Skip to main content

Κυριακή, 19 Αὐγούστου 2018: Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Τό ἑνδέκατο (11ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» ἀναφέρεται στό μεγάλο θέμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ὁμολογοῦμε: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», δηλαδή ἀναμένουμε τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐννοεῖται ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἀφοῦ προηγήθηκε ὁ θάνατος, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ. Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως στήν Παλαιά Διαθήκη περιγράφονται τά γεγονότα τά σχετικά μέ τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Μετά τήν ἁμαρτία πού διέπραξαν, ἐπῆλθε ὁ πνευματικός θάνατος, ἡ ἀπώλεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί ὕστερα ἀπό χρόνια ἀκολούθησε καί ὁ σωματικός θάνατος. Στήν πραγματικότητα ἀμέσως μέ τήν ἁμαρτία εἰσῆλθε στόν ἄνθρωπο ὁ θάνατος, δηλαδή, ἡ φθαρτότητα, ἡ παθητότητα καί ἡ θνητότητα, πού εἶναι οἱ λεγόμενοι «δερμάτινοι χιτῶνες», μέ τούς ὁποίους τούς ἐνέδυσε ὁ Θεός. Αὐτοί οἱ «δερμάτινοι χιτῶνες» εἶναι, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μίξη, ἡ σύλληψη, ὁ τόκος, ὁ ρύπος, ἡ κατ’ ὀλίγον πρός τό τέλειον αὔξηση, ἡ ἀκμή, τό γῆρας, ἡ νόσος, ὁ θάνατος.

Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀμέσως μέ τήν σύλληψή του ἔχει μέσα του τά γονίδια τῆς γηράνσεως, δηλαδή τά γονίδια τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἦταν συνδεδεμένη καί τό σῶμα στερεῖται τῆς ζωτικῆς ἐνεργείας τῆς ψυχῆς, καί γι’ αὐτό πεθαίνει.

Στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη γίνεται συνεχής λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅτι, δηλαδή, οἱ ψυχές θά εἰσέλθουν πάλι στά νεκρά σώματα καί θά ἀναστηθοῦν. Αὐτό γράφεται ἀπό τούς Προφῆτες, ὅπως τόν Προφήτη Ἡσαΐα καί τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ. Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας γράφει: «Ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (Ἡσ. κστ΄, 19), ἐνῶ ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ καταγράφει ἕνα ὅραμα γιά τό πῶς τά νεκρά ὀστᾱ ἀπέκτησαν νεῦρα καί σάρκες καί εἰσῆλθε σέ αὐτά πνεῦμα καί αὐτό ἔγινε μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ (Ἰεζ. λζ', 1-14).

Τά τρία θαύματα ἀναστάσεων πού ἔκανε ὁ Χριστός, δηλαδή ἡ ἀνάσταση τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου, ἡ ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ἦταν προοίμια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Πάνω ἀπό αὐτά, μεγάλη σημασία ἔχει ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε μέ τήν θεότητά Του.

Ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων εἶναι τό νέο τό ὁποῖο ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός, πού εἶναι σαφέστατα ἀντίθετο μέ ὅλη τήν φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιά ἐκ φύσεως ἀθάνατη ψυχή καί ἐκ φύσεως θνητό σῶμα. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμίλησε στόν Ἄρειο Πάγο γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τόν διέκοψαν, τόν ἐχλεύασαν καί τοῦ εἶπαν ὅτι θά τόν ἀκούσουν κάποια ἄλλη φορά (Πρ. ιζ΄, 31-33). Τό δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων εἶναι ἡ νέα διδασκαλία πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός, καί εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία.

Οἱ ἅγιοι ἀπό τήν ζωή αὐτή προγεύονται τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως μέ τήν ψυχική ἀνάσταση μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τήν λεγομένη «πρώτη ἀνάσταση». Ἐφ’ ὅσον προηγήθηκε ὁ πνευματικός θάνατος καί ἀκολούθησε ὁ σωματικός θάνατος, αὐτό σημαίνει ὅτι προηγεῖται ἡ πνευματική ἀνάσταση, μέ τήν ἐνεργοποίηση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας στόν ἄνθρωπο, καί θά ἀκολουθήση καί ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, τά λείψανα τῶν ἁγίων ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ θάνατος τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὕπνος, γι’ αὐτό ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία χαρακτηρίζεται ὡς ἀκολουθία σέ κεκοιμημένους. Εἰδικότερα πολλά λείψανα τῶν ἁγίων εἶναι ἄφθαρτα, εὐωδιάζουν καί θαυματουργοῦν, καί αὐτό εἶναι πρόγευση τῆς μελλούσης ἀναστάσεως.
Ἐνῶ ἔχουμε ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι θά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ὁμολογοῦμε: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἐν τούτοις δέν γνωρίζουμε τόν χρόνο πού θά γίνη αὐτή ἡ ἀνάσταση μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄγνωστος ἀκόμη καί στούς ἀγγέλους.

Ἐκεῖνο πού εἶναι ἐνδιαφέρον νά τονισθῆ εἶναι ὅτι, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τά σώματα τῶν ἀνθρώπων πού θά ἀναστηθοῦν θά ἔχουν τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ἤτοι θά εἶναι ἄφθαρτα, δοξασμένα, δυνατά καί πνευματικά (Α΄ Κορ. ιε΄, 42-44).

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζεται πανηγυρικά στήν Ἐκκλησία μιά φορά τόν χρόνο, τό Πάσχα. Στά τροπάρια πού ψάλλονται φαίνεται ἡ θεολογία τῆς Ἀναστάσεως. Ὅμως ἑορτάζεται καί κάθε Κυριακή, καθώς ἐπίσης καί σέ κάθε θεία Λειτουργία πού τελεῖται στούς Ναούς, καί μέ τήν Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προετοιμάζονται κατάλληλα.

Καί μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τό Βάπτισμα τῶν Χριστιανῶν, ὑπάρχει ἀκόμη ἡ φθαρτότητα, ἡ παθητότητα καί ἡ θνητότητα, ὥστε μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ νά νικηθῆ στόν κάθε ἄνθρωπο ὁ πνευματικός θάνατος, νά ἐνεργοποιηθῆ ἡ νοερά ἐνέργεια, πού εἶναι πρόγευση τῆς αἰωνίου ζωῆς, νά μετατραποῦν τά διαβλητά πάθη σέ φυσικά καί ἀδιάβλητα πάθη.

Ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως ἀπό ἐκείνους πού προετοιμάζονται γιά τό Βάπτισμα, ἀλλά καί ἀπό τούς βαπτισμένους ὅτι ἀναμένουν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δείχνει τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ὅσοι συνδέονται μέ τόν Χριστό ἀναμένουν τήν Δευτέρα Παρουσία Του, γιά νά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν δικῶν τους σωμάτων, ὥστε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, νά συναντήση τόν Χριστό.

Ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι ἡ ψυχή δέν εἶναι ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, καί τό σῶμα δέν εἶναι ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος θά παρουσιασθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ μπροστά Του, γιά νά δικασθῆ.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 19 Ἰουλίου: Τό Ἱερατικόν

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 

Ἕνα ἀπό τά σημαντικά βιβλία πρός χρήση στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό λεγόμενο Ἱερατικόν, τό ὁποῖο βρίσκεται πάντοτε πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, δίπλα στό ἱερόν Εὐαγγέλιον, γιατί εἶναι ἀπαραίτητο γιά τόν Ἱερέα πού τελεῖ τίς θεῖες Λειτουργίες. Ἀπό τό Ἱερατικόν προῆλθε τό Ἀρχιερατικόν, πού ἀφορᾶ τούς Ἀρχιερεῖς, καί τό Διακονικό πού ἀφορᾶ τούς Διακόνους.

Φαίνεται ὅτι τό ὄνομα Ἱερατικό τό ἔλαβε ἀπό μιά ἔκδοση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ἔτος 1895, ἐνῶ παλαιότερα λεγόταν μικρό βιβλιάριον (φυλλάδα) πού ἦταν ἐλλιπές. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μερικοί Ἱερεῖς τό Ἱερατικόν τό ἀποκαλοῦν φυλλάδα. Ἡ νέα ἔκδοση ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Πατριαρχική Σύνοδο.

Σήμερα κυκλοφοροῦν πολλές ἐκδόσεις τοῦ Ἱερατικοῦ. Θά ἀναφέρω τό Ἱερατικό πού, κυρίως, χρησιμοποιεῖται, τό ὁποῖο περιέχει ὅλα ὅσα ἀνήκουν στόν Ἱερέα γιά τίς ἀκολουθίες τοῦ Νυχθημέρου, δηλαδή τίς ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ἀποδείπνου, τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τοῦ Ὄρθρου, τῶν Ὡρῶν, καί τήν τάξη τῆς ὁλονυκτίου ἀγρυπνίας, καθώς ἐπίσης τίς τρεῖς θεῖες Λειτουργίες, ἤτοι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, ὅπως καί διάφορες ἀκολουθίες καί εὐχές σέ διάφορες περιστάσεις.

Ἐπίσης, κυκλοφορεῖ καί τό Μικρό Ἱερατικό, πού περιέχει τίς ἱερές ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ, τῆς Ἀρτοκλασίας, τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τοῦ Ὄρθρου, τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί διάφορα Ἀπολυτίκια καί Κοντάκια.

Μεγάλη θέση κατέχει ὁ Ἱερεύς στήν θεία Λειτουργία, γιατί παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά στείλη τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά μεταβάλη τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί μεταφέρει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ στόν λαό. Ὁ Ἱερεύς καί ὁ Ἀρχιερεύς εἶναι ἡ αἰσθητή παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί γι’ αὐτό κινοῦνται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, Ἐπίσκοπος Κύπρου, γράφει ὅτι ἡ τάξη τῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ἡ «πατέρων γεννητική τάξις∙ πατέρας γάρ γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ», δηλαδή εἶναι γεννητική τάξη πατέρων, ἐπειδή χειροτονεῖ Κληρικούς πού θά γίνουν πατέρες στήν Ἐκκλησία. Ἐνῶ ἡ τάξη τῶν Πρεσβυτέρων «πατέρας μή δυναμένη γεννᾶν, διά τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ», δηλαδή ἡ τάξη τῶν Πρεσβυτέρων γεννᾶ τέκνα μέ τό Βάπτισμα καί ὄχι πατέρες, ἐπειδή δέν χειροτονοῦν.

Αὐτό δείχνει καί τήν διαφορά μεταξύ τῶν Ἀρχιερέων καί τῶν Ἱερέων, ἀφοῦ οἱ Ἀρχιερεῖς χειροτονοῦν Ἱερεῖς πού θά γίνουν πατέρες στόν λαό, ἐνῶ οἱ Ἱερεῖς διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος γεννοῦν τέκνα στήν Ἐκκλησία.

Ἔτσι, ἐνῶ τό βιβλίο τοῦ Ἱερατικοῦ περιλαμβάνει ὅλες τίς ἀκολουθίες πού κάνει ὁ Ἱερεύς, μέ τήν ἄδεια καί τήν εὐλογία τοῦ Ἀρχιερέως, τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιερατικοῦ περιλαμβάνει καί ἄλλες ἀκολουθίες, ὅπως τῶν Χειροτονιῶν καί τῶν Χειροθεσιῶν, καί ἄλλες διατάξεις Εὐχῶν.

Τό Ἱερατικόν καί τό Ἀρχιερατικόν εἶναι ἀπαραίτητα βιβλία γιά τούς Ἱερεῖς καί τούς Ἀρχιερεῖς, διότι καθορίζουν τήν τάξη μέ τήν ὁποία γίνονται οἱ θεῖες Λειτουργίες καί οἱ ἀκολουθίες πού συνέταξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά γίνωνται ἰδιωτικές προσευχές, οὔτε πρέπει νά γίνωνται μέ τό τυπικό πού θά ἤθελε ὁ καθένας νά τό κάνη. Προσευχόμαστε ἀπό κοινοῦ καί κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ Ἱερεύς καί ὁ Ἀρχιερεύς δέν πρέπει καί δέν μποροῦν νά διαβάζουν τίς ἀκολουθίες καί τίς εὐχές μηχανικά, τυπικά, ἀλλά νά κατανοοῦν τό περιεχόμενό τους, καθώς ἐπίσης νά διακατέχωνται ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ Μυστηρίου καί νά τό προσεγγίζουν μέ εὐλάβεια. Γιατί ὅσα γίνονται στό Ἱερό Βῆμα δέν εἶναι ἕνα θέατρο, ἀλλά προσευχή καί προσέγγιση στόν Θεό.

Οἱ Ἱερεῖς καί οἱ Ἀρχιερεῖς ὁμοιάζουν μέ τόν Μωϋσῆ πού ἀνῆλθε στό ὄρος Σινᾶ γιά νά συναντήση τόν ἄσαρκο Λόγο, μέ τήν διαφορά ὅτι συναντοῦν τόν σεσαρκωμένο Λόγο. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ὁ Μυστικός Δεῖπνος, εἶναι ἡ προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανῆ, ὅταν ὁ Χριστός προσευχόταν γιά ὅλο τόν κόσμο, εἶναι ἡ θυσία ἐπάνω στόν Γολγοθᾶ, εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος», εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔγινε στήν Πεντηκοστή.

Κάθε φορά πού κρατῶ στά χέρια μου τό Ἱερατικόν ἤ τό Ἀρχιερατικόν αἰσθάνομαι τήν ἱερότητα τῶν βιβλίων αὐτῶν, γιατί χιλιάδες Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς, διαβάζοντας τίς εὐχές αὐτές γνωρίζουν ὅτι κατέρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα στήν Ἁγία Τράπεζα καί μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Εἶναι, λοιπόν, λόγια εὐλογημένα καί τά βιβλία αὐτά εἶναι ἱερά.

Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 2 Αὐγούστου - Τό Ὡρολόγιον

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Τήν προηγούμενη Κυριακή, στό σύντομο αὐτό εὐχαριστιακό κήρυγμα, ἀναφέρθηκα στό λειτουργικό βιβλίο πού λέγεται Εὐχολόγιον. Ἐάν τό Εὐχολόγιον εἶναι βιβλίο πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς Κληρικούς παντός βαθμοῦ καί τούς βοηθᾶ στό ἁγιαστικό ἔργο τό ὁποῖο κάνουν, τό Ὡρολόγιον εἶναι ἕνα βιβλίο τό ὁποῖο ἀνήκει στούς χορούς τῶν ἱεροψαλτῶν, στούς ἀναγνῶστες, τούς μοναχούς καί ὅλους τούς Χριστιανούς. Ἔτσι, ἐνῶ τό Εὐχολόγιον βρίσκεται στό Ἱερό Βῆμα, τό Ὡρολόγιον βρίσκεται στά ἀναλόγια τῶν Ψαλτῶν. Καί τά δύο αὐτά λειτουργικά βιβλία εἶναι τά πλέον χρήσιμα βιβλία καί ἀπαραίτητα γιά τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ λέξη ὡρολόγιο δηλώνει αὐτό πού λέγει τήν ὥρα καί ἔτσι ἔχουμε τό γνωστό ὡρολόγιον ἤ ρολόγι, τό ὁποῖο μᾶς δείχνει κάθε φορά τήν ὥρα-χρόνο τῆς ἡμέρας καί τῆς νύκτας. Ὅμως, τό λειτουργικό βιβλίο Ὡρολόγιο ἔλαβε τήν ὀνομασία ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν ἀρχή εἶχε τίς ἀκολουθίες τῶν Ὡρῶν, δηλαδή τίς ἀκολουθίες πού περιλαμβάνουν ψαλμούς, ὕμνους και εὐχές πού διαβάζονται κατά τήν πρώτη, τρίτη, ἕκτη καί ἐνάτη ὥρα, κατά τό βυζαντινό τυπικό, ἤτοι τήν 6η καί 9η τό πρωΐ, τήν 12η τό μεσημέρι καί τήν 3η τό ἀπόγευμα. Ὅμως, αὐτό τό λειτουργικό βιβλίο, τό Ὡρολόγιον, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου περιέλαβε, ἐκτός ἀπό τήν ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν καί ἄλλες ἀκολουθίες, γι’ αὐτό ὀνομάσθηκε Μέγα Ὡρολόγιον.

Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τό Μέγα Ὡρολόγιον πού εἶναι σήμερα σέ ἐκκλησιαστική χρήση, καταλαβαίνει ὅτι χωρίζεται σέ τρία μέρη καί τό παράρτημα.

Τό πρῶτο μέρος περιέχει τήν ἀκολουθία τῆς προσευχῆς σέ ὅλο τό ἡμερονύκτιο, ἤτοι τό Μεσονυκτικό μέ τήν πρωϊνή προσευχή, τόν Ὄρθρο μέ τήν πρώτη Ὥρα καί τό Μεσώριό της, τήν τρίτη Ὥρα μέ τό Μεσώριό της, τήν ἕκτη Ὥρα μέ τό Μεσώριό της καί τήν ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν, ὅπως καί τήν προσευχή πρό καί μετά τήν μεσημβρινή τράπεζα, τήν ἐνάτη Ὥρα μέ τό Μεσώριό της, τόν Ἑσπερινό μέ τήν εὐχή πρό καί μετά τό Δεῖπνο καί τό Ἀπόδειπνο, τό Μέγα καί τό Μικρό.

Τό δεύτερο μέρος τοῦ Ὡρολογίου περιέχει τά ἀπολυτίκια, τά κοντάκια τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ἀλλά καί τῶν ἁγίων πού ἑορτάζουν κάθε ἡμέρα ὅλον τόν χρόνο. Ἐπίσης, περιλαμβάνει ὅλα τά τροπάρια καί τά κοντάκια τοῦ Τριωδίου, τοῦ Πεντηκοσταρίου, τά ἀναστάσιμα τροπάρια πού ψάλλονται κάθε Κυριακή, τά Θεοτοκία καί τίς ὑπακοές τῆς Ὀκτωήχου, ὅλα τά ἀπολυτίκια πού ψάλλονται στίς καθημερινές, καί τά Θεοτοκία μέ τά ἀπολυτίκια τῶν μή ἑορταζομένων Ἁγίων.

Τό τρίτο μέρος τοῦ Ὡρολογίου περιλαμβάνει διάφορες ἀκολουθίες καί Κανόνες, ὅπως τήν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τήν ἀκολουθία τῶν δύο Παρακλητικῶν Κανόνων στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως, τόν Κανόνα στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Κανόνα στόν φύλακα Ἄγγελο, στίς Ἐπουράνιες Δυνάμεις, καί ὅλους τούς Ἁγίους. Ἐπίσης, περιλαμβάνει καί τούς εἰκοσιτέσσερεις οἴκους στήν νοητή Κλίμακα, τόν Τίμιο Σταυρό.

Στό Παράρτημα περιλαμβάνει διάφορα ἄλλα κείμενα, ὅπως τό Εὐαγγέλιο τοῦ Πάσχα, τόν Κατηχητικό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, μιά μικρή σύνοψη τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τά Πασχάλια μερικῶν ἐτῶν καί ἄλλα.

Γίνεται φανερόν ὅτι τό Μέγα Ὡρολόγιο εἶναι ἕνα πολύ ἀπαραίτητο βιβλίο, ὄχι μόνον γιά τούς Ἱεροψάλτες, ἀλλά καί γιά τούς Κληρικούς, τούς Μοναχούς καί τούς Χριστιανούς. Γι’ αὐτό πολλοί Χριστιανοί, ἰδιαιτέρως τόν παλαιότερο καιρό, καί μάλιστα ὅσοι ἦλθαν ἀπό τά μέρη τοῦ Πόντου καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εἶχαν πάντοτε τό Μέγα Ὡρολόγιο στό σπίτι τους καί διάβαζαν τίς ἀκολουθίες καί τίς προσευχές πού εἶχαν ἀνάγκη. Εἶναι, κατά κάποιον τρόπο, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Χριστιανῶν.

Ἐπίσης, κυκλοφορεῖ καί τό λεγόμενο Μικρό Ὡρολόγιο πού εἶναι μιά σύντομη ἐπιλογή τοῦ Μεγάλου Ὡρολογίου πού χαρακτηρίζεται Σύνοψη, ἐπειδή εἶναι περίληψη τοῦ Μεγάλου Ὡρολογίου, καί ἀκόμη κυκλοφορεῖ καί μιά μικρότερη ἐπιλογή πού χαρακτηρίσθηκε ὡς Συνέκδημος, γιατί λόγῳ τοῦ μικροῦ σχήματος μποροῦσαν οἱ Χριστιανοί νά τό παίρνουν μαζί τους, κατά τίς ἐκδημίες τους. Αὐτό τό βιβλίο τούς συνόδευε σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ζωῆς τους, γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε Συνέκδημος.

Τό λειτουργικό αὐτό βιβλίο πού λέγεται Μέγα Ὡρολόγιο, Σύνοψη, Συνέκδημος δείχνει τήν ἀνάγκη πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἰδιαίτερα ὁ Χριστιανός νά προσεύχεται κάθε ὥρα καί στιγμή, τόσο τήν ἡμέρα ὅσο καί τήν νύκτα, ἀλλά καί κατά τά ταξίδια του. Δέν μπορεῖ ὁ Χριστιανός νά ζῆ χωρίς Θεό, χωρίς προσευχή, πού εἶναι ἡ ἀναπνοή τῆς ψυχῆς. Ὅπως τό σῶμα ἔχει ἀνάγκη τῆς ἀναπνοῆς μέ τήν ὁποία παίρνει τό ὀξυγόνο γιά νά ζήση ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἔχει ἀνάγκη τῆς δικῆς της ἀναπνοῆς γιά νά λάβη τό ὀξυγόνο τοῦ οὐρανοῦ. Ἄν δέν προσευχόμαστε, αἰσθανόμαστε μιά πνευματική ἀσφυξία.

Ἐπίσης, αὐτό τό βιβλίο, τό Μέγα Ὡρολόγιο, δείχνει καί πῶς ἁγιάζεται ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας καί πῶς μέσα ἀπό τόν χρόνο κερδίζουμε τό αἰώνιο, πῶς τό αἰώνιο συνδέεται μέ τόν χρόνο.

Πρέπει νά μάθουμε νά προσευχόμαστε ὅταν ξυπνᾶμε τό πρωΐ ἀπό τόν ὕπνο, ὅταν βγαίνουμε ἀπό τό σπίτι μας, ἐπειδή θά συναντήσουμε πολλούς κινδύνους, πρό καί μετά τό φαγητό, τό βράδυ πρίν ἀπό τόν ὕπνο, καί σέ πολλές ἄλλες ὧρες τῆς ἡμέρας μας.

Ἀκόμη, πέρα ἀπό τίς προσευχές αὐτές τοῦ Μεγάλου Ὡρολογίου ἤ τῆς Σύνοψης ἤ τοῦ Συνέκδημου μαθαίνουμε καί τούς ἁγίους πού ἑορτάζουμε κάθε ἡμέρα, ἀλλά καί τήν σημασία τῶν μεγάλων ἑορτῶν, γιατί εἶναι καί ἕνα σύντομο Συναξάριο.

Ὁ Χριστιανός ἐξαγιάζει ὅλο τόν χρόνο τῆς ζωῆς του μέ τήν προσευχή. Ἔρχεται σέ ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 22 Ἰουλίου 2018: Ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Στό ἕβδομο ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» γίνεται λόγος γιά τήν δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γιά νά κρίνη τούς ἀνθρώπους. Ὁμολογεῖται:
«Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς οὗ τῆς βασιλείας οὐ ἔσται τέλος», δηλαδή «καί πάλι θά ἔλθη ὁ Χριστός ἐνδόξως, γιά νά κρίνη ζωντανούς καί νεκρούς καί ἡ Βασιλεία Του θά εἶναι αἰώνια, δέν θά ἔχη τέλος».

Στό ἄρθρο αὐτό τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» καταγράφονται καί ὁμολογοῦνται τρεῖς μεγάλες ἀλήθειες.

Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Χριστός θά ἔλθη πάλι στόν κόσμο, ὅπως ὁ Ἴδιος τό εἶπε: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καί πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ...» (Ματθ. κε΄, 31). Τό ἴδιο βεβαίωσαν οἱ ἄγγελοι κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πράξ. α΄, 11).

Ἡ ἔλευση αὐτή τοῦ Χριστοῦ ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν πρώτη ἔλευσή Του. Κατά τήν πρώτη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐνανθρώπησή Του, ἔγιναν ὅλα ταπεινά, μυστικά ἀπό τούς πολλούς, καί ἦταν γνωστά μόνον στήν Παναγία, τόν Ἰωσήφ, τούς Ποιμένες, τούς Μάγους. Ὁ Χριστός γεννήθηκε σέ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ καί μεγάλωσε ταπεινά στήν Ναζαρέτ χωρίς νά καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι αὐτό τό μεγάλο γεγονός. Ὅμως, ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ θά γίνη μέ μεγάλη δόξα, ἀφοῦ θά ἔλθη μέ τούς ἀγγέλους Του, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά παρασταθοῦν μπροστά Του γιά νά τούς κρίνη.

Αὐτή, ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ θά γίνη ξαφνικά. Κανείς δέν γνωρίζει τό πότε θά γίνη αὐτό τό μεγάλο γεγονός. Ἤδη, μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ Μαθητές Τόν ρώτησαν: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τήν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; εἶπε δέ πρός αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἤ καιρούς οὕς ὁ πατήρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ» (Πράξ. α΄, 6-7). Αὐτό τό ἔλεγε ὁ Χριστός ἐπανειλημμένως στούς ἀκροατές Του, ὅσο συναναστρεφόταν μαζί τους.

Ἡ δεύτερη ἀλήθεια πού τονίζεται στό ἄρθρο αὐτό εἶναι ὅτι ἡ ἔνδοξη ἔλευσή Του θά συνδυασθῆ μέ τήν κρίση, ἀφοῦ θά κρίνη ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί αὐτούς πού θά ζοῦν τότε, ἀλλά καί αὐτούς πού θά ἔχουν πεθάνει.

Εἶναι γνωστή ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Μέλλουσα Κρίση ὅτι θά χωρισθοῦν οἱ ἄνθρωποι, καί ἄλλοι θά σταθοῦν στά δεξιά Του καί ἄλλοι στά ἀριστερά Του καί θά διεξαχθῆ ἕνας διάλογος, γιά τό ἄν ἔδειξαν ἤ ὄχι ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπαθείας. Οἱ δίκαιοι θά διακριθοῦν τότε γιά τήν ἀρετή τῆς αὐτομεμψίας, ἀφοῦ καί τότε πού θά τούς ἐπαινῆ ὁ Χριστός, αὐτοί δέν θά καυχηθοῦν γιά τήν ἀγάπη τους. Ἀντίθετα οἱ ἁμαρτωλοί θά ἐκφράσουν τήν αὐτοδικαίωσή τους, ἀφοῦ κατά τήν φοβερή ἐκείνη στιγμή θά δικαιώνουν τόν ἑαυτό τους, ὅτι δέν Τόν κατάλαβαν στά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων πού εἶχαν ἀνάγκη γιά νά τούς βοηθήσουν.

Ἐνῶ στά σχετικά χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἡ Μέλλουσα Κρίση παρουσιάζεται μέ τήν εἰκόνα τοῦ Δικαστηρίου, γιά νά γίνη κατανοητή ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὅμως στά πατερικά κείμενα παρουσιάζεται μέ τήν ἰατρική διαδικασία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός θά ἐμφανισθῆ μέ ὅλη τήν δόξα Του καί ὅσοι ἔχουν ἀποκτήσει πνευματικό ὀφθαλμό θά Τόν δοῦν ὡς Φῶς, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, πού θά εἶναι πνευματικά τυφλοί, θά αἰσθανθοῦν τήν θερμότητά Του καί θά καοῦν.

Κατά τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί πολλούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τό φῶς ἔχει δύο ἰδιότητες, τήν φωτιστική καί τήν καυστική, δηλαδή φωτίζει καί καίει. Ὅσοι ἔχουν ὀφθαλμό φωτίζονται καί βλέπουν, ἐνῶ ὅσοι δέν ἔχουν ὀφθαλμό αἰσθάνονται τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Φωτός. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τοῦ πηλοῦ καί τοῦ κηροῦ. Ἄν βάλουμε τά δύο αὐτά ὑλικά στοιχεῖα κάτω ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, ὁ μέν πηλός θά σκληρυνθῆ, τό δέ κερί θά λυώση. Ἔτσι ἡ φιλόθεη ψυχή θά αἰσθανθῆ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ φιλόϋλη ψυχή θά αἰσθανθῆ τόν Θεό ὡς σκληρό. Ὁ Θεός θά ἀγαπᾶ ὅλους, ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά βιώνεται διαφορετικά στόν καθένα, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του κατάσταση. Ἔτσι, θά γίνη ἡ κρίση τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ τρίτη ἀλήθεια πού τονίζεται στό ἄρθρο αὐτό τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» εἶναι ὅτι μετά τήν Κρίση, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θά ἀκολουθήση ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι αἰώνια, δηλαδή δέν θά ἔχη τέλος.

Ἡ φράση Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά εἰκόνα ἀπό τήν αἰσθητή πραγματικότητα, εἶναι ἡ ἐξουσία καί ἡ δύναμη τοῦ ἐπιγείου βασιλέως. Εἶναι μιά δυνατή εἰκόνα γιά νά χαρακτηρισθῆ ἡ μέλλουσα δόξα, ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπό τώρα μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ὅμως, Βασιλεύς εἶναι ὁ Χριστός καί Βασιλεία εἶναι ἡ δόξα τῆς θεότητός Του. Γι’ αὐτό ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἄρχισε τό ἐπίγειο ἔργο Του, κηρύσσοντας: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τοῦ οὐρανῶν» (Ματθ. δ', 17). Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πλησιάζει, ἦλθε καί θά ἔλθη. Οἱ τρεῖς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ εἶδαν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετεῖχαν τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καί αἰώνια, ἀΐδια. Ὅσοι ἑνώνονται μέ τόν Χριστό, κατά διαφόρους βαθμούς, προγεύονται ἀπό τώρα τῆς δόξης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτούς ἡ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, δέν θά εἶναι φοβερή, λυπηρή, ἀλλά ἔνδοξη, γεμάτη Χάρη καί χαρά.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 23 Αὐγούστου - Τά Μηναῖα

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Οἱ περισσότεροι τόμοι τῶν λειτουργικῶν βιβλίων φέρουν τό τίτλο Μηναῖα, καί κάθε τόμος-βιβλίο φέρει τό ὄνομα Μηναῖο καί τήν ἔνδειξη τοῦ κάθε μηνός, ἤτοι Μηναῖο τοῦ Σεπτεμβρίου, Μηναῖο τοῦ Ὀκτωβρίου κλπ. Καί ἐπειδή ὑπάρχουν δώδεκα μῆνες στόν χρόνο εἶναι εὐνόητο ὅτι ὑπάρχουν δώδεκα Μηναῖα.

Δέν γνωρίζουμε ἐπακριβῶς τήν ἐξέλιξη τῶν Μηναίων, ἀλλά φαίνεται ὅτι στήν ἀρχή ὑπῆρχαν μικρές συλλογές ἀπό τά Ἀπολυτίκια τῶν ἁγίων πού ἑορτάζουν κάθε ἡμέρα, μέ μιά μικρή ἀναφορά στόν βίο τους. Στήν συνέχεια προσέθεταν διάφορες ἀκολουθίες ἁγίων καί ἡ τελική διαμόρφωση ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ὕμνους τῶν Μηναίων. Ἀργότερα τά Μηναῖα συμπληρώθηκαν ἀπό ἄλλες ἀκολουθίες, ἀκόμη αὐτό γίνεται καί στίς ἡμέρες μας, ἀφοῦ προστίθενται νέοι ἅγιοι καί νέες τοπικές ἑορτές, ἀπό σύγχρονους ὑμνογράφους.

Εἶναι εὐνόητον ὅτι τά τροπάρια πού περιλαμβάνονται στά Μηναῖα, πού ἀρχίζουν ἀπό τόν Σεπτέμβριο καί καταλήγουν στόν Αὔγουστο, τό λεγόμενο ἐκκλησιαστικό ἔτος, εἶναι ἔργα δοκίμων ὑμνογράφων, ἀλλά καί ὑμνογράφων μικρότερης ἀξίας.

Οἱ ἀκολουθίες στά Μηναῖα εἶναι διαρθρωμένες, σύμφωνα μέ τό μοναχικό τυπικό, πού ὀνομάζεται Ἱεροσολυμιτικό τυπικό ἤ τυπικό τοῦ ἁγίου Σάββα καί προοριζόταν γιά τίς Ἱερές Μονές. Ὅμως, τόν 8ο καί 9ο αἰώνα, μετά τήν εἰκονομαχία, αὐτό τό τυπικό τῶν Ἱερῶν Μονῶν εἰσήχθηκε καί στούς Ἐνοριακούς Ναούς, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ οἱ μοναχοί πού ὑποστήριζαν τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων κυριάρχησαν στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ὅταν διαβάση κανείς τά Μηναῖα, διαπιστώνει ὅτι ἀναφέρουν ὁλόκληρες ἤ ἡμιτελεῖς ἀκολουθίες τῶν ἁγίων κάθε ἡμέρας. Περιλαμβάνουν τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ὄρθρου, μέ τά τροπάρια καί τά ἀπολυτίκια, ἀλλά καί τά Συναξάρια τῶν ἁγίων πού ἑορτάζουν κάθε ἡμέρα. Ἐκτός ἀπό τίς ἑορτές τῶν ἁγίων, τά Μηναῖα συμπεριλαμβάνουν καί τίς ἀκίνητες ἑορτές τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Θεοτόκου, ὅπως τῶν Χριστουγέννων, τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ, τῶν Θεοφανείων, τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τῆς Κοιμήσεώς της. Οἱ κινητές Δεσποτικές ἑορτές, ὅπως τῶν Βαΐων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Πάσχα, τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Πεντηκοστῆς, περιλαμβάνονται στά βιβλία τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι διαβάζοντας καί ψάλλοντας τά τροπάρια καί γενικά τίς ἀκολουθίες στά Μηναῖα, ἐρχόμαστε σέ ἐπικοινωνία μέ τήν λεγόμενη «ἐκκλησιαστική ἱστορία», ἡ ὁποία δέν εἶναι ἁπλά ἐξωτερικά γεγονότα, ἀλλά εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Θεοτόκου, καί οἱ βίοι τῶν ἁγίων, πού εἶναι τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐντασσόμαστε ὀργανικά μέσα σέ αὐτήν τήν ἱστορία, βλέπουμε τήν πίστη καί τήν ζωή τῶν μεγάλων μας ἀδελφῶν πού προηγήθηκαν ἀπό μᾶς, βλέπουμε τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους, τούς Μάρτυρες, τούς Πατέρες, τούς ὁσίους καί ἀσκητές, τά μικρά παιδιά, τούς νέους καί τούς μεγάλους, τούς ἄνδρες καί τίς γυναῖκες καί γενικά ὅλους ἐκείνους πού ἀγάπησαν τόν Χριστό καί θυσίασαν τά πάντα γι’ Αὐτόν.

Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι διαβάζουμε στά Μηναῖα μέ συντομία τόν βίο καί τήν πολιτεία τους καί στήν συνέχεια βλέπουμε αὐτά νά συντίθενται σέ μικρά τροπάρια μέ θεολογικό λόγο καί ἔπειτα τά ψάλλουμε, ὥστε μέ ὅλη τήν ὕπαρξή μας νά συμμετάσχουμε στήν ἑορτή τῶν ἁγίων. Μέ τόν τρόπο αὐτόν καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ θεολογία εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ μέσα στούς ἀνθρώπους, εἶναι ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη σάρκα τοῦ Λόγου, καθώς ἐπίσης καταλαβαίνουμε καί τόν τρόπο πού ἁγίασαν οἱ ἅγιοι, καί αὐτός εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση, αὐτό πού τονίζεται ἐπανειλημμένα ὡς πράξη καί θεωρία, καί αὐτό γίνεται μέ τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν προσευχή.

Οἱ λέξεις πού βρίσκουμε στά τροπάρια αὐτά, ὅπως: νοῦς, καρδία, θέωση, ὄργανον τοῦ πνεύματος, μυσταγωγία, μέτοχοι τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ναός Θεοῦ, ὁ φωτισμός τῆς ἐλλάμψεως, τῷ φωτί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐλλαμπόμενοι ἀεί, ἐν σαρκί ὡς ἄγγελος ἐπί τῆς γῆς ἀνεφάνης, θεούμενοι κ.ἄ. δείχνουν ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ὀρθόδοξη θεολογία, καί πῶς διακρίνεται ἀπό τήν ξένη καί αἱρετική θεολογία.

Στά Μηναῖα εἶναι ἐναρμονισμένα ὅλα τά ποιητικά εἴδη, δηλαδή τά κοντάκια μέ τούς οἴκους, καί οἱ κανόνες μέ τά καθίσματα, τά τροπάρια σέ ὅλους τούς ἤχους τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, μέ συνεχεῖς ἐναλλαγές, τά Συναξάρια μέ τούς στίχους, καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕναν μεγάλο πνευματικό πλοῦτο καί ἕναν πολιτιστικό θησαυρό. Ἔτσι, μαθαίνει κανείς τί εἶναι ἅγιοι, μαθαίνει νά θεολογῆ καί νά γίνεται πραγματικά θεολόγος, χριστοφόρος, ναοφόρος καί θεοφόρος.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 26 Αὐγούστου 2018: Ἡ μέλλουσα ζωή

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Στό δωδέκατο (12ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», πού εἶναι καί τό τελευταῖο ἄρθρο, ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας στόν μέλλοντα αἰώνα. Ὁμολογοῦμε: «Καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, Ἀμήν», δηλαδή προσδοκοῦμε τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Μέ ἄλλα λόγια, ὁμολογοῦμε ὅτι ἀναμένουμε τήν ἡμέρα πού θά ἀναστηθοῦν τά σώματά μας, θά δοῦμε τόν Χριστό, θά γίνη ἡ κρίση τῶν ἀνθρώπων καί θά ἀρχίση ἡ μέλλουσα ζωή.

Εἶναι μεγαλειῶδες νά ἀπαγγέλλουμε στό «Σύμβολον τῆς Πίστεως» τήν πίστη μας στήν μέλλουσα ζωή ἐνῶ ἀκόμη ζοῦμε. Ὅταν αὐτό τό πιστεύουμε ἐνσυνειδήτως, τότε στήν πραγματικότητα ὑπερβαίνουμε τήν παροῦσα ζωή, ὑπερβαίνουμε τόν θάνατο, ἔχουμε τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα στόν Χριστό, ἐπιθυμοῦμε νά Τόν συναντήσουμε καί θέλουμε νά συμμετάσχουμε στήν αἰώνια ζωή μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Αὐτά δείχνουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τοῦ παρόντος αἰῶνος, δέν εἶναι ἕνα φιλανθρωπικό σωματεῖο, δέν εἶναι μιά κοινωνική ὀργάνωση καί μιά Φιλοσοφική Σχολή, ἀλλά εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἑτοιμάζει τόν ἄνθρωπο γιά τήν μέλλουσα ζωή, καί ταυτόχρονα τόν κάνει ἀπό τώρα νά προγεύεται τῆς δόξης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πίστη στόν μέλλοντα αἰώνα φανερώνει ὅτι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξαντλεῖται σέ αὐτήν τήν ζωή. Ἐπίσης φανερώνει ὅτι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, μέ τόν σωματικό θάνατο, δέν ἐξαφανίζεται. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά εἶναι ἀθάνατος. Βέβαια, αὐτή ἡ ἀθανασία εἶναι κατά Χάρη καί δέν εἶναι κατά φύση, ἀφοῦ ἀθάνατος κατά φύση εἶναι μόνον ὁ Θεός, ἐνῶ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατά Χάρη ἀθάνατη. Ἐπίσης, αὐτό δείχνει ὅτι στόν μέλλοντα αἰώνα θά συμμετάσχη καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε δέν ἰσχύει ἡ ἄποψη τῆς φιλοσοφίας ὅτι τό σῶμα εἶναι ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς. Καί οὔτε ἰσχύει ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή ἐξέρχεται ἀπό τό σῶμα, ἐπανέρχεται δῆθεν στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, καί τό σῶμα ἐξαφανίζεται.

Ἡ μέλλουσα ζωή ἔχει δύο τρόπους μετοχῆς. Εἶναι ἡ ζωή μέ τήν μέθεξη τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ, πού θά ἀπολαύσουν οἱ δίκαιοι, καί εἶναι ἡ ζωή μέ τήν μέθεξη τοῦ πυρός τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι ἕνα κρίσιμο θέμα, τό ὁποῖο ἀναπτύσσουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό εἴδαμε στήν ἀνάλυση ἑνός ἄλλου ἄρθρου τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως».

Αὐτό τό βλέπουμε στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν μέλλουσα κρίση. Ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, θά ἔλθη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, θά συγκεντρωθοῦν ἐνώπιόν Του ὅλα τά ἔθνη, θά χωρισθοῦν μεταξύ τους, ὅλοι θά Τόν δοῦν καί θά συνομιλήσουν μαζί Του, ἀλλά οἱ δίκαιοι θά ζήσουν τήν αἰώνια ζωή, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί θά καταδικασθοῦν. «Καί ἀπελεύσονται οὗτοι (ἁμαρτωλοί) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον (Ματθ, κε΄, 46).

Τήν διδασκαλία αὐτήν τήν παρουσιάζει μέ θαυμαστό τρόπο ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἁγιογραφία αὐτή ὁ Χριστός βρίσκεται στόν θρόνο, ἀπό τόν ὁποῖο ἐξέρχεται τό Φῶς πού φωτίζει τούς δικαίους, καί αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος, καί ἀπό τόν ἴδιο θρόνο τοῦ Θεοῦ ἐξέρχεται ὁ πύρινος ποταμός, μέσα στόν ὁποῖο εἶναι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, πού εἶναι ἡ κόλαση.

Πάντως, ἡ μέλλουσα ζωή εἶναι αἰώνια, πού σημαίνει δέν θά τελειώση ποτέ. Ὁ Θεός θά κυριαρχῆ σέ αὐτήν τήν ζωή, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι θά ζοῦν αἰωνίως ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση πού ἔζησαν κατά τήν βιολογική τους ζωή. Ἄν ἔζησαν τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ἤ μέ μετάνοια, τότε θά ζοῦν αἰωνίως μέσα στό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἄν, ὅμως, ἔζησαν μέ τά πάθη καί μέ τόν σκοτασμό τοῦ νοῦ καί δέν ἀπέκτησαν πνευματικό ὀφθαλμό, τότε θά ζοῦν αἰωνίως μέσα στό πῦρ, πού εἶναι ἄκτιστο. Αὐτό σημαίνει ὅτι τά λίγα χρόνια πού θά ζήσουμε στόν κόσμο αὐτό, θά καθορίσουν τό αἰώνιο μέλλον μας. Ὁπότε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό θεραπευτήριο, γιά νά ἀποκτήσουμε πνευματικό ὀφθαλμό, νά μετατραποῦν τά διαβλητά πάθη σέ ἀδιάβλητα, τό γνωμικό θέλημα σέ φυσικό θέλημα καί νά ἀποκτήσουμε τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη.

Μέ τό ἄρθρο αὐτό τελειώνει τό «Σύμβολον τῆς Πίστεως». Ἀπό ὅσα εἴδαμε στίς ἀναλύσεις ὅλων τῶν ἄρθρων, φαίνεται ποιά εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Θεό, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν Ἐκκλησία, τό Βάπτισμα, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό τό κείμενο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» εἶναι ἡ περίληψη ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γι’ αὐτό πρέπει νά τό ἀπαγγέλλουμε συχνά, νά τό λέμε μέ ἀπόλυτη πίστη καί νά προσαρμόζουμε τήν ζωή μας στό θαυμαστό περιεχόμενό του.

Δυστυχῶς, ὅλη ἡ σύγχρονη κοινωνική ζωή στρέφει τήν προσοχή μας σέ ἕνα ἄλλο «πιστεύω» μέ ἀντίθετα ἄρθρα καί ἀντίθετο περιεχόμενο, πού ἀναφέρεται σέ ἕναν συγκρητισμό καί στήν ἐνδοκοσμικότητα.

Ἐμεῖς πρέπει νά προσανατολίζουμε τήν ζωή μας σέ αὐτήν τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτή νά γίνη ἡ σταθερή ὁμολογία μας.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 26 Ἰουλίου: Τό Εὐχολόγιον

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 

Ἕνα ἀπό τά λειτουργικά βιβλία πού εἶναι ἀπαραίτητο γιά τούς Κληρικούς, ἤτοι Ἐπισκόπους, Πρεσβυτέρους, Διακόνους, εἶναι τό λεγόμενο Εὐχολόγιον. Ἡ λέξη Εὐχολόγιο ἀποτελεῖται ἀπό δύο ἐπί μέρους λέξεις εὐχή καί λόγο, δηλαδή συλλογή εὐχῶν, προσευχῶν. Πρόκειται γιά προσευχές πού συνδέονται μέ τήν λατρεία καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἕνας κώδικας ἱεροπραξιῶν καί ἱεροτελεστιῶν.

Τό ἀρχαιότερο Εὐχολόγιον πού διασώθηκε εἶναι τό λεγόμενο «Εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος», τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ἀλλά στήν συνέχεια προστίθεντο διάφορες ἄλλες εὐχές καί ἱεροτελεστίες, καθώς αὐξανόταν ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό τό λειτουργικό αὐτό βιβλίο εἶναι ἕνας διαχρονικός «σωρείτης», ὅπως χαρακτηριζόταν, ἀφοῦ στήν ἀρχή περιλάμβανε τήν θεία Λειτουργία καί μερικές βασικές ἱερουργίες καί στήν πορεία προστίθεντο διάφορες ἄλλες ἀκολουθίες. Σήμερα ἐν χρήσει ὑπάρχει τό Μέγα Εὐχολόγιον καί τό Μικρό Εὐχολόγιον, τό ὁποῖο ὀνομάζεται καί Ἁγιασματάριο.

Τό Μέγα Εὐχολόγιον, ὅπως κυκλοφορεῖ σήμερα, εἶναι ἕνα πολυσέλιδο βιβλίο πού διαιρεῖται σέ πέντε μεγάλα μέρη. Τό πρῶτο μέρος περιλαμβάνει τίς ἀκολουθίες τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί διάφορες ἄλλες ἀκολουθίες πού συνδέονται μέ αὐτά. Τό δεύτερο μέρος περιλαμβάνει διάφορες ἱεροπραξίες γιά τόν Ἱερό Ναό, ὅπως ἐγκαίνια κλπ., ἐκκλησιαστικές διακονίες καί μοναχικές κουρές, ἁγιασμούς καί ἑορτολόγια, ἀκολουθίες γιά τό τέλος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Τό τρίτο μέρος περιλαμβάνει περιστασιακές ἀκολουθίες γιά διάφορες δυσκολίες καί συμφορές τοῦ βίου, δηλαδή ἀνομβρίες, ἀσθένειες, πολέμους καί τελετές, καί Εὐχές γιά διάφορες περιστάσεις, δηλαδή γιά ἀκάθαρτα πνεύματα, γιά κτήρια, ἀγρούς, θάλασσα, ταξίδια. Τό τέταρτο μέρος περιλαμβάνει τούς Ἀποστόλους καί τά Εὐαγγέλια ὅλου τοῦ ἔτους, προσευχές καί διάφορα κείμενα συστατικά, κανονικές συμμαρτυρίες. Καί τό πέμπτο μέρος περιέχει διάφορες νεώτερες ἀκολουθίες, ὅπως Δοξολογίες κ.ἄ.

Τό Μικρό Εὐχολόγιο ἤ Ἁγιασματάριο εἶναι μία ἐπιτομή τοῦ Μεγάλου Εὐχολογίου, καί εἶναι μιά ἀνθολογία πού περιέχει τίς ἀκολουθίες πού τελοῦνται πιό συχνά ἀπό τούς Κληρικούς. Τό Μικρό Εὐχολόγιο ἐκδίδεται σέ μικρό σχῆμα, γιατί θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἕνα φορητό λειτουργικό βιβλίο πού εἶναι ἀπαραίτητο σέ καθημερινή χρήση.

Στά περιεχόμενα τοῦ Μικροῦ Εὐχολογίου ἤ Ἁγιασματαρίου συμπεριλαμβάνονται ἡ ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ, οἱ Εὐχές γιά τήν γέννηση παιδιοῦ, οἱ ἀκολουθίες γιά τό ἅγιον Βάπτισμα καί τό Χρίσμα, τόν Ἀρραβῶνα καί τόν Γάμο, τήν Ἱερή Ἐξομολόγηση, τό ἅγιον Εὐχέλαιο, τήν ἀκολουθία σέ κεκοιμημένους καί διάφορες ἄλλες ἀκολουθίες καί εὐχές σέ διάφορες περιστάσεις, ὅπως σέ ἀσθένειες, σέ ἐξορκισμούς, σέ ἁγιασμούς ἀγρῶν, ποιμνίων, οἰκιῶν, ἁλιείας. Ἐπίσης, περιλαμβάνει διάφορες ἀκολουθίες, ὅπως στήν ἔναρξη καί λήξη τῶν Σχολείων, σέ ἰδιωτικά καί κοινωφελῆ ἔργα, σέ καταστήματα, ἀρδευτικά ἔργα, ἐγκαίνια πλοίου, δοξολογίες καί δεήσεις, καί τέλος τήν Παράκληση στήν κυρία Θεοτόκο.

Τό Μικρό Εὐχολόγιο ἤ Ἁγιασματάριο εἶναι ἕνα λειτουργικό βιβλίο εὔχρηστο, τό ὁποῖο οἱ παλαιοί Ἱερεῖς τό εἶχαν πάντοτε σέ μιά μικρή τσάντα μαζί μέ ἕνα μικρό πετραχήλι καί ἕναν σταυρό καί τό ἔφεραν πάντοτε μαζί τους, ὥστε ἀνά πᾶσαν στιγμή καί ὥρα νά εἶναι ἕτοιμοι νά βοηθήσουν τούς ἀνθρώπους σέ κάθε ἀνάγκη τους.

Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τό Μέγα καί τό Μικρό Εὐχολόγιο καταλαβαίνει ὅτι ὄντως εἶναι ἕνα Ἁγιασματάριο, ἤ θά ἔλεγα ἀκόμη ἕνα πνευματικό θεραπευτικό ἐγχειρίδιο, ἀφοῦ ὁ Θεός μέ τίς προσευχές τῶν εὐλαβῶν Ἱερέων θεραπεύει τίς ψυχικές καί πνευματικές ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, ἀνάλογα μέ τήν πίστη τους.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ψυχοσωματικό ὄν, ἔχει ψυχή καί σῶμα σέ μιά ἀρραγῆ ἑνότητα καί ὁπωσδήποτε ὑπάρχει ἀλληλεξάρτηση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Τά ψυχικά νοσήματα ἔχουν ἐπίδραση στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, καί τά σωματικά νοσήματα ἔχουν ἐπίδραση καί στήν ψυχή του, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξη.

Ὅπως ἔχει ἀναπτυχθῆ ἡ ἰατρική ἐπιστήμη γιά νά θεραπεύη τίς σωματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι ἀπό αἰώνων ὑπάρχει καί ἡ πνευματική θεραπευτική ἐπιστήμη πού θεραπεύει τά ψυχικά τραύματα τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει μόνον σωματικές ἤ ψυχολογικές ἀνάγκες, ἀλλά ἔχει καί πνευματικές ἀνάγκες, θέλει νά συναντήση τόν Θεό. Καί ἐπειδή καταλαβαίνει ὅτι ἡ συνάντηση μέ τόν Θεό εἶναι ἕνα πολύ σπουδαῖο γεγονός, καί τά πάθη εἶναι ἐμπόδιο γι’ αὐτήν, γι’ αὐτό θέλει νά θεραπευθῆ προηγουμένως, ὥστε νά ἑνωθῆ μέ τόν Θεό.

Ἔπειτα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικό θεραπευτήριο πού παραλαμβάνει τόν ἄνθρωπο ἀμέσως μέ τήν γέννησή του, καί τόν παρακολουθεῖ σέ ὅλη τήν ζωή του, μέ τό Βάπτισμα, τόν Γάμο, τήν θεία Λειτουργία, ἀκόμη μέχρι καί τόν θάνατό του. Στόν ἐνδιάμεσο χρόνο τόν εὐλογεῖ, τόν ἁγιάζει, αὐτόν καί τά σπίτια του, τά Σχολεῖα, καί τίς ἐργασίες του, ἀκόμη τόν παρακολουθεῖ καί κατά τά ταξίδια του καί ὄχι μόνον τόν παρακολουθεῖ, ἀλλά καί τόν θεραπεύει καί τόν ἁγιάζει. Γι’ αὐτό αὐτό τό βιβλίο, τό Εὐχολόγιον, λέγεται καί Ἁγιασματάριον, διότι ὁ Ἱερεύς ἤ Ἀρχιερεύς μέ τίς ἀκολουθίες καί τίς Εὐχές παρακαλεῖ τόν Θεό νά ἁγιάση τόν ἄνθρωπο, ἄν βέβαια καί ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκριθῆ σέ αὐτήν τήν θεραπεία μέ τήν συνέργειά του.

Ἕναν τέτοιο θεραπευμένο ἄνθρωπο ἑορτάζουμε σήμερα, τήν ἁγία Παρασκευή, ἡ ὁποία ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, ἁγιάσθηκε, ἑνώθηκε μέ τόν Θεό, καί ἔτσι ἔγινε ὁ ἄνθρωπος τῆς θείας Χάριτος. Δέν πέρασε ἁπλῶς ἀπό τήν ζωή αὐτή, ἀλλά διά τῆς βιολογικῆς ζωῆς εἰσῆλθε στήν αἰώνια ζωή.
Ἄς χρησιμοποιήσουμε, λοιπόν, τά πνευματικά φάρμακα τῆς Ἐκκλησίας μας γιά νά θεραπευθοῦμε πνευματικά.

Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 29 Ἰουλίου 2018: Ἡ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», πού κατήρτισε ἡ Α΄ (πρώτη) Οἰκου-μενική Σύνοδος, γινόταν μιά μικρή ἀναφορά στό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔγραφε: «Καί εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα». Ὅμως, μετά τήν Σύνοδο αὐτή ἐμφανίσθηκε νέα αἵρεση, πού ὑποστήριζε ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν εἶναι Θεός. Εἶναι οἱ λεγόμενοι Πνευματομάχοι. Γι’ αὐτό, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἡ Β΄ (δεύτερη) Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποφάσισε νά συμπληρώση τό ἄρθρο αὐτό:
«Καί εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον. Τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον τό λαλῆσαν διά τῶν Προφητῶν».

Ἡ μετάφραση εἶναι ἡ ἑξῆς:
«(Πιστεύω) καί στό Ἅγιον Πνεῦμα, τό κύριο, τό ζωοποιό, τό Ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί συμπροσκυνεῖται καί συνδοξάζεται μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί ἐλάλησε διά τῶν Προφητῶν».

Στό ἄρθρο αὐτό συνοψίζεται ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Θά σημειωθοῦν τρία σημεῖα.

Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι τά ἐπίθετα πού χρησιμοποιοῦνται γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα καί δείχνουν τό ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι «ἅγιον, κύριον, ζωοποιόν». Καί τά τρία αὐτά ἐπίθετα χρησιμοποιοῦνται καί γιά τά ἄλλα δύο Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁμοούσια, ὁμόδοξα καί ἴσα μεταξύ τους. Ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, τήν ἴδια δόξα, τήν ἴδια Βασιλεία. Στόν Τριαδικό Θεό ὅλα εἶναι κοινά, ἐκτός ἀπό τά ὑποστατικά ἰδιώματά τους, πού εἶναι τοῦ Πατρός τό ἀγέννητο, τοῦ Υἱοῦ τό γεννητό καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό ἐκπορευτό.

Στήν θεία Λειτουργία δοξάζουμε καί τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος λέγοντας: «ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύ-νησις τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἐπίσης, ψάλλουμε: «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον». Ἀκόμη, ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς, ὅταν λειτουργοῦν, δίνουν τήν ἀποστολική εὐλογία: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ἡμῶν». Ἡ Χάρη, ἡ ἀγάπη καί ἡ κοινωνία εἶναι καί τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀναφερόμενος στήν θεία Χάρη, γράφει ὅτι ἡ θεότης εἶναι ὄνομα τῆς θείας ἐνεργείας, πού προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καί ἀποκαλύπτεται σέ μᾶς διά τῶν ἀποτελεσμάτων της. Ἑπομένως, κοινή εἶναι ἡ ἐνέργεια τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Τό δεύτερο σημεῖο πού τονίζεται στό ἄρθρο αὐτό εἶναι τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα. «Τό ἐκ τοῦ πατρός ἐκπορευόμενον». Ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του πρίν τό πάθος Του ὅτι θά παρακαλέση τόν Πατέρα Του καί θά στείλη ἄλλον Παράκλητον, τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα. Δηλαδή, χρησιμοποιεῖ δύο φράσεις: «Ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός», καί «ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται (Ἰω. ιε΄, 26). Ἄλλο εἶναι τό ρῆμα ἐκπορεύεται καί ἄλλο εἶναι τό ρῆμα "πέμπεται". Γιά παράδειγμα, τό νερό βγαίνει ἀπό μιά πηγή, ἀλλά κάποιος ἄλλος παίρνει τό νερό καί τό δίνει κάπου ἀλλοῦ. Βέβαια, αὐτό εἶναι ἕνα κτιστό παράδειγμα γιά νά καταλάβουμε κάπως αὐτό τό μυστήριο.

Ἔτσι, κάθε Πρόσωπο ἔχει τόν τρόπο πού ὑπάρχει, δηλαδή ὁ Πατήρ εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός εἶναι γεννητός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἐκπορευτό. Αὐτά λέγονται ὑποστατικά ἰδιώματα, πού εἶναι τοῦ κάθε Προσώπου καί τά ὁποῖα εἶναι ἀκοινώνητα.

Βέβαια, αὐτά μᾶς τά ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ἀλλά δέν ξέρουμε τί εἶναι αὐτά τά ὑποστατικά ἰδιώματα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι ξέρουμε ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός γεννητός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἐκπορευτό, ἀλλά δέν ξέρουμε τί εἶναι ἀγεννησία, τί εἶναι γέννηση καί τί εἶναι ἐκπόρευση. Ἄν κανείς θέλη νά τά ἑρμηνεύση λογικά, θά τρελαθῆ. Τό θέμα αὐτό πρέπει νά τιμᾶται μέ τήν σιωπή.

Ὅμως, ὑπάρχουν μερικοί θεολόγοι οἱ ὁποῖοι εἰσέρχονται μέ τήν λογική τους μέσα στά ἐνδότερα καί στά ἐνδότατα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στοχάζονται γιά τόν τρόπο ὑπάρξεώς τους, σάν νά εἶναι τρεῖς ἄνθρωποι καί ὁ ἕνας νά εἶναι τό ὑποκείμενο καί οἱ ἄλλοι τό ἀντικείμενο. Πρόκειται γιά αἱρέσεις.

Μεταξύ τῶν αἱρέσεων συγκαταλέγεται καί ἡ αἵρεση ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, τό γνωστό filioque (φιλιόκβε), τό ὁποῖο εἰσάγει διαρχία στόν Τριαδικό Θεό καί ὑποτιμᾶ τό Ἅγιον Πνεῦμα, καταργώντας τό ἰσοδύναμο, τό ὁμοούσιο καί τό ὁμόδοξο τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅμως, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς φανέρωσε τήν ἀλήθεια ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί στέλλεται διά τοῦ Υἱοῦ. Ἔτσι, τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι «συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον» μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Τά Τρία Πρόσωπα ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, δόξα καί Βασιλεία.

Τό τρίτο σημεῖο πού γράφεται στό ἄρθρο αὐτό εἶναι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐλάλησε διά τῶν Προφητῶν στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ Χριστός ἀποστέλλει τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα φανερώνει στούς ἀνθρώπους τόν Χριστό.

Ἔτσι, τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργοῦσε καί στήν Παλαιά Διαθήκη στούς Προφῆτες καί τούς Ἁγίους στήν Καινή Διαθήκη. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀποκαλύπτει τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀσάρκως, καί στήν Καινή Διαθήκη Τόν ἀποκαλύπτει ἐν σαρκί. Ἀλλά καί κατά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐνεργεῖ κατά τρεῖς τρόπους καί κατά τρεῖς καιρούς. Πρίν τήν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦσε «ἀμυδρῶς», μετά τήν Ἀνάστασή Του ἐνήργησε «ἐκτυπώτερον» καί μετά τήν Ἀνάληψη στούς οὐρανούς ἐνεργεῖ «τελειότερον».

Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία εἶναι σημαντική, ἀφοῦ μᾶς καθαρίζει καί μᾶς συνδέει μέ τόν Χριστό.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 30 Αὐγούστου - Τό Τυπικόν

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Στό Ἀναλόγιο, πού βρίσκεται μπροστά στούς Ἱεροψάλτες, ὅπου φυλάσσονται τά βιβλία τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν γιά τό ἔργο πού κάνουν, εἶναι καί διάφορα ἄλλα μικρά βιβλία πού εἶναι εὔχρηστα. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι τό Ψαλτήριον, πού ἔχει ὅλους τούς Ψαλμούς τοῦ Δαυΐδ πού διαβάζονται μέ τίς καθιερωμένες ἀκολουθίες καί ψάλλονται. Ἐπίσης εἶναι καί τό Ἐγκόλπιον τοῦ Ἀναγνώστου. Τό βιβλίο αὐτό ἔχει τά πιό χρήσιμα καί ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιά τόν Ἱεροψάλτη καί τόν Ἀναγνώστη, ὥστε νά μή χάνη πολλή ὥρα γιά νά τά βρίσκη στά ἄλλα βιβλία.

Ὅμως σήμερα, τό τελευταῖο αὐτό κήρυγμα θά ἀναφερθῆ σέ ἕνα ἄλλο χρησιμότατο βιβλίο πού λέγεται Τυπικό.

Ἡ λέξη τυπικό παράγεται ἀπό τήν λέξη τύπος, πού σημαίνει ἀρχέτυπο, πρότυπο, κανόνα, ὅρο, παράδειγμα. Καί οἱ λέξεις τύπος καί τυπικό παράγονται ἀπό τό ρῆμα τυπόω, πού σημαίνει κτυπῶ, κρούω, πού προέρχεται ἀπό τόν ἦχο πού σχηματίζεται ἀπό τό κτύπημα, καί γι’ αὐτό ἡ λέξη τυπικό στήν πολιτική διοίκηση λέγεται τό διάταγμα, ὁ νόμος.

Στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἡ λέξη Τυπικό δηλώνει τούς κανονισμούς καί τά τυπικά τῶν Ἱερῶν Μονῶν, πού καθορίζουν ὅλα τά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τήν ζωή τῶν μοναχῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ἐπί πλέον ἡ λέξη Τυπικό δηλώνει τήν τάξη πού πρέπει νά διέπη τίς ἱερές ἀκολουθίες.

Ἡ τάξη τῆς λατρείας ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή, συνέχισε τήν περίοδο τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων καί προχωροῦσε, καθώς αὐξανόταν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί διαμορφώνονταν οἱ ἀκολουθίες, τά τροπάρια καί ἡ διάταξη τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Ἔτσι, διαμορφώθηκαν διαγράμματα ἀκολουθιῶν Ἀντιοχειανοῦ τύπου τοῦ 4ου καί 5ου αἰῶνος, ἔπειτα τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ τύπου τοῦ 7ου αἰῶνος, καί ἀργότερα τοῦ Κωνσταντινουπολιτικοῦ τύπου.

Σήμερα, ὅταν κάνουμε λόγο γιά τό βιβλίο Τυπικόν, ἐννοοῦμε τό βιβλίο ἐκεῖνο πού καθορίζει τόν τρόπο καί τήν διάταξη μέ τήν ὁποία γίνεται ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἤδη ἔχει τονισθῆ στά προηγούμενα κηρύγματα ὅτι ὑπάρχουν ἀκίνητες ἑορτές, ὅπως εἶναι οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων καί μερικῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, καί κινητές ἑορτές, ὅπως τό Πάσχα, ἡ Ἀνάληψη, ἡ Πεντηκοστή καί ὅλα ἐκεῖνα πού συνδέονται μέ αὐτές. Ἔτσι, εἶναι διάφορα βιβλία, ὅπως ἡ Παρακλητική πού ἀναφέρεται σέ ἑορτές τῆς ἑβδομάδος, τά Μηναῖα, πού ἀναφέρονται στά ἑορταστικά γεγονότα κάθε ἡμέρας τοῦ χρόνου, καί τό Τριώδιο καί τό Πεντηκοστάριο πού ἀναφέρονται στά Πάθη, τόν Σταυρό, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καί τήν Πεντηκοστή.

Ἀπό ὅ,τι φαίνεται, μπορεῖ σέ μιά ἡμέρα νά συμπέσουν ἡ Κυριακή πού εἶναι ἀναστάσιμη ἡμέρα, οἱ ἑορτές τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας, ἀλλά καί ἑορτές ἑορταζομένων καί μή ἑορταζομένων ἁγίων.

Πρέπει, λοιπόν, νά ὑπάρχη ἕνας γενικός κανόνας, ἀλλά καί εἰδικότερες διατάξεις, δηλαδή ἕνα Τυπικό πού νά κανονίζη ποιά ἀπό τά τροπάρια πρέπει νά ψάλλωνται, ποιά νά προηγοῦνται, ποιό δοξαστικό θά ψαλῆ τήν ἡμέρα ἐκείνη καί πολλά ἄλλα ζητήματα, ὥστε νά ὑπάρχη μιά τάξη καί ὁμοιομορφία στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι, παρουσιάσθηκε ἡ ἀνάγκη δημιουργίας ἑνός αὐθεντικοῦ Τυπικοῦ.

Ἔγιναν πολλές προσπάθειες, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἐπικράτησε στίς ἡμέρες μας εἶναι τό Τυπικό τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό ὁποῖο συνέταξε ὁ Πρωτοψάλτης Γεώργιος Βιολάκης, πού ἦταν μέλος δύο Ἐπιτροπῶν, μέ σκοπό νά καταρτισθῆ τό Τυπικό τῆς λατρείας.

Στό Τυπικό αὐτό μετά τά εἰσαγωγικά καταγράφεται ἡ προθεωρία τοῦ Τυπικοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα κείμενο πού δείχνει τούς κανόνες πού διέπουν τίς ἀκολουθίες. Ἔπειτα, ἐκθέτει τήν τυπική διάταξη τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ὄρθρου, τῆς καθημερινῆς ἀκολουθίας, τῆς Κυριακῆς, τῶν κατά μήνα Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν καί τῶν ἑορτῶν τῶν ἁγίων, τήν τυπική διάταξη τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου. Αὐτήν τήν προθεωρία πρέπει νά τήν ἔχουν διαβάσει ὅλοι οἱ ἱεροψάλτες καί ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.

Στό Παράρτημα τοῦ Τυπικοῦ καταγράφεται τό τυπικό διαφόρων ἀκολουθιῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ, καί ἄλλες ἀκολουθίες.

Ἕνας ἔμπειρος Ἱεροψάλτης, ἔχοντας αὐτό τό Τυπικό καί γνωρίζοντας ὅλη τήν προθεωρία τοῦ Τυπικοῦ τῶν ἀκολουθιῶν μπορεῖ νά κάνη τήν ἐπιλογή τό τί πρέπει νά ψάλλη κάθε φορά, ἀκολουθώντας τίς διάφορες περιπτώσεις.  Ὅταν σέ μικρή ἡλικία πήγαινα στό Ἀναλόγιο, ἔβλεπα τόν Πρωτοψάλτη τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ νά ρυθμίζη τό Τυπικό τῆς ἀκολουθίας τῆς ἡμέρας ἐκείνης μέ βάση τό βιβλίο τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Γεωργίου Βιολάκη. Ἐπειδή, ὅμως, εἶναι δύσκολο ἔργο αὐτό γιά τόν καθένα, γι’ αὐτό πρίν ἀπό χρόνια αὐτήν τήν ἰδιαίτερη περιπτωσιολογία τήν κάνει ἡ Συνοδική ὑποεπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκδίδει κάθε χρόνο Τό Τυπικόν, πού περιλαμβάνει τίς εἰδικές τυπικές Διατάξεις, δηλαδή τό Μηνολόγιο τοῦ ἔτους καί τήν ἐπετηρίδα, δηλαδή τήν κανονική ὀργάνωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Δυστυχῶς, πολλοί σύγχρονοι Ἱεροψάλτες ὄχι μόνον δέν γνωρίζουν νά χειρισθοῦν τό Τυπικό τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Γεωργίου Βιολάκη, ἀλλά δέν μποροῦν νά χειρισθοῦν καί ὅλα τά ὑπόλοιπα βιβλία καί φυσικά οὔτε καί τά «Δίπτυχα τῆς Ἑκκλησίας», οὔτε καί τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό ἐπιλέγουν ἄλλους πιό εὔκολους τρόπους ἀπό τό διαδίκτυο.

Τό γενικό συμπέρασμα εἶναι ὅτι πρέπει νά ὑπάρχη τάξη στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά πρέπει νά ὑπάρχη τάξη καί στήν ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ ὁ καθένας νά κάνη ὅ,τι θέλει, δέν μπορεῖ νά ὑπερβαίνη τά ὅρια τῶν Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς πρός τήν πίστη καί τήν ζωή.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. ιδ΄, 40). Ἐπίσης ἀλλοῦ γράφει: «Εἰ γάρ καί τῇ σαρκί ἄπειμι, ἀλλά τῷ πνεύματι σύν ὑμῖν εἰμι, χαίρων καί βλέπων ὑμῶν τήν τάξιν καί τό στερέωμα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως ὑμῶν» (Κολ. β΄, 5).

Νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό, τήν Παναγία, τούς Ἁγίους, τήν Ἐκκλησία καί νά ὑπακοῦμε στήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσή της.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 5 Αὐγούστου 2018: Ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Στό ἔνατο (9ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», τό ὁποῖο ἔθεσε ἡ Β΄ (δεύτερη) Οἰκουμενική Σύνοδος, ὁμολογοῦμε: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», δηλαδή πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική. Πρόκειται γιά ἕνα ἐκκλησιολογικό ἄρθρο, πού ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ. Ἀφοῦ προηγουμένως ἔκανε λόγο γιά τόν Τριαδικό Θεό, τήν δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, στήν συνέχεια ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία.

Κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού εἶναι καρπός ἀποκαλύψεως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τήν τέλεια ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τήν θέωσε ἀμέσως μέ τήν πρόσληψή της. Αὐτή ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἄκρως καθαρή, ἀλλά παθητή καί θνητή, ἀφοῦ ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε ἑκουσίως τήν παθητότητα καί τήν θνητότητα, ὥστε νά νικήση ἐπάνω στήν σάρκα Του τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο. Ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του ἀπέβαλε ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη καί ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη φύση συμμετέχει στήν δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατά τήν Πεντηκοστή καί οἱ Μαθητές καί ὅσοι ἐπίστευσαν στόν Χριστό ἔγιναν μέλη αὐτοῦ τοῦ ἐνδόξου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, τώρα ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ: αὐτό πού προσέλαβε ὁ Χριστός καί τό θέωσε καί τό Σῶμα πού βρίσκεται κατά τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἔτσι, καί ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Χρειάσθηκε ἡ Β΄ (δεύτερη) Οἰκουμενική Σύνοδος νά προσθέση αὐτό τό ἄρθρο, γιατί στό χρονικό διάστημα μεταξύ τῆς Α΄ (πρώτης) καί τῆς Β΄ (δεύτερης) Οἰκουμενικῆς Συνόδου δημιουργήθηκαν διάφορα σχίσματα καί αἱρετικές παρατάξεις, πού δίδασκαν διαφορετικά γιά τόν Χριστό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, δηλαδή ἦταν οἱ Ἀρειανοί, οἱ Ἡμιαρειανοί, οἱ Ἀνόμοιοι, οἱ Ὅμοιοι καί ἄλλοι. Στά 56 χρόνια μεταξύ τῆς Α΄ (πρώτης) καί τῆς Β΄ (δευτέρας) Οἰκουμενικῆς Συνόδου γίνονταν πολλές θεολογικές συζητήσεις, παρατηρήθηκαν ἀντιπαλότητες, σχηματίσθηκαν διάφορες χριστιανικές ὁμάδες μέ ἀρχηγούς Ἐπισκόπους, πού καθένας διεκδικοῦσε ὅτι εἶναι ἡ πραγματική Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες τῆς Β΄ (δευτέρας) Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μαζί μέ τόν καθορισμό τοῦ δόγματος γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθόρισαν καί τί εἶναι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά ἰδιώματά της. Αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί δείχνει ὅτι ἡ ἀλλοίωση στό δόγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔχει συνέπειες καί στήν ἐκκλησιολογία. Ὅποιος, δηλαδή, ἔχει ἐσφαλμένες θεολογικές ἀπόψεις, ὅποιος διατυπώνει αἱρέσεις δέν μπορεῖ νά ἀνήκη στήν Ἐκκλησία.

Ἄς δοῦμε τά γνωρίσματα πού ἐκφράζουν τήν ἀληθινή Ἐκκλησία, ὅπως τά ὁμολογοῦμε στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως». Πρέπει πάντοτε νά ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο σωματεῖο, ἀλλά τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ἀλλά εἶναι ὁ Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, τό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.

Τό πρῶτο γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι εἶναι «Μία». Ἀφοῦ μία εἶναι ἡ κεφαλή, ἕνα εἶναι καί τό σῶμα. Ὅπως κάθε ἄνθρωπος ἔχει μία κεφαλή καί ἕνα σῶμα, διαφορετικά δέν θά ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλά τέρας, ἔτσι καί ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ἕνα Σῶμα, τό ὁποῖο τρέφει καί καθοδηγεῖ. Δέν ὑπάρχουν πολλά σώματα, δηλαδή πολλές «Ἐκκλησίες».

Αὐτό λέγεται μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, παρά τό ὅτι εἶναι πολλές, εἶναι μία Ἐκκλησία. Αὐτό ἐξηγεῖται μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ στήν θεία Εὐχαριστία. Ὅλοι ὅσοι κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουμε ὁλόκληρο τόν Χριστό καί ὄχι ἕνα μέρος Του, ἀφοῦ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς». Ἐφ’ ὅσον οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ἔχουν κοινωνία μεταξύ τους ἀποτελοῦν τήν μία Ἐκκλησία.

Αὐτό, ὅμως, δέν συμβαίνει μέ ὅσους ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τήν αἵρεση. Ὅταν κάποιοι Χριστιανοί ἐπιλέγουν διαφορετική διδασκαλία ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αὐτοί δέν ἀνήκουν στήν Μία Ἐκκλησία, ἀλλά σέ αἱρετικές παρασυναγωγές, ἀφοῦ ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις δέν τεμαχίζεται τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά αὐτοί οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοί ἀποκόπτονται καί ἀποβάλλονται ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Αὐτό γίνεται καί μέ τόν ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀποβάλλει τίς βλαπτικές τροφές καί τά στοιχεῖα πού δέν τοῦ χρειάζονται.

Τό δεύτερο γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι εἶναι Ἁγία. Εἶναι Ἁγία, γιατί ἁγιάσθηκε ἀπό τόν Χριστό, εἶναι τό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι τό λεγόμενο μυστικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί ἔτσι τό Σῶμα Του εἶναι ἄμωμο, ἄσπιλο. Ὁ Χριστός, πού ἁγίασε τήν Ἐκκλησία, ἁγιάζει καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τά μέλη τοῦ Σώματός Του.

Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία δέν ἁγιάζεται ἀπό τά μέλη της, ἀλλά αὐτή ἡ ἴδια ἁγιάζει ὅλα τά μέλη, μέ τά Μυστήρια. Ἀπό τήν κεφαλή, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἁγιάζεται ἡ Ἐκκλησία καί ὅλα τά μέλη της. Ἑπομένως, κανένας ἀπό ἐμᾶς δέν εἴμαστε σωτῆρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁ Σωτήρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Κεφαλή της. Ἐμεῖς παραμένουμε στήν Ἐκκλησία μέ ταπείνωση γιά νά ἁγιαζόμαστε καί ὄχι γιά νά τήν ἁγιάσουμε.

Τό τρίτο γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι εἶναι «Καθολική». Ἡ λέξη καθολική, πού σημαίνει τό ὁλόκληρο, ἔχει πολλές σημασίες. Λέγεται καθολική, γιατί βρίσκεται σέ ὅλο τόν κόσμο, γιατί διαφυλάσσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια καί γιατί ἔχει μιά κοινή ζωή πού μποροῦν νά τήν ζήσουν ὅλα τά μέλη της. Κυρίως, τό «Καθολική» ταυτίζεται μέ τό «Ὀρθόδοξη», πού σημαίνει ὅτι ἔχει ὅλη τήν ἀλήθεια, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Χριστός στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες καί ὅπως τήν ὁμολόγησε ἡ Ἐκκλησία στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἀληθινή Ἐκκλησία.

Τό τέταρτο γνώρισμα εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Ἀποστολική», γιατί οἱ Ἀπόστολοι εἶναι οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, στούς ὁποίους παρέδωσε τήν ἀλήθεια. Οἱ τρεῖς ἀπό αὐτούς τούς Μαθητές εἶδαν τήν δόξα τῆς θεότητός Του ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ, ὅλοι ἐκτός ἀπό τόν Ἰούδα, εἶδαν τόν Ἀναστάντα Χριστό, ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ὁμολόγησαν αὐτήν τήν ἀλήθεια μέ τήν διδασκαλία, προφορική καί γραπτή, καί μέ τά μαρτύρια πού ὑπέστησαν. Ἐπειδή οἱ Πατέρες εἶναι διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, γι’ αὐτό ἡ λέξη Ἀποστολική ἐννοεῖται καί ὡς Πατερική.

Τά τέσσερα αὐτά γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική» διακηρύσσουν ὅτι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πραγματικά μέλη της εἶναι ὅσοι παραμένουν σέ αὐτήν καί ἁγιάζονται ἀπό τά Μυστήριά της καί ἀποδέχονται ὅλη τήν διδασκαλία της.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 5 Ἰουλίου: Τό Εὐαγγέλιον

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 

Τά φετινά κηρύγματα θά ἀναφέρωνται στά ἱερά Βιβλία, τά ὁποῖα ὑπάρχουν μέσα στούς Ἱερούς Ναούς καί εἶναι πρός χρήση τῆς λατρείας μας, καί χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά τελέσουμε τίς ἱερές ἀκολουθίες καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρέπει νά τά γνωρίζουμε καί αὐτά, πού ἐπέλεξε ἡ Ἐκκλησία μας διά μέσου τῶν αἰώνων. Τό πρῶτο ἱερό καί λειτουργικό βιβλίο εἶναι τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον, τό ὁποῖο βρίσκεται πάντοτε ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, καί μάλιστα στό κέντρο τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὡς τό πιό ἱερό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ λέξη εὐαγγέλιο σημαίνει εὐχάριστη εἴδηση, καί ἔτσι ὡς Εὐαγγέλιο ὀνομάσθηκε τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς Λόγος τοῦ Πατρός μᾶς ἀποκάλυψε τό θέλημά Του, πού εἶναι καί θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, γιά τήν σωτηρία μας.  Ἤδη, ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς τό διασώζει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ μάρτυς καί φιλόσοφος, κυκλοφοροῦσαν τά ἀπομνημονεύματα τῶν Ἀποστόλων, τά ὁποῖα καλοῦνταν «Εὐαγγέλια». Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ Ἐκκλησία ἐπέλεξε τέσσερα ἀπό αὐτά, ἤτοι τοῦ Ματθαίου, τοῦ Μάρκου, τοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Ἰωάννου καί τά συμπεριέλαβε στόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καθόρισαν νά διαβάζωνται διάφορες Εὐαγγελικές περικοπές, κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, τῶν Μυστηρίων καί τῆς θείας Λειτουργίας γιά νά ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πού ἔχει σχέση μέ τίς ἀκολουθίες καί τά Μυστήρια. Ἐπέλεξε καί κατένειμε αὐτές τίς Εὐαγγελικές περικοπές, κατά Κυριακές, ἑορτές καί διάφορες περιστάσεις, καί ἔτσι ἀποτελέσθηκε τό βιβλίο πού λέγεται Ἱερόν Εὐαγγέλιον, τό ὁποῖο παραμένει πάντοτε ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ὡς τό ἐκλεκτότερο ἱερό βιβλίο τῆς λατρείας μας.

Ἔτσι, τό ἱερό Εὐαγγέλιο πού βρίσκεται στήν Ἁγία Τράπεζα περιέχει διάφορες ἐπιλεγμένες Εὐαγγελικές περικοπές ἀπό τά τέσσερα Εὐαγγέλια καί διαβάζονται καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ ἔτους, ἤτοι κάθε Κυριακή καί στίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος. Ἔπειτα, ἄλλες εὐαγγελικές περικοπές διαβάζονται τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀκόμη εἶναι τά Ἑωθινά Εὐαγγέλια πού εἶναι ἀναστάσιμα Εὐαγγέλια καί διαβάζονται στόν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς καί ἄλλες εὐαγγελικές περικοπές πού διαβάζονται στίς ἑορτές τῶν Ἁγίων καί στά Μυστήρια (Βάπτιση, Γάμος, Εὐχέλαιο) καί σέ διάφορες ἄλλες περιστάσεις καί ἱερές ἀκολουθίες. Ὑπάρχει μιά σειρά καί καθορίζεται πότε διαβάζονται καί ποιός τά διαβάζει, ἄλλα ὁ Ἀρχιερεύς, ἄλλα ὁ Ἱερεύς καί ἄλλα ὁ Διάκονος.

Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Πατέρων καθόρισε καί τήν σειρά πού διαβάζονται τά Εὐαγγέλια. Ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα μέχρι τήν Πεντηκοστή διαβάζεται τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο μέ διάφορες ἐξαιρέσεις ἐνδιαμέσως. Ἀπό τήν Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέχρι τήν Παρασκευή μετά τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τόν Σεπτέμβριο, διαβάζεται τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Ἀπό τήν Κυριακή μετά τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέχρι τό Σάββατο πρό τῶν Ἀπόκρεω διαβάζεται τό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, μέ διάφορες ἐξαιρέσεις. Καί τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή διαβάζονται περικοπές ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου. Βέβαια, μεταξύ αὐτῶν παρεμβάλλονται διάφορες ἄλλες περικοπές κατά περίσταση.
Ἔτσι, σέ ὅλο τό ἐκκλησιαστικό ἔτος ἔχουν κατανεμηθῆ διάφορα τμήματα ἀπό τά τέσσερα Εὐαγγέλια καί ἔχουμε τήν δυνατότητα νά ἀκοῦμε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, τήν διδασκαλία Του, τίς παραβολές Του καί τά θαύματά Του.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ὅταν πρόκειται νά διαβασθῆ τό Εὐαγγέλιο, ὁ Διάκονος ἤ ὁ Ἱερεύς λέγει: «Σοφία, ὀρθοί, ἀκούσωμεν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Εἰρήνη πᾶσι». Ἔπειτα, ἀναγγέλλεται ἀπό ποιόν Εὐαγγελιστή θά εἶναι τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα καί ὁ Ἱερεύς προτρέπει: «Πρόσχωμεν», δηλαδή νά σταθοῦμε ὄρθιοι μέ προσοχή γιά νά ἀκούσουμε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Καί ὁ Ψάλτης ψάλλει: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι».

Κατά τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου γίνεται το ἱερό κήρυγμα, τό ὁποῖο ἀναλύει τό εὐαγγελικό ἤ τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, καί γι’ αὐτό τό κήρυγμα εἶναι ἱερή ἐργασία, εἶναι ἐκκλησιαστική ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ καί τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος.

Ἐπειδή ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἱερό ἔργο, πραγματική «ἱερουργία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ», γι’ αὐτό θά πρέπει νά φροντίζουμε αὐτήν τήν ὥρα νά βρισκόμαστε στήν θεία Λειτουργία γιά νά λαμβάνουμε τήν Χάρη καί τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καί νά διδασκόμαστε γιά νά προσαρμόζουμε τήν ζωή μας στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.

Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 8 Ἰουλίου 2018: Ἡ Θεότητα τοῦ Λόγου

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 2018

Τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν ξέσπασε μιά μεγάλη ἀναστάτωση στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, ἀλλά κτίσμα, τό πρῶτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.

Στήν πραγματικότητα ἡ αἵρεση αὐτή προῆλθε ἀπό θεολόγους πού προηγήθηκαν τοῦ Ἀρείου, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας τήν ἑλληνική φιλοσοφία προσπαθοῦσαν νά συμβιβάσουν τό πῶς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί συγχρόνως εἶναι καί τρεῖς. Αὐτό δέν μπορεῖ νά τό δεχθῆ κανείς μέ τήν λογική του, παρά μόνον μέ τήν πίστη ἐκ θεωρίας καί τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς.

Τότε πού ἀνέκυψε τό θεολογικό αὐτό πρόβλημα, ἔγινε μεγάλη συζήτηση, ὁ Ἄρειος καταδικάσθηκε ἀπό τήν Σύνοδο στήν Ἀλεξάνδρεια καί μετά καταδικάσθηκε καί ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ὁπότε καταρτίσθηκε τό δεύτερο (2ο) ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», πού ἔχει ὡς ἑξῆς:
«(Πιστεύω) Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων˙ φῶς ἐκ φωτός Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο».

Ἡ μετάφραση εἶναι ἡ ἑξῆς:
«(Πιστεύω) καί σέ ἕναν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν μονογενῆ Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες˙ ὁ Ὁποῖος εἶναι φῶς, πού γεννήθηκε ἀπό τό φῶς, τόν Πατέρα, Θεός ἀληθινός ἀπό ἀληθινό Θεό (τόν Πατέρα), γεννήθηκε, δέν δημιουργήθηκε, εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, δηλαδή ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ Αὐτόν, διά τοῦ Ὁποίου ἔγιναν τά πάντα».

Στό ἄρθρο αὐτό μέ πολλή συντομία ἐκτίθεται ὅλη ἡ Χριστολογία, δηλαδή ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Χριστό.

Κατ’ ἀρχάς ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται «Κύριος, Ἰησοῦς, Χριστός». Τό «Κύριος» σημαίνει τόν κυρίαρχο, γιατί μαζί μέ τόν Πατέρα Του καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δημιούργησαν τόν κόσμο καί τόν ἐξουσιάζουν. Ἔτσι, τό «Κύριος» ἀναφέρεται στήν θεία φύση Του. Τό «Ἰησοῦς» ἀναφέρεται στήν ἀνθρώπινη φύση, πού θεώθηκε ἀπό τήν θεία φύση, καί σημαίνει Σωτήρ. Τό «Χριστός» δηλώνει τόν κεχρισμένο, ἀφοῦ ἡ θεία φύση ἔχρισε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔτσι ἔχουμε τόν Θεάνθρωπο Χριστό.

Ἔπειτα, ὁ Χριστός εἶναι μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού γεννήθηκε πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα. Αὐτή ἡ ὁμολογία τέθηκε στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», γιατί ὁ Ἄρειος θεωροῦσε ὅτι ὁ Υἱός κτίσθηκε ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Πατέρα καί δέν εἶναι ἀληθινός Θεός. Ἔτσι ἡ φράση «πρό πάντων τῶν αἰώνων», πρίν τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί πρίν τήν δημιουργία τῶν ἀγγέλων, καί μάλιστα ἡ λέξη μονογενής εἶναι γνώρισμα τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό φαίνεται καί στήν φράση «γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα», ἀφοῦ ὁ Υἱός γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα καί δέν δημιουργήθηκε ἀπό Αὐτόν. Ἄλλο εἶναι ἡ γέννηση καί ἄλλο εἶναι ἡ δημιουργία. Γιά παράδειγμα, ἕνας ἐπιπλοποιός μέ τήν τέχνη του κατασκευάζει ἔπιπλα, ἀλλά ὡς πατέρας γεννᾶ παιδιά. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ πρό πάντων τῶν αἰώνων καί δημιουργίας τοῦ κόσμου ἐν χρόνῳ.

Σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «ὁμοούσιος» μέ τόν Πατέρα, δηλαδή ἔχει ἴδια οὐσία μέ Αὐτόν, ἐνῶ ὅλη ἡ κτίση δέν ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, ὁπότε ὑπάρχει σαφέστατη διαφορά μεταξύ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, ἐνῶ ὅλος ὁ κόσμος εἶναι κτιστός.

Βέβαια, δέν γνωρίζουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γνωρίζουμε ὅτι ὁ Υἱός ἔχει τήν ἴδια ἐνέργεια μέ τόν Θεό Πατέρα, ἑπομένως ἔχει καί τήν ἴδια οὐσία, καί ἀπό τίς ἐνέργειες γνωρίζουμε τόν Θεό. Αὐτό δηλώνει ἡ φράση «φῶς ἐκ φωτός». Ἀφοῦ ὁ Πατήρ εἶναι Φῶς ἄκτιστο, ἀδημιούργητο, καί ὁ Υἱός γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα καί εἶναι Φῶς. Πῶς τό γνωρίζουμε αὐτό;

Γιά παράδειγμα, οἱ τρεῖς Μαθητές στό ὄρος Θαβώρ εἶδαν τό Φῶς πού προχεόταν ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτό τό Φῶς ἦταν τό Φῶς τῆς θεότητος∙ ἄκουσαν τήν φωνή τοῦ Πατρός, πού ἐξέλαμψε ὡς ἀπρόσιτο Φῶς, πού εἶπε: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Μάρκ. θ΄, 7), καί τό Ἅγιον Πνεῦμα παρουσιάσθηκε ὡς νεφέλη φωτεινή. Ἔτσι, ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε στούς Μαθητές Του, δηλαδή ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἀποκάλυψε τήν δόξα τῆς θεότητός Του. Γι’ αὐτό οἱ Μαθητές ἔδωσαν ὁμολογία ὅτι εἶναι «Φῶς ἐκ Φωτός, Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», δέν εἶναι ψεύτικος Θεός, οὔτε μιά ἀφηρημένη ἰδέα.

Ἐπί πλέον, στό σημεῖο αὐτό, πού ἀναφέρεται τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» στήν θεότητα τοῦ Λόγου, ὁμολογεῖται ὅτι δι’ Αὐτοῦ «τά πάντα ἐγένετο». Αὐτό εἶναι συνέχεια τοῦ πρώτου ἄρθρου τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», στό ὁποῖο γράφεται ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό τόν Πατέρα, γιά νά ἀντικρουσθοῦν οἱ θεωρίες τῶν γνωστικῶν. Ὅμως, ἐδῶ προστίθεται καί τό «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», γιά νά ἀντικρουσθοῦν οἱ κακοδοξίες τῶν Ἀρειανῶν, ὅτι ὁ Υἱός εἶναι τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας, ὅτι ὁ Υἱός ἐκτίσθη ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Πατέρα, ὡς κάποιο μεσάζον πρῶτο κτίσμα μεταξύ Θεοῦ καί ὕλης, ὅτι εἶναι ἑτερούσιον τοῦ Πατρός κτίσμα καί ὡς τρεπτός ἀγνοεῖ τόν Πατέρα.

Ἔτσι, στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀληθινός Θεός. Αὐτή εἶναι ἡ βασική ὁμολογία τῆς πίστεώς μας.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή, 9 Αὐγούστου - Ἡ Παρακλητική

ΓΡΑΠΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Ἡ Παρακλητική εἶναι ἕνα βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας πού παραμένει στό ἀναλόγιο τῶν Ἱεροψαλτῶν στούς Ἱερούς Ναούς καί εἶναι πολύ ἀπαραίτητο γιά τίς ἱερές ἀκολουθίες. Λέγεται Παρακλητική, γιατί τό μεγαλύτερο τμῆμα τῶν ὕμνων πού περιλαμβάνει ἔχουν παρακλητικό χαρακτήρα, δηλαδή παρηγοροῦν καί εὐφραίνουν τούς Χριστιανούς. Εἶναι ὕμνοι καί, συγχρόνως, προσευχές.

Ἡ παλαιότερη καί μάλιστα ἡ ἀρχική ὀνομασία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν Ὀκτάηχος ἤ Ὀκτώηχος, πού ἀποτελεῖτο ἀπό ὕμνους τούς ὁποίους συνέγραψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἕνας κορυφαῖος δογματικός Πατέρας τοῦ 8ου αἰῶνος μ.Χ. Μέ τούς ὕμνους αὐτούς ὕμνησε τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, δηλαδή τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, κυρίως τό μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά τά ἀναστάσιμα τροπάρια, δοξαστικά, θεοτοκία, κανόνες.

Στά ὑπέροχα αὐτά τροπάρια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἕνωσε τήν ἀκρίβεια τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν προσευχή, καί τά ἔκανε ὥστε νά ψάλλωνται ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐξουδετέρωσε καί τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ὑπέσκαπταν τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, δηλαδή αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτοί οἱ ὕμνοι, πού συνέταξε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στούς ὀκτώ ἤχους τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τούς ὁποίους ἔλαβε καί τόν χαρακτηρισμό Ὀκτάηχος ἤ Ὀκτώηχος, εἰσήχθηκαν κατ’ ἀρχάς στήν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου μόναζε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Βέβαια, στό εἶδος καί τίς μορφές τῆς ποιήσεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἐπιδόθηκαν καί οἱ συνασκητές του στήν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, Κοσμᾶς, Ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, Ἀνδρέας ὁ Κρήτης καί Στέφανος ὁ Σαββαΐτης, ἀνηψιός τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Ἀργότερα, καί συγκεκριμένα στά μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος ὁ Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος, μιμούμενος τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, συνέθεσε κανόνες καί στιχηρά στούς ὀκτώ ἤχους τῶν ἄλλων ἕξι ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδος καί ὅλο αὐτό τό ἔργο τό ὀνόμασε Ὀκτάηχον Νέον. Ἔτσι, ἡ Ὀκτάηχος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, πού περιεῖχε τά ἀναστάσιμα στιχηρά τροπάρια καί τούς ἀναστάσιμους κανόνες αὐτοῦ καί τῶν Ἁγιοσαββατῶν πατέρων, συνενώθηκε μεταγενέστερα μέ τό Ὀκτάηχον τό Νέον τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ὑμνογράφου καί ὅλο αὐτό τό ὑλικό ἀπετέλεσε τό βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς πού ἔχουμε σήμερα στήν Ἐκκλησία.

Ἔτσι, λοιπόν, τό βιβλίο, πού λέγεται Παρακλητική, περιλαμβάνει ὅλα τά τροπάρια πού συνέθεσαν ἅγιοι ἄνθρωποι, μεγάλου πνευματικοῦ βάθους καί ὕψους, καί ἀναφέρεται σέ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος καί στούς ὀκτώ ἤχους τῆς Ἐκκλησίας. Συνδυάζουν ποίηση ἐκπληκτικῶν διαστάσεων πού συνδέεται μέ τήν θαυμάσια ἐκκλησιαστική μουσική τῶν ὀκτώ ἤχων, καί ἐκτός τῆς γνώσεως τῆς θεολογίας, ἐκφράζουν ὅλες τίς ψυχικές καταστάσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι τήν χαρά, τήν κατάνυξη, τόν θριαμβευτικό χαρακτήρα καί πολλά ἄλλα.

Θά πρέπει νά ἐπισημανθῆ ὅτι κάθε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἑορτάζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀφιερώνεται σέ ἕνα γεγονός καί σέ συγκεκριμένους ἁγίους. Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, πού εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, εἶναι ἀφιερωμένη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ· ἡ Δευτέρα ἀφιερώθηκε στούς ἀγγέλους· ἡ Τρίτη στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, πού ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ· ἡ Τετάρτη στήν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ, τόν Σταυρό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο· ἡ Πέμπτη στούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τόν λαοφιλῆ ἅγιο Νικόλαο· ἡ Παρασκευή στά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ταφή τοῦ Χριστοῦ· καί τό Σάββατο στούς ἁγίους Πατέρες, Προφῆτες καί Μάρτυρες καί ὅλους τούς κεκοιμημένους. Ἔτσι, κάθε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος τήν ζοῦμε ἑορταστικά καί ὅλος ὁ βίος μας συνδέεται στενά μέ τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους.

Στό τέλος τῆς Παρακλητικῆς ὡς παράρτημα δημοσιεύονται τά ἕνδεκα Ἑωθινά ἀναστάσιμα, πού ψάλλονται ὡς Δοξαστικά τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, τά ὁποῖα συνέταξε ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Σοφός, καί τά ἀναστάσιμα Ἐξαποστειλάρια πού συνέθεσε ὁ υἱός του Βασιλεύς Κωνσταντῖνος. Ἐπίσης, δημοσιεύονται διάφοροι Τριαδικοί ὕμνοι κατ’ ἦχον, τά Ἐξαποστειλάρια ὅλης τῆς ἑβδομάδος, τά Θεοτοκία σέ κάθε ἦχο, ὁ Μικρός καί Μέγας Παρακλητικός Κανόνας.

Ὅλη ἡ Παρακλητική εἶναι ἕνα μεγαλειῶδες λειτουργικό βιβλίο πού συνδυάζει δόγμα καί προσευχή, ποίηση καί ὑμνωδία, δοξολογία καί κατάνυξη, τελικά καταγράφει ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρόκειται γιά ἕναν πλοῦτο ὑψηλοτάτων θεολογικῶν, λογοτεχνικῶν καί πνευματικῶν προδιαγραφῶν.

Μέ τό βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νά ζήσουμε ὅλο τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρός καί μέγας, ἀλλά καί ὅλο τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τό τί ἔκανε ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο. Καί αὐτά ὄχι μόνο τά διαβάζουμε, ἀλλά καί τά ψάλλουμε, μέ μικρές καί δυνατές λέξεις καί ἐκφράσεις, καί ἔτσι μποροῦμε νά ἐκδιώξουμε ὅλες τίς στενοχώριες, τούς πειρασμούς, τά καθημερινά μικρά μας προβλήματα.

Ὅταν καταλάβουμε γιά ποιόν σκοπό δημιουργηθήκαμε καί πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, τότε ὅλα τά ἄλλα πηγαίνουν στό περιθώριο τῆς ζωῆς μας καί ἡ ψυχή μας παρακαλεῖται, παρηγορεῖται καί ἐμπνέεται. Τότε ὅλη ἡ ἑβδομάδα εἶναι εὐλογημένη.

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος

Γραπτό Κήρυγμα, γιά τήν Ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου

Κυριακή, 15 Αὐγούστου.

Στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως», αὐτό πού χαρακτηρίζουμε ὡς τό «Πιστεύω», ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική», γιατί εἶναι συνδεδεμένη μέ τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία», γιατί μία εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, καί ἕνα εἶναι τό Σῶμα Του‧ εἶναι «Ἁγία» γιατί ἁγία εἶναι ἡ κεφαλή της‧ εἶναι «Καθολική», γιατί ὁ Χριστός προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἦλθε νά σώση ὅλους τούς ἀνθρώπους‧ καί εἶναι «Ἀποστολική», γιατί ὁ Χριστός ἀπέστειλε τούς Ἀποστόλους σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, γιά νά μεταδώσουν τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἡ Ἐκκλησία ἐνῶ εἶναι «Μία», συγχρόνως ἔχει δύο «ὄψεις», τήν ἐπίγεια καί τήν οὐράνια. Στήν ἐπίγεια ὄψη τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκουμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πού ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί στήν οὐράνια ὄψη τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἅγιοι πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, καί οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ὅπως τό περιγράφει θαυμάσια τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

Ὅμως, δέν πρόκειται γιά δύο Ἐκκλησίες, ἀλλά γιά μία Ἐκκλησία πού τό ἕνα τμῆμα της ἔχει ἤδη εἰσέλθει στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τό ἄλλο τμῆμα της εἴμαστε ἐμεῖς πού ζοῦμε ἀκόμη στήν ἔρημο, καί πορευόμαστε ἀπό τήν Αἴγυπτο στήν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ὅλοι ἔχουμε ὡς κεφαλή τόν Χριστό καί ζοῦμε καί ἀναπνέουμε ἀπό Αὐτόν.

Σημαντική θέση στήν Ἐκκλησία κατέχει ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ στούς οὐρανούς καί τήν Πεντηκοστή δέν εἶχε κάποια θέση στήν διοίκηση καί ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἦταν πάνω ἀπό ὅλους, ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ.

Ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὅπως γράφει ὁ Μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης (14ος αἰώνας), ἐπέχει τήν θέση τοῦ τραχήλου, διά τοῦ ὁποίου ἔρχονται στό σῶμα οἱ δωρεές καί οἱ ἐντολές τῆς κεφαλῆς καί διά τοῦ ὁποίου ἀνέρχονται στήν κεφαλή ὁ πόνος καί ἡ προσευχή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο προσέλαβε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ τήν σάρκα Του, τήν ὁποία θέωσε ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεως, ἀπό αὐτήν ἤπιε τό γάλα καί ἔλαβε τήν τροφή, γι’ αὐτό ὁ Χριστός τῆς ἔδωσε τήν Χάρη νά γίνη «τροφός πάσης νοερᾶς τε καί λογικῆς φύσεως».

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ «Νύμφη ἀνύμφευτος» τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.

Αὐτό ἐκφράζεται κατά τόν καλύτερο τρόπο ἀπό τόν συνθέτη τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, ὅταν λέγη: «Χαῖρε κλίμαξ ἐπουράνιε δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν». Αὐτός ὁ χαιρετισμός ἔχει ὡς βάση τό ὅραμα πού εἶδε ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ στήν Παλαιά Διαθήκη, κατά τό ὁποῖο ὑπῆρχε μιά μεγάλη κλίμακα πού ἦταν στηριγμένη στήν γῆ καί ἡ κεφαλή της ἔφθανε στόν οὐρανό καί οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν σέ αὐτήν «ὁ δέ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ’ αὐτῆς» (Γεν. κη΄, 12-13).

Ἡ Ἐκκλησία ἁγιογράφησε κατά τρόπο θαυμαστό μέσα στούς Ἱερούς Ναούς αὐτήν τήν σημαντική θέση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μέ πολλές παραστάσεις καί σέ πολλές ἐκφράσεις.

Γνωρίζουμε ὅτι ἡ εἰκόνα, ὅπως ἁγιογραφεῖται ἀπό τούς ἁγιογράφους, ἐκφράζει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἀποτυπώνει τήν μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἰδικά αὐτό γίνεται μέ τήν ἁγιογράφηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀφοῦ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, λέγεται Θεοτόκος ὄχι μόνον «διά τήν φύσιν τοῦ Λόγου, ἀλλά καί διά τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καί συνιστᾶ ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.

Ἔπειτα, ἡ εἰκονογράφηση τῆς Θεοτόκου πού ἔχει στήν ἀγκάλη Της τόν Χριστό ἐκφράζει ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Καί αὐτό δέν εἶναι μιά σύλληψη ἁπλῶς τῶν ἁγιογράφων, ἀλλά εἶναι ἔκφραση τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἑβδόμη (Ζ΄) Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει ἀποφανθῆ ὅτι ἡ εἰκόνα δέν εἶναι «τῶν ζωγράφων ἐφεύρεσις», «ἀλλά τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοθεσία καί παράδοσις». Αὐτό τό ἀναλύει ἀκόμη περισσότερο γράφοντας ὅτι «αὐτῶν τῶν πνευματοφόρων Πατέρων ἡ ἐπίνοια καί παράδοσις καί οὐ τοῦ ζωγράφου», δηλαδή ἡ ἁγιογράφηση εἶναι ἔργο τῶν Πνευματοφόρων Πατέρων καί ὄχι τῶν ζωγράφων, δηλαδή ἐνῶ «τοῦ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον», ἡ διάταξη εἶναι τῶν «δειμαμένων ἁγίων Πατέρων».

Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ἁγίων Πατέρων καθόρισε τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τό πῶς θά ἁγιογραφοῦνται γιά νά δείχνουν τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ἁγιογράφοι ἐκφράζουν αὐτήν τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν τέχνη τους.

Ἀκόμη, ἡ ἁγιογράφηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων δείχνει καί τήν σχέση μεταξύ τῶν εἰκόνων καί τῆς θείας Λειτουργίας. Αὐτό φαίνεται στόν τρόπο πού ἁγιογραφοῦνται οἱ εἰκόνες ἐντός τοῦ Ναοῦ, ὅπου γίνεται ἡ θεία Λειτουργία καί δείχνει καί τήν οὐράνια θεία Λειτουργία.

Μέσα στόν Ναό μέ τίς ἁγιογραφίες φαίνεται αὐτός ὁ εἰκονογραφικός κύκλος πού εἰκονίζει τήν θεία Λειτουργία, ἐπίγεια καί οὐράνια. Δηλαδή, τό σχῆμα τοῦ Βυζαντινοῦ Ναοῦ φανερώνει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ὁλόκληρος ὁ Ἱερός Ναός εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, προέκταση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ὁ τροῦλλος εἶναι ἡ κεφαλή, τά σφαιρικά τρίγωνα εἶναι οἱ ὦμοι καί οἱ τοῖχοι εἶναι τό σῶμα. Ἐκτός αὐτοῦ ὁ τροῦλλος δηλώνει τόν οὐρανό, οἱ τοῖχοι δηλώνουν τόν χῶρο καί τόν χρόνο στόν ὁποῖο ζοῦν οἱ Χριστιανοί καί ἡ κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος εἶναι αὐτή πού ἑνώνει τήν γῆ μέ τόν οὐρανό.

Ἡ ἁγιογράφηση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἀκολουθεῖ αὐτήν τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Στόν τροῦλλο ἁγιογραφεῖται ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, τόν Ὁποῖον ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ∙ γιά τόν ἄσαρκο Λόγο ὁμίλησαν οἱ Προφῆτες καί γιά τόν σεσαρκωμένο Λόγο, τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ἔγραψαν οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές.

Στό Ἱερό Βῆμα, στόν λεγόμενο λειτουργικό κύκλο, ἁγιογραφοῦνται οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες καί στούς τοίχους τῶν Ἱερῶν Ναῶν ἁγιογραφοῦνται οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, Μάρτυρες καί Ὅσιοι, ἄνδρες καί γυναῖκες.

Μεταξύ τοῦ Ναοῦ καί τοῦ τρούλλου ὑπάρχει ἡ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ἡ ὁποία ἑνώνει τόν τροῦλλο μέ τόν κυρίως Ναό καί ἐκεῖ ἁγιογραφεῖται ἡ Πλατυτέρα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή αὐτή μεταφέρει τά αἰτήματα τῶν πιστῶν στόν Θεάνθρωπο Χριστό, καί ὁ Θεάνθρωπος Χριστός δι’ αὐτῆς δίνει τίς δωρεές Του στούς ἀνθρώπους.

Κατά τόν ἁγιογράφο Φώτη Κόντογλου ἡ Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν ζωγραφίζεται στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος νά κάθεται στόν θρόνο, νά βαστάζη τόν Χριστό ὡς παιδίον στά γόνατά Της, νά εἶναι μεταξύ τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ, οἱ ὁποῖοι στέκονται σέ στάση δεήσεως.

Τό χαρτί (τό εἰλητάριο) πού κρατεῖ ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ γράφει: «Παρίστανται δουλοπρεπῶς τῷ τόκῳ σου αἱ τάξεις αἱ οὐράνιαι ἐκπληττόμεναι ἀξίως τό τῆς σῆς ἀσπόρου λοχείας, ἀειπάρθενε». Καί τό χαρτί πού κρατᾶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἔχει γραμμένα: «Τῇ ἀειπαρθένῳ καί μητρί τοῦ βασιλέως τῶν ἄνω δυνάμεων καί καθαρωτάτῃ καί ἁγίᾳ, πιστοί, πνευματικῶς βοήσωμεν». Αὐτά τά δύο χωρία δείχνουν τί εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ποιό εἶναι τό ἔργο της.

Καί ἐμεῖς, κατά προτροπή τῶν Ἀρχαγγέλων ἄς βοήσουμε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο κατά τήν σημερινή ἑορτή τῆς ἐνδόξου Κοιμήσεώς της:
Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, ἡ ὄντως Θεοτόκος, ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ οὐράνια Κλίμακα ἀπό τήν ὁποία κατέβηκε ὁ Θεός στήν γῆ καί ἀνεβήκαμε ἐμεῖς στόν οὐρανό, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν. Ἀμήν.

Χρόνια πολλά καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νά εἶναι βοήθειά μας.

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

Ἱερόθεος