτούς, κατά τά μέτρα τοῦ κόσμου τούτου, «καί διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν» ἐψύγη «ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ (Ματθ. κδ’, 11-12) καί οὕτω μαρτυροῦμεν περί αὐτοῦ.

Ὁ λόγος ἡμῶν περί τοῦ ἐκ κοιλίας μητρός αὐτοῦ εὐλογηθέντος ὑπό μακαρίου ἀνδρός, τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀρσενίου, λέγω, τοῦ Καππαδόκου, καί ἀπό βρέφους τῷ Θεῷ διά τῶν τιμίων καί ἁγίων αὐτοῦ χειρῶν προσενεγκόντος, λαβόντος δέ τό ὄνομα καί τήν χάριν αὐτοῦ, καί ἀπό νεότητος αὐτοῦ ὅλον τόν πόθον πρός Θεόν ἀνατείναντος καί οὕτω ἐν ὁσιότητι ζήσαντος καί ἐν ὁσιότητι, οὐ μήν ἀλλά καί ἐν μαρτυρίῳ, κοιμηθέντος πατρός Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου ἐστίν, τοῦ ἀθλήσαντος ἐν Κονίτσῃ, ἐν ἁγιωνύμῳ Ὄρει, ἐν θεοβαδίστῳ Ὄρει Σινᾷ καί αὖθις ἐπανελθόντος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Οὗτος διῆγεν κοινοβιακόν, ἰδιόρρυθμον, ἡσυχαστικόν, ἐρημικόν καί σκητιωτικόν βίον ἐν τῷ πλάτει καί βάθει αὐτῶν καί ἀνῆλθεν εἰς ὕψος θεοπτίας καί οὕτω πεῖραν ἔλαβεν οὐ μικράν, καθοδηγῶν διακριτικῶς καί ἀπλανῶς πάντας, ἐγγάμους τε καί ἀγάμους, νέους τε μεσήλικάς τε καί γέροντας, ἀναρχικούς τε καί εὐλαβεῖς, εἰς τήν μοναχικήν πολιτείαν καί τήν κατά Χριστόν ζωήν.

Οὗτος, ὡς οἱ πάντες διαβεβαιοῦσιν, γραφαῖς τε καί διηγήμασιν, φίλος ἦν Χριστοῦ, τέκνον Θεοῦ, καταγώγιον ἱερόν καί τίμιον τοῦ Παντάνακτος Βασιλέως τῆς δόξης, φίλος καί θεατής τῶν ἁγίων, κεχρισμένος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐσταυρωμένος τῷ τῆς ἀσκήσεως καί τοῦ μαρτυρίου τῆς συνειδήσεως καί τῆς ἀγάπης σταυρῷ, καί ἀφιερωμένος ὅλως Θεῷ, ὡς καί υἱός τοῦ φωτός καί θεοδίδακτος τῶν μυστηρίων θεατής τε καί ἐκφραστής, βυθός ταπεινώσεως καί μετανοίας, ἐραστής ἀσκήσεως πέραν τῶν ἀνθρωπίνων, θεατής τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ, τά ἀρώματα τοῦ θείου Πνεύματος ἐν τῷ ὀστρακίνῳ αὐτοῦ σκεύει βαστάζων, συνελόντι εἰπεῖν, «ὑπερόπτης τῶν κάτω καί παρεπίδημος, ἐραστής καί θεατής τῶν ἄνω καί ἐρημοπολίτης».

 Ἐπιλείψει με ὁ χρόνος διηγούμενον περί τοῦ ὁσίου τούτου ἀνδρός, τοῦ κλεΐσαντος τόν ἱερόν Ἄθωνα. Ἰσχύει δέ περί τοῦ ὁσίου τούτου τό λεγόμενον ὑπό τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, περί τοῦ Νικηφόρου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «βίον μέν αἱρεῖται καί ἀκριβέστερον, δηλαδή τόν μονήρη, τόπον δέ πρός κατοικίαν τόν τῆς ἁγιωσύνης ἐπώνυμον, ἐν μεθορίῳ κόσμου καί τῶν ὑπερκοσμίων (Ἄθως οὗτός ἐστιν, ἡ τῆς ἀρετῆς ἑστία) ἐνδιαιτᾶσθαι προθυμηθείς».

Ἔπαθεν τά θεῖα ὁ εὐλογημένος οὗτος ἀνήρ καί ἔμαθεν τά θεῖα. Πεῖραν ἔλαβεν καί οὗτος, ὡς καί ἅπας ὁ τῶν ἁγίων καί ὁσίων Πατέρων χορός, τῆς κατά Θεόν ἡσυχαστικῆς-νηπτικῆς μεθόδου ἀναβάσεως, ἤτοι τῆς «πρακτικῆς φιλοσοφίας», «φυσικῆς θεωρίας» καί «μυστικῆς θεολογίας», φθάσας οὕτως εἰς ὕψος τελειότητος, ὡς ὁριοθετεῖ τήν πορείαν ταύτην τῶν θεουμένων σοφῶς καί σαφῶς ὁ θεῖος Μάξιμος. Ἔμαθε δέ τί ἐστιν τό ὑπό τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου περί τῆς Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν νηπτικῶν γραφέν, ὅτι ὁ νοῦς «διά τῆς κατά τήν πρᾶξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται». Αὕτη γάρ ἡ ἐν ἡσυχίᾳ μέθοδος τεκμήριόν ἐστιν τῆς ἐν αὐτῷ ὑπαρχούσης ἀκτίστου Χάριτος τῆς διακρινομένης σαφῶς ἀπό πάσης ἐνεργείας ἑτέρας κτίσεως. Καί οὕτως ὁ ἱερός οὗτος Πατήρ διά τῆς μεθέξεως τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ἑώρακεν ἀοράτως, ἀκήκοεν ἀνηκούστως, μετέσχηκεν ἀμεθέκτως τοῦ ἐν Τριάδι Ἁγίου Θεοῦ. Ὄντως ἡ ἀπλανής αὕτη μέθοδος κατέστησεν τοῦτον, ὡς καί ἅπαντας τούς ἀγωνιζομένους, φίλον Χριστοῦ. Ὁ ὅσιος οὗτος μοναχός ἀληθής ἡσυχαστής καί νηπτικός ἐστιν, παλαίων ὡς ἄλλος Ἰακώβ μετά τοῦ Θεοῦ, διά τῆς πράξεως, διό καί «ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι» (Ἰω. α΄, 48), δύναται κληθῆναι, ὡς μετά τοῦ Θεοῦ ἐνισχύων, ὡς ὁρῶν τόν Θεόν καί ὁρώμενος ὑπ' Αὐτοῦ, διά τῆς θεωρίας· «πρᾶξις γάρ, ὡς ἀληθῶς, ἐπίβασις τῆς ὡς ἀληθῶς θεωρίας ἤ θεοπτίας, εἰπεῖν οἰκειότερον, ἥ μόνη δεῖγμα τῆς ὡς ἀληθῶς εὐεκτούσης ψυχῆς», κατά τόν ἁγιορείτην ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν.

Εἰς τόν συγγραφέντα ἔναγχος βίον αὐτοῦ, ὑπό τῶν αὐτοῦ μαθητῶν, τῶν ἐχόντων ἀληθῆ μαρτυρίαν, ὅν καί ἀποστέλλομεν ὑμῖν συνημμένως, καταγράφεται ἐν ἀληθείᾳ ὁ κατά Χριστόν βίος τοῦ μακαρίου καί εὐλογημένου τούτου ἀνδρός, ἤγουν ὁ ἐν ὑπερμέτρῳ, Χάριτι Θεοῦ, ἀσκήσει καί γνώσει τῶν μυστηρίων βίος αὐτοῦ, ἐπεί, κατά τόν ἅγιον Ἰσαάκ, «ἡ ἄσκησις μήτηρ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐστιν. Ἐξ οὗ γεννᾶται ἡ πρώτη γεῦσις τῆς αἰσθήσεως τῶν μυστηρίων Χριστοῦ». Τούτου τοῦ μακαρίου ἀνδρός τόν καρπόν τῆς ἡσυχίας καί τῆς κατά Θεόν σχόλης, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς ἀπλανοῦς ἐμπειρικῆς θεολογίας τῆς διακρινούσης ἀπλανῶς τό κτιστόν καί τό ἄκτιστον καί τῆς δοκιμαζούσης «τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Α’, Ἰω. δ’,1) ἐγεύθημεν πλειστάκις καί ἡμεῖς, εἰ καί ἀναξίως. Ὁ ἀναγινώσκων τόν ἱερόν αὐτοῦ βίον θαυμάζει καί δοξάζει τόν Θεόν τόν δόντα τοιαύτην ἐξουσίαν τοῖς ἀνθρώποις· «θαυμαστός γάρ ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. ξζ΄, 35).

Ἀληθῶς τό βιβλίον τοῦτο ἐφάμιλλον τῶν Συναξαρίων ἐστίν καί ἰσόβαθμον, κατά ἀναλογίαν, τοῦ «Γεροντικοῦ», γραφέν ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν, διότι ὁ μακάριος Γέρων Παΐσιος ἀνεδείχθη ἰσοβάθμιος καί ἰσοστάσιος τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν καί ἁγίων ἐν ἀσκήσει, ταπεινώσει, ὑπακοῇ, ἀκτημοσύνῃ, ξενιτείᾳ, ἡσυχίᾳ, θεοπτίᾳ, κοσμούμενος δι᾿ ἀρετῶν σπανίων καί πληρούμενος ὑπό τῆς τοῦ Παναγίου Πνεύματος Χάριτος καί ἐνεργείας, ἐκφραζομένης ταύτης διά τῶν χαρισμάτων τῆς ἀενάου προσευχῆς, ἰδίᾳ ὑπέρ τῶν κατ' ἄμφω, ψυχῇ τε καί σώματι, ἀλγούντων καί τῶν κεκοιμημένων, τῆς διοράσεως καί προοράσεως, τῶν ἰάσεων καί πλείστων ὅσων ἑτέρων χαρισμάτων.

 Ὁ κατά πλάτος καί κατά βάθος βίος αὐτοῦ, τοῦ ὄντως εὐλογημένου ἀσκητοῦ καί θεόπτου ἁγιορείτου, ὑπενθυμίζει ἡμῖν τόν λόγον τοῦ τῆς Κλίμακος ἁγίου: «σπάνιαι μέν, πλήν εἰσί ψυχαί εὐθεῖς καί ἀπόνηροι, κακίας, καί ὑποκρίσεως, καί κακεντρεχείας ἀπηλλαγμέναι, αἷς ἀντίκειται πάντῃ ἡ τῶν ἀνθρώπων συνδιατριβή, δυναμένας μετά τοῦ ὁδηγοῦντος, ὥσπερ ἐκ λιμένος τινός, τῆς ἡσυχίας, εἰς τόν οὐρανόν ἀνελθεῖν, καί τῶν κοινοβιακῶν θορύβων καί σκανδάλων διαμένειν ἀνενδεεῖς τε καί ἀπειράστους».

Ὁ βίος τοῦ μακαρίου ἀνδρός, ὁ ἀποτυπωθείς ὅσον ἔνεστιν ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ, μάθημα ζώσης Θεολογίας, Χριστολογίας, Ἐκκλησιολογίας καί ἐσχατολογίας τυγχάνει. Ὁ εὐλογημένος οὗτος ἀνήρ ἐπολέμησεν «πρός τάς μεθοδείας τοῦ διαβόλου... πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ. στ’, 11-12), ἀπενέκρωσεν τελείως τά τῆς σαρκός πάθη ἐν προσευχαῖς καί νηστείαις καί ἀγρυπνίαις πολλαῖς, ἑώρακεν τόν Χριστόν ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ, εἶδεν τήν Θεοτόκον καί τούς ἁγίους, συνωμίλησεν μετ᾿ αὐτῶν καί ἐγεύθη τῶν δώρων τῶν χαρισθέντων ὑπ᾿ αὐτῶν, εἶδεν ἀγγέλους καί τόν φύλακα αὐτοῦ ἄγγελον καί ἐδέχθη παρ᾿ αὐτῶν φιλάνθρωπον διακονίαν, ἐπεί πνεύματα διακονικά πρός σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων εἰσίν ταῦτα, ἐγνώρισεν τά ἔσχατα ἀπό τῆς ζωῆς ταύτης, ἐβίωσεν τήν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίαν διά τοῦ μεταμορφωθέντος σώματος αὐτοῦ, εἰσέτι καί πρό τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ, ἥτις κοίμησις ταυτοχρόνως μαρτυρική τε καί ὁσιακή ἐστι, μακαρία ὄντως τελείωσις, διότι «οὐκ ἔστιν οὖν τοῖς δούλοις τοῦ Θεοῦ θάνατος, ἐκδημούντων αὐτῶν ἀπό τοῦ σώματος καί πρός τόν Θεόν ἐνδημούντων, ἀλλά μετάστασις ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα, καί ἀνάπαυσις καί χαρά». Οὗτος γάρ κατηναλώθη μεγάλως εἰς τήν διακονίαν τῶν ἀδελφῶν, διότι, «πᾶς φιλόθεος ἔστι καί φιλόπονος», κατά τόν ὅσιον Μᾶρκον τόν Ἀσκητήν, ἀλλά καί «φιλάνθρωπος», κατά τόν ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν, ἀσκῶν, καίτοι μοναχός, ποιμαντικήν διακονίαν, σεβόμενος πλήρως τόν ἱερόν τῆς Ἐκκλησίας θεσμόν, ἐλευθερώνων τούς κάμνοντας ἐκ τῶν δαιμονικῶν ἐπιδράσεων, τῶν ἐνεργουμένων ἐν τοῖς λογισμοῖς, ταῖς ἐπιθυμίαις καί τοῖς σώμασιν αὐτῶν, ποιῶν εὐθείας τάς τρίβους διελεύσεως τοῦ Κυρίου ἐν ταῖς τῶν ἀνθρώπων καρδίαις, ἐπιτελῶν ἰάσεις παντοδαπάς καί διδάσκων τά τοῦ Πνεύματος μυστήρια τοῖς θέλουσιν τούτοις μετασχεῖν. Ὁ θεοδίδακτος λόγος τοῦ ὁσίου τούτου ἀσκητοῦ, ὁ ἐκδοθείς εἰς τέσσαρας τόμους ὑπό τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν Σουρωτῇ, μνημεῖόν ἐστι ἀνδρός μεταμορφωθέντος ὑπό τοῦ ἀκτίστου θείου Φωτός.

Ὡς γέγονεν ἐν πᾶσι τοῖς ἁγίοις, οὕτω ἐγένετο καί ἐν τῷ ἀειμνήστῳ Γέροντι Παϊσίῳ, ἤγουν τό Ἅγιον Πνεῦμα, κατά τόν λόγον τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου, καί κινεῖ τούτους, ἀλλά «καί ὑπ᾿ αὐτῶν κινεῖται αὐτό, καί γίνεται ἐν αὐτοῖς πάντα ὅσα ἐν ταῖς θείαις ἀκούεις Γραφαῖς περί τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, λεγόμενα, μαργαρίτης, κόκκος σινάπεως, ζύμη, ὕδωρ, πῦρ, ἄρτος, πόμα ζωῆς, πηγή ζῶσά τε καί ἀλλομένη, ποταμούς ῥέουσα λόγων πνευματικῶν, λόγων θείας ζωῆς-λαμπάς, κλίνη, παστάς, νυμφών, νυμφίος, φίλος, ἀδελφός καί πατήρ». Τό γάρ Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐκίνει τόν εὐλογημένον Γέροντα, ἀλλά καί ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἤγουν τοῦ Γέροντος Παϊσίου, τό θεῖον Πνεῦμα ἐκινεῖτο, κατά παράδοξον μέν, ἀληθῆ δέ τρόπον εἰς τό ἐνεργεῖν τοῖς δεομένοις τά δέοντα πρός σωτηρίαν αὐτῶν, ἐπεί «καί πνεύματα προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεται» (Α’ Κορ. ιδ’, 33), ὡς καί κατά τόν Μέγαν τῆς Καισαρείας Φωστῆρα, τόν ἐν ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν οὐρανοφάντορα Βασίλειον, ὁ Κύριος «τόπος χωρητικός τῶν δικαίων» ἐστί, ἀλλά καί «ὁ δίκαιος, τόπος τῷ Κυρίῳ (ἐστί), λαμβάνων αὐτόν ἐν ἑαυτῷ».

Ὁ Θεός ἐν τῇ ἀγάπῃ Αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ ποικίλας ἀποκαλύψεις καί χαρίσματα, ἐπιβραβεύσας τήν θαυμαστήν φιλοτιμίαν αὐτοῦ –φιλότιμος γάρ ὁ Κύριος, φιλοτίμους δούλους Αὐτῷ ποιεῖ καί ἐν αὐτοῖς ἐνεργεῖ– διότι, κατά τόν ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν, «οὐδέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐν τοῖς ἁγίοις ἐνεργεῖ τάς γνώσεις τῶν μυστηρίων χωρίς τῆς κατά φύσιν ζητούσης τε καί ἐρευνώσης τήν γνῶσιν δυνάμεως... καί χωρίς τοῦ Πνεύματος οὐδέν παντελῶς ἐθεώρουν πνευματικόν». «Ὁ γάρ ἀπαθῶς τά θεῖα ζητῶν, πάντως λήψεται τό ζητούμενον». Καί ὁ εὐλογημένος οὗτος Γέρων Παΐσιος μοναχός ἁγιορείτης ἀλλ' ἐν ταὐτῷ καί παγκόσμιος, ἐζήτει δι᾿ ὅλης τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἀπαθῶς τά θεῖα καί οὕτως ἔλαβε τά ζητούμενα, ἤγουν ποικίλα πνευματικά χαρίσματα πρός σωτηρίαν τοῖς ἐντευξαμένοις αὐτῷ.

Καί αὖθις ὁ ἐν ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διαλαλεῖ: «Οὐκοῦν οὔτε ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐνεργεῖ σοφίαν ἐν τοῖς ἁγίοις, χωρίς τοῦ ταύτην δεχομένου νοός, οὔτε γνῶσιν, χωρίς τῆς δεκτικῆς τοῦ λόγου δυνάμεως, οὔτε πίστιν, ἄνευ τῆς κατά νοῦν καί λόγον τῶν μελλόντων καί πᾶσι τέως ἀδήλων πληροφορίας, οὔτε ἰαμάτων χαρίσματα δίχα τῆς κατά φύσιν φιλανθρωπίας».

Οὕτω τά ἐν τῇ φύσει αὐτοῦ, τοῦ ἀλήστου μνήμης Γέροντος, φυσικά χαρίσματα, δοθέντα ὑπό τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας, οὐ μήν ἀλλά καί ἀπό τῆς ἐν προσευχῇ καί εὐλαβείᾳ τῶν γονέων αὐτοῦ συλλήψεως, ὡς καί ἀπό τῆς εὐλογίας τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, διά τῆς φιλοτιμίας καί τῆς φιλοπόνου ἐργασίας αὐτοῦ, καί προξενοῦντα θαυμασμόν οὐκ ὀλίγον, μετεποιήθησαν ὑπό τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς πνευματικά χαρίσματα. Ἔλαβεν γάρ σοφίαν διά τοῦ καθαροῦ νοός, γνῶσιν διά τῆς τοῦ λόγου δεκτικῆς δυνάμεως, πίστιν διά τῆς κατά νοῦν καί λόγον τῶν μελλόντων καί ἀδήλων πληροφορίας, χαρίσματα ἰαμάτων διά τῆς κατά φύσιν αὐτοῦ φιλανθρωπίας, τῆς ἐκδηλουμένης ἤγουν νυχθημέρου διακονίας τῶν ἀδελφῶν.

 Ἐγνώκαμεν οὖν καί μαρτυροῦμεν περί τοῦ ὁσίου τούτου πατρός, ὅτι οὗτός ἐστιν τοῖς πᾶσι, ἕνεκεν τοῦ Θεοῦ καί ἐν Θεῷ καί κατά Θεόν καί διά Θεόν, φίλος, ἀδελφός, πατήρ, μαργαρίτης, ζύμη, ὕδωρ, ἄρτος, πόμα ζωῆς, πηγή ζῶσα καί ἁλλομένη, ποταμός ρέων λόγων πνευματικῶν καί λόγων θείας ζωῆς, λαμπάς, κλίνη, παστάς, νυμφών, ὡς ἔχων ἐν τῇ καρδίᾳ καί ἐν ὅλῳ τῷ σώματι αὐτοῦ τόν Δεσπότην τῶν ἁπάντων. Ἐξῆλθεν, ἀληθῶς, ὁ ἱερός οὗτος ἀνήρ τῆς βιολογικῆς καί φυσικῆς αὐτοῦ οἰκογενείας, ἀποκτήσας εἰς βάθος τό χάρισμα τῆς ξενιτείας, καί εἰσῆλθεν ἐν τῇ τοῦ Ἀδάμ οἰκογενείᾳ, βιώσας τόν πόνον τῆς ἀθρωπότητος ἁπάσης, ἀκούσας τούς στεναγμούς τῶν μετά θάνατον ζώντων καί πληροφορηθείς «ἐν αἰσθήσει καί πληροφορίᾳ» τήν χαράν τῶν ἐν κόλποις Ἀβραάμ ἀναπαυομένων, ὡς ἀληθής «συμπολίτης τῶν ἁγίων καί οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. β’ 19).

Οὕτω κἀγώ, γοῦν, μετά τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου, ὁμιλοῦντος περί τοῦ Γέροντος αὐτοῦ Συμεών τοῦ Εὐλαβοῦς, ἐπαναλαμβάνω, καίτοι οὐ δύναμαι ἀτενῖσαι τήν δόξαν αὐτοῦ καί «οὐκ εἰμί ἱκανός λῦσαι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ» (Λουκ. γ΄, 16), ἔχων ἐν νῷ τόν πατέρα ἡμῶν Παΐσιον: «Ἐκοπίασεν ὁ μακάριος πατήρ ἡμῶν καί ἅγιος Συμεών, ὡς πολλούς τῶν πάλαι ἁγίων πατέρων ὑπερβαλέσθαι, θλίψεις δέ καί πειρασμούς τοσούτους ὑπέμεινε, ὡς ἐξισωθῆναι πολλοῖς τῶν περιφανεστέρων ἐν μάρτυσι. Διά ταῦτα οὖν ἐδοξάσθη ἀπό τοῦ Θεοῦ καί ἐγένετο ἀπαθής καί ἅγιος, λαβών ἐν ἑαυτῷ ὅλον, ὡς εἰπεῖν, τόν Παράκλητον...».

Τιμηθῆναι δεῖ τόν ἀείμνηστον πατέρα ἡμῶν Παΐσιον ἁγιορείτην μοναχόν ὡς φίλον, τέκνον καί κληρονόμον Θεοῦ, ὡς ἔμψυχον ναόν καί σκήνωμα τοῦ Θεοῦ, καί συγκαταριθμηθῆναι αὐτόν ἐν τοῖς δέλτοις τῶν ὁσίων ἀνδρῶν, εἰ καί ἕνδεκα μόλις ἔτη ἀπό τῆς ἐνδόξου, ὁσιακῆς καί μαρτυρικῆς κοιμήσεως αὐτοῦ παρῆλθον, διότι τοῦτο μέν καί οἱ λίθοι κεκράξονται περί τῆς κατά Χάριν ἁγιότητος αὐτοῦ, τοῦτο δέ «μή λανθανέτω ἡμᾶς ὅτι μία ἡμέρα παρά Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β’ Πέτρ. γ’, 8-9). Ἄλλωστε κατά τόν λόγον τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «αἰών γάρ, οὔτε χρόνος οὔτε χρόνου τι μέρος (οὐδέ μετρητόν). Ἀλλ᾿ ὅπερ ἡμῖν ὁ χρόνος, ἡλίου φορᾷ μετρούμενος, τοῦτο τοῖς ἀϊδίοις αἰών, τό συμπαρεκτεινόμενον τοῖς οὖσιν, οἷόν τι χρονικόν κίνημα καί διάστημα», καί αὖθις «αἰών ἐστιν ὁ χρόνος, ὅταν στῇ τῆς κινήσεως καί χρόνος ἐστίν αἰών, ὅταν μετρῆται, κινήσει φερόμενος».

 Τιμητέον δέ τοῦτον τόν βιαστήν ἁγιορείτην μοναχόν, τοῦτο μέν, ἐπεί παγκόσμιος πατήρ ἐγένετο, διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀναδειχθείς, καίτοι ὁ ἴδιος κατεβίβαζεν ἑαυτόν ἕως τό βάθος τῆς γῆς καί ἔθετεν ἑαυτόν ὑποκάτω πάσης κτίσεως, τοῦτο δέ, ἐπεί καύχημα καί δόξα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐστίν, ἐπεί τό Ἅγιον Ὄρος –τό τῆς Θεοτόκου περιβόλιον– ἔνθα ἐφυτεύθη καί τό μυρίπνοον τοῦτο ἄνθος, ὡς καί ἄλλα πολλά εὐώδη καί μυρίπνοα ἄνθη, ἀνήκει ἐν τῇ πνευματικῇ ἐξουσίᾳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἀποτελεῖ τήν δόξαν καί τόν ἔπαινον αὐτοῦ. Καί τοῦτο ἀληθές ἐστι, διότι ἑκάστη Τοπική Ἐκκλησία καί πᾶσα ἡ ἐν τῇ Οἰκουμένῃ Ἐκκλησία ἐξωραΐζεται ὑπό τῶν αἱμάτων καί τῶν ἱδρώτων τῶν μαρτύρων καί τῶν ὁσίων ἀνδρῶν.  

Τιμητέον δέ λέγω, ἐπεί πέποιθα ἀκραδάντως ὅτι ὁ βίος, ἡ πολιτεία καί ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου τούτου Πατρός, τοῦ καταυγασθέντος τῇ φωταυγείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κοσμήσαντος τήν ἔρημον τῆς Κονίτσης, τοῦ Σινᾶ καί τοῦ Ἄθω, διδάξει πάντας τό μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον καί ἀποβήσεται μαρτυρία καί μαρτύριον τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς, ἀλλά καί ἱερά ὄντως στηλογραφία, γενησόμενος, Χάριτι Θεοῦ, πατήρ τῶν ὀρφανῶν, διδάσκαλος τῶν ἀμυήτων τά θεῖα, μήτηρ τῶν ἐν ξενιτείᾳ ὄντων, ὁδηγός τῶν πλανωμένων, σιτοδότης τῶν πεινώντων τά ἐπουράνια, ὕδωρ τῶν διψώντων τήν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, ἰατρός τῶν ἀλγούντων καί τῶν ὑπό τῆς πονηρίας πνευμάτων καμνόντων, χαρμονή τῶν θλιβομένων, προστάτης τῶν ἀδικουμένων, παρηγορία τῶν κεκμηκότων, ἀπαρακλήτων τε καί ἀπηλπισμένων, στηριγμός τῶν πιστῶν, βοηθός τῶν καταπονουμένων, ὅρμος γαληνότατος τῶν ὑπό τοῦ βίου κυμάτων βασανιζομένων, τύπος φιλοτιμίας, ὑπόδειγμα μακροθυμίας, ὑπογραμμός πλούτου ἀκενώτου κενώσεως καί γέφυρα συμφιλιώσεως ἑκάστου τῶν πιστῶν μετά τοῦ Θεοῦ, ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί μετά τῆς κτίσεως ἁπάσης, ὑποδεικνύων τόν ἀληθῆ καί ἀπλανῆ τρόπον ἐπιλύσεως τῶν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως προβλημάτων καί τῶν τῆς ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης ἀλαζονείας στεναζούσης κτίσεως τοιούτων.

Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

Ἐν βαθείᾳ συναισθήσει, βαθυτάτῃ ταπεινώσει καί ἀπείρῳ σεβασμῷ πρός τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον καί πρός τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα προσωπικῶς, ὑποβάλλω καθηκόντως, μετά πολλῶν ὁμοῦ ἑτέρων ἀδελφῶν, τήν αἴτησιν τῆς συγκαταριθμήσεως ἐν τῷ ἁγιολογίῳ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ μακαρίου πατρός ἡμῶν Παϊσίου, τοῦ τιμωμένου ἀτύπως ὑπό χιλιάδων εὐεργετηθέντων ὑπ’ αὐτοῦ, ἐν τῇ ἀνατολῇ, τῇ δύσει, τῷ βορρᾷ καί τῷ νότῳ, ἐκ τοῦ θεολογικοῦ αὐτοῦ λόγου καί τῶν θαυματουργικῶν ἐπεμβάσεων αὐτοῦ. Ὁ ἀείμνηστος πατήρ Παΐσιος ἐσέβετο ὑπερβαλλόντως τήν Ἐκκλησίαν, τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον καί τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα, ὡς Αὕτη γνωρίζει κάλλιον πάντων ἀσφαλῶς.

Εἰ καί ὁ πατήρ ἡμῶν Παΐσιος ἐθεώρει ἑαυτόν ὑποκάτω πάσης κτίσεως, ὤν τῷ ὄντι ὑπεράνω πάσης κτίσεως, ἐν τούτοις ἰσχύει ἐν αὐτῷ τό λόγιον τοῦ τῆς θεολογίας ἐπωνύμου ἁγίου Γρηγορίου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὅ καί ἠκολούθησεν ὁ ἁγιορείτης οὗτος μοναχός ἐν ὅλῃ τῇ ζωῇ αὐτοῦ: «Τό στόμα μου ἤνοιξα καί εἵλκυσα Πνεῦμα, καί δίδωμι τά ἐμαυτοῦ πάντα, καί ἐμαυτόν τῷ Πνεύματι, καί πρᾶξιν, καί λόγον, καί ἀπραξίαν, καί σιωπήν•...ὄργανον εἰμί θεῖον, ὄργανον λογικόν, ὄργανον καλῷ τεχνίτῃ τῷ Πνεύματι ἁρμοζόμενον καί κρουόμενον». Οὗτος ὁ ἄριστος ἀσκητής, ὁ οὐκ ἀγνοῶν τά τοῦ διαβόλου νοήματα (Β΄ Κορ. β΄, 11) καί αἰχμαλωτίσας «πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. ι΄, 5), ὄργανον ἦν λογικόν τῷ καλῷ τεχνίτῃ, ἤτοι τῷ Παναγίῳ Πνεύματι, τῷ ἐνεργοῦντι τήν σιωπήν, τῷ κρούοντι τόν νοῦν, τῷ ἠχοῦντι τόν λόγον καί τῷ φιλοσοφοῦντι τό φθέγγεσθαι. Καί πάντα ταῦτα ἔπραττεν πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, πρός μεταμόρφωσιν καί ἀλλοίωσιν τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, πρός δόξαν Θεοῦ καί ἔπαινον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Διά τῆς τοιαύτης γάρ συγκαταριθμήσεως ἐν τοῖς δέλτοις τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, τῶν ἐν ἔργοις καί λόγοις, ἐν διδαχαῖς καί ἡσυχίᾳ λαμψάντων, ἐν μαρτυρίῳ τελειωθέντων καί ἐν ὁσιότητι κοιμηθέντων, χαρήσεται μεγάλως ἡ Ἐκκλησία πᾶσα, ἡ ἐγγύς καί ἡ μακράν, καί ὠφεληθήσεται ἅπαν τό πλήρωμα αὐτῆς. Τοῦτο γενήσεται, ἐπεί, ἐκτός ἄλλων, «ἡ μέν ἀκρόασις τῶν τοῖς πνευματικοῖς πατράσι κατορθωμάτων (ὡς τοῦ ἀειμνήστου Μεγάλου Γέροντος), τόν νοῦν καί τήν ψυχήν πρός ζῆλον διϋπνίζει• ἡ δέ διδασκαλική ἀκρόασις, πρός τήν μίμησιν τούς ζηλωτάς πέφυκεν ὁδηγεῖν», κατά τόν ἅγιον Ἰωάννην τόν Σιναΐτην.

Διά μιᾶς τοιαύτης ἱστορικῆς –τήν ἱεράν λέγω ἱστορίαν– ἀποφάσεως ὁ Γέρων Παΐσιος ἀποβήσεται ζῶσα θεολογία, διδάσκουσα πρός πάντας τόν ἀπλανῆ τρόπον τοῦ θεολογεῖν· τό ἀληθῶς βιοῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ· τό φιλοῦν ἀπαθῶς ἕως θανάτου τούς ἀνθρώπους πάντας, ἀδιακρίτως φύλου καί φυλῆς· τό μετέρχεσθαι ἀληθῶς τό μοναχικόν ἐπάγγελμα, καθιστάμενος οὕτω πρότυπον τοῦ ὀρθοδόξου μοναχοῦ, ὡς κοινοβιάτου, ἐρημίτου καί κελλιώτου, σεβομένου τάς παραδόσεις καί τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας καί πολεμοῦντος τό «πνεῦμα» τοῦ ἐκκοσμικευμένου μοναχισμοῦ· τό συνοικεῖν μετά τῶν ἀγρίων ζώων τῶν ἀποβαλλόντων τήν ἀγριότητα αὐτῶν, δοθέντος ὅτι καί τοῦτο ἐγένετο ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Γέροντος Παϊσίου, ὡς ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος φησίν: «προσπελάζουσιν αὐτῷ (τῷ δικαίῳ) ὡς δεσπότῃ ἑαυτῶν, καί σαίνουσι τάς κεφαλάς αὐτῶν, καί λείχουσι τάς χεῖρας αὐτοῦ καί τούς πόδας, διότι ἐκείνην τήν ὀσμήν τήν ἐκπνεύσασαν ἐκ τοῦ Ἀδάμ πρό τῆς παραβάσεως (ὅτε συνήχθησαν πρός αὐτόν, καί ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα ἐν τῷ παραδείσῳ), ὠσφράνθησαν ἐξ αὐτοῦ»· τό ὁσίως βιοῦσθαι καί κοιμᾶσθαι ἐν Κυρίῳ, καί ἀναμένειν τήν μεγάλην ἡμέραν Κυρίου καί ἐπιφανῆ· συνελόντι δέ εἰπεῖν, τό «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον• θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α’ Τιμ. γ’, 15-16).

Ὁ ἀείμνηστος Πατήρ ἡμῶν Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἔθετεν ἑαυτόν «ὑπό τόν μόδιον», κρυπτόμενος «ἐν ἐρημίαις καί ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ. ια΄, 38), βραγχιάζων ἐν νυχθημέρῳ δεήσει, μή δίδων «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, καί τοῖς βλεφάροις αὐτοῦ νυσταγμόν καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. ρλα΄, 4), ὑπέρ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης, ὑπέρ ζώντων καί κεκοιμημένων, καί οὕτω ἡ Ἐκκλησία, ὡς καλλίγονος καί φιλόστοργος μήτηρ, ὀφείλει θεῖναι τοῦτον «ἐπί τήν λυχνίαν», ἵνα «λάμπῃ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ» καί οὕτω λάμπον ἐν αὐτῷ καί δι’ αὐτοῦ τό φῶς τῆς Τρισηλίου θεότητος, ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν οἱ ἄνθρωποι τά καλά ἔργα αὐτοῦ καί δοξάσωσιν τόν πατέρα αὐτῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς (Ματθ. ε΄,14-16).

Ταῦτα ἀναφέρων τῇ Ὑμετέρᾳ Θειοτάτῃ Παναγιότητι, καί ὑποβάλλων ἐν ταυτῷ καί τό βιβλίον ὑπό τόν τίτλον «Βίος Γέροντος Παϊσίου», τό ἐκδοθέν πρότριτα ὑπό τῆς Καλύβης Ἀναστάσεως, Καψάλας Καρυῶν Ἁγίου Ὄρους, διατελῶ

μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
ἐξαιτούμενος τάς Πατριαρχικάς Αὐτῆς εὐχάς

Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος