Skip to main content

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἄπιστη καί διεστραμμένη γενεά

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Ι Ματθαίου

 21 Αὐγούστου 2022

Ἄπιστη καί διεστραμμένη γενεά

i mat


«ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη» (Ματθ. ιζ΄, 17)

Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στήν θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου νέου πού ἔγινε ἀπό τόν Χριστό. Στόν λόγο τοῦ πατέρα τοῦ νέου αὐτοῦ ὅτι δέν μπόρεσαν νά τόν θεραπεύσουν οἱ Μαθητές Του, ὁ Χριστός ἀπάντησε: «ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη!» (Ματθ. ιζ΄, 17). Μέ τόν λόγο αὐτό ὁ Χριστός συνδέει τήν ἀπιστία μέ τήν διαστροφή, καί κατ’ ἐπέκταση τήν πίστη μέ τήν ὀρθότητα τοῦ ἤθους καί τῆς ζωῆς.

Πράγματι, συνδέεται πολύ στενά ἡ πίστη μέ τήν ὅλη ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν κανείς πιστεύη στόν Θεό καί προσαρμόζεται σέ αὐτήν τήν κατάσταση, τότε καί τό ἦθος του καί ἡ ἐν γένει κοινωνική του συμπεριφορά εἶναι σέ ὀρθή κατεύθυνση. Δέν εἶναι δυνατόν νά πιστεύη κανείς στόν Θεό, νά δέχεται τήν διδασκαλία Του, νά τόν θεωρῆ δημιουργό του, πού τόν ἀγαπᾶ, νά πιστεύη ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά τόν σώση, νά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή, καί νά μή διαποτίζεται ἡ ζωή του ἀπό τόν εὐαγγελικό λόγο. Δέν εἶναι δυνατόν νά αἰσθάνεται κανείς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί, ὅμως, αὐτός νά μήν ἀνταποκρίνεται σέ αὐτήν τήν ἀγάπη καί νά μήν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Πάντοτε, αὐτό πού κυριαρχεῖ στόν διανοητικό καί καρδιακό χῶρο τοῦ ἀνθρώπου ἐκφράζεται καί ἐξωτερικά. Ἄν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος λέγη ὅτι πιστεύει στόν Θεό, ἀλλά αὐτό δέν ἐπηρεάζει τήν διαγωγή του καί τήν ἐξωτερική συμπεριφορά του, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πίστη του εἶναι ἀναιμική, εἶναι ἀνίσχυρη.

Στήν Δογματική τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιά τήν σχέση μεταξύ τοῦ δόγματος καί τῆς ἠθικῆς ἤ καλύτερα μεταξύ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἀπό τούς Πατέρες, καί τοῦ ἤθους, τῆς ἀσκητικῆς. Τό δόγμα εἶναι ἡ θεωρία καί ἡ ἀσκητική εἶναι ἡ πράξη. Οὔτε ἡ θεωρία χωρίς τήν πράξη μπορεῖ νά εἶναι ἀποτελεσματική οὔτε καί ἡ πράξη χωρίς τήν θεωρία μπορεῖ νά σώση τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διδάσκει ὅτι ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι φαντασία καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη εἶναι εἰδωλολατρεία. Αὐτό λέγεται καί ἀπό τόν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, ὅταν διδάσκη ὅτι «ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰάκ. β΄, 20).

Ἐάν αὐτό συμβαίνη μεταξύ πίστεως καί ἔργων, ὁπωσδήποτε συμβαίνει καί μεταξύ ἀπιστίας καί διαστροφῆς. Ὅποιος δέν πιστεύει στόν Θεό καί δέν ἔχει ἀναφορά σέ Αὐτόν, καί, ἑπομένως, στηρίζεται στόν ἑαυτό του καί στά πάθη του, εἶναι ἑπόμενο νά ἔχη διεστραμμένο ἦθος. Ὅταν τό διανοητικό μέρος τῆς ψυχῆς του δέν λειτουργῆ σωστά, τότε καί τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἤτοι τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό, ἐπηρεάζονται ἀπό τά πάθη καί γι’ αὐτό γίνονται μεγάλα ἐγκλήματα. Ἡ ἀπιστία συνδέεται μέ τήν διαστροφή τοῦ ἤθους.

Βέβαια, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πού εἴδαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, «ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη!», δέν ἀναφερόταν στήν ἀπιστία, τήν ἀθεΐα, ἀλλά στήν ἔλλειψη τῆς πίστεως ἐκ θεωρίας, ἡ ὁποία πίστη εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς. Ἑπομένως, ἄλλο εἶναι ἡ πίστη ἀπό αὐτά πού ἀκοῦμε γιά τόν Θεό καί ἄλλο εἶναι ἡ πίστη ἀπό τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὅταν φθάση κανείς στήν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τότε θεοῦται, μεταμορφώνονται ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἐπηρεασθῆ ἀπό τίς δαιμονικές ἐνέργειες. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος λέγεται θεούμενος.

Πάντως, ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ ἰσχύει καί γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, γιά ὅλους μας. Κάνουμε λόγο γιά κρίση στήν ἐποχή μας καί τήν περιορίζουμε στά οἰκονομικά, στά πολιτιστικά, στά κοινωνικά καί στά οἰκογενειακά θέματα. Ὅμως, ἡ κρίση εἶναι πνευματική καί θεολογική. Πολλοί ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Θεό καί τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, δέν προσεύχονται, δέν ἐκκλησιάζονται, δέν διαβάζουν τήν Ἁγία Γραφή, τά πατερικά βιβλία καί τούς βίους τῶν ἁγίων. Δέν στηρίζονται στόν Θεό, ἀλλά στόν ἑαυτό τους καί τά πάθη τους. Ἀκόμη, καί ὅταν θεολογοῦν, ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησιαστική, πατερική παράδοση, τό κάνουν μέσα ἀπό τά πάθη τους καί προσφέρουν τήν «θεολογία τῶν παθῶν» τους. Ἡ κρίση προέρχεται ἀπό τήν διαστροφή τοῦ ἤθους καί αὐτή ἔχει αἰτία τήν ἀπιστία ἤ τήν ἀθεΐα καί τήν ὑποκριτική πίστη. Ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του προσφέρει πίστη καί μεταμορφώνει τό ἦθος.

Ὁ Χριστός στούς μαθητές Του πού τόν ρωτοῦσαν γιατί αὐτοί δέν μπόρεσαν νά βγάλουν τό δαιμόνιο, μεταξύ τῶν ἄλλων, τούς εἶπε: «Τοῦτο δέ τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Ματθ. ιζ΄, 21). Ὁ Χριστός ἔβγαλε τό δαιμόνιο μέ τήν δύναμη τῆς θεότητάς Του, οἱ Μαθητές θά μποροῦσαν νά τό βγάλουν μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά θά μπορέσουν νά τό κάνουν, ὅταν προσευχηθοῦν καί νηστεύσουν.

Στήν ἀπάντηση αὐτή τοῦ Χριστοῦ φαίνεται ἡ μεγάλη ἀξία τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας. Δέν πρόκειται γιά αὐτονομημένες ἀρετές, ἀλλά γιά πράξεις τῶν ἀνθρώπων πού γίνονται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί προσφέρουν στόν ἄνθρωπο μεγάλη ἐνέργεια, ἀφοῦ τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέτοχος τῶν δωρεῶν τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ προσευχή εἶναι δοξολογία, εὐχαριστία, ἐξομολόγηση καί παράκληση πρός τόν Θεό, εἶναι προσφορά ὅλων τῶν δυνάμεων καί ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί, βέβαια, εἶναι μέθεξη τῆς θείας Χάριτος. Μέ τήν προσευχή θεραπεύεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, πρωταρχικά τό νοερό τῆς ψυχῆς καί στήν συνέχεια ὅλες οἱ ἄλλες ἐνέργειές της, ὅπως τό λογιστικό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό. Πρόκειται γιά μιά μεταμόρφωση τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, ἐπαναφορά στήν ἀρχική του κατάσταση. Γιατί ὅλες αὐτές οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἀρχή δημιουργήθηκαν γιά νά ἔχουν κατεύθυνση καί φορά πρός τόν Θεό, ἀλλά μέ τήν ἁμαρτία ἀπώλεσαν αὐτόν τόν ἀρχικό σκοπό καί στράφηκαν πρός τήν κτίση, τήν δημιουργία. Τώρα μέ τήν προσευχή ἀποκαθίσταται αὐτή ἡ κατάσταση.

Ἡ νηστεία εἶναι ἡ ἐλευθέρωση τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ἀπό τήν ὑποδούλωση στήν κτίση. Ὅπως ὑπάρχουν ψυχικά πάθη (ὑπερηφάνεια, ἐγωϊσμός, κενοδοξία κλπ.), ἔτσι ὑπάρχουν καί σωματικά πάθη (γαστριμαργία, φιλοκτημοσύνη, φιληδονία κλπ.). Τά σωματικά πάθη δείχνουν τήν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στήν κτίση, στά ὑλικά ἀγαθά. Ἔτσι, μέ τήν νηστεία φανερώνεται ἡ ἐπιθυμία καί ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό αὐτήν τήν ἐξάρτηση καί νά ἐπανέλθη τό σῶμα στήν ἀρχική κατάσταση, ὅπως δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό.

Ὁ Χριστιανός νηστεύει, γιατί θέλει νά ἀποκτήση ἑνότητα μέ τόν Χριστό, νά ἑλκύση τήν Χάρη Του, νά μεταμορφωθῆ καί αὐτός μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν κατά Χριστόν προσευχή καί τήν νηστεία φωτίζεται, λαμπρύνεται, μεταμορφώνεται ψυχικά καί σωματικά, καί ἔτσι ἐκδιώκει τόν διάβολο καί τίς ἐνέργειές του, ὁ ὁποῖος διάβολος εἶναι σκοτεινό πνεῦμα καί σκοτίζει αὐτούς πού συνδέονται μαζί του.

Ἄν θέλουμε νά φωτισθῆ ὁ νοῦς, ἡ ψυχή καί τό σῶμα, καί νά μεταμορφώσουμε ὅλη τήν ὕπαρξή μας, νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό κάθε ψυχική καί σωματική ἐξάρτηση, πρέπει νά προσευχόμαστε καί νά νηστεύουμε, μέ ὅλη τήν θεολογική προοπτική πού θέτει ἡ Ἐκκλησία μας, καί τότε δέν θά συγκαταλεγόμαστε στήν ἄπιστη καί διεστραμμένη γενεά.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἀσωτία καὶ ζωή

Γραπτό Κήρυγμα Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου  Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Ἀσωτία καὶ ζωή

«ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε» (Λουκ. ιε', 24)

Αγαπητοί αδελφοί,

Ο Χριστός με την παραβολή του ασώτου υιού δεν θέλει να περιγράψη την ζωη της ασωτίας απλώς, αφού η αναφορά της γίνεται με δύο μόνον λέξεις («ζων ασώτως») ενώ το βάρος πέφτει στην επιστροφή του, αλλά αφ ἑνός μεν θέλει να παρουσιάση τις συνέπειες που δημιούργησε στον νεώτερο υιο η απομάκρυνσή του από την πατρική οικία, αφ ἑτέρου δε την μεγάλη και υπερβάλλουσα αγάπη που έδειξε ο πατέρας στον επιστρέψαντα υιο.

Έτσι ερμήνευσαν την παραβολή οι θεοφόροι και πνευματέμφοροι Πατέρες, σε αντίθεση με άλλους σημερινούς που την ερμηνεύουν λογοτεχνικά η ηθικολογικά. Για μας, και γενικά για όλους τούς Ορθοδόξους, μεγάλη σημασία δεν έχει τι λέγει ο ένας και ο άλλος, αλλά τι λέγουν οι άγιοι Πατέρες, που έχουν φθάσει στην θέα του Θεού.

Με τις σκέψεις που θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσουμε να δούμε τρεις πατερικές ερμηνείες, που θα μας βοηθήσουν να εισέλθουμε στο βαθύτερο νόημα της παραβολής και να βρούμε τον εαυτό μας.

Πρώτη ερμηνεία. Ο άσωτος υιός όταν ήταν έξω από την οικία του και την πατρική του αγάπη, ήταν νεκρός. Όμως, απήλαυσε την ζωη με την επιστροφή του στον Πατέρα. Αυτή την έννοια έχουν οι λόγοι του ευσπλάγχνου πατρός: «ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε...» (Λουκ. ιε', 24). Αυτό δείχνει ότι η ζωη έξω από τον Θεο, που είναι ο Πατέρας μας είναι πνευματική νέκρωση. Ο Θεός είναι η ενυπόστατη Ζωη. Εκείνος που απομακρύνεται από Αυτόν είναι νεκρός κατά Χαριν, έστω κι αν ζη σωματικά και κατέχη μεγάλη κοινωνική θέση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νυσσης διδάσκει ότι «ου γαρ αληθώς ζη ο την αληθή μη έχων ζωήν· των αμαρτωλών η ζωη ουκ αληθώς έστιν ο λέγεται, αλλ ὀνομάζεται μόνον».

Γενικά, οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι, όπως όταν φύγη η ψυχή από το σώμα, το σώμα νεκρώνεται και αναδίδεται δυσοσμία, δείγμα ότι στερείται της ψυχής, γι’ αυτό και ενταφιάζεται το σώμα, όσο αγαπητός και αν είναι ο άνθρωπος, έτσι και όταν φύγη από την ψυχή το Πανάγιο Πνεύμα, που είναι η ψυχή της ψυχής μας, ο νους του νοός μας, η ζωη της ζωής μας, τότε η ψυχή νεκρώνεται και αναδίδει την δυσοσμία του θανάτου. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η αμαρτία είναι θάνατος της αθανάτου ψυχής. Είναι μια πραγματική κατάσταση και όχι μια απλή ψυχολογική σύγκρουση η ένα ηθικολογικό γεγονός. Όταν όμως ο νεκρός άνθρωπος επιστρέψη στον Πατέρα, τότε ζη την αληθινή ζωη και γεύεται την πραγματική ευτυχία και μακαριότητα.

Δεύτερη ερμηνεία. Άσωτος ήταν ο Αδάμ και οι απόγονοί του, αφού απομακρύνθηκαν από τον Θεό, απέβαλαν με την αμαρτία τον χιτώνα της θείας Χάριτος και φόρεσαν τον δερμάτινο χιτώνα της φθοράς και της θνητότητος. Απελάκτισεν ο ηγαπημένος την δωρεά της δυνατότητος της θεώσεως και προτίμησε την άσωτη ζωη. Απώλεσε την κοινωνία με τον Θεο. Όλη η ζωη έξω από τον Θεο είναι ασωτία.

Ήλθε όμως ο Κυριος Ιησούς Χριστός και με την ενανθρώπησή Του έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να επιστρέψη στην οικία, δηλαδή στον Εκκλησία. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο πατέρας γεμάτος αγάπη ανοίγει τις αγκάλες Του και του δίνει τον ασπασμό της ειρήνης· τον εισάγει στην οικία δηλαδή στην Εκκλησία· του δίνει το δακτυλίδι της υιοθεσίας· του φορεί δια του αγίου Βαπτίσματος την στολή την πρώτη, την στολή του Αγίου Πνεύματος. Ενδυόμαστε το Άγιο Πνεύμα όχι όπως ενδυόμαστε το ιμάτιο, αλλά όπως ο σίδηρος το πυρ. Ακόμη ο Πατήρ θύει με την θεία Ευχαριστία, τον μόσχο τον σιτευτό, του προσφέρει το Σώμα και το Αίμα του Αμνού του Θεού, «του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου». Ζώντας δε στην αγία Εκκλησία, στην οικία του Πατρός, ο άνθρωπος πανηγυρίζει και ευφραίνεται, γιατί σε αυτήν «κοινή των επουρανίων και των επιγείων συγκροτείται πανήγυρις, μία ευχαριστία, εν αγαλλίαμα, μία ευφρόσυνος χοροστασία». Μεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία «το τερπνόν και μακάριον ενηχεί μέλος, το αγγελικόν άσμα».

Έτσι, μέσα στην Εκκλησία αισθανόμαστε άνετα και βιώνουμε την πραγματική και φυσική ζωη. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, η ομοούσιος και ζωοποιός Αγία Τριάς καλεί τον άσωτο υιο και τον ζωοποιεί. Στην Εκκλησία ζούμε την αναξιότητά μας, αλλά και την μεγαλόδωρη αγάπη του Θεού, ο Οποίος Θεός μας καταδέχεται. Νοιώθουμε καλά ότι η αιτία της καταδίκης μας δεν είναι η αμαρτία, αφού όλοι είμαστε αμαρτωλοί, αλλά η άρνηση της αγάπης του Θεού. Έτσι, τα μέλη της Εκκλησίας είναι άνθρωποι που μετανοούν και βιώνουν την αγάπη του Θεού. Επομένως, η Εκκλησία δεν είναι στέρηση ζωής, αλλά πλησμονή ζωής. Δεν είναι απουσία αγάπης, αλλά περίσσεια αγάπης.

Τρίτη ερμηνεία. Ο άσωτος υιός της παραβολής εκφράζει άριστα, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άσωτο νου. Δηλαδή, όταν ο νους του ανθρώπου εξέρχεται από την καρδιά και από την διαρκή μνήμη του Θεού και στρέφεται αμαρτωλά και αισθησιακά στην κτίση, όταν «σκορπίζεται σε επιθυμία τροφών όχι αναγκαίων, σε επιθυμία σωμάτων όχι σεμνών και σε επιθυμία χρημάτων όχι ευχρήστων και σε επιθυμία κενής και αδόξου δόξης», τότε είναι στην κυριολεξία άσωτος.

Η καρδιά, κατά την Βιβλικοπατερική Παράδοση, είναι η οικία όπου ο νους διαμένει με τον Θεο. Εκεί γίνεται μια συνεχής και αέναη προσευχή. Φεύγοντας ο νους από την καρδιά σκορπά όλα τα χαρίσματα του Θεού. Κατά τούς αγίους Πατέρες «νους αποστάς του Θεού η κτηνώδης γίνεται η δαιμονιώδης», δηλαδή όταν ο νους απομακρύνεται από τον Θεό γίνεται σαν τα ζώα με τα πάθη η σαν τους δαίμονες με την υπερηφάνεια. Γι αὐτό, η επιστροφή του νου στην καρδιά και η απόκτηση της μνήμης του Θεού ζωοποιεί τον νεκρό νου, αφού φωτίζεται από την άκτιστη Χαρη του Θεού. Επομένως, ζωη χωρίς προσευχή είναι ασωτία, και ζωη με προσευχή είναι όντως ζωη.

Οι τρεις αυτές εμηνείες συνδέονται μεταξύ τους και σημαίνουν ότι ο πνευματικός θάνατος, η νέκρωση είναι ασωτία, ενώ η αφθαρσία, η αθανασία, η εν Χριστώ ζωη είναι καρποί μετανοίας και μεθέξεως του Θεού. Γι αὐτό ας μοιάσουμε, όπως λέγη ο ιερός Χρυσόστομος, με τον άσωτο υιο, που δεν ήταν άσωτος μόνον στην αμαρτία, αλλά και στην μετάνοια, για να αποκαταστήσουμε την ζωή μας στο πρωτόκτιστο κάλλος με το οποίο την στόλισε ο Δημιουργός.

+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Διδαχή καί θαῦμα

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Δ Ματθαίου

 10 Ἰουλίου 2022

Διδαχή καί θαῦμα

Γραπτὸ Κήρυγμα: Διδαχή καί θαῦμα

«Κύριε οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς,
ἀλλά μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου
» (Ματθ. η΄ 8)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Σήμερα ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση σέ ὅλα τά θέματα καί κατά συνέπεια καί στά θρησκευτικά, ὁπότε εἶναι ἀνάγκη νά παρουσιάζεται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά νά διακρίνεται ἡ ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη. Εἶναι γνωστό ὅτι μιά «Ἐκκλησία» πού δέν θεολογεῖ καί μιά «θεολογία» πού δέν ἐκκλησιάζεται δέν ἐξυπηρετεῖ τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Πολλές φορές σκέφτομαι: Πῶς μερικοί κάνουν μιά ἠθικολογική ἀνάλυση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μέ τά λατρευτικά της κείμενα, μέ τήν ἁγιογραφία κλπ. ἐπιμένει νά θεολογῆ; Γιατί γίνεται αὐτή ἡ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς; Πῶς εἶναι ἐπιτρεπτό, γιά παράδειγμα, κατά τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ τά τροπάρια νά παρουσιάζουν ὅλη τήν μυστική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί νά ἀκοῦνε ἕνα ἀθεολόγητο ἠθικολογικό κήρυγμα; Γι᾿ αὐτό μέ ἁπλές λέξεις θά παρουσιάσω μερικές θεολογικές πλευρές γιά τήν διδασκαλία καί τά θαύματα, πού ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τό θαῦμα τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου πού ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.

Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου πού ἀκούσαμε σήμερα ἔγινε εὐθύς ἀμέσως ἀπό τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό ὄρος τῶν Μακαρισμῶν. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί μᾶς δείχνει τήν σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς διδαχῆς καί τοῦ θαύματος, καθώς ἐπίσης μᾶς δείχνει καί τήν σχέση μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο καί τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός μιλοῦσε ὡς Θεάνθρωπος, «ὡς ἐξουσίαν ἔχων» (Ματθ. ζ', 29) καί θαυματουργοῦσε ὡς Θεάνθρωπος, ὅπως εἶπε: «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι» (Ἰω. ε', 17). Ἄλλοτε, ὅπως βλέπουμε στά ἅγια Εὐαγγέλια, προηγεῖται ἡ διδαχή καί ἀκολουθεῖ τό θαῦμα, ὡς ἐπισφράγιση τῆς διδαχῆς, καί ἄλλοτε προηγεῖται τό θαῦμα καί ἀκολουθεῖ ἡ διδαχή, πού ἀναλύει τήν βαθύτερη σημασία του.

Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν διδαχή Του καί τό θαῦμά Του, γιατί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνας κενός φλύαρος λόγος, ἀλλά θεία ἐνέργεια, καί ἡ πράξη τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα «φιλανθρωπικό» ἔργο, πού γίνεται ἀπό συμπάθεια γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἐπισφράγιση τῆς θείας ἀποστολῆς Του. Γιά παράδειγμα ὁ Χριστός ἔβγαζε τά δαιμόνια, ὥστε νά καταλάβουμε ὅτι Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού διώχνει τούς δαίμονας ἀπό τήν ψυχή καί μᾶς χαρίζει αἰώνια ἐλευθερία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

Σήμερα ὑπάρχουν πολλοί πού χωρίζουν τά τρία αὐτά καί διασποῦν τήν θαυμάσια αὐτή ἑνότητα. Ἄλλοι λένε ὅτι πιστεύουν στόν Χριστό ὡς Θεάνθρωπο, ἀλλά ἀρνοῦνται τά θαύματα, πού τά θεωροῦν φαντασίες τῶν ἀνθρώπων καί δέν μελετοῦν οὔτε ἐφαρμόζουν τόν λόγο Του. Ἄλλοι διαβάζουν κάθε μέρα τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά δέν πιστεύουν στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, γιατί τόν θεωροῦν ἕναν καλό διδάσκαλο, οὔτε στήν δυνατότητα τῶν θαυμάτων.  Ἄλλοι πιστεύουν στά θαύματα, ἐπιδιώκουν νά δοῦν θαύματα στήν ζωή τους, ἴσως τρέχουν σέ ὅλα τά «προσκυνήματα» ἀπό συμφέρον, ὅμως δέν ἔχουν μεγάλη πίστη στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ζοῦν εὐαγγελικά. Ὅλες, ὅμως, αὐτές οἱ περιπτώσεις δέν συνιστοῦν ὀρθόδοξη ζωή.

Εἶπα προηγουμένως ὅτι ὁ θεῖος λόγος εἶναι θεία ἐνέργεια καί ὄχι ἕνας φλύαρος ἀνθρώπινος λόγος. Αὐτό φαίνεται στό θαῦμα τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου. Ὁ ἑκατόνταρχος ζητᾶ ἕνα λόγο ἀπό τόν Χριστό καί εἶναι βέβαιος ὅτι μέ τόν λόγο αὐτό θά θεραπευθῆ ὁ δοῦλός του. Εἶπε: «Μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου». Ὁ Κύριος τότε εἶπε: «Ὕπαγε καί ὡς ἐπίστευσας, γεννηθήτω σοι». Καί τό ἀποτέλεσμα, ὅπως σημειώνει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἦταν ὅτι «ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ» (Ματθ. η', 8-13), ἀφοῦ διά τοῦ λόγου Του ἐξῆλθε θεία ἐνέργεια καί θεραπεύθηκε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας. Ὁ Θεός εἶπε «γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς» (Γεν. α', 3). Ὁ Προφητάναξ Δαυίδ ψάλλει: «Τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν» (Ψαλμ. λβ', 6), δηλαδή μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ δημιουργήθηκε ὅλος ὁ κόσμος.

Γι᾿ αὐτό, ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι προϋπόθεση ἀποκτήσεως τῆς θείας ζωῆς. Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέγει ὅτι σέ κάθε ἐντολή τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει μυστικά ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔτσι, τηρώντας τίς ἐντολές Του δεχόμαστε τόν Χριστό μέσα μας. Καί ἐπειδή ὁ Χριστός δέν εἶναι ποτέ χωρίς τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι᾿ αὐτό, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, δεχόμαστε μέσα μας τήν Παναγία Τριάδα: «Ὁ γοῦν δεξάμενος μίαν ἐντολήν καί ποιήσας αὐτήν μυστικῶς ἔχει τήν Ἁγία Τριάδα». Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἐδίδαξε ὅτι «ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς» (Ἰω. γ', 21).

Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ γράφει ὅτι ὅταν μιά ψυχή πού ἔχει ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀκούση ἕνα ρῆμα πού ἔχει μέσα του κρυμμένη δύναμη πνευματική, τότε ἐλκύεται πρός τήν ἐφαρμογή. Γι᾿ αὐτό, τό θεῖο κήρυγμα εἶναι ἀπαραίτητο γιά τήν Ἐκκλησία καί ἐντάσσεται ὀργανικά μέσα στόν χῶρο τῆς λατρευτικῆς συνάξεως. Δέν εἶναι ἕνα ξένο στοιχεῖο τῆς Λειτουργίας, ἀλλά ἀναπόσπαστο τμῆμα της. Φυσικά, τό κήρυγμα πρέπει νά εἶναι πραγματικός λόγος, φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἀνθρώπινος εὐσεβής στοχασμός.

Τό κήρυγμα, ὅταν ἐμπνέεται ἀπό τήν λατρευτική ἀτμόσφαιρα, ὅταν κινῆται μέσα στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ζωή, ὅταν εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, προετοιμάζει τόν ἄνθρωπο γιά τήν προσευχή καί τήν θεία Κοινωνία.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτό κήρυγμα: Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου - Ταμίας τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν

Ταμίας τών ακενώτων θησαυρώνἩ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εὐφραίνει τὶς καρδιές μας, γιατί ἡ Παναγία εἶναι τὸ πιὸ ἀγαπητὸ πρόσωπο μετὰ τὸν Χριστό. Αὐτὴ μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ταπείνωσή της ἔγινε ἡ αἰτία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑπομένως αἰτία τῆς σωτηρίας μας. Τῆς χρωστᾶμε πολλά. Αὐτὴ ἔδωσε σάρκα στὸν Χριστό, αὐτὴ Τὸν μεγάλωσε ἀπὸ τὰ μικρὰ Τοῦ χρόνια, ὡς Μητέρα Του. Τὰ κείμενα τῶν Πατέρων τονίζουν αὐτὴν τὴν προσφορὰ τῆς Παναγίας. Καὶ πράγματι, ἀποτελεῖ μεγάλη τιμὴ τὸ νὰ συλλάβη ἡ Παναγία τὸν Χριστὸ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, νὰ Τὸν κυοφορήση στὴν μήτρα της, νὰ Τὸν γεννήση, νὰ Τὸν θηλάση, νὰ Τὸν μεγαλώση, νὰ χαίρεται γιὰ τὴν δράση Τοῦ, νὰ πονέση κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Παθῶν καὶ τῆς Σταυρώσεώς Τοῦ, νὰ χαρῇ γιὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, νὰ Τὸν δὴ νὰ ἀναλαμβάνεται στοὺς οὐρανοὺς καὶ στὸ τέλος νὰ Τὸν δῆ νὰ ἔρχεται γιὰ νὰ παραλάβη τὴν ψυχή της μετὰ τὴν ἔνδοξη Κοίμησή της. Τί ἐξαιρετικὲς καὶ θεῖες εὐλογίες ἔλαβε ἡ Παναγία μας! Πόσο μεγάλος ἦταν ὁ πλοῦτος ποῦ δέχθηκε!

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, σκεπτόμενος ὅλη αὐτὴν τὴν προσφορὰ καὶ δόξα τῆς Παναγίας, λέγει ὅτι ἔγινε «ταμειοῦχος» καὶ «περιοχὴ χαρίτων», δηλαδὴ ἡ Παναγία ἔγινε ὁ ταμίας τοῦ πλούτου τῆς θείας Χάριτος. Ὅπως τὸ φῶς θερμαίνει καὶ φωτίζει τὸ μέρος ποῦ πέφτει, ἔτσι καὶ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ ποῦ εἰσῆλθε μέσα στὴν ὕπαρξή της, τὴν φώτισε καὶ τὴν γέμισε μὲ οὐράνιες δωρεές. Ὁ Χριστὸς ποῦ εἶναι τὸ εὐῶδες μύρον, τὴν μύρωσε καὶ τὴν γέμισε ἀπὸ θεῖα εὐωδία. Ἡ μεγάλη ἀξία τῆς Παναγίας ἔγκειται στὸ ὅτι ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ «Θεοτόκος καὶ μητέρα τοῦ Φωτός». Ἡ κοιλία της ἔγινε πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἐξαγιάσθηκε. Ἡ Παναγία εἶναι ὅ,τι πολύτιμο ἔχουμε ἀπὸ ἀνθρωπίνης πλευρᾶς, τὸ πιὸ εὐῶδες ἄνθος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι, ὅπως ὁ βασιλιᾶς στὰ ἀνάκτορα δίνει τὰ χρήματα στοὺς ἀνθρώπους διὰ μέσου τοῦ ταμία, δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ποῦ ἔχει τὸ ταμεῖο, ἔτσι καὶ ὁ Βασιλεὺς Χριστὸς μοιράζει τὰ πνευματικά του ἀγαθὰ διὰ τῆς Παναγίας. Γι’ αὐτὸ λέγει γιὰ τὴν Παναγία: «ὁ τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν ταμίας τῆς διανομῆς ἕνεκεν ἐπιτροπεύει», δηλαδὴ ἡ Παναγία ἐπιστατεῖ κατὰ τὴν διανομὴ τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν, ὡς ταμίας τοῦ πλούτου τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ μεγάλη ἀγάπη τῶν ἁγίων πρὸς τὴν Παναγία. Αἰσθάνθηκαν ὅτι ἔλαβαν τὰ χαρίσματα ἀπὸ τὸν Χριστό, διὰ τῆς Θεοτόκου, γι’ αὐτὸ τὴν παρακαλοῦσαν διηνεκῶς νὰ τοὺς προστατεύη.

Οἱ ἅγιοι εἶχαν προσωπικὴ ἐμπειρία αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, γι’ αὐτὸ καὶ προσεύχονταν θερμὰ στὴν Παναγία. Αὐτὸ δείχνουν οἱ δύο Παρακλητικοὶ Κανόνες –μικρὸς καὶ μεγάλος– ποῦ ψάλλαμε ὅλη αὐτὴν τὴν περίοδο, κάθε ἀπόγευμα στοὺς Ἱεροὺς Ναούς, ἀλλὰ τοὺς ψάλλουμε καὶ κάθε φορὰ ποῦ ἔχουμε κάποια ἀνάγκη. Αὐτὸ δείχνει ἡ Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν στὴν Παναγία, ποῦ γίνεται κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, τοὺς ὁποίους Χαιρετισμοὺς οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ διαβάζουν κάθε βράδυ κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου. Αὐτὸ δείχνουν καὶ ὅλα τὰ καταπληκτικὰ Θεοτοκία καὶ τὰ τροπάρια τὰ ὁποία ἔχουν συντάξει ἐξέχοντες ὑμνογράφοι καὶ τὰ ψάλλουμε σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες. Αὐτὸ δείχνουν οἱ ἱερὲς εἰκόνες ποῦ παρουσιάζουν τὴν Παναγία σὲ διάφορες μορφὲς καὶ σὲ διαφόρους τύπους, ἀλλὰ καὶ τὰ χιλιάδες προσωνύμια καὶ κοσμητικὰ ἐπίθετα ποῦ δόθηκαν σὲ αὐτήν.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι μὲ τὴν θεοτοκοφιλία τους αἰσθάνονται ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ὁ ταμίας τῆς θείας Χάριτος, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς δι’ αὐτῆς σκορπᾶ τὰ ἀγαθὰ Τοῦ σὲ αὐτοὺς ποῦ τὰ ζητοῦν. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὴν παρακαλεῖ: «Μετάδος ἡμῖν πλουσίως, ὧ δέσποινα, κὰν μὴ χωρῶμεν, χωρητικοτέρους ἔργασαι». Δηλαδή, τῆς ζητᾶ νὰ τοῦ μεταδώση πλουσίως ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἂν δὲν ἔχη χῶρο νὰ τὸν κάνη χωρητικότερο γιὰ νὰ δεχθῇ περισσότερα καὶ μεγαλύτερα ἀγαθὰ ἀπὸ τὸν Χριστό.

Ἀκένωτος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς «ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ» ἐλάβαμε «χάριν ἀντὶ χάριτος» (Ἰω. α', 16). Ὅσοι ἔλαβαν Αὐτὸν «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω. α', 12). Μεγάλος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας ποῦ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ πλουτίζουμε πνευματικά. Μεγάλος θησαυρὸς εἶναι ἡ Παναγία μας, ποῦ τὴν εὐλαβούμαστε, τὴν ἀγαπᾶμε καὶ τὴν σεβόμαστε. Γενικά, ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Μητέρα Τοῦ καὶ τοὺς φίλους Τοῦ, δηλαδὴ τοὺς Ἁγίους, μᾶς γέμισε μὲ πολύτιμα δῶρα, τὴν Χάρη Τοῦ, τὴν ἀγάπη Τοῦ, τὴν εἰρήνη Τοῦ, τὴν σωτηρία μας. Καὶ στὴν Παναγία ποῦ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς ὀφείλουμε αἰώνια εὐγνωμοσύνη.

Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἔχουμε πολλὲς εὐκαιρίες νὰ χαιρόμαστε, νὰ διώχνουμε τὴν ἀπελπισία, τὴν ἀπόγνωση καὶ νὰ γεμίζουμε ἀπὸ ἐλπίδα, χαρά, εἰρήνη καὶ φῶς. Ἀδελφοί, μὴν ἀφήνουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ στενοχωρῆται ἀπὸ μικροπράγματα καὶ δευτερεύοντα ζητήματα. Ἔχουμε μεγάλους πνευματικοὺς θησαυρούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Παναγία, τῆς ὁποίας εἴθε νὰ ἔχουμε τὶς πρεσβεῖες.

Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα.

Ὁ Μητροπολιτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἐπάνοδος στό βάθος

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ 

25 Σεπτεμβρίου 2022


Ἐπάνοδος στό βάθος

«ὡς δέ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρός τόν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος καί χαλάσατε τά δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. ε΄, 4)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Μέ τήν σημερινή Κυριακή ἀρχίζει μιά μεγάλη περίοδος στήν Ἐκκλησία, κατά τήν ὁποία θά διαβάζονται κάθε Κυριακή περικοπές ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καί αὐτό θά γίνη μέχρι τήν Κυριακή πρό τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως.

Τό Εὐαγγέλιο πού ἔγραψε ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔχει μερικές ἰδιαιτερότητες πού τό διακρίνουν ἀπό τά ἄλλα Εὐαγγέλια, ὅτι δείχνει περισσότερο τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στούς πτωχούς, τούς περιφρονημένους, τίς γυναῖκες, τά παιδιά, τούς ἁμαρτωλούς, καί ἔχει μέσα του ἕναν οἰκουμενικό χαρακτήρα, ἀφοῦ δείχνει τό ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ καί στούς Ἰουδαίους καί στούς Ἐθνικούς. Χρησιμοποιεῖται δέ καί μιά ἰατρική ὁρολογία, ἀφοῦ προέρχεται ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ πού ἦταν ἰατρός κατά τό ἐπάγγελμα.

Στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὡς θέμα παρουσιάζεται ἡ κλήση τῶν πρώτων Μαθητῶν καί αὐτό ἔγινε μέ ἀφορμή τήν θαυματουργική ἁλιεία. Οἱ ἁλιεῖς ὅλη τήν νύκτα δέν εἶχαν πιάσει ψάρια καί ἔπλεναν τά δίκτυά τους. Ὁ Χριστός εἰσῆλθε σέ ἕνα ἀπό τά πλοῖα πού ἦταν τοῦ Σίμωνα Πέτρου καί ἄρχισε νά διδάσκη τόν λαό. Μόλις τελείωσε τήν διδασκαλία του εἶπε στόν Σίμωνα Πέτρο νά ἐπανέλθη στό βάθος τῆς λίμνης καί νά ρίξη πάλι τά δίκτυα. Ὁ Σίμων Πέτρος ἐπειδή ἤξερε ὡς ψαράς ὅτι αὐτό δέν μποροῦσε νά ἔχη ἀποτέλεσμα, ἔφερε μιά ἀντίρρηση, ἀλλά τελικά ἔκανε ὑπακοή καί συνέλεξε πολλά ψάρια. Αὐτό τόν ἔκανε νά γεμίση ἀπό δέος καί ὁ Χριστός ἐκάλεσε καί αὐτόν καί τούς υἱούς τοῦ Ζεβεδαίου, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη νά Τόν ἀκολουθήσουν, ὅπως καί ἔγινε.

Ἔχει, λοιπόν, μεγάλη σημασία αὐτό τό «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος» πού ἐλέχθη μετά πού τελείωσε τήν ὁμιλία Του. Ἔτσι πρέπει νά γίνη σέ μᾶς μέ ἄλλην, βέβαια, ἔννοια. Παρατηροῦμε στίς ἡμέρες μας ὅτι ὅλη ἡ σύγχρονη ζωή καί ἡ δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου κινεῖται ἐξωτερικά, ἡ προσοχή τοῦ ἀνθρώπου παραμένει στήν ἐπιφάνεια.

Κατ’ ἀρχάς ἐπικρατεῖ μιά ἔντονη αἰσθησιοκρατία, μιά ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων μέ τήν ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς. Παντοῦ κυριαρχεῖ ἡ εἰκόνα, ἡ εἴδηση, ἡ πληροφορία, ἡ ἀπόλαυση. Μιά «εἰκονική πραγματικότητα» κυριαρχεῖ στήν ζωή μας, ἡ ὁποία εἶναι ψευδής καί ἀπατηλή ἀπόλαυση. Μέ τήν αἰσθησιοκρατία συνδέεται καί ἡ εὐδαιμονία. Στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων οἱ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται μέ τήν λογική ἐπεξεργασία τῶν ἐννοιῶν, τῶν λέξεων, τῶν εἰκόνων, ὁπότε αὐτό χαρακτηρίζεται ὡς λογικοκρατία πού συνδέεται μέ τήν φαντασία.

Βέβαια, δέν μποροῦμε νά ἀπορρίψουμε τόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καί τῆς λογικῆς, ἀλλά δέν μποροῦμε νά τά ἀναγάγουμε σέ αὐθεντίες, μέ τό νά τά ἀπομονώσουμε ἀπό τήν ὅλη ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλο εἶναι οἱ αἰσθήσεις καί ἄλλο ἡ αἰσθησιοκρατία∙ ἄλλο εἶναι ἡ λογική καί ἄλλο ἡ λογικοκρατία∙ ἄλλο εἶναι ὁ ὀρθός λόγος καί ἄλλο ὁ ὀρθολογισμός.

Δυστυχῶς, αὐτή ἡ ἐνασχόληση μέ τήν ἐπιφάνεια παρατηρεῖται καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἀσχολούμαστε ὑπερβολικά μέ αὐτό πού φαίνεται, μᾶς ἀρέσει ὁ ἐξωτερικός διάκοσμος, οἱ ἐξωτερικές δραστηριότητες, πού λέγεται ἀκτιβισμός, καί δέν ἀσχολούμαστε μέ τό βάθος τῆς ζωῆς μας πού εἶναι ὁ νοῦς, ἡ καρδιά, ὁ Θεός, ἡ σωτηρία μας, τό αἰώνιο μέλλον μας. Ἐπομένως, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος» ἔχει πολλή σημασία στίς ἡμέρες μας.

Πρῶτα πρέπει νά τονισθῆ ὅτι ὁ Χριστός εἶπε αὐτόν τόν λόγο, ὅταν τελείωσε τήν ὁμιλία του, πού σημαίνει ἀκοῦμε καί διαβάζουμε τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων. Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο σέ μιά ἐποχή πού μᾶς ἀποσποῦν τόν νοῦ οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων, ποικίλης κατεύθυνσης, καί μᾶς ἀποπροσανατολίζουν. Ἔτσι, ἀφοῦ τηρήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ὁ νοῦς μας ἀρχίζει νά συγκεντρώνεται ἀπό τήν παραζάλη τῆς περιπλάνησής του στόν αἰσθητό καί φανταστικό κόσμο, τότε θά εἰσέλθουμε στό βάθος τῆς ψυχῆς μας. Στήν συνέχεια θά ἀκούσουμε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ νά Τόν ἀκολουθήσουμε καί νά γίνουμε μαθητές Του, δηλαδή μαθητές τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Τό «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος» σημαίνει τό νά ἀρχίζουμε νά σκεπτόμαστε ὀρθά σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ εἴμαστε Χριστιανοί, τό νά θέτουμε συνεχῶς καλούς λογισμούς, γιατί ἀπό αὐτούς τούς καλούς λογισμούς θά ἔλθη ἡ πνευματική ὑγεία, θά ἀποβάλουμε τήν αὐτονομία, τήν ἀπελπισία, τήν ἀπόγνωση, τήν θλίψη.

Ἔπειτα, τό «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος» σημαίνει ὅτι πρέπει νά κάνουμε αὐτοεξέταση μέσα μας γιά νά δοῦμε σέ ποιά κατάσταση βρίσκεται ἡ ψυχή μας. Ὅπως γιά νά βροῦμε τήν αἰτία διαφόρων ἀσθενειῶν τοῦ σώματος κάνουμε ὅλες τίς ἀπαραίτητες ἐξετάσεις, κατά τόν ἴδιο τρόπο πρέπει νά ἐξετάσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν αὐτογνωσία, τήν αὐτοεξέταση μέσα στό πνεῦμα τῆς μετανοίας.

Ἀκόμη, τό «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος» σημαίνει νά βροῦμε τόν χῶρο τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς, ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός. Αὐτό γίνεται μέ τήν προσευχή στόν Θεό, μέ τήν Εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» καί μέ ὅλη τήν παράδοση πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας πού χαρακτηρίζεται ἡσυχαστική, φιλοκαλική καί νηπτική ζωή.

Ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δέν ἀσκοῦνται σέ αὐτό τό ἐσωτερικό ἄθλημα, γι’ αὐτό πάσχουν ἀπό πόνο, ὀδύνη, θλίψη, κατάθλιψη. Καί ἄλλοι ἀπό αὐτούς καταλήγουν σέ φάρμακα, σέ ἠρεμιστικά καί ναρκωτικά, καί ἄλλοι φθάνουν σέ μεθόδους ἀνατολικῆς φιλοσοφίας καί θρησκείας, πού στήν βάση τους εἶναι, ὅπως ἔχουν χαρακτηρισθῆ, «ψυχοναρκωτικά».

Δυστυχῶς, εὐθυνόμαστε καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Κληρικοί, θεολόγοι καί μοναχοί πού, ἐνῶ ἔχουμε στήν Ἐκκλησία μας πλούσια νηπτική καί ἡσυχαστική παράδοση ἡ ὁποία βοηθᾶ σέ αὐτό τό «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος», οὔτε τό γνωρίζουμε οὔτε τό διδάσκουμε, ὁπότε πολλοί Χριστιανοί εἴτε παραμένουν στά ἐξωτερικά, τήν ἡδονοκρατία, τήν αἰσθησιοκρατία μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται γιά τήν πνευματική, ψυχική καί σωματική ὑγεία, εἴτε ἀναζητοῦν αὐτήν τήν ἐσωτερική ἠρεμία σέ ἀλλότριες παραδόσεις πού τούς ἐμπλέκουν σέ ἄλλες περιπέτειες. Πρέπει νά βροῦμε τόν τρόπο νά ἐξασκηθοῦμε στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος», γιά νά βροῦμε τόν χαμένο ἑαυτό μας.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ δύναμη τοῦ Ὀνόματος

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ ΣΤ΄ Λουκᾶ

23 Ὀκτωβρίου 2022

Ἡ δύναμη τοῦ Ὀνόματος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ δύναμη τοῦ Ὀνόματος

«ἰδών δέ τόν Ἰησοῦν καί ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καί φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοί καί σοί, Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου;» (Λουκ. η', 28)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ὁ δαιμονισμένος τῶν Γαδαρηνῶν ἔκραξε, ἔπεσε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί εἶπε: Τί σχέση ὑπάρχει μεταξύ μας, υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; (Λουκ. η', 28). Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν τρομερή γιά τούς δαίμονες πού ὑπῆρχαν μέσα στόν δυστυχισμένο ἐκεῖνο ἄνθρωπο. Αὐτήν τήν μεγάλη δύναμη ἔχει καί τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, πού δηλώνει τήν παρουσία Του, γι᾿ αὐτό καί οἱ Πατέρες συνιστοῦν συχνά νά προσευχόμαστε μέ τήν «εὐχή» τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν καταλήστευση καί τήν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου.

Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νά κατανοήσουμε τήν σημασία, τίς ἰδιότητες καί τήν φύση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του γράφει: «Ταῦτα γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ». (Ἰω. κ', 31). Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Ἐχαρίσατο αὐτῷ ὁ Θεός ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων...» (Φιλ. β', 9-10). Τήν δύναμη τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ μποροῦμε νά τήν δοῦμε στά ὅσα θά γραφοῦν στήν συνέχεια.

Ὁ Θεός πού ὡς πρός τήν Οὐσία Του εἶναι ἀνώνυμος καί ἄγνωστος, ὡς πρός τίς Ἐνέργειές Του εἶναι γνωστός καί «ὀνομαστός». Γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Θεός ἀπεκάλυπτε διαδοχικά τόν Ἑαυτό Του στούς ἀνθρώπους διά τῶν Ὀνομάτων. Κάθε ἀποκάλυψη ἑνός νέου Ὀνόματος στούς Προφῆτες σήμαινε τήν ἀποκάλυψη μιᾶς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Τό Ὄνομα εἶχε διπλῆ σημασία, κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο τόν Ἁγιορείτη. Ἀφ᾿ ἐνός μέν φανέρωνε τήν παρουσία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ προσέφερε γνώση Αὐτοῦ. Ἔτσι, τό ὄνομα «Ἰησοῦς» δείχνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ ὡς Σωτῆρος καί ὅτι Αὐτός εἶναι καί ἡ Σωτηρία καί ἀκόμη δείχνει ὅτι ὁ Θεός πῆρε τήν δική μας φύση καί ἄρα εἶναι δυνατόν νά γίνουμε τέκνα Θεοῦ.

Αὐτό τό αἰσθάνονται οἱ ἅγιοι, πού, ὅταν ἐπικαλοῦνται αὐτό τό Ὄνομα, γεμίζουν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, μέ τήν ἐπίκληση αὐτοῦ τοῦ Ὀνόματος οἱ ἄνθρωποι ἐκδιώκουν τόν πονηρό δαίμονα, ἀποκτοῦν τήν ἀληθινή ζωή, πού εἶναι γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» εἶναι, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, καί «προσευχή καί ὑπόσχεση καί ὁμολογία πίστεως, χορηγός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί θείων δώρων, κάθαρση καρδίας, ἐξορία δαιμόνων, σκήνωμα Ἰησοῦ Χριστοῦ, πηγή πνευματικῶν ἐννοιῶν καί θείων λογισμῶν, ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἰατρεῖον, ἄσυλο ψυχῶν καί σωμάτων, χορηγός θείου φωτισμοῦ, φρέαρ τοῦ θείου ἐλέους, πρέσβυς δι᾿ ἀποκάλυψιν τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Χριστός ρώτησε τόν δαιμονισμένο ποιό ἦταν τό ὄνομά του καί ὅσοι ἦταν μέσα του ἀπάντησαν: «Λεγεών· ὅτι πολλά δαιμόνια εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν» (Λουκ. η', 30). Αὐτό δείχνει τήν καταστρεπτική, ἐξουθενωτική καί τυραννική ἐνέργεια τοῦ διαβόλου.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνεχῶς βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή καί τήν πολεμική μανία τῶν δαιμόνων. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος (ψυχή καί σῶμα) ὑπόκειται στήν ἐπήρεια καί στήν αἰχμαλωσία τοῦ Σατανᾶ. Οἱ δαίμονες ἐνεργοῦν σέ ὅλα τά μέρη τῆς ψυχῆς καί στό σῶμα. Ἄλλοι ἀπό τούς δαίμονες παραπλανοῦν τόν ἄνθρωπο στόν ζόφο τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀγνοίας διά τῶν αἰσθήσεων, ἄλλοι ἐνεργοῦν διά τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν, ἄλλοι χρησιμοποιώντας τό σῶμα ἐξάπτουν τά πάθη στήν ψυχή καί δημιουργοῦν ἀκάθαρτες φαντασίες.

Ἑπομένως, οἱ δαίμονες πάντοτε ἐνεργοῦν διά τῶν λογισμῶν, τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν παθῶν, ἀλλά μερικές φορές καταλαμβάνουν καί τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου καί ἔτσι δαιμονίζεται ὁ ἄνθρωπος ὁλοκληρωτικά. Τότε δέν ὁμιλεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δι᾿ αὐτοῦ. Αὐτό τό βλέπουμε στό περιστατικό πού περιγράφει τό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Μόλις πλησίασε ὁ Χριστός τόν δαιμονισμένο ἄνθρωπο, μίλησαν τά δαιμόνια καί συγχρόνως αὐτά παρεκάλεσαν τόν Χριστό νά τούς ἐπιτρέψη νά εἰσέλθουν στούς χοίρους καί νά μή διατάξη νά ὁδηγηθοῦν στήν ἄβυσσο.

Αὐτό φανερώνει μιά μεγάλη ἀλήθεια. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Καί πνεύματα προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεται» (Α' Κορ. ιδ', 32). Δηλαδή, τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν ἔρχεται στόν ἄνθρωπο, δέν τοῦ ἀφαιρεῖ τήν ἐλευθερία. Ὁ Προφήτης βιώνει μεγάλες καταστάσεις Χάριτος, χωρίς νά χάνη τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο, τήν λογική του, τήν ἐλευθερία του. Ἔτσι, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε στούς Εὐαγγελιστάς τό τί θά γράψουν, ἐνῶ τό πῶς θά τό γράψουν ἦταν θέμα τοῦ κάθε Εὐαγγελιστοῦ.

Αὐτό ὅμως δέν συμβαίνει καί μέ τά πονηρά πνεύματα. Ὅταν καταλαμβάνουν τόν ἄνθρωπο, τοῦ στεροῦν τήν ἐλευθερία καί αὐτά ὁμιλοῦν δι᾿ αὐτοῦ. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἄλαλος καί κωφός. Τό βλέπουμε στούς δαιμονισμένους πού καί σήμερα συναντᾶμε στά ἱερά προσκυνήματα τῶν ἁγίων. Ἀπό τόν τρόπο τῆς ὁμιλίας καί ἀπό τό περιεχόμενο τῶν λόγων τους φαίνεται ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἄλλος μέσα τους, πού τούς ἐξαναγκάζει νά κάνουν ὅ,τι δέν θέλουν αὐτοί οἱ ἴδιοι.

Τελικά, ὁ διάβολος, ὅπως εἴδαμε στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἀφαιρεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο τό ἱμάτιο, δηλαδή τήν στολή τοῦ Βαπτίσματος, τόν ὁδηγεῖ ἔξω ἀπό τήν οἰκία, δηλαδή ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, τόν κάνει νά παραμένη στά μνήματα, δηλαδή στά νεκρά ἔργα τῆς ἁμαρτίας καί τόν ἀλλοτριώνει ἀπό τόν ἑαυτό του. Ὁ Χριστός κάνει τόν ἄνθρωπο «ἱματισμένον καί σωφρονοῦντα», διαμένοντα στήν Ἐκκλησία.

Γι᾿ αὐτό, ἄς προσευχόμαστε μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς μας μέ τήν «εὐχή» τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

 

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ ἐκκλησιαστική διδαχή

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Δ΄ Λουκᾶ Ἁγ. Πατέρων Ζ´ Οἰκ. Συνόδου

16 Ὀκτωβρίου 2022

Ἡ ἐκκλησιαστική διδαχή

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ ἐκκλησιαστική διδαχή

«ὁ σπόρος ἐστίν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. η', 11)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἡ ἑρμηνευτική διδασκαλία τῆς παραβολῆς τοῦ Σπορέως καί ἡ διασάφηση ὅτι ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα ἀπό τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού ἀξιώθηκαν καί ἀξιώνονται νά γνωρίσουν οἱ μαθητές τῆς οὐράνιας αὐτῆς Βασιλείας. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ κηρύγματος μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀποκάλυψη καί ἑρμηνεία τῶν μυστηρίων τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, σέ αὐτούς πού τήν ἀναζητοῦν. Εἶναι μιά πραγματική ἱερουργία, μιά μεταμορφωτική δύναμη. Αὐτή ἡ βασική διδασκαλία θά ἑρμηνευθῆ στά ἑπόμενα.

Σέ κάθε εὐχαριστιακή καί λατρευτική σύναξη γίνεται ἀνάγνωση τῶν εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν περικοπῶν, πού ἐπελέγησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἔπειτα ἀκολουθεῖ ἡ ἑρμηνεία τους.

Ἔτσι, ὁ λόγος τοῦ Λόγου ἔχει ζωή, δύναμη μεταμορφωτική. Ὅταν αὐτός ὁ λόγος ἀναλύεται στήν θεία Λειτουργία ἀπό τούς ἁγίους, πού ἑνώθηκαν μέ τόν Λόγο Χριστό, συντελεῖ στήν πνευματική καρποφορία τῶν Χριστιανῶν, ἄν καί αὐτοί διαθέτουν τίς κατάλληλες προϋποθέσεις. Τό κήρυγμα εἶναι ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς θείας Λειτουργίας καί τῆς Λατρείας καί μέσα στήν ἀτμόσφαιρά τους πρέπει νά γίνεται.

Λέγεται αὐτό γιατί, δυστυχῶς, πολλοί Χριστιανοί θεωροῦν τό κήρυγμα ὡς ἕνα ξένο στοιχεῖο μέσα στήν θεία Λειτουργία. Καί ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ κηρύγματος δυσανασχετοῦν κατά ποικίλους τρόπους. Βέβαια, ἔχει μεγάλη σημασία τό τί λέγεται καί ἀπό ποιόν λέγεται τό κήρυγμα. Αὐτό θά τό δοῦμε πιό κάτω.

Ἐδῶ πρέπει νά τονισθῆ ἡ ἀλήθεια ὅτι συνήθως δέν θέλουν νά ἀκοῦνε κήρυγμα ὅσοι ἔχουν μάθει νά ζοῦν συναισθηματικά μέσα στήν Λατρεία, ὅσοι δέν αἰσθάνονται τήν Ἐνορία ὡς οἰκογένεια, καί τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὅσοι αἰσθάνονται τήν θεία Λειτουργία σάν μιά ἀλλαγή παραστάσεων καί σάν μιά Κυριακάτικη ἀναψυχή καί ξεχνοῦν ὅτι στήν θεία Λειτουργία προσφέρουμε ὅλη μας τήν ζωή καί ἔπειτα ὅλη μας ἡ ζωή λειτουργεῖται κανονικά καί φυσικά.

Τήν ἀξία τοῦ κηρύγματος τήν ἔχουν ἀντιληφθῆ οἱ Χριστιανοί πού ἔζησαν τήν μυστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖνοι πού δέν τήν θεωροῦν ὡς ἕναν κατεστημένο θεσμό, ἀλλά ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναλύει τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐνέργεια τοῦ Λόγου, ἔχει δύναμη, γι᾿ αὐτό, ὅπως γράφει, «ζῶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καί διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καί πνεύματος, ἁρμῶν τε καί μυελῶν» (Ἑβρ. δ΄, 12).

Στόν ἄνθρωπο πού ἔχει προετοιμασθῆ κατάλληλα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ βαθιά, εἰσέρχεται μέσα σέ ὅλη του τήν ὕπαρξη καί τόν μεταμορφώνει, τόν τρέφει καί τόν ζωογονεῖ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό ἤ ἀπό ἀνθρώπους πού εἶναι ἑνωμένοι μαζί Του, εἶναι ζωοποιός, φέρει τόν ἄνθρωπο σέ βαθειά μετάνοια καί φωτοποιεῖ τήν ὕπαρξή του.

Σέ μιά ὁμιλία του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς παρακαλεῖ τούς ἀκροατές του νά συντείνουν καί νά ἀνατείνουν τό ὄμμα τῆς διανοίας τους πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος γιά νά μεταμορφωθοῦν, καί ἀφοῦ δεχθοῦν τήν θεία αἴγλη, νά γίνουν σύμμορφοι «ὁμοιώματι τῆς δόξης τοῦ Κυρίου». Κατά τόν ἴδιο ἅγιο Πατέρα, ὅπως κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου τό πρόσωπό Του ἔλαμψε σάν τόν ἥλιο καί τά ἱμάτια Του ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς (Ματθ. ιζ', 2), ἔτσι καί τό γράμμα τοῦ λόγου, πού εἶναι τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ, κάτω ἀπό τό όποῖο ὑπάρχει ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ «λευκόν μέν ὄν καί σαφές, ἅμα δέ καί στίλβον καί λαμπρόν καί οἷον μαργαρῶδες· μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεον τοῖς ἐν πνεύματι τά τοῦ Πνεύματος ὁρῶσι».

Ἡ παρομοίωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μέ τόν σπόρο ἐκφράζει μιά βαθειά ἔννοια. Ὅπως ὁ σπόρος ἐξωτερικά δέν δείχνει κάτι σπουδαῖο, ἐσωτερικά ὅμως κρύπτει μεγάλες δυνάμεις πού μποροῦν μέ ὁρισμένες προϋποθέσεις νά ἐκδηλωθοῦν, ἔτσι καί ὁ θεῖος λόγος ἐξωτερικά φαίνεται πτωχός, ἀδύνατος ἐν σχέσει μέ τούς ἄλλους περίτεχνους ἀνθρωπίνους λόγους, ἀλλά ὅμως κρύβει τέτοιες δυνάμεις μέσα του, πού, ὅταν τίς δῆ κανείς, ἐκπλήσσεται. Κάτω ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὅτι ἀπό μερικές φράσεις τοῦ Εὐαγγελίου ἤ ἀπό μερικές φράσεις ἑνός κηρύγματος μεταστρέφονται ψυχές καί πιστεύουν στόν Χριστό. Ὅταν, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ προσφέρεται καθαρά καί ὅταν ἀκούγεται καθαρά, ἀναγεννᾶ τούς ἀνθρώπους.

Τό κήρυγμα δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος λόγος πού καταναλίσκεται στήν ἀνάπτυξη ὡραίων ἰδεῶν, στήν προβολή ἐκπληκτικῶν συνθημάτων ἤ διαφημίσεων, στήν παρουσίαση φιλοσοφικῶν ἐννοιῶν καί στοχασμῶν, ἀλλά εἶναι θεῖος λόγος πού ἀποβλέπει στήν σωτηρία τῶν πιστῶν. Ὅταν ὑπάρχουν ὁρισμένες προϋποθέσεις, δηλαδή εἰλικρίνεια, ἀναζήτηση πραγματική, καλλιεργημένο χωράφι, τότε καρποφορεῖ ὁ σπόρος τοῦ Θεοῦ μέ ἐκπληκτικά ἀποτελέσματα. Ἀντίθετα, σέ αὐτούς πού σκέπτονται μόνον τήν παροῦσα ζωή, μέ τίς φροντίδες, τίς μέριμνες, καί τήν ἀλαζονεία τοῦ πλούτου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ παραμένει ἄκαρπος. Ἐδῶ βλέπουμε τήν θεολογική ἔννοια τῆς συνέργειας. Δηλαδή, πρέπει νά συνεργήση καί ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἀνατείλη μέσα του ὁ ἥλιος τῆς σωτηρίας.

Πολλοί συγκινοῦνται ἀπό τό κοινωνικό ἔργο καί παραγνωρίζουν τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Θέλουν τήν Ἐκκλησία νά παύση νά ἐνδιαφέρεται γιά τό κήρυγμα, καί γι᾿ αὐτήν τήν λατρεία ἀκόμη, καί νά ἀσχολῆται μέ τήν κοινωνική προσφορά. Αὐτό, ὅμως, συνιστᾶ πραγματική ἄγνοια. Γιατί ἡ Ἐκκλησία μέ τήν θεία διδαχή ξεπερνᾶ τήν κοινωνική ἐργασία καί ἀναπτύσσει τήν φιλανθρωπία.

Τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, ὅταν συνδέεται μέ τήν θεία Εὐχαριστία καί ἐμπνέεται ἀπό τήν ἀτμόσφαιρά της, εἶναι ἡ μεγαλύτερη προσφορά στόν ἄνθρωπο.

Νά δεχόμαστε στήν καθαρή καρδιά μας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά νά καρποφορῆ πλούσια.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ ἡμέρα Κυριακή

Κυριακή 14 Ἰουλίου

Ἡ Κυριακή εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος. Δυστυχῶς, ἐμεῖς θεωροῦμε στήν καθημερινή μας συζήτηση ὅτι ἡ ἑβδομάδα ἀρχίζει τήν Δευτέρα, ἴσως ἐπειδή εἶναι ἡ πρώτη ἐργάσιμη ἡμέρα, καί τότε εὐχόμαστε στούς ἄλλους «καλή ἑβδομάδα». Ὅμως, ὅπως καί ἡ λέξη δηλώνει, εἶναι ἡ δεύτερη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ ἡ πρώτη ἡμέρα εἶναι ἡ Κυριακή.

Οἱ Ἑβραῖοι τήν χαρακτήρισαν ὡς «μία τῶν Σαββάτων» (Ματθ. κη΄, 1), ἀφοῦ τό Σάββατο ἦταν ἡ τελευταία, ἡ ἑβδόμη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος καί ἡ σημερινή Κυριακή ἦταν πρώτη. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί πού προσέλαβαν τήν διαίρεση τῆς ἑβδομάδος ἀπό τούς Ἑβραίους ὀνόμασαν τήν «μία τῶν Σαββάτων», δηλαδή τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ὡς Κυριακή, πού σημαίνει ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ἡμέρα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ καί ἀφιερώνεται σέ Αὐτόν, καί γι’ αὐτό γιά τούς Χριστιανούς εἶναι ἡμέρα ἀργίας καί προσευχῆς.

Ὅταν ἐπισκέπτεται κανείς τήν Μέση Ἀνατολή, ὅπου συνυπάρχουν οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές Θρησκεῖες, θά δῆ ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι ἔχουν ὡς ἡμέρα ἀργίας τήν Παρασκευή, οἱ Ἑβραῖοι τό Σάββατο καί οἱ Χριστιανοί τήν Κυριακή, καί αὐτό δείχνει τήν διαφορά μεταξύ τους. Ἐμεῖς στηριζόμαστε στόν Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα Χριστό καί γι’ αὐτό τήν Κυριακή τελοῦμε τήν ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία, ἔχουμε ἀργία γιά τόν ἐκκλησιασμό, προσευχόμαστε στόν Χριστό, ἀναπαυόμαστε σωματικά καί ψυχικά, καί γενικά αὐτήν τήν ἡμέρα τήν ἀφιερώνουμε στόν Χριστό.

Αὐτό φαίνεται καθαρά στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, στό ὁποῖο γράφεται: «Ἐγώ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφός ὑμῶν καί συγκοινωνός ἐν τῇ θλίψει καί βασιλείᾳ καί ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ,... ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ, καί ἤκουσα φωνήν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. α΄, 9-10), καί περιγράφει τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ καί τήν οὐράνια θεία Λειτουργία πού ἀξιώθηκε νά δῆ.

Εἶναι φανερό ὅτι ἡ Κυριακή εἶναι ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, συγχρόνως εἶναι καί ἡ πρώτη ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ Θεός δημιούργησε τό φῶς, ἀλλά εἶναι καί ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κατά τήν ὁποία κατέβηκε τό Ἅγιον Πνεῦμα στούς Μαθητές καί Ἀποστόλους ὡς πύρινη γλώσσα, καί ἀκόμη ὑπενθυμίζει καί τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά νά κρίνη ζῶντες καί νεκρούς καί νά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰώνιας καί ἀτελεύτητης καί ἀβασίλευτης ἡμέρας τοῦ ἀκτίστου Φωτός.

Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Κυριακή εἶναι ἡ ἀρχαιότερη πρώτη ἑορτή πού ἑορτάζεται ἀπό τούς Χριστιανούς καί εἶναι τό ἑβδομαδιαῖο Πάσχα. Ὅπως ἔχουμε τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα τήν ὁποία ἑορτάζουμε μία φορά τόν χρόνο, ἔτσι, ἄν θεωρήσουμε τήν μία ἑβδομάδα ὡς ἕνα ἔτος, τότε ἡ Κυριακή εἶναι τό «ἑβδομαδιαῖο Πάσχα», κατά τήν ὁποία τελεῖται ἡ ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία καί ψάλλονται ὅλα τά ἀναστάσιμα τροπάρια.

Μετά τήν Καινή Διαθήκη συναντοῦμε τήν ἀξία τῆς Κυριακῆς ὡς τήν κατ’ ἐξοχήν ἑορταστική ἡμέρα σέ ἐπιστολή πού φέρεται ὅτι γράφηκε ἀπό τόν Ἀπόστολο Βαρνάβα, ὁ ὁποῖος μάλιστα τήν ἀποκαλεῖ ὀγδόη ἡμέρα: «Διό καί ἄγομεν τήν ἡμέραν τήν ὀγδόην ὡς εὐφροσύνην, ἐν ᾗ καί Ἰησοῦς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», διότι ἡ Κυριακή ἀναφέρεται καί στήν μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετά τήν συντέλεια τοῦ κόσμου.

Ἀκόμη, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος στήν ἐπιστολή του πρός Μαγνησίους, γράφει ὅτι πλέον μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν σαββατίζουμε, «ἀλλά κατά Κυριακήν Κυρίου ζῶντες, ἐν ᾗ καί ἡ ζωή ἡμῶν ἀνέτειλε δι’ αὐτοῦ».

Ἐπί πλέον, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ μάρτυς καί φιλόσοφος στά μέσα τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., δίνει τήν μαρτυρία ὅτι «τήν τοῦ ἡλίου ἡμέραν κοινῇ πάντες τήν συνέλευσιν ποιούμεθα». Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ Κυριακή χαρακτηρίζεται ὡς ἡμέρα τοῦ ἡλίου, δηλαδή τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, καί μέ αὐτήν τήν ἔννοια πέρασε ἡ Κυριακή καί σέ ἄλλες γλῶσσες, ὅπως στήν ἀγγλική γλώσσα ὡς Sunday = ἡμέρα τοῦ ἡλίου.

Στά μέσα τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. «ἡ Διδαχή τῶν Ἀποστόλων» σαφῶς παραγγέλλει στούς Χριστιανούς νά συνέρχονται κατά τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς γιά νά ἀκοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά τρέφονται ἀπό τήν θεία τροφή, τό Σῶμα καί τό Αἶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι, καθιερώθηκε ἡ ἀξία τῆς Κυριακῆς καί μάλιστα ἡ Σύνοδος τῆς Λαοδικείας μέ τόν 29ο ἱερό Κανόνα της παραγγέλλει: «Δέν πρέπει οἱ Χριστιανοί νά φέρονται ὡς Ἰουδαῖοι καί νά κρατοῦν τό Σάββατο ὡς ἀργία, ἀλλά νά ἐργάζονται αὐτοί καί αὐτήν τήν ἡμέρα, ὡς Χριστιανοί νά τηροῦν τήν Κυριακή, ἄν βέβαια μποροῦν, ὥστε νά τήν ἔχουν ἀργία. Κι ἄν βρεθοῦν Χριστιανοί πού ἰουδαΐζουν, νά ἀποκόπτονται ἀπό τίς σχέσεις τους μέ τόν Χριστό».

Αὐτό συνιστᾶται διότι τότε δέν εἶχε ἀκόμη καθιερωθῆ ἡ Κυριακή ὡς ἐπίσημη ἀργία, γι’ αὐτό πρέπει οἱ Χριστιανοί νά τήν θεωροῦν ἡμέρα ἀργίας γιά νά ἐκκλησιασθοῦν. Ὅμως, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καθιέρωσε τήν Κυριακή ὡς ἀργία.

Ἀργότερα, ἐγράφησαν ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό τά ἀναστάσιμα τροπάρια πού ψάλλονται στόν ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου καί τόν ὄρθρο τῆς Κυριακῆς, τά ὁποῖα εἶναι ἐκπληκτικά, γεμάτα ἀπό θεολογία ἀναστάσεως.

Ἐπομένως, γιά μᾶς τούς Χριστιανούς ἡ Κυριακή εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, κατά τήν ὁποία ἑορτάζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τήν νίκη Του πάνω στήν ἁμαρτία, τόν θάνατο καί τόν διάβολο καί καλούμαστε νά συμμετάσχουμε σέ αὐτήν τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ὁ ἐκκλησιασμός αὐτήν τήν ἡμέρα εἶναι ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητος, ἡ προετοιμασία μας γιά τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀναγκαία, καί ἡ ἀνάπαυση καί ἀγαθοεργία εἶναι ἀπαραίτητα. Τότε καταξιώνεται τό ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ πού ἔχουμε λάβει στό Βάπτισμα καί εἴμαστε κυριακοί (μέ ὄμικρον γιῶτα), δηλαδή ἄνθρωποι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου
Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ θεολογία τῆς Πατρότητας

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Ε Ματθαίου

 17 Ἰουλίου 2022

Ἡ θεολογία τῆς Πατρότητας

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ θεολογία τῆς Πατρότητας

«Ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄, 14)

Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἀπεκάλεσε τούς μαθητάς Του, «φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε', 14). Ὁ χαρακτηρισμός αὐτός ἔχει πραγματική σημασία καί ὄχι ἠθική. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ μαθητές εἶναι «φῶς τοῦ κόσμου», ὄχι ἁπλῶς γιατί ἔχουν μερικά ἐξωτερικά ἔργα, ἀλλά γιατί συνδέονται μέ τόν Χριστό ὁ Ὁποῖος εἶναι τό ἀληθινό «Φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. η΄, 12).

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν ὅτι «φῶς τοῦ κόσμου» εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ πέρασαν ὅλη τήν αἴσθηση τοῦ κόσμου, ἔφθασαν μέ τόν φωτισμένο νοῦ στά ὑπέρ αἴσθηση, ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό καί ἔπειτα «ἐρεύγονται» ἀπό τήν καθαρή καρδιά τους λόγους ἀγαθούς ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγιναν πνευματικοί, ἀφοῦ προηγουμένως μέ τήν νηστεία καί τήν ἀγρυπνία καθάρισαν τήν σάρκα, μέ τά δάκρυα ἐκλέπτυναν τήν παχύτητα τῆς καρδιᾶς, μέ τήν κακοπάθεια ἐνέκρωσαν τά μέλη τους, μέ τήν προσευχή καί τήν μελέτη ἐπλήρωσαν τόν νοῦ ἀπό φῶς, μέ τήν ἀπάρνηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἐχώρισαν τίς ψυχές ἀπό τήν προσπάθεια τοῦ σώματος.Τέτοιοι ἦταν ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ἰδιαιτέρως οἱ ἅγιοι Πατέρες.

Πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Πατερική, ὄχι γιατί κάποτε εἶχε τούς θεοφόρους Πατέρας της, πού διαφύλαξαν τήν ἀληθινή πίστη ἀπό τόν κίνδυνο τῶν αἱρέσεων, ἀλλά γιατί πάντοτε ὑπάρχουν Πατέρες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι Πατερική, γιατί εἶναι τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί μέσα σέ αὐτήν ὑπάρχει τό Πανάγιον Πνεῦμα. Γιά νά τό καταλάβουμε κάπως αὐτό πρέπει νά ἐξετάσουμε τί ἐννοοῦμε μέ τόν ὅρο Πατέρες.

Στήν Ἁγία Γραφή τό ὄνομα Πατήρ χρησιμοποιεῖται ὡς ὑποστατικό ἰδίωμα (τρόπος ὑπάρξεως) τοῦ Πατρός γιά νά φανῆ ἡ σχέση Του μέ τά ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδή ὁ Πατήρ ἐγέννησε πρό χρόνων αἰωνίων τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τόν Πατέρα ἐκπορεύεται τό Πανάγιον Πνεῦμα. Ὁ Πατήρ, δι’ Υἱοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί ἀναδημιούργησε τόν ἄνθρωπο. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε γιά νά δώση ζωή στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν νεκρός καί μόνος του δέν μποροῦσε νά ζωοποιηθῆ. Ἑπομένως, ὁ Χριστός ἐν σχέσει πρός τόν Πατέρα Του λέγεται Υἱός, ἐν σχέσει μέ τούς ἀνθρώπους λέγεται Πατήρ, γιατί μεταδίδει στούς ἀνθρώπους τήν ζωή.

Πατέρες, ἀκόμη, λέγονται καί ὅλοι ὅσοι ἀναγεννήθηκαν ἐν Χριστῷ, ἐπειδή ἔλαβαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μόρφωσε μέσα τους τόν Χριστό, ἔγιναν κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἔπειτα μετέδωσαν τίς ἐμπειρίες τους στά πνευματικά τους παιδιά, μέ ἀποτέλεσμα νά τά ἀναγεννήσουν. Τέτοιοι ἦταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι ἔγιναν τό «φῶς τοῦ κόσμου». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στούς Κορινθίους: «Ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλούς πατέρας· ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α' Κορ. δ', 15). Ἔχει συνείδηση τῆς πατρότητός του, γι᾿ αὐτό λέγει γιά τόν μαθητή του Τιμόθεο: «Ἐστι τέκνον μου ἀγαπητόν καί πιστόν ἐν Κυρίῳ» (Α' Κορ. δ', 17).

Καί οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες, διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου», λέγονται Πατέρες, διότι, ἐπειδή ἑνώθηκαν μέ τόν κατά φύσιν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί αὐτοί κατά Χάριν υἱοί τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Ἔτσι, ἀναγέννησαν τό Ποίμνιό τους καί ἀπέκτησαν πνευματικά παιδιά. Ἄς μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων δέν εἶναι μιά ξηρή ἐπιστημονική γνώση, ἀλλά ἡ ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωή τους καί ἡ διδασκαλία τους εἶναι πράγματι «φῶς τοῦ κόσμου», γιατίἑνώθηκαν μέ τό «Φῶς τοῦ κόσμου», τόν Χριστό.

Ἐπίσης, κάθε ἀναγεννημένος ἄνθρωπος εἶναι Πατήρ γι᾿ αὐτούς πού τόν πλησιάζουν γιά νά λάβουν τήν εὔχυμη διδασκαλία του, πού εἶναι καρπός ὀρθοδόξου ζωῆς. Βέβαια, ἐννοεῖται ὅτι αὐτό γίνεται μέσα στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Πρέπει ὅμως νά σημειωθῆ ὅτι ἡ πνευματική πατρότητα συνδέεται στενότατα μέ τήν υἱότητα. Ὁ Χριστός εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, πού ἔκανε ὑπακοή μέχρι θάνατου στόν Πατέρα Του καί εἶναι Πατήρ τῶν Χριστιανῶν. Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί εἶναι κατά Χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι συγχρόνως καί κατά Χάριν πατήρ τῶν ἄλλων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ υἱότητα συνδέεται μέ τήν μαθητεία καί τήν ὑπακοή, ἐνῶ ἡ πατρότητα συνδέεται μέ τήν θυσία καί τόν πόνο.

Πάντως, γιά νά εἶναι κανείς πραγματικός πνευματικός πατέρας πρέπει νά εἶναι συγχρόνως υἱός τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὡς παιδί τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἀποκτήση τήν Παράδοση καί μπορεῖ ἔπειτα νά τήν μεταδώση, ὄχι μέ μηχανικούς τρόπους καί ἐξωτερικούς, ἀλλά μυστηριακά καί νά γίνη πατέρας ἄλλων ἀνθρώπων. Ὅλα, ὅπως εἶναι φυσικό, ξεκινᾶνε ἀπό τήν ὑπακοή στόν Θεό καί στούς συγχρόνους ἁγίους Πατέρες. Ὁ ἀνυπάκουος παύει νά εἶναι μαθητής καί υἱός. Ὁ ὑπάκουος ἀναγεννᾶται καί μπορεῖ καί ἄλλους νά ἀναγεννήση.

Βέβαια, εἶναι δίδαγμα τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι ἡ πνευματική πατρότητα μέσα στήν Ἐκκλησία δέν σημαίνει κατάργηση τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητας. Ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι Πατήρ τῶν ἀνθρώπων, ἐν τούτοις «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτούς καλεῖν» (Ἑβρ. β', 2). Ἔτσι, καί ὁ πνευματικός Πατέρας γιά τόν μαθητή του εἶναι πατέρας, ἀλλά συγχρόνως καί ἀδελφός ἐν Χριστῷ. Εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἐπίσης, ἡ πνευματική πατρότητα συνδέεται στενότατα μέ τήν μητρότητα. Καί ἐδῶ ἔχουμε τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας...» (Ματθ. κγ', 37). Ὅπως ἐπίσης ἔχουμε τό παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού γράφει: «Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν» (Γαλ. δ', 19). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ πνευματικός πατέρας εἶναι περισσότερο μητέρα παρά πατέρας. Ἔχει στοργή καί ἀγάπη ἐν Χριστῷ καί μέσα στό κλίμα αὐτό τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης ἀναπτύσσονται καί τελειοποιοῦνται τά πνευματικά παιδιά.

Ἑπομένως, οἱ ἅγιοι εἶναι πνευματικοί πατέρες, δηλαδή «τό φῶς τοῦ κόσμου», ἐπειδή μᾶς ἀναγεννοῦν, μᾶς ζωογονοῦν, μᾶς κατευθύνουν μέ ὑπομονή καί στοργή πρός τήν θέωση, μᾶς φωτίζουν διαρκῶς ἀφοῦ ἔγιναν κατοικητήρια τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή τους καί ἄς θέτουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό τήν πνευματική τους καθοδήγηση γιά νά ὁλοκληρωθοῦμε πνευματικά.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ ὁμολογία τῶν ἁγίων

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα

 19 Ἰουνίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
Ἡ ὁμολογία τῶν ἁγίων

«πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ
ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς
» (Ματθ. ι ́, 32)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων σήμερα καί ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ὁμολογία τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία πρέπει νά γίνεται μέσα στήν ὅλη προοπτική τῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς. Δηλαδή πρέπει νά ὁμολογοῦμε τόν Χριστό, ἀλλά μέσα σέ ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικά πλαίσια.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἁγίου καί τῆς ὁμολογίας. Οἱ ἅγιοι σέ ὅλη τους τήν ζωή ἦταν ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, ἔδωσαν τήν καλή μαρτυρία περί Αὐτοῦ καί ἀναμένουν τήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον τοῦ Πατρός Του τοῦ ἐν οὐρανοῖς.

Ὁ Χριστός στούς μαθητάς Του εἶπε: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. ι ́, 32). Στό «πᾶς ὅστις» ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Αὐτοί εἶναι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες καί γενικά ὅσοι ζοῦν μυστηριακά καί ἀσκητικά στήν Ἐκκλησία. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι παρά τήν τροπική, τήν χρονική καί τήν τοπική διαφορά, ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔχουν ἕνα κοινό σημεῖο. Καί αὐτό εἶναι ὁ Χριστός. Οἱ Προφῆτες, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἔβλεπαν τόν Χριστό∙ οἱ Ἀπόστολοι ἦταν μαθηταί τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου∙ καί οἱ μετά τούς Ἀποστόλους ἅγιοι, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἑνωμένοι μαζί Του.

Ἑπομένως, ὅλοι οἱ διά μέσου τῶν αἰώνων ἅγιοι βίωσαν, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τόν Χριστό. Ἡ βίωση αὐτή δέν ἦταν θεωρητική, ἀλλά πραγματική. Δηλαδή, οἱ ἅγιοι αἰσθάνθηκαν πραγματική κοινωνία μέ τόν Χριστό καί δι ̓ Αὐτοῦ μέ τόν Τριαδικό Θεό. Ἀπαύγασμα αὐτῆς τῆς βιώσεως εἶναι ἡ ὁμολογία. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ἡ ὁμολογία τῶν ἁγίων, ὅπως λέγει ὁ Χριστός, γίνεται «ἐν Ἐμοί», δηλαδή διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν τῷ Χριστῷ. Χωρίς τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί χωρίς τήν δύναμή Του εἶναι ἀδύνατο κανείς νά Τόν ὁμολογήση.

Ἡ ὁμολογία, λοιπόν, δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ἐνέργεια πού ἐξαντλεῖται σέ μιά ἐξωτερική προσπάθεια, ἀλλά εἶναι φυσική κατάληξη τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Οἱ Προφῆτες ἔδωσαν τήν μαρτυρία ὅτι θά ἔλθη ὁ Χριστός καί θά ἀνατείλη ἡ σωτηρία. Οἱ Ἀπόστολοι ἔδωσαν στόν ἀπογοητευμένο κόσμο τήν μαρτυρία ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε. Καί οἱ ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν -μάρτυρες, ὅσιοι, κλπ.- ἔδωσαν τήν μαρτυρία ὅτι εἶναι δυνατόν κανείς ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία νά ζήση αὐτήν τήν νέα ζωή πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός.

Ἔτσι, μποροῦμε νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ὁ κάθε ἅγιος εἶναι συγχρόνως Προφήτης, Ἀπόστολος, Μάρτυς κλπ. Εἶναι Προφήτης, γιατί ὅπως οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔβλεπαν τήν πρώτη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί αὐτός βλέπει τήν δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μαθητής τοῦ Χριστοῦ γιατί ζῆ ἐν κοινωνίᾳ μέ Αὐτόν καί τηρεῖ τίς ἐντολές Του. Εἶναι Μάρτυς γιατί συνεχῶς δίνει στήν ζωή του τήν μαρτυρία γι ̓ αὐτήν τήν νέα ζωή, πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.

Ἔτσι, μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε καλά τήν συνέχεια τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ: «Ὁμολογήσω κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι', 32). Ὅπως φυσική εἶναι ἡ ὁμολογία πού δίνουν οἱ ἅγιοι γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ μέ τήν ἐλεύθερη ὁλοκληρωτική προσφορά τους στόν Θεό γίνονται δέκτες καί προβολεῖς τῆς θείας λαμπρότητος, ἔτσι φυσική θά εἶναι καί ἡ ὁμολογία πού θά δώση ὁ Χριστός γι ̓ αὐτούς στόν Πατέρα Του. Οἱ ἅγιοι θά λάμψουν ὡς ἥλιοι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι ἑνώθηκαν μέ τό Φῶς, τόν Χριστό, «φῶς ὅλοι γεγονότες θεῖον». Θά ἀκτινοβολήσουν αὐτό τό Φῶς «ὡς θείου φωτός γεννήματα», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ὁ Χριστός πού θά εἶναι ἐντός τους θά μαρτυρῆ περί αὐτῶν καί θά γίνωνται ἀγαπητοί στόν Πατέρα. Αὐτήν τήν σημασία ἔχει τό «ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ».

Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ ἑρμηνεία πού δίνει ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός πρός τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού ἑνώθηκε μέ τόν Χριστό. Ὁ Θεός Πατήρ ἀγαπᾶ πολύ τόν Υἱό Του. Τό ἔχει δηλώσει τήν ἡμέρα τῆς Βαπτίσεως καί τήν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός» (Ματθ. γ', 17). Οἱ πιστοί πού συνδέονται μέ τόν Χριστό καί Τόν ἔχουν κατοικοῦντα στήν καρδιά τους δέχονται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός ἕνεκεν τοῦ Υἱοῦ, δηλαδή ἐπειδή ὁ Θεός Πατέρας ἀγαπᾶ τόν Υἱό Του, γι’ αὐτό ἀγαπᾶ καί αὐτούς τούς ὁποίους ἀγαπᾶ ὁ Υἱός Του. Αὐτό δείχνει τήν μεγάλη σημασία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ζωή μας καί τήν σημασία τῆς ἑνώσεώς μας μαζί Του.

Ἔτσι, ὅσοι ἑνώνονται μέ τόν Χριστό ἔχουν μέσα τους τήν ἀγάπη τοῦ Πατρός ἐξ αἰτίας τοῦ Υἱοῦ Του. Ὁπότε, στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ αὐτή ἡ παρουσία τοῦ Λόγου στούς ἁγίους θά μαρτυρήση γι’ αὐτούς.

Στούς ἁγίους ἀναπαύεται ὁ Θεός: «Ὁ Θεός ὁ ἅγιος, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος...» (εὐχή τρισαγίου ὕμνου). Βεβαίως, ὁ Θεός δέν ἔχει ἕναν ὁρισμένο τόπο, ἀλλά Αὐτός ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ τόπος πάντων. Ὅμως μπορεῖ, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, νά ὀνομασθῆ τόπος Θεοῦ ὁ τόπος πού γίνεται ἔκδηλη ἡ ἐνέργειά Του. Ἔτσι, τόπος Θεοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ὅσοι μετέχουν τῆς ἐνεργείας Του, δηλαδή οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα αὐτά φανερώνουν μιά μεγάλη ἀλήθεια πού θέλουμε νά τονίσουμε ἰδιαιτέρως. Συνήθως ἔχουμε σχηματίσει τήν γνώμη ὅτι τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι μόνον ἐκεῖνο πού ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς καί τώρα βρίσκεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ Πατρός, καί λησμονοῦμε ὅτι τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως. Ἔτσι οἱ ἅγιοι, ἀφοῦ εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, εἶναι τά μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματός Του καί ἔχουν τήν ἁγιαστική Χάρη τοῦ Θεοῦ. Κατ ̓ αὐτόν τόν τρόπο, ὅταν ἀσπαζόμαστε τά λείψανα τῶν ἁγίων, ἀσπαζόμαστε τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Πρέπει νά τονίσουμε τήν μεγάλη ἀξία τῶν ἁγίων γιά τήν ζωή μας. Διότι στήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί στήν ἐπίγνωση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται κανείς «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» (Ἐφεσ. δ', 13). Ἄς μᾶς ἀξιώση ὁ Θεός νά δίνουμε τήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλη μας τήν ζωή, γιά νά δεχθοῦμε τήν ὁμολογία τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Γ´ Λουκᾶ

9 Ὀκτωβρίου 2022

Ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή


«καί προσελθών ἤψατο τῆς σοροῦ,...καί εἶπε· νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι.
καί ἀνεκάθισεν ὁ νεκρός καί ἤρξατο λαλεῖν,
καί ἔδωκεν αὐτόν τῇ μητρί αὐτοῦ»
(Λουκ. ζ΄, 14-16)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ὁ Χριστός, μέ τήν δύναμη τῆς θεότητός Του ἀνέστησε τόν νεκρό νέο καί ὕστερα τόν ἔδωσε στήν μητέρα του (Λουκ. ζ', 11-17). Αὐτό τό θαῦμα, ὅπως καί ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, δείχνουν τό ἔργο Του πού εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου καί ἡ ζωοποίηση τοῦ νεκροῦ ἀνθρώπου.

Αὐτό εἶναι καί τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ μεταβιβάζεται στήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα Του. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἔχει σκοπό νά καταργῆ τόν θάνατο, νά ἀνασταίνη τόν ἄνθρωπο. Αὐτό λέγεται παιδεία καί ἀγωγή. Γι᾿ αὐτό, ἡ ὀρθόδοξη παιδεία-ἀγωγή πρός ὅλους καί εἰδικά πρός τούς νέους ἔχει ἀναστάσιμο χαρακτήρα καί δέν νοεῖται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἔξω ἀπό τήν θεία Λειτουργία καί ἔξω ἀπό τήν Χριστιανική Κοινότητα.

Ἡ ὀρθόδοξη παιδεία δέν εἶναι ἀνθρώπινη, πού σημαίνει ὅτι δέν ἔχει κέντρο της τόν ἄνθρωπο, ἀλλά εἶναι Θεανθρώπινη, πού σημαίνει ὅτι κέντρο της ἔχει τόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί δι᾿ Αὐτοῦ ἐπιδιώκει τήν λύση ὅλων τῶν προβλημάτων. Ὁ σκοπός τῆς Θεανθρώπινης παιδείας-ἀγωγῆς ταυτίζεται μέ τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ συνεχής μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσεως.

Ἡ ὀρθόδοξη παιδεία ὡς κύριο μέλημά της ἔχει τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Συνεπῶς τό ἐνδιαφέρον της στρέφεται στήν καρδιά καί ὄχι στήν ξηρά λογική. Δέν ἐπιδιώκει τήν αὔξηση τῶν ἐγκυκλοπαιδικῶν γνώσεων, ἀλλά προτάσσει τήν προσευχή τοῦ Δαυΐδ «καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός» καί ζῆ τόν μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε', 8). Φροντίζει πρῶτα γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τίς φθοροποιές ἐνέργειες τῶν παθῶν, ὁπότε ἀκολουθεῖ ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος φωτιζόμενος «θεωρεῖ» τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Βασικές ἀρετές της εἶναι ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη. Οἱ ἅγιοι, πού εἶναι ἐραστές καί ἐφαρμοστές αὐτῆς τῆς παιδείας, εἶναι ταπεινοί καί ἀγαποῦν ὅλο τόν κόσμο, θυσιαζόμενοι καθημερινῶς, ἐνῶ οἱ κάτοχοι τῆς ἀνθρώπινης παιδείας διακατέχονται ἀπό τόν ἐγωϊσμό τῆς γνώσεως τῆς κατά κόσμον σοφίας, πού δημιουργεῖ πολλά προβλήματα.

Ἀκόμη, σκοπός τῆς Θεανθρώπινης παιδείας δέν εἶναι νά κάνη τόν ἄνθρωπο καλό κἀγαθό, ἀλλά νά τόν ὁδηγήση στόν ὄντως Ἀγαθό, δηλαδή τόν Χριστό καί ἔτσι νά γίνη κατά Χάρη Θεός. Δέν ξεκινᾶ ἀπό τήν νοοτροπία ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του μερικά καλά στοιχεῖα τά ὁποῖα πρέπει νά ἀξιοποιηθοῦν, ἀλλά ἀπό τήν ἀλήθεια ὅτι, ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό, ζῆ στήν μεταπτωτική κατάσταση, κυριαρχεῖται ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου, ζῆ τήν παρά φύση ζωή, τήν «ἀνούσια ἀνυπαρξία». Γι᾿ αὐτό, ἐπιζητεῖ τήν ζωοποίηση τοῦ νεκροῦ ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπου, τήν ἐλευθέρωσή του ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου καί τήν ἕνωσή Του μέ τόν Θεό. Ἔτσι, ἡ ὀρθόδοξη παιδεία δέν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά ἀναπτυχθῆ ἔξω ἀπό τόν λυτρωτικό της χῶρο.

Αὐτή ἡ συνεχής μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι βασικός σκοπός τῆς παιδείας καί τῆς Ἑκκλησίας, γίνεται διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί ἰδίως διά τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τό κέντρο ὅλων τῶν μυστηρίων.

Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή δέν εἶναι ἡ ξηρά διδασκαλία μερικῶν ἔστω ὀρθοδόξων γνώσεων, οὔτε ἡ διδασκαλία γιά μιά καλή «ἠθική» ζωή, οὔτε ἡ ἀναφορά σέ μιά καλή κοινωνική ἀναστροφή καί στούς καλούς τρόπους συμπεριφορᾶς, ἀλλά ἀποβλέπει στήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, στό νά «πάθη» ὁ ἄνθρωπος τά θεῖα, νά ζήση τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.

Μέ αὐτά θέλω νά τονίσω τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀγωγή τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς νέους δέν πρέπει νά ἔχη ὡς σκοπό μόνον τήν δημιουργία μιᾶς καλῆς συντροφιᾶς ἤ τήν προφύλαξή τους ἀπό τό «κοσμικό πνεῦμα», ἀλλά νά τούς ὁδηγήση ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ὁμοίωση, πού γίνεται μέ τήν ἄσκηση καί τήν μυστηριακή ζωή.

Ἔτσι, μέ τήν ὀρθόδοξη ἀγωγή χαράσσεται βαθειά στήν ψυχή τοῦ νέου ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Εἰσχωρεῖ στήν ψυχή του καί νοτίζει ὅλες τίς ἐνέργειές της ἡ λατρευτική ζωή καί κυρίως ἡ εὐχαριστιακή ζωή. Ὁ νέος, πού δέχεται τήν ὀρθόδοξη ἀγωγή, ζυμώνεται μέ τό ἀναλόγι, τό Ἱερό Βῆμα, τήν διακονία μέσα στόν Ναό, τήν ἁγιογραφία κλπ. Αἰσθάνεται ὡς πατέρα του τόν Ἐπίσκοπο καί τόν Ἐφημέριο του.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή δέν μπορεῖ νά νοηθῆ ἀνεξάρτητα ἀπό τόν λατρευτικό καί εὐχαριστιακό χῶρο, δέν μπορεῖ νά νοηθῆ ἔξω ἀπό τό μυστηριακό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ συνεχής μετάνοια γιά τήν μετάληψη τῆς θείας ζωῆς. Ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἡ ἀναστροφή μέσα στόν Ἱερό Ναό δέν εἶναι μερικές κυριακάτικες «εὐκαιρίες», ὡς ἕνα παράρτημα στήν ὅλη ἑβδομαδιαία ἐργασία, ἀλλά ὁ πραγματικός χῶρος τῆς ὀρθόδοξης ἀγωγῆς. Τά ἐντευκτήρια, ὅπως καί τά γραφεῖα, πρέπει νά νοηθοῦν ὡς δευτερεύοντες βοηθητικοί χῶροι, πού συνδέονται στενά μέ τόν Ἱερό Ναό, ἐμπνέονται ἀπ᾿ αὐτόν καί ὁδηγοῦν σέ αὐτόν.

Ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή δέν νοεῖται καί ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησιαστική - λατρευτική κοινότητα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι οἰκογένεια καί ὁ νέος πρέπει νά ζῆ αὐτήν τήν οἰκογενειακή ζωή καί νά δέχεται ἀπό κοινοῦ τήν διδασκαλία καί τήν πνευματική τροφή πού προσφέρει ἡ Ἐκκλησία. Τό πνεῦμα τῆς κοινότητος, τῆς οἰκογένειας, πρέπει νά βιώνεται καί νά ἀναπτύσσεται, γιατί εἶναι τό μόνο πού προσφέρει ζεστασιά καί παρηγοριά στόν νέο καί δέν τοῦ ἀφήνει περιθώρια ἀναζητήσεως αὐτοῦ τοῦ κλίματος σέ ἄλλες ἀνθρωποκεντρικές καί ἐπικίνδυνες κοινωνίες.

Στήν θεία Λειτουργία ὁ νέος μαθαίνει τήν πνευματική οἰκογένειά του στήν ὁποία ἀνήκει ὁ παππούς του, ὁ πατέρας του, τά μικρότερα ἀδέλφια του καί τά νήπια, ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας καί κοινωνικῆς στάθμης, ἀνήκουν ἀκόμη ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, πού ζοῦν σέ διαφορετικά ἔθνη καί πού τυχόν θά τούς συναντήση στόν Ναό.

Ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή πρέπει νά βοηθᾶ τόν νέο νά ἀναζητᾶ καί νά βρίσκη τήν ζωή, τόν Θεό, τήν διδασκαλία, μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα, μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Τό θέμα ἔχει πολλές διαστάσεις. Μερικές μόνο πτυχές τόνισα καί μάλιστα ἐπιγραμματικά. Πάντως, ὅπως ὁ Χριστός ἀνέστησε τόν νέο καί τόν ἔδωσε στήν μητέρα του, ἔτσι καί ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγή, μέ τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἀνασταίνει τόν νέο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν προσφέρει στήν Μητέρα του, τήν Ἐκκλησία, γιά νά ζῆ μέσα στήν μητρική της ἀγάπη.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ πάλη μέ τόν Θεό

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«ἐάν μή ἴδω... οὐ μή πιστεύσω» (Ἰω. κ', 25)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς γιά νά πιστεύση στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ζητοῦσε νά δῆ, διότι δέν εἶχε λάβει ἀκόμη τό Ἅγιο Πνεῦμα καί δέν εἶχε ἀποκτήσει ἐσωτερική αἴσθηση, πού θά τόν βεβαίωνε γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἤθελε νά δῆ καί νά ψηλαφήση τόν Χριστό, ὥστε νά ἀποκτήση αἰσθητή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων, ἀλλά ἐσωτερική πληροφορία, ἐσωτερική κοινωνία μέ τόν Χριστό, πού διοχετεύεται καί στό σῶμα.

Πάντως, ἡ ἱερά ὑμνογραφία τήν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ τήν ὀνομάζει «καλή», ἀφ᾿ ἑνός μέν γιατί ἦταν καλοπροαίρετη, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιατί ἔγινε αἰτία νά ἀποδειχθῆ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Διαβάζοντας τήν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, βλέπουμε τήν πάλη τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ὁ Ἀπόστολος ζητᾶ νά δῆ τόν Θεό. Ὁ Χριστός ἐμφανίζεται καί ἐκεῖνος ἀναφωνεῖ: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ', 28). Πράγματι, ὁ Θωμᾶς νικήθηκε, γιατί κανείς ἀπό τούς ἁγίους δέν μπόρεσε νά τά βάλη μέ τόν Θεό. Ἔτσι, λοιπόν, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἄν ὑπάρχη ἕνα χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ἰδιαιτέρως τῆς ἐποχῆς μας, αὐτό εἶναι ἡ πάλη τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μέ διαφορετικό τρόπο ὁ καθένας τους, παλεύουν μέ τόν Θεό. Βασικά χωρίζονται σέ δύο κατηγορίες.

Στήν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν ἐκεῖνοι πού παλεύουν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἀμφισβητοῦν τήν ὕπαρξή Του καί κάνουν τά πάντα γιά νά ἀποδείξουν ὅτι δέν ὑπάρχει. Τό φοβερό στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὅτι πολεμοῦν κάποιον, πού δέν γνώρισαν ποτέ, γιατί ἄν Τόν γνώριζαν θά εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ ἀπό τήν ἀγάπη Του καί τήν πραότητά Του.

Συνήθως ἐμεῖς οἱ ἐμπαθεῖς ἄνθρωποι, ἀγνοώντας τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀποδίδουμε σέ Αὐτόν ὅλες τίς ἀποτυχίες μας, μέ ἀποτέλεσμα νά στρεφόμαστε ἐναντίον Του. Εἶναι τραγικό ὁ ἄνθρωπος νά θεωρῆ εὐλογία αὐτό πού εἶναι «κατάρα» καί νά θεωρῆ κατάρα αὐτό πού εἶναι πραγματική εὐλογία. Δηλαδή, τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας, τήν ζωή στόν παρόντα πεπτωκότα κόσμο, πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν Θεό, τήν θεωροῦμε φυσική ζωή καί ἀφιερώνουμε ὅλη μας τήν δυναμικότητα, ἐνῶ τήν ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τήν φιλαυτία νά τήν θεωροῦμε ἀνάξια λόγου.

Στήν δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν οἱ ἅγιοι πού διψοῦν καί ποθοῦν τήν συνάντησή τους μέ τόν Θεό. Ὅταν τήν ἐπιτύχουν ἀρχίζει μεγαλύτερη, ἀφόρητη δίψα. Παλεύουν γιατί θέλουν νά δοθοῦν ὁλοκληρωτικά στόν Θεό, γιά νά ἀποκτήσουν τελειότερη γνώση Θεοῦ.

Ἔτσι, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε κέντρο τόν Θεό καί παλεύουμε μαζί Του. Ἄλλοι ἐναντίον Του (ἐναντίον τελικά τοῦ ἑαυτοῦ τους) καί ἄλλοι γιά νά Τόν ἀποκτήσουν, νά Τόν κάνουν κτῆμα τῆς καρδιᾶς τους, «ἐράσμιο Νυμφίο τους».

Γύρω μας καί μέσα μας βλέπουμε πολλή ἀθεΐα. Ὅταν λέμε ἀθεΐα δέν ἐννοοῦμε τήν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεός ὑπάρχει καί ἐνεργεῖ παντοῦ, ἀλλά τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά ἔχη γνώση Θεοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφέρει τρεῖς περιπτώσεις ἀθεΐας.

Πρῶτον, ἄθεοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν πιστεύουν στήν ὕπαρξη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἶναι «ἡ πολυειδής πλάνη τῶν ἑλληνιζόντων», δηλαδή ἡ πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀπό τούς ὁποίους ἄλλοι δέν πίστευαν στόν Θεό καί ἱκανοποιοῦσαν τά θελήματα τῶν ἡδονῶν καί ἄλλοι λάτρευαν τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ὡς θεούς.

Δεύτερον, ἄθεοι εἶναι οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «Ἄθεος ἐστιν ὁ διαιρῶν τόν Υἱόν ἀπό τοῦ Πατρός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί εἰς κτίσμα κατασπῶν». Ὥστε ἀθεΐα εἶναι «ἡ πολυσχεδής καί πολύμορφος ἀπάτη τῶν αἱρετικῶν».

Τρίτον, ἄθεοι εἶναι καί ἐκεῖνοι μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων πού δέν δέχονται τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ὅροι τῆς σωτηρίας καί ἀμφισβητοῦν τήν ἀξία τῶν λόγων τῶν ἁγίων Πατέρων, διότι ἡ ἀληθινή εὐσέβεια εἶναι τό «μή πρός τούς θεοφόρους πατέρας ἀμφισβητεῖν». Καί φυσικά, ὅταν φθάνη κανείς στό σημεῖο νά μή παραδέχεται τά δόγματα, πού εἶναι ἔκφραση τῆς σωτηρίας, ἤ νά μή παραδέχεται τούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, δείχνει ὅτι μέσα του δέν ἔχει Χάρη, δέν ἔχει γνώση Θεοῦ. Ἄρα, ὅποιος δέν ἔχει ἐσωτερική αἴσθηση τῆς θείας Χάριτος, ὅποιος δέν γνωρίζει πῶς ἐνεργεῖ μέσα του ἡ θεία Χάρη καί δέν ἀναγνωρίζει τούς ἁγίους, δέν διαφέρει ἀπό ἐκείνους πού ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν συνάντηση μέ τόν Θεό. Καί αὐτοί ἀκόμη οἱ ἄθεοι φανερώνουν αὐτή τήν ἀναζήτηση, διότι δέν πολεμᾶ κανείς κάτι πού πιστεύει ὅτι δέν ὑπάρχει. Ὅμως γίνεται λάθος στόν δρόμο τῆς συναντήσεώς τους μέ τόν Θεό. Πολλοί Τόν ἀναζητοῦν στά ὅρια τῆς λογικῆς ἐπεξεργασίας, ἄλλοι στά ὅρια τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, ὅπως ὁ Θωμᾶς, καί οἱ περισσότεροι ἀγνοοῦν παντελῶς τό τί εἶναι Θεός καί δέν θέλουν νά τόν γνωρίσουν.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν τονίσει τίς προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας. Κατ᾿ ἀρχάς διδάσκουν ὅτι στόν Θεό γίνεται διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη, ἐνῶ ἡ ἐνέργειά Του μεθεκτή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος κατά τήν οὐσία Του, ἀλλά γνωστός κατά τίς ἐνέργειές Του. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία.

Ἔπειτα, ἡ συνάντηση μέ τόν Θεό εἶναι μιά κρίση γιά τόν ἄνθρωπο. Συνιστᾶ ἤ τήν αἰώνια ζωή του ἤ τήν αἰώνια καταδίκη του. Ὅπως ἡ παρουσία μας στό δικαστήριο εἶναι μιά κρίσιμη στιγμή, πού συνεπάγεται τήν ἀθώωση ἤ τήν φυλάκιση, τό ἴδιο γίνεται καί μέ τήν συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Γιά τόν κεκαθαρμένο ἄνθρωπο ὁ Θεός γίνεται Φῶς, ἐνῶ γιά τόν ἀκάθαρτο γίνεται φωτιά, πού τόν κατακαίει. Αὐτό συμβαίνει στήν θεία Κοινωνία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοινωνῆ ἀνάξια, ἡ θεία Κοινωνία γίνεται «εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα», ἐνῶ ὅταν κοινωνῆ κατόπιν προετοιμασίας γίνεται Φῶς.

Αὐτό ἔχει αἰώνιες προεκτάσεις. Στήν ἄλλη ζωή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί, θά δέχωνται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στούς δικαίους θά γίνεται Φῶς πού θά τούς φωτίζει, στούς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς, πού δέν θά ἔχουν ὅραση πνευματική, θά γίνεται φωτιά πού θά τούς κατακαίη. Ὁπότε, ἡ ὁδός τῆς θεογνωσίας εἶναι ἡ ὁδός τῆς καθάρσεως, τῆς ταπεινώσεως. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε', 8) εἶπε ὁ Χριστός.

Ἡ «καλή ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ μᾶς βοηθᾶ νά βγοῦμε ἀπό τήν φυλακή τῆς πολυειδοῦς ἀθεΐας. Γιατί, ὅπως ἀναφέρθηκε πιό πάνω, ἡ ἁπλῆ λογική ἀποδοχή τοῦ Θεοῦ, οἱ μελέτες γύρω ἀπό τόν Θεό, χωρίς τήν ἐσωτερική ζωή, δέν μᾶς ὁδηγοῦν σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό. Ὄχι μόνον ἡ περίπτωση τοῦ Θωμᾶ, ἀλλά ὅλες οἱ περιπτώσεις τῶν ἁγίων, πού βίωσαν τόν Θεό εἶναι ἀποδείξεις περί τῆς ὑπάρξεώς Του. Μέ τήν μεταμορφωμένη ζωή τους ὁμολόγησαν: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ', 28). Ὑπάρχουν γύρω μας πολλές ἀποδείξεις τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ νά ἔχουμε μάτια καί αὐτιά γιά νά βλέπουμε καί νά ἀκοῦμε.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ Φαρισαϊκή δικαιοσύνη καί ὁ τελωνικός στεναγμός

Γραπτό Κήρυγμα Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου  Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022 

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἡ Φαρισαϊκή δικαιοσύνη καί ὁ τελωνικός στεναγμόςΣήμερα εἶναι Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου καί ἀρχίζει ἡ εὐλογημένη περίοδος τοῦ Τριωδίου, προκειμένου νά ἀγωνισθοῦμε γιά νά φθάσουμε μέ ὑγεία σωματική καί ψυχική στό Πάσχα.

Εἶναι περίοδος ἐντατικῆς προσευχῆς καί ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ πιό κατάλληλη γιά νά ἀποκαλυφθοῦν οἱ ἐσωτερικές διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων. Στήν προσευχή παρουσιάζεται ἡ πνευματική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, γι᾿ αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός γιά νά ἐκφράση τήν ἀντίθεση μεταξύ τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Τελώνου, τούς παρουσίασε στήν ὥρα τῆς προσευχῆς.

Ὁ Φαρισαῖος μέ τόν τρόπο πού προσευχόταν ἔδειξε ὅτι ζοῦσε μιά διεστραμμένη θρησκευτική κατάσταση, πού ἦταν ἀλύτρωτη. Ὁ Τελώνης μέ τήν προσευχή «ὁ Θεός ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. ιη', 13) ἔδειξε τήν αὐτομεμψία καί ταπείνωσή του, γι᾿ αὐτό «κατέβη δεδικαιωμένος» (Λουκ. ιη', 14). Ὅσο κανείς ἐπιδιώκει μόνος του νά δικαιώση τόν ἑαυτό του, τόσο καί ἀποκόπτεται ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ ὅσο κανείς ταπεινώνεται, θεωρώντας τον ἀνάξιο τοῦ θείου ἐλέους, τόσο γίνεται δέκτης τῆς θείας Χάριτος.

Πάντοτε ἡ φαρισαϊκή δικαιοσύνη εἶναι ἔξω ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα τῆς θείας Χάριτος.

Κατ᾿ ἀρχάς πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἡ εὐσέβεια δέν εἶναι μιά ἐξωτερική παρουσίαση, ἀλλά ἡ ἕνωσή μας μέ τό Χριστό καί δι᾿ Αὐτοῦ μέ ὅλη τήν Παναγία Τριάδα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ταυτίζει τό μυστήριο τῆς εὐσεβείας μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Γράφει: «Καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α' Τιμ. γ', 16).

Ἑπομένως ἡ εὐσέβεια δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ἐκδήλωση καί ἐνέργεια ἀλλά σύνδεση μέ τόν Χριστό, ἡ ὑποκρισία εἶναι μιά ἀφηρημένη κατάσταση. Οἱ ἀρετές τοῦ ὑποκριτοῦ δέν εἶναι καρπός τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, δέν γίνονται μέσα στό κλίμα τῆς μετανοίας, ἀλλά εἶναι ἀνθρώπινα ἔργα πού γίνονται στήν προσπάθειά του νά προβληθῆ. Ἀντίθετα, τά ἔργα καί οἱ ἀρετές τοῦ εὐσεβοῦς εἶναι καρπός τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἀποτέλεσμα τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Χριστό. Δηλαδή, οἱ ἀρετές ἔχουν ἕνα βαθύ θεολογικό νόημα, δέν εἶναι ἕνας φυσικός τρόπος ζωῆς, ἤ μία συνήθεια, ἀλλά δῶρα καί χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ὁποῖα δίνονται στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού μέ τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ὑπέταξε τό σῶμα στήν ψυχή καί τήν ψυχή στόν Θεό.

Γίνεται ἀντιληπτό ὅτι τά ἔργα αὐτά καθ᾿ ἑαυτά δέν δικαιώνουν τόν ἄνθρωπο, γιατί «καλές πράξεις» μποροῦν νά κάνουν ὅλοι οἱ αἱρετικοί καί ὅλα τά ἀνθρώπινα ἀλύτρωτα συστήματα, χωρίς ὅμως νά ἐξασφαλίζουν τήν σωτηρία τους. Ὅσες «καλές πράξεις» δέν γίνονται μέσα στό κλίμα τῆς μετανοίας, ἀλλά μέσα στό πνεῦμα τῆς αὐτοδικαιώσεως, χωρίζουν περισσότερο τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι «τοῦ Θεοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν πᾶν τό παρ᾿ ἡμῶν γενώμενον ἁμαρτία». Μπορεῖ κάποιος νά κάνη ἐλεημοσύνη, νά ἐξασκῆ τήν ἐγκράτεια κλπ. ἀλλ᾿ ἐπειδή δέν ἔχει τό πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως καί δέν συνδέεται μυστηριακά μέ τήν Ἐκκλησία, εἶναι χωρισμένος ἀπό τόν Θεό καί συνεπῶς ὅλη του ἡ ζωή, ἔστω κι ἄν εἶναι ἐγκρατής, εἶναι ἁμαρτωλή.

Ἑπομένως, τά καλά ἔργα αὐτά καθ᾿ ἑαυτά οὔτε δικαιώνουν οὔτε καταδικάζουν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἡ δικαίωση καί ἡ καταδίκη ρυθμίζεται ἀπό τήν σχέση του μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὡς παράδειγμα ἔχουμε τούς δυό ληστάς στόν Γολγοθᾶ. Ὁ ἕνας ληστής σώθηκε ὄχι γιά τά καλά του ἔργα, ἀφοῦ ἦταν ἐγκληματίας, ἀλλά γιατί ὁμολόγησε τόν Χριστό. Καί ὁ ἄλλος ληστής καταδικάσθηκε ὄχι γιά τά ἐγκληματικά του ἔργα, ἀφοῦ δέν ἦταν χειρότερος ἀπό τόν πρῶτο, ἀλλά γιατί βλαστήμησε τόν Χριστό. Ἄρα, τήν σωτηρία μας τήν ρυθμίζει ἡ σχέση μας μέ τόν Χριστό καί τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, τό Σῶμα Του.

Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι αὐτός πού ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί Τόν ὁμολογεῖ κάνει ἔργα, ἀλλά αὐτά εἶναι καρποί τοῦ Παναγίου Πνεύματος, γιά τά ὁποῖα δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη, σάν τόν Φαρισαῖο, νά καυχηθῆ. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δείχνει ὅτι ζῆ τό πνεῦμα τῆς σωτηρίας καί εἶναι ἅγιος. Διότι ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι μιά ἠθική ἔννοια, ἀλλά ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό μέσα ατήν Ἐκκλησία.

Εἶναι ἀπόσταγμα τῆς πατερικῆς σοφίας καί τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς ἀναλύσεως, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὅσο εἶναι ἁμαρτωλός, τόσο εἶναι ἐπιθετικός. Συνήθως αὐτοί πού ἔχουν ἐσωτερικά προβλήματα καί ἐσωτερική ἀνασφάλεια ἐπιτίθενται συνεχῶς ἐναντίον τῶν ἄλλων. Αὐτό τό βλέπουμε καί στόν Φαρισαῖο τῆς Παραβολῆς. Ἐπειδή ἦταν ὑποκριτής καί ἐγωϊστής δέν περιορίστηκε στό νά καυχηθῆ γιά τίς «ἀρετές» του, ἀλλά ἐπιτέθηκε καί ἐναντίον τοῦ Τελώνου λέγοντας: «οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων... ἤ ὡς οὗτος ὁ τελώνης» (Λουκ. ιη', 11) ἔλεγε.

Ἀντίθετα ὅσοι εἶναι ἐσωτερικά ἐλεύθεροι δέν ὑβρίζουν τόν ἄλλον. Σέβονται τήν ἐλευθερία του. Τέτοιοι εἶναι οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ. Πλησιάζεις ἕναν ἅγιο καί αἰσθάνεσαι τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία του ἤ μᾶλλον καλύτερα τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ διά τῶν ἁγίων φανερώνεται ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, πού εἶναι τό ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος σέ πλησιάζει, ὅταν θελήσης καί ὅσο ἀντέχεις καί μόλις καταλάβει πώς δέν τόν θέλεις, διακριτικά ἀποχωρεῖ. Ὁ ἅγιος μᾶς μιλᾶ στήν γλώσσα μας. Μᾶς καταλαβαίνει καί τόν καταλαβαίνουμε.

Ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας δέν λείπει ἡ «ἐλευθερία», ἀλλά ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ πραγματική ἐλευθερία, ζωή καί ἀλήθεια. Αὐτή τήν ἐνυπόστατη Ἐλευθερία μᾶς τήν φανερώνουν οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ πού καί σήμερα ὑπάρχουν.

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Θάνατος καὶ αἰώνια ζωή

Γραπτό Κήρυγμα Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω  Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

Θάνατος καὶ αἰώνια ζωή

«Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν...» (Ματθ. κε', 34)

 

Αγαπητοί αδελφοί,

Σήμερα διαβάστηκε στην Εκκλησία η περικοπή της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Και ενώ οι αμετανόητοι αμαρτωλοί ακούοντας για την έλευση του Χριστού και την Κρίση καταλαμβάνονται από φόβο και τρόμο, οι δίκαιοι (οι μετανοούντες) αισθάνονται αγαλλίαση γιατί ακούνε το Ευαγγέλιο των ουρανίων και αιωνίων γάμων τους, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Οι άγιοι εδώ στην γη τέλεσαν τούς αρραβώνες με τον Νυμφίο Χριστό, τότε όμως στην Δευτέρα Παρουσία θα απολαύσουν τούς γάμους τους. Αυτό σημαίνει ότι για τούς αγίους η Βασιλεία των Ουρανών, ο Παράδεισος, η αιώνιος ζωή δεν είναι μόνον κατάσταση του μέλλοντος αιώνος, δεν είναι πέρα από τον χρόνο, αλλά μια παρούσα πραγματικότητα. Αυτήν την μεγάλη και θεμελιώδη για τον Χριστιανισμό αλήθεια θα δούμε, όσο μπορούμε πιο σύντομα.

Αιώνια ζωή δεν είναι μια αφηρημένη κατάσταση, μια έξοδος από τα χρονικά όρια της παρούσης ζωής, αλλά η εν Χριστώ ζωή. Ο ίδιος ο Χριστός διεκήρυξε την μεγάλη αλήθεια: «Αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιω. ιζ', 3). Δηλαδή, η γνώση του Θεού και η γνώση του Χριστού είναι αιώνια ζωή. Και όταν λέμε γνώση εννοούμε την ένωση του ανθρώπου με τον Χριστό και αυτή η ένωση είναι η θέωση του ανθρώπου.

Με την ενανθρώπηση του Χριστού ήλθε στον κόσμο η Βασιλεία του Θεού. Έτσι και η γαστέρα της Θεοτόκου που δέχθηκε τον Χριστό λέγεται Παράδεισος. «Παράδεισος και γαρ η εκείνης γαστήρ εδείχθη νοητός εν ω το θείον φυτόν». Γι’ αυτό, ο Χριστός δεν είναι απλώς το κέντρο της ανθρωπότητος και της ιστορίας, αλλά η μεταμόρφωση της ανθρωπότητος και της ιστορίας, που βιώνεται μέσα στην Εκκλησία.

Οι Ορθόδοξοι βιώνουν και γνωρίζουν καλά ότι το αιώνιο δεν είναι πέρα από τον χρόνο και την ιστορία, αλλά τέμνει την ιστορία και τον χρόνο. Στην Εκκλησία δεν υπάρχει η γραμμική διατύπωση περί χρόνου, αλλά η σταυρική. Αυτό θέλει να πη ότι δεν περιμένουμε να απολαύσουμε το αιώνιο στο τέλος της ιστορίας και του χρόνου, αλλά το απολαμβάνουμε σε κάθε χρονική και ιστορική στιγμή.

Η ζωή του Χριστού, αυτή η ίδια η αιωνιότητα, υπάρχει πλούσια μέσα στην Εκκλησία, αφού αυτή είναι το ευλογημένο Σώμα Του. Όπως στον ανθρώπινο οργανισμό δεν είναι άλλη η ζωή της κεφαλής και άλλη η ζωή του σώματος, έτσι και στον εκκλησιαστικό οργανισμό δεν είναι άλλη η ζωή του Χριστού και άλλη η ζωή των μελών Του. Μέσα στην Εκκλησία εισρέουν ισχυρά κύματα αιωνίου ζωής, αφού ο Χριστός είναι η κεφαλή της. Στον Χριστό «ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι» (Κολ. α', 19), το πλήρωμα της Ζωής, της Αλήθειας, της Αγάπης, της Δικαιοσύνης, της Αιωνιότητος. Και επειδή υπάρχει ενότητα μεταξύ της κεφαλής και του σώματος, γι αυτό όλο αυτό το πλήρωμα της Ζωής, της Δικαιοσύνης, της Αγάπης, της Αιωνιότητος υπάρχει και μέσα στο Σώμα Του, δηλαδή την Εκκλησία. Έτσι, με την Χάρη του Χριστού απολαμβάνουμε εμπειρίες της αιωνιότητος ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού.

Με το άγιο Βάπτισμα η Εκκλησία καινοποιεί τον κτιστό άνθρωπο και τον εισάγει, κατά τούς Πατέρας, στην υπέρ αίσθηση και νουν ζωή του νέου αιώνος. Πράγματι, όπως η ενσάρκωση του Χριστού είναι η θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, έτσι και η ενσωμάτωσή μας στο Σώμα του Χριστού με το Βάπτισμα, είναι η αρχή της δικής μας θεώσεως. Γι αυτό, το άγιο Βάπτισμα λέγεται φώτισμα και γέννηση. «Βαπτιζόμενοι φωτιζόμεθα· φωτιζόμενοι, υιοθετούμεθα· υιοθετούμενοι, τελειούμεθα· τελειούμενοι, απαθανατιζόμεθα», κατά τον Κλήμη Αλεξανδρείας.

Η Εκκλησία με την θεία Ευχαριστία ζωοποιεί τον άνθρωπο. Η θεία Ευχαριστία, που αποτελεί την βαθύτατη έκφραση της Εκκλησίας, αρχίζει με την δοξολογία της Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ιδίως όταν ο πιστός μεταλαμβάνη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού και βρίσκεται στην κατάσταση της μετανοίας, γίνεται κατά Χάριν υιός του Θεού και «άπαντα τα μέλη του γίνονται φωτοφόρα», κατά τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο. Τότε φωτίζονται και δοξάζονται τα μέλη του, αφού δέχεται τον Χριστό, που είναι το Φως και η Ζωή. Μεταλαμβάνοντας ο Χριστιανός το άχραντο και άφθαρτο Σώμα του Χριστού, ενώνεται με τον Χριστό και θεώνεται εφ’ όσον, βέβαια, έχει προηγουμένως καθαρθή και φωτισθή. Στο τέλος της θείας Ευχαριστίας του Μ. Βασιλείου ο ιερεύς ομολογεί: «ενεπλήσθημεν της ατελευτήτου σου ζωής».

Την μετοχή της αιωνίου ζωής, την απόκτηση εμπειρίας της αιωνιότητος απολαμβάνει ο άνθρωπος και κατά την ώρα της προσευχής. Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ο προσευχόμενος δέχεται την επίσκεψη της ακτίστου Χάριτος, οπότε παύει να υπάρχη ο χρόνος, γιατί τότε «θεωρεί» τον Θεό και βιώνει την αιωνιότητα, όπως οι τρεις Μαθητές του Χριστού επάνω στο Όρος Θαβώρ. Τότε, κατά την μαρτυρία των αγίων, ο κόσμος λησμονείται και ο προσευχόμενος ζη την παρουσία του Θεού. Οι άγιοι Πατέρες, ερμηνεύοντας το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού, είπαν ότι η θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι η βασιλεία του Θεού, «η καλλονή του μέλλοντος αιώνος», «η υπόστασις των μελλόντων αγαθών», «το βρώμα των επουρανίων» (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Βέβαια, όλα αυτά είναι ακατανόητα για τον εκκοσμικευμένο άνθρωπο της εποχής μας, αλλά είναι πραγματικότητα γι αυτούς που ζουν πραγματικά μέσα στην Εκκλησία.

Επομένως, η ζωή μας μέσα στην Εκκλησία είναι η πρώτη ανάσταση, η οποία μας δίνει την βεβαιότητα ότι θα απολαύσουμε και την δευτέρα ανάσταση, μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.

Όλα αυτά που ανέφερα δεν είναι αφηρημένες θεολογικές έννοιες, αλλά έχουν μεγάλη κοινωνιολογική σημασία. Γιατί, οι άγιοι ζώντας από την ζωή αυτή την αιωνιότητα, βλέπουν καθαρά τα πράγματα, αντιμετωπίζουν σωστά τον άνθρωπο και τον κόσμο. Τον πλησίον δεν τον αντιμετωπίζουν μόνον ως θνητό άνθρωπο που πρέπει να του αυξηθή ο μισθός κλπ., όπως κάνουν όλα τα υλιστικά ανθρώπινα συστήματα, αλλά ως αιώνιο άνθρωπο, αδελφό του Χριστού, τον ίδιο τον Χριστό. Στο πρόσωπο του συνανθρώπου τους βλέπουν τον Χριστό.

Η Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται μόνον για το αιώνιο, αλλά επειδή βιώνει το αιώνιο από αυτήν την ζωή, γι’ αυτό και αντιμετωπίζει σωστά και το παρόν. Πρέπει να θέσουμε ως κέντρο της ζωής μας τον Χριστό και την Εκκλησία Του.

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 1 Αὐγουστου, Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

Κυριακὴ 1 Αὐγούστου

Διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρῶτα οἱ ἀποστολικοὶ Πατέρες, ποὺ ἔζησαν ἀμέσως μετὰ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἔπειτα οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ λέξη πατέρες εἶναι γνωστὴ καὶ στὴν καθημερινὴ ζωή, ἀφοῦ ἐννοοῦνται ἐκεῖνοι ποὺ γεννοῦν παιδιὰ καὶ εἶναι ἐπί κεφαλῆς σὲ κάθε οἰκογένεια. Ἡ λέξη αὐτὴ μεταφερόμενη στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δηλώνει τοὺς Κληρικοὺς ἐκείνους ποὺ γεννοῦν πνευματικὰ παιδιὰ στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ καὶ τὰ καθοδηγοῦν ὥστε νὰ αὐξηθοῦν πνευματικά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας στοὺς Κορινθίους, τοὺς ἔλεγε ὅτι καὶ ἐὰν ἔχουν πολλοὺς διδασκάλους κατὰ Χριστόν, ὅμως δὲν ἔχουν πολλοὺς πατέρας, γιατί πατέρας τους ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος, ποὺ τοὺς γέννησε μὲ τὴν διδασκαλία του, ποὺ ἦταν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ: "ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ Εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα" (Α' Κόρ. δ΄, 15).

Βεβαίως, μὲ τὴν ἀπόλυτη ἔννοια τοῦ ὅρου Πατέρας εἶναι τὸ Πρῶτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο γεννᾶται πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ὁ Λόγος καὶ ἐκπορεύεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ βεβαίως διὰ τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀναγεννῶνται οἱ Χριστιανοί. Ὁ Χριστὸς πολλὲς φορὲς στὴν διδασκαλία Τοῦ καὶ τὶς προσευχὲς Τοῦ ἀποκαλοῦσε τὸ Πρῶτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος Πατέρα, καθὼς ἐπίσης δίδαξε καὶ σὲ μᾶς νὰ Τὸν ἀποκαλοῦμε μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα. Γι αὐτὸ στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ λέμε: "Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...".

Πατέρες μὲ τὴν σχετικὴ ἔννοια λέγονται καὶ οἱ Κληρικοί, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μέσα τους τὴν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν Χάρη αὐτὴ ἀναγεννοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς διδάσκουν στὴν πνευματική τους ζωή. Πατέρες κατ ἐξοχὴν εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ στὴν συνέχεια, μὲ τὴν ἄδειά τους καὶ οἱ Πρεσβύτεροι ποὺ ἐξασκοῦν τὸ ἔργο αὐτὸ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχουν δικά τους πνευματικὰ παιδιά, ἀλλὰ ὁ Θεός τους ἀναθέτει, διὰ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ δικὰ Τοῦ παιδιὰ γιὰ νὰ τὰ παιδαγωγήσουν στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ μὲ τὴν δικὴ Τοῦ ἐνέργεια.

Μὲ τὴν εἰδικότερη ἔννοια Πατέρες καὶ μάλιστα Μεγάλοι Πατέρες εἶναι οἱ Κληρικοὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι σὲ δύσκολες ἱστορικὲς στιγμὲς γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, μὲ τὴν σοφία τους, τὴν γνώση τους, τὴν θέωση, ξεχώρισαν τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ ὁριοθέτησαν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, παρευρισκόμενοι στὶς Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Αὐτοί, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, κατήρτισαν τοὺς ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τὰ λεγόμενα δόγματα, αὐτοὶ θέσπισαν τοὺς ἱεροὺς Κανόνας γιὰ τὴν καλὴ λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοὶ καθόρισαν τοὺς τρόπους θεραπείας τῶν ἀρρωστημένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν θεολογία τους, τὴν διδασκαλία τους, τὴν ποιμαντική τους καθοδήγηση, τὶς προσευχές τους ἐπιτέλεσαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἐπιτελοῦν ἕνα μεγάλο ἔργο μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν τρία ἰδιαίτερα χαρίσματα. Τὸ ἕνα ἦταν ἡ ἁγιότητά τους, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν θέωση, τὸ ἄλλο ὅτι εἶχαν ἔκτακτα διανοητικὰ χαρίσματα καὶ τὸ τρίτο ὅτι εἶχαν ἀποκτήσει σὲ μεγάλο βαθμὸ παιδεία καὶ ἔτσι μπόρεσαν νὰ βοηθήσουν τὴν Ἐκκλησία σὲ δύσκολες καταστάσεις, ὅταν διάφοροι αἱρετικοὶ ἤθελαν νὰ ἀλλοιώσουν τὴν διδασκαλία καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.

Πρέπει, Κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, νὰ μελετοῦμε τὰ συγγράμματά τους, νὰ ἐγκολπωνόμαστε τὴν διδασκαλία τους, νὰ προσπαθοῦμε νὰ συντονιζόμαστε μὲ αὐτήν, νὰ ζητοῦμε τὶς πρεσεβεῖες τους καὶ νὰ ἀναδεικνυόμαστε καὶ ἐμεῖς Πατέρες στὶς σύγχρονες δύσκολες στιγμὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Κυρίως οἱ Κληρικοὶ θὰ πρέπη νὰ ἀναδεικνύονται καλοὶ πνευματικοὶ Πατέρες στὸ ποίμνιό τους, καὶ οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἀναζητοῦν αὐτὴν τὴν εὐλογημένη πνευματικὴ καὶ χαρισματικὴ πατρότητα γιὰ νὰ ὡριμάζουν πνευματικά.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου  ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή 10 Ἰουλίου "Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου"

Κυριακὴ 10 Ἰουλίου

Ἀφοῦ μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Κυριακῆς προσευχῆς ἀποκαλέσαμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς, δηλαδὴ εἶναι κατὰ φῦσιν ἅγιος, ὅπως εἴδαμε τὴν προηγούμενη Κυριακή, ἐρχόμαστε τώρα μὲ τὸ πρῶτο αἴτημα νὰ ζητήσουμε νὰ ἁγιασθῇ τὸ ὄνομὰ Τοῦ. Λέμε: "ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου".

Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γνωστὸν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία μας ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει οὐσία καὶ ἐνέργεια. Καὶ τὰ κτιστὰ πράγματα ἔχουν οὐσία καὶ ἐνέργεια, δηλαδὴ ὁ ἥλιος εἶναι ἕνα οὐράνιο σῶμα καὶ ἐκπέμπει τὸ φῶς του, καὶ ἡ φωτιὰ εἶναι ἕνα ἀντικείμενο ποὺ καίγεται, ἀλλὰ ἐκπέμπει ἐνέργεια, ἤτοι τὴν θέρμανση καὶ τὸν φωτισμό. Ὁ Θεός, ὅμως, ὡς ἄκτιστος ἔχει ἄκτιστη οὐσία καὶ ἄκτιστη ἐνέργεια καὶ ὡς πρὸς τὴν οὐσία Τοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀνώνυμος καὶ ὑπερώνυμος, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὶς ἐνέργειές Τοῦ ἔχει πολλὰ ὀνόματα.

Κάθε φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς ἀποκαλυπτόταν στοὺς ἀνθρώπους φανέρωνε μιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέργειές Τοῦ, ὅπως τὴν ἀγάπη, τὴν εἰρήνη, τὴν δικαιοσύνη, τὴν φιλανθρωπία. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶχε κοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Γι' αὐτὸ καὶ λέμε ὅτι τὰ ὀνόματα τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ ἐνέργειές Τοῦ. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μνημονεύει κανεὶς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ κατάνυξη, ταπείνωση, μετάνοια, πίστη κλπ. λαμβάνει γνώση καὶ αἴσθηση τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν προσευχόμαστε "ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου", δὲν σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι ἅγιο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει ἐμεῖς νὰ προσευχόμαστε γιὰ νὰ ἁγιασθῇ, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ αἴτημα ἔχει δύο ἔννοιες.

Ἡ πρώτη ἔννοια τοῦ "ἁγιασθήτω" εἶναι τὸ "δοξασθήτω" τὸ ὄνομὰ Τοῦ καὶ νὰ δοξασθῇ μὲ τὴν δική μας τὴν ζωή. Ὅπως τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημεῖται μὲ τὴν δική μας τὴν ζωή, ὅταν δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν εὐγενικὴ καταγωγή μας, ἔτσι καὶ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐμεῖς τηροῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς Τοῦ.

Ἡ δεύτερη ἔννοια τῆς αἰτήσεως "ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου" ποὺ δὲν εἶναι ἄσχετη καὶ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν προηγούμενη, εἶναι τὸ "ποίησον ἡμᾶς ἁγίους", ὥστε καὶ ὁ Θεὸς νὰ δοξασθῇ διὰ τῆς δικῆς μας ἁγιασμένης ζωῆς.

Ἡ αἴτηση αὐτὴ δείχνει ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ γιὰ ποιό λόγο ζῇ. Σκοπός του εἶναι νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνη ἅγιος κατὰ Χάριν καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ φῦσιν ἅγιος καὶ οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ γίνουν κατὰ Χάριν ἅγιοι. Στὴν γλῶσσα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸ λέγεται θέωση καὶ ὅσοι ἁγιάζονται μὲ τὴν μετοχὴ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, λέγονται θεούμενοι. Τὸ νὰ γίνη κανεὶς ἅγιος - θεούμενος σημαίνει νὰ μεταμορφώση ὅλες τὶς ψυχικὲς καὶ σωματικές του δυνάμεις, νὰ ἔχη κέντρο τῆς ζωῆς του τὸν Θεό.

Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοὶ ποὺ προσεύχονται μὲ αὐτὴν τὴν προσευχή, δὲν ἔχουν τέτοιους ὑψηλοὺς στόχους, ἀλλὰ περικλείουν τὴν χριστιανική τους ζωὴ καὶ πολιτεία σὲ μερικοὺς καλοὺς τρόπους συμπεριφορᾶς, σὲ μερικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα καὶ μερικὲς θρησκευτικὲς παραδόσεις, προσεύχονται γιὰ ἐπίγεια πράγματα. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου ἀρκετό. Πολλὲς φορὲς στὴν Ἁγία Γραφὴ συναντοῦμε τὴν προτροπή: "ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμὶ" (Α' Πέτρ. α΄ 16). Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ προσπαθοῦν νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἑαυτό τους λέγοντας: "δὲν εἶναι γιὰ μένα αὐτὴ ἡ ζωὴ τῆς ἁγιότητος", "θέλω νὰ ζήσω τὶς χαρὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ νὰ μὴ στερηθῶ αὐτὰ ποὺ μοῦ προσφέρει ἡ ἐπίγεια ζωή", "δὲν εἶμαι ἅγιος γιὰ νὰ μὴ θυμώνω" κλπ.

Ἐπειδὴ ἡ ζωή μας δὲν συντονίζεται μὲ τὴν αἴτηση αὐτὴ καὶ δὲν ἀγωνιζόμαστε νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτὸ ἡ διαγωγή μας εἶναι ἀντιχριστιανική. Εἴμαστε γεμᾶτοι ἀπὸ πάθη καὶ κακίες, μίση καὶ ἐχθρότητες, καὶ διαπράττουμε ἀδικίες καὶ συκοφαντίες. Καὶ γι' αὐτὸν τὸν λόγο οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι μᾶς βλέπουν καὶ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό, ὁπότε γινόμαστε αἴτιοι νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὰ ἔθνη.

Συνήθως, ὅταν προσευχόμαστε στὸν Θεὸ Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς δίνη ὑγεία, εὐημερία, ὑλικὰ ἀγαθὰ κλπ. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κάνουμε. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς πρέπει νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀγιάζη. Ὅμως, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸ δὲν γίνεται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν θελησή μας. Γι' αὐτὸ πρέπει μαζὶ μὲ τὴν πρσευχή μας νὰ προσφέρουμε καὶ τὴν ἐλευθερία μας, ὥστε ἔτσι νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 13 Αὐγούστου, Ἑορτή τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου καί τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

immab 250x250

Ἑορτή τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου καί τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν μνήμη δύο μεγάλων ἀσκητικῶν Πατέρων, δηλαδή τόν ὅσιο καί Θεοφόρο Πατέρα μας Δωρόθεο καί τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, μέ τήν εὐκαιρία τῆς μεταθέσεως τῶν λειψάνων του.  Μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο Πατέρων ὑπάρχει ἕνα κοινό γνώρισμα καί αὐτό εἶναι ἡ ἀσκητική ζωή, πού εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.

Κατ’ ἀρχάς νά ἀναφερθῶ στόν ὅσιο Δωρόθεο ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. χωρίς νά εἶναι γνωστές οἱ ἰδιαίτερες συνθῆκες μέ τίς ὁποῖες μεγάλωσε. Γενικά, καταγόταν ἀπό πλούσια οἰκογένεια στήν Γάζα, ἀπέκτησε μεγάλη φιλολογική καί φιλοσοφική γνώση, ἀλλά πολύ νέος ἐγκατέλειψε τά πάντα καί προσῆλθε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Σερίδου, λίγα χιλιόμετρα νότια τῆς Γάζας. Ἐκεῖ ἀσκοῦνταν δύο μεγάλοι ἀσκητές πού ἦταν ἔγκλειστοι στά κελλιά τους καί εἶχαν μεγάλη πνευματική πείρα, δηλαδή ὁ Βαρσανούφιος, πού δέν ἐρχόταν σέ ἐπαφή μέ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὅταν τόν ἐρωτοῦσαν μέ γραπτά ἐρωτήματα, ἀπαντοῦσε ὑπαγορεύοντας στόν μαθητή του Σέριδον, καθώς ἐπίσης ἔγκλειστος στό κελλί του ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Προφήτης.

Ὁ ἅγιος Δωρόθεος ἔκανε ὑπακοή σέ αὐτούς τούς ἀσκητές ὑποβάλλοντας σχετικές ἐρωτήσεις, καί οἱ διδάσκαλοι τοῦ ἀπαντοῦσαν κατά τό δυνατόν σύντομα. Ἕνα διάστημα ἦταν ὑπεύθυνος γιά τήν φιλοξενία τῶν προσκυνητῶν, ὑπηρετοῦσε στό νοσοκομεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, φαίνεται ὅτι εἶχε καί γνώσεις ἰατρικές, καί ἀπέκτησε μεγάλη πείρα νά εἰσδύη στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων καί νά ἀναλύη ὅλες τίς ἐσωτερικές διαθέσεις τους. Ἡ ἄσκησή του ἦταν μεγάλη, μάλιστα δέ εἶχε παρακαλέσει ἕναν ἀδελφό τῆς Μονῆς νά τόν ξυπνᾶ γιά τήν νυκτερινή ἀκολουθία καί ἕναν ἄλλο ἀδελφό νά τόν κρατᾶ ἄγρυπνο κατά τήν διάρκειά της.

Ὕστερα ἀπό μεγάλη ὑπομονή πού ἔκανε καί μεγάλη πείρα πού ἀπέκτησε, καί μάλιστα μετά τήν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ Σερίδου, καί τήν κοίμηση τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου τοῦ Προφήτου, ἀλλά καί τήν τελεία σιωπή τοῦ μεγάλου Βαρσανουφίου, ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος ἵδρυσε δικό του Μοναστήρι, προφανῶς γιά νά μεταδώση στούς μαθητές του τήν πλούσια πνευματική του πείρα πού ἀπέκτησε καί μέ τόν δικό του ἀγώνα καί μέ τήν ἐπικοινωνία μέ ἁγίους πνευματικούς του πατέρες. Διασώζονται δέ διάφορες διδασκαλίες καί ἐπιστολές του.

Σέ αὐτά τά κείμενά του φαίνεται ἡ κατά Θεόν σοφία του, ἡ πνευματική πείρα πού εἶχε, ἀποδεικνύεται ὅτι ἦταν βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, βαθύς ἡσυχαστής Πατέρας πού διατύπωνε μέ ἁπλότητα τήν διδασκαλία του. Πιθανόν νά εἶναι προφορικές διδασκαλίες πού οἱ στενογράφοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης διέσωσαν. Βεβαίως, ἔχει γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, χρησιμοποιεῖ χωρία Μεγάλων Πατέρων, ὅπως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί ἄλλων.

Τά κείμενά του εἶναι καταπληκτικά καί διακρίνονται γιά τήν κατά Θεόν ψυχοθεραπεία καί τήν ἄφθαστη πρακτικότητα, ἀφοῦ γνωρίζει πολύ καλά τόν κόσμο τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς, τόν κόσμο τῶν λογισμῶν καί τόν κόσμο τῶν ἀρετῶν. Ἀναφέρεται στήν ὑπομονή πού πρέπει νά δείχνουμε στήν ζωή μας, τήν καρτερία, τήν ταπείνωση καί τήν προσευχή. Γράφει γιά τό «δικαίωμα» καί τό «θέλημα» πού εἶναι καταστάσεις πού ἐπιβάλλονται ἀπό τούς κακούς λογισμούς καί ταράσσουν τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ὁμιλεῖ γιά τίς τρεῖς καταστάσεις τοῦ ἀνθρώπου σέ σχέση μέ τόν Θεό, δηλαδή σέ αὐτούς πού τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἤ ἀπό τόν φόβο τῆς Κολάσεως ἤ ἀπό τόν μισθό τοῦ Παραδείσου ἤ ἀπό ἀγάπη ὅτι εἶναι υἱοί τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δείχνει τήν πνευματική ἡλικία τῶν μοναχῶν καί τῶν Χριστιανῶν.

Ἔπειτα, νά ἀναφερθῶ στόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τοῦ ὁποίου σήμερα ἑρτάζουμε τήν ἀνακομιδή καί μετάθεση τῶν λειψάνων του, ἕναν μεγάλο Πατέρα καί θεολόγο τοῦ 7ου αἰῶνος, πού ἀποδείχθηκε ὑπέρμαχος στόν ἀγώνα ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ, κατά τήν ὁποία αἵρεση ὁ Χριστός ἔχει μόνον μία θέληση, ἐνῶ ὅπως ὑποστήριζε ὁ ἅγιος Μάξιμος καί ἀποφάσισε ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὁ Χριστός εἶχε δύο θελήσεις πού ἐνεργοῦσαν στό ἕνα Πρόσωπο τοῦ Λόγου.

Ὅμως, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής πού ἄρχισε ἡσυχαστικά τήν μοναχική του ζωή, ἔγραψε τά 400 κεφάλαια περί ἀγάπης, στά ὁποῖα προσδιορίζει τήν ἀγάπη μέσα ἀπό τήν ὅλη πνευματική καί ἀσκητική ζωή του. Τά κεφάλαια αὐτά εἶναι ἐκπληκτικά καί κινοῦνται μέσα στήν προοπτική τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου, μέ τήν διαφορά ὅτι γράφονται ὑπό τύπον συνοπτικῶν κεφαλαίων καί ὄχι ὡς διδασκαλία.

Πρόκειται γιά μικρά σύντομα καί συνοπτικά κείμενα τά ὁποῖα δέν ἀναφέρονται μόνον στήν ἀγάπη, ἀλλά καί στίς προϋποθέσεις της καί τά ἀποτελέσματά της. Ἔτσι, κάνει λόγο γιά τόν νοῦ καί τήν λογική, τά πάθη καί τήν ἀπάθεια, τήν ἄγνοια καί τήν γνώση καί γιά ὅλη τήν πορεία τοῦ Χριστιανοῦ, πού εἶναι ἡ πράξη καί ἡ θεωρία, ἡ πρακτική φιλοσοφία (κάθαρση), ἡ φυσική θεωρία (φωτισμός) καί ἡ μυστική θεολογία (θέωση).  Καί οἱ δύο ἅγιοι, δηλαδή ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἔχουν τήν ἴδια ἀσκητική καί ἡσυχαστική παράδοση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πνευματική ἰατρική καί ἡ πνευματική θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, πού δείχνουν τό πῶς παραμορφώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἁμαρτία καί πῶς μεταμορφώνεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν δικό του ἀγώνα.

Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή ὑπερβολικῆς ἐξωστρέφειας, εἰκονικῆς πραγματικότητας, ψηφιακῆς τεχνολογίας καί ἀγνοοῦμε τόν ἐσωτερικό μας κόσμο πού δημιουργεῖ ταραχή, ἄγχος καί κατάθλιψη, καί γι’ αὐτό ἐμφανίζονται διάφορα ψυχαναλυτικά συστήματα γιά νά βοηθήσουν. Πρέπει, ὅμως, νά γνωρίζουμε ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ἐκπληκτικά κείμενα, ὅπως καί αὐτά πού ἀνέφερα, τά ὁποῖα ὄχι μόνον ἀναλύουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τήν συνθέτουν καί τήν θεραπεύουν, γενικά θεραπεύουν ὅλον τόν ἄνθρωπο. Στούς πολλούς ἀνθρώπους ἡ Ὀρθόδοξη θεραπευτική μέθοδος εἶναι ἄγνωστη καί ἀσφαλῶς ἀξίζει τόν κόπο νά τήν γνωρίσουν.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 16 Ἰουλίου. Ἑορτή Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Ἑορτή Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

immab 512x512

Ἡ σημερινή Κυριακή εἶναι ἀφιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία μας στούς Πατέρας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνεκλήθη στήν Χαλκηδόνα τό ἔτος 451 μ.Χ.

Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπιζε πολλούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας τήν ἑλληνική φιλοσοφία διεκήρυτταν ὅτι ὁ Χριστός εἶχε μέν δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπό τήν θεία φύση. Αὐτό, ὅμως, ἀμφισβητοῦσε τήν ὀρθόδοξη ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός ἦταν τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος. Ἄν ὁ Χριστός ἔχει μόνον τήν θεία φύση, ὅπως ὑποστήριζε ὁ Μονοφυσιτισμός, τότε ἀνατρέπεται ὄχι μόνον ἡ πίστη στόν Θεάνθρωπο Χριστό, ἀλλά καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Διότι σέ τέτοια περίπτωση δέν ἔχει κανένα νόημα ἡ ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή, δηλαδή τό Βάπτισμα, τό Χρῖσμα, ἡ θεία Εὐχαριστία, ἡ μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι, στήν Σύνοδο αὐτήν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁριοθέτησαν τήν ὀρθόδοξη πίστη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι οἱ δύο φύσεις εἶναι ἑνωμένες στό πρόσωπο τοῦ Λόγου «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως», καί ἔτσι διασώθηκε καί ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ σωτηρία-θέωση τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅταν ἀναφύονται τέτοια σοβαρά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα ἠ Ἐκκλησία τά ἀντιμετωπίζει συνοδικά, δηλαδή μέ τίς Συνόδους τῶν Ἐπισκόπων, καί στίς ὁποῖες συμμετέχουν μέ διαφόρους τρόπους, καί ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικοί καί λαϊκοί. Διότι γιά νά γίνη καλή προετοιμασία τῶν θεμάτων αὐτῶν καί γιά νά ὑπάρξη καλή διοργάνωση τῆς Συνόδου, χρειάζονται καί ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἐπίσης, καί κατά τήν συζήτηση τῶν θεμάτων χρησιμοποιοῦνται ἄνθρωποι πού ἀσχολήθηκαν μέ τά θέματα αὐτά, ὅπως γιά παράδειγμα στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἔπαιξε σημαντικό ρόλο ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος τότε συνόδευσε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο, ὡς διάκονός του.

Οἱ συζητήσεις πού ἔγιναν καί σέ αὐτήν τήν Σύνοδο καί σέ ἄλλες Οἰκουμενικές Συνόδους ἦταν ἡ ἀντιπαράθεση τῆς Ἀποκαλύψεως πού ἔλαβαν οἱ Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Πατέρες ἀπό τόν Θεό, μέ τήν φιλοσοφική θεολογία πού εἶναι καρπός στοχασμοῦ καί φαντασίας. Πάντοτε, σέ ὅλα τά θεολογικά θέματα διακρίνουμε δύο ρεύματα, ἤτοι ἐκεῖνο πού στηρίζεται στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, καί ἐκεῖνο πού στηρίζεται στόν φιλοσοφικό στοχασμό.

Αὐτό σημαίνει ὅτι προηγεῖται ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται μέ τόν ἱερό ἡσυχασμό, καί ἀκολουθεῖ ἡ διατύπωση τῆς ἐμπειρίας. Αὐτό συμβαίνει μέ ὅλα τά θέματα, ἀφοῦ πρῶτα παρατηροῦμε ἕνα γεγονός καί ἔπειτα τό καταγράφουμε. Ἄν κανείς δέν ἔχει ἐμπειρία ἑνός γεγονότος, τότε χρησιμοποιεῖ τήν φαντασία καί τόν στοχασμό γιά νά τό περιγράψη.

Ἔτσι, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες εἶχαν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ὁμιλοῦσαν θεόπνευστα, καί ὁριοθετοῦσαν τήν ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη, δηλαδή ἔθεταν ὅρια μεταξύ τῆς ἀληθείας καί τῆς πλάνης, γιά νά μποροῦμε νά ἀκολουθήσουμε τόν αὐθεντικό τρόπο ζωῆς καί σωτηρίας.

Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ φυσικός τρόπος γνώσεως πού γίνεται μέ τήν παρατήρηση τῆς φύσεως. Ὁ δεύτερος τρόπος γνώσεως εἶναι ὁ προφητικός, ὅταν ὁ Προφήτης βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φωτίζεται ὁ νοῦς του ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ τρίτος τρόπος γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ βιβλικός, δηλαδή διαβάζουμε τίς γραπτές ἐμπειρίες τῶν ἁγίων πού καταγράφηκαν στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ἱερά Παράδοση, στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων.

Γι’ αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία ἡ πείρα καί ἡ διδασκαλία, ὅπως ἐκφράσθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί εἰδικότερα στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τούς Πατέρες τῆς ὁποίας ἑορτάζουμε σήμερα. Γι’ αὐτό πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα τά τροπάρια πού ψάλαμε σήμερα στήν ἀκολουθία, γιά νά δοῦμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας πού ξεχωρίζεται ἀπό τίς αἱρέσεις.

Στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο συμμετεῖχε καί ὁ Ἐπίσκοπος Ναυπάκτου Εἰρηναῖος, ὅπως φαίνεται στά Πρακτικά της. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Ναυπάκτου συμμετεῖχε στίς συζητήσεις καί τίς ἀποφάσεις τῆς μεγάλης αὐτῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί, βεβαίως, μετέφερε αὐτήν τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία στό ποίμνιό του τότε στήν Ναύπακτο.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτήν, ὅπως ἔχει ἀνακοινωθῆ, καθορίσθηκε, ὕστερα ἀπό εἰσήγησή μας καί ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, νά ἑορτάζονται ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ναυπάκτου πού συμμετεῖχαν σέ σημαντικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀσχολήθηκαν μέ θεολογικά θέματα. Τήν ἀκολουθία συνέγραψε ὁ ὑμνογράφος Γεώργιος Γαλανόπουλος, τόν ὁποῖο παλαιότερα χειροθέτησα σέ Ἀναγνώστη, καί αὐτή ἡ ἀκολουθία ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο.

Νά θυμίσω ὅτι στήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς, πού εἶναι ἡ σημερινή Σόφια Βουλγαρίας, πού ἔγινε τό ἔτος 343, συμμετεῖχε ὁ Ἐπίσκοπος Ναυπάκτου Μαρτύριος καί ὑπεστήριξε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Ἐπίσης, συμμετεῖχαν καί σέ Οἰκουμενικές Συνόδους Ἐπίσκοποι τῆς Ναυπάκτου, ὅπως ὁ Καλλικράτης στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὁ Εἰρηναῖος στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὁ Ἀντώνιος στήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

Θεωροῦμε ἰδιαίτερη εὐλογία καί τιμή πού οἱ Ἐπίσκοποι τῆς ἱστορικῆς Ἐπισκοπῆς καί Μητροπόλεως Ναυπάκτου συμμετεῖχαν σέ τέτοιες Μεγάλες Συνόδους. Πέραν ἀπό τήν αἴσθηση τῆς τιμῆς, πρέπει νά προσευχόμαστε σέ αὐτούς γιά νά κρατᾶμε αὐτήν τήν ὀρθόδοξη πίστη πού παραλάβαμε, νά μένουμε σταθεροί σέ αὐτήν, ὥστε νά μεταμορφώνη τήν ζωή μας.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή 17 Ἰουλίου "Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου"

Κυριακὴ 17 Ἰουλίου

Τὸ δεύτερο αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς εἶναι τὸ "ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου", δηλαδὴ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ στείλη ἢ νὰ ἔλθη ἡ βασιλεία Του.

Ἔχουν γραφὴ πολλὰ γιὰ τὸ αἴτημα αὐτό, γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς ἔρχεται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἑρμηνευτικὲς ἀναλύσεις τῶν ἁγίων Πατέρων θὰ ἐκθέσουμε στὸ σύντομο αὐτὸ εὐχαριστιακὸ κήρυγμα.

Ἡ μία ἑρμηνεία τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι το νὰ ἔλθη ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ γρήγορα, δηλαδὴ νὰ ἔλθη ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ κρίνη τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ σημαίνει νὰ ἔλθη ἡ ἡμέρα ἐκείνη ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν ὅλα τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀρχίση ἡ κρίση τους. Αὐτὴ ἡ αἴτηση μὲ αὐτὸ τὸ περιεχόμενο εἶναι μιὰ αἴτηση ἑνὸς εὐγνώμονος παιδιοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν προσηλώνεται στὰ ὁρατά, ἀλλὰ σπεύδει πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ἐπιθυμεῖ τὰ μέλλοντα. Μιὰ τέτοια ἀναζήτηση εἶναι καρπὸς τῆς ἀγαθῆς συνειδήσεως καὶ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ πράγματα τῆς γῆς. Καὶ μάλιστα, ὅπως ἑρμηνεύεται, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτὴν τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του, οὔτε φουσκώνει καὶ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ τοῦ βίου, ἀλλὰ οὔτε καὶ ταπεινώνεται - ἐξουθενώνεται ἀπὸ τὰ λυπηρὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς. Αἰσθάνεται ὅτι βρίσκεται στὴν ἐξορία, τὴν ξενιτειὰ καὶ ἀναμένει τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα του.

Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοὶ νοσταλγοῦν αὐτὴν τὴν Βασιλεία, ἐπιθυμοῦν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ ἑνωθοῦν μαζὶ Του ὡσὰν σὲ γάμο, ἀφοῦ τώρα αἰσθάνονται τὸν πνευματικὸ ἀρραβῶνα μαζὶ Του. Αὐτὸ βέβαια προϋποθέτει τὴν ἐσωτερική τους καθαρότητα, καὶ νὰ μὴ ἐλέγχονται ἀπὸ τὴν συνείδησή τους. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι στὶς ἐπιστολές τους ἔγραφαν γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ἐγγὺς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ζοῦσαν ἐσχατολογικά. Καὶ τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τελειώνει μὲ τὴν κραυγή: "ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ" (Ἀποκ. κβ΄ 20).

Ἡ ἄλλη ἑρμηνεία τοῦ "ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου" εἶναι νὰ ἔλθη ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Ὁ Χριστὸς ἔλεγε: "ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν" (Λούκ.1ζ΄ 21). Τὸ "ἐντὸς ἡμῶν" δὲν δηλώνει το ἀνάμεσά μας, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά μας. Βέβαια, ὅσοι ἔχουν την Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά τους αἰσθάνονται καὶ κοινωνία μεταξύ τους. Καὶ αὐτοὶ αἰσθάνονται τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς μιὰ πνευματικὴ κατάσταση καὶ ὄχι ὡσὰν μιὰ ψυχολογικὴ καὶ συναισθηματικὴ ἔξαρση στὴν θεία Λειτουργία καὶ γενικότερα στὴν θεία Λατρεία. Ἄλλωστε, καὶ ἡ θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἔχει ἐσχατολογικὴ ἀναφορά, δηλαδὴ ἀναφέρεται στὴν βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ συμβῇ σὲ ὅλη τὴν πληρότητά της στὸ μέλλον.

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα μας ἔρχεται ὅταν ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας καὶ δεχθοῦμε ποικιλοτρόπως την Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἀρχίζει νὰ γίνεται μὲ τὴν μετάνοια, ὁπότε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατακαίει τὰ πάθη καὶ τὴν αἰσθανόμαστε ὡσὰν μιὰ καυστικὴ ἐνέργεια. Ἔπειτα, αὐξάνεται αὐτὴ ἡ Χάρη μὲ τὴν ἐσωτερικὴ εὐφροσύνη καὶ χαρά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλη συνεχῶς νὰ ἐνθυμῆται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσεύχεται σὲ Αὐτόν, ὁπότε ὁ νοῦς του φωτίζεται, λάμπει. Καὶ τέλος ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀξιωθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ Τὸν δὴ μέσα στὸ φῶς Τοῦ, τότε βλέπει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ φαίνεται στὰ ἅγια Εὐαγγέλια. Πρὶν ἀπὸ τὴν μεταμόρφωσή Του ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητὰς Τοῦ ὅτι εἶναι μερικοὶ ἀνάμεσά σας ποὺ δὲν θὰ πεθάνουν ἕως ὅτου δοῦν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ ἔλθη "ἐν δυνάμει". Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἔλαβε τοὺς τρεῖς Μαθητὲς καὶ τοὺς ἀνέβασε ἐπάνω στὸ Θαβὼρ καὶ μεταμορφώθηκε μπροστά τους, ὁπότε οἱ Μαθητὲς εἶδαν ὅτι τὸ πρόσωπό Τοῦ ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἱμάτια τοῦ ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων αὐτὴ ἡ ὅραση τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ φῶς ἦταν ἡ ὅραση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Στὴν ζωή μας πρέπει νὰ εἴμαστε ἀναζητητὲς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Πρῶτα νὰ τὴν δεχόμαστε στὴν καρδιά μας μὲ τὴν καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ ὕστερα θὰ τὴν ἀπολαύσουμε καὶ στὸ μέλλον. Μπορεῖ νὰ γίνη καὶ τὸ ἀντίστροφο. Ὅταν νοσταλγοῦμε τὴν ἔλευση τῆς μελλοντικῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ θὰ μᾶς κάνη νὰ τὴν ποθοῦμε, ὁπότε αὐτὸ θὰ μᾶς ὁδηγῇ στὴν μετάνοια καὶ στὴν προγευσή της ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Ὁπότε, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἦλθε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔρχεται μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Χριστό, καὶ θὰ ἔλθη κατὰ τὴν Δευτέρα Του Παρουσία.

Δυστυχῶς, πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἐπιθυμοῦμε ἐπίγειες βασιλεῖες, ἐξουσίες καὶ χαρές, καθὼς ἐπίσης θέλουμε νὰ στήσουμε τὴν δική μας βασιλεία καὶ ὄχι τὴν ἐπικράτηση στὴν γῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Θὰ πρέπη ὅμως νὰ ἀλλάξουμε διαγωγὴ καὶ νὰ ἀναζητοῦμε τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως, ὥστε νὰ συντονισθοῦμε στὸ "πνεῦμα" τῆς Κυριακῆς προσευχῆς.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 20 Αὐγούστου, Ἑορτή Προφήτου Σαμουήλ

immab 250x250

Ἑορτή Προφήτου Σαμουήλ

Ὁ Προφήτης Σαμουήλ, τόν ὁποῖο ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἔζησε στήν Παλαιά Διαθήκη, καί μάλιστα τόν 12ο αἰώνα π.Χ. καί βρέθηκε σέ μιά περίοδο ἐνδιάμεση μεταξύ Κριτῶν, δηλαδή πολιτικῶν ἀρχόντων, καί τῶν Βασιλέων. Αὐτός ἦταν ὁ τελευταῖος τῆς περιόδου τῶν Κριτῶν, ὡς Προφήτης θαυμαστός, καί ἐκεῖνος πού ἔχρισε τόν πρῶτο Βασιλέα, τόν Σαούλ, καί ὅταν ἐκεῖνος ὑπέπεσε σέ σοβαρά σφάλματα, ἔχρισε ὡς Βασιλέα τὸν Δαβίδ, τόν Προφητάνακτα.

Ἡ παρουσία τοῦ Προφήτου Σαμουήλ καί ἡ δράση του μεταξύ τῶν Ἰουδαίων ἦταν ὄντως θαυμαστή. Θά περιοριστῶ σέ δύο βασικά σημεῖα τῆς ζωῆς του.

Τό πρῶτο σημεῖον εἶναι ὅτι ἡ γέννησή του ἦταν θαυμαστή. Οἱ γονεῖς του, ὁ Ἐλκανά καί ἡ Ἄννα δέν εἶχαν παιδιά, διότι ἡ Ἄννα ἦταν στείρα καί ἡ ἴδια πῆγε στόν Ναό καί προσευχήθηκε καρδιακά, ἔκανε νοερά προσευχή καί ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό τήν παρέμβασή Του γιά νά γεννήση. Ἔτσι, ὁ Θεός τήν εὐλόγησε καί γέννησε τόν Σαμουήλ.

Εἶναι ἐνδιαφέρον νά διαβάση κανείς ὅλα αὐτά τά περιστατικά ἀπό τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ὀνομάζεται Α΄ Βασιλειῶν, γιά νά δῆ τόν τρόπο τῆς γεννήσεως τοῦ Σαμουήλ καί τόν τρόπο τῆς ἀνατροφῆς καί τῆς παιδείας του.

Οἱ γονεῖς του προσευχήθηκαν γιά νά τόν γεννήσουν, τόν μεγάλωσαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου, τόν ἀφιέρωσαν στόν Ναό, ἔζησε μέσα στήν λατρεία τοῦ Ναοῦ ἀπό μικρό παιδί καί σέ νεανική ἡλικία ἀξιώθηκε νά λάβη ἀποκάλυψη ἀπό τόν Θεό, δηλαδή νά τοῦ δώση μιά ἐντολή νά διαβιβάση τό θέλημά Του στόν Ἱερέα τοῦ Ναοῦ.

Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ γέννηση ἑνός παιδιοῦ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, τό χαρίζει ὁ Θεός στούς γονεῖς του καί ἐκεῖνοι ἔτσι πρέπει νά ἀντιλαμβάνονται τήν ὕπαρξή του, καί νά τό μορφώνουν κατά Θεόν, «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου».

Ἡ σύλληψη καί γέννηση ἑνός ἀνθρώπου εἶναι καρπός τῆς συνέργειας Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ Θεός διά τῆς ζωοποιοῦ ἐνεργείας Του δίνει ζωή σέ ὅλη τήν κτίση, καί ὁ ἄνθρωπος μετέχει καί τῆς σοφοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τοῦ δίνεται ἡ δυνατότητα νά σκέφτεται, νά παράγη γνώση, νά ἐπεξεργάζεται τά στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ἐπίσης, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μετάσχη καί στήν θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά γίνη κατά Χάριν αὐτό πού ὁ Θεός εἶναι κατά φύσιν, νά γίνη δηλαδή κατά Χάριν Θεός.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἕνα παιδί δέν εἶναι ἕνα «παιχνίδι» τῶν γονέων γιά νά τούς διασκεδάζη, νά τούς χαροποιῆ, νά τούς δίνη κάποιο νόημα στήν ζωή τους, ἀλλά εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού πρέπει νά ἀναπτυχθῆ κατά Θεόν, νά γνωρίση τόν Θεό. Ἡ μονομερής ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ δημιουργεῖ τραγικούς ἀνθρώπους, πού εἶναι πάντοτε ἀνικανοποίητοι.

Τό δεύτερο γεγονός ἀπό τήν ζωή τοῦ Προφήτου Σαμουήλ εἶναι ὅτι ἦταν ἕνας πνευματικός ἡγέτης στόν ἑβραϊκό λαό. Ὁ Θεός τόν ἀνέδειξε στήν θέση τῶν Κριτῶν, ἀλλά καί τῶν Προφητῶν. Τότε τούς ἄρχοντες δέν τούς ψήφιζε ὁ λαός, ἀλλά τούς ἀνεδείκνυε ὁ Θεός μέ θαυματουργικό τρόπο.

Ἔτσι, ὁ Προφήτης Σαμουήλ εἶχε τριπλό ἔργο νά ἐπιτελέση, ἤτοι: πρῶτον, νά διδάσκη καί νουθετῆ τόν λαό, δεύτερον, νά τόν θεραπεύη καί τρίτον, νά τόν δικάζη, δηλαδή νά λύνη διάφορες δυσαρμονίες πού παρατηροῦνταν στήν κοινωνία. Καί αὐτό τό ἔργο ὁ Προφήτης Σαμουήλ τό ἔκανε μέ προσευχή, μέ φώτιση ἀπό τόν Θεό, μέ δικαιοσύνη.

Ὁ λαός τόν ἀνεγνώρισε καί τοῦ ἔδωσε ἕναν ἐπιθετικό προσδιορισμό, δηλαδή τόν τιτλοφοροῦσε: «Ὁ βλέπων». Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐρώτηση: «Εἰ ἐστιν ἐνταῦθα ὁ βλέπων;» (Α΄ Βασ. θ΄, 11). Ὀνομαζόταν «βλέπων» γιατί ὡς Προφήτης, μέσα ἀπό τόν ὁποῖον ἐνεργοῦσε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπε τά πάντα, ἔβλεπε τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί τίς ἀνάγκες τῆς κοινωνίας, καί ἐνεργοῦσε κατάλληλα.

Καί ὅταν ὁ Προφήτης Σαμουήλ κατάλαβε ὅτι ὁ λαός ἤθελε Βασιλέα, ὅπως εἶχαν ὅλα τά ἄλλα εἰδωλολατρικά ἔθνη, προσευχήθηκε στόν Θεό καί ἀφοῦ ἔλαβε ἐντολή ἀπό Αὐτόν, ἀρχικά ἔχρισε τόν Σαούλ ὡς Βασιλέα καί μετά τόν Δαβίδ. Αὐτό συνιστοῦσε βαθύτατη πτώση, γιατί ὁ λαός ἀντί τῆς παρουσίας τῶν Κριτῶν καί τῶν Προφητῶν πού τούς ἀναδείκνυε ὁ Θεός, προτιμοῦσε τούς Βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι Βασιλεῖς, ἐκτός ἀπό τόν Προφητάνακτα Δαβίδ, σιγά-σιγά ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό καί εἰσήγαγαν ξένους Θεούς, εἰδωλολατρικούς. Ὁπότε, στήν συνέχεια, ὅπως φαίνεται στήν περίπτωση τοῦ Προφήτη Ἠλία, οἱ Προφῆτες ἔκαναν ἀγῶνες ἐναντίον τῶν Βασιλέων πού διέστρεψαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ σέ ἄλλες λατρεῖες.

Πάντως, ὁ Προφήτης Σαμουήλ ἦταν ἕνας εὐλογημένος ἄνθρωπος, πού συνελήφθη στήν μήτρα τῆς μητέρας του, ὕστερα ἀπό προσευχή καί μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μεγάλωσε μέ προσευχή καί ἀγάπη στόν Θεό, ἀξιώθηκε θείας Ἀποκαλύψεως κατά τήν νεανική του ἡλικία, ἀναδείχθηκε μέγας Προφήτης στόν Ἰσραηλιτικό λαό, ἀνέδειξε Βασιλεῖς καί ἀπέθανε εἰρηνικά, ἐνῶ ὅλος ὁ λαός θρηνοῦσε γιά τήν ἀπώλειά του.

Πολλές ἦταν οἱ ἀρετές του, ὅπως ἡ καθαρότητα τοῦ βίου του, ἡ ὑπακοή στόν Θεό, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔκανε κάτι γιά νά λυπήση τόν Θεό, ἡ ἀνεξικακία του, διότι συνεχῶς συγχωροῦσε τούς ἄλλους γιά τά λάθη τους, ἡ ἀπάθειά του, διότι πάντοτε ἐνεργοῦσε ἀπαθῶς, ἡ ἀγάπη του στόν λαό καί τόν Θεό. Ἦταν ἕνας ὄντως εὐλογημένος ἄνθρωπος.

Ὅλοι μας πρέπει νά λάβουμε ἀπό αὐτόν παραδείγματα γιά τό πῶς νά εἴμαστε Χριστιανοί, γονεῖς, διδάσκαλοι, Ἱερεῖς, Ἐπίσκοποι, πολιτικοί ἄρχοντες, ἐπιστήμονες. Καί, βέβαια, πάντοτε χρειαζόμαστε συγχρόνους Προφῆτες, ὅπως ἦταν ὁ Σαμουήλ, γιά νά ἰσορροποῦμε ἀπό ὅλες τίς ἀνισορροπίες πού, δυστυχῶς, ὑπάρχουν στήν κοινωνία μας.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος