Skip to main content

Κυριακή Δ' Ματθαίου, 1 Ἰουλίου - Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ

Ὁ Ἑκατόνταρχος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπής, ποὺ ἦταν ρωμαῖος στρατιωτικός, εἶχε μεγάλη πίστη. Ὄχι ἁπλῶς μιὰ ἀφηρημένη πίστη σὲ κάποιον Θεὸ ποὺ κατοικεῖ στοὺς οὐρανούς, οὔτε σὲ ἕνα ἀνώτατο Ὅν ποὺ διευθύνει τὸν κόσμο, ἀλλὰ εἶχε πίστη στὸν Χριστό. Πίστευε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ ὄχι ἁπλὸς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει κάποια ἱκανότητα, καὶ ζήτησε νὰ θεραπεύση τὸν δοῦλο του ποὺ ἦταν παράλυτος καὶ παρέμενε στὸ σπίτι. Ἡ πίστη αὐτὴ φαίνεται ἀπὸ τὸν λόγο ποὺ εἶπε στὸν Χριστό: «εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παίς μου» (Μάτθ. ἡ', 8), δηλαδὴ λέγε ἕναν λόγο, καίτοι βρίσκεσαι μακριά, καὶ θὰ θεραπευθῇ ὁ δοῦλος μου. Ἡ λέξη παὶς σημαίνει ἢ τὸν υἱὸ σὲ μικρὴ ἡλικία ἢ τὸν δοῦλο σὲ κάθε ἡλικία, πρᾶγμα ποὺ συμβαίνει ἐδῶ. Ὁ Χριστὸς ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του καὶ θεραπεύθηκε ὁ παράλυτος δοῦλος.

Εἶναι σημαντικὸ νὰ ὑπογραμμισθῇ αὐτὴ ἡ παράκληση τοῦ ἑκατοντάρχου: «εἰπὲ λόγῳ». Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνέργεια καὶ ἀναγεννᾶ τοὺς ἀνθρώπους, κάνει θαύματα, δημιουργεῖ ἀλλαγὴ στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες λένε ὅτι, ὅπως κάθε ὑλικὸ ἀντικείμενο ἔχει ἐνέργεια, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς ἔχει ἐνέργεια. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι ἡ ἐνέργεια τῶν ὑλικῶν πραγμάτων εἶναι κτιστή, δηλαδὴ ἔχει ἀρχή, φθορὰ καὶ τέλος, ἐνῷ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, δηλαδὴ δὲν ἔχει ἀρχή, φθορὰ καὶ τέλος. Ὅπως ὁ ἥλιος φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ τὴν κτίση, ἔτσι καὶ ὁ πνευματικὸς Ἥλιος, ποὺ εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, ἔχει ἐνέργεια ποὺ φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν κτίση. Ὅλα ὅσα γίνονται στὴν κτίση εἶναι ἀποτελέσματα τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ.

Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια λέμε ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνέργεια δυνατή, ἰσχυρὴ καὶ ἀποτελεσματική. Ὁ ἑκατόνταρχος τὸ κατάλαβε αὐτὸ πολὺ καλά, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, «ἰάθη ὁ παὶς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρα ἐκείνη» (Μάτθ. ἡ,' 13), δηλαδὴ ἔγινε τὸ θαῦμα, χωρὶς νὰ ἐπισκεφθῇ ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι του τὸν δοῦλο του. Καὶ ἐμεῖς ὅταν ἔχουμε πίστη καὶ ἐπικαλεσθοῦμε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν δύναμη τῆς ἐνέργειας τοῦ λόγου Τοῦ. Αὐτὸ γίνεται ὅταν διαβάζουμε μὲ πίστη καὶ ἀγάπη τὴν Ἁγία Γραφή, μέσα στὴν ὁποία περιλαμβάνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ὁποῖο ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, τοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς Ἀποστόλους Τοῦ. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφὴς μπορεῖ νὰ προξενήση ἀληθινὲς ἐπαναστάσεις μέσα στὴν ψυχή μας, νὰ τὴν φωτίση, νὰ τὴν θερμάνη, νὰ τὴν ἐνδυναμώση. Ὅταν διαβάζουμε τὴν Ἁγία Γραφή, αἰσθανόμαστε ἕνα φῶς μέσα μας, ἀφοῦ καταλαβαίνουμε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ πρὶν ἦταν ἄγνωστα, θερμαίνεται ἡ καρδιά μας ἀπὸ ἀγάπη καὶ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐνδυναμώνεται ὅλη ἡ ὕπαρξή μας. Εἶναι εὐλογημένη συνήθεια κάθε μέρα νὰ διαβάζουμε ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.

Ἐπίσης, ἡ ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεῖ καὶ ἐνδυναμώνει τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, ὅταν προφέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν προσευχή, ὅταν ἐπαναλαμβάνουμε συχνὰ μὲ πίστη, ἀγάπη καὶ κατάνυξη τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ποὺ εἶναι ἀνάπτυξη τῆς μικρῆς κραυγῆς ποὺ ἀπευθύνουμε στὸν Θεὸ κατὰ τὶς λατρευτικές μας συνάξεις, δηλαδὴ τὸ «Κύριε ἐλέησον». Καί, βέβαια, ὅταν κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, κατόπιν προετοιμασίας, αἰσθανόμαστε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Καὶ οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων ἔχουν ἐνέργεια καὶ δύναμη, ἀλλὰ προκαλοῦν κακία, σύγχυση, δημιουργοῦν προβλήματα, γιατί πολλὲς φορὲς προέρχονται ἀπὸ τὰ πάθη τους. Γι’ αὐτὸ ἀκοῦμε σήμερα πολλοὺς ἀνθρώπινους λόγους ποὺ μᾶς δημιουργοῦν ἀναστάτωση.
Πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἰρηνεύει τὴν καρδιά μας, τὴν παρηγορεῖ, τὴν ἐνδυναμώνει. Ἅς δοκιμάσουμε αὐτὴν τὴν ἀλήθεια. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὴν πυρηνικὴ ἐνέργεια, ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ βόμβα, ἀφοῦ δημιουργεῖ ἀναγεννημένους ἀνθρώπους μὲ εἰρηνικὸ τρόπο, οἱ ὁποῖοι θὰ παραμένουν αἰώνια μέσα στὸ Φῶς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δοκιμάστε, ἀδελφοί μου, αὐτὴν τὴν μεγάλη δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή Ε' Ματθαίου, 8 Ἰουλίου - Ὁ δαίμονας καὶ οἱ δαιμονισμένοι

Γραπτὸ κήρυγμα

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάστηκε σήμερα στὴν θεία Λειτουργία, ἀναφέρθηκε στὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὴν χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, ὅταν θεράπευσε δύο δαιμονισμένους. Θὰ ἐπιμείνουμε σὲ δύο σημεῖα ποὺ πρέπει ἰδιαιτέρως νὰ προσέξουμε.

Τὸ πρῶτον εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸν δαίμονα. Μὲ τὴν λέξη αὐτὴ δηλώνεται ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰδιαίτερο πρόσωπο καὶ προηγουμένως ἦταν ἄγγελος, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπερηφάνειά του ἔγινε ἄγγελος τῆς κακίας, διάβολος ποὺ διαβάλλει συνεχῶς τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀνθρώπους στὸν Θεό.

Στὴν περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα γράφεται ὅτι πολλοὶ δαίμονες εἰσῆλθαν μέσα στὸ σῶμα δύο δυστυχισμένων ἀνθρώπων καὶ ὁμιλοῦσαν μέσα ἀπὸ αὐτούς. Ἔτσι, ἔχουμε μιὰ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς δαίμονες. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ σχέση μεταξὺ αὐτῶν, ὅπως τὸ εἶπαν οἱ ἴδιοι: «Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ;» (Μάτθ. ἡ', 29). Μάλιστα, ὑπάρχει τεράστια διαφορά. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη, ἐνῷ οἱ δαίμονες διακατέχονται ἀπὸ μῖσος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν κτίση. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐνῷ οἱ δαίμονες εἶναι πνεύματα τῆς πλάνης. Ὁ Χριστὸς εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ οἱ δαίμονες τοὺς κακοποιοῦν.

Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Τοῦ ἐνίκησε τὸν διάβολο, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει: «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α' Ἰω. γ', 8). Ἄλλωστε, αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ ὅσα εἶπαν τὰ δαιμόνια στὸν Χριστό: «ἦλθες ὦδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» (Μάτθ. ἡ', 29). Ὁ Χριστὸς ἐνίκησε τὸν διάβολο μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, ἀλλὰ ἡ τελικὴ νίκη Τοῦ καὶ ἡ βάσανος τοῦ διαβόλου θὰ γίνη κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Μέχρι τότε τὸν ἀφήνει νὰ πειράζη τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔτσι δοκιμάζεται ἡ προαίρεση τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὰ βραβεῖα τῶν ἀγώνων τους.

Τὸ δεύτερον εἶναι ὅτι ὑπάρχουν καὶ οἱ δαιμονισμένοι ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἀφήνουν νὰ εἰσέρχωνται μέσα στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους. Στὴν συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδὴ στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, φαίνεται ὅτι οἱ δαίμονες εἶχαν εἰσέλθει καὶ μέσα στὸν ἐγκέφαλο τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, σκέπτονταν καὶ ὁμιλοῦσαν ἀντὶ ἐκείνων. Εἶναι φοβερὸ νὰ βλέπη κανεὶς ἕνα τέτοιο θέαμα. Ὁ ἄνθρωπος, τὸ ὡραιότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνεται δοῦλος τῶν δαιμόνων, ὑποχείριο σκοτεινῶν πνευμάτων, ἕρμαιο τῶν παθῶν!

Ἡ εἴσοδος τῶν δαιμόνων μέσα στὸν ἄνθρωπο γίνεται μὲ τοὺς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι μετατρέπονται σὲ ἐπιθυμίες καὶ καταλήγουν σὲ ἁμαρτίες καὶ πάθη. Τὰ πάθη εἶναι οἱ κακοήθεις πνευματικοὶ ὄγκοι στὸν ψυχικὸ ὀργανισμό. Μὲ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη ὁ διάβολος ἀποκτᾶ κυριαρχία πάνω στὸν ἄνθρωπο, καταργεῖ τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία του καὶ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης θὰ γράψη ὅτι κάθε ἕνας ποὺ ἁμαρτάνει εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο, εἶναι παιδὶ τοῦ διαβόλου. Μάλιστα γράφει ὅτι ὑπάρχουν μερικὰ σημεῖα ποὺ ξεχωρίζουν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου. Ποιά εἶναι αὐτά; Γράφει: «πὰς ὁ μὴ ποιῶν δικαιοσύνην οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ» (Α' Ἰω. γ', 10). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς ἀγαπᾶ εἶναι τέκνο-παιδὶ τοῦ διαβόλου.

Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ στὴν ὁποία ὑπάρχουν πολλὰ προσωπικὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματα, ἀναστατώσεις καὶ διασαλεύσεις τοῦ κοινωνικοῦ χώρου. Γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων αὐτῶν ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀναπτύσσονται διάφορες ἐπιστῆμες ἀνθρωπολογικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικὲς κλπ. Δὲν μποροῦμε, βέβαια, νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν προσφορὰ τοὺς καὶ μάλιστα ὅταν ζοῦμε σὲ μιὰ πτωτικὴ κοινωνία, ἀλλὰ πρέπει νὰ τονισθῇ ὅτι ἡ κύρια αἰτία τῶν κακοδαιμονιῶν εἶναι ἡ πολεμικὴ τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἐπίδρασή του σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἀνοχύρωτοι, ποὺ δὲν θέλουν νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐναντίον τοῦ διαβόλου στὸν χῶρο τῶν αἰσθήσεων, τῆς φαντασίας, τῶν λογισμῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν, καὶ νὰ μὴν τοῦ ἐπιτρέπουμε νὰ εἰσέρχεται μέσα στὸν ἐσωτερικό μας χῶρο γιὰ νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή Η' Ματθαίου, 29 Ἰουλίου - Οἱ βασικὲς ἀνάγκες στὴν ζωή μας

Γρὰπτὸ κήρυγμα

Τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ καὶ ἀγαπητὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, γιατί δείχνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ ὑλικὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν πεῖνα τους, ἀλλὰ καὶ γιατί δείχνει τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπως ἑρμήνευσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν περικοπὴ αὐτή. Ὅμως, σήμερα, στὸ σύντομο αὐτὸ κήρυγμα, θὰ δοῦμε μιὰ ἄλλη πλευρὰ τοῦ θέματος αὐτοῦ ποὺ εἶναι σημαντική. Δηλαδή, θὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα, ὄχι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἀνθρώπων.

Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία Του καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἀγάπη Του μὲ τὶς θεραπεῖες τῶν διαφόρων ἀσθενειῶν. Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς γράφει: «καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῶ πεζὴ ἀπὸ τῶν πόλεων» (Μάτθ. ἰδ', 13). Δηλαδή, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἄκουσαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι κοντά, Τὸν ἀκολούθησαν μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὶς πόλεις, ποὺ σημαίνει βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Μάλιστα, ὁ τόπος ἦταν ἔρημος, δὲν εἶχαν μαζί τους τρόφιμα καὶ εἶχε βραδιάσει. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ στοιχεῖα (ἔρημος, ἀπουσία τροφίμων, βράδυ) δείχνουν τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι προτίμησαν νὰ ἀκούσουν τὸν Χριστό, παρὰ τὶς τόσες δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπιζαν. Καὶ ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἦταν πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς νὰ ὑπολογισθῇ ἡ παρουσία τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν. Ὁπότε, ἀσφαλῶς ὁ ἀριθμὸς ἦταν μεγαλύτερος.

Τὸ θέμα, λοιπόν, εἶναι τί προτεραιότητες θέτουμε στὴν ζωή μας: ὑλικὲς ἢ πνευματικές. Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ σημεῖο, ποὺ δείχνει πῶς ζοῦμε, πῶς συμπεριφερόμαστε, ποιός εἶναι ὁ στόχος τῆς ζωῆς μας. Ὑπάρχουν ὑλικὲς ἀνάγκες ποὺ συνδέονται μὲ τὶς ἐπιθυμίες μας, ὑπάρχουν βιολογικὲς ἀνάγκες ποὺ ἀφοροῦν τὸ σῶμα μας, ὑπάρχουν ψυχολογικὲς ἀνάγκες, ἀφοῦ ἀναζητᾶμε ἀγάπη, πληρότητα, καὶ ὑπάρχουν πνευματικὲς ἀνάγκες, ἀφοῦ ὅλοι μας ἀναζητᾶμε τὸν Θεό.

Οἱ εἰδικοὶ γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ λένε ὅτι οἱ βασικὲς ἀνάγκες κάθε ἀνθρώπου δὲν εἶναι οἱ ὑλικές, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἀνάγκη νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ μᾶς ἀγαποῦν, καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι ἔχουμε κάποια ἀξία γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους. Ὅταν δὲν ἱκανοποιοῦνται αὐτὲς οἱ βασικὲς ψυχικὲς ἀνάγκες ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὀδύνη καὶ δυσφορία, ἔστω κι ἂν ζὴ μέσα στὴν εὐμάρεια καὶ τὸν ὑλικὸ πλοῦτο.

Πέρα ἀπὸ τὶς βασικὲς αὐτὲς ψυχικὲς ἀνάγκες ὑπάρχουν καὶ οἱ θεολογικὲς ἀνάγκες, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος πρωτίστως εἶναι θεολογικὸ ὅν, δηλαδὴ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, θέλει νὰ ζὴ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὸν Θεό. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη γεννιοῦνται διάφορα ἐρωτήματα, ὅπως: ποιός μᾶς δημιούργησε, γιατί ἤλθαμε στὴν ζωή, ποὺ πηγαίνουμε, γιατί πεθαίνουμε, τί γίνεται ἡ ψυχὴ μετὰ τὸν θάνατο. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀπασχολήθηκε ποτὲ μὲ τέτοια θεολογικὰ ἐρωτήματα. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν βασικὴ ἀνάγκη δημιουργήθηκε ἡ φιλοσοφία, καὶ οἱ ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἱκανοποιῇ αὐτὴν τὴν θεολογικὴ ἀνάγκη του, αἰσθάνεται ἀνικανοποίητος καὶ ἀποτυχημένος στὴν ζωή.

Ἡ κρίση τὴν ὁποία ζοῦμε εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μὴ ἱκανοποιήσεως τῶν ψυχικῶν καὶ θεολογικῶν ἀναγκῶν. Οἱ ὑπαρξιακοὶ ψυχοθεραπευτὲς ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πεθαίνει ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τροφίμων, ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία, ποὺ εἶναι ἀποτελέσματα τῆς μὴ ἱκανοποιήσεως τῶν βασικῶν ψυχικῶν καὶ θεολογικῶν του ἀναγκῶν.

Πάντως, ἀπὸ τὴν σημερινὴ περικοπὴ φαίνεται ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης προτίμησαν νὰ ἀκούσουν τὸν Χριστό, χωρὶς νὰ σκεφθοῦν τὴν ἔλλειψη τῶν τροφίμων καὶ τὸν ἔρημο τόπο καὶ τελικὰ ἀπέκτησαν καὶ τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ ἀναζητᾶμε τὴν ἱκανοποίηση κυρίως τῶν θεολογικῶν ἀναγκῶν μας, νὰ βροῦμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀποκτήσουμε κοινωνία μαζὶ Του γιὰ νὰ λυθοῦν ὅλες οἱ θεολογικές μας ἀνησυχίες.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων, 15 Ἰουλίου - Ἡ Πατερικὴ θεολογία

Γραπτὸ κήρυγμα

Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στοὺς ἁγίους Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Χαλκηδόνα τὸ ἔτος 451 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν αἵρεση ἐκείνη ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ –θεία καὶ ἀνθρωπίνη– ἑνώθηκαν σὲ μία φύση καὶ συγκεκριμένα ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν θεία φύση. Αὐτὴ ἡ ἄποψη ἀνέτρεπε ὅλη τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑποστηρίζει ὅτι διατηρεῖται ἡ ἀνθρώπινη φύση στὸν Χριστὸ καὶ μετὰ τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν θεία φύση.

Ἡ αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ εἶναι συνέχεια τῆς μεγάλης αἱρέσεως τοῦ ἀρειανισμοῦ, ποὺ ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι κτίσμα καὶ ὄχι Θεός. Ἡ βάση τῶν πρώτων αὐτῶν αἱρέσεων ἦταν ὅτι προσπαθοῦσαν νὰ ἑρμηνεύουν μὲ τὴν λογικὴ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ὅλοι οἱ ὁμόφρονές τους θεολόγησαν χρησιμοποιῶντας τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὸν στοχασμό, ἐνῷ οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, ὅπως διατυπώθηκε μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ ὅπως ἐπιβεβαιώθηκε ἀπὸ τὴν δική τους πνευματική, ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν Πατέρων. Οἱ αἱρετικοὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν σχέση τοῦ Πατρὸς μὲ τὸν Λόγο, καὶ τὴν σχέση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό, μὲ τὴν χρήση φιλοσοφικῶν προϋποθέσεων, ἐνῷ οἱ Πατέρες ἐγνώριζαν ἀπὸ τὴν πεῖρα τους ὅτι ὁ Λόγος εἶναι Θεός, γιατί κατὰ τὴν ἐμφάνισή Του στοὺς Ἀποστόλους καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους ἔλαμπε ὡς Φῶς, ὅπως ὁ ἥλιος. Ἔτσι, ὁ Λόγος ἔχει τὴν ἴδια οὐσία καὶ ἐνέργεια μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπίσης, ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε «ἀσυγχύτως», «ἀτρέπτως», «ἀδιαιρέτως» καὶ «ἀχωρίστως».

Πράγματι, κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸ ὅρος Θαβώρ, οἱ τρεὶς Μαθητὲς εἶδαν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νὰ λάμπη ὅπως ὁ ἥλιος, καὶ τὰ ἱμάτιά Του νὰ εἶναι λευκὰ ὅπως τὸ φῶς ἄκουσαν καὶ τὴν φωνὴ τοῦ Πατρός, ποὺ ἐμαρτύρησε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγαπητὸς Υἱὸς Τοῦ καὶ εἶδαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς νεφέλη φωτεινή. Ὁ ἀρχιδιάκονος καὶ πρωτομάρτυρας Στέφανος στὸ Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων εἶδε μεγάλη δόξα-λάμψη Θεοῦ καὶ τὸν Χριστὸ νὰ βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶδε τὸν Χριστὸ μέσα στὸ Φῶς, καὶ μάλιστα ἕνα Φῶς τοῦ ὁποίου ἡ λαμπρότητα ὑπερεῖχε τῆς λαμπρότητος τοῦ ἡλίου. Αὐτὴν τὴν ἐμπειρία εἶχαν οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως ὁ θεόπτης Μωϋσής, ἀλλὰ καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Σὲ μιὰ τέτοια ἐμπειρικὴ θεολογία δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξη ὁποιαδήποτε φιλοσοφία καὶ ὁποιοσδήποτε στοχασμός. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ποὺ παρευρέθηκε κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ στὸ ὅρος Θαβώρ, γράφει ὅτι ἔγινε «ἐπόπτης» τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν Τὸν γνώρισε μὲ «σεσοφισμένους μύθους», δηλαδὴ μὲ παραμύθια τὰ ὁποία παρουσιάζονται μὲ σοφοὺς λόγους καί, ἀσφαλῶς, ἐδῶ ἐννοεῖται ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ποὺ χαρακτηρίζεται μεταφυσικὴ (Β' Πέτρ. α', 16-21).

Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐμπειρικὴ καὶ ὄχι ὀρθολογιστική, ἐκφράζεται ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ φιλοσόφους ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸν στοχασμὸ καὶ τὴν φιλοσοφία. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι διακριτικὸ γνώρισμα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναμειγνύουν τὴν λογικὴ μὲ τὸν νοῦ, τὴν φαντασία μὲ τὴν πραγματικότητα, τὴν φιλοσοφία μὲ τὴν ἀλήθεια, τὸν στοχασμὸ μὲ τὴν Ἀποκάλυψη. Γι’ αὐτὸ τιμᾶμε τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀπλανεῖς διδασκάλους, ὡς μεγάλους θεολόγους, ὡς ἀστέρες πολύφωτους τοῦ νοητοῦ στερεώματος, ὡς ἄνθη τοῦ Παραδείσου, ὡς πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου καὶ πολλὰ ἄλλα τὰ ὁποία ἀκούσαμε νὰ ψάλλωνται σήμερα κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ὄρθρου στὸν Ναό.

Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί ὑπάρχουν σήμερα πολλοὶ ποὺ ἀλλοιώνουν τὸν Πατερικὸ λόγο, μὲ τὴν σκέψη ὅτι ζοῦμε σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων, ὁπότε κάνουν λόγο γιὰ μεταπατερικὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ τὸν παρερμηνεύουν μὲ περίπλοκο τρόπο, ὥστε νὰ τὸν ὑπονομεύουν. Εἶναι ὀδυνηρὲς αὐτὲς οἱ παρερμηνεῖες, καὶ στὴν οὐσία τοὺς ἀντιεκκλησιαστικές, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ μὲ ὕμνους καὶ προσευχὲς τοὺς Πατέρες καὶ ὄχι τοὺς φιλοσόφους.

Τιμᾶμε κι ἐμεῖς τοὺς Πατέρες, ὅταν ἀποδεχόμαστε τὸν λόγο τους καὶ ἐφαρμόζουμε τὴν διδασκαλία τους, ἡ ὁποία εἶναι πάντα ἐπίκαιρη.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 12 Αὐγούστου 2018: Τό ἅγιον Βάπτισμα

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018


Στό δέκατο (10ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», δίνεται ἡ ὁμολογία γιά τό Βάπτισμα: «Ὁμολογῶ ἕν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», δηλαδή ὁμολογοῦμε ὅτι ὑπάρχει ἕνα Βάπτισμα, μέ τό ὁποῖο συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες.

Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά διευκρινισθῆ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄, 23), δηλαδή ἡ ἁμαρτία πού διέπραξαν οἱ Πρωτόπλαστοι εἶναι στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν τήν ἁμαρτία ἔβλεπαν στόν Παράδεισο τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, δηλαδή εἶχαν κοινωνία μέ τόν Θεό. Μετά τήν ἁμαρτία ἔχασαν τήν θέα τοῦ θείου Φωτός, δηλαδή ἔπαυσαν νά ἔχουν κοινωνία μέ τόν Θεό. Καί οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ ζοῦσαν σέ αὐτήν τήν ἁμαρτία, δέν εἶχαν κοινωνία μέ τόν Θεό, μόνον οἱ δίκαιοι στήν Παλαιά Διαθήκη καί οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο Λόγο. Ἀλλά καί αὐτοί λόγῳ τῆς εἰσόδου τοῦ θανάτου μέσα στήν ὕπαρξή τους, ὅταν ἡ ψυχή τους ἔφευγε ἀπό τό σῶμα, πήγαινε στόν Ἅδη, δηλαδή στό κράτος τοῦ θανάτου, ἀπό τό ὁποῖο τούς ἐλευθέρωσε ὁ Χριστός μέ τήν κάθοδό Του στόν Ἅδη. Ἑπομένως, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν θεωρεῖται ὡς ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία μέ τόν Θεό, στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν ὅραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε, νίκησε τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο στό Σῶμα Του καί προσφέρει αὐτήν τήν δωρεά σέ ὅσους θά συνδεθοῦν μαζί Του. Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Μαθητές ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τό Βάπτισμα ὅλοι μποροῦν νά γίνουν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί νά ἐπανέλθουν στήν κατά φύση καί ὑπέρ φύση ζωή, δηλαδή νά ἀποκτήσουν ἑνότητα καί κοινωνία μέ τόν Χριστό «ἐν τῷ φωτί».

Ὁ Χριστός ἄρχισε τό ἔργο Του κηρύσσοντας: «Μετανοεῖτε∙ ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. δ΄, 17). Μέ τήν μετάνοια ἐπανέρχεται κανείς στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε στόν Νικόδημο, πού Τόν ἐπισκέφθηκε τήν νύκτα γιά νά συζητήση μαζί Του: «Ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. γ΄, 3). Μετά δέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη΄, 19-20).

Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Μαθητές ἔπρεπε νά μαθητεύσουν τά ἔθνη μέ δύο τρόπους. Πρῶτον, μέ τό νά τούς βαπτίζουν στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί δεύτερον, μέ τό νά τούς διδάσκουν νά τηροῦν ὅλα ὅσα τούς δίδαξε. Καί μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις θά εἶναι μαζί τους ὡς τήν συντέλεια τοῦ κόσμου.

Ἀπό αὐτά φαίνεται καθαρά τί εἶναι τό Βάπτισμα. Εἶναι ἐμβάπτιση σέ νερό, πρέπει νά γίνεται μέ τριττή κατάδυση τοῦ ἀνθρώπου στό νερό, μέ ὁμολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ὑπόσχεση ὅτι θά τηρῆ ὁ βαπτισμένος ὅλη τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ πού παραδόθηκε στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες, ὅπως τήν παρέλαβε καί τήν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μέ τήν ἀποκάλυψη πού δέχθηκε ἀπό τόν Χριστό, διδάσκει ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι συμμετοχή στόν θάνατο, τήν ταφή καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γράφει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του, τήν ὁποία διαβάζουμε κατά τήν διάρκεια τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος: «Ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν, εἰς τόν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν∙ συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ΄, 3-4).

Ἔτσι, τό Βάπτισμα στήν Ἐκκλησία ἔχει βαθύτατο θεολογικό νόημα, δέν εἶναι μιά κοινωνική τελετή. Γι’ αὐτό καί προηγεῖται κατήχηση μέ ἐξορκισμούς. Στόν νηπιοβαπτισμό δίνεται ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως ἀπό τόν ἀνάδοχο, δίδεται βεβαίωση ἀποδοχῆς ὅλων τῶν διδασκαλιῶν τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί ἀκόμη δίνεται ὑπόσχεση ὅτι θά τηρῆ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἐνεργήση ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά εἰσέλθη ὁ ἄνθρωπος στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν προοπτική τό Βάπτισμα εἶναι εἰσαγωγικό Μυστήριο, πού μᾶς εἰσάγει στήν Ἐκκλησία καί μᾶς προετοιμάζει γιά τήν εἴσοδο στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ Χριστοῦ, πίστεως, βαπτίσματος, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἐφ. δ΄, 5). Ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Χριστός καί ἕνα εἶναι τό Σῶμα Του, καί δέν ὑπάρχουν πολλοί Θεοί καί πολλά Σώματα, ὅπως μία εἶναι ἡ πίστη πού ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Χριστό καί παραμένει στήν Ἐκκλησία, ἔτσι ἕνα εἶναι καί τό βάπτισμα, τό ὀρθόδοξο Βάπτισμα.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσοι βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ∙ ὅσοι δέν ἔχουν τήν ἴδια πίστη πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία, καί δέν ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία καί τήν ζωή της∙ ὅσοι δέν πιστεύουν ὀρθοδόξως γιά τόν Τριαδικό Θεό καί τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ∙ ὅσοι δέν τηροῦν τόν κανονικό τύπο τοῦ Βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ ἐμβάπτιση στό νερό, καί τό Μυστήριο δέν τελεῖται ἀπό ὀρθοδόξους κανονικούς Ἱερεῖς, αὐτοί δέν βαπτίζονται ὀρθοδόξως καί τό βάπτισμά τους δέν ἔχει ἰσχύ, εἶναι ἀνυπόστατο.

Εἶναι σημαντικό νά γραφῆ ὅτι ἡ Β΄ (δεύτερη) Οἰκουμενική Σύνοδος πού θέσπισε αὐτό τό ἄρθρο στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» γιά τό Βάπτισμα, συγχρόνως στούς Κανόνες της προσδιόρισε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά γίνεται κατ’ ἀκρίβεια τό Βάπτισμα, καθώς ἐπίσης καί τόν τρόπο πού μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ ἡ Ἐκκλησία κατ’ οἰκονομία τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν. Στόν ἕβδομο Κανόνα της ὡς προϋποθέσεις τίθενται ἡ ὁμολογία «ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία», καί ἡ τριττή κατάδυση σέ νερό.

Τελικά, τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος πού ἀκολουθεῖ, καί ὁ ἀκριβής τρόπος τελέσεώς τους εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, δηλαδή τήν θέωσή τους.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 12 Ἰουλίου: Ὁ Ἀπόστολος

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 

Οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ λέγονται καί Ἀπόστολοι, διότι ἀπό τόν Χριστό ἀπεστάλησαν, κατ’ ἀρχάς στήν Παλαιστίνη καί μετά τήν Πεντηκοστή σέ ὅλα τά ἔθνη γιά νά κηρύξουν τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, οἱ Ἀπόστολοι κήρυξαν αὐτά πού ἄκουσαν, αὐτά πού εἶδαν, αὐτά πού ψηλάφησαν, αὐτά πού τό Ἅγιον Πνεῦμα φώτισε τόν νοῦ τους.

Μερικοί ἀπό τούς Ἀποστόλους ἔγραψαν Ἐπιστολές σέ διάφορες κατά τόπους Ἐκκλησίες, μερικοί ἔγραψαν Καθολικές Ἐπιστολές πού ἐστάλησαν σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες καί μερικοί ἄλλοι, ὅπως καί Μαθητές τοῦ Χριστοῦ μέ τήν εὐρύτερη σημασία τοῦ ὅρου, ἔγραψαν τά γεγονότα τῆς διαδόσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος καί αὐτά τά κείμενα ὀνομάσθηκαν «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων».

Ἡ Ἐκκλησία μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τῶν Πατέρων, ἐπέλεξε ποιά ἀπό τά κείμενα αὐτά εἶναι γνήσια καί ποιά ὄχι, ποιά ἀπό αὐτά εἶναι ὠφέλιμα καί τά συμπεριέλαβε στό βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Στήν συνέχεια ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ἐπέλεξε μερικά ἀποστολικά κείμενα γιά νά διαβάζωνται σέ κάθε θεία Λειτουργία, σέ κάθε Μυστήριο, σέ κάθε ἱερή ἀκολουθία. Τό ἱερό αὐτό βιβλίο πού συμπεριλαμβάνει αὐτές τίς περικοπές λέγεται Ἀπόστολος.

Ἐνῶ τά εὐαγγελικά ἀναγνώσματα στά Μυστήρια καί τίς ἀκολουθίες τά διαβάζουν οἱ Ἱερεῖς καί οἱ Διάκονοι, ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, τά ἀποστολικά ἀναγνώσματα τά διαβάζουν οἱ Ἱεροψάλτες ἤ οἱ Ἀναγνῶστες, γι’ αὐτό τό ἱερό αὐτό βιβλίο, πού ὀνομάζεται Ἀπόστολος, συγκαταλέγεται στά βιβλία πού εὑρίσκονται στά ἀναλόγια τῶν Ψαλτῶν. Καί ὅπως γνωρίζουμε, προηγεῖται τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, γιατί οἱ Ἀπόστολοι ὁμιλοῦν γιά τόν Χριστό καί τό κήρυγμά τους προετοιμάζει τούς Χριστιανούς γιά νά ἀκούσουν μέ μεγαλύτερη προσοχή τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ.

Ὅπως ὑπάρχει μιά λειτουργική σειρά ἀναγνώσεως τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν, ἔτσι ὑπάρχει καί μιά σειρά ἀναγνώσεως τῶν ἀποστολικῶν περικοπῶν. Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει μιά τάξη καί δέν μπορεῖ ὁ καθένας νά κάνη ὅ,τι θέλει.

Ἔτσι, ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα μέχρι τήν Πεντηκοστή διαβάζονται περικοπές ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τίς ὁποῖες ἔγραψε ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἔπειτα, διάφορες περικοπές κατανέμονται σέ πέντε περιόδους, ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, ἀπό τήν Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέχρι τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου καί ἀκολουθοῦν οἱ ἀποστολικές περικοπές τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.

Αὐτό σημαίνει ὅτι τό βιβλίο πού λέγεται Ἀπόστολος περιλαμβάνει περικοπές ἀποστολικές γιά τίς ἑορτές ὅλου τοῦ ἔτους, ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Σεπτεμβρίου μέχρι τό τέλος τοῦ Αὐγούστου, καθώς ἐπίσης περιλαμβάνει καί ἄλλες ἀποστολικές περικοπές πού διαβάζονται σέ διάφορα Μυστήρια καί τελετές, ὅπως στά ἐγκαίνια τῶν Ναῶν, τό ἅγιο Βάπτισμα, τόν Γάμο, στούς κοιμηθέντες.

Τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας καθορίζει πῶς γίνεται ἡ ἐπιλογή τῶν ἀποστολικῶν ἀναγνωσμάτων κατά τίς Κυριακές, ὅταν συμπέσουν ἑορτές ἁγίων.

Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τό διαβάζει ὁ Ἀναγνώστης, ὁ ὁποῖος ἔχει χειροθετηθῆ ἀπό τόν Ἀρχιερέα ἤ καί ὁ Ἱεροψάλτης, ὁ ὁποῖος ἔχει καί ἐκεῖνος χειροθετηθῆ. Ἔτσι, στήν Ἐκκλησία ὑπῆρχε, ὅπως καί σήμερα ὑπάρχει, ἡ τάξη τῶν Ἀναγνωστῶν, πού εἶναι κατώτεροι Κληρικοί, χωρίς, βέβαια, νά ἔχουν χειροτονία ἀλλά χειροθεσία, καί σέ αὐτό ὀφείλεται τό ὅτι ὑπάρχουν καί σήμερα πολλοί ἄνθρωποι μέ τό ἐπίθετο Ἀναγνώστου.

Θά πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἑβδομηκοστός πέμπτος (75ος) Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαλαμβάνει, σέ μετάφραση: «Θέλουμε ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ ψαλμωδία στίς Ἐκκλησίες οὔτε νά χρησιμοποιοῦν ἄτακτες φωνές καί νά πιέζουν τόν ἑαυτό τους γιά νά βγάλουν δυνατή φωνή οὔτε νά λένε ἐπί πλέον κάτι ἀπ᾿αὐτά πού εἶναι ἄπρεπα καί ἀνάρμοστα στήν ἐκκλησία, ἀλλά μέ μεγάλη προσοχή καί κατάνυξη νά ἀπευθύνουν τίς ψαλμωδίες στόν Θεό τόν ἐπόπτη τῶν κρυπτῶν. Γιατί τό ἱερό ρητό δίδαξε νά εἶναι εὐσεβεῖς οἱ υἱοί τοῦ Ἰσραήλ».

Ἄν αὐτό ἀφορᾶ τήν ψαλμωδία, πολύ περισσότερο ἀφορᾶ τά ἀναγνώσματα, εἴτε τό Εὐαγγελικό εἴτε τό Ἀποστολικό. Εἶναι ἀναγνώσματα καί ἀπαγγέλλονται μέ ἕνα ἰδιαίτερο ὕφος, ὄχι ψαλτικά, ἀλλά μέ ἐμμελῆ ἀνάγνωση. Εἶναι, δηλαδή, ἀνάγνωση μέ ἕνα ἐλαφρό ὕφος, τό λεγόμενο λογαϊδικό ἤ κλιτόν, καί ὄχι σέ διαφόρους ἤχους.

Τά ἀποστολικά ἀναγνώσματα πού προέρχονται ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, ἀλλά καί ἀπό τίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων», εἶναι θεολογικά κείμενα μεγάλης σημασίας καί ὅταν, ἀντί νά διαβάζωνται ἐμμελῶς, ψάλλωνται ἐπιτηδευμένα, δημιουργοῦν ἀκόμη μεγαλύτερη δυσκολία στήν κατανόησή τους.

Εἶναι εὐλογημένη στιγμή στήν θεία Λειτουργία, ὅταν ἀκοῦμε ἀπό τούς Ἀναγνῶστες ἤ τούς Ἱεροψάλτες τούς λόγους τῶν Ἀποστόλων καί ἀπό τόν Ἱερέα τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, προετοιμαζόμαστε γιά τήν σωστή συμμετοχή μας στήν θεία Λειτουργία.


Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 15 Ἰουλίου 2018: Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», μετά ἀπό τά δύο πρῶτα ἄρθρα ἀκολουθοῦν ἄλλα τρία ἄρθρα, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τά Πάθη Του, τόν Σταυρό Του, τήν Ἀνάστασή Του καί τήν Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς καί τόν ἐνθρονισμό Του στά δεξιά τοῦ Πατρός.

Ὁμολογοῦμε:
«Τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα. Σταυρωθέντα τε ὑπέρ ἡμῶν ἐπί Ποντίου Πιλάτου καί παθόντα καί ταφέντα. Καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, κατά τάς Γραφάς. Καί ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς καί καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός».

Ἡ ἑρμηνεία του εἶναι ἡ ἑξῆς:
«Αὐτός (ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ) γιά μᾶς καί γιά τήν δική μας σωτηρία κατῆλθε ἀπό τούς οὐρανούς καί σαρκώθηκε ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καί τήν Μαρία Παρθένο καί ἐνηνθρώπησε. Καί σταυρώθηκε γιά μᾶς κατά τήν ἐποχή τοῦ Ποντίου Πιλάτου καί ἔπαθε καί τάφηκε. Καί ἀναστήθηκε κατά τήν τρίτη ἡμέρα, σύμφωνα μέ τίς Γραφές. Καί ἀνέβηκε στούς οὐρανούς καί κάθισε στά δεξιά τοῦ Πατρός».

Μέσα σέ λίγες φράσεις καταγράφηκε ὅλο τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, αὐτό πού διαφορετικά χαρακτηρίζεται ὡς μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, πού σημαίνει τό πῶς ὠκονόμησε ὁ Θεός τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Αὐτό, βέβαια, ὑπονοεῖ τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, οἱ ὁποῖοι μέ τήν παρακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό καί ἔχασαν τήν κοινωνία μαζί Του. Ἔτσι, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε γιά νά ἑνώση τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, νά μετάσχη τῆς δόξης Του. Ὅπως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πρωτότυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί πάλι Αὐτός ἔπρεπε νά γίνη τό πρωτότυπο τῆς νέας δημουργίας του.

Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά διευκρινισθῆ, ὅσο τό δυνατόν πιό σύντομα, τί εἶναι ἡ κατάβαση τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ καί στήν συνέχεια τί σημαίνει ἀνάβαση τοῦ Χριστοῦ στούς οὐρανούς καί ἐγκαθίδρυσή Του στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατρός.

Ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ σημαίνει ὅτι προσέλαβε τό γήινο σῶμα, τό σῶμα τοῦ Ἀδάμ πού πλάσθηκε ἀπό τήν γῆ. Ἡ κάθοδός Του στόν Ἅδη σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ μαζί μέ τήν θεότητά Του εἰσῆλθε στό κράτος τοῦ θανάτου. Ἡ ἀνάσταση καί ἡ ἄνοδός Του στούς οὐρανούς σημαίνει τήν ἀποβολή τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν. Καί ἡ ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καθέδρα σημαίνει τήν εἴσοδο καί τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μέσα στήν δόξα τοῦ Πατρός. Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο, τό ὁποῖο ἀναλύουν διεξοδικῶς, ὅσο εἶναι δυνατόν στά ὅρια τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔπειτα, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πρόσληψη ὅλης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἤτοι τοῦ σώματος, τῆς ψυχῆς, μέ τήν λογική καί τόν νοῦ, καί ἡ ἕνωσή της μέ τήν θεία φύση στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Δηλαδή, ἑνώθηκαν ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά ὑποστοῦν οἱ δύο φύσεις ἀλλοίωση καί σύγχυση, καί χωρίς νά διαιρεθοῦν καί νά χωρισθοῦν ποτέ. Τό γράφει αὐτό θαυμάσια ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν. καί ἐθεασάμεθα τόν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. α΄, 14).

Ὁ Χριστός σέ ὅλη τήν ζωή Του φανέρωσε τήν δόξα Του μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Κάθε φύση –θεία καί ἀνθρωπίνη– ἐνεργοῦσε μέ τήν ἑνότητα τῆς ἄλλης φύσεως. Δηλαδή, ὅταν ὁ Χριστός ἔμαθε ὅτι ὁ Λάζαρος, ἀπέθανε, τότε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔκλαψε, χωρίς νά χωρισθῆ ἀπό τήν θεία φύση. Καί ὅταν ὁ Χριστός πῆγε στό μνημεῖο, ἡ θεία φύση, ἡ θεότητά Του, ἀνέστησε τόν Λάζαρο, χωρίς νά χωρισθῆ ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί οἱ δύο φύσεις ἦταν ἑνωμένες στήν ὑπόστασή Του. Ἔτσι, ὁ Χριστός ἀνέστησε τόν Λάζαρο.

Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγινε μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. Εἶναι μιά ἄλλη σύλληψη πού εἶναι μοναδική στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, γι’ αὐτό, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ὁ Χριστός εἶναι «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον». Ἡ Παναγία ἦταν Παρθένος, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων εἶχε φθάσει στήν θέωση, καί συνέλαβε τόν Χριστό ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Καί αὐτό ἔγινε γιά τήν σωτηρία μας, γιά νά μᾶς θεραπεύση καί νά μᾶς ἐπαναφέρη στόν Θεό.

Ὁ Χριστός προσέλαβε ἄκρως καθαρή φύση, ἀλλά παθητή καί θνητή, γιά νά νικήση ἐπάνω στό σῶμα Του τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο. Οἱ Πρωτόπλαστοι πλανήθηκαν ἀπό τόν διάβολο, ἁμάρτησαν καί πέθαναν. Ὁ Χριστός μέ τήν ἐναθρώπησή Του ἔκρυψε τήν θεότητά Του ὡς ἀγγίστρι κάτω ἀπό τό σῶμα Του καί ἔτσι πλάνησε τόν διάβολο, νίκησε τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο.

Αὐτό σημαίνει ὅτι τά Πάθη, ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀπέβλεπαν στήν νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, καί αὐτό ἔγινε γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἡ σωτηρία μας δέν εἶναι κάτι τό ἀφηρημένο, ἀλλά ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐπιστροφή του στόν Θεό.

Καί ἐνῶ αὐτά εἶναι μεγάλα θεολογικά γεγονότα, συγχρόνως εἶναι καί ἱστορικά, ἔγιναν κατά τήν ἐποχή πού Ρωμαῖος ἡγεμών στήν Παλαιστίνη ἦταν ὁ Πόντιος Πιλάτος. Ἡ θεολογία τῆς σωτηρίας μας ἔγινε μέσα στήν ἱστορία, καί ἡ ἱστορία καί ὁ κόσμος μεταμορφώνονται ἀπό τήν θεολογία. Ἐπίσης, ὅλα αὐτά τά σωτήρια γεγονότα ἔγιναν «κατά τάς γραφάς», δηλαδή προφητεύθηκαν ἀπό τούς Προφῆτες καί εἶναι γραμμένα στά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί εἶναι μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Αὐτό ψάλλουμε σέ ὅλες τίς Δεσποτικές ἑορτές, ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέχρι τήν Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς. Δέν ὑπάρχει σωτηρία ἔξω ἀπό τόν Χριστό.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 16 Αὐγούστου - Τό Τριώδιον καί τό Πεντηκοστάριον

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Μεταξύ τῶν σημαντικῶν βιβλίων πού παραμένουν στά ἀναλόγια τῶν Ἱεροψαλτῶν εἶναι δύο πολύ δυνατά βιβλία πού λέγονται Τριώδιο καί Πεντηκοστάριο, καί ἀναφέρονται σέ δύο ὁμώνυμους περιόδους τῆς Ἐκκλησίας. Τό Τριώδιο ἀρχίζει ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου καί τελειώνει τό Μέγα Σάββατο, καί τό Πεντηκοστάριο ἀρχίζει ἀπό τό Πάσχα καί φθάνει μέχρι τήν Πεντηκοστή καί ὁλοκληρώνεται τήν Κυριακή τῶν ἁγίων Πάντων. Εἶναι μιά περίοδος πού ἀποτελεῖ τήν καρδιά ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

Τό Τριώδιο ὀνομάσθηκε ἔτσι ἀπό δύο ἐπί μέρους λέξεις τρεῖς καί ὠδές. Τό ποιητικό εἶδος τοῦ κανόνος πού εἰσήγαγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. ἀποτελεῖται ἀπό ἐννέα ὠδές. Ὅμως, τήν περίοδο αὐτήν ἀντί νά ψάλλωνται οἱ ἐννέα ὠδές, ψάλλονται τρεῖς ὠδές, ἤτοι πάντοτε ἡ ὀγδόη καί ἡ ἐνάτη ὠδή, καί κάθε ἡμέρα μιά ἀπό τίς ἄλλες ὠδές, γι' αὐτό ὀνομάσθηκε περίοδος Τριωδίου.

Ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου διαιρεῖται σέ τρεῖς ἐπί μέρους περιόδους. Πρῶτον εἶναι ἡ περίοδος τῶν τριῶν πρώτων ἑβδομάδων (Κυριακές Τελώνου καί Φαρισαίου, Ἀσώτου, Ἀπόκρεω), δεύτερον εἶναι ἡ περίοδος τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν μέχρι τήν Παρασκευή πρό τοῦ Λαζάρου καί τρίτον εἶναι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Τό Τριώδιο εἶναι μιά περίοδος προετοιμασίας γιά τό Πάσχα, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά ἑορτάσουν πραγματικά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὡς δική τους ἀνάσταση. Ὅπως ὅλα τά θέματα τῆς ζωῆς μας γίνονται μέ προϋποθέσεις, ἔτσι συμβαίνει καί στήν πνευματική ζωή, δηλαδή χρειάζονται προϋποθέσεις. Οἱ ἀθλητές προπονοῦνται γιά νά λάβουν μέρος στούς μικρούς ἤ μεγάλους ἀθλητικούς ἀγῶνες, καί οἱ πνευματικοί ἀθλητές, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά νικήσουν τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, πρέπει νά προπονηθοῦν, νά προετοιμασθοῦν κατάλληλα γιά νά ζήσουν τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μέσα τους.

Ἑπομένως, ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου ἦταν περίοδος τῆς Ἐκκλησίας γιά νά προετοιμασθοῦν κατάλληλα οἱ κατηχούμενοι καί οἱ πρός τό Φώτισμα ἐρχόμενοι, ὥστε νά βαπτισθοῦν τό Μέγα Σάββατο καί νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μαζί μέ τούς κατηχουμένους ζοῦσαν αὐτήν τήν ἀναζωπύρωση τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος καί οἱ βαπτισθέντες, ὁπότε ἦταν σημαντική αὐτή ἡ περίοδος γιά ὅλους.

Ἡ ὅλη διάρθρωση τῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου ἔγινε διά μέσου τῶν αἰώνων καί ὁλοκληρώθηκε γύρω στόν 15ο αἰώνα μ.Χ. καί ὁ χαρακτήρας του εἶναι κατανυκτικός, γι’ αὐτό παλαιότερα τό χαρακτήριζαν «κατανυκτικόν Τριώδιον». Τά τροπάρια διακρίνονται γιά τήν θεολογία καί μάλιστα τήν νηπτική καί ἡσυχαστική θεολογία, πού δείχνει τήν ἀσκητική διάσταση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία συνέλεξε ὅ,τι ἐκλεκτότερο δημιουργήθηκε ἀπό τούς ἱερούς ὑμνογράφους, τό ἐπένδυσε μέ τήν ὑπέροχη μουσική της καί αὐτό δημιουργεῖ ἕνα ὑπέροχο κλίμα «χαρμολύπης». Οἱ ἀκολουθίες ἔχουν ἀπαρτισθῆ μέ ἕναν ἐκπληκτικά πνευματικό, θεολογικό, ἐκκλησιαστικό καί ἀσκητικό πλοῦτο.

Τό Πεντηκοστάριο ὀνομάσθηκε ἔτσι γιατί ἀναφέρεται σέ πενήντα ἡμέρες, ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μέχρι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Σέ αὐτήν τήν περίοδο συνδέονται τέσσερεις μεγάλες Δεσποτικές ἑορτές, δηλαδή ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα· ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, πού ὁ Χριστός πῆγε στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος καί ἑόρτασε τήν ἑορτή τῆς Ἑβραϊκῆς Σκηνοπηγίας καί διακήρυξε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Λόγος καί ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, τό Φῶς τοῦ κόσμου· ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἀνῆλθε μέ τό Σῶμα Του στούς οὐρανούς· καί ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ τήν ἡμέρα ἐκείνη κατέβηκε τό Ἅγιον Πνεῦμα στούς Μαθητές καί τούς κατέστησε μέλη τοῦ Σώματός Του. Αὐτήν τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς τήν ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα μέχρι τήν Κυριακή τῶν ἁγίων Πάντων, πού δείχνει ὅτι ὁ σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἁγιασμός τῶν ἀνθρώπων, ἡ θέωσή τους.

Ἐάν ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου χαρακτηρίζεται «κατανυκτικόν Τριώδιον», ἡ περίοδος τοῦ Πεντηκοσταρίου χαρακτηρίσθηκε «χαρμόσυνη» περίοδος. Ὅταν διαβάζη κανείς τά τροπάρια τῆς περιόδου αὐτῆς, παρατηρεῖ ὅτι κοσμοῦνται ἀπό ἕναν θεολογικό πλοῦτο. Οἱ κανόνες τῶν ἑορτῶν ἔχουν γίνει ἀπό μεγάλους ὑμνογράφους καί θεολόγους, ὅπως τόν Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό καί τόν Ἰωσήφ τόν ὑμνογράφο, τόν Κοσμᾶ τόν ποιητή, τόν Ἀνδρέα τόν Κρήτης, τόν Γερμανό, τόν Θεοφάνη, τόν Ἀνατόλιο, τόν Ἰωσήφ τόν Στουδίτη κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι συνέδεσαν τά γεγονότα τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ τίς θαυμαστές ὁμιλίες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Καί τά δύο αὐτά βιβλία, τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου, εἶναι δύο συλλογές πού ἔγιναν ἀπό τούς μεγαλύτερους ὑμνογράφους, τούς ὁποίους ἀνέδειξε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, οἱ ὁποῖοι ὑμνογράφοι μέ ὑπέροχες ἀναφορές σέ ἁγιογραφικά γεγονότα καί ἄριστη γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, μᾶς ἔδωσαν θεολογικά καί λογοτεχνικά ἀριστουργήματα. Αὐτά τά ἐπένδυσαν ἄλλοι ἐξέχοντες μουσουργοί-ἱεροψάλτες καί ἀπετέλεσαν ἕναν θησαυρό παγκόσμιας κληρονομιᾶς.

Τό Τριώδιο καί τό Πεντηκοστάριο ἔχουν ὡς κέντρο τό Πάσχα. Ἡ πρό αὐτοῦ περίοδος εἶναι περίοδος προετοιμασίας καί ἡ μετά ἀπό αὐτήν περίοδος εἶναι περίοδος πνευματικῆς καρποφορίας. Ὅλα τά τροπάρια συνδέουν θεολογία μέ ἱστορία, κατάνυξη μέ χαρά, Σταυρό μέ Ἀνάσταση, ἕνωση μέ τόν Χριστό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἕνα διαρκές θεολογικό πανηγύρι, εἶναι τό ἐργαστήριο τῆς ἁγιότητος καί ὁ χῶρος τοῦ πολιτισμοῦ.

Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 19 Αὐγούστου 2018: Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Τό ἑνδέκατο (11ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» ἀναφέρεται στό μεγάλο θέμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ὁμολογοῦμε: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», δηλαδή ἀναμένουμε τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐννοεῖται ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἀφοῦ προηγήθηκε ὁ θάνατος, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ. Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως στήν Παλαιά Διαθήκη περιγράφονται τά γεγονότα τά σχετικά μέ τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Μετά τήν ἁμαρτία πού διέπραξαν, ἐπῆλθε ὁ πνευματικός θάνατος, ἡ ἀπώλεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί ὕστερα ἀπό χρόνια ἀκολούθησε καί ὁ σωματικός θάνατος. Στήν πραγματικότητα ἀμέσως μέ τήν ἁμαρτία εἰσῆλθε στόν ἄνθρωπο ὁ θάνατος, δηλαδή, ἡ φθαρτότητα, ἡ παθητότητα καί ἡ θνητότητα, πού εἶναι οἱ λεγόμενοι «δερμάτινοι χιτῶνες», μέ τούς ὁποίους τούς ἐνέδυσε ὁ Θεός. Αὐτοί οἱ «δερμάτινοι χιτῶνες» εἶναι, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μίξη, ἡ σύλληψη, ὁ τόκος, ὁ ρύπος, ἡ κατ’ ὀλίγον πρός τό τέλειον αὔξηση, ἡ ἀκμή, τό γῆρας, ἡ νόσος, ὁ θάνατος.

Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀμέσως μέ τήν σύλληψή του ἔχει μέσα του τά γονίδια τῆς γηράνσεως, δηλαδή τά γονίδια τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἦταν συνδεδεμένη καί τό σῶμα στερεῖται τῆς ζωτικῆς ἐνεργείας τῆς ψυχῆς, καί γι’ αὐτό πεθαίνει.

Στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη γίνεται συνεχής λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅτι, δηλαδή, οἱ ψυχές θά εἰσέλθουν πάλι στά νεκρά σώματα καί θά ἀναστηθοῦν. Αὐτό γράφεται ἀπό τούς Προφῆτες, ὅπως τόν Προφήτη Ἡσαΐα καί τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ. Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας γράφει: «Ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (Ἡσ. κστ΄, 19), ἐνῶ ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ καταγράφει ἕνα ὅραμα γιά τό πῶς τά νεκρά ὀστᾱ ἀπέκτησαν νεῦρα καί σάρκες καί εἰσῆλθε σέ αὐτά πνεῦμα καί αὐτό ἔγινε μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ (Ἰεζ. λζ', 1-14).

Τά τρία θαύματα ἀναστάσεων πού ἔκανε ὁ Χριστός, δηλαδή ἡ ἀνάσταση τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου, ἡ ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ἦταν προοίμια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Πάνω ἀπό αὐτά, μεγάλη σημασία ἔχει ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε μέ τήν θεότητά Του.

Ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων εἶναι τό νέο τό ὁποῖο ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός, πού εἶναι σαφέστατα ἀντίθετο μέ ὅλη τήν φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιά ἐκ φύσεως ἀθάνατη ψυχή καί ἐκ φύσεως θνητό σῶμα. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμίλησε στόν Ἄρειο Πάγο γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τόν διέκοψαν, τόν ἐχλεύασαν καί τοῦ εἶπαν ὅτι θά τόν ἀκούσουν κάποια ἄλλη φορά (Πρ. ιζ΄, 31-33). Τό δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων εἶναι ἡ νέα διδασκαλία πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός, καί εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία.

Οἱ ἅγιοι ἀπό τήν ζωή αὐτή προγεύονται τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως μέ τήν ψυχική ἀνάσταση μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τήν λεγομένη «πρώτη ἀνάσταση». Ἐφ’ ὅσον προηγήθηκε ὁ πνευματικός θάνατος καί ἀκολούθησε ὁ σωματικός θάνατος, αὐτό σημαίνει ὅτι προηγεῖται ἡ πνευματική ἀνάσταση, μέ τήν ἐνεργοποίηση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας στόν ἄνθρωπο, καί θά ἀκολουθήση καί ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, τά λείψανα τῶν ἁγίων ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ θάνατος τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὕπνος, γι’ αὐτό ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία χαρακτηρίζεται ὡς ἀκολουθία σέ κεκοιμημένους. Εἰδικότερα πολλά λείψανα τῶν ἁγίων εἶναι ἄφθαρτα, εὐωδιάζουν καί θαυματουργοῦν, καί αὐτό εἶναι πρόγευση τῆς μελλούσης ἀναστάσεως.
Ἐνῶ ἔχουμε ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι θά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ὁμολογοῦμε: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἐν τούτοις δέν γνωρίζουμε τόν χρόνο πού θά γίνη αὐτή ἡ ἀνάσταση μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄγνωστος ἀκόμη καί στούς ἀγγέλους.

Ἐκεῖνο πού εἶναι ἐνδιαφέρον νά τονισθῆ εἶναι ὅτι, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τά σώματα τῶν ἀνθρώπων πού θά ἀναστηθοῦν θά ἔχουν τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ἤτοι θά εἶναι ἄφθαρτα, δοξασμένα, δυνατά καί πνευματικά (Α΄ Κορ. ιε΄, 42-44).

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζεται πανηγυρικά στήν Ἐκκλησία μιά φορά τόν χρόνο, τό Πάσχα. Στά τροπάρια πού ψάλλονται φαίνεται ἡ θεολογία τῆς Ἀναστάσεως. Ὅμως ἑορτάζεται καί κάθε Κυριακή, καθώς ἐπίσης καί σέ κάθε θεία Λειτουργία πού τελεῖται στούς Ναούς, καί μέ τήν Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προετοιμάζονται κατάλληλα.

Καί μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τό Βάπτισμα τῶν Χριστιανῶν, ὑπάρχει ἀκόμη ἡ φθαρτότητα, ἡ παθητότητα καί ἡ θνητότητα, ὥστε μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ νά νικηθῆ στόν κάθε ἄνθρωπο ὁ πνευματικός θάνατος, νά ἐνεργοποιηθῆ ἡ νοερά ἐνέργεια, πού εἶναι πρόγευση τῆς αἰωνίου ζωῆς, νά μετατραποῦν τά διαβλητά πάθη σέ φυσικά καί ἀδιάβλητα πάθη.

Ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως ἀπό ἐκείνους πού προετοιμάζονται γιά τό Βάπτισμα, ἀλλά καί ἀπό τούς βαπτισμένους ὅτι ἀναμένουν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δείχνει τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ὅσοι συνδέονται μέ τόν Χριστό ἀναμένουν τήν Δευτέρα Παρουσία Του, γιά νά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν δικῶν τους σωμάτων, ὥστε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, νά συναντήση τόν Χριστό.

Ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι ἡ ψυχή δέν εἶναι ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, καί τό σῶμα δέν εἶναι ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος θά παρουσιασθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ μπροστά Του, γιά νά δικασθῆ.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 19 Ἰουλίου: Τό Ἱερατικόν

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 

Ἕνα ἀπό τά σημαντικά βιβλία πρός χρήση στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό λεγόμενο Ἱερατικόν, τό ὁποῖο βρίσκεται πάντοτε πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, δίπλα στό ἱερόν Εὐαγγέλιον, γιατί εἶναι ἀπαραίτητο γιά τόν Ἱερέα πού τελεῖ τίς θεῖες Λειτουργίες. Ἀπό τό Ἱερατικόν προῆλθε τό Ἀρχιερατικόν, πού ἀφορᾶ τούς Ἀρχιερεῖς, καί τό Διακονικό πού ἀφορᾶ τούς Διακόνους.

Φαίνεται ὅτι τό ὄνομα Ἱερατικό τό ἔλαβε ἀπό μιά ἔκδοση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ἔτος 1895, ἐνῶ παλαιότερα λεγόταν μικρό βιβλιάριον (φυλλάδα) πού ἦταν ἐλλιπές. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μερικοί Ἱερεῖς τό Ἱερατικόν τό ἀποκαλοῦν φυλλάδα. Ἡ νέα ἔκδοση ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Πατριαρχική Σύνοδο.

Σήμερα κυκλοφοροῦν πολλές ἐκδόσεις τοῦ Ἱερατικοῦ. Θά ἀναφέρω τό Ἱερατικό πού, κυρίως, χρησιμοποιεῖται, τό ὁποῖο περιέχει ὅλα ὅσα ἀνήκουν στόν Ἱερέα γιά τίς ἀκολουθίες τοῦ Νυχθημέρου, δηλαδή τίς ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ἀποδείπνου, τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τοῦ Ὄρθρου, τῶν Ὡρῶν, καί τήν τάξη τῆς ὁλονυκτίου ἀγρυπνίας, καθώς ἐπίσης τίς τρεῖς θεῖες Λειτουργίες, ἤτοι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, ὅπως καί διάφορες ἀκολουθίες καί εὐχές σέ διάφορες περιστάσεις.

Ἐπίσης, κυκλοφορεῖ καί τό Μικρό Ἱερατικό, πού περιέχει τίς ἱερές ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ, τῆς Ἀρτοκλασίας, τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τοῦ Ὄρθρου, τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί διάφορα Ἀπολυτίκια καί Κοντάκια.

Μεγάλη θέση κατέχει ὁ Ἱερεύς στήν θεία Λειτουργία, γιατί παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά στείλη τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά μεταβάλη τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί μεταφέρει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ στόν λαό. Ὁ Ἱερεύς καί ὁ Ἀρχιερεύς εἶναι ἡ αἰσθητή παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί γι’ αὐτό κινοῦνται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, Ἐπίσκοπος Κύπρου, γράφει ὅτι ἡ τάξη τῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ἡ «πατέρων γεννητική τάξις∙ πατέρας γάρ γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ», δηλαδή εἶναι γεννητική τάξη πατέρων, ἐπειδή χειροτονεῖ Κληρικούς πού θά γίνουν πατέρες στήν Ἐκκλησία. Ἐνῶ ἡ τάξη τῶν Πρεσβυτέρων «πατέρας μή δυναμένη γεννᾶν, διά τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ», δηλαδή ἡ τάξη τῶν Πρεσβυτέρων γεννᾶ τέκνα μέ τό Βάπτισμα καί ὄχι πατέρες, ἐπειδή δέν χειροτονοῦν.

Αὐτό δείχνει καί τήν διαφορά μεταξύ τῶν Ἀρχιερέων καί τῶν Ἱερέων, ἀφοῦ οἱ Ἀρχιερεῖς χειροτονοῦν Ἱερεῖς πού θά γίνουν πατέρες στόν λαό, ἐνῶ οἱ Ἱερεῖς διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος γεννοῦν τέκνα στήν Ἐκκλησία.

Ἔτσι, ἐνῶ τό βιβλίο τοῦ Ἱερατικοῦ περιλαμβάνει ὅλες τίς ἀκολουθίες πού κάνει ὁ Ἱερεύς, μέ τήν ἄδεια καί τήν εὐλογία τοῦ Ἀρχιερέως, τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιερατικοῦ περιλαμβάνει καί ἄλλες ἀκολουθίες, ὅπως τῶν Χειροτονιῶν καί τῶν Χειροθεσιῶν, καί ἄλλες διατάξεις Εὐχῶν.

Τό Ἱερατικόν καί τό Ἀρχιερατικόν εἶναι ἀπαραίτητα βιβλία γιά τούς Ἱερεῖς καί τούς Ἀρχιερεῖς, διότι καθορίζουν τήν τάξη μέ τήν ὁποία γίνονται οἱ θεῖες Λειτουργίες καί οἱ ἀκολουθίες πού συνέταξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά γίνωνται ἰδιωτικές προσευχές, οὔτε πρέπει νά γίνωνται μέ τό τυπικό πού θά ἤθελε ὁ καθένας νά τό κάνη. Προσευχόμαστε ἀπό κοινοῦ καί κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ Ἱερεύς καί ὁ Ἀρχιερεύς δέν πρέπει καί δέν μποροῦν νά διαβάζουν τίς ἀκολουθίες καί τίς εὐχές μηχανικά, τυπικά, ἀλλά νά κατανοοῦν τό περιεχόμενό τους, καθώς ἐπίσης νά διακατέχωνται ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ Μυστηρίου καί νά τό προσεγγίζουν μέ εὐλάβεια. Γιατί ὅσα γίνονται στό Ἱερό Βῆμα δέν εἶναι ἕνα θέατρο, ἀλλά προσευχή καί προσέγγιση στόν Θεό.

Οἱ Ἱερεῖς καί οἱ Ἀρχιερεῖς ὁμοιάζουν μέ τόν Μωϋσῆ πού ἀνῆλθε στό ὄρος Σινᾶ γιά νά συναντήση τόν ἄσαρκο Λόγο, μέ τήν διαφορά ὅτι συναντοῦν τόν σεσαρκωμένο Λόγο. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ὁ Μυστικός Δεῖπνος, εἶναι ἡ προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανῆ, ὅταν ὁ Χριστός προσευχόταν γιά ὅλο τόν κόσμο, εἶναι ἡ θυσία ἐπάνω στόν Γολγοθᾶ, εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος», εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔγινε στήν Πεντηκοστή.

Κάθε φορά πού κρατῶ στά χέρια μου τό Ἱερατικόν ἤ τό Ἀρχιερατικόν αἰσθάνομαι τήν ἱερότητα τῶν βιβλίων αὐτῶν, γιατί χιλιάδες Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς, διαβάζοντας τίς εὐχές αὐτές γνωρίζουν ὅτι κατέρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα στήν Ἁγία Τράπεζα καί μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Εἶναι, λοιπόν, λόγια εὐλογημένα καί τά βιβλία αὐτά εἶναι ἱερά.

Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 2 Αὐγούστου - Τό Ὡρολόγιον

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Τήν προηγούμενη Κυριακή, στό σύντομο αὐτό εὐχαριστιακό κήρυγμα, ἀναφέρθηκα στό λειτουργικό βιβλίο πού λέγεται Εὐχολόγιον. Ἐάν τό Εὐχολόγιον εἶναι βιβλίο πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς Κληρικούς παντός βαθμοῦ καί τούς βοηθᾶ στό ἁγιαστικό ἔργο τό ὁποῖο κάνουν, τό Ὡρολόγιον εἶναι ἕνα βιβλίο τό ὁποῖο ἀνήκει στούς χορούς τῶν ἱεροψαλτῶν, στούς ἀναγνῶστες, τούς μοναχούς καί ὅλους τούς Χριστιανούς. Ἔτσι, ἐνῶ τό Εὐχολόγιον βρίσκεται στό Ἱερό Βῆμα, τό Ὡρολόγιον βρίσκεται στά ἀναλόγια τῶν Ψαλτῶν. Καί τά δύο αὐτά λειτουργικά βιβλία εἶναι τά πλέον χρήσιμα βιβλία καί ἀπαραίτητα γιά τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ λέξη ὡρολόγιο δηλώνει αὐτό πού λέγει τήν ὥρα καί ἔτσι ἔχουμε τό γνωστό ὡρολόγιον ἤ ρολόγι, τό ὁποῖο μᾶς δείχνει κάθε φορά τήν ὥρα-χρόνο τῆς ἡμέρας καί τῆς νύκτας. Ὅμως, τό λειτουργικό βιβλίο Ὡρολόγιο ἔλαβε τήν ὀνομασία ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν ἀρχή εἶχε τίς ἀκολουθίες τῶν Ὡρῶν, δηλαδή τίς ἀκολουθίες πού περιλαμβάνουν ψαλμούς, ὕμνους και εὐχές πού διαβάζονται κατά τήν πρώτη, τρίτη, ἕκτη καί ἐνάτη ὥρα, κατά τό βυζαντινό τυπικό, ἤτοι τήν 6η καί 9η τό πρωΐ, τήν 12η τό μεσημέρι καί τήν 3η τό ἀπόγευμα. Ὅμως, αὐτό τό λειτουργικό βιβλίο, τό Ὡρολόγιον, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου περιέλαβε, ἐκτός ἀπό τήν ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν καί ἄλλες ἀκολουθίες, γι’ αὐτό ὀνομάσθηκε Μέγα Ὡρολόγιον.

Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τό Μέγα Ὡρολόγιον πού εἶναι σήμερα σέ ἐκκλησιαστική χρήση, καταλαβαίνει ὅτι χωρίζεται σέ τρία μέρη καί τό παράρτημα.

Τό πρῶτο μέρος περιέχει τήν ἀκολουθία τῆς προσευχῆς σέ ὅλο τό ἡμερονύκτιο, ἤτοι τό Μεσονυκτικό μέ τήν πρωϊνή προσευχή, τόν Ὄρθρο μέ τήν πρώτη Ὥρα καί τό Μεσώριό της, τήν τρίτη Ὥρα μέ τό Μεσώριό της, τήν ἕκτη Ὥρα μέ τό Μεσώριό της καί τήν ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν, ὅπως καί τήν προσευχή πρό καί μετά τήν μεσημβρινή τράπεζα, τήν ἐνάτη Ὥρα μέ τό Μεσώριό της, τόν Ἑσπερινό μέ τήν εὐχή πρό καί μετά τό Δεῖπνο καί τό Ἀπόδειπνο, τό Μέγα καί τό Μικρό.

Τό δεύτερο μέρος τοῦ Ὡρολογίου περιέχει τά ἀπολυτίκια, τά κοντάκια τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ἀλλά καί τῶν ἁγίων πού ἑορτάζουν κάθε ἡμέρα ὅλον τόν χρόνο. Ἐπίσης, περιλαμβάνει ὅλα τά τροπάρια καί τά κοντάκια τοῦ Τριωδίου, τοῦ Πεντηκοσταρίου, τά ἀναστάσιμα τροπάρια πού ψάλλονται κάθε Κυριακή, τά Θεοτοκία καί τίς ὑπακοές τῆς Ὀκτωήχου, ὅλα τά ἀπολυτίκια πού ψάλλονται στίς καθημερινές, καί τά Θεοτοκία μέ τά ἀπολυτίκια τῶν μή ἑορταζομένων Ἁγίων.

Τό τρίτο μέρος τοῦ Ὡρολογίου περιλαμβάνει διάφορες ἀκολουθίες καί Κανόνες, ὅπως τήν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τήν ἀκολουθία τῶν δύο Παρακλητικῶν Κανόνων στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως, τόν Κανόνα στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Κανόνα στόν φύλακα Ἄγγελο, στίς Ἐπουράνιες Δυνάμεις, καί ὅλους τούς Ἁγίους. Ἐπίσης, περιλαμβάνει καί τούς εἰκοσιτέσσερεις οἴκους στήν νοητή Κλίμακα, τόν Τίμιο Σταυρό.

Στό Παράρτημα περιλαμβάνει διάφορα ἄλλα κείμενα, ὅπως τό Εὐαγγέλιο τοῦ Πάσχα, τόν Κατηχητικό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, μιά μικρή σύνοψη τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τά Πασχάλια μερικῶν ἐτῶν καί ἄλλα.

Γίνεται φανερόν ὅτι τό Μέγα Ὡρολόγιο εἶναι ἕνα πολύ ἀπαραίτητο βιβλίο, ὄχι μόνον γιά τούς Ἱεροψάλτες, ἀλλά καί γιά τούς Κληρικούς, τούς Μοναχούς καί τούς Χριστιανούς. Γι’ αὐτό πολλοί Χριστιανοί, ἰδιαιτέρως τόν παλαιότερο καιρό, καί μάλιστα ὅσοι ἦλθαν ἀπό τά μέρη τοῦ Πόντου καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶχαν πάντοτε τό Μέγα Ὡρολόγιο στό σπίτι τους καί διάβαζαν τίς ἀκολουθίες καί τίς προσευχές πού εἶχαν ἀνάγκη. Εἶναι, κατά κάποιον τρόπο, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Χριστιανῶν.

Ἐπίσης, κυκλοφορεῖ καί τό λεγόμενο Μικρό Ὡρολόγιο πού εἶναι μιά σύντομη ἐπιλογή τοῦ Μεγάλου Ὡρολογίου πού χαρακτηρίζεται Σύνοψη, ἐπειδή εἶναι περίληψη τοῦ Μεγάλου Ὡρολογίου, καί ἀκόμη κυκλοφορεῖ καί μιά μικρότερη ἐπιλογή πού χαρακτηρίσθηκε ὡς Συνέκδημος, γιατί λόγῳ τοῦ μικροῦ σχήματος μποροῦσαν οἱ Χριστιανοί νά τό παίρνουν μαζί τους, κατά τίς ἐκδημίες τους. Αὐτό τό βιβλίο τούς συνόδευε σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ζωῆς τους, γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε Συνέκδημος.

Τό λειτουργικό αὐτό βιβλίο πού λέγεται Μέγα Ὡρολόγιο, Σύνοψη, Συνέκδημος δείχνει τήν ἀνάγκη πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἰδιαίτερα ὁ Χριστιανός νά προσεύχεται κάθε ὥρα καί στιγμή, τόσο τήν ἡμέρα ὅσο καί τήν νύκτα, ἀλλά καί κατά τά ταξίδια του. Δέν μπορεῖ ὁ Χριστιανός νά ζῆ χωρίς Θεό, χωρίς προσευχή, πού εἶναι ἡ ἀναπνοή τῆς ψυχῆς. Ὅπως τό σῶμα ἔχει ἀνάγκη τῆς ἀναπνοῆς μέ τήν ὁποία παίρνει τό ὀξυγόνο γιά νά ζήση ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἔχει ἀνάγκη τῆς δικῆς της ἀναπνοῆς γιά νά λάβη τό ὀξυγόνο τοῦ οὐρανοῦ. Ἄν δέν προσευχόμαστε, αἰσθανόμαστε μιά πνευματική ἀσφυξία.

Ἐπίσης, αὐτό τό βιβλίο, τό Μέγα Ὡρολόγιο, δείχνει καί πῶς ἁγιάζεται ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας καί πῶς μέσα ἀπό τόν χρόνο κερδίζουμε τό αἰώνιο, πῶς τό αἰώνιο συνδέεται μέ τόν χρόνο.

Πρέπει νά μάθουμε νά προσευχόμαστε ὅταν ξυπνᾶμε τό πρωΐ ἀπό τόν ὕπνο, ὅταν βγαίνουμε ἀπό τό σπίτι μας, ἐπειδή θά συναντήσουμε πολλούς κινδύνους, πρό καί μετά τό φαγητό, τό βράδυ πρίν ἀπό τόν ὕπνο, καί σέ πολλές ἄλλες ὧρες τῆς ἡμέρας μας.

Ἀκόμη, πέρα ἀπό τίς προσευχές αὐτές τοῦ Μεγάλου Ὡρολογίου ἤ τῆς Σύνοψης ἤ τοῦ Συνέκδημου μαθαίνουμε καί τούς ἁγίους πού ἑορτάζουμε κάθε ἡμέρα, ἀλλά καί τήν σημασία τῶν μεγάλων ἑορτῶν, γιατί εἶναι καί ἕνα σύντομο Συναξάριο.

Ὁ Χριστιανός ἐξαγιάζει ὅλο τόν χρόνο τῆς ζωῆς του μέ τήν προσευχή. Ἔρχεται σέ ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 22 Ἰουλίου 2018: Ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Στό ἕβδομο ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» γίνεται λόγος γιά τήν δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γιά νά κρίνη τούς ἀνθρώπους. Ὁμολογεῖται:
«Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς οὗ τῆς βασιλείας οὐ ἔσται τέλος», δηλαδή «καί πάλι θά ἔλθη ὁ Χριστός ἐνδόξως, γιά νά κρίνη ζωντανούς καί νεκρούς καί ἡ Βασιλεία Του θά εἶναι αἰώνια, δέν θά ἔχη τέλος».

Στό ἄρθρο αὐτό τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» καταγράφονται καί ὁμολογοῦνται τρεῖς μεγάλες ἀλήθειες.

Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Χριστός θά ἔλθη πάλι στόν κόσμο, ὅπως ὁ Ἴδιος τό εἶπε: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καί πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ...» (Ματθ. κε΄, 31). Τό ἴδιο βεβαίωσαν οἱ ἄγγελοι κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πράξ. α΄, 11).

Ἡ ἔλευση αὐτή τοῦ Χριστοῦ ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν πρώτη ἔλευσή Του. Κατά τήν πρώτη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐνανθρώπησή Του, ἔγιναν ὅλα ταπεινά, μυστικά ἀπό τούς πολλούς, καί ἦταν γνωστά μόνον στήν Παναγία, τόν Ἰωσήφ, τούς Ποιμένες, τούς Μάγους. Ὁ Χριστός γεννήθηκε σέ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ καί μεγάλωσε ταπεινά στήν Ναζαρέτ χωρίς νά καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι αὐτό τό μεγάλο γεγονός. Ὅμως, ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ θά γίνη μέ μεγάλη δόξα, ἀφοῦ θά ἔλθη μέ τούς ἀγγέλους Του, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά παρασταθοῦν μπροστά Του γιά νά τούς κρίνη.

Αὐτή, ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ θά γίνη ξαφνικά. Κανείς δέν γνωρίζει τό πότε θά γίνη αὐτό τό μεγάλο γεγονός. Ἤδη, μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ Μαθητές Τόν ρώτησαν: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τήν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; εἶπε δέ πρός αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἤ καιρούς οὕς ὁ πατήρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ» (Πράξ. α΄, 6-7). Αὐτό τό ἔλεγε ὁ Χριστός ἐπανειλημμένως στούς ἀκροατές Του, ὅσο συναναστρεφόταν μαζί τους.

Ἡ δεύτερη ἀλήθεια πού τονίζεται στό ἄρθρο αὐτό εἶναι ὅτι ἡ ἔνδοξη ἔλευσή Του θά συνδυασθῆ μέ τήν κρίση, ἀφοῦ θά κρίνη ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί αὐτούς πού θά ζοῦν τότε, ἀλλά καί αὐτούς πού θά ἔχουν πεθάνει.

Εἶναι γνωστή ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Μέλλουσα Κρίση ὅτι θά χωρισθοῦν οἱ ἄνθρωποι, καί ἄλλοι θά σταθοῦν στά δεξιά Του καί ἄλλοι στά ἀριστερά Του καί θά διεξαχθῆ ἕνας διάλογος, γιά τό ἄν ἔδειξαν ἤ ὄχι ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπαθείας. Οἱ δίκαιοι θά διακριθοῦν τότε γιά τήν ἀρετή τῆς αὐτομεμψίας, ἀφοῦ καί τότε πού θά τούς ἐπαινῆ ὁ Χριστός, αὐτοί δέν θά καυχηθοῦν γιά τήν ἀγάπη τους. Ἀντίθετα οἱ ἁμαρτωλοί θά ἐκφράσουν τήν αὐτοδικαίωσή τους, ἀφοῦ κατά τήν φοβερή ἐκείνη στιγμή θά δικαιώνουν τόν ἑαυτό τους, ὅτι δέν Τόν κατάλαβαν στά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων πού εἶχαν ἀνάγκη γιά νά τούς βοηθήσουν.

Ἐνῶ στά σχετικά χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἡ Μέλλουσα Κρίση παρουσιάζεται μέ τήν εἰκόνα τοῦ Δικαστηρίου, γιά νά γίνη κατανοητή ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὅμως στά πατερικά κείμενα παρουσιάζεται μέ τήν ἰατρική διαδικασία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός θά ἐμφανισθῆ μέ ὅλη τήν δόξα Του καί ὅσοι ἔχουν ἀποκτήσει πνευματικό ὀφθαλμό θά Τόν δοῦν ὡς Φῶς, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, πού θά εἶναι πνευματικά τυφλοί, θά αἰσθανθοῦν τήν θερμότητά Του καί θά καοῦν.

Κατά τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί πολλούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τό φῶς ἔχει δύο ἰδιότητες, τήν φωτιστική καί τήν καυστική, δηλαδή φωτίζει καί καίει. Ὅσοι ἔχουν ὀφθαλμό φωτίζονται καί βλέπουν, ἐνῶ ὅσοι δέν ἔχουν ὀφθαλμό αἰσθάνονται τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Φωτός. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τοῦ πηλοῦ καί τοῦ κηροῦ. Ἄν βάλουμε τά δύο αὐτά ὑλικά στοιχεῖα κάτω ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, ὁ μέν πηλός θά σκληρυνθῆ, τό δέ κερί θά λυώση. Ἔτσι ἡ φιλόθεη ψυχή θά αἰσθανθῆ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ φιλόϋλη ψυχή θά αἰσθανθῆ τόν Θεό ὡς σκληρό. Ὁ Θεός θά ἀγαπᾶ ὅλους, ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά βιώνεται διαφορετικά στόν καθένα, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του κατάσταση. Ἔτσι, θά γίνη ἡ κρίση τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ τρίτη ἀλήθεια πού τονίζεται στό ἄρθρο αὐτό τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» εἶναι ὅτι μετά τήν Κρίση, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θά ἀκολουθήση ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι αἰώνια, δηλαδή δέν θά ἔχη τέλος.

Ἡ φράση Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά εἰκόνα ἀπό τήν αἰσθητή πραγματικότητα, εἶναι ἡ ἐξουσία καί ἡ δύναμη τοῦ ἐπιγείου βασιλέως. Εἶναι μιά δυνατή εἰκόνα γιά νά χαρακτηρισθῆ ἡ μέλλουσα δόξα, ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπό τώρα μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ὅμως, Βασιλεύς εἶναι ὁ Χριστός καί Βασιλεία εἶναι ἡ δόξα τῆς θεότητός Του. Γι’ αὐτό ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἄρχισε τό ἐπίγειο ἔργο Του, κηρύσσοντας: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τοῦ οὐρανῶν» (Ματθ. δ', 17). Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πλησιάζει, ἦλθε καί θά ἔλθη. Οἱ τρεῖς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ εἶδαν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετεῖχαν τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καί αἰώνια, ἀΐδια. Ὅσοι ἑνώνονται μέ τόν Χριστό, κατά διαφόρους βαθμούς, προγεύονται ἀπό τώρα τῆς δόξης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτούς ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, δέν θά εἶναι φοβερή, λυπηρή, ἀλλά ἔνδοξη, γεμάτη Χάρη καί χαρά.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 23 Αὐγούστου - Τά Μηναῖα

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Οἱ περισσότεροι τόμοι τῶν λειτουργικῶν βιβλίων φέρουν τό τίτλο Μηναῖα, καί κάθε τόμος-βιβλίο φέρει τό ὄνομα Μηναῖο καί τήν ἔνδειξη τοῦ κάθε μηνός, ἤτοι Μηναῖο τοῦ Σεπτεμβρίου, Μηναῖο τοῦ Ὀκτωβρίου κλπ. Καί ἐπειδή ὑπάρχουν δώδεκα μῆνες στόν χρόνο εἶναι εὐνόητο ὅτι ὑπάρχουν δώδεκα Μηναῖα.

Δέν γνωρίζουμε ἐπακριβῶς τήν ἐξέλιξη τῶν Μηναίων, ἀλλά φαίνεται ὅτι στήν ἀρχή ὑπῆρχαν μικρές συλλογές ἀπό τά Ἀπολυτίκια τῶν ἁγίων πού ἑορτάζουν κάθε ἡμέρα, μέ μιά μικρή ἀναφορά στόν βίο τους. Στήν συνέχεια προσέθεταν διάφορες ἀκολουθίες ἁγίων καί ἡ τελική διαμόρφωση ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ὕμνους τῶν Μηναίων. Ἀργότερα τά Μηναῖα συμπληρώθηκαν ἀπό ἄλλες ἀκολουθίες, ἀκόμη αὐτό γίνεται καί στίς ἡμέρες μας, ἀφοῦ προστίθενται νέοι ἅγιοι καί νέες τοπικές ἑορτές, ἀπό σύγχρονους ὑμνογράφους.

Εἶναι εὐνόητον ὅτι τά τροπάρια πού περιλαμβάνονται στά Μηναῖα, πού ἀρχίζουν ἀπό τόν Σεπτέμβριο καί καταλήγουν στόν Αὔγουστο, τό λεγόμενο ἐκκλησιαστικό ἔτος, εἶναι ἔργα δοκίμων ὑμνογράφων, ἀλλά καί ὑμνογράφων μικρότερης ἀξίας.

Οἱ ἀκολουθίες στά Μηναῖα εἶναι διαρθρωμένες, σύμφωνα μέ τό μοναχικό τυπικό, πού ὀνομάζεται Ἱεροσολυμιτικό τυπικό ἤ τυπικό τοῦ ἁγίου Σάββα καί προοριζόταν γιά τίς Ἱερές Μονές. Ὅμως, τόν 8ο καί 9ο αἰώνα, μετά τήν εἰκονομαχία, αὐτό τό τυπικό τῶν Ἱερῶν Μονῶν εἰσήχθηκε καί στούς Ἐνοριακούς Ναούς, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ οἱ μοναχοί πού ὑποστήριζαν τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων κυριάρχησαν στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ὅταν διαβάση κανείς τά Μηναῖα, διαπιστώνει ὅτι ἀναφέρουν ὁλόκληρες ἤ ἡμιτελεῖς ἀκολουθίες τῶν ἁγίων κάθε ἡμέρας. Περιλαμβάνουν τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ὄρθρου, μέ τά τροπάρια καί τά ἀπολυτίκια, ἀλλά καί τά Συναξάρια τῶν ἁγίων πού ἑορτάζουν κάθε ἡμέρα. Ἐκτός ἀπό τίς ἑορτές τῶν ἁγίων, τά Μηναῖα συμπεριλαμβάνουν καί τίς ἀκίνητες ἑορτές τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Θεοτόκου, ὅπως τῶν Χριστουγέννων, τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ, τῶν Θεοφανείων, τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τῆς Κοιμήσεώς της. Οἱ κινητές Δεσποτικές ἑορτές, ὅπως τῶν Βαΐων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Πάσχα, τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Πεντηκοστῆς, περιλαμβάνονται στά βιβλία τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι διαβάζοντας καί ψάλλοντας τά τροπάρια καί γενικά τίς ἀκολουθίες στά Μηναῖα, ἐρχόμαστε σέ ἐπικοινωνία μέ τήν λεγόμενη «ἐκκλησιαστική ἱστορία», ἡ ὁποία δέν εἶναι ἁπλά ἐξωτερικά γεγονότα, ἀλλά εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Θεοτόκου, καί οἱ βίοι τῶν ἁγίων, πού εἶναι τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐντασσόμαστε ὀργανικά μέσα σέ αὐτήν τήν ἱστορία, βλέπουμε τήν πίστη καί τήν ζωή τῶν μεγάλων μας ἀδελφῶν πού προηγήθηκαν ἀπό μᾶς, βλέπουμε τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους, τούς Μάρτυρες, τούς Πατέρες, τούς ὁσίους καί ἀσκητές, τά μικρά παιδιά, τούς νέους καί τούς μεγάλους, τούς ἄνδρες καί τίς γυναῖκες καί γενικά ὅλους ἐκείνους πού ἀγάπησαν τόν Χριστό καί θυσίασαν τά πάντα γι’ Αὐτόν.

Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι διαβάζουμε στά Μηναῖα μέ συντομία τόν βίο καί τήν πολιτεία τους καί στήν συνέχεια βλέπουμε αὐτά νά συντίθενται σέ μικρά τροπάρια μέ θεολογικό λόγο καί ἔπειτα τά ψάλλουμε, ὥστε μέ ὅλη τήν ὕπαρξή μας νά συμμετάσχουμε στήν ἑορτή τῶν ἁγίων. Μέ τόν τρόπο αὐτόν καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ θεολογία εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ μέσα στούς ἀνθρώπους, εἶναι ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη σάρκα τοῦ Λόγου, καθώς ἐπίσης καταλαβαίνουμε καί τόν τρόπο πού ἁγίασαν οἱ ἅγιοι, καί αὐτός εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση, αὐτό πού τονίζεται ἐπανειλημμένα ὡς πράξη καί θεωρία, καί αὐτό γίνεται μέ τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν προσευχή.

Οἱ λέξεις πού βρίσκουμε στά τροπάρια αὐτά, ὅπως: νοῦς, καρδία, θέωση, ὄργανον τοῦ πνεύματος, μυσταγωγία, μέτοχοι τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ναός Θεοῦ, ὁ φωτισμός τῆς ἐλλάμψεως, τῷ φωτί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐλλαμπόμενοι ἀεί, ἐν σαρκί ὡς ἄγγελος ἐπί τῆς γῆς ἀνεφάνης, θεούμενοι κ.ἄ. δείχνουν ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ὀρθόδοξη θεολογία, καί πῶς διακρίνεται ἀπό τήν ξένη καί αἱρετική θεολογία.

Στά Μηναῖα εἶναι ἐναρμονισμένα ὅλα τά ποιητικά εἴδη, δηλαδή τά κοντάκια μέ τούς οἴκους, καί οἱ κανόνες μέ τά καθίσματα, τά τροπάρια σέ ὅλους τούς ἤχους τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, μέ συνεχεῖς ἐναλλαγές, τά Συναξάρια μέ τούς στίχους, καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕναν μεγάλο πνευματικό πλοῦτο καί ἕναν πολιτιστικό θησαυρό. Ἔτσι, μαθαίνει κανείς τί εἶναι ἅγιοι, μαθαίνει νά θεολογῆ καί νά γίνεται πραγματικά θεολόγος, χριστοφόρος, ναοφόρος καί θεοφόρος.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 26 Αὐγούστου 2018: Ἡ μέλλουσα ζωή

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Στό δωδέκατο (12ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», πού εἶναι καί τό τελευταῖο ἄρθρο, ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας στόν μέλλοντα αἰώνα. Ὁμολογοῦμε: «Καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, Ἀμήν», δηλαδή προσδοκοῦμε τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Μέ ἄλλα λόγια, ὁμολογοῦμε ὅτι ἀναμένουμε τήν ἡμέρα πού θά ἀναστηθοῦν τά σώματά μας, θά δοῦμε τόν Χριστό, θά γίνη ἡ κρίση τῶν ἀνθρώπων καί θά ἀρχίση ἡ μέλλουσα ζωή.

Εἶναι μεγαλειῶδες νά ἀπαγγέλλουμε στό «Σύμβολον τῆς Πίστεως» τήν πίστη μας στήν μέλλουσα ζωή ἐνῶ ἀκόμη ζοῦμε. Ὅταν αὐτό τό πιστεύουμε ἐνσυνειδήτως, τότε στήν πραγματικότητα ὑπερβαίνουμε τήν παροῦσα ζωή, ὑπερβαίνουμε τόν θάνατο, ἔχουμε τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα στόν Χριστό, ἐπιθυμοῦμε νά Τόν συναντήσουμε καί θέλουμε νά συμμετάσχουμε στήν αἰώνια ζωή μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Αὐτά δείχνουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τοῦ παρόντος αἰῶνος, δέν εἶναι ἕνα φιλανθρωπικό σωματεῖο, δέν εἶναι μιά κοινωνική ὀργάνωση καί μιά Φιλοσοφική Σχολή, ἀλλά εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἑτοιμάζει τόν ἄνθρωπο γιά τήν μέλλουσα ζωή, καί ταυτόχρονα τόν κάνει ἀπό τώρα νά προγεύεται τῆς δόξης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πίστη στόν μέλλοντα αἰώνα φανερώνει ὅτι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξαντλεῖται σέ αὐτήν τήν ζωή. Ἐπίσης φανερώνει ὅτι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, μέ τόν σωματικό θάνατο, δέν ἐξαφανίζεται. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά εἶναι ἀθάνατος. Βέβαια, αὐτή ἡ ἀθανασία εἶναι κατά Χάρη καί δέν εἶναι κατά φύση, ἀφοῦ ἀθάνατος κατά φύση εἶναι μόνον ὁ Θεός, ἐνῶ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατά Χάρη ἀθάνατη. Ἐπίσης, αὐτό δείχνει ὅτι στόν μέλλοντα αἰώνα θά συμμετάσχη καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε δέν ἰσχύει ἡ ἄποψη τῆς φιλοσοφίας ὅτι τό σῶμα εἶναι ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς. Καί οὔτε ἰσχύει ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή ἐξέρχεται ἀπό τό σῶμα, ἐπανέρχεται δῆθεν στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, καί τό σῶμα ἐξαφανίζεται.

Ἡ μέλλουσα ζωή ἔχει δύο τρόπους μετοχῆς. Εἶναι ἡ ζωή μέ τήν μέθεξη τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ, πού θά ἀπολαύσουν οἱ δίκαιοι, καί εἶναι ἡ ζωή μέ τήν μέθεξη τοῦ πυρός τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι ἕνα κρίσιμο θέμα, τό ὁποῖο ἀναπτύσσουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό εἴδαμε στήν ἀνάλυση ἑνός ἄλλου ἄρθρου τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως».

Αὐτό τό βλέπουμε στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν μέλλουσα κρίση. Ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, θά ἔλθη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, θά συγκεντρωθοῦν ἐνώπιόν Του ὅλα τά ἔθνη, θά χωρισθοῦν μεταξύ τους, ὅλοι θά Τόν δοῦν καί θά συνομιλήσουν μαζί Του, ἀλλά οἱ δίκαιοι θά ζήσουν τήν αἰώνια ζωή, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί θά καταδικασθοῦν. «Καί ἀπελεύσονται οὗτοι (ἁμαρτωλοί) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον (Ματθ, κε΄, 46).

Τήν διδασκαλία αὐτήν τήν παρουσιάζει μέ θαυμαστό τρόπο ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἁγιογραφία αὐτή ὁ Χριστός βρίσκεται στόν θρόνο, ἀπό τόν ὁποῖο ἐξέρχεται τό Φῶς πού φωτίζει τούς δικαίους, καί αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος, καί ἀπό τόν ἴδιο θρόνο τοῦ Θεοῦ ἐξέρχεται ὁ πύρινος ποταμός, μέσα στόν ὁποῖο εἶναι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, πού εἶναι ἡ κόλαση.

Πάντως, ἡ μέλλουσα ζωή εἶναι αἰώνια, πού σημαίνει δέν θά τελειώση ποτέ. Ὁ Θεός θά κυριαρχῆ σέ αὐτήν τήν ζωή, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι θά ζοῦν αἰωνίως ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση πού ἔζησαν κατά τήν βιολογική τους ζωή. Ἄν ἔζησαν τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ἤ μέ μετάνοια, τότε θά ζοῦν αἰωνίως μέσα στό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἄν, ὅμως, ἔζησαν μέ τά πάθη καί μέ τόν σκοτασμό τοῦ νοῦ καί δέν ἀπέκτησαν πνευματικό ὀφθαλμό, τότε θά ζοῦν αἰωνίως μέσα στό πῦρ, πού εἶναι ἄκτιστο. Αὐτό σημαίνει ὅτι τά λίγα χρόνια πού θά ζήσουμε στόν κόσμο αὐτό, θά καθορίσουν τό αἰώνιο μέλλον μας. Ὁπότε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό θεραπευτήριο, γιά νά ἀποκτήσουμε πνευματικό ὀφθαλμό, νά μετατραποῦν τά διαβλητά πάθη σέ ἀδιάβλητα, τό γνωμικό θέλημα σέ φυσικό θέλημα καί νά ἀποκτήσουμε τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη.

Μέ τό ἄρθρο αὐτό τελειώνει τό «Σύμβολον τῆς Πίστεως». Ἀπό ὅσα εἴδαμε στίς ἀναλύσεις ὅλων τῶν ἄρθρων, φαίνεται ποιά εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Θεό, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν Ἐκκλησία, τό Βάπτισμα, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό τό κείμενο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» εἶναι ἡ περίληψη ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γι’ αὐτό πρέπει νά τό ἀπαγγέλλουμε συχνά, νά τό λέμε μέ ἀπόλυτη πίστη καί νά προσαρμόζουμε τήν ζωή μας στό θαυμαστό περιεχόμενό του.

Δυστυχῶς, ὅλη ἡ σύγχρονη κοινωνική ζωή στρέφει τήν προσοχή μας σέ ἕνα ἄλλο «πιστεύω» μέ ἀντίθετα ἄρθρα καί ἀντίθετο περιεχόμενο, πού ἀναφέρεται σέ ἕναν συγκρητισμό καί στήν ἐνδοκοσμικότητα.

Ἐμεῖς πρέπει νά προσανατολίζουμε τήν ζωή μας σέ αὐτήν τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτή νά γίνη ἡ σταθερή ὁμολογία μας.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 26 Ἰουλίου: Τό Εὐχολόγιον

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 

Ἕνα ἀπό τά λειτουργικά βιβλία πού εἶναι ἀπαραίτητο γιά τούς Κληρικούς, ἤτοι Ἐπισκόπους, Πρεσβυτέρους, Διακόνους, εἶναι τό λεγόμενο Εὐχολόγιον. Ἡ λέξη Εὐχολόγιο ἀποτελεῖται ἀπό δύο ἐπί μέρους λέξεις εὐχή καί λόγο, δηλαδή συλλογή εὐχῶν, προσευχῶν. Πρόκειται γιά προσευχές πού συνδέονται μέ τήν λατρεία καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἕνας κώδικας ἱεροπραξιῶν καί ἱεροτελεστιῶν.

Τό ἀρχαιότερο Εὐχολόγιον πού διασώθηκε εἶναι τό λεγόμενο «Εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος», τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ἀλλά στήν συνέχεια προστίθεντο διάφορες ἄλλες εὐχές καί ἱεροτελεστίες, καθώς αὐξανόταν ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό τό λειτουργικό αὐτό βιβλίο εἶναι ἕνας διαχρονικός «σωρείτης», ὅπως χαρακτηριζόταν, ἀφοῦ στήν ἀρχή περιλάμβανε τήν θεία Λειτουργία καί μερικές βασικές ἱερουργίες καί στήν πορεία προστίθεντο διάφορες ἄλλες ἀκολουθίες. Σήμερα ἐν χρήσει ὑπάρχει τό Μέγα Εὐχολόγιον καί τό Μικρό Εὐχολόγιον, τό ὁποῖο ὀνομάζεται καί Ἁγιασματάριο.

Τό Μέγα Εὐχολόγιον, ὅπως κυκλοφορεῖ σήμερα, εἶναι ἕνα πολυσέλιδο βιβλίο πού διαιρεῖται σέ πέντε μεγάλα μέρη. Τό πρῶτο μέρος περιλαμβάνει τίς ἀκολουθίες τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί διάφορες ἄλλες ἀκολουθίες πού συνδέονται μέ αὐτά. Τό δεύτερο μέρος περιλαμβάνει διάφορες ἱεροπραξίες γιά τόν Ἱερό Ναό, ὅπως ἐγκαίνια κλπ., ἐκκλησιαστικές διακονίες καί μοναχικές κουρές, ἁγιασμούς καί ἑορτολόγια, ἀκολουθίες γιά τό τέλος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Τό τρίτο μέρος περιλαμβάνει περιστασιακές ἀκολουθίες γιά διάφορες δυσκολίες καί συμφορές τοῦ βίου, δηλαδή ἀνομβρίες, ἀσθένειες, πολέμους καί τελετές, καί Εὐχές γιά διάφορες περιστάσεις, δηλαδή γιά ἀκάθαρτα πνεύματα, γιά κτήρια, ἀγρούς, θάλασσα, ταξίδια. Τό τέταρτο μέρος περιλαμβάνει τούς Ἀποστόλους καί τά Εὐαγγέλια ὅλου τοῦ ἔτους, προσευχές καί διάφορα κείμενα συστατικά, κανονικές συμμαρτυρίες. Καί τό πέμπτο μέρος περιέχει διάφορες νεώτερες ἀκολουθίες, ὅπως Δοξολογίες κ.ἄ.

Τό Μικρό Εὐχολόγιο ἤ Ἁγιασματάριο εἶναι μία ἐπιτομή τοῦ Μεγάλου Εὐχολογίου, καί εἶναι μιά ἀνθολογία πού περιέχει τίς ἀκολουθίες πού τελοῦνται πιό συχνά ἀπό τούς Κληρικούς. Τό Μικρό Εὐχολόγιο ἐκδίδεται σέ μικρό σχῆμα, γιατί θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἕνα φορητό λειτουργικό βιβλίο πού εἶναι ἀπαραίτητο σέ καθημερινή χρήση.

Στά περιεχόμενα τοῦ Μικροῦ Εὐχολογίου ἤ Ἁγιασματαρίου συμπεριλαμβάνονται ἡ ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ, οἱ Εὐχές γιά τήν γέννηση παιδιοῦ, οἱ ἀκολουθίες γιά τό ἅγιον Βάπτισμα καί τό Χρίσμα, τόν Ἀρραβῶνα καί τόν Γάμο, τήν Ἱερή Ἐξομολόγηση, τό ἅγιον Εὐχέλαιο, τήν ἀκολουθία σέ κεκοιμημένους καί διάφορες ἄλλες ἀκολουθίες καί εὐχές σέ διάφορες περιστάσεις, ὅπως σέ ἀσθένειες, σέ ἐξορκισμούς, σέ ἁγιασμούς ἀγρῶν, ποιμνίων, οἰκιῶν, ἁλιείας. Ἐπίσης, περιλαμβάνει διάφορες ἀκολουθίες, ὅπως στήν ἔναρξη καί λήξη τῶν Σχολείων, σέ ἰδιωτικά καί κοινωφελῆ ἔργα, σέ καταστήματα, ἀρδευτικά ἔργα, ἐγκαίνια πλοίου, δοξολογίες καί δεήσεις, καί τέλος τήν Παράκληση στήν κυρία Θεοτόκο.

Τό Μικρό Εὐχολόγιο ἤ Ἁγιασματάριο εἶναι ἕνα λειτουργικό βιβλίο εὔχρηστο, τό ὁποῖο οἱ παλαιοί Ἱερεῖς τό εἶχαν πάντοτε σέ μιά μικρή τσάντα μαζί μέ ἕνα μικρό πετραχήλι καί ἕναν σταυρό καί τό ἔφεραν πάντοτε μαζί τους, ὥστε ἀνά πᾶσαν στιγμή καί ὥρα νά εἶναι ἕτοιμοι νά βοηθήσουν τούς ἀνθρώπους σέ κάθε ἀνάγκη τους.

Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τό Μέγα καί τό Μικρό Εὐχολόγιο καταλαβαίνει ὅτι ὄντως εἶναι ἕνα Ἁγιασματάριο, ἤ θά ἔλεγα ἀκόμη ἕνα πνευματικό θεραπευτικό ἐγχειρίδιο, ἀφοῦ ὁ Θεός μέ τίς προσευχές τῶν εὐλαβῶν Ἱερέων θεραπεύει τίς ψυχικές καί πνευματικές ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀνάλογα μέ τήν πίστη τους.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ψυχοσωματικό ὄν, ἔχει ψυχή καί σῶμα σέ μιά ἀρραγῆ ἑνότητα καί ὁπωσδήποτε ὑπάρχει ἀλληλεξάρτηση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Τά ψυχικά νοσήματα ἔχουν ἐπίδραση στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, καί τά σωματικά νοσήματα ἔχουν ἐπίδραση καί στήν ψυχή του, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξη.

Ὅπως ἔχει ἀναπτυχθῆ ἡ ἰατρική ἐπιστήμη γιά νά θεραπεύη τίς σωματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι ἀπό αἰώνων ὑπάρχει καί ἡ πνευματική θεραπευτική ἐπιστήμη πού θεραπεύει τά ψυχικά τραύματα τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει μόνον σωματικές ἤ ψυχολογικές ἀνάγκες, ἀλλά ἔχει καί πνευματικές ἀνάγκες, θέλει νά συναντήση τόν Θεό. Καί ἐπειδή καταλαβαίνει ὅτι ἡ συνάντηση μέ τόν Θεό εἶναι ἕνα πολύ σπουδαῖο γεγονός, καί τά πάθη εἶναι ἐμπόδιο γι’ αὐτήν, γι’ αὐτό θέλει νά θεραπευθῆ προηγουμένως, ὥστε νά ἑνωθῆ μέ τόν Θεό.

Ἔπειτα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικό θεραπευτήριο πού παραλαμβάνει τόν ἄνθρωπο ἀμέσως μέ τήν γέννησή του, καί τόν παρακολουθεῖ σέ ὅλη τήν ζωή του, μέ τό Βάπτισμα, τόν Γάμο, τήν θεία Λειτουργία, ἀκόμη μέχρι καί τόν θάνατό του. Στόν ἐνδιάμεσο χρόνο τόν εὐλογεῖ, τόν ἁγιάζει, αὐτόν καί τά σπίτια του, τά Σχολεῖα, καί τίς ἐργασίες του, ἀκόμη τόν παρακολουθεῖ καί κατά τά ταξίδια του καί ὄχι μόνον τόν παρακολουθεῖ, ἀλλά καί τόν θεραπεύει καί τόν ἁγιάζει. Γι’ αὐτό αὐτό τό βιβλίο, τό Εὐχολόγιον, λέγεται καί Ἁγιασματάριον, διότι ὁ Ἱερεύς ἤ Ἀρχιερεύς μέ τίς ἀκολουθίες καί τίς Εὐχές παρακαλεῖ τόν Θεό νά ἁγιάση τόν ἄνθρωπο, ἄν βέβαια καί ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκριθῆ σέ αὐτήν τήν θεραπεία μέ τήν συνέργειά του.

Ἕναν τέτοιο θεραπευμένο ἄνθρωπο ἑορτάζουμε σήμερα, τήν ἁγία Παρασκευή, ἡ ὁποία ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, ἁγιάσθηκε, ἑνώθηκε μέ τόν Θεό, καί ἔτσι ἔγινε ὁ ἄνθρωπος τῆς θείας Χάριτος. Δέν πέρασε ἁπλῶς ἀπό τήν ζωή αὐτή, ἀλλά διά τῆς βιολογικῆς ζωῆς εἰσῆλθε στήν αἰώνια ζωή.
Ἄς χρησιμοποιήσουμε, λοιπόν, τά πνευματικά φάρμακα τῆς Ἐκκλησίας μας γιά νά θεραπευθοῦμε πνευματικά.

Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 29 Ἰουλίου 2018: Ἡ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», πού κατήρτισε ἡ Α΄ (πρώτη) Οἰκου-μενική Σύνοδος, γινόταν μιά μικρή ἀναφορά στό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔγραφε: «Καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα». Ὅμως, μετά τήν Σύνοδο αὐτή ἐμφανίσθηκε νέα αἵρεση, πού ὑποστήριζε ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι Θεός. Εἶναι οἱ λεγόμενοι Πνευματομάχοι. Γι’ αὐτό, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἡ Β΄ (δεύτερη) Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποφάσισε νά συμπληρώση τό ἄρθρο αὐτό:
«Καί εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον. Τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον τό λαλῆσαν διά τῶν Προφητῶν».

Ἡ μετάφραση εἶναι ἡ ἑξῆς:
«(Πιστεύω) καί στό Ἅγιον Πνεῦμα, τό κύριο, τό ζωοποιό, τό Ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί συμπροσκυνεῖται καί συνδοξάζεται μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί ἐλάλησε διά τῶν Προφητῶν».

Στό ἄρθρο αὐτό συνοψίζεται ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Θά σημειωθοῦν τρία σημεῖα.

Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι τά ἐπίθετα πού χρησιμοποιοῦνται γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα καί δείχνουν τό ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι «ἅγιον, κύριον, ζωοποιόν». Καί τά τρία αὐτά ἐπίθετα χρησιμοποιοῦνται καί γιά τά ἄλλα δύο Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁμοούσια, ὁμόδοξα καί ἴσα μεταξύ τους. Ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, τήν ἴδια δόξα, τήν ἴδια Βασιλεία. Στόν Τριαδικό Θεό ὅλα εἶναι κοινά, ἐκτός ἀπό τά ὑποστατικά ἰδιώματά τους, πού εἶναι τοῦ Πατρός τό ἀγέννητο, τοῦ Υἱοῦ τό γεννητό καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό ἐκπορευτό.

Στήν θεία Λειτουργία δοξάζουμε καί τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος λέγοντας: «ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύ-νησις τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἐπίσης, ψάλλουμε: «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον». Ἀκόμη, ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς, ὅταν λειτουργοῦν, δίνουν τήν ἀποστολική εὐλογία: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ἡμῶν». Ἡ Χάρη, ἡ ἀγάπη καί ἡ κοινωνία εἶναι καί τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀναφερόμενος στήν θεία Χάρη, γράφει ὅτι ἡ θεότης εἶναι ὄνομα τῆς θείας ἐνεργείας, πού προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καί ἀποκαλύπτεται σέ μᾶς διά τῶν ἀποτελεσμάτων της. Ἑπομένως, κοινή εἶναι ἡ ἐνέργεια τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Τό δεύτερο σημεῖο πού τονίζεται στό ἄρθρο αὐτό εἶναι τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα. «Τό ἐκ τοῦ πατρός ἐκπορευόμενον». Ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του πρίν τό πάθος Του ὅτι θά παρακαλέση τόν Πατέρα Του καί θά στείλη ἄλλον Παράκλητον, τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα. Δηλαδή, χρησιμοποιεῖ δύο φράσεις: «Ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός», καί «ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται (Ἰω. ιε΄, 26). Ἄλλο εἶναι τό ρῆμα ἐκπορεύεται καί ἄλλο εἶναι τό ρῆμα "πέμπεται". Γιά παράδειγμα, τό νερό βγαίνει ἀπό μιά πηγή, ἀλλά κάποιος ἄλλος παίρνει τό νερό καί τό δίνει κάπου ἀλλοῦ. Βέβαια, αὐτό εἶναι ἕνα κτιστό παράδειγμα γιά νά καταλάβουμε κάπως αὐτό τό μυστήριο.

Ἔτσι, κάθε Πρόσωπο ἔχει τόν τρόπο πού ὑπάρχει, δηλαδή ὁ Πατήρ εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός εἶναι γεννητός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἐκπορευτό. Αὐτά λέγονται ὑποστατικά ἰδιώματα, πού εἶναι τοῦ κάθε Προσώπου καί τά ὁποῖα εἶναι ἀκοινώνητα.

Βέβαια, αὐτά μᾶς τά ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ἀλλά δέν ξέρουμε τί εἶναι αὐτά τά ὑποστατικά ἰδιώματα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι ξέρουμε ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός γεννητός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἐκπορευτό, ἀλλά δέν ξέρουμε τί εἶναι ἀγεννησία, τί εἶναι γέννηση καί τί εἶναι ἐκπόρευση. Ἄν κανείς θέλη νά τά ἑρμηνεύση λογικά, θά τρελαθῆ. Τό θέμα αὐτό πρέπει νά τιμᾶται μέ τήν σιωπή.

Ὅμως, ὑπάρχουν μερικοί θεολόγοι οἱ ὁποῖοι εἰσέρχονται μέ τήν λογική τους μέσα στά ἐνδότερα καί στά ἐνδότατα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στοχάζονται γιά τόν τρόπο ὑπάρξεώς τους, σάν νά εἶναι τρεῖς ἄνθρωποι καί ὁ ἕνας νά εἶναι τό ὑποκείμενο καί οἱ ἄλλοι τό ἀντικείμενο. Πρόκειται γιά αἱρέσεις.

Μεταξύ τῶν αἱρέσεων συγκαταλέγεται καί ἡ αἵρεση ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, τό γνωστό filioque (φιλιόκβε), τό ὁποῖο εἰσάγει διαρχία στόν Τριαδικό Θεό καί ὑποτιμᾶ τό Ἅγιον Πνεῦμα, καταργώντας τό ἰσοδύναμο, τό ὁμοούσιο καί τό ὁμόδοξο τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅμως, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς φανέρωσε τήν ἀλήθεια ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί στέλλεται διά τοῦ Υἱοῦ. Ἔτσι, τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι «συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον» μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Τά Τρία Πρόσωπα ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, δόξα καί Βασιλεία.

Τό τρίτο σημεῖο πού γράφεται στό ἄρθρο αὐτό εἶναι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐλάλησε διά τῶν Προφητῶν στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ Χριστός ἀποστέλλει τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα φανερώνει στούς ἀνθρώπους τόν Χριστό.

Ἔτσι, τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργοῦσε καί στήν Παλαιά Διαθήκη στούς Προφῆτες καί τούς Ἁγίους στήν Καινή Διαθήκη. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀποκαλύπτει τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀσάρκως, καί στήν Καινή Διαθήκη Τόν ἀποκαλύπτει ἐν σαρκί. Ἀλλά καί κατά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐνεργεῖ κατά τρεῖς τρόπους καί κατά τρεῖς καιρούς. Πρίν τήν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦσε «ἀμυδρῶς», μετά τήν Ἀνάστασή Του ἐνήργησε «ἐκτυπώτερον» καί μετά τήν Ἀνάληψη στούς οὐρανούς ἐνεργεῖ «τελειότερον».

Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία εἶναι σημαντική, ἀφοῦ μᾶς καθαρίζει καί μᾶς συνδέει μέ τόν Χριστό.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 30 Αὐγούστου - Τό Τυπικόν

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Στό Ἀναλόγιο, πού βρίσκεται μπροστά στούς Ἱεροψάλτες, ὅπου φυλάσσονται τά βιβλία τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν γιά τό ἔργο πού κάνουν, εἶναι καί διάφορα ἄλλα μικρά βιβλία πού εἶναι εὔχρηστα. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι τό Ψαλτήριον, πού ἔχει ὅλους τούς Ψαλμούς τοῦ Δαυΐδ πού διαβάζονται μέ τίς καθιερωμένες ἀκολουθίες καί ψάλλονται. Ἐπίσης εἶναι καί τό Ἐγκόλπιον τοῦ Ἀναγνώστου. Τό βιβλίο αὐτό ἔχει τά πιό χρήσιμα καί ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιά τόν Ἱεροψάλτη καί τόν Ἀναγνώστη, ὥστε νά μή χάνη πολλή ὥρα γιά νά τά βρίσκη στά ἄλλα βιβλία.

Ὅμως σήμερα, τό τελευταῖο αὐτό κήρυγμα θά ἀναφερθῆ σέ ἕνα ἄλλο χρησιμότατο βιβλίο πού λέγεται Τυπικό.

Ἡ λέξη τυπικό παράγεται ἀπό τήν λέξη τύπος, πού σημαίνει ἀρχέτυπο, πρότυπο, κανόνα, ὅρο, παράδειγμα. Καί οἱ λέξεις τύπος καί τυπικό παράγονται ἀπό τό ρῆμα τυπόω, πού σημαίνει κτυπῶ, κρούω, πού προέρχεται ἀπό τόν ἦχο πού σχηματίζεται ἀπό τό κτύπημα, καί γι’ αὐτό ἡ λέξη τυπικό στήν πολιτική διοίκηση λέγεται τό διάταγμα, ὁ νόμος.

Στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἡ λέξη Τυπικό δηλώνει τούς κανονισμούς καί τά τυπικά τῶν Ἱερῶν Μονῶν, πού καθορίζουν ὅλα τά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τήν ζωή τῶν μοναχῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ἐπί πλέον ἡ λέξη Τυπικό δηλώνει τήν τάξη πού πρέπει νά διέπη τίς ἱερές ἀκολουθίες.

Ἡ τάξη τῆς λατρείας ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή, συνέχισε τήν περίοδο τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων καί προχωροῦσε, καθώς αὐξανόταν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί διαμορφώνονταν οἱ ἀκολουθίες, τά τροπάρια καί ἡ διάταξη τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Ἔτσι, διαμορφώθηκαν διαγράμματα ἀκολουθιῶν Ἀντιοχειανοῦ τύπου τοῦ 4ου καί 5ου αἰῶνος, ἔπειτα τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ τύπου τοῦ 7ου αἰῶνος, καί ἀργότερα τοῦ Κωνσταντινουπολιτικοῦ τύπου.

Σήμερα, ὅταν κάνουμε λόγο γιά τό βιβλίο Τυπικόν, ἐννοοῦμε τό βιβλίο ἐκεῖνο πού καθορίζει τόν τρόπο καί τήν διάταξη μέ τήν ὁποία γίνεται ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἤδη ἔχει τονισθῆ στά προηγούμενα κηρύγματα ὅτι ὑπάρχουν ἀκίνητες ἑορτές, ὅπως εἶναι οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων καί μερικῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, καί κινητές ἑορτές, ὅπως τό Πάσχα, ἡ Ἀνάληψη, ἡ Πεντηκοστή καί ὅλα ἐκεῖνα πού συνδέονται μέ αὐτές. Ἔτσι, εἶναι διάφορα βιβλία, ὅπως ἡ Παρακλητική πού ἀναφέρεται σέ ἑορτές τῆς ἑβδομάδος, τά Μηναῖα, πού ἀναφέρονται στά ἑορταστικά γεγονότα κάθε ἡμέρας τοῦ χρόνου, καί τό Τριώδιο καί τό Πεντηκοστάριο πού ἀναφέρονται στά Πάθη, τόν Σταυρό, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καί τήν Πεντηκοστή.

Ἀπό ὅ,τι φαίνεται, μπορεῖ σέ μιά ἡμέρα νά συμπέσουν ἡ Κυριακή πού εἶναι ἀναστάσιμη ἡμέρα, οἱ ἑορτές τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας, ἀλλά καί ἑορτές ἑορταζομένων καί μή ἑορταζομένων ἁγίων.

Πρέπει, λοιπόν, νά ὑπάρχη ἕνας γενικός κανόνας, ἀλλά καί εἰδικότερες διατάξεις, δηλαδή ἕνα Τυπικό πού νά κανονίζη ποιά ἀπό τά τροπάρια πρέπει νά ψάλλωνται, ποιά νά προηγοῦνται, ποιό δοξαστικό θά ψαλῆ τήν ἡμέρα ἐκείνη καί πολλά ἄλλα ζητήματα, ὥστε νά ὑπάρχη μιά τάξη καί ὁμοιομορφία στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι, παρουσιάσθηκε ἡ ἀνάγκη δημιουργίας ἑνός αὐθεντικοῦ Τυπικοῦ.

Ἔγιναν πολλές προσπάθειες, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἐπικράτησε στίς ἡμέρες μας εἶναι τό Τυπικό τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό ὁποῖο συνέταξε ὁ Πρωτοψάλτης Γεώργιος Βιολάκης, πού ἦταν μέλος δύο Ἐπιτροπῶν, μέ σκοπό νά καταρτισθῆ τό Τυπικό τῆς λατρείας.

Στό Τυπικό αὐτό μετά τά εἰσαγωγικά καταγράφεται ἡ προθεωρία τοῦ Τυπικοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα κείμενο πού δείχνει τούς κανόνες πού διέπουν τίς ἀκολουθίες. Ἔπειτα, ἐκθέτει τήν τυπική διάταξη τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ὄρθρου, τῆς καθημερινῆς ἀκολουθίας, τῆς Κυριακῆς, τῶν κατά μήνα Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν καί τῶν ἑορτῶν τῶν ἁγίων, τήν τυπική διάταξη τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου. Αὐτήν τήν προθεωρία πρέπει νά τήν ἔχουν διαβάσει ὅλοι οἱ ἱεροψάλτες καί ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.

Στό Παράρτημα τοῦ Τυπικοῦ καταγράφεται τό τυπικό διαφόρων ἀκολουθιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, καί ἄλλες ἀκολουθίες.

Ἕνας ἔμπειρος Ἱεροψάλτης, ἔχοντας αὐτό τό Τυπικό καί γνωρίζοντας ὅλη τήν προθεωρία τοῦ Τυπικοῦ τῶν ἀκολουθιῶν μπορεῖ νά κάνη τήν ἐπιλογή τό τί πρέπει νά ψάλλη κάθε φορά, ἀκολουθώντας τίς διάφορες περιπτώσεις.  Ὅταν σέ μικρή ἡλικία πήγαινα στό Ἀναλόγιο, ἔβλεπα τόν Πρωτοψάλτη τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ νά ρυθμίζη τό Τυπικό τῆς ἀκολουθίας τῆς ἡμέρας ἐκείνης μέ βάση τό βιβλίο τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Γεωργίου Βιολάκη. Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι δύσκολο ἔργο αὐτό γιά τόν καθένα, γι’ αὐτό πρίν ἀπό χρόνια αὐτήν τήν ἰδιαίτερη περιπτωσιολογία τήν κάνει ἡ Συνοδική ὑποεπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκδίδει κάθε χρόνο Τό Τυπικόν, πού περιλαμβάνει τίς εἰδικές τυπικές Διατάξεις, δηλαδή τό Μηνολόγιο τοῦ ἔτους καί τήν ἐπετηρίδα, δηλαδή τήν κανονική ὀργάνωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Δυστυχῶς, πολλοί σύγχρονοι Ἱεροψάλτες ὄχι μόνον δέν γνωρίζουν νά χειρισθοῦν τό Τυπικό τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Γεωργίου Βιολάκη, ἀλλά δέν μποροῦν νά χειρισθοῦν καί ὅλα τά ὑπόλοιπα βιβλία καί φυσικά οὔτε καί τά «Δίπτυχα τῆς Ἑκκλησίας», οὔτε καί τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό ἐπιλέγουν ἄλλους πιό εὔκολους τρόπους ἀπό τό διαδίκτυο.

Τό γενικό συμπέρασμα εἶναι ὅτι πρέπει νά ὑπάρχη τάξη στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά πρέπει νά ὑπάρχη τάξη καί στήν ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ ὁ καθένας νά κάνη ὅ,τι θέλει, δέν μπορεῖ νά ὑπερβαίνη τά ὅρια τῶν Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς πρός τήν πίστη καί τήν ζωή.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. ιδ΄, 40). Ἐπίσης ἀλλοῦ γράφει: «Εἰ γάρ καί τῇ σαρκί ἄπειμι, ἀλλά τῷ πνεύματι σύν ὑμῖν εἰμι, χαίρων καί βλέπων ὑμῶν τήν τάξιν καί τό στερέωμα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως ὑμῶν» (Κολ. β΄, 5).

Νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό, τήν Παναγία, τούς Ἁγίους, τήν Ἐκκλησία καί νά ὑπακοῦμε στήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσή της.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 5 Αὐγούστου 2018: Ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Στό ἔνατο (9ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», τό ὁποῖο ἔθεσε ἡ Β΄ (δεύτερη) Οἰκουμενική Σύνοδος, ὁμολογοῦμε: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», δηλαδή πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική. Πρόκειται γιά ἕνα ἐκκλησιολογικό ἄρθρο, πού ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ. Ἀφοῦ προηγουμένως ἔκανε λόγο γιά τόν Τριαδικό Θεό, τήν δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, στήν συνέχεια ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία.

Κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού εἶναι καρπός ἀποκαλύψεως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τήν τέλεια ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τήν θέωσε ἀμέσως μέ τήν πρόσληψή της. Αὐτή ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἄκρως καθαρή, ἀλλά παθητή καί θνητή, ἀφοῦ ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε ἑκουσίως τήν παθητότητα καί τήν θνητότητα, ὥστε νά νικήση ἐπάνω στήν σάρκα Του τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο. Ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του ἀπέβαλε ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη καί ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη φύση συμμετέχει στήν δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατά τήν Πεντηκοστή καί οἱ Μαθητές καί ὅσοι ἐπίστευσαν στόν Χριστό ἔγιναν μέλη αὐτοῦ τοῦ ἐνδόξου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, τώρα ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ: αὐτό πού προσέλαβε ὁ Χριστός καί τό θέωσε καί τό Σῶμα πού βρίσκεται κατά τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἔτσι, καί ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Χρειάσθηκε ἡ Β΄ (δεύτερη) Οἰκουμενική Σύνοδος νά προσθέση αὐτό τό ἄρθρο, γιατί στό χρονικό διάστημα μεταξύ τῆς Α΄ (πρώτης) καί τῆς Β΄ (δεύτερης) Οἰκουμενικῆς Συνόδου δημιουργήθηκαν διάφορα σχίσματα καί αἱρετικές παρατάξεις, πού δίδασκαν διαφορετικά γιά τόν Χριστό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, δηλαδή ἦταν οἱ Ἀρειανοί, οἱ Ἡμιαρειανοί, οἱ Ἀνόμοιοι, οἱ Ὅμοιοι καί ἄλλοι. Στά 56 χρόνια μεταξύ τῆς Α΄ (πρώτης) καί τῆς Β΄ (δευτέρας) Οἰκουμενικῆς Συνόδου γίνονταν πολλές θεολογικές συζητήσεις, παρατηρήθηκαν ἀντιπαλότητες, σχηματίσθηκαν διάφορες χριστιανικές ὁμάδες μέ ἀρχηγούς Ἐπισκόπους, πού καθένας διεκδικοῦσε ὅτι εἶναι ἡ πραγματική Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες τῆς Β΄ (δευτέρας) Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μαζί μέ τόν καθορισμό τοῦ δόγματος γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθόρισαν καί τί εἶναι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά ἰδιώματά της. Αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί δείχνει ὅτι ἡ ἀλλοίωση στό δόγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔχει συνέπειες καί στήν ἐκκλησιολογία. Ὅποιος, δηλαδή, ἔχει ἐσφαλμένες θεολογικές ἀπόψεις, ὅποιος διατυπώνει αἱρέσεις δέν μπορεῖ νά ἀνήκη στήν Ἐκκλησία.

Ἄς δοῦμε τά γνωρίσματα πού ἐκφράζουν τήν ἀληθινή Ἐκκλησία, ὅπως τά ὁμολογοῦμε στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως». Πρέπει πάντοτε νά ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο σωματεῖο, ἀλλά τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ἀλλά εἶναι ὁ Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, τό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.

Τό πρῶτο γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι εἶναι «Μία». Ἀφοῦ μία εἶναι ἡ κεφαλή, ἕνα εἶναι καί τό σῶμα. Ὅπως κάθε ἄνθρωπος ἔχει μία κεφαλή καί ἕνα σῶμα, διαφορετικά δέν θά ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλά τέρας, ἔτσι καί ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ἕνα Σῶμα, τό ὁποῖο τρέφει καί καθοδηγεῖ. Δέν ὑπάρχουν πολλά σώματα, δηλαδή πολλές «Ἐκκλησίες».

Αὐτό λέγεται μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, παρά τό ὅτι εἶναι πολλές, εἶναι μία Ἐκκλησία. Αὐτό ἐξηγεῖται μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ στήν θεία Εὐχαριστία. Ὅλοι ὅσοι κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουμε ὁλόκληρο τόν Χριστό καί ὄχι ἕνα μέρος Του, ἀφοῦ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς». Ἐφ’ ὅσον οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ἔχουν κοινωνία μεταξύ τους ἀποτελοῦν τήν μία Ἐκκλησία.

Αὐτό, ὅμως, δέν συμβαίνει μέ ὅσους ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τήν αἵρεση. Ὅταν κάποιοι Χριστιανοί ἐπιλέγουν διαφορετική διδασκαλία ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αὐτοί δέν ἀνήκουν στήν Μία Ἐκκλησία, ἀλλά σέ αἱρετικές παρασυναγωγές, ἀφοῦ ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις δέν τεμαχίζεται τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά αὐτοί οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοί ἀποκόπτονται καί ἀποβάλλονται ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Αὐτό γίνεται καί μέ τόν ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀποβάλλει τίς βλαπτικές τροφές καί τά στοιχεῖα πού δέν τοῦ χρειάζονται.

Τό δεύτερο γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι εἶναι Ἁγία. Εἶναι Ἁγία, γιατί ἁγιάσθηκε ἀπό τόν Χριστό, εἶναι τό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι τό λεγόμενο μυστικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί ἔτσι τό Σῶμα Του εἶναι ἄμωμο, ἄσπιλο. Ὁ Χριστός, πού ἁγίασε τήν Ἐκκλησία, ἁγιάζει καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τά μέλη τοῦ Σώματός Του.

Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία δέν ἁγιάζεται ἀπό τά μέλη της, ἀλλά αὐτή ἡ ἴδια ἁγιάζει ὅλα τά μέλη, μέ τά Μυστήρια. Ἀπό τήν κεφαλή, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἁγιάζεται ἡ Ἐκκλησία καί ὅλα τά μέλη της. Ἑπομένως, κανένας ἀπό ἐμᾶς δέν εἴμαστε σωτῆρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁ Σωτήρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Κεφαλή της. Ἐμεῖς παραμένουμε στήν Ἐκκλησία μέ ταπείνωση γιά νά ἁγιαζόμαστε καί ὄχι γιά νά τήν ἁγιάσουμε.

Τό τρίτο γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι εἶναι «Καθολική». Ἡ λέξη καθολική, πού σημαίνει τό ὁλόκληρο, ἔχει πολλές σημασίες. Λέγεται καθολική, γιατί βρίσκεται σέ ὅλο τόν κόσμο, γιατί διαφυλάσσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια καί γιατί ἔχει μιά κοινή ζωή πού μποροῦν νά τήν ζήσουν ὅλα τά μέλη της. Κυρίως, τό «Καθολική» ταυτίζεται μέ τό «Ὀρθόδοξη», πού σημαίνει ὅτι ἔχει ὅλη τήν ἀλήθεια, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Χριστός στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες καί ὅπως τήν ὁμολόγησε ἡ Ἐκκλησία στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἀληθινή Ἐκκλησία.

Τό τέταρτο γνώρισμα εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Ἀποστολική», γιατί οἱ Ἀπόστολοι εἶναι οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, στούς ὁποίους παρέδωσε τήν ἀλήθεια. Οἱ τρεῖς ἀπό αὐτούς τούς Μαθητές εἶδαν τήν δόξα τῆς θεότητός Του ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ, ὅλοι ἐκτός ἀπό τόν Ἰούδα, εἶδαν τόν Ἀναστάντα Χριστό, ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ὁμολόγησαν αὐτήν τήν ἀλήθεια μέ τήν διδασκαλία, προφορική καί γραπτή, καί μέ τά μαρτύρια πού ὑπέστησαν. Ἐπειδή οἱ Πατέρες εἶναι διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, γι’ αὐτό ἡ λέξη Ἀποστολική ἐννοεῖται καί ὡς Πατερική.

Τά τέσσερα αὐτά γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική» διακηρύσσουν ὅτι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πραγματικά μέλη της εἶναι ὅσοι παραμένουν σέ αὐτήν καί ἁγιάζονται ἀπό τά Μυστήριά της καί ἀποδέχονται ὅλη τήν διδασκαλία της.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 5 Ἰουλίου: Τό Εὐαγγέλιον

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 

Τά φετινά κηρύγματα θά ἀναφέρωνται στά ἱερά Βιβλία, τά ὁποῖα ὑπάρχουν μέσα στούς Ἱερούς Ναούς καί εἶναι πρός χρήση τῆς λατρείας μας, καί χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά τελέσουμε τίς ἱερές ἀκολουθίες καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρέπει νά τά γνωρίζουμε καί αὐτά, πού ἐπέλεξε ἡ Ἐκκλησία μας διά μέσου τῶν αἰώνων. Τό πρῶτο ἱερό καί λειτουργικό βιβλίο εἶναι τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον, τό ὁποῖο βρίσκεται πάντοτε ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, καί μάλιστα στό κέντρο τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὡς τό πιό ἱερό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ λέξη εὐαγγέλιο σημαίνει εὐχάριστη εἴδηση, καί ἔτσι ὡς Εὐαγγέλιο ὀνομάσθηκε τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς Λόγος τοῦ Πατρός μᾶς ἀποκάλυψε τό θέλημά Του, πού εἶναι καί θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, γιά τήν σωτηρία μας.  Ἤδη, ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς τό διασώζει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ μάρτυς καί φιλόσοφος, κυκλοφοροῦσαν τά ἀπομνημονεύματα τῶν Ἀποστόλων, τά ὁποῖα καλοῦνταν «Εὐαγγέλια». Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ Ἐκκλησία ἐπέλεξε τέσσερα ἀπό αὐτά, ἤτοι τοῦ Ματθαίου, τοῦ Μάρκου, τοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Ἰωάννου καί τά συμπεριέλαβε στόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καθόρισαν νά διαβάζωνται διάφορες Εὐαγγελικές περικοπές, κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, τῶν Μυστηρίων καί τῆς θείας Λειτουργίας γιά νά ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πού ἔχει σχέση μέ τίς ἀκολουθίες καί τά Μυστήρια. Ἐπέλεξε καί κατένειμε αὐτές τίς Εὐαγγελικές περικοπές, κατά Κυριακές, ἑορτές καί διάφορες περιστάσεις, καί ἔτσι ἀποτελέσθηκε τό βιβλίο πού λέγεται Ἱερόν Εὐαγγέλιον, τό ὁποῖο παραμένει πάντοτε ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ὡς τό ἐκλεκτότερο ἱερό βιβλίο τῆς λατρείας μας.

Ἔτσι, τό ἱερό Εὐαγγέλιο πού βρίσκεται στήν Ἁγία Τράπεζα περιέχει διάφορες ἐπιλεγμένες Εὐαγγελικές περικοπές ἀπό τά τέσσερα Εὐαγγέλια καί διαβάζονται καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ ἔτους, ἤτοι κάθε Κυριακή καί στίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος. Ἔπειτα, ἄλλες εὐαγγελικές περικοπές διαβάζονται τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀκόμη εἶναι τά Ἑωθινά Εὐαγγέλια πού εἶναι ἀναστάσιμα Εὐαγγέλια καί διαβάζονται στόν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς καί ἄλλες εὐαγγελικές περικοπές πού διαβάζονται στίς ἑορτές τῶν Ἁγίων καί στά Μυστήρια (Βάπτιση, Γάμος, Εὐχέλαιο) καί σέ διάφορες ἄλλες περιστάσεις καί ἱερές ἀκολουθίες. Ὑπάρχει μιά σειρά καί καθορίζεται πότε διαβάζονται καί ποιός τά διαβάζει, ἄλλα ὁ Ἀρχιερεύς, ἄλλα ὁ Ἱερεύς καί ἄλλα ὁ Διάκονος.

Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Πατέρων καθόρισε καί τήν σειρά πού διαβάζονται τά Εὐαγγέλια. Ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα μέχρι τήν Πεντηκοστή διαβάζεται τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο μέ διάφορες ἐξαιρέσεις ἐνδιαμέσως. Ἀπό τήν Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέχρι τήν Παρασκευή μετά τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τόν Σεπτέμβριο, διαβάζεται τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Ἀπό τήν Κυριακή μετά τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέχρι τό Σάββατο πρό τῶν Ἀπόκρεω διαβάζεται τό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, μέ διάφορες ἐξαιρέσεις. Καί τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή διαβάζονται περικοπές ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου. Βέβαια, μεταξύ αὐτῶν παρεμβάλλονται διάφορες ἄλλες περικοπές κατά περίσταση.
Ἔτσι, σέ ὅλο τό ἐκκλησιαστικό ἔτος ἔχουν κατανεμηθῆ διάφορα τμήματα ἀπό τά τέσσερα Εὐαγγέλια καί ἔχουμε τήν δυνατότητα νά ἀκοῦμε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, τήν διδασκαλία Του, τίς παραβολές Του καί τά θαύματά Του.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ὅταν πρόκειται νά διαβασθῆ τό Εὐαγγέλιο, ὁ Διάκονος ἤ ὁ Ἱερεύς λέγει: «Σοφία, ὀρθοί, ἀκούσωμεν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Εἰρήνη πᾶσι». Ἔπειτα, ἀναγγέλλεται ἀπό ποιόν Εὐαγγελιστή θά εἶναι τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα καί ὁ Ἱερεύς προτρέπει: «Πρόσχωμεν», δηλαδή νά σταθοῦμε ὄρθιοι μέ προσοχή γιά νά ἀκούσουμε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Καί ὁ Ψάλτης ψάλλει: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι».

Κατά τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου γίνεται το ἱερό κήρυγμα, τό ὁποῖο ἀναλύει τό εὐαγγελικό ἤ τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, καί γι’ αὐτό τό κήρυγμα εἶναι ἱερή ἐργασία, εἶναι ἐκκλησιαστική ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ καί τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος.

Ἐπειδή ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἱερό ἔργο, πραγματική «ἱερουργία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ», γι’ αὐτό θά πρέπει νά φροντίζουμε αὐτήν τήν ὥρα νά βρισκόμαστε στήν θεία Λειτουργία γιά νά λαμβάνουμε τήν Χάρη καί τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καί νά διδασκόμαστε γιά νά προσαρμόζουμε τήν ζωή μας στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.

Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 8 Ἰουλίου 2018: Ἡ Θεότητα τοῦ Λόγου

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν ξέσπασε μιά μεγάλη ἀναστάτωση στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, ἀλλά κτίσμα, τό πρῶτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.

Στήν πραγματικότητα ἡ αἵρεση αὐτή προῆλθε ἀπό θεολόγους πού προηγήθηκαν τοῦ Ἀρείου, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας τήν ἑλληνική φιλοσοφία προσπαθοῦσαν νά συμβιβάσουν τό πῶς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί συγχρόνως εἶναι καί τρεῖς. Αὐτό δέν μπορεῖ νά τό δεχθῆ κανείς μέ τήν λογική του, παρά μόνον μέ τήν πίστη ἐκ θεωρίας καί τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς.

Τότε πού ἀνέκυψε τό θεολογικό αὐτό πρόβλημα, ἔγινε μεγάλη συζήτηση, ὁ Ἄρειος καταδικάσθηκε ἀπό τήν Σύνοδο στήν Ἀλεξάνδρεια καί μετά καταδικάσθηκε καί ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ὁπότε καταρτίσθηκε τό δεύτερο (2ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», πού ἔχει ὡς ἑξῆς:
«(Πιστεύω) Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων˙ φῶς ἐκ φωτός Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο».

Ἡ μετάφραση εἶναι ἡ ἑξῆς:
«(Πιστεύω) καί σέ ἕναν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν μονογενῆ Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες˙ ὁ Ὁποῖος εἶναι φῶς, πού γεννήθηκε ἀπό τό φῶς, τόν Πατέρα, Θεός ἀληθινός ἀπό ἀληθινό Θεό (τόν Πατέρα), γεννήθηκε, δέν δημιουργήθηκε, εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, δηλαδή ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ Αὐτόν, διά τοῦ Ὁποίου ἔγιναν τά πάντα».

Στό ἄρθρο αὐτό μέ πολλή συντομία ἐκτίθεται ὅλη ἡ Χριστολογία, δηλαδή ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Χριστό.

Κατ’ ἀρχάς ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται «Κύριος, Ἰησοῦς, Χριστός». Τό «Κύριος» σημαίνει τόν κυρίαρχο, γιατί μαζί μέ τόν Πατέρα Του καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δημιούργησαν τόν κόσμο καί τόν ἐξουσιάζουν. Ἔτσι, τό «Κύριος» ἀναφέρεται στήν θεία φύση Του. Τό «Ἰησοῦς» ἀναφέρεται στήν ἀνθρώπινη φύση, πού θεώθηκε ἀπό τήν θεία φύση, καί σημαίνει Σωτήρ. Τό «Χριστός» δηλώνει τόν κεχρισμένο, ἀφοῦ ἡ θεία φύση ἔχρισε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔτσι ἔχουμε τόν Θεάνθρωπο Χριστό.

Ἔπειτα, ὁ Χριστός εἶναι μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού γεννήθηκε πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα. Αὐτή ἡ ὁμολογία τέθηκε στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», γιατί ὁ Ἄρειος θεωροῦσε ὅτι ὁ Υἱός κτίσθηκε ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Πατέρα καί δέν εἶναι ἀληθινός Θεός. Ἔτσι ἡ φράση «πρό πάντων τῶν αἰώνων», πρίν τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί πρίν τήν δημιουργία τῶν ἀγγέλων, καί μάλιστα ἡ λέξη μονογενής εἶναι γνώρισμα τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό φαίνεται καί στήν φράση «γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα», ἀφοῦ ὁ Υἱός γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα καί δέν δημιουργήθηκε ἀπό Αὐτόν. Ἄλλο εἶναι ἡ γέννηση καί ἄλλο εἶναι ἡ δημιουργία. Γιά παράδειγμα, ἕνας ἐπιπλοποιός μέ τήν τέχνη του κατασκευάζει ἔπιπλα, ἀλλά ὡς πατέρας γεννᾶ παιδιά. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ πρό πάντων τῶν αἰώνων καί δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐν χρόνῳ.

Σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «ὁμοούσιος» μέ τόν Πατέρα, δηλαδή ἔχει ἴδια οὐσία μέ Αὐτόν, ἐνῶ ὅλη ἡ κτίση δέν ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, ὁπότε ὑπάρχει σαφέστατη διαφορά μεταξύ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, ἐνῶ ὅλος ὁ κόσμος εἶναι κτιστός.

Βέβαια, δέν γνωρίζουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γνωρίζουμε ὅτι ὁ Υἱός ἔχει τήν ἴδια ἐνέργεια μέ τόν Θεό Πατέρα, ἑπομένως ἔχει καί τήν ἴδια οὐσία, καί ἀπό τίς ἐνέργειες γνωρίζουμε τόν Θεό. Αὐτό δηλώνει ἡ φράση «φῶς ἐκ φωτός». Ἀφοῦ ὁ Πατήρ εἶναι Φῶς ἄκτιστο, ἀδημιούργητο, καί ὁ Υἱός γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα καί εἶναι Φῶς. Πῶς τό γνωρίζουμε αὐτό;

Γιά παράδειγμα, οἱ τρεῖς Μαθητές στό ὄρος Θαβώρ εἶδαν τό Φῶς πού προχεόταν ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτό τό Φῶς ἦταν τό Φῶς τῆς θεότητος∙ ἄκουσαν τήν φωνή τοῦ Πατρός, πού ἐξέλαμψε ὡς ἀπρόσιτο Φῶς, πού εἶπε: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Μάρκ. θ΄, 7), καί τό Ἅγιον Πνεῦμα παρουσιάσθηκε ὡς νεφέλη φωτεινή. Ἔτσι, ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε στούς Μαθητές Του, δηλαδή ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἀποκάλυψε τήν δόξα τῆς θεότητός Του. Γι’ αὐτό οἱ Μαθητές ἔδωσαν ὁμολογία ὅτι εἶναι «Φῶς ἐκ Φωτός, Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», δέν εἶναι ψεύτικος Θεός, οὔτε μιά ἀφηρημένη ἰδέα.

Ἐπί πλέον, στό σημεῖο αὐτό, πού ἀναφέρεται τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» στήν θεότητα τοῦ Λόγου, ὁμολογεῖται ὅτι δι’ Αὐτοῦ «τά πάντα ἐγένετο». Αὐτό εἶναι συνέχεια τοῦ πρώτου ἄρθρου τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», στό ὁποῖο γράφεται ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό τόν Πατέρα, γιά νά ἀντικρουσθοῦν οἱ θεωρίες τῶν γνωστικῶν. Ὅμως, ἐδῶ προστίθεται καί τό «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», γιά νά ἀντικρουσθοῦν οἱ κακοδοξίες τῶν Ἀρειανῶν, ὅτι ὁ Υἱός εἶναι τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας, ὅτι ὁ Υἱός ἐκτίσθη ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Πατέρα, ὡς κάποιο μεσάζον πρῶτο κτίσμα μεταξύ Θεοῦ καί ὕλης, ὅτι εἶναι ἑτερούσιον τοῦ Πατρός κτίσμα καί ὡς τρεπτός ἀγνοεῖ τόν Πατέρα.

Ἔτσι, στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀληθινός Θεός. Αὐτή εἶναι ἡ βασική ὁμολογία τῆς πίστεώς μας.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ