Skip to main content

Γραπτὸ κήρυγμα: Κυριακὴ Β Νηστειῶν - Ἁγία Γραφὴ καὶ Πατέρες

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτὸ Θεῖο Κήρυγμα Κυριακῆς B Νηστειῶν 

Κυριακὴ 20 Μαρτίου 2022


Κυριακὴ B Νηστειῶν 

Ἁγία Γραφὴ καὶ Πατέρες

«καί ἔρχονται πρός αὐτόν παραλυτικόν φέροντες, αἰρόμενον ὑπό τεσσάρων...» (Μάρκ. β', 3)

Πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε τήν μεγάλη σημασία τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἡ Ἀποκάλυψη δέν ταυτίζεται μέ τήν Ἁγία Γραφή. Αὐτό γίνεται ἀπό τούς Προτεστάντες μέ ἀποτέλεσμα νά πέφτουν σέ πολλές αἱρέσεις. Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Πεντηκοστή εἶναι οἱ ἅγιοι, ἐνῶ ὁ λόγος τῶν ἁγίων εἶναι λόγος περί τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔτσι, ὅσοι ἔχουν μέσα τους τήν ἁγιαστική ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος, μποροῦν νά ἀντιληφθοῦν τους ἀποκαλυπτικούς λόγους τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί προγενεστέρων τους ἁγίων. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀλάνθαστοι ἑρμηνευτές τῶν Ἁγίων Γραφῶν, γιατί ἔφθασαν στόν φωτισμό τοῦ νοῦ.

Ἔτσι, ἡ καλύτερη «ἐπιστημονική» προσέγγιση τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἡ διά τῶν ἁγίων. Κάθε ρῆμα τῆς Γραφῆς ἔχει «ἐγκεκρυμμένην ἐν ἑαυτῷ δύναμιν πνευματικήν», τήν ὁποία ἀντιλαμβάνεται αὐτός πού ἔχει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέν εἶναι ὑπόθεση μόνον γραμματικῶν, φιλολογικῶν ἤ καί ἱστορικῶν γνώσεων, ἀλλά κυρίως θεωρίας Θεοῦ. Ὁ νοῦς τοῦ ἁγίου καθαρίζεται, φωτίζεται καί βλέπει καθαρά ὅλο τό βάθος κάθε ρητοῦ. Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ, ὅσοι, φωτιζόμενοι ἀπό τήν θεία Χάρη, ὁδηγοῦνται στήν τελειότητα τῆς ζωῆς, πάντοτε αἰσθάνονται σάν νά προέρχεται μιά νοητή ἀκτίνα μέσα ἀπό τούς στίχους τῶν γεγραμμένων καί ἡ ὁποία διαχωρίζει μέ πνευματική γνώση τό νόημα τῶν ψιλῶν λόγων ἀπό τά πράγματα τῶν λεγομένων. Γι᾿ αὐτό ἔχει εἰπωθῆ ὅτι καί ἄν ἀκόμη χαθοῦν ὅλα τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τά πατερικά συγγράμματα, ὑπάρχουν Πατέρες πού μποροῦν νά τά ξαναγράψουν, ἀφοῦ ἡ ζωή δέν χάνεται.

Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπό μερικούς συγχρόνους του κατηγορήθηκε ὡς συντηρητικός θεολόγος καί ἀπό ἄλλους ὡς μοντέρνος. Αὐτό συνέβη, γιατί ἔχοντας τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄντας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ἑπομένως συγγενής κατά πνεῦμα μέ ὅλους τούς ἁγίους Πατέρας, ἐξέφραζε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν συγκεκριμένη ἐποχή πού ζοῦσε.

Στήν συνέχεια θά ἀναφέρουμε δύο ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πάνω στήν περικοπή τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ.

* * *

Ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστός βρισκόταν μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι στήν Καπερναούμ. Ἀμέσως «συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδέ τά πρός τήν θύραν καί ἐλάλει αὐτοῖς τόν λόγον» (Μάρκ. β', 2). Ἑρμηνεύει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι ὅλοι ἄκουγαν τόν Χριστό, ὅλοι ὅμως δέν ὑπήκουαν. Ἔτσι, ὅλοι εἴμαστε φιλήκοοι καί φιλοθεάμονες, ὄχι ὅμως καί φιλάρετοι. Ὅλοι μας ἐπιθυμοῦμε νά μάθουμε τά σωτήρια, γι᾿ αὐτό καί οἱ περισσότεροι ὄχι μόνον εὐχάριστα ἀκοῦν τήν ἱερά διδασκαλία, ἀλλά καί «φιλοκρινοῦσι τούς λόγους». Ἡ παρατήρηση αὐτή εἶναι ἀξιοπρόσεκτη. Πολλοί εἶναι οἱ Χριστιανοί πού ἐπιθυμοῦν τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν γνώση τοῦ τρόπου τῆς σωτηρίας τους καί τήν γνώση διαφόρων θεολογικῶν ἀληθειῶν, ἀλλά δέν ἀγωνίζονται νά καρποφορήση μέσα τους ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.

Στήν ἐποχή μας ὑπάρχει νοοτροπία νά ἀκοῦμε ἀναλύσεις πατερικῶν κειμένων καί νά μιλᾶμε θεολογικά, ἀλλά δυσκολευόμαστε συγχρόνως νά τηρήσουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, νά φυλάξουμε τίς ἐντολές. Στήν πράξη ἀποδεικνυόμαστε ἐντελῶς ἀνίσχυροι νά ἀντιμετωπίσουμε μιά δύσκολη κατάσταση. Ὁπότε, τί σημασία ἔχει νά κατέχουμε γνώσεις γύρω ἀπό τήν χριστιανική ζωή, ἐνῶ στήν πράξη εἴμαστε πνευματικά πτωχοί; Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέγει ὅτι ἡ γνώση ἀποκεκομμένη ἀπό τήν πράξη εἶναι θεολογία δαιμόνων. Χρειάζεται ἀγώνας γιά νά τηροῦμε τίς ἐντολές καί ἔτσι νά προχωρήσουμε στήν θεωρία τοῦ Λόγου καί ὄχι νά στεκόμαστε στήν ἀκρόαση τοῦ λόγου. Νά εἴμαστε φιλάρετοι καί ὄχι ἁπλῶς φιλήκοοι καί φιλοθεάμονες.

* * *

Ὁ παραλυτικός «αἱρόμενος ὑπό τεσσάρων» ἔφθασε στήν οἰκία, ὅπου δίδασκε ὁ Χριστός. Ἐπειδή ὁ κόσμος ἦταν πολύς τόν ἀνέβασαν στήν ὀροφή, «ἀπεστέγασαν τήν στέγην» (Μάρκ. β', 3-4). καί κατέβασαν τόν παραλυτικό μαζί μέ τό κρεββάτι μπροστά στόν Χριστό, πού τοῦ χάρισε τήν ἴαση καί θεραπεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος προσαρμόζει αὐτό τό γεγονός στήν θεραπεία τῆς παραλύτου ψυχῆς. Καθένας πού πρόσκειται στίς ἡδονές εἶναι παράλυτος στήν ψυχή, κείμενος ἐπάνω στό κρεββάτι τῆς ἡδυπάθειας καί τῆς σαρκικῆς ἀνέσεως. Ἡ ψυχή εἶναι παράλυτη, καθηλωμένη σ᾿ ἕνα σῶμα πού ὑπηρετεῖ τίς ἡδονές καί χρειάζεται νά ἐπιστρέψη στόν Χριστό γιά νά θεραπευθῆ. Τήν βοηθοῦν τέσσερεις παράγοντες ἤτοι «ἡ οἰκεία κατάγνωσις» (αὐτομεμψία), ἡ «ἐξαγόρευσις τῶν προημαρτημένων» (ἐξομολόγηση), «ἡ ὑπόσχεσις ἀποχῆς τῶν κακῶν» (ὑπόσχεση γιά διόρθωση) καί «ἡ δέησις πρός Θεόν» (προσευχή). Ἀπαιτεῖται ὅμως νά ἀποστεγάσουν τήν στέγη, τήν ὀροφή. Ὀροφή εἶναι τό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς, πού εἶναι φορτωμένο ἀπό ὑλικά, πού προέρχονται ἀπό τήν σχέση πρός τά γήϊνα καί τά πάθη καί χωρίζουν τήν ψυχή ἀπό τόν Χριστό. Ὅταν καθαρισθῆ ὁ λογισμός τότε μποροῦμε νά ταπεινωθοῦμε, νά προσπέσουμε καί νά προσεγγίσουμε τόν Χριστό. Ἀμέσως τότε ὁ παράλυτος νοῦς ἀκούει τήν γλυκυτάτη λέξη «τέκνον» καί λαμβάνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπίσης, λαμβάνει καί δύναμη γιά νά σηκώση τό κρεββάτι. Δηλαδή, ὁ ὑγιής νοῦς ἄγει καί διευθύνει τό σῶμα στά ἔργα τῆς μετανοίας καί δέν διευθύνεται ἀπό αὐτό, ὅπως γινόταν προηγουμένως. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀνασταίνεται καί ζῆ τήν ἐν Χριστῷ ζωή.

Αὐτά τά λίγα μᾶς φανερώνουν ὅτι γιά νά μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή πρέπει ἀπαραίτητα νά ἔχουμε τήν καθοδήγηση τῶν παλαιῶν καί σύγχρονων ἁγίων Πατέρων. Νά τήν διαβάζουμε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ἡ ἀνάγνωση θά ἀνάπτη τόν πόθο γιά τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί θά ἀνασταίνεται ἡ ψυχή ἀπό τήν νέκρωσή της.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ κήρυγμα: Κυριακὴ Γ Νηστειῶν - Ἁμαρτία καί Σταυρός

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό Θεῖο Κήρυγμα Κυριακῆς Γ Νηστειῶν 

Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

Γραπτὸ κήρυγμα: Κυριακὴ Γ Νηστειῶν - Ἁμαρτία καί Σταυρός

«ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. η', 34)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ὑπερφυής καί ἔνδοξη Ἁγία Τράπεζα, πάνω στήν ὁποία ὑπάρχει ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστός, ὁ Ὁποῖος, ὡς μέγας Ἀρχιερεύς, τέλεσε τήν μεγάλη θυσία, πού εἶναι ἡ ἐπιστροφή ὅλης τῆς κτίσεως στόν Θεό. Πράγματι, ὁ Σταυρός εἶναι τό συνεκτικό σημεῖο ὅλης τῆς κτίσεως, ἡ ἑνότητα ὅλων τῶν κόσμων.

Γιά νά δοῦμε ὅμως τήν μεγάλη σημασία τοῦ Σταυροῦ πρέπει νά δοῦμε τήν διασπαστική ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας. Πρίν ἀπό τήν πτώση ὑπῆρχε ἑνότητα μεταξύ Θεοῦ, ἀνθρώπου καί ὅλης τῆς κτίσεως. Μετά τήν ἁμαρτία διασπάστηκε ἡ κτίση καί ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό. Σήμερα ξέρουμε τίς φοβερές συνέπειες πού προέρχονται ἀπό τήν διάσπαση τοῦ ἀτόμου. Δέν μπορεῖ ὅμως νά συγκριθῆ μέ τά ἀποτελέσματα ἀπό τήν διάσπαση τοῦ ἀνθρώπου, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας.

Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μιά ἁπλῆ παράβαση ἑνός Νόμου, ἀλλά ἡ ἀνώμαλη κίνηση τῶν φυσικῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά κινῆται ἀδιάλειπτα πρός τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς θεώσεως, κινεῖται πρός τά αἰσθητά. Ἔτσι, ἡ ἁμαρτία εἶναι στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ καί ἡ «ἐκ τοῦ κατά φύσιν εἰς τό παρά φύσιν ἑκουσίως παραδρομή», κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Ἄς δοῦμε αὐτήν τήν «ἀνώμαλη κίνηση», τήν διασπαστική ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας.

Πρῶτα-πρῶτα διασπάστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό. Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι τό Φῶς καί ἡ Ζωή τῶν ἀνθρώπων, καταλαβαίνουμε ὅτι μέ τήν ἀπομάκρυνσή του ὁ ἄνθρωπος ἀπό Αὐτόν κλείστηκε στό σκοτάδι καί στόν θάνατο. Φόρεσε τούς «δερματίνους χιτῶνας» τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος. Ἔφθασε σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ἀγνοοῦσε τόν Θεό καί λάτρευε τά εἴδωλα.

Ἐπίσης, διασπάστηκαν καί οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους. Ὁ Ἀδάμ βλέποντας τήν Εὔα ἀμέσως μετά τήν δημιουργία της, χάρηκε καί εἶπε: «Τοῦτο ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου» (Γεν. β', 23). Μετά ὅμως τήν ἁμαρτία εἶπε: «Ἡ γυνή ἥν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπό τοῦ ξύλου καί ἔφαγον» (Γεν. γ', 12). Ἀπό «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων του» ἔγινεν ἀμέσως ἡ γυναίκα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός.

Διασπάστηκε ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος ἐσωτερικά. Πρό τῆς ἁμαρτίας ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἦταν ἑνωμένες, ἀφοῦ κέντρο τους ἦταν ὁ Θεός. Μετά τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ χάθηκε τό κέντρο, ἀποδιοργανώθηκαν ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἄλλα σκέπτεται ὁ νοῦς, ἄλλα ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά καί ἄλλα πράττει ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐπίσης, διασπάστηκε ὁ σύνδεσμος μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος πρό τῆς πτώσεως ἦταν Βασιλεύς ὅλης τῆς φύσεως. Τώρα ὅμως μετά τήν πτώση ἔχασε τόν θρόνο του καί ἡ φύση ἀρνεῖται νά ὑποταχθῆ. Χρειάζεται νά χυθῆ πολύς ἱδρώτας γιά νά τοῦ δίνη τά ἀπαραίτητα πρός τό ζῆν. Τοῦ ἀποκρύπτει πολλά μυστικά, τά ὁποῖα ἀνακαλύπτει σιγά-σιγά μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἀκόμη, ὅλη ἡ φύση διασπάστηκε ἀπό τόν Θεό, εἶναι ὑποτεταγμένη καί δούλη τοῦ θανάτου. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ἦταν τό καθαρό κάτοπτρο μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἀκτινοβολοῦσε στήν φύση τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν θρυμματίστηκε τό κάτοπτρο, ἔπεσε βαθύ σκοτάδι σέ ὅλη τήν δημιουργία.

Ὅλες αὐτές τίς διασπάσεις τίς ἥνωσε ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: «Ἥπλωσας τάς παλάμας καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα».

Ἔτσι, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στόν Σταυρό καί κατ᾿ ἐπέκταση τό ζωοποιό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητος καί ἀφθαρσίας ὅλης τῆς φύσεως.

Διά τοῦ Σταυροῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στόν Θεό καί ἑνώνεται μαζί Του. Ἐνδύεται τό Φῶς καί ἀποκτᾶ τήν Ζωή. Ἀποβάλλει τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος καί ἐνδύεται τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ἀθανασίας. Διά τοῦ Σταυροῦ ἑνώνονται οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους. Αὐτό συμβαίνει πραγματικά μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπου οἱ ἄνθρωποι, ὁποιασδήποτε ἐθνότητος, γίνονται ἀδελφοί μεταξύ τους καί μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. «Σωτηρίαν εἰργάσω ἐν μέσῳ τῆς γῆς, Χριστέ ὁ Θεός· ἐπί Σταυροῦ τάς ἀχράντους σου χεῖρας ἐξέτεινας ἐπισυνάγων πάντα τά ἔθνη, κράζοντα· Κύριε δόξα σοι», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία.

Διά τοῦ Σταυροῦ ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος ἐσωτερικά. Οἱ τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς πού ἔχασαν τό κέντρο τους, τόν Θεό, καί διασπάστηκαν καί μεταξύ τους, τώρα ἑνώνονται. Ὁ νοῦς σκέπτεται ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, ἡ ἐπιθυμία ἐπιθυμεῖ ὅ,τι θέλει ὁ Θεός καί ὁ θυμός τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Στόν ἄνθρωπο τοῦ Ἐσταυρωμένου, στόν φίλο τοῦ Σταυροῦ, δέν ὑπάρχουν ἐκεῖνες οἱ ψυχικές συγκρούσεις, γιά τίς ὁποῖες κάνει λόγο ἡ σύγχρονη ψυχολογία.

Διά τοῦ Σταυροῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται βασιλεύς καί ἡ κτίση τόν ὑπηρετεῖ. Αὐτό τό βλέπουμε στήν ζωή τῶν ἁγίων, πού καί τά ἄγρια θηρία τούς ὑπηρετοῦσαν, ἀφοῦ μέσα τους εἶχαν τήν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος καί τά θηρία ὀσφραίνονταν τήν ὀσμή τοῦ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως.

Διά τοῦ Σταυροῦ, τέλος, ἐπιστρέφει ὅλη ἡ κτίση στόν Θεό, ἀφοῦ ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος ἀντανακλᾶ στήν κτίση τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, φωτίζεται καί ἁγιάζεται. Αὐτό τό δείχνει καθαρά ἡ Βυζαντινή ἁγιογραφία πού παρουσιάζει τήν φύση φωτεινή. Τελικά καί αὐτή θά ἐλευθερωθῆ ἀπό τήν φθορά.

Ὁ Τίμιος Σταυρός εἶναι ἡ ἑνότητα ὅλων τῶν κόσμων, διότι δι᾿ αὐτοῦ κατατροποῦται τό μόνο διασπαστικό στοιχεῖο, ἡ ἁμαρτία. «Διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, πού εἶναι μακρυά ἀπό τόν Σταυρό, βρίσκονται στήν βασανιστική κατάσταση τῆς διαιρέσεως. Ἡ ἑνοποίηση καί ἡ εἰρήνευση ἔξω ἀπό τόν Σταυρό εἶναι ἀδύνατη. Ὅσοι ὅμως ἑνώνονται μέ τόν Ἐσταυρωμένο Χριστό, ὑπερβαίνουν ὅλες τίς διαιρέσεις καί καταργοῦν ὅλες τίς διασπάσεις. Ὅπως ὅλο τό φῶς, λέγει ἕνας ἅγιος, εἶναι συγκεντρωμένο στόν ἥλιο, ἔτσι καί στόν Σταυρό βρίσκεται συγκεντρωμένη ὅλη ἡ ἀγάπη καί ἡ εἰρήνη τοῦ Παντοκράτορος Χριστοῦ.

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ κήρυγμα: Κυριακὴ Δ Νηστειῶν - Μοναχισμός καί Ὀρθοδοξία

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτὸ Θεῖο Κήρυγμα Κυριακῆς Δ Νηστειῶν 

Κυριακὴ 3 Ἀπριλίου 2022

Γραπτὸ κήρυγμα: Κυριακὴ Δ Νηστειῶν - Μοναχισμός καί Ὀρθοδοξία

«τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Μάρκ. θ', 29)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Στήν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν γιατί δέν μπόρεσαν νά βγάλουν τό δαιμόνιο ἀπό τόν νέο πού βασανιζόταν «παιδιόθεν», ὁ Κύριος ἀπάντησε, ὅτι τό γένος αὐτό, πού κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ «εἶναι τό πάνδεινο δαιμόνιο τῆς ἀκολασίας», δέν μπορεῖ μέ κανένα ἄλλο μέσο νά βγῆ ἀπό τόν ἄνθρωπο, παρά μόνον μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία. Καί ἐπειδή αὐτός πού κατέχεται ἀπό τό δαιμόνιο εἶναι δύσκολο νά προσευχηθῆ καί νά νηστεύση πρέπει νά τό κάνουν ἐκεῖνοι πού θέλουν νά θεραπεύσουν τόν δαιμονισμένο.

Ἡ ἀπάντηση αὐτή τοῦ Κυρίου μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά διατυπώσουμε μερικές σκέψεις, ἀφ᾿ ἑνός μέν γύρω ἀπό τήν προσευχή καί τήν νηστεία, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γύρω ἀπό τήν σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ Μοναχισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας.

Κατ’ ἀρχάς ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία εἶναι ἀπαραίτητα μέσα γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό κάθε δαιμονική τυραννία καί τήν ἐπιστροφή μας στόν Θεό. Ἰδιαίτερα γιά τό γένος αὐτό τῶν δαιμονίων, πού εἶναι «οἱ ἀλλόκοτοι καί δυσέρωτες ἔρωτες», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία εἶναι ἰσχυρότατα ὅπλα. Μέ τήν νηστεία χαλινώνουμε τό σῶμα καί καταστέλλουμε τίς ἐπαναστάσεις του, καί μέ τήν προσευχή κατευνάζουμε τούς λογισμούς πού ἐρεθίζουν τά πάθη. Γενικά, ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία διαδραματίζουν σπουδαῖο ρόλο στήν ζωή τοῦ Χριστιανοῦ, πού ἀγωνίζεται γιά τήν κατά Χάρη θέωσή του.

Μέ τήν νηστεία βιώνουμε τήν παραδείσια προπτωτική κατάσταση, τότε πού ὁ Ἀδάμ δέν εἷχε παραβῆ ἀκόμη τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, μέ τήν νηστεία ζοῦμε τό δράμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου πού ἔγινε μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς καί τήν ἀπώλεια τῆς θείας Χάριτος. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποκαλεῖ τήν νηστεία «πρεσβυτέρα Νόμου», γιατί δόθηκε ὡς ἐντολή καί πρίν ἀπό τόν Νόμο τοῦ Μωϋσέως, άκόμη, μέ τήν νηστεία βιώνουμε μερικές καταστάσεις ἀπό τήν ἐσχατολογική κατάσταση τῶν δικαίων. Γνωρίζουμε ὅτι στήν ζωή πού θά ἀκολουθήση μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου δέν θά ὑπάρχουν ὑλικές ἀνάγκες καί ὁ χαριτωμένος ἄνθρωπος θά εὐφραίνεται ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Χριστό.

Μέ τήν προσευχή ζοῦμε πραγματικά τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ πνευματική ζωή ἐκφράζεται καί ἐκδηλώνεται μέ τήν προσευχή. Ὑπάρχει ἕνας ἐπιτυχής ὁρισμός τῆς προσευχῆς πού δόθηκε ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, πού σήμερα ἑορτάζει, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο «προσευχή ἐστι συνουσία ἀνθρώπου καί Θεοῦ». Πράγματι, κατά τήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει τήν «νηφάλιον μέθην», βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἡ χρησιμοποίηση τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν κάθαρση καί τήν θέωσή μας. Ἔτσι ἐξηγεῖται, ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι χρησιμοποίησαν καί ἀγάπησαν αὐτά τά πνευματικά μέσα.

Συνήθως οἱ ἄνθρωποι, δικαιολογώντας τήν διάθεσή τους νά ζοῦν κατά τό θέλημά τους, ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ προσευχή καί ἠ νηστεία εἶναι κατάλληλα μέσα γιά τούς μοναχούς πού εἶναι ἀφιερωμένοι στόν Θεό καί ὄχι τόσο γιά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν καί ἐργάζονται στόν κόσμο. Μέ αὐτή τήν λαθεμένη σκέψη γίνεται μιά διάσπαση τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους καί μιά ἀλλοίωση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος.

Πρέπει νά τονισθῆ ὁ μοναχισμός εἶναι ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτό μποροῦμε νά τό δοῦμε σέ τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδοξίας πού φανερώνουν καθαρά τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι τό Ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι κατ᾿ οὐσίαν μοναχικό καί ἡ μοναχική ζωή εἶναι ὀρθόδοξη ζωή.

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀσκητική. Ὅταν λέμε ἀσκητική ζωή ἐννοοῦμε κυρίως τήν εὐαγγελική ζωή πού στηρίζεται πάνω στήν μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὀρθοδόξου ἤθους. Ἄσκηση ἀκόμη εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά παραμείνη ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος ἀπό τήν κυριαρχία πού θέλουν νά τοῦ ἐπιβάλλουν τά κτίσματα. Ἄσκηση εἶναι ἡ μεταστροφή τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν. Ἐπίσης, ἄσκηση εἶναι ἡ συμμόρφωση σέ ὅλες τίς ἐντολές τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ὅλοι μποροῦν νά τό ζήσουν. Καί οἱ μοναχοί καί ὅσοι ζοῦν στόν κόσμο.

Τίς τρεῖς μοναχικές ὑποσχέσεις μπορεῖ νά τίς τηρήση καί ὁ ἔγγαμος, μέ ἀνάλογη προσαρμογή. Ὁ γάμος ὅταν ἔχη ἀναφορά στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά σωθῆ.

Ὁ Ὀρθόδοξος τρόπος ζωῆς εἶναι κοινοτικός ἤ κοινοβιακός. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν ζῆ μόνος του, ἀλλά μέ τούς ἀδελφούς του καί γιά τούς ἀδελφούς του. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Ἐκκλησία. Αὐτό θά πῆ ὅτι εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί πνευματική (πραγματική) οἰκογένεια.

Αὐτό τό βλέπουμε στήν Θεία Εὐχαριστία πού ἐκφράζει ἄριστα τήν Ἐκκλησία. Στό ὑπερφυές αὐτό Μυστήριο ὅλοι ἀπολαμβάνουμε τό συλλείτουργο. Ὅλα εἶναι κοινά. Κοινή προσευχή, κοινή τροφή, κοινή ζωή. Μαθαίνοντας νά ζοῦμε λειτουργικά, καλούμαστε νά συμμετάσχουμε καί στήν μεγάλη λειτουργία τοῦ σύμπαντος κόσμου, δηλαδή νά θεωροῦμε ὅλους καί ὅλα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς καί ἑπομένως νά προσφέρουμε καί ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ὡς δῶρο σέ αὐτούς.

Ἔτσι, ἡ χριστιανική ζωή εἶναι κοινή ζωή. Ἡ λύπη κοινή λύπη. Ἡ χαρά κοινή χαρά. Ἡ πίστη ἑνότητα πίστεως. Ἡ ἀγάπη κοινωνία ἀγάπης. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά νά ἐκφράζεται στά κοινόβια μοναστήρια. Οἱ μοναχοί ἔχουν κοινή τροφή, ἐνδυμασία, προσευχή, πνευματική καθοδήγηση. Ἀλλά αὐτή τήν κοινή ζωή, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, μποροῦν νά τήν ζήσουν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, μέ τό νά μήν αἰσθάνωνται μόνοι τους καί νά μή ζοῦν μόνο γιά τόν ἑαυτό τους. Τόν ἄλλο νά τόν βλέπουν ὡς ἀδελφό τους καί νά συμμετέχουν στόν πόνο του. Βέβαια, ὁ κοινοβιακός τρόπος ζωῆς γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Στόν πεπτωκότα κόσμο, πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι οὐτοπία νά μιλᾶμε γιά κοινοβιακή ζωή. Ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος ρέπει πρός τήν ἀτομοκρατία.

Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός κινεῖται γύρω ἀπό τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ζῆ ἐν τῷ Θεανθρώπῳ καί δέν κινεῖται γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του. Αὐτό τό βλέπουμε στόν μοναχισμό. Κέντρο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ὁ Ναός. Βάση ἡ λατρεία καί ἡ προσευχή. Ὁ μοναχός ἐπιζητεῖ μέ θερμότητα τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό. Αὐτό μπορεῖ νά τό ἐφαρμόση καί ὁ κάθε Ὀρθόδοξος Χριστιανός μέ τό νά τηρῆ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας νά γίνη δικό του τυπικό.

Ὅλοι μποροῦμε νά ζήσουμε τό ὀρθόδοξο πνεῦμα πού εἶναι ἀσκητικό, κοινοβιακό καί ἐκκλησιαστικό.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ κήρυγμα: Κυριακὴ Θ' Ματθαίου (5 Αὐγούστου) - Θάρρος στὶς δυσκολίες

Ὁ Χριστός, μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων, ἀνέβηκε στὸ ὅρος γιὰ νὰ προσευχηθῇ, καὶ οἱ Μαθητὲς εἰσῆλθαν στὸ πλοῖο γιὰ νὰ πᾶνε στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, δηλαδὴ τὴν Γεννησαρέτ. Ξέσπασε μεγάλη τρικυμία, ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος καὶ τὸ πλοῖο βασανιζόταν ἀπὸ τὰ κύματα. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε βραδιάσει καὶ εἶχε ἐπικρατήσει σκοτάδι. Κατὰ τὴν τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός, δηλαδὴ τὰ ξημερώματα, πῆγε σὲ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς περπατῶντας πάνω στὴν θάλασσα καὶ τοὺς εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμὶ μὴ φοβεῖσθε» (Μάτθ. ἰδ', 27).

Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ παρατηρήση κανεὶς ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς περπατᾶ πάνω στὴν θάλασσα. Ὁ Χριστὸς ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, στὸ πρόσωπό Τοῦ ἔχει ἑνωθῇ ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ὅμως, ὅταν ἐνεργοῦσε ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐνεργοῦσε σὲ κοινωνία μὲ τὴν θεία φύση, καὶ ὅταν ἐνεργοῦσε ἡ θεία φύση, ἐνεργοῦσε σὲ κοινωνία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι, τὸ νὰ περπατᾶ ὁ Χριστὸς πάνω στὴν θάλασσα δὲν ἦταν κάτι τὸ μαγικό, τὸ φακιρικὸ ἢ ἀποτέλεσμα κάποιας τεχνικῆς, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς Θεανδρικότητός Του.

Ἐπίσης, τὸ ἄλλο ποὺ πρέπει νὰ προσέξη κανεὶς εἶναι ὅτι, ὅταν φοβήθηκαν οἱ Μαθηταί, ὁ Χριστὸς φώναξε: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμὶ μὴ φοβεῖσθε». Μὲ τὸν λόγο αὐτὸν τοὺς ἔδωσε θάρρος καὶ ἀποδίωξε τὸν φόβο ποὺ τοὺς εἶχε κυριεύσει. Ὁ φόβος εἶναι μιὰ τρομακτικὴ κατάσταση στὴν ζωή μας καὶ προέρχεται ἀπὸ διάφορα αἴτια, ἤτοι ἀπὸ τὸ ἀβέβαιο μέλλον, ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες, ἀπὸ τὴν μοναξιά, ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ διάφορα φυσικὰ γεγονότα, ὅπως εἶναι οἱ σεισμοί, οἱ πλημμύρες, οἱ κοινωνικὲς ἀναταραχές, ἡ πεῖνα, ἡ ἀνεργία καὶ γενικὰ ἀπὸ κάθε δύσκολη κατάσταση ποὺ προκαλεῖ ἀβεβαιότητα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατο ὃν καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ φοβᾶται ἀπὸ ὅλα αὐτά.

Ὅμως, ὁ Χριστὸς δίνει θάρρος μὲ τὴν παρουσία Τοῦ στοὺς Μαθητές. Δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ψυχολογικὸ γεγονός, ἀλλὰ γιὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἰσέρχεται μέσα στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ μπορεῖ νὰ ὑπερνικήση ὅλες τὶς δυσκολίες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διακηρύσσει: «πάντα ἰσχύω ἐν τὼ ἐνδυναμούντί μὲ Χριστῷ» (Φίλ. δ', 13). Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ἀτρόμητο φρόνημα καὶ τὸ θάρρος τῶν μαρτύρων ποὺ βάδιζαν μὲ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ μαρτύριο. Ἐκπλήσσεται κανείς, ὅταν διαβάζη τοὺς βίους τῶν μαρτύρων καὶ τὰ φοβερὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστησαν καὶ στὰ ὁποία ἄντεξαν. Ὁδηγοῦνταν στὸ μαρτύριο ὡσὰν νὰ πήγαιναν σὲ πανηγύρι. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ μὲ τοὺς ὁσίους ἀσκητές, τοὺς ἐρημῖτες ποὺ ἔζησαν μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ ἐρημικοὺς τόπους, ὑμνῶντας καὶ δοξολογῶντας τὸν Θεό.

Ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος ἑρμηνεύει τὸ σημερικὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μὲ ἕναν ἀναγωγικὸ τρόπο. Γράφει ὅτι τὸ πλοῖο εἶναι ἡ γῆ τὰ κύματα εἶναι ὁ βίος ποὺ ταράσσεται ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα ἡ νύκτα εἶναι ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖτο ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ περιέπεσε στὴν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἦλθε κατὰ τὴν τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός, ποὺ εἶναι τὸ διάστημα μεταξὺ 3 καὶ 6 πρωϊνὴ ὥρα κατὰ τὴν ὁποία φύλασσε σκοπιὰ ἡ τέταρτη βάρδια τῶν στρατιωτῶν, σημαίνει ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα, πρὶν ἔλθη ὁ Χριστός, βρισκόταν στὸ σκοτάδι. Ἔτσι, πρώτη φυλακὴ εἶναι ἡ διαθήκη τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Ἀβραὰμ δεύτερη φυλακὴ ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως τρίτη φυλακὴ εἶναι τὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν καὶ τέταρτη φυλακὴ εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὰ τέλη τῶν αἰώνων. Καὶ ὁ Χριστὸς ἔσωσε τοὺς κλυδωνιζομένους, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὸ πλοῖο, δηλαδὴ στὴν γῆ, ἔζησε μαζί μας, ὥστε ἐμεῖς νὰ Τὸν γνωρίσουμε ὡς Θεὸ καὶ νὰ Τὸν προσκυνήσουμε.

Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ τρικυμία γίνεται καὶ στὴν ζωή μας ἀπὸ τοὺς διαφόρους πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετωπίζουμε. Κύματα θεόρατα βασανίζουν τὸ σκάφος τῆς ζωῆς μας, θλίψεις, στενοχώριες, ἀδυναμίες, πτώσεις, περιφρονήσεις, συκοφαντίες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὁ Χριστός, ὅμως, βρίσκεται σὲ κάποιο ὅρος, μᾶς παρακολουθεῖ καὶ ἐπεμβαίνει στὴν ὥρα ποὺ χάνεται κάθε ἐλπίδα μας. Περπατάει πάνω στὴν τρικυμισμένη θάλασσα, φωτίζει τὸ σκοτάδι τῆς ἀπόγνωσης καὶ μᾶς προτρέπει νὰ ἀποβάλουμε τὸν φόβο καὶ νὰ ἀποκτήσουμε θάρρος. Μᾶς λέγει: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμὶ μὴ φοβεῖσθε». Ἔτσι, στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ ξεπερνοῦμε ὅλες τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε στὴν ζωή μας, νὰ ὑπερνικοῦμε ἐν Χριστῷ τὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν, νὰ γεμίζουμε μὲ πίστη, αἰσιοδοξία, ἐλπίδα καὶ θάρρος.

Ὁ Μητροπολιτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακὴ Ι' Ματθαίου (12 Αὐγούστου) - Ἄπιστη καὶ διεστραμμένη γενιά

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στὴν θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου νέου ποῦ ἔγινε ἀπὸ τὸν Χριστό. Στὸν λόγο τοῦ πατέρα τοῦ νέου αὐτοῦ ὅτι δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν οἱ Μαθητὲς Του, ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «ὧ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!» (Μάτθ. ἰζ', 17). Μὲ τὸν λόγο αὐτὸν ὁ Χριστὸς συνδέει τὴν ἀπιστία μὲ τὴν διαστροφὴ καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴν πίστη μὲ τὴν ὀρθότητα τοῦ ἤθους καὶ τῆς ζωῆς.

Πράγματι, συνδέεται πολὺ στενὰ ἡ πίστη μὲ τὴν ὅλη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν κανεὶς πιστεύη στὸν Θεό, προσαρμόζεται σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση καὶ τὸ ἦθος του καὶ ἡ ἐν γένει κοινωνική του συμπεριφορὰ εἶναι σὲ ὀρθὴ κατεύθυνση. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πιστεύη κανεὶς στὸν Θεό, νὰ δέχεται τὴν διδασκαλία Τοῦ, νὰ Τὸν θεωρῇ δημιουργό του, ποῦ τὸν ἀγαπᾶ, νὰ πιστεύη ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ τὸν σώση, νὰ διαβάζη τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ μὴ διαποτίζεται ἡ ζωή του ἀπὸ τὸν εὐαγγελικὸ λόγο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ αἰσθάνεται κανεὶς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅμως αὐτὸς νὰ μὴν ἀνταποκρίνεται σὲ αὐτὴν τὴν ἀγάπη καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Πάντοτε, αὐτὸ ποῦ κυριαρχεῖ στὸν διανοητικὸ καὶ καρδιακὸ χῶρο τοῦ ἀνθρώπου ἐκφράζεται καὶ ἐξωτερικά. Ἄν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος λέγη ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐπηρεάζει τὴν διαγωγή του καὶ τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορά του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ πίστη του εἶναι ἀναιμική, εἶναι ἀνίσχυρη.

Στὴν Δογματικὴ τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ τοῦ δόγματος καὶ τῆς ἠθικῆς ἢ καλύτερα μεταξὺ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἀπὸ τοὺς Πατέρες, καὶ τοῦ ἤθους, τῆς ἀσκητικῆς. Τὸ δόγμα εἶναι ἡ θεωρία καὶ ἡ ἀσκητικὴ εἶναι ἡ πράξη. Οὔτε ἡ θεωρία χωρὶς τὴν πράξη μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ οὔτε καὶ ἡ πράξη χωρὶς τὴν θεωρία μπορεῖ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς διδάσκει ὅτι ἡ πίστη χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι φαντασία καὶ τὰ ἔργα χωρὶς τὴν πίστη εἶναι εἰδωλολατρεία. Αὐτὸ λέγεται καὶ ἀπὸ τὸν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, ὅταν διδάσκη ὅτι «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστιν» (Ἰάκ. β', 20).

Ἐὰν αὐτὸ συμβαίνη μεταξὺ πίστεως καὶ ἔργων, ὁπωσδήποτε συμβαίνει καὶ μεταξὺ ἀπιστίας καὶ διαστροφῆς. Ὅποιος δὲν πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ δὲν ἔχει μιὰ ἀναφορὰ στὸν Θεό, καὶ ἑπομένως στηρίζεται στὸν ἑαυτό του καὶ στὰ πάθη του, εἶναι ἑπόμενο νὰ ἔχη διεστραμμένο ἦθος. Ὅταν τὸ διανοητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς του δὲν λειτουργῇ σωστά, τότε καὶ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἤτοι τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ θυμικό, ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ γι’ αὐτὸ γίνονται μεγάλα ἐγκλήματα. Ἡ ἀπιστία συνδέεται μὲ τὴν διαστροφὴ τοῦ ἤθους. Βέβαια, μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀνθρωπιστές, ποῦ εἶναι ἄθεοι, ἀλλὰ ἔχουν μερικὲς βασικὲς ἀρχὲς στὴν ζωή τους, ὅμως καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἡ συμπεριφορά τους δὲν διακρίνεται ἀπὸ τὴν λεπτότητα ποῦ καθορίζει ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστὸν ὅτι ἕνα ρεῦμα τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας τῶν τελευταίων αἰώνων ἔχει φθάσει στὸ σημεῖο νὰ πὴ ὅτι «ὁ Θεὸς ἀπέθανε» καὶ ἑπομένως «ὅλα ἐπιτρέπονται», ἤτοι δὲν ὑπάρχει διάκριση μεταξὺ ἠθικοῦ καλοῦ καὶ κακοῦ.

Βέβαια, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ποῦ εἴδαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, «ὧ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!», δὲν ἀναφερόταν στὴν ἀπιστία-ἀθεΐα, ἀλλὰ στὴν ἔλλειψη τῆς πίστεως ἐκ θεωρίας, ἡ ὁποία πίστη εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν πίστη ἐξ ἀκοῆς. Ἑπομένως, ἄλλο εἶναι ἡ πίστη ἀπὸ αὐτὰ ποῦ ἀκοῦμε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἄλλο εἶναι ἡ πίστη ἀπὸ τὴν ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὅταν φθάση κανεὶς στὴν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τότε θεοῦται, μεταμορφώνονται ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος λέγεται θεούμενος.

Πάντως, ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, γιὰ ὅλους μας. Κάνουμε λόγο γιὰ κρίση στὴν ἐποχή μας καὶ τὴν περιορίζουμε στὰ οἰκονομικά, στὰ πολιτιστικά, στὰ κοινωνικὰ καὶ στὰ οἰκογενειακὰ θέματα. Ὅμως, ἡ κρίση εἶναι πνευματικὴ καὶ θεολογική. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, δὲν προσεύχονται, δὲν ἐκκλησιάζονται, δὲν διαβάζουν τὴν Ἁγία Γραφή, τὰ Πατερικὰ βιβλία καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, ὁπότε ἔχουν ἀγριέψει. Δὲν στηρίζονται στὸν Θεό, ἀλλὰ στὸν ἑαυτό τους καὶ τὰ πάθη τους. Ἀκόμη, καὶ ὅταν θεολογοῦν, ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική, πατερικὴ παράδοση, τὸ κάνουν μέσα ἀπὸ τὰ πάθη τους καὶ προσφέρουν τὴν «θεολογία τῶν παθῶν» τους. Ἡ κρίση προέρχεται ἀπὸ τὴν διαστροφὴ τοῦ ἤθους καὶ αὐτὴ ἔχει αἰτία τὴν ἀπιστία ἢ τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ὑποκριτικὴ πίστη. Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Τοῦ προσφέρει πίστη καὶ μεταμορφώνει τὸ ἦθος.

Ὁ Μητροπολιτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ κήρυγμα: Κυριακὴ ΙΑ' Ματθαίου (19 Αὐγούστου) - Οἱ συνέπειες τῶν ὀφειλῶν

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στὸν ὀφειλέτη τῶν μυρίων ταλάντων, ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψη τὸ χρέος του καὶ ὁ κύριός του διέταξε νὰ πωλήσουν τὸν ἴδιο, τὴν γυναῖκα του, τὰ παιδιά του, τὰ ὑπάρχοντά του γιὰ νὰ ἐξοφληθῇ τὸ ποσὸν τῆς ὀφειλῆς. Ὅμως, ἐκεῖνος ζήτησε συγγνώμη, ἡ ὁποία τοῦ δόθηκε. Ἐνῷ, ὅμως, ἐξοφλήθηκε τὸ χρέος τοῦ μὲ τὴν μετάνοια, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος ἦταν σκληρὸς στὸν σύνδουλό του, δὲν τὸν συγχώρησε, παρ’ ὅ,τι τοῦ τὸ ζήτησε, καὶ τὸν ἔβαλε στὴν φυλακή. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς μαθεύτηκε, ὁπότε ὁ κύριός του, ὁ ὁποῖος προηγουμένως τὸν εἶχε συγχωρέσει, ἐπανῆλθε καὶ τὸν παρέδωσε στοὺς βασανιστές.

Ἡ παραβολὴ αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία θὰ εἰσέλθουν ἐκεῖνοι ποῦ μετανοοῦν καὶ ζητοῦν συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ στὴν συνέχεια καὶ αὐτοὶ συγχωροῦν ὅλους ἐκείνους ποῦ τοὺς ἔβλαψαν.

Ἡ εἰκόνα τῆς παραβολῆς προέρχεται ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἤτοι τὰ δάνεια, τὶς ὀφειλὲς καὶ τὶς ἐξοφλήσεις δανείων. Ὅταν δὲν μποροῦσε νὰ ἐξοφληθῇ τὸ δάνειο, τότε παραδινόταν ὁ ὀφειλέτης στοὺς βασανιστές, πωλεῖτο ὁ ἴδιος, ἡ γυναῖκα, τὰ παιδιά, γινόταν κατάσχεση τῆς ἀτομικῆς περιουσίας, ἔμπαινε στὴν φυλακή. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὰ πράγματα ἦταν δύσκολα, ἀφοῦ ἐπικρατοῦσε καὶ κυριαρχοῦσε ὁ θεσμὸς τῆς δουλείας καὶ ἐπικρατοῦσε ὁ σκληρὸς νόμος καὶ οἱ σχετικὲς συμπεριφορὲς ἦταν ἀπάνθρωπες. Ἀλλὰ καὶ σήμερα ἐπικρατοῦν παρόμοιες συνθῆκες, ἁπλῶς τὰ πράγματα γίνονται πιὸ πολιτισμένα καὶ τελικὰ οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουν.

Κατ’ ἀρχὰς καὶ σήμερα οἱ ἄνθρωποι δανείζονται ἀπὸ τὶς τράπεζες, δυστυχῶς καὶ ἀπὸ τοὺς τοκογλύφους, ἀλλὰ καὶ τὰ κράτη λαμβάνουν δάνεια ἀπὸ τὶς λεγόμενες ἀγορές. Ὑπάρχει μεγάλη οἰκονομικὴ ἀλληλεξάρτηση μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταστρατηγῆται ἡ ἐλευθερία. Βέβαια, μερικὲς φορὲς ὁ δανεισμὸς εἶναι ἀναγκαῖος, ἀλλὰ δὲν δικαιολογεῖται τὸ νὰ λαμβάνωνται δάνεια χωρὶς οὐσιαστικὸ καὶ πραγματικὸ λόγο. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἐπικρατοῦσε μιὰ μόδα δανεισμοῦ. Ἀπὸ τὸ παραμικρὸ οἱ ἄνθρωποι ἔπαιζαν στὸ χρηματιστήριο, λάμβαναν καταναλωτικὰ δάνεια. Στὴν βάση τοῦ θέματος αὐτοῦ ὑπῆρχε ἡ εὐμάρεια, ἡ ἀπερισκεψία, ἀλλὰ καὶ ἡ πρόκληση, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ δανειστὲς προκαλοῦσαν καὶ προέτρεπαν τοὺς ἀνθρώπους νὰ λαμβάνουν ἄσκοπα δάνεια. Ἔτσι, παρατηρήθηκε μιὰ φρενίτιδα, τῶν μὲν ἀνθρώπων νὰ δανείζωνται εὔκολα, τῶν δὲ δανειστῶν νὰ διευκολύνουν τὸν δανεισμὸ καὶ νὰ τὸν ἐπιδιώκουν.

Ἂν ἐξετάσουμε τὸ θέμα αὐτὸ ἀπὸ θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς, τότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι στὴν κοινωνία μας κυριαρχοῦν τὰ πάθη τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλαργυρίας, ἐπιδιώκεται μιὰ εὐμάρεια καὶ ὑπερκατανάλωση μὲ δανεικά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἐπιδιώκεται ὁ δανεισμὸς ὡς προσπάθεια ὑποδούλωσης τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν λαῶν. Ἡ «θρησκεία τῆς φιλαργυρίας» ποῦ ἐπικρατεῖ σήμερα στὸν κόσμο ἔχει ὡς ἀρχὴ νὰ εἶναι ὅλοι –ἄνθρωποι καὶ Κράτη– χρεωμένοι, ὥστε εὔκολα νὰ ἐξουσιάζωνται, νὰ γίνωνται δοῦλοι.

Οἱ συνέπειες τῆς καταστάσεως αὐτῆς εἶναι φοβερές. Ὅσοι χρωστοῦν ζοὺν κάτω ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀγωνία τῶν μελλόντων, περιπίπτουν σὲ ἀπόγνωση καὶ μελαγχολία, χάνουν τὸν ὕπνο τους, εἰσέρχονται σὲ φυλακές, δημιουργοῦν προβλήματα στὶς οἰκογένειές τους. Εἰδικὰ τὰ Κράτη χάνουν τὴν ἀνεξαρτησία τους, πολλὲς φορὲς χάνουν τὴν ἐδαφικὴ ἀκεραιότητά τους, ὑποτάσσονται σὲ ἐξωτερικὲς πιέσεις, γενικὰ βρίσκονται σὲ κατάσταση δουλείας. Λέμε ὅτι καταργήθηκε ἡ δουλεία, ὅπως ὑπῆρχε παλαιότερα, ἀλλὰ ὅμως ἐπανῆλθε μὲ ἄλλη μορφὴ καὶ ἄλλον τρόπο.

Ὅταν ἐξετάση κανεὶς τὴν νοοτροπία τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν ποῦ ἀναπτύχθηκαν στὸν δυτικὸ χῶρο, θὰ διαπιστώση ὅτι ἡ νοοτροπία τῆς φιλαργυρίας καὶ τοῦ νεοπλουτισμοῦ διακρίνει τὸν δυτικὸ Χριστιανισμό, μὲ τὸν θεολογικὸ σχολαστικισμὸ καὶ τὸν προτεσταντικὸ ἠθικισμό. Ὁ σχολαστικισμὸς τῶν Παπικῶν κάνει λόγο γιὰ τὴν εὐδαιμονία σὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἄλλη ζωή, καὶ ὁ ἠθικισμὸς τῶν Προτεσταντῶν δὲν ἀρνεῖται τὸν πλοῦτο, ἀρκεῖ νὰ εἶναι νόμιμη ἡ κτήση του, δηλαδὴ ταυτίζει τὸ νόμιμο μὲ τὸ ἠθικό. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξη ἠθικὴ ποῦ εἶναι στὴν βάση τῆς ἀσκητική, προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία, ἀπεξαρτητοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ὕλη, θεραπεύει τὰ πάθη τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς φιληδονίας.

Οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἀρκοῦνται σὲ αὐτὰ ποῦ ἔχουν, ἀποφεύγουν τὸν δανεισμό, ζοὺν ἀσκητικά, ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν χλιδὴ καὶ τὴν πολυτέλεια, καί, βεβαίως, εὐεργετοῦν ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους ἐκείνους ποῦ ἔχουν ἀνάγκη. Ὅταν διαβάση κανεὶς τὴν Ἐπὶ τοῦ Ὅρους ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ, ποῦ ἀποτελεῖ τὸν καταστατικὸ χάρτη τοῦ Χριστιανισμοῦ, βλέπει τὸ ἀσκητικὸ αὐτὸ ἦθος ποῦ διδάσκεται ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸ ὁποῖο μᾶς δίνει τὴν ἐλευθερία καὶ κυρίως μᾶς ὁδηγεῖ στὴν βίωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἅς μάθουμε νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι, ἀνεξάρτητοι ἀπὸ οἰκονομικὲς πιέσεις.

Ὁ Μητροπολιτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ κήρυγμα: Κυριακὴ ΙΒ' Ματθαίου (26 Αὐγούστου) - Τρεῖς συγκλονιστικὲς ἐρωτήσεις

Ἕνας νέος, ὅπως μᾶς εἶπε τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ συζήτησε μαζὶ Του. Ὁ διάλογος τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Χριστὸ πάντα εἶναι ἀποκαλυπτικός, διότι ἡ ἐνέργειά Τοῦ εἰσδύει μέσα στὴν ὕπαρξή τους, ἀποκαλύπτει τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου, δημιουργεῖ μεγάλη ἔκπληξη. Στὴν πραγματικότητα, ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπη καὶ τρυφερότητα εἰσέρχεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ δημιουργεῖ ἐκπλήξεις καὶ ἐρωτήσεις. Ἔτσι, διασώζεται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλευθερία.

Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν νεανίσκο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ὁ ὁποῖος διαδοχικὰ διετύπωσε δύο ἐρωτήσεις στὸν Χριστὸ καὶ στὴν συνέχεια οἱ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ συνέχισαν μὲ μιὰ τρίτη ἐρώτηση.

Ἡ πρώτη ἐρώτηση ἦταν: «διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Μάτθ. ἰθ', 16). Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ περικλείει δύο σημεῖα ἐνδιαφέροντα. Τὸ ἕνα εἶναι ὁ στόχος τοῦ νέου αὐτοῦ ποῦ εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς αἰωνίου ζωῆς, καὶ τὸ δεύτερον εἶναι τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ τὴν ἀποκτοῦσε. Ὁ νέος κυρίως ρωτοῦσε νὰ μάθη γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ εἰσέλθη στὴν αἰώνια ζωή, δηλαδὴ στὸν Παράδεισο. Καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικό, γιατί σὲ κάθε ἐπιστήμη δίνεται προτεραιότητα στὴν μέθοδο μὲ τὴν ὁποία φθάνει κανεὶς στὸ προσδοκώμενο ἀποτέλεσμα. Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ὁ Χριστὸς ὑπέδειξε τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ φθάση στὴν αἰώνια ζωή.

Ἡ δεύτερη ἐρώτηση τοῦ νέου ἐκείνου ἦταν: «τί ἔτι ὑστερῶ;» (Μάτθ. ἰθ', 20). Πρόκειται γιὰ μιὰ σημαντικὴ ἐρώτηση, γιατί δὲν πρέπει κανεὶς νὰ παραμένη σὲ μιὰ στάσιμη κατάσταση, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι ἀναπαυμένος σὲ αὐτὸ ποῦ κάνει. Ἡ πορεία πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ ἀπαιτεῖ μιὰ διαρκὴ κίνηση, ποῦ σημαίνει ἔξοδο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ πορεία πρὸς τὸ αἰώνιο ποῦ δὲν ἔχει τέλος. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κάνουν λόγο γιὰ μιὰ διαρκὴ τελείωση. Κάθε στάση γιὰ νὰ θαυμάσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μετρήσουμε τὰ ἀποτελέσματα τοῦ ἀγῶνος εἶναι πτώση. Σὲ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση ὁ Χριστὸς ὑπέδειξε τὴν τέλεια ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, γιατί σὲ μιὰ τέτοια διαρκὴ πορεία πρὸς τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ ἐξαρτήσεις, θὰ πρέπει νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸν νόμο τῆς βαρύτητας, τῆς ἕλξης τῆς γῆς.

Ἡ τρίτη ἐρώτηση προερχόταν ἀπὸ τοὺς Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶδαν τὴν ἀδυναμία τοῦ νέου ἐκείνου νὰ ἀρνηθῇ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ ἀκολουθήση τὸν Χριστό. Ἡ ἐρώτηση τῶν Μαθητῶν ἦταν: «τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι;» (Μάτθ. ἰθ', 25). Δηλαδή, ἂν οἱ πλούσιοι ποῦ ἔχουν στηριγμένη τὴν προσοχὴ τοὺς στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, στὸν πλοῦτο, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦν, τότε ποιός μπορεῖ νὰ σωθῇ; Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἄποψη ποῦ ἐπικρατοῦσε τότε στοὺς Ἰουδαίους, ὅτι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι εὐλογίες τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅτι οἱ πλούσιοι ἔχουν τὴν ἰδιαίτερη εὔνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, βέβαια, δὲν ἰσχύει σήμερα. Πάντως, ὁ ἄνθρωπος στὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς αἰωνιότητος, τὴν ἀπόκτηση τῆς σωτηρίας, αἰσθάνεται ἀδύνατος, ἀνίσχυρος, ἀνίκανος. Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι μεγάλος, τραχὺς καὶ ἐπικίνδυνος, γιατί ἔχει πολλὲς δυσκολίες. Ὁπότε, χρειάζεται βοήθεια, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἀπάντησε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πορεία πρὸς τὴν σωτηρία δὲν εἶναι δικό μας κατόρθωμα, ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτοὺς ποῦ ἀγωνίζονται.

Πάντως, ὁ διάλογος τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι δημιουργικός, ἀποτελεσματικὸς καὶ σωτηριώδης. Γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ρωτᾶμε τὸν Χριστὸ μὲ τὴν προσευχή, νὰ ἔχουμε ἐπικοινωνία μαζὶ Τοῦ, καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι δύσκολο, γιὰ διαφόρους λόγους, θὰ πρέπει νὰ κάνουμε διάλογο μὲ τοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ, ποῦ εἶναι οἱ ἅγιοι, οἱ Κληρικοὶ ποῦ ἔχουν σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, νὰ διαβάζουμε τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Δυστυχῶς σήμερα οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἰδιαίτερα οἱ νέοι, δὲν ἔχουν τέτοιες πνευματικὲς ἀναζητήσεις, δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ τοὺς πρόοδο, δὲν κάνουν διάλογο μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς φίλους Του. Τὸ χειρότερο ἀκόμη εἶναι ὅτι οἱ διάλογοι τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων γίνονται γιὰ πολὺ χαμηλὰ πράγματα, γιὰ λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας, γιὰ πράγματα ἐλάσσονος σημασίας.

Πρέπει νὰ ἀρχίσουμε τὸν διάλογο μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς φίλους Τοῦ γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον μας, γιατί οἱ ἀπαντήσεις ποῦ θὰ λάβουμε θὰ γεμίσουν τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο ἀπὸ εἰρήνη καὶ ζωή.

Ὁ Μητροπολιτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή, 8 Αὐγούστου, Οἱ ἅγιοι Μάρτυρες

Κυριακή,  8 Αὐγούστου

Μιὰ κατηγορία στὴν μεγάλη χορεία τῶν ἁγίων εἶναι καὶ οἱ ἅγιοι Μάρτυρες. Πρόκειται γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ἐκείνους, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποὺ ἔζησαν στὴν περίοδο τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπεδείχθησαν ἄξια μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ λέξη μάρτυρες δηλώνει τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ δίδουν κάποια μαρτυρία, κυρίως στὰ δικαστήρια, ἐπειδὴ εἶναι αὐτήκοοι καὶ αὐτόπτες μάρτυρες μερικῶν γεγονότων ποὺ καλοῦνται νὰ ἐπιβεβαιώσουν.

Αὐτὴ ἡ ἔννοια τοῦ μάρτυρος μεταφέρεται καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία καὶ ἔτσι χαρακτηρίζονται ἐκεῖνοι ποὺ ὑπῆρξαν στὴν ζωή τους αὐτήκοοι καὶ αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ Θεοῦ, εἶδαν καὶ ἄκουσαν τὸν Θεὸ καὶ στὴν συνέχεια κλήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν γι αὐτὴ τὴν πραγματικότητα.

Ἑπομένως, οἱ Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν τὴν μαρτυρία-ὁμολογία τους καὶ στὴν συνέχεια, λόγῳ αὐτῆς τῆς μαρτυρίας, δέχθηκαν καὶ τὸ μαρτύριο. Μαρτυρία καὶ μαρτύριο συνδέονται στενὰ μεταξύ τους. Προηγεῖται ἡ μαρτυρία καὶ ἀκολουθεῖ τὸ μαρτύριο. Ὅμως μερικὲς φορὲς δίδεται ἡ μαρτυρία, ἀλλὰ γιὰ διαφόρους λόγους δὲν ἀκολουθεῖ μαρτύριο, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ μαρτυρία ἔχει ἀξία. Ὅμως μαρτύριο χωρὶς μαρτυρία δὲν καταξιώνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ παράδειγμα μπορεῖ νὰ δεχθῇ μαρτύριο καὶ ἕνας αἱρετικός, ἐπειδὴ ὅμως ἡ μαρτυρία - ὁμολογία του δὲν εἶναι Ὀρθόδοξη, γι αὐτὸ καὶ τὸ μαρτύριό του δὲν ὑπολογίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Κάνοντας λόγο γιὰ τοὺς Μάρτυρες πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ ὅτι ὑπάρχουν τέσσερεις κατηγορίες Μαρτύρων. Πρῶτον εἶναι γενικὰ οἱ Μάρτυρες, δεύτερον εἶναι οἱ Μεγαλομάρτυρες, τῶν ὁποίων τὰ μαρτύρια ἦταν μεγάλα, τρίτον εἶναι οἱ Ἱερομάρτυρες, ποὺ εἶναι μάρτυρες Κληρικοί, καὶ τέταρτον εἶναι οἱ Νεομάρτυρες, ποὺ μαρτύρησαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὑπάρχει, βέβαια, καὶ μιὰ ἄλλη κατηγορία ποὺ λέγονται ἐθνομάρτυρες. Αὐτοὶ δὲν θεωροῦνται ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μάρτυρες, ποὺ μαρτύρησαν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα. Αὐτοὶ δὲν θεωροῦνται μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, γιατί τὸ μαρτύριό τους δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς μαρτυρίας καὶ ὁμολογίας γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ γιὰ κάτι τὸ ἐθνικό. Ὁπωσδήποτε καὶ αὐτοὶ ἔχουν ἀξία, γιατί ἀγωνίσθηκαν γιὰ μεγάλα ἰδανικά, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ συγκαταλέγονται στοὺς Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ πρεσβεύουν στὸν Θεὸ γιὰ μᾶς.

Οἱ Μάρτυρες προέρχοναι ἀπὸ ὅλες τὶς τάξεις καὶ τὶς ἡλικίες τῶν ἀνθρώπων καὶ εἶναι τὰ πιὸ ἠρωϊκὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔζησαν προσωπικὰ τὸν Χριστό, βίωσαν τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γνώρισαν τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὑπερέβησαν τὸν θάνατο, ἀπέκτησαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ στὴν συνέχεια μὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ ὁδηγήθηκαν στὸ μαρτύριο.

Σὲ ἕνα τροπάριο λέγεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία στολίζεται μὲ τὰ αἵματα τῶν Μαρτύρων. Αὐτοὶ ἀπέδειξαν ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἰδεολογία, ἀλλὰ ζωή, καὶ ὁ Θεός μας δὲν εἶναι ἕνας ἀφηρημένος Θεός, μιὰ ἀπρόσωπη δύναμη, ἀλλὰ Θεὸς ἀληθινὸς ποὺ ἀγαπᾶ καὶ ἐνδυναμώνει τὸν ἄνθρωπο. Γι αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία λέγεται καὶ εἶναι Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων.

Πρέπει νὰ ἔχουμε μπροστά μας πάντοτε τὴν ζωὴ καὶ τὴν δύναμη τῶν Μαρτύρων, νὰ μᾶς ἐμπνέη καὶ νὰ μᾶς ἐνδυναμώνη τὸ ἠρωϊκό τους πνεῦμα, νὰ ἐπικαλούμαστε τὶς πρεσβεῖες τους, καὶ νὰ φροντίζουμε νὰ ἀναδεικνυόμαστε ἀντάξιοι τῆς μεγάλης δωρεᾶς νὰ εἴμαστε μέλη μιᾶς τέτοιας Ἐκκλησίας Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν, ὁπότε θὰ δίδουμε καὶ ἐμεῖς καθημερινὰ αὐτὴν τὴν μαρτυρία.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου  ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή, 11 Ἰουλίου, Οἱ Προφῆτες

Κυριακή, 11 Ἰουλίου

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἑνώνονται μὲ τὸν Θεὸ καὶ δέχονται τὶς ἅγιες ἐνέργειές Του λέγονται καὶ ἐκεῖνοι ἅγιοι. Ὁ Θεὸς εἶναι ἅγιος κατὰ τὴν ἀπόλυτη σημασία, ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι ποὺ κοινωνοῦν μαζὶ Τοῦ λέγονται ἅγιοι κατὰ σχετικὴ σημασία καὶ ἔννοια, διότι κοινωνοῦν μαζὶ Του.

Μεταξὺ τῶν ἁγίων συγκαταλέγονται καὶ οἱ Προφῆτες, ποὺ ἔζησαν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὁδηγοῦσαν κατ΄ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ τὸν λαὸ Του. Τέτοιοι Προφῆτες ἦταν ὁ ΄Ἠσαΐας, ὁ Ἰερεμίας, ὁ Δανιήλ, ὁ ΄Ἠλίας, ὁ Σαμουήλ, ὁ Μωϋσῆς κλπ.

Ἡ λέξη Προφήτης προέρχεται ἀπὸ δύο λέξεις τὸ "πρὸ" καὶ τὸ "φάναι", καὶ δηλώνει αὐτὸν ποὺ προλέγει καὶ ἀποκαλύπτει τὰ μέλλοντα, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως διδάσκει. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸ θέλημά Τοῦ στὸν συγκεκριμένο Προφήτη, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: "λάλει Κύριε ὅτι ὁ δοῦλος σου ἀκούει" καὶ στὴν συνέχεια αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μετέφερε τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στὸν λαό, λέγοντας: "τάδε λέγει Κύριος". Τὸ "λάλει Κύριε" καὶ τὸ "τάδε λέγει Κύριος" εἶναι ἐκεῖνα ποὺ δηλώνουν τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου. Ἐπειδὴ οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τὸν Θεό, τὸν ἄσαρκο Λόγο, γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ λαός τους ὀνόμαζε, ὅπως φαίνεται στὴν ζωὴ τοῦ Προφήτου Σαμουήλ, "ὁρῶντες" καὶ "βλέποντες".

Τὸ ἔργο τῶν Προφητῶν ἦταν πολὺ μεγάλο. Αὐτοὶ μετέφεραν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὸν λαό, αὐτοὶ ξεχώριζαν τὴν πλάνη ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ μὲ τὴν ἀλήθεια καθοδηγοῦσαν τὸν λαό, αὐτοὶ ἤλεγχαν τὸν λαὸ καὶ τοὺς ἄρχοντες, ὅταν αὐτοὶ ἀποστατοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσαν στὴν μετάνοια, αὐτοὶ ὁμιλοῦσαν γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσίου, αὐτοὶ προετοίμαζαν τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὸν δεχθοῦν. Ἔτσι τὸ ἔργο τους ἦταν μεγάλο καὶ θαυμαστό.

Ὅσο μεγάλο καὶ ὑπεύθυνο ἦταν τὸ ἔργο τους τόσο καὶ οἱ δυσκολίες ἦταν πολλές. Ὁ λαὸς συνήθως δὲν θέλει λόγους ποὺ ἐναντιώνονται στὰ πάθη του, γι΄ αὐτὸ καὶ πολλοὶ Προφῆτες πέθαναν μαρτυρικά, ὅπως τὸ περιγράφει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του.

Ὅταν κάποιος παρουσιαζόταν ὡς Προφήτης, ὅμως δὲν μιλοῦσε ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸ δικό του στοχασμὸ καὶ τὴν δική του φαντασία, αὐτὸς λεγόταν ψευδοπροφήτης.

Προφῆτες δὲν ὑπῆρχαν μόνον στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ ἡ θέση τους ἦταν μεγάλη καὶ τιμητικὴ μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ θέση τους ἦταν μετὰ τοὺς Ἀποστόλους. Καὶ κατὰ κάποια ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση, ὡς Προφῆτες στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὀνομάζονταν οἱ θεολόγοι, αὐτοὶ ποὺ ἔβλεπαν τὸν Θεὸ στὸ ἄκτιστο φῶς καὶ στὴν συνέχεια καθοδηγοῦσαν ἀπλανῶς τοὺς Χριστιανούς.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι ὅπως οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔβλεπαν τὴν πρώτη παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐνανθρώπησή Τοῦ, καὶ προετοίμαζαν τὸν λαὸ γιὰ τὴν συνάντηση μαζὶ Τοῦ, ἔτσι καὶ οἱ Προφῆτες στὴν Καινὴ Διαθήκη, οἱ θεούμενοι καὶ θεόπτες ἅγιοι, βλέπουν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν Δευτέρα ἔλευση τοῦ Χριστοῦ μὲ ὅλη Τοῦ τὴν δόξα καὶ καθοδηγοῦν τὸν λαὸ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ὅτι ἡ αἵρεση ἐπικρατεῖ ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχουν Προφῆτες, δηλαδὴ δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν προσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ καθοδηγοῦν ἀπλανῶς τὸν λαὸ καὶ νὰ κάνουν τὴν διάκριση μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστῆς ἐνεργείας, μεταξὺ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργείας τῶν δαιμόνων.

Καὶ σήμερα ὑπάρχουν τέτοιοι εὐλογημένοι ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν τὴν θέση τῶν Προφητῶν μέσα στὴν Ἐκκλησία, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε γιὰ νὰ καθοδηγούμαστε σωστὰ στὸν δρόμο πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας μας.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή, 15 Αὐγούστου. Ἡ Παναγία, ἡ ἁγία τῶν ἁγίων

Κυριακή, 15 Αὐγούστου

Ἑορτὴ τῆς Παναγίας μας σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνα γεγονὸς ἰδιαίτερης χαρᾶς καὶ πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως. Μαζὶ μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σήμερα, ἀφοῦ εἶναι Κυριακή, ἑορτάζουμε καὶ τὴν Παναγία μας ποὺ ἔδωσε τὸ σῶμα της στὸν Χριστό.

Ὅλες τὶς Κυριακὲς τοῦ Καλοκαιριοῦ στὰ λειτουργικὰ σύντομα κηρύγματα ἀναλύσαμε τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὶς διάφορες κατηγορίες τῶν ἁγίων. Ὅμως ὅλους τοὺς ἁγίους, Προφήτας, Ἀποστόλους, Πατέρας, Μάρτυρας, Ὁσίους καὶ γενικὰ ἁγίους, ὑπερέβαλε τὸ ὑπερύμνητο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Ὅλοι οἱ ἅγιοι αὐτὴν προφήτευσαν, ὕμνησαν, δόξασαν, τίμησαν.

Στὸν ἀκάθιστο Ὕμνο στρεφόμαστε στὴν Παναγία καὶ τῆς λέμε: "χαῖρε ἁγία ἁγίων μείζων". Αὐτὴ εἶναι ἡ μείζων ὅλων τῶν ἁγίων. Ἄλλωστε, ὁ ὅρος Παναγία αὐτὸ δηλώνει. Καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι "παντὸς ἁγίου κορυφὴ καὶ τελείωσις". Ἡ Παναγία εἶναι ἡ κορυφὴ κάθε ἁγίου, ἁγιότερη ἀπὸ κάθε ἅγιο, ἀλλὰ καὶ ἡ τελείωση τῶν ἁγίων, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Παναγία ὑπῆρξε ἡ χαρὰ ὅλων τῶν ἁγίων, διότι δι αὐτῆς ἐνηνθρώπησε ὁ Χριστός.

Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ Παναγία δὲν διέπραξε καμμιὰ ἁμαρτία στὴν ζωή της, οὔτε καὶ μὲ τὸν λογισμό της. Ὁ νοῦς της, ἡ καρδιά της, οἱ ἐπιθυμίες της, τὸ σῶμα της, ὅλα ἦταν ἁγνότατα καὶ καθαρότατα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι μὲ τὴν ἐνανθρώπηση δὲν ἦλθε μόνον ὁ Θεὸς σὲ μᾶς, ἀλλὰ ἦλθε "καὶ ἐκ Παρθένου ἁγνῆς καὶ ἁγίας, μᾶλλον δὲ πανυπεράγνου τε καὶ ὑπεραγίας". Καὶ συνεχίζει ὅτι ἡ Παναγία δὲν ἦταν μόνον πάνω ἀπὸ κάθε μολυσμὸ τῆς σάρκας, ἀλλὰ ἦταν καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν σάρκα. Ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου ἦταν καθαρότερο καὶ ἀπὸ τὰ πνεύματα τῶν ἁγίων.

Τόση ἦταν καὶ εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς Παναγίας μας, ὥστε δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀτενίση τὸ ὕψος τῆς μεγαλωσύνης της. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα τροπάριο ποὺ ἀναφέρεται στὴν Παναγία: "Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα εὐφημεὶν πρὸς ἀξίαν· ἰλιγγιᾷ δὲ νοῦς καὶ ὑπερκόσμιος ὑμνεῖν σὲ Θεοτόκε". Δηλαδή, κάθε γλῶσσα ἀδυνατεῖ ὅταν θέλη νὰ ὑμνήση τὴν Παναγία, καὶ κάθε νοῦς ὄχι μόνον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς τῶν ὑπερκοσμίων ἀγγέλων, ἰλιγγιᾷ καὶ σκοτίζεται ὅταν προσπαθῆ νὰ ὑμνήση τὴν Θεοτόκο. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος σκοτίζεται καὶ αἰσθάνεται ἴλιγγο ὅταν βλέπει κάθε ὕψος καὶ βάθος, ἔτσι καὶ ὁ πιὸ καθαρὸς νοῦς, τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, αἰσθάνεται νὰ σκοτίζεται καὶ νὰ ζαλίζεται ὅταν ἀτενίζη τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Παρὰ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγνότητά της, δὲν εἶναι ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀλλὰ διαθέτει μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἔχει "μητρόθεα σπλάχνα", δηλαδὴ διαθέτει σπλάχνα οἰκτιρμῶν ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς δική μας μητέρα. Ἔχει τὸ ὕψιστο προνόμιο νὰ εἶναι τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ποὺ ἔδωσε τὴν σάρκα της στὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ τὸ δικό μας γένος, τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Πάντοτε, ἰδιαιτέρως σήμερα, αὐτὴν τὴν μεγάλη ἡμέρα, ἐνατενίζουμε τὸ ἔκπαγλο πρόσωπό της καὶ ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες της. Αἰσθανόμαστε ὅτι δὲν ἔχουμε κάτι κοινὸ μαζί της, ἀφοῦ ἐκείνη ἦταν καθαρότατη μέχρι τὸ πιὸ λεπτότερο σημεῖο τοῦ λογισμοῦ της, ἐνῷ ἐμεῖς καθημερινῶς διαπράττουμε πολλὰ ἁμαρτήματα. Καὶ μέσα στὴν ζάλη μας αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ἀπὸ τὴν ὅραση αὐτοῦ τοῦ μεγάλου προσώπου, τῆς ζητοῦμε τὴν ἀγάπη της, τὴν συμπαράστασή της, τὶς πρεσβεῖες της.

Εὔχομαι σὲ ὅλους σας χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα. Νὰ ἔχετε τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας σὲ ὅλη σας τὴν ζωή. Ἡ Παναγία νὰ προστατεύη ἐσᾶς, τὶς οἰκογένειές σας, τὴν πατρίδα μας καὶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν μετάνοιά μας, καθὼς ἐπίσης νὰ γίνη μεσίτριά μας κατὰ τὴν μεγάλη ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου  ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή, 18 Ἰουλίου - Οἱ Ἀπόστολοι

Κυριακή, 18 Ἰουλίου

Μεταξὺ τῶν ἁγίων συγκαταλέγονται καὶ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ τοὺς δώδεκα μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς κάλεσε στὸ Ἀποστολικὸ ἀξίωμα, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἔδρασαν σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ ἵδρυσαν τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες. Στοὺς Ἀποστόλους συγκαταλέγεται καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος δὲν ἐγνώρισε τὸν Χριστὸ ὅσο ζοῦσε, ἀλλὰ τὸν γνώρισε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ γι΄ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος εἶναι Ἀπόστολος καὶ μάλιστα Πρωτοκορυφαῖος, μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο.

Ἡ λέξη ἀπόστολος προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀποστέλλω καὶ δηλώνει αὐτὸν ποὺ ἀποστέλλεται ἀπὸ κάποιον γιὰ νὰ ἐκπληρώση μιὰ ἀποστολή.

Πρῶτος καὶ κατ΄ ἐξοχὴν Ἀπόστολος εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του γράφει: "κατανοήσατε τὸν ἀπόστολο καὶ ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν Χριστὸν Ἰησοῦν". (Ἐβρ. γ΄, 1). Ὁ Χριστὸς λέγεται Ἀπόστολος γιατί ἀπεστάλη, καὶ μὲ τὴν δικὴ Τοῦ θέληση, ἀπὸ τὸν Πατέρα Τοῦ γιὰ νὰ ἐνανθρωπήση, νὰ κηρύξη στοὺς ἀνθρώπους, νὰ πάθη, νὰ σταυρωθῇ καὶ νὰ ἀναστηθῇ, καὶ ἔτσι νὰ γίνη πρόξενος σωτηρίας καὶ ἀπολυτρώσεως.

Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἐκλήθησαν στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ἔζησαν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ τρία χρόνια, εἶδαν, ἄκουσαν, πληροφορήθηκαν γιὰ τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀνέβηκαν ἐπάνω στὸ ὅρος Θαβὼρ εἶδαν τὰ ἴδια τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδα, εἶδαν τὸν ἀναστάντα Χριστό, ἔλαβαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν Πεντηκοστὴ καὶ στὴν συνέχεια ἀπεστάλησαν στὸν κόσμο γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση.

Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶδε τὸν ἀναστάντα Χριστὸ καὶ αὐτό του ἔδωσε τὴν βεβαιότητα τῆς κλήσεως καὶ τῆς ἀποστολῆς του, γι΄ αὐτὸ καὶ ἔγραφε στὶς ἐπιστολές του: "Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ" (Α' Κόρ. α΄, 1). Τὸ ἴδιο ἔγραφε καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στὶς καθολικές του ἐπιστολές: "Πέτρος ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ" (Α' Πέτρου α΄, 1).

Τὸ ἀποστολικὸ ἔργο ὅπως καὶ τὸ προφητικὸ εἶναι δύσκολο ἔργο, γιατί ὁ Ἀπόστολος πρέπει νὰ ἀπαρνηθῇ τὰ πάντα καὶ νὰ ἀκολουθήση τὸν Χριστό. Καὶ ὅπως ὁ Χριστὸς ὁδηγήθηκε στὸν Σταυρό, ἔτσι καὶ ὁ Ἀπόστολος ὁδηγεῖται στὸ μαρτύριο, τὴν θυσία καὶ τὴν προσφορά. Γι΄ αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἰωάννη, ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι τελείωσαν τὴν ζωή τους μαρτυρικά.

Ἡ Ἐκκλησία λέγεται ἀποστολικὴ διότι στηρίζεται στὸ θεμέλιο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὴν διδασκαλία τους καὶ τὴν ζωή τους. Καὶ ὅταν ἐξέλιπαν οἱ Ἀπόστολοι, συνέχισαν τὸ ἔργο τους οἱ διάδοχοί τους, ποὺ ὀνομάσθηκαν ἀποστολικοὶ Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς συνέχισαν τὸ ἔργο τους οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ προεστῶτες τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ προεστῶτες τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως.

Ὅπως ὑπάρχουν ψευδοπροφῆτες, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ ψευδαπόστολοι. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν νοῦν Χριστοῦ μποροῦν νὰ διακρίνουν τοὺς ἀληθινοὺς Ἀποστόλους ἀπὸ τοὺς ψευδαποστόλους. Τὰ στοιχεῖα ποὺ τοὺς διακρίνουν εἶναι ἡ ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ θυσία καὶ ἡ προσφορὰ γιὰ τὸν λαό, ἡ ΄Ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Θὰ πρέπη νὰ προσευχόμαστε νὰ ἀναδεικνύη ὁ Θεὸς ἀληθινοὺς Ἀποστόλους, ὥστε νὰ κατευθυνόμαστε στὴν ἀπλανῆ ὁδὸ τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ συγχρόνως θὰ πρέπη νὰ προσευχόμαστε νὰ μᾶς δίνη ὁ Θεὸς δύναμη γιὰ νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σὲ αὐτοὺς τοὺς γνήσιους θεράποντας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου  ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή, 22 Αὐγούστου. Οἱ Ὅσιοι καὶ Ἀσκητές

Κυριακή, 22 Αὐγούστου

Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν διωγμῶν, ποὺ ἦταν ἡ μεγαλύτερη καὶ ἐνδοξότερη περίοδος τῆς Ἐκκλησίας, ἀναδείχθηκαν οἱ Μάρτυρες, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλήσαμε σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς προηγούμενες Κυριακές. Ὅταν τελείωσαν οἱ διωγμοί, τότε σταμάτησε τὸ μαρτύριο τῶν Χριστιανῶν, ἔπαυσε νὰ χύνεται τὸ αἷμα τους, ἀλλὰ ὅμως τὰ μυστικὰ καὶ ἀόρατα μαρτύρια δὲν σταμάτησαν. Τὸ μαρτυρικὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας συνεχίσθηκε μὲ τὴν ζωὴ τῶν Ὁσίων καὶ Ἀσκητῶν.

Ἡ λέξη "ὅσιος" ἔχει πολλὲς σημασίες, ἀλλὰ ἐδῶ χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ εὐσεβοῦς, τοῦ ἀφοσιωμένου στὸν Θεό, τοῦ καθαροῦ, τοῦ ἁγνοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του χρησιμοποιεῖ αὐτὸν τὸν ὅρο γιὰ τὸν Χριστό, τὸν μεγάλο ἀρχιερέα, λέγοντας: "Τοιοῦτος γὰρ ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος" (Ἐβρ. ζ΄, 26). Ἐπειδὴ ὁ Μέγας Ἀρχιερεὺς εἶναι ὅσιος, γι' αὐτὸ καὶ οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ εἶναι ὅσιοι, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: "δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον... εἶναι φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, ὅσιον, ἐγκρατῆ..." (Τίτ. α΄, 8). Ἀλλὰ αὐτὴν τὴν ὁσιότητα πρέπει νὰ ἔχουν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ καὶ μάλιστα οἱ προσευχόμενοι, γι αὐτὸ καὶ λέγει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: "Βούλομαι οὗν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ" (Α' Τίμ. β΄, 8).

Εἰδικὰ μὲ τὸν ὅρο αὐτὸν χαρακτηρίσθηκαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν ἀσκητικὴ καὶ ὁσιακὴ ζωή, ἀγωνίσθηκαν σὲ ὅλη τους τὴν ζωὴ σὲ Μοναστήρια, σὲ ἐρήμους, σὲ σπήλαια γιὰ νὰ ἐφαρμόσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶχαν ὁσιακὰ τέλη. Γι αὐτὸ στὰ συναξάρια λέγεται γι αὐτοὺς ἐν "εἰρήνῃ τελειοῦται".

Ἐὰν οἱ μάρτυρες ἀξιώθηκαν νὰ χύσουν τὸ αἷμα τους καὶ νὰ δώσουν τὴν ζωή τους γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ὅσιοι καὶ Ἀσκητὲς ποὺ ἔζησαν σὲ περίοδο εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας ἀπεδείχθησαν οἱ "μάρτυρες τὴ προαιρέσει", κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶχαν τὴν ἁγιασμένη ζωὴ τῶν μαρτύρων, εἶδαν τὸν Θεὸ καὶ εἶχαν κοινωνία μαζὶ Τοῦ, εἶχαν μέσα τους τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν ἔμπνευση νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν τοὺς δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ τὸ πράξουν. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἔζησαν σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή τους τὸ ἐπίπονο μαρτύριο τοῦ ἀγῶνος γιὰ νὰ ὑπερβοῦν τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατο ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ νικήσουν τὸν διάβολο καὶ τὶς μεθοδεῖες του.

Ὅταν διαβάση κανεὶς τὸν βίο τοῦ Μεγάλου Ἀνωνίου, ποὺ τὸν ἔγραψε ὁ στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας Μέγας Ἀθανάσιος, θὰ δὴ ἐκεῖ το πῶς ὁ Μέγας Ἀντώνιος σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ὑπέστη τὸ πολυχρόνιο μαρτύριο ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ ἔζησε τὴν δόξα τῆς μαρτυρικῆς ζωῆς. Αὐτὸ τὸ βλέπει κανεὶς καὶ ὅταν διαβάση ὅλα τὰ Συναξάρια τῶν Ὁσίων καὶ Ἀσκητῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ περίφημο βιβλίο ποὺ συνέγραψε ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ποὺ λέγεται "Κλῖμαξ".

Τόσο οἱ Μάρτυρες τοῦ αἵματος, ὅσο καὶ οἱ Μάρτυρες τῆς συνειδήσεως πρέπει νὰ εἶναι τὰ πρότυπά μας. Αὐτοὶ εἶναι τὰ μεγαλύτερα ἀδέλφια μας ποὺ ἀγωνίσθηκαν στὸν στίβο τῆς ζωῆς, αὐτοὶ εἶναι οἱ μαθητὲς τοῦ Πνεύματος. Καὶ ἐμεῖς τώρα καθόμαστε στὶς κερκίδες αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ σταδίου καὶ βλέπουμε τοὺς ἀγῶνες τους καὶ θαυμάζουμε τὴν καρτερία τους, τὴν ὑπομονή τους, καὶ τὴν δύναμή τους, ποὺ ἦταν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει ὅμως καὶ ἐμεῖς κάποτε νὰ μὴ στεκόμαστε στὸν θαυμασμό, ἀλλὰ νὰ κατεβαίνουμε μέσα στὸ στάδιο γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως, γιὰ νὰ λάβουμε τὸ στεφάνι τῆς ζωῆς.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή, 25 Ἰουλίου Οἱ Εὐαγγελιστές

Κυριακή, 25 Ἰουλίου

Μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα Μαθητάς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁμιλήσαμε τὴν προηγούμενη Κυριακὴ καὶ οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὸν στενὸ ὅμιλο τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, συγχρόνως ὑπῆρχαν καὶ οἱ ἑβδομήκοντα Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, καὶ τοὺς δώδεκα καὶ τοὺς ἑβδομήκοντα, λέγονται Εὐαγγελιστές, γιατί συνέγραψαν τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια. Πρόκειται γιὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο, τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο, τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη.

Ἡ λέξη Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο λέξεις τὸ "εὔ" καὶ τὴν "ἀγγελία" καὶ δηλώνει τὴν καλὴ ἀγγελία, τὴν καλὴ πληροφορία. Οἱ Εὐαγγελιστές, λοιπόν, μετέδωσαν γραπτῶς τὴν εἴδηση ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε, ἐδίδαξε, ἀπέθανε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθηκε καὶ πρόκειται νὰ ἔλθη ἐκ νέου γιὰ νὰ κρίνη τοὺς ἀνθρώπους.

Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῶν Εὐαγγελίων εἶναι τὸ τί εἶπε ὁ Χριστός, τὸ τί ἔκανε ὁ Χριστὸς καὶ τὸ τί ἔπαθε ὁ Χριστός. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ συνδέεται στενὰ μὲ τὰ θαύματά Τοῦ, τὰ Πάθη Τοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ. Τὰ Εὐαγγέλια δὲν εἶναι μιὰ πλήρης βιογραφία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἡ μετάδοση τῆς πληροφορίας ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι καὶ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ αὐτὸς μόνον μπορεῖ νὰ κάνη τὸν ἄνθρωπο κατὰ Χάριν υἱὸ τοῦ Θεοῦ.

Τὰ τρία πρῶτα Εὐαγγέλια (τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ) λέγονται "συνοπτικὰ Εὐαγγέλια" καὶ ἐπικεντρώνουν τὴν προσοχὴ τῶν ἀναγνωστῶν σὲ μερικὰ ἱστορικὰ σημεῖα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Τὰ τρία αὐτὰ Εὐαγγέλια θεωροῦνται ἀπὸ μερικοὺς ὡς κατηχητικὰ βοηθήματα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ποὺ προορίζονταν γιὰ ἐκείνους κυρίως ποὺ ἐπρόκειτο νὰ βαπτισθοῦν, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς σατανικὲς ἐνέργειες, ἀλλὰ συγχρόνως ἀπέβλεπαν καὶ στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν ἤδη βαπτισθῇ γιὰ νὰ ἔχουν μπροστά τους ἕνα συνοπτικὸ βιβλίο τῆς ζωῆς καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ τέταρτο Εὐαγγέλιο, δηλαδὴ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία χαρακτηριζόταν "πνευματικὸ" Εὐαγγέλιο, γιατί προοριζόταν κυρίως γι΄ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν βαπτισθῇ καὶ φωτισθῇ καὶ ἔπρεπε νὰ μάθουν τὴν ὑψηλότερη διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία καθόρισε νὰ διαβάζεται στὴν θεία Λειτουργία τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα καὶ καθ΄ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἀφοῦ τὸ Μ. Σάββατο γίνονταν οἱ ὁμαδικὲς βαπτίσεις τῶν Χριστιανῶν.

Ἡ ἐποχὴ στὴν ὁποία ζοῦμε εἶναι ἐποχὴ ἐνημερώσεως, ἐποχὴ διαδόσεως πολλῶν βιβλίων. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ πρέπει κυρίως νὰ μελετοῦμε τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως περιγράφονται μέσα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Κάθε ἀνάγνωση τῶν Εὐαγγελίων καὶ γενικότερα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀνοίγει τὸν νοῦ μας γιὰ νὰ μάθουμε τὴν ἀποστολή μας, τὸ ἔργο μας καὶ τὸν προορισμό μας, νὰ μάθουμε γιατί ζοῦμε, γιατί ὑπάρχουμε καὶ ποιός εἶναι ὁ σκοπός μας στὴν γῆ, ἀλλὰ καὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ νὰ ἔχουμε κοινωνία μὲ τὸν Χριστό.

Μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν Εὐαγγελίων, ὅπως ἑρμηνεύονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων, θὰ μπορέσουμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν γλυκύτητα τῆς καλῆς ἀγγελίας, δηλαδὴ τὴν γλυκύτητα τῆς σωτηρίας μας.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή, 29 Αὐγούστου. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος

Κυριακή, 29 Αὐγούστου

Κατὰ τοὺς δύο μῆνες ποὺ πέρασαν, στὰ εὐχαριστιακὰ σύντομα κηρύγματα ἀναλύσαμε τὸ τί εἶναι ἡ ἁγιότητα μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ποιοὶ ἀνήκουν στὸ στρατὸ τῶν ἁγίων. Εἴδαμε τοὺς Προφήτας, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Εὐαγγελιστάς, τοὺς Πατέρας καὶ Διδασκάλους, τοὺς Μάρτυρες, τοὺς Ὁσίους καὶ Ἀσκητάς, ἐξαιρέτως δὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Μητέρα Τοῦ, τὴν Παναγία μας.

Στὴν κατηγορία, ὅμως, τῶν ἁγίων ὑπάγονται ὅλοι ὅσοι ἀγωνίζονται νὰ τηρήσουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴν καθημερινή τους ζωή, ὅσοι ἔχουν μέσα τους τὸν Χριστό, ὅσοι ἔχουν νοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν ἱερὸ πόθο νὰ εἰσέλθουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ σκοπὸς καὶ ἡ ἀποστολὴ τῶν Χριστιανῶν εἶναι νὰ γίνουν ἅγιοι. Ἡ παραγγελία ποὺ ἔχουμε λάβει ὅλοι μας εἶναι: "ἅγιοι ἔσεσθε ὅτι ἅγιος εἰμὶ ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν" (Λεύτ. ἰα΄, 44).

Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζονται ἅγιοι. Ἔτσι τοὺς ὀνόμαζε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γιὰ παράδειγμα, στέλλοντας μιὰ ἐπιστολὴ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου ἄρχισε ὡς ἑξῆς: "Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, τοῖς ἁγίοις τοῖς οὔσιν ἐν Ἐφέσῳ καὶ πιστοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ" (Ἐφ. α΄,1). Λέγονται ἅγιοι καὶ διότι ἁγιάσθηκαν καὶ ἁγιάζονται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν μυστηρίων καὶ διότι πρέπει νὰ προκόπτουν στὸν ἁγιασμὸ καὶ διότι αὐτὸς εἶναι ὁ τελικὸς σκοπός τους, νὰ γίνουν δηλαδὴ ἅγιοι, μὲ τὴν μέθεξη τοῦ Θεοῦ.

Μέσα στὴν χορεία τῶν ἁγίων συγκαταλέγονται δισεκατομμύρια ἅγιοι κάθε ἡλικίας, ἐπαγγέλματος καὶ τρόπου ζωῆς. Ὑπάρχουν νήπια καὶ μικρὰ παιδιά, ἔγγαμοι καὶ οἰκογενειάρχες, ὁλόκληρες οἰκογένειες ποὺ μαρτύρησαν, στρατιωτικοὶ καὶ ἀσχολούμενοι μὲ ἄλλα ἐπαγγέλματα, ἁπλοὶ ἀλλὰ καὶ σοφοὶ ἄνθρωποι. Εἶναι ἕνας ἐξαγιασμένος καὶ εὐλογημένος στρατὸς ποὺ εὑρίσκεται στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς εἶδε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ κατέγραψε στὴν Ἀποκάλυψη ἐνδεδυμένους μὲ λευκὲς στολὲς καὶ ἔχοντας στὰ χέρια τους τοὺς φοίνικας τῆς δόξης καὶ τοῦ θριάμβου.

Τέτοιοι ἅγιοι ὑπῆρξαν σὲ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ θὰ ὑπάρξουν ὅσο θὰ ὑπάρχη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔγινε ἀκόμη ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου, γιατί θὰ ἐμφανισθοῦν καὶ ἄλλοι ἅγιοι γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἅγιος, νὰ μεθέξη δηλαδὴ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Κανεὶς δὲν θὰ μπορῇ νὰ βρῇ κάποια δικαιολογία γιὰ τὸ ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἐφαρμόση τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ στὴν ζωή του. Γιατί τέτοιοι ἅγιοι βρίσκονται σὲ κάθε ἱστορικὴ στιγμὴ καὶ σὲ κάθε μέρος τῆς γῆς. Μποροῦν νὰ εἶναι δίπλα μας καὶ δὲν τοὺς ἀναγνωρίζουμε, γιατί εἴμαστε τυφλοὶ πνευματικά. Μπορεῖ νὰ εἶναι μέσα στὸ σπίτι μας, τὴν γειτονιά μας, τὴν πόλη μας. Καὶ βεβαίως στὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θὰ ἐκπλαγοῦμε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ δοῦμε. Θὰ δοῦμε ἀνθρώπους ποὺ συνοικούσαμε μαζί τους καὶ δὲν τοὺς δίναμε σημασία, νὰ εὑρίσκωνται μέσα στὸ φῶς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἐπειδὴ σήμερα εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς ἀποκεφαλίσεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, γι αὐτὸ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ὑπῆρξε μιὰ μεγάλη φυσιογνωμία. ῏Ἠταν καὶ Προφήτης καὶ Ἀπόστολος μὲ τὴν εὐρεῖα ἔννοια τοῦ ὅρου, καὶ Ὅσιος καὶ Μάρτυρας. Γι αὐτὸ καὶ σὲ κάθε ἱερὰ ἀκολουθία ὅταν ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ ὁ Ἱερεὺς κάνει ἀπόλυση, μνημονεύει καὶ τὸ ὄνομά του: "ἱκεσίαις τοῦ τιμίου ἐνδόξου, Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου". Γεννήθηκε ἀπὸ ἁγίους γονεῖς, ποὺ ἔκαναν προσευχὴ γιὰ νὰ συλληφθῇ, ἔζησε στὴν ἔρημο, βάπτισε τὸν Χριστό, ὁμολόγησε τὴν ἀλήθεια καὶ μαρτύρησε γιὰ νὰ τηρήση τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ Προφῆτες, ὁ Τίμιος Πρόδρομος, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες, οἱ Ὅσιοι, οἱ Ἀσκητές, οἱ Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητὲς καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἴθε νὰ πρεσβεύουν γιὰ μᾶς γιὰ νὰ μὴ ξεχάσουμε τὸν προορισμό μας καὶ νὰ συγκαταλεχθοῦμε καὶ ἐμεῖς στὴν χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή, 3 Ἰουλίου "Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς"

Κυριακὴ 3 Ἰουλίου

Στὰ φετεινὰ κηρύγματα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στοὺς δύο αὐτοὺς καλοκαιρινοὺς μῆνες, θὰ ἀναλύσουμε μὲ συντομία τὴν "Κυριακὴ προσευχὴ" ποὺ εἶναι τὸ γνωστὸν "Πάτερ ἡμῶν". Λέγεται "Κυριακὴ προσευχή", γιατί τὴν δίδαξε ὁ Χριστὸς καὶ γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τὴν ἐνέταξε στὶς καθημερινές της ἀκολουθίες, ἀκόμη δὲ καὶ στὸ ὑπερφυέστατο Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀποτελεῖ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀγάπησαν πολὺ τὴν προσευχὴ αὐτή, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὴν δίδαξε ὁ Χριστὸς καὶ ἔχουμε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστὸ νὰ προσευχόμαστε μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τῆς προσευχῆς, ποὺ ἔχει μεγάλη δύναμη. Στὰ κηρύγματα αὐτὰ θὰ στηριζόμαστε στὴν ἑρμηνευτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄλλους ἑρμηνευτές.

Κατ' ἀρχὰς ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς γίνεται ἡ ἐπεξήγηση ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ εὐχὴ καὶ ἄλλο ἡ προσευχή. Ἡ εὐχὴ εἶναι ὑπόσχεση - τάξιμο πρὸς τὸν Θεό, ἐνῷ ἡ προσευχὴ εἶναι αἴτηση τῶν ἀγαθῶν, πρᾶγμα ποὺ ἰσχύει στὴν περίπτωση τῆς προσευχῆς τοῦ "Πάτερ ἡμῶν". Στὴν σύγχρονη ὁρολογία εὐχὴ εἶναι οἱ εὐχὲς ποὺ διατυπώνουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ παράδειγμα νὰ εἶναι καλά, νὰ ἔχουν ὑγεία κλπ., ἐνῷ προσευχὴ εἶναι ἡ δέηση στὸν Θεό.

Ἡ πρώτη φράση τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἐπίκληση στὸν Θεό: "Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς". Σὲ δύο σημεῖα θὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἐπίκληση "Πάτερ ἡμῶν". Μὲ τὴν προσηγορία αὐτὴ ὁ Θεὸς ὀνομάζεται Πατέρας καὶ ἔτσι ἐκδηλώνουμε τὴν βεβαιότητα καὶ τὴν πίστη ὅτι ἔχουμε πατέρα καὶ δὲν εἴμαστε ὀρφανοί. Καὶ ὁ Θεὸς Πατέρας μας θὰ μᾶς ἰκανοποιήση ὅλα τὰ αἰτήματα τῆς προσευχῆς, ἂν βέβαια ἔχουμε ἀκράδαντη πίστη σ' Αὐτόν, γιατί κανένας πατέρας δὲν στερεῖ τὰ ἀγαθά του ἀπὸ τὰ παιδιά του, ὅταν τοῦ τὰ ζητήσουν. Ἀποκαλῶντας τὸν Θεὸ Πατέρα ὁμολογοῦμε τὴν κατὰ Χάρη υἱοθεσία, ὅτι ἀξιωθήκαμε νὰ εἴμαστε υἱοὶ κατὰ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἀγαθὰ ποὺ θὰ λάβουμε εἶναι ὅτι ἔχουμε ἀδελφικὴ σχέση μὲ τὸν Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ λαμβάνουμε τὴν χορηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἑπομένως ἔχουμε κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό.

Φυσικά, ὅταν ἀποκαλοῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε μιὰ πολιτεία - ζωή, ὥστε νὰ μὴ φανοῦμε ἀνάξιοι μιᾶς τέτοιας μεγάλης εὐγένειας, καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν εὐγενική μας καταγωγή.

Ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ γίνεται σὲ πληθυντικὸ ἀριθμό, ἀφοῦ λέμε "Πάτερ ἡμῶν" γι' αὐτὸ μὲ αὐτὴν τὴν φράση δείχνουμε ὅτι ἔχουμε καὶ ἄλλους ἀδελφούς, δὲν εἴμαστε μόνοι μας πάνω στὴν γῆ, καὶ δὲν ἔχουμε μόνον ἐμεῖς Πατέρα τὸν Θεό, δηλαδὴ δὲν εἴμαστε μοναχοπαίδια. Ἔτσι, κυρίως μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὑπάρχει ἡ πνευματικὴ συγγένεια μεταξὺ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ποικίλες διαιρέσεις, ἀπὸ πλευρᾶς ἀξιωμάτων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν. Καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πνευματικὴ συγγένεια, γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ βλάπτεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν γήινη συγγένεια καὶ τὶς γήινες διαιρέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἑπομένως, στὴν πρώτη αὐτὴ φράση τῆς προσευχῆς στηρίζεται ἡ ἰσότητα καὶ ἡ ἀδελφότητα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ἡ φράση "ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς". Μὲ αὐτὴ τὴν φράση δηλώνουμε ὅτι ὁ Πατέρας μας κατοικεῖ στοὺς οὐρανούς.

Τὸ ὅτι ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Πατέρας μας κατοικεῖ στοὺς οὐρανοὺς δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ περικλείσουμε τὸν Θεὸ στοὺς οὐρανούς, ἀλλ' ὅτι τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μας πρέπει νὰ ἀπομακρύνουμε τὸν νοῦ μας ἀπὸ τὴν γῆ καὶ νὰ τὸν προσηλώσουμε στὸν οὐρανό. Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ γίνεται μὲ συγκεντρωμένο τὸν νοῦ, ὥστε νὰ ἔχουμε ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδειξε τὴν πραγματική μας πατρίδα ποὺ εἶναι ὁ οὐρανός, ὅπου βρίσκεται ὁ πατρικός μας οἶκος. Ἐδῶ στὴν γῆ εἴμαστε ξένοι, πάροικοι καὶ παρεπίδημοι, ὁπότε πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι τὸ πολίτευμά μας εἶναι στὸν οὐρανό. Ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ ἤθελε νὰ ἐπιστρέψη στὴν Πατρίδα του ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας; Καὶ λέγοντας οὐρανὸ δὲν ἐννοοῦμε τὸ διάστημα πέρα ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλὰ τὴν τεθεωμένη καὶ ἁγιασμένη ζωή, τὴν ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατο.

Ἡ πρώτη αὐτὴ φράση τῆς Κυριακῆς προσευχῆς ἀνυψώνει τον νοῦ μας στὸν Πατέρα μας καὶ μᾶς προσανατολίζει στὴν πραγματική μας πατρίδα. Ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς ποὺ προσευχόμαστε μηχανικά, λέμε αὐτὴν τὴν προσευχή, ἀλλὰ ζοῦμε ὡσὰν νὰ εἴμαστε ὀρφανοὶ καὶ ὡσὰν νὰ θέλουμε νὰ παραμείνουμε ἀθάνατοι σὲ αὐτὴν τὴν γῆ, μὲ τὰ θέλγητρά της, ποὺ εἶναι πρόσκαιρα ἢ ἀκόμη προσευχόμαστε ὡσὰν νὰ εἴμαστε τὰ μοναχοπαίδια τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε ἡ ἔναρξη τῆς προσευχῆς προσανατολίζει τον νοῦ μας καὶ τὸν κατευθύνει στὴν Πατρίδα μας καὶ μᾶς κάνει νὰ ἐπιθυμήσουμε καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὴν οὐράνια Πατρίδα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκτήσουμε βαθυτάτη αἴσθηση τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος καὶ τῆς πνευματικῆς μας συγγένειας μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό κήρυγμα: Κυριακή, 4 Ἰουλίου, Ὁ ἅγιος Τριαδικὸς Θεός

Κυριακή, 4 Ἰουλίου

Τὰ φετινὰ σύντομα λειτουργικὰ κηρύγματα θὰ ἀναφερθοῦν στὸ μεγάλο θέμα τῆς ἁγιότητος καὶ τῶν ἁγίων ποὺ ἔχουμε στὴν Ἐκκλησία μας. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἁγιότητος μέσα στὸν ὁποῖο ἐνεργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἁγιάζει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν κτίση.

Κατὰ τὸν Μέγα Φώτιο ἡ λέξη ἅγιος προέρχεται ἀπὸ τὸ στερητικὸ Ἂ καὶ τὴν λέξη γῆ καὶ σημαίνει τὸν ὑπέρτερο τῆς γῆς, αὐτόν, δηλαδή, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν γῆ. Καὶ φυσικὰ αὐτὸ πρωτίστως ἀναφέρεται στὸν Θεό. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ λέξη ἅγιος προέρχεται ἀπὸ τὸ στερητικὸ Ἂ καὶ τὴν λέξη ἄγος (μὲ ψιλή), ἀλλὰ ἐπειδὴ τὰ δύο Ἂ μὲ τὴν κράση τους δασύνονται δημιουργοῦν τὴν λέξη ἅγιος ποὺ σημαίνει αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀπηλλαγμένος ἀπὸ μίασμα. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅμως στὶς παραπάνω ἑρμηνεῖες παραθέτει καὶ τὴν δική του γνώμη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ λέξη ἅγιος προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη ἄγος (μὲ δασεῖα) καὶ δηλώνει τὸν ἄξιο σεβασμοῦ καὶ τὸν καθαρό.

Εἶναι φανερὸ ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ἑρμηνεῖες πρωτίστως ἀναφέρονται στὸν Θεὸ ποὺ εἶναι καθαρός, εἶναι ἄξιος σεβασμοῦ, εἶναι ὑπεράνω τῶν γηΐνων πραγμάτων. Γι΄ αὐτὸ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς παραγγέλλει: "ἅγιοι ἔσεσθε ὅτι ἅγιος εἰμι ἐγὼ Κύριος" (Λεύτ. ἰα΄, 44). Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπεκάλεσε τὸν Χριστὸ ἅγιο: "...δι' ὃ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται, υἱὸς Θεοῦ" (Λούκ. α΄, 35). Ὁ ῎Ἰδιος ὁ Χριστὸς προσευχόμενος στὸν Πατέρα Τοῦ τὸν ἀπεκάλεσε ἅγιο: "Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου" (Ἰω. ἰζ΄, 11). Καὶ τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαλεῖται Ἅγιον Πνεῦμα.

Ὁ Τριαδικὸς Θεός, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι ἅγιος. Ὁ προφήτης ΄Ἠσαΐας εἶδε τοὺς ἀγγέλους νὰ ψάλλουν τὸν ἐπινίκιο ὕμνο καὶ νὰ κράζουν: "ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου...". Ὁ ὕμνος αὐτὸς εἶναι ὕμνος στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ δηλώνει τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Στὴν θεία Λειτουργία ψάλλουμε τὸν τρισάγιο ὕμνο "ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς". Ἐπίσης, ψάλλουμε στὸν τρισάγιο Θεὸ τὸν ἐπινίκιο ὕμνο "ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ...".

Δὲν ὑπάρχει ἀκολουθία κατὰ τὴν ὁποία δὲν λέμε τὸ "τρισάγιον" καὶ δὲν ἀπευθύνουμε τὴν ἱκεσία μας στὸν Τριαδικὸ Θεό, ποὺ εἶναι Θεός, ἀθάνατος, ἰσχυρός, γι΄ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἄνθρωποι, θνητοὶ καὶ ἀδύνατοι, ζητοῦμε τὸ ἔλεὸς Του.

Ἁγία εἶναι ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἅγιες εἶναι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἅγιο εἶναι καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος δοξάζει τὸν Θεὸ καὶ μνημονεύει τὸ ὄνομὰ Τοῦ καὶ προσπαθεῖ νὰ ζῇ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του, δέχεται τὶς ἅγιες ἐνέργειές Του, ὡς θερμότητα, ἀγάπη, εἰρήνη, πραότητα, ἁγιασμό.

Θὰ πρέπη νὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν ἅγιο Θεὸ μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὰ μυστήρια, γιὰ νὰ δεχόμαστε τὶς ἐνέργειές Του καὶ νὰ ἁγιαζόμαστε ἀπὸ τὴν παρουσία Του καὶ τὴν ἁγιότητά Του.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου  ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ὁ Οὐράνιος Πατήρ

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Γ Ματθαίου

 3 Ἰουλίου 2022

Ὁ Οὐράνιος Πατήρ

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ὁ Οὐράνιος Πατήρ

«ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» (Ματθ. στ΄ 26)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του εἶπε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας. «Ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. στ΄, 26). Μέ αὐτό ἐκφράζει τήν ἀγάπη καί τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Ἡ ἀλήθεια αὐτή εἶναι μιά μεγάλη ἀποκάλυψη πού ἔκανε ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του.

Ξέρουμε ὅτι στήν πρό τοῦ Χριστοῦ ἐποχή ὁ Θεός ἐθεωρεῖτο ὅτι ἦταν ἕνα Ὄν πού βρίσκεται πέρα ἀπό τά ἀνθρώπινα καί φροντίζει γιά τήν διαφύλαξη τοῦ κόσμου καί τῆς ἠθικῆς τάξεως, καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραβαίνη αὐτήν τήν τάξη ὁ Θεός τόν τιμωρεῖ. Ὁ Χριστός ὅμως μᾶς φανέρωσε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας πού φροντίζει γιά μᾶς. Μᾶς ἔμαθε νά προσευχόμαστε σέ Αὐτόν: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς... ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου» (Ματθ. στ', 9-10). Μέσα στήν Ἐκκλησία ζωογονούμενοι ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μεταμορφούμενοι ἀποκτοῦμε τήν υἱοθεσία καί κράζουμε: «Ἀββᾶ ὁ πατήρ». «Ὅτι δέ ἐστέ υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ᾿ υἱός· εἰ δέ υἱός καί κληρονόμος Θεοῦ διά Χριστοῦ» (Γαλ. δ', 6-7).

Ἡ υἱοθεσία συνδέεται μέ τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἡ πνευματική ζωή, ὅταν ἐξασκῆται σωστά, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στό νά συνδεθῆ καί νά αἰσθανθῆ τόν Θεό Πατέρα του. Περνᾶ μέσα ἀπό τήν κατάσταση τοῦ δούλου, τοῦ μισθωτοῦ καί φθάνει στήν κατάσταση τοῦ υἱοῦ, πού ἐφαρμόζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιά νά ἀποφύγη τήν τιμωρία, οὔτε γιά νά εἰσέλθη στόν Παράδεισο, ἀλλά γιατί ἀγαπᾶ τόν Θεό ὡς Πατέρα του.

Ἡ διδασκαλία ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τήν δημιουργία μας, τήν ἀναδημιουργία μας καί τήν σχέση μας μαζί Του. Εἶναι βασική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι, ὅπως ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό τό μή ὄν, ἔτσι διευθύνει καί ζωοποιεῖ τόν κόσμο χωρίς κτιστά μέσα, ἀλλά μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, πού λέγονται Πρόνοια Θεοῦ.

Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ μία εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οἱ ἐνέργειές Του εἶναι πολλές. Ὅπως ἡ οὐσία Του εἶναι ἄκτιστη, δηλαδή θεία, τό ἴδιο καί οἱ ἐνέργειές Του εἶναι θεῖες, ἄκτιστες. Ἀλλά ἡ μέν οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη, οἱ δέ ἐνέργειές Του μεθεκτές. Ὅλος ὁ κόσμος μετέχει στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τά ἄψυχα μετέχουν στήν οὐσιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τά φυτά καί τά ζῶα στήν ζωοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι, ἔχοντας ψυχή, στήν σοφοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί οἱ ἄγγελοι μαζί μέ τούς ἁγίους στήν ἁγιοποιό ἤ θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν δεκτικότητα του δέχεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστός διδάσκει, ὅπως τό εἴδαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ὅτι ὁ Θεός τρέφει τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, Αὐτός αὐξάνει τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ, Αὐτός τά στολίζει τόσο ὄμορφα. Ἑπομένως, ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φύσεως, ἀλλά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ μέσα σέ αὐτά ἀπό τήν ἡμέρα πού τά ἔφερε στήν ζωή.

Αὐτήν τήν διδασκαλία τήν βλέπουμε καί στήν Παλαιά Διαθήκη. Σέ κάθε ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Προοιμιακοῦ ψαλμοῦ (103) ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Θεός ἐξαποστέλλει τίς πηγές νά ρέουν μέσα στά φαράγγια, Αὐτός ποτίζει τά ὄρη μέ τίς βροχές, Αὐτός βλαστάνει ἀπό τήν γῆ χορτάρι γιά νά φάγουν τά κτήνη, τά μικρά τῶν λιονταριῶν βρυχῶνται καί φωνάζουν στόν Θεό νά τούς στείλη τροφή καί ὅλα τά ζῶα περιμένουν ἀπό τόν Θεό νά τούς δώση τήν τροφή τους.

Ἐπίσης, εἶναι γνωστό ὅτι στό θαῦμα πού ἔγινε στήν Κανᾶ, ὁ Χριστός μετέτρεψε τό νερό σέ κρασί. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ὅτι ὁ Χριστός, πού μετατρέπει στίς ρίζες τῆς ἀμπέλου τό νερό καί τό κάνει οἶνο, Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού κάνει τώρα τό θαῦμα ἀπό νερό σέ κρασί. Τό νά βλέπη κανείς ὅμως σέ ὅλη τήν φύση τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι καί λέγεται θεωρία κατ᾿ ἐπιβολήν. Ἔτσι, λοιπόν, καθαροί ἄνθρωποι, πού ἐξασκοῦνται στήν νοερά προσευχή, ἔρχονται σέ κοινωνία μέ τούς λόγους τῶν ὄντων καί αἰσθάνονται ἑνότητα μέ ὅλη τήν κτίση.

Ἀπό αὐτά τά λίγα βγαίνουν δύο ἀλήθειες πού πρέπει ὡς Ὀρθόδοξοι νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψη.

Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεός σώζει τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Ἑπομένως, ὄχι μόνον ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἀλλά καί οἱ ἐνέργειές Του εἶναι θεῖες. Τό ἀντίθετο, ἡ ἄποψη, δηλαδή, ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, μᾶς ὁδηγεῖ σέ μεγάλη πλάνη, στήν ἴδια τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, καί τότε ἀρνούμαστε τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας.

Δυστυχῶς σέ αὐτό τό ὀλίσθημα ἔχουν πέσει οἱ Λατίνοι. Ἄν διαβάση κανείς τά ἔργα τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ὁ μεγαλύτερος θεολόγος τῆς Σχολαστικῆς θεολογίας, θά δῆ ὅτι ἐκεῖ πολλές φορές γίνεται λόγος γιά κτιστή Χάρη, γιά κτιστή ἀγάπη κλπ. Αὐτό ὅμως εἶναι ἕνας σύγχρονος ἀρειανισμός, πού μεταβάλλει τήν πίστη σέ ὀρθολογισμό καί ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία στόν ἀγνωστικισμό. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἀρνητικοί ἀπέναντι στήν δυτική σχολαστική θεολογία, διότι δέν ἔχει ἀκόμη ἀποβάλλει τήν αἱρετική ἰδέα ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή.

Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅταν ὑποστήριζε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅταν ὁμολογοῦσε ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες (θεῖες), στηρίζονταν στήν πνευματική τους ἐμπειρία. Ἐκτός ἀπό τήν ἀναφορά στούς Προφήτας, στούς Ἀποστόλους καί στούς προηγουμένους Πατέρας, προσέθεταν καί τήν δική τους μαρτυρία. Δηλαδή, ἐπειδή εἶχαν φθάσει στήν θεωρία-θέα τοῦ Θεοῦ, εἶχαν τήν πραγματική γνώση περί Αὐτοῦ καί αὐτήν ὁμολογοῦσαν. Ἑπομένως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀποτελοῦν τό ἐχέγγυο τῆς γνήσιας ἑρμηνείας τῆς ἀποκαλύψεως, ἐπειδή οἱ ἴδιοι δέχθηκαν τήν ἀποκάλυψη, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί πού στηρίζονται περισσότερο στόν στοχασμό καί ὄχι στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, δέν μποροῦν νά ἑρμηνεύσουν ὀρθόδοξα (δηλαδή ἀληθινά) τήν Ἁγία Γραφή.

Γι᾿ αὐτό καί μεῖς ἐάν συνδεόμαστε μέ συγχρόνους ἁγίους Πατέρας, πού ἔχουν γνώση τοῦ Θεοῦ, θά ἔχουμε τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι βαδίζουμε τόν δρόμο τῆς Ὀρθοδοξίας μακρυά ἀπό στοχασμούς, φιλοσοφίες καί ἀτομικές θεωρίες πού ἀνοίγουν τόν δρόμο τῆς αἱρέσεως.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ὁ Χριστός, ὁ ξένος καί οἰκεῖος

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ ΣΤ Ματθαίου

 24 Ἰουλίου 2022

Ὁ Χριστός, ὁ ξένος καί οἰκεῖος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ὁ Χριστός, ὁ ξένος καί οἰκεῖος

«Θάρσει, τέκον‧ ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. θ΄, 2)

Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἄρχισε μέ τήν φράση «ἐμβάς ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καί ἦλθεν εἰς τήν ἰδίαν πόλιν», δηλαδή ὁ Χριστός εἰσῆλθε σέ ἕνα πλοῖο καί ἦλθε στήν πόλη Του. Ὁ Χριστός ἔζησε μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του, χρησιμοποιοῦσε τά μεταφορικά μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί εἶχε καί τήν δική Του πόλη. Ἔζησε ὅπως ὅλοι μας, χωρίς ὅμως νά πράξη κάποια ἁμαρτία, γιατί ἦταν Θεάνθρωπος καί τελείως ἀναμάρτητος.

Σέ ποιά πόλη ἀναφέρεται ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής καί ποιά πόλη θεωρεῖτο ὡς «ἰδία πόλις» τοῦ Χριστοῦ; Πρόκειται γιά τήν Καπερναούμ.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἡ Βηθλεέμ γέννησε τόν Χριστό, ἡ Ναζαρέτ τόν ἔθρεψε καί ἡ Καπερναούμ τόν εἶχε διαρκῶς οἰκοῦντα. Ὅμως, παντοῦ ὁ Χριστός ἀντιμετώπιζε δυσκολίες, ἀφοῦ στήν Βηθλεέμ γεννήθηκε μέσα σέ ἕναν σταῦλο, στήν Ναζαρέτ ἀντιμετώπισε τήν μανία τῶν συμπατριωτῶν Του πού ἀποπειράθηκαν νά Τόν γκρεμίσουν ἀπό ἕνα βουνό, καί στήν Καπερναούμ δέν Τόν δέχθηκαν, καίτοι ἔκανε πολλά θαύματα ἐκεῖ, γι’ αὐτό καί εἶπε: «Καί σύ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ἀνυψωθεῖσα, ἕως ἅδου καταβιβασθήσῃ» (Ματθ. ια΄, 23).

Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν κατάλαβαν καί ζοῦσε ὡς ξένος πάνω στήν γῆ. Ἔτσι, εἶχε πόλη δική Του, ἀλλά τελικά δέν εἶχε οὔτε σπίτι νά μείνη. Ἡ ζωή Του ὡς ἀνθρώπου ἄρχισε στήν φάτνη καί ἔφθασε μέχρι τόν Γολγοθᾶ καί τό μνημεῖο τό καινό, ἀπό ὅπου ἀναστήθηκε.

Ὑπάρχει ἕνα καταπληκτικό τροπάριο τό ὁποῖο ψάλλεται κατά τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου τήν Μεγάλη Παρασκευή. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος παρουσιάζει τόν Ἰωσήφ, τόν εὐσχήμονα βουλευτή, νά πλησιάζη τόν Πιλάτο καί ζητώντας τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά λέγη: «δός μου αὐτόν τόν ξένον, ὁ ὁποῖος ὡς ξένος πού ἦταν ζοῦσε στόν κόσμο ὡς ξένος. Δός μου αὐτόν τόν ξένον τόν ὁποῖο οἱ ὁμοεθνεῖς του ἀπό μίσος τόν θανάτωσαν ὡς ξένον. Δός μου αὐτόν τόν ξένον τόν ὁποῖο οἱ Ἑβραῖοι τόν θανάτωσαν ἀπό φθόνο καί τόν ἀποξένωσαν ἀπό τόν κόσμο. Δός μου αὐτόν τόν ξένον γιά νά τόν κρύψω στόν τάφο, γιατί ὡς ξένος πού εἶναι δέν ἔχει ποῦ νά κλίνη τήν κεφαλή του».

Ὁ Χριστός ἔζησε ὡς ξένος στόν κόσμο αὐτό, ἀλλά τό ἔργο Του εἶναι παγκόσμιο, ἀφορᾶ ὁλόκληρο τόν κόσμο.

Ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Χριστός προσλαμβάνει κάθε ξένο καί τόν ἀναπαύει. Εἶναι γνωστή ἡ περικοπή τῆς Μελλούσης Κρίσεως, στήν ὁποία θά πῆ στούς δικαίους ἀνθρώπους: «Ξένος ἤμην καί συνηγάγετέ με» (Ματθ. κε΄, 35) καί τό ἀντίθετο στούς μή σεσωσμένους. Πρέπει νά βοηθοῦμε τούς ξένους σάν νά τό κάνουμε στόν Ἴδιο τόν Χριστό.

Πέρα ἀπό αὐτό μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι σήμερα ἰδιαίτερη «πόλη» τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του, μέσα στήν ὁποία κάνει τά θαύματά Του καί ἐνεργεῖ τίς νεκραναστάσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐπίγεια καί ὁρατή, ἀλλά καί οὐράνια καί ἀόρατη. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική πόλη τοῦ Θεοῦ. Καί ἐμεῖς ζοῦμε μέσα στήν πόλη τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, μέ τά Μυστήρια καί ὅλη τήν ζωή της καί θά πρέπει νά φροντίζουμε νά μήν περιφρονοῦμε τόν Χριστό, ἀλλά νά Τόν θεωροῦμε οἰκεῖο, καί νά δεχόμαστε τήν ζωοποιό παρουσία Του.

Στήν πόλη αὐτή, τήν Καπερναούμ, τοῦ ἔφεραν ἕναν παράλυτο, τόν ὁποῖον ὁ Χριστός θεράπευσε. Πρῶτα τοῦ ἔδωσε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί στήν συνέχεια ἔδωσε καί τήν ὑγεία τοῦ σώματός του. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ἀλλά χρειάζεται καί τό Ἅγιον Πνεῦμα πού θά τόν ἐξαγιάση, διαφορετικά εἶναι ἀνολοκλήρωτος, ἐλλιπής.

Κάνοντας λόγο γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν δέν πρέπει νά τό βλέπουμε ἁπλῶς δικανικά, δηλαδή ἀπό τήν εἰκόνα τῶν δικαστηρίων, τά ὁποῖα ἐξετάζουν τά παραπτώματα τῶν ἀνθρώπων καί τούς ἀθωώνουν ἤ τούς καταδικάζουν. Οὔτε πρέπει νά τό βλέπουμε ἠθικολογικά, δηλαδή νά ἐξετάζουμε κάθε παράπτωμα ἐξωτερικά, ἀπό μερικά γεγονότα πού φαίνονται, καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τόν ἐσωτερικό κόσμο μας, δηλαδή τά ὅσα γίνονται μέσα στήν σκέψη μας καί τίς ἐπιθυμίες μας. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι κάτι ἄλλο, βαθύτερο.

Ὅταν μιλᾶμε γιά ἁμαρτἰες τῆς ψυχῆς, ἐννοοῦμε τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἡ ἀπιστία στόν Θεό, ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός, ἡ κενοδοξία καί ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν φιλοδοξία, τήν φιληδονία καί τήν φιλαργυρία. Πρόκειται γιά ἀσθένειες πού ἐκκολάπτονται μέσα στόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου καί ἐκφράζονται καί ἐξωτερικά, ἀφοῦ ὑπάρχει ἄμεση σχέση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Ἔτσι, οἱ ψυχικές ἀσθένειες ἐκδηλώνονται καί πράττονται μέ τό σῶμα, πού σημαίνει ὅτι, ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἐννοεῖται ὅτι ἀλλάζει αὐτός ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀντί νά στρέφεται πρός τήν κτίση, στρέφεται πρός τόν Θεό.

Ἑπομένως, πρόκειται γιά μιά θεραπεία ἐσωτερική, πού ἔχει συνέπειες καί στό σῶμα, στήν οἰκογένεια καί τήν κοινωνία. Αὐτήν τήν ἀλλαγή, τήν μεταμόρφωση, τήν προξενεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τά φάρμακα πού δίνουν οἱ γιατροί θεραπεύουν τίς ἀσθένειες τοῦ σώματος. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνει τίς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς καί τίς κάνει νά κατευθύνωνται στόν Θεό καί νά χαριτώνωνται ἀπό Αὐτόν.

Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο πού θέλει τήν θεραπεία, καί τήν ἀναζητᾶ μέ τήν πίστη, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δῆ πάλι τόν Θεό ὡς Φῶς, καί ἔτσι ὅλος ὁ ἐσωτερικός του κόσμος φωτίζεται. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά θεραπεύωνται ὅλες οἱ ψυχικές ἐνέργειες καί αὐτό λέγεται ἄφεση ἁμαρτιῶν. Στήν κατάσταση αὐτή καί τό σῶμα λαμπρύνεται, ἀφοῦ ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Ἔτσι, ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, τοῦ ὁποίου ὅλες οἱ δυνάμεις -ψυχικές καί σωματικές- φωτίζονται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ.

Ἑπομένως, ἁμαρτία εἶναι ἡ στέρηση τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ καί ἄφεση ἁμαρτιῶν εἶναι ἡ μέθεξη καί ἡ ὅραση τοῦ θείου Φωτός. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθῆ μέ τόν Χριστό, τότε ὁ Χριστός εἶναι ὁ οἰκεῖος γιά τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Οἱ ἄρχοντες καί ὁ λαός

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ


«ὄχλος πολύς... ἔλαβον τά βαΐα τῶν φοινίκων καί ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ...»  (Ἰω. ιβ' 12-13)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Εἰσερχόμενος ὁ Χριστός στά Ἱεροσόλυμα γιά νά πάθη ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου ἐπευφημεῖται ἀπό τόν λαό ὡς νικητής τοῦ θανάτου, λόγῳ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου. Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι ὁ λαός πού ἐπευφημεῖ τώρα τόν Χριστό, αὐτός ὁ ἴδιος θά ζητήση μετά λίγες μέρες τήν καταδίκη Του. Ὁ ἐνθουσιασμός ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ σύντομα θά μεταβληθῆ σέ ὀργή ἐναντίον Του.

Μᾶλλον δέν θά μεταβληθῆ, ἀλλά θά τοῦ τόν μεταβάλλουν οἱ ἄρχοντές του. Εἶναι μιά, ἀπό τίς τόσες πολλές περιπτώσεις πού ὑπάρχουν στήν ἱστορία, μάλιστα χαρακτηριστική περίπτωση ἀλλοιώσεως τῆς γνώμης, τῆς θελήσεως καί τοῦ πραγματικοῦ συμφέροντος τοῦ λαοῦ ἀπό τούς τεταγμένους νά τόν κυβερνήσουν. Ἄς δοῦμε λίγο πλατύτερα τό θέμα γιατί εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέρον καί πάντα ἐπίκαιρο.

Οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ἦταν οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν, τόν μετέτρεψαν σέ ὄχλο. Καί μάλιστα αὐτά τά ἔκαναν ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου. Συμπεριφέρονταν πολύ ἀλαζονικά καί ὑπεροπτικά. Ὑποτιμοῦσαν τόν λαό. Γι᾿ αὐτούς πού ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό εἶπαν οἱ Φαρισαῖοι: «Ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μή γινώσκων τόν νόμον ἐπικατάρατοι εἰσί» (Ἰω. ζ', 49).

Τό κακό εἶναι ὅτι οἱ ἴδιοι δέν ἤξεραν καί δέν ἤθελαν νά γνωρίσουν τόν Νόμο στόν λαό. Παραθεωροῦσαν ἀκόμη καί τήν ἠθική ἐπιταγή του. Οἱ Φαρισαῖοι εἶπαν στούς Μαθητάς τοῦ Χριστοῦ: «Διατί μετά τῶν τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;» (Ματθ. θ', 11).

Ἀκόμη, στά Εὐαγγέλια βλέπουμε μιά συνεχῆ προσπάθεια τῶν ἀρχόντων νά διαστρέφουν τήν ἀλήθεια καί νά πλανοῦν τόν λαό. Ἤθελαν νά τόν κρατοῦν στήν πλάνη. Ἔκαναν τά πάντα γιά νά συκοφαντήσουν τό πραγματικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων γιά νά καταδικάσουν τόν Χριστό σέ θάνατο χρησιμοποίησαν δύο κατηγορίες, μιά θρησκευτική καί μιά πολιτική. Ἡ θρησκευτική ἦταν ὅτι ὀνόμαζε τόν ἑαυτό Του Υἱό τοῦ Θεοῦ: «Πατέρα ἴδιον ἔλεγε τόν Θεόν, ἴσον ἑαυτόν ποιῶν τῷ Θεῷ» (Ἰω. ε', 18). Ἡ πολιτική ἦταν ὅτι μέ τήν διαγωγή Του προκαλοῦσε τούς Ρωμαίους νά ἔλθουν καί νά καταστρέψουν τόν Ἰσραήλ: «Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλά σημεῖα ποιεῖ; Ἐάν ἀφῶμεν αὐτόν οὕτω, πάντες πιστεύουσι εἰς αὐτόν καί ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι καί ἀροῦσιν ἡμῶν καί τόν τόπον καί τό ἔθνος» (Ἰω. ια', 47-48). Τόν παρουσίασαν ἐχθρόν τοῦ ἔθνους! Ἀκόμη καί κατά τήν ἄδικη δίκη ἐναντίον Του ἔκαναν τά πάντα γιά νά «πείσουν» τόν λαό νά ζητήση τήν ἐλευθέρωση τοῦ Βαραββᾶ καί τήν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ.

Ἀντίθετα μέ τούς ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ ὁ Χριστός ἀγάπησε πολύ αὐτόν τόν λαό. Τόν εἶδε ὡς μή ἔχοντα ποιμένα. «Ἰδών δέ τούς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περί αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καί ἐρριμένοι ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ', 39). Ἔτσι, τό πρόβλημα τοῦ λαοῦ γιά τόν Χριστό εἶναι πρόβλημα ποιμένων - ἀρχόντων. Καί ὁ Χριστός ὑπῆρξε ὁ πραγματικός Ποιμήν του, γι᾿ αὐτό διεκήρυξε: «Ἐγώ εἰμί ὁ Ποιμήν ὁ καλός. ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰω. ι', 11).

Πράγματι, ὁ Χριστός, ὅπως ἐπανειλημμένα τονίζεται στά ἅγια Εὐαγγέλια, ἐσπλαγχνίσθη τόν λαό, τόν δίδαξε, τόν θεράπευσε, τοῦ ἱκανοποίησε τίς ὑλικές του ἀνάγκες, πέθανε γι᾿ αὐτόν.

Ἐπίσης, στούς Μαθητάς Του εἶπε νά μή κατεξουσιάζουν τόν λαό, ὅπως τό κάνουν οἱ «ἄρχοντες τῶν Ἐθνῶν», ἀλλά νά τόν διευθύνουν μέ ταπείνωση. Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα σ᾿ ἕνα τροπάριο παρουσιάζεται ὁ Χριστός νά λέγη: «Οὐ κλῆρος γάρ ἐμός τυραννίς δέ γνώμη αὐθαίρετος» πού ἑρμηνεύεται ὅτι «δέν εἶναι θεσμός καί νόμος ἰδικός μου ἡ αὐθαιρεσία, ἀλλά αὐτό εἶναι τῶν τυράννων». Ὁ Χριστός δέν εἶναι τύραννος, ἀλλά ὁ πραγματικός ἄρχοντας. Τέτοιος Ποιμένας δέν παρουσιάσθηκε ἄλλος στήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Χριστός μέ ὅλο Του τό ἔργο, τόν ἄβουλο ὄχλο, πού ἦταν τό θῦμα τῶν ἐπιγείων ἀρχόντων, τόν ἔκανε λαό τοῦ Θεοῦ, ἅγιο Σῶμά Του.

Ἔτσι, μέσα στήν Ἐκκλησία ζοῦμε αὐτήν τήν οἰκειότητα μέ τόν αἰώνιο καί πραγματικό Ποιμένα μας. Ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Θεό, καί ἔτσι ἀποκαθίσταται ἡ ἐλευθερία μας.

Ὅταν λέμε λαό τοῦ Θεοῦ δέν ἐννοοῦμε ἁπλῶς τούς λαϊκούς ἤ τήν λαοκρατία (λαϊκοκρατία), οὔτε τούς Κληρικούς ἤ τήν Κληρικοκρατία, ἀλλά τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα Κληρικῶν καί λαϊκῶν. Οἱ λαϊκοί δέν εἶναι οὔτε τό ἀνεξάρτητο οὔτε τό παθητικό στοιχεῖο μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά τό χαρισματοῦχο, πού μαζί μέ τούς Κληρικούς ἀποτελοῦν τόν ἔνδοξο καί τετιμημένο λαό τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, τό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἱεραρχικό, ὑπάρχει ἱεραρχία καί σεβασμός.

Ὁ Χριστός πολέμησε μέ τήν ἀγάπη καί τόν Σταυρό Του τό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς Του. Εἶναι ὁ «Ποιμήν ὁ καλός» πού ἐλευθέρωσε τόν ἄνθρωπο, καί ἀπό ἄβουλο ὄχλο τόν ἔκανε λαό Του. Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας σήμερα, ὅπως πάντα, εἶναι νά βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά γίνη εὐλογημένος λαός τοῦ Θεοῦ.

 

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Οἶκος Ἐλέους

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου

 15 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Οἶκος Ἐλέους

«ἄγγελος γάρ κατά καιρόν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ καί ἐτάρασσε τό ὕδωρ»
(Ἰω. ε', 4)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Στήν κολυμβήθρα (στίς στοές) τῆς Βηθεσδά πού ὑπῆρχε στήν προβατική πύλη «κατέκειτο πλῆθος πολύ τῶν ἀσθενούντων» πού περίμεναν τήν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἀρρώστια τους. Αὐτήν τήν κολυμβήθρα ἐπισκέφθηκε καί ὁ Χριστός καί θεράπευσε τόν κατάκοιτο, πού ὑπέφερε τριάντα ὀκτώ χρόνια. Τότε πού ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν εἶχε ἄνθρωπο γιά νά τόν βάλη πρῶτον στήν κολυμβήθρα, μετά τήν ταραχή τοῦ ὕδατος ἀπό τόν Ἄγγελο, τότε συνάντησε τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Τότε πού δέν μποροῦσε νά εἰσέλθη στήν κολυμβήθρα, μετά τήν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου, ἀξιώθηκε νά συναντήση τόν Κύριο τῶν ἀγγέλων.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες βλέπουν ἕνα συσχετισμό μεταξύ τῆς κολυμβήθρας τῆς Βηθεσδά καί τῆς κολυμβήθρας τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι ὁ Χριστός μέ τό θαῦμα αὐτό κάνει ἕναν ὑπαινιγμό τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Δέν ἔχουν γραφῆ αὐτά ἁπλᾶ καί τυχαῖα, ἀλλά εἰκονίζουν καί ὑποτυπώνουν ὅσα ἀνάγονται στό μέλλον. «Ἔμελλε βάπτισμα δίδοσθαι, πολλήν δύναμιν ἔχον καί δωρεάν μεγίστην, βάπτισμα πάσας ἁμαρτίας καθαῖρον καί ἀντί νεκρῶν ζῶντας ποιοῦν».

Τά νερά τῆς Βηθεσδά εἶχαν θαυματουργικές καί ὄχι ἰαματικές ἰδιότητες, διότι δέν γίνονταν καλά ὅλοι ὅσοι εἰσέρχονταν, ἀλλά ὁ πρῶτος πού εἰσερχόταν, μετά τήν ταραχή τοῦ ὕδατος ἀπό τόν ἄγγελο. Ὅμως, τό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος δέχεται τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἡ μήτρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως στήν μήτρα τῆς μητέρας συλλαμβάνεται, κυοφορεῖται καί γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί στήν κολυμβήθρα, τήν πνευματική μήτρα τῆς Ἐκκλησίας συλλαμβάνεται, κυοφορεῖται καί γεννᾶται πνευματικά ὁ ἄνθρωπος καί γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Στήν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδά γίνονταν θαύματα πού συνέβαιναν σέ ἕναν ἄνθρωπο κάθε φορά, σέ μιά δεδομένη στιγμή καί μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου. Μέ τήν ἐμφάνιση ὅμως τοῦ Χριστοῦ ὅλες αὐτές οἱ συνθῆκες ἄλλαξαν. Αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ὁποία προσφέρεται σέ ὅλους καί σέ κάθε χρονική στιγμή, ἀρκεῖ νά τό θελήση ὁ ἄνθρωπος.

Ἐπειδή ὅμως τό ἅγιο Βάπτισμα εἶναι τό εἰσαγωγικό μυστήριο καί δι᾿ αὐτοῦ γινόμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γι᾿ αὐτό ἡ Κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδά συμβολίζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει διαρκῶς ἡ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἰατρεύει τούς ἀνθρώπους. Βηθεσδά θά πῆ οἶκος ἐλέους καί ἀκριβῶς αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τά πάντα μέσα σέ αὐτήν εἶναι μυστήριο, γι᾿ αὐτό καί γίνονται διαρκῶς θαύματα. Καί ἕνα «Κύριε ἐλέησον» πού λέγει κανείς μέ πίστη γίνεται αἰτία λήψεως τῆς θείας Χάριτος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά διαρκής Πεντηκοστή, μέσα στήν ὁποία θεραπεύονται οἱ ἄρρωστοι καί ἀνασταίνονται οἱ νεκροί. Αἰσθανόμαστε τήν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο, ὅπου θεραπεύουμε τίς πνευματικές μας ἀσθένειες.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή πρέπει νά τονισθῆ ὅτι κατά τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου γίνεται ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν θεία Λειτουργία. Αὐτό γίνεται γιά δύο βασικούς λόγους.

Πρῶτον, γιατί τό τέταρτο Εὐαγγέλιο στήν πρώτη Ἐκκλησία προοριζόταν γιά τούς πνευματικά τελειοτέρους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καθαρίσει τήν καρδιά τους ἀπό τά πάθη καί ἦταν ἱκανοί νά διδαχθοῦν τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Στό Εὐαγγέλιο αὐτό ἀναφέρονται λίγα θαύματα, πού ἔκανε ὁ Χριστός, τά ὁποῖα συνδέονται μέ τά βασικά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὑψηλό Εὐαγγέλιο, ἀφοῦ παρουσιάζονται οἱ ἀλήθειες ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Φῶς καί ἡ Ζωή τῶν ἀνθρώπων. Μελετώντας κανείς τό τέταρτο Εὐαγγέλιο αἰσθάνεται καλά αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅτι ὁ Χριστός «Θεός ὤν προαιώνιος δι᾿ ἡμᾶς καί Θεολόγος ἐγεγόνει». Ὁ Χριστός εἶναι ὁ πραγματικός Θεολόγος, διότι ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς φανέρωσε τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός καί τήν Βουλή Του.

Δεύτερον, διαβάζεται τό τέταρτο Εὐαγγέλιο αὐτήν τήν περίοδο, διότι τό Μέγα Σάββατο, ὅπως εἶναι γνωστό, γίνονταν οἱ ὁμαδικές Βαπτίσεις τῶν νέων Χριστιανῶν. Οἱ πιστοί παρακαλοῦσαν ὅλη τήν Σαρακοστή γιά τούς Κατηχουμένους καί γιά τούς πρός τό ἅγιο Φώτισμα εὐτρεπιζομένους, ὥστε νά καθαρισθοῦν ἀπό τά πάθη, νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου καί νά λάβουν «φωτισμόν γνώσεως καί εὐσεβείας». Τό Βάπτισμα ἄλλωστε λέγεται Φώτισμα, γιατί οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουν τό πραγματικό Φῶς, τόν Χριστό καί εἶναι οἱ πραγματικά φωτισμένοι. Ἄρα, οἱ Κατηχούμενοι περνοῦσαν ἀπό τό στάδιο τῆς καθάρσεως, κατά τό ὁποῖο διδάσκονταν νά διακρίνουν τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς ἐνέργειες τῶν κτισμάτων καί μάλιστα τοῦ διαβόλου. Αὐτό γινόταν μέ τήν ἀνάγνωση τῶν τριῶν πρώτων Εὐαγγελίων. Μετά τό ἅγιο Βάπτισμα, ἀφοῦ ἐλάμβαναν τόν φωτισμό, μποροῦσαν νά καταλάβουν τό βαθύτερο νόημα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ –ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό- γι᾿ αὐτό αὐτήν τήν περίοδο διαβαζόταν τό κατ᾿ ἐξοχήν θεολογικό αὐτό Εὐαγγέλιο.

Ὁ ἐσωτερικός σύνδεσμος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου μέ τόν Χριστό πού φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ἔπεσε στό στῆθος Του κατά τό Μυστικό Δεῖπνο καί μέ τήν Παναγία τήν ὁποία πῆρε στό σπίτι Του σάν δῶρο τοῦ Χριστοῦ σέ αὐτόν, μᾶς ἔδωσε αὐτό τό θεολογικό Εὐαγγέλιο, πού ἡ Ἐκκλησία καθόρισε νά διαβάζεται αὐτήν τήν περίοδο, πού πλέει στήν ἀναστάσιμη χαρά.

Ἀπό ὅσα ἀναφέρθηκαν φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ πνευματική ζωή εἶναι μιά διαρκής πρόοδος. Δέν ὑπάρχει τέλος στήν πνευματική ζωή, ἀλλά διαρκής τελείωση. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, προχωρεῖ στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί ἔπειτα εἰσέρχεται στήν θεωρία (θέα) τοῦ Θεοῦ, πού δέν ἔχει τέλος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέγει χαρακτηριστικά: «Τῆς ἀρετῆς εἷς ὅρος ἐστι, τό ἀόριστον». Καί ἀλλοῦ λέγει: «Ἐπί δέ τῆς ἀρετῆς ἕνα τελειότητος ὅρον ἐμάθομεν, τό μή ἔχειν αὐτήν ὅρον». Αὐτή ἡ πρόοδος ἔχει σχέση μέ τήν αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος καί τήν βίωση τῆς μετανοίας.

Ἀκόμη, ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν πνευματική ζωή, ἀλλά ἡ κατανόησή του δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν γνωσιολογική μας ἱκανότητα, ἀλλά ἀπό τήν πνευματική μας κατάσταση. Εἶναι ἀνάλογη μέ τόν βαθμό φωτισμοῦ πού ἔχουμε. Ἐπίσης, ἡ ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου προσφέρεται αὐθεντικά ἀπό τήν Ἐκκλησία στά μέλη της καί μάλιστα κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λατρείας καί στό πνεῦμα τῆς Λατρείας. Δέν μπορεῖ κανείς νά δίνη αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες. Οἱ αἱρετικοί δέν εἶναι δυνατόν νά τό ἑρμηνεύσουν καλά.

Ἐπίσης, εἶναι φοβερό νά ἔχουμε δεχθῆ τό Ἅγιο Βάπτισμα –τό Φώτισμα– καί ὅμως νά μήν ἔχουμε εἰσέλθη ἀκόμη στό στάδιο τῆς καθάρσεως καί νά βασανιζόμαστε ἀπό τήν κατάσταση τῆς ἀκαθαρσίας.

Παραμένοντας στήν πνευματική Βηθεσδά, τήν Ἐκκλησία πού εἶναι Οἶκος Ἐλέους, ἔχοντας τό πνεῦμα τῆς διαρκοῦς καί φλογερᾶς μετανοίας, θά δεχθοῦμε τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, πού θά θεραπεύση καί θά φωτίση τήν ὕπαρξή μας.

Ἡ ἐλπίδα μας, ἡ σωτηρία μας, ἡ δόξα μας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Διά πρεσβειῶν τῶν ἁγίων, τῶν φίλων τοῦ Θεανθρώπου, μποροῦμε καί ἐμεῖς νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν παράλυσή μας. Κανείς, ἀπολύτως κανείς, ἄλλος δέν μπορεῖ νά μᾶς σώση οὔτε νά μᾶς βοηθήση. Ὁ Χριστιανισμός στό θέμα αὐτό εἶναι ἀπόλυτος. Μόνον ὅσοι δέχονται αὐτό τό ἀπόλυτο γίνονται τέλειοι.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος