Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ - Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων

Ἡ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων εἶναι μιά ζεστή εὐλογημένη ἡμέρα, γιατί αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐνηνθρώπησε γιά νά μᾶς συναντήση, ὕστερα ἀπό τήν ἀποστασία μας καί τήν ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Παράδεισο.

Ἤμασταν πληγωμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία καί Αὐτός ἦλθε ὡς ἰατρός νά μᾶς θεραπεύση, ἤμασταν στήν ἐξορία καί Αὐτός ἦλθε ὡς φίλος στόν τόπο μας, ἤμασταν ἀπελπισμένοι καί Αὐτός μᾶς ἔφερε ἐλπίδα, εἴχαμε βαθύτατο πόνο ψυχικό καί σωματικό καί Αὐτός μᾶς ἔδωσε χαρά. Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἀγαπήση ἕναν τέτοιον Θεό πού ἀγαπᾶ, πού γεννιέται ὡς ἄνθρωπος σέ ἕνα σπήλαιο, πού περνᾶ μέσα ἀπό τήν κακία τῶν ἀνθρώπων, πού ἐξαναγκάζεται νά ζήση ὡς μετανάστης στήν Αἴγυπτο, νά βιώση ὅλες τίς τραγικές συνθῆκες ζωῆς πού ζοῦσε ὁ ἄνθρωπος καί τελικά θυσιάζεται γιά νά μᾶς σώση;

Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας αἰσθάνονται μέσα τους τήν μεγάλη, τρυφερή, ἐκστατική, θυσιαστική καί γνήσια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό τούς ἀπελευθερώνει ἀπό κάθε ὑποδούλωση, θλίψη, ἀπελπισία, δυσκολία. Ὅταν κανείς ξέρη ὅτι κάποιος τόν ἀγαπᾶ πραγματικά, δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῆ τίς ἐξωτερικές στενοχώριες, τά ἐξωτερικά προβλήματα. Αὐτό τό βλέπουμε στούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας πού ψάλλουμε αὐτές τίς ἡμέρες, αὐτό τό διαβάζουμε σέ ὅλα τά κείμενα τῶν ἁγίων.

Πρόσφατα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπεφάσισε τήν ἁγιοκατάταξη ἑνός εὐλογημένου ἱερομονάχου, τοῦ π. Πορφυρίου, ὁ ὁποῖος στήν ἀρχή τῆς ζωῆς του ἦταν γιά ἕνα μικρό διάστημα μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος καί τελικά κοιμήθηκε στό Ἅγιον Ὄρος τό ἔτος 1991. Στό ἐνδιάμεσο διάστημα ἔζησε τόν περισσότερο καιρό στήν Ἀθήνα καί τήν Ἀττική, ὑπηρέτησε ὡς Ἱερέας στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν, πλησίον τῆς πλατείας Ὁμονοίας καί γνώρισε τόν ἀνθρώπινο πόνο, ἀλλά τά ἀντιμετώπιζε ὅλα αὐτά μέ τήν βαθειά ἀγάπη πρός τόν Χριστό, συγχρόνως αἰσθανόταν καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Θά ἤθελα αὐτήν τήν εὐλογημένη ἡμέρα νά σᾶς παρουσιάσω μερικούς λόγους του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ἔλεγε ὁ ὅσιος Πορφύριος:

«Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά, τό φῶς τό ἀληθινό, ἡ εὐτυχία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἡ σχέση μέ τόν Χριστό εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Αὐτός εἶναι ἡ ἀγάπη μας, αὐτός ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό κεῖ πηγάζει ἡ χαρά.

Ἡ χαρά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μιά χαρά, πού σέ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μιά πνευματική τρέλα, ἀλλά ἐν Χριστῷ. Σέ μεθάει σάν τό κρασί τό ἀνόθευτο, αὐτό τό κρασί τό πνευματικό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: "Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κεφαλήν μου καί τό ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεί κράτιστον". Ὁ πνευματικός οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολύ δυνατός κι ὅταν τόν πίνεις, σέ μεθάει. Αὐτή ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού δίνεται στούς "καθαρούς τῇ καρδίᾳ"....

Ὁ Χριστός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν, τό ἄκρον ἐπιθυμητόν, δέν ὑπάρχει ἀνώτερο. Ὅλα τά αἰσθητά ἔχουν κόρο, ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔχει κόρο. Αὐτός εἶναι τό πᾶν. Ὁ Θεός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν. Καμμιά ἄλλη χαρά, κανένα ἄλλο κάλλος, τίποτε δέν μπορεῖ νά παραβγεῖ μ' Αὐτόν. Τί ἄλλο ἀπό τό ἀνώτατον;

Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι ἄλλος ἔρως. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει... Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά μπορεῖ ν' ἀρχίσει ἡ ζήλεια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καί σιγά-σιγά σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο σ' ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρωτας, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν, ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται. Εἶναι μιά ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τή βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν.

Μόνο σ' ἕνα σημεῖο σταματᾶ ὁ κορεσμός. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Ἀγαπάει, ἀγαπάει, ἀγαπάει κι ὅσο ἀγαπάει, τόσο βλέπει ὅτι θέλει ἀκόμη ν' ἀγαπήσει. Τό βλέπει ὅτι δέν ἔχει ἑνωθεῖ, δέν ἔχει δοθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔχει συνεχῶς τήν ἔφεση, τήν ἐπιθυμία, τή χαρά, γιά νά κατορθώσει νά φτάσει στό ἄκρον ἐφετόν, στόν Χριστό. Ὅλο νηστεύει κι ὅλο κάνει μετάνοιες κι ὅλο προσεύχεται κι ὅμως ὅλο δέν ἱκανοποιεῖται. Δέν τό καταλαβαίνει ὅτι ἔφτασε ἤδη σ' αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐτό πού ἐπιθυμεῖ δέν τό νιώθει ὅτι τόν γέμισε, ὅτι τό πῆρε, ὅτι τό αἰσθάνεται, ὅτι τό ζεῖ. Αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα, αὐτήν τήν θεία ἀγάπη λαχταροῦν καί ποθοῦν ὅλοι οἱ ἀσκητές. Μεθοῦν μέ τή θεία μέθη. Μ' αὐτή τή θεία μέθη τό μέν σῶμα μπορεῖ νά γηράσκει, νά παρέρχεται, τό πνεῦμα, ὅμως, νεάζει καί ἀνθεῖ....

Τόν Χριστό νά Τόν αἰσθανόμαστε φίλο μας. Εἶναι ὁ φίλος μας. Τό βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει: "Ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ...". Σάν φίλο νά Τόν ἀτενίζουμε καί νά Τόν πλησιάζουμε. Πέφτουμε; Ἁμαρτάνουμε; Μέ οἰκειότητα, ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νά τρέχουμε κοντά Του, ὄχι μέ φόβο ὅτι θά μᾶς τιμωρήσει ἀλλά μέ θάρρος, πού θά μᾶς τό δίνει ἡ αἴσθηση τοῦ φίλου. Νά Τοῦ ποῦμε: "Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με". Ἀλλά συγχρόνως νά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μέ ἀγάπη καί μᾶς συγχωρεῖ. Νά μή μᾶς χωρίζει ἀπ' τόν Χριστό ἡ ἁμαρτία. Ὅταν πιστεύουμε πώς μᾶς ἀγαπάει καί Τόν ἀγαπᾶμε, δέν αἰσθανόμαστε ξένοι καί χωρισμένοι ἀπ' Αὐτόν, οὔτε ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ἔχουμε ἐξασφαλίσει τήν ἀγάπη Του κι ὅπως καί νά φερθοῦμε, ξέρουμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει.

Ἄν ἀγαπᾶμε τόν Χριστό πραγματικά, δέν ὑπάρχει φόβος νά χάσουμε τόν σεβασμό μας σ' Ἐκεῖνον».

Αὐτά πού ἔλεγε ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης εἶναι τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς ἑνός ὑγιοῦς καί αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ πόθος ἑνός ἁγίου καί μέ αὐτόν ξεπερνιοῦνται ὅλα τά προβλήματα, εἶναι τό ἀληθινό νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἄς ἀγαπήσουμε τόν Χριστό μέ ὅλη μας τήν καρδιά, ἄς αἰσθανθοῦμε τήν ἀγάπη Του, ἄς προσευχόμαστε σέ Αὐτόν, ἄς ἀνταποκριθοῦμε ἔστω καί στό ἐλάχιστον στήν δική Του ἀγάπη, καί τότε θά ἑορτάζουμε Χριστούγεννα στήν καρδιά μας αἰώνια.

Με θερμές ευχές και ευλογίες

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: Ἡ Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα 2022
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἔχω τήν µεγάλη χαρά νά ἀπευθυνθῶ σὲ ὅλους ἐσᾶς, τούς εὐλογημένους Χριστιανούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς µας καί νά σᾶς ἀπευθύνω τάν θριαμβευτικό χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη». 
 
Αὐτός ὁ χαιρετισμός δείχνει  ὅτι ἐάν ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν κάποιο θνητό ἀρχηγό καί ἱδρυτή, ὁ Χριστιανισμός πού δέν εἶναι µιά ἁπλή θρησκεία, ἀλλά Ἐκκλησία, ἔχει κεφαλή τόν Ἀναστάντα Χριστό πού μένει στὀν αἰῶνα ζῶν καί ζωογονεῖ τά µέλη τοῦ ἐνδόξου Σὠματός Του. Ὁ ἴδιος βεβαιώνει: «Μή φοβοῦ' ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καί ἔχω τάς κλεῖς τοῦ θανάτου καί τοῦ ἄδου» (Ἀπ. α’, 17-18). Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὑμνοῦμε καί δοξάζουµε τόν Ἀναστάντα Χριστό σέ ὅλη τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἀλλά καί κάθε Κυριακή πού εἶναι τό ἑβδομαδιαῖο Πάσχα. 
 
Αὐτό αἰσθανόμαστε κυρίως ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, γιατί εἵμαστε µέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού διατηρεῖ τήν ὀρθή πίστη καί τήν ὀρθή ζωή, ἔχει τήν ἀλήθεια, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Ἄσαρκος Λόγος, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καὶ ὁ Σεσαρκωµένος Λόγος στούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους τῆς Καινῆς Διαθήκης.
 
Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δέν εἶναι ἁπλῶς πάνω ἀπό κάθε θρησκεία, ἀλλά εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ καί µέσα σἐ αὐτήν τήν ἀτμόσφαιρα τελοῦνται ὅλα τά ἅγια Μυστήρια, µέ ἀποκορύφωμα τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή δέν εἶναι µιά συναισθηματική ζωή, δέν εἶναι κάποια ἤθη καὶ ἔθιμα, ἀλλά εἶναι ἐμπειρική καὶ ἀναστάσιμη ζωή. Μέσα στἠν Ἐκκλησία ἀποβάλλουμε τήν ἀπελπισία καί τόν φόβο τοῦ θανάτου, τήν θλίψη καί τήν κατήφεια, τόν ἀτομισμό καί τήν φιλαυτία, καὶ γεµίζουµε ἀπό πίστη, ἀγάπη, ἐλπίδα καὶ ζωή. 
 
Ἔπειτα, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι φιλοσοφική, ἀλλά ἐμπειρική, σταυροναστάσιµη. Ἐνῶ ἡ φιλοσοφία ἱκανοποιεῖ τήν φαντασία καί τόν ἀνθρώπινο στοχασμό, ἡ θεολογία εἶναι ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Θεοῦ καί γι αὐτό ἁγιάζει ὅλον τόν ἄνθρωπο. Κάθε φιλόσοφος προσπαθεῖ νά ἑρμηνεύση τό γιατί ὑπάρχει ὁ κόσµος, ποῦ ὀφείλεται τό κακό πού ὑπάρχει σέ αὐτόν, γιατί νά κυριαρχῆ ὁ θάνατος µέσα στήν φύση καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, καί ὅπως εἶναι φυσικό δίνονται πολλές ἀπαντήσεις, ὅσοι εἶναι καί οἱ φιλόσοφοι καὶ φιλοσοφοῦντες. Ὅμως, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ζοῦν µέσα στό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ διακατέχονται ἀπό τήν δύναμη τῆς ζωῆς καί τῆς ἀναστάσεως καί εἶναι γεμάτοι ἀπό ἐλπίδα, ζοῦν τό ὅτι ὁ Χριστός νίκησε τόν θάνατο καί µεταγγίζει αὐτήν τήν ἀναστάσιμη ζωή στούς φίλους Του. 
 
Οἱ ἄνθρωποι πού κλείνονται στὀν ἑαυτό τους διακατέχονται ἀπό τήν ἀπελπισία καὶ τὀν φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος δέν εἶναι µόνο ἕνα συνταρακτικό γεγονός πού ἔρχεται στὁ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀλλά ὑφίσταται µέσα στήν ὕπαρξή µας ἀπό τήν πρώτη στιγµή τῆς συλλήψεώς µας µέ τά γονίδια τῆς γηράνσεως, δηλαδή τά γονίδια τῆς φθορᾶς, τῶν ἀσθενειῶν καί τοῦ θανάτου. Ἀκόμη πολλοί ἄνθρωποι αἰσθάνονται σάν νά βρίσκονται µέσα σὲ ἕναν προσωπικό ἄδη, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ θλίψη, ὁ πόνος, τό σκοτάδι τῆς ἐρήμωσης, ἡ μοναξιά, ἡ ἀπόγνωση καί ἀπελπισία. 
 
Ὅμως, ὅσοι πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί ζοῦν ἐν Χριστῷ τήν ἀναστάσιμη ζωή µέσα στἠν Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἀποδιώκουν τόν φόβο τοῦ θανάτου, ἀπομακρύνουν τήν θλίψη καί τήν ἀπελπισία καί εἶναι φωτεινοί ἄνθρωποι, δυνατοί ἀκόμη καί στίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς τους. Αὐτό γίνεται γιατί ἐπικαλοῦνται τόν Ἀναστάντα Χριστό καί Ἐκεῖνος ἔρχεται µέσα στόν προσωπικό τους ἄδη καί τούς γεμίζει μέ φῶς καὶ εἰρήνη. 
 
Σήµερα, αὐτή τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅλα εἶναι πλημμυρισμένα στὸ οὐράνιο Φῶς, ὅλα εἶναι χαρούμενα. Πρέπει, ὅμως, νά εὐχόμαστε αὐτή ἡ πνευματική χαρά νά µήν εἶναι πρόσκαιρη, νά µή συνδέεται μέ μερικές ἡμέρες τὀν χρὀνο, ἀλλά νά συνοδεύη πάντα τήν ζωή µας, δηλαδή τό Φῶς τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ νά μεταμορφώση ὅλη τήν ζωή µας σὲ µιά ἀναστάσιμη ἑορτή. Πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τίς ἀρρώστιες, τίς πτώσεις, τήν στέρηση τῶν ἀγαπητῶν µας ἀνθρώπων, τά οἰκογενειακά καί οἰκονομικά ζητήµατα μὲ τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. 
 
Εὔχομαι σὲ ὅλους τούς ἀγαπητούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς µας νά ἔχουν σωματική ὑγεία, ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλά κυρίως νά εἶναι γεμάτοι ἀπό τό Φῶς καί τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τότε δέν θά διακατέχονται ἀπό τήν ἀπελπισία καί τόν πόνο, ἀπό τά προβλήματα καί τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς. Τότε, ἡ ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν θά εἶναι µιά κοινωνική, ἐποχιακή καί συναισθηματική ἑορτή, ἀλλά θά εἶναι ἡ δύναμη τῆς ζωῆς τῆς ἀκαταλύτου, ἑορτή ἐλπίδας, ἀγάπης καί ἰσχυροῦ νοήματος γιά τήν ζωή, θά εἶναι τό αἰώνιο Πάσχα. 
 
Χριστός Ἀνέστη, ἀδελφοί. 
 
Μὲ ἀναστάσιμες εὐχὲς
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος
 
Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα
 

Κύριο ἄρθρο: Ἡ ἐν Χριστῶ ἀθανασία

Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος Δεκαπενταυγούστου

Κύριο ἄρθρο:  Ἡ ἐν Χριστῶ ἀθανασία

Καί πάλιν στό μέσον τοῦ Καλοκαιριοῦ μέ τίς ζέστες καί τούς καύσωνες ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, δηλαδή τοῦ βιολογικοῦ θανάτου τῆς Παναγίας μας, ἀλλά καί τήν μετάστασή της στούς οὐρανούς, καθώς ἐπίσης καί τήν διαρκῆ παρουσία της ἀνάμεσά μας. Ψάλλουμε στό Κοντάκιο μέ ἑορταστική καί λαμπρά φωνή: «Τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν∙ ὡς γάρ ζωῆς μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν». Εἶναι Μητέρα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ Χριστός καί μετέστη πρός τήν ζωή, δέν μπόρεσε νά τήν κρατήση ὁ τάφος καί ἡ νέκρωση.

Σέ ἄλλο τροπάριο, στόν Εἱρμό τῆς ἐνάτης Ὠδῆς ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὑπάρχει ζωντανή, ὅτι ἔχουν νικηθῆ σέ αὐτήν οἱ ὅροι τῆς φύσεως καί εἶναι «μετά θάνατον ζῶσα», καί γι’ αὐτό, ὅπως ψάλλουμε σέ ἄλλο Κοντάκιο εἶναι ἡ ἀκαταίσχυντη «προστασία τῶν Χριστιανῶν».

Ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική παράδοσή μας ἀναγνωρίζει τήν ζωντανή παρουσία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν ζωή μας, ὅτι αὐτή ἀκούει τίς προσευχές μας, ἀνταποκρίνεται στά αἰτήματά μας, μᾶς ξεκουράζει ἀπό τούς διαρκεῖς πόνους μας, καί μερικές φορές, ἰδίως σέ ἁγίους ἀνθρώπους, ἐμφανίζεται καί τούς ἐνισχύει. Ὡς δυνατό παράδειγμα εἶναι οἱ ἐμφανίσεις της, μέ πολλούς τρόπους, στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης καί μέ αὐτόν τόν τρόπο τοῦ ἔδειχνε ὅτι τόν προστατεύει. Αὐτό τό ξέρουν οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί καί γι’ αὐτό τήν ἐπικαλοῦνται καί σέ δύσκολες περιπτώσεις τῆς ζωῆς τους τήν φωνάζουν «Παναγία μου, σῶσε με»!

Ὅπως γνωρίζουμε, ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλές δυσκολίες, πολλές φοβίες καί τό βάθος ὅλων αὐτῶν τῶν φόβων εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ θανάτου πού θεωρεῖται ὡς μιά ἀποχώρησή μας καί ἀπό αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά καί ἀπό τήν ζωή τῶν ἀγαπημένων μας ἀνθρώπων. Φοβόμαστε κάθε ἀποχωρισμό, ἰδιαιτέρως τόν ἀποχωρισμό μέ τόν θάνατο.

Αὐτό ἀπασχολεῖ τούς ἀνθρώπους. Ἄν ἀναζητήσουμε καί ἐρευνήσουμε ὅλες τίς φοβίες μας, θά διαπιστώσουμε ὅτι στό βάθος τους κρύβεται ὁ φόβος τοῦ θανάτου, πού θεωρεῖται ὡς τέλειος ἀποχωρισμός. Καί, βέβαια, πέρα ἀπό τόν βιολογικό θάνατο εἶναι καί ὁ λεγόμενος «ψυχογενής θάνατος» πού δέν συνδέεται μέ τήν βλάβη τοῦ σωματικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀλλά μέ τήν πλήρη ἔλλειψη ἐλπίδας γιά τήν ζωή, καί αὐτό ἐκφράζεται μέ τήν θλίψη, τήν ἀπελπισία, τήν ἀκηδία, τήν ἀπόγνωση.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξεχωρίζει ἀπό τούς ἄλλους ὀργανισμούς ἀπό τό ὅτι, ἐνῶ γνωρίζει τό ἀναπόφευκτο τοῦ θανάτου, προσπαθεῖ μέ διαφόρους τρόπους νά τόν ὐπερβῆ ἤ νά τόν ξεχάση ἤ νά τόν ξεπεράση μέ τήν κοινωνική δημιουργικότητα. Τά ζῶα, ἐνῶ καί αὐτά εἶναι κάτω ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου, δέν ἔχουν τήν αἴσθησή του, καί τό κυριότερο, δέν ἔχουν συνείδηση γιά νά τόν ὑπερβοῦν.

Τό πρόβλημα, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τήν συνείδηση τοῦ θανάτου καί τό κυριότερο πού μπορεῖ νά ἀποφασίση τό πῶς θέλει νά πεθάνη, προσπαθεῖ νά βρῆ τρόπους νά τόν ξεχάση, νά τόν ἀπωθήση. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ θάνατος εἶναι ἕνα «δεδομένο τῆς ὕπαρξής μας», ἀφοῦ συμπλέκεται ἡ ζωή μέ τόν θάνατο, τό θεωροῦμε «ὡς πρόβλημα πού χρειάζεται νά λύσουμε» καί μάλιστα νά τό λύσουμε ὄχι μέ τόν Θεό, ἀλλά μέ τήν ἐπιστήμη. Αὐτό ἐκφράζεται μέ τό νά ἐπιμηκύνουμε ἤ νά παρατείνουμε τήν ζωή καί μέ τό νά ζῆ κανείς ἠδονιστικά καί εὐδαιμονιστικά. Αὐτό τό ἐξέφρασαν καί τό ἐκφράζουν διάφορα φιλοσοφικά συστήματα.

Μέσα στό πλαίσιο αὐτό πολλοί ἐκπρόσωποι τῆς σύγχρονης τεχνολογίας ὀνειρεύονται μιά «ψηφιακή ἀθανασία» καί σύνθημά τους εἶναι «νά σκοτώσουμε τόν θάνατο». Καί αὐτό τό ἐπιχειροῦν μέ τήν λεγόμενη «τεχνητή νοημοσύνη ἤ τεχνητή εὐφυΐα». Ἔτσι, κάνουν λόγο γιά τήν «ψηφιακή ἀθανασία», καί τό ἐννοοῦν αὐτό μέ τό νά μπορεῖ κανείς νά ζῆ γιά πάντα ἔχοντας μεταφέρει τίς σκέψεις του στόν ὑπολογιστή, καί ἔτσι νά ἐξακολουθῆ ὁ ἄνθρωπος μετά θάνατον νά ἐπικοινωνῆ μέ ἀγαπημένους του ἀνθρώπους.

Αὐτή, ὅμως, ἡ προσπάθεια ἐγκυμονεῖ πολλούς κινδύνους ἀπό πλευρᾶς ἠθικῆς, ψυχολογικῆς, νομικῆς καί ἀνθρωπίνης, ἀλλά κυρίως θεολογικῆς, γιατί ἐπιχειρεῖται νά κατασκευασθῆ ὁ «ὑπεράνθρωπος ἄνθρωπος» πού θά ζῆ χωρίς Θεό.

Ὅμως, στήν Ἐκκλησία ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ἀθανασία, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ζωντανός καί ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἀνθρώπους πού τόν ἀγαποῦν∙ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», ζώντων καί κεκοιμημένων∙ οἱ ἅγιοι ζοῦν «ἐν χώρᾳ ζώντων» καί ἔχουμε διαρκῆ ἐπικοινωνία μέ τήν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Πανηγυρίζει καί ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων, καί κριτῇ Θεῷ πάντων, καί πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων» (Ἑβρ. ιβ΄, 23). Στήν Ἐκκλησία ζοῦμε σέ μιά μεγάλη οἰκογένεια, τῆς ὁποίας τά πρωτότοκα καί μεγαλύτερα ἀδέλφια μας εἶναι στήν οὐράνια θεία Λειτουργία καί ἔχουμε πνευματική ἐπικοινωνία μαζί τους.

Πέραν τούτου στήν Ἐκκλησία μέ τόν ἀγώνα πού κάνουμε παλεύουμε μέ κάθε θάνατο, ψυχικό, πνευματικό καί βιολογικό, ἀποβάλλουμε τόν φόβο τοῦ θανάτου, καί ἔτσι τόν θάνατο τόν θεωροῦμε ὡς πνευματική ἀναγέννηση, βίωση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καί αὐτό ἀκριβῶς συνιστᾶ τήν θεραπεία μας.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Στήν Ἐκκλησία, μέ τίς ἑορτές τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων, ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ἀθανασία καί γι’ αὐτό δέν χρειαζόμαστε κάποια «ψηφιακή ἀθανασία». Γνωρίζουμε, ὅπως ψάλλουμε στήν σημερινή ἑορτή, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κοίμηση, ὕπνος, καί δέν εἶναι τραγικός, ἀλλά ἔνδοξη κοίμηση.

Εὔχομαι χρόνια πολλά, γεμάτα ἀπό ἀναστάσιμη ζωή.

Μέ πατρικές εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος



Κύριο ἄρθρο: Ἡ Νέκρωση τοῦ θανάτου

 
 
Ἐγκύκλιος Πάσχα
Ἑορτάζουμε καί ἐφέτος τό μεγάλο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ζωῆς πάνω στόν θάνατο, τό ὁποῖο δείχνει ὅτι ὁ θάνατος νικήθηκε, ὁ Ἅδης νεκρώθηκε, ἡ ζωή ἀνέτειλε ἀπό τόν τάφο. Ὅλα τά ἀναστάσιμα τροπάρια ὁμιλοῦν γι’ αὐτό τό μεγάλο γεγονός. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἑορτάζουμε τό Πάσχα, ὅπως ψάλλουμε: «Πάσχα Κυρίου Πάσχα, ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν Χριστός ὁ Θεός ἡμᾶς διεβίβασε».
 
Ὅμως, ὅλοι μας ἐξακολουθοῦμε νά εἴμαστε, κατά διαφόρους βαθμούς, κάτω ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου, τοῦ πνευματικοῦ καί σωματικοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἄλλοι ἄνθρωποι ζοῦν χωρίς τόν Ἀναστάντα Χριστό, μέσα στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, καί γενικά ὅλοι μας ὅταν θά ἔλθη ἡ ὥρα πεθαίνουμε, καί γι’ αὐτό κλαῖμε γιά τόν θάνατο τῶν ἀγαπητῶν μας ἀνθρώπων, ἀλλά καί ζοῦμε μέ τόν φόβο τοῦ δικοῦ μας θανάτου. Τό ἐρώτημα εἶναι πῶς ἐξηγεῖται νά ἑορτάζουμε τόν Χριστό ὡς νικητή τοῦ θανάτου καί ὁ θάνατος νά ἐξακολουθῆ νά ὑπάρχη καί νά μᾶς βασανίζη;
 
Πρίν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἀνάστασή Του οἱ ἄνθρωποι ἀπέθνησκαν καί ἡ ψυχή τους κατέβαινε στόν Ἅδη, τήν χώρα τοῦ θανάτου, ἀκόμη καί οἱ δίκαιοι. Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν εὐλογία νά ζοῦμε στό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ τό ἅγιο Βάπτισμα καί τά μυστήρια στήν Ἐκκλησία, ἐξακολουθεῖ μέν νά ἐπικρατῆ ὁ σωματικός θάνατος, ἀλλά δημιουργήθηκαν διαφορετικές ἄλλες δυνατότητες. Πρῶτον, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ δέν φοβᾶται τόν θάνατο, δηλαδή ἀπαλλάσσεται ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου· δεύτερον ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πού συνδέεται μέ τόν Χριστό δέν πηγαίνει στό σκότος τοῦ Ἅδη, ἀλλά «ἐν χώρα ζώντων», «ἐν σκηναῖς δικαίων», στήν οὐράνια θεία Λειτουργία, ὅπως περιγράφεται στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου· καί τρίτον ὑπάρχει ἡ βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεως καί αὐτῶν τῶν σωμάτων πού βρίσκονται τώρα ἐνταφιασμένα στήν γῆ, γιά νά ζήση ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Χριστό.
 
Αὐτό εἶναι τό νόημα τοῦ θριαμβευτικοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι γεμάτο ὄχι ἀπό ἐλπίδα ζωῆς, ἀλλά ἀπό βεβαιότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τώρα καί θά συνεχισθῆ γιά νά ὁλοκληρωθῆ στόν μέλλοντα αἰώνα.
 
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης δίνει μιά ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό. Γράφει ὅτι μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ «φάνηκε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σ’ ἐκείνους πού κάθονται στό σκοτάδι καί τήν σκιά τοῦ θανάτου» καί μέ τό ὅλο ἔργο Του «συνέθλιψε, δηλαδή τσάκισε τίς πολλές κεφαλές τοῦ δράκοντα πατώντας τον μέ τό πόδι του καί συντρίβοντάς τον καί καταπατώντας τον στήν γῆ». 
 
Συνεχίζοντας ἀπαντᾶ σέ ἐκείνους πού ἔλεγαν: «Πῶς γίνεται αὐτό, ἀφοῦ ἐξακολουθοῦν καί σήμερα νά γίνονται φόνοι καί κλοπές, ἁμαρτίες καί χειρότερα κακουργήματα;». Θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε πῶς νικήθηκε ὁ θάνατος, ἐνῶ βλέπουμε γύρω μας τήν σκιά τοῦ θανάτου καί ζοῦμε μέ τήν ἐπίγνωση ὅτι θά ἔλθη ἡ ὥρα νά πεθάνουμε;
 
Χρησιμοποιώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἕνα παράδειγμα λέγει ὅτι «ὅταν σκοτώνουμε κάποιο ἑρπετό, βλέπουμε ὅτι δέν πεθαίνει ὅλο τό φίδι μαζί μέ τό κεφάλι, ἀλλά ἐνῶ τό κεφάλι ἔχει πεθάνει, τό ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανό καί δείχνει τόν θυμό του, χωρίς νά ἔχει στερηθῆ τήν ζωτική δύναμη».
 
Αὐτό ἔκανε καί ὁ Χριστός. Νίκησε τόν διάβολο-τόν δράκοντα, τοῦ συνέτριψε τήν κεφαλή, «τήν δύναμη πού ἀναιρεῖ τά καλά», ἀλλά «ἐπιτρέπει νά ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στό νεκρό θηρίο, ὡς ἀφορμή ἄσκησης γιά τούς μεταγενεστέρους». Δηλαδή, ὁ Θεός ἐπιτρέπει τήν ὕπαρξη τοῦ θανάτου γιά νά δώση σέ μᾶς τήν δυνατότητα νά ἀγωνισθοῦμε μέ τήν δύναμη τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ.
 
Ἐξηγεῖ στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης:
 
«Αὐτός, λοιπόν, ὁ Χριστός πού κατέλυσε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, συνέτριψε τήν δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέγει ὁ προφήτης. Τό ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στήν ζωή τοῦ ἀνθρὠπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στίς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τήν ζωή μας μέ τά λέπια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δυναμή του, βέβαια, εἶναι πιά νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τό κεφάλι. Ὅταν, ὅμως περάσει ὁ καιρός καί ἀκινητοποιηθοῦν τά κινούμενα κομμάτια κατά τήν συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς πού προσδοκοῦμε, τότε καταργεῖται ἡ οὐρά καί τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ, κι αὐτό εἶναι ὁ θάνατος. Κι ἔτσι θά πραγματοποιηθῆ ὁ πλήρης ἀφανισμός τῆς κακίας, ἀφοῦ θά ἀνακληθοῦν ὅλοι μέ τήν ἀνάσταση στή ζωή. Οἱ δίκαιοι θά μετοικήσουν ἀμέσως στήν οὐράνια μακαριότητα, ἐνῶ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θά παραδοθοῦν στό πῦρ τῆς γεέννης».
 
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
 
Ὁ θαυμάσιος αὐτός λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, πού ἐκφράζει ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δείχνει καθαρά, ὅτι μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ νικήθηκε ὁ διάβολος καί ὁ θάνατος, νεκρώθηκε ἡ κεφαλή του. Ἀκόμη, ὅμως, ὁ θάνατος κινεῖται μεταξύ μας. Καί ὅσο ἐμεῖς ζοῦμε μυστηριακά καί ἀσκητικά στήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, μποροῦμε ἀπό τώρα νά νικήσουμε τόν διάβολο καί τόν θάνατο πού προέρχεται ἀπό αὐτόν, ἔχοντας ὅμως τήν βεβαιότητα τῆς συμμετοχῆς μας στόν ὁλοκληρωτικό θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως μέ τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
 
Μέ αὐτές τίς ἀναστάσιμες σκέψεις, ἑορτάζοντας τήν νέκρωση τῆς κεφαλῆς τοῦ ὄφεως ἀπό τόν Ἀναστάντα Χριστό καί ἀναμένοντας τήν τελική ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀναφωνῶ: «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος».
Χριστός Ἀνέστη τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά.
 
Ποιμαντορικὴ ἐγκύκλιος Πάσχα
 

Κύριο ἄρθρο: Πασχαλινὴ Ἐγκύκλιος 2011. Ἡ πρώτη καὶ δεύτερη Ἀνάσταση

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑορτάζουμε πανηγυρικά, ὕστερα ἀπὸ πολυήμερη νηστεία, μετάνοια καὶ προσευχή, εἶναι τὸ κεντρικὸ μυστήριο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας. Χωρὶς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θὰ βρισκόμασταν κάτω ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ θανάτου, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε καμμιὰ διέξοδος ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διακηρύττει: «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν ἔτι ἐστὲ ἐν ταὶς ἁμαρτίαις ὑμῶν» (Α' Κόρ. ἰε', 17). Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ἔδωσε τὴν Χάρη καὶ σὲ μᾶς νὰ ἀναστηθοῦμε πνευματικὰ ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή, ἀλλὰ καὶ σωματικὰ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος».

Συνήθως, ὅταν ἐξετάζουμε τὸ θέμα τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ πλευρᾶς λειτουργικοῦ τυπικοῦ κάνουμε λόγο γιὰ πρώτη Ἀνάσταση, ποὺ εἶναι ὁ ὄρθρος καὶ ἡ θεία Λειτουργία ποὺ γίνεται τὸ βράδυ τοῦ Πάσχα, καὶ γιὰ δεύτερη Ἀνάσταση, ποὺ εἶναι ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ἀγάπης, ἡ ὁποία γίνεται ἀνήμερα τοῦ Πάσχα, τὸ ἀπόγευμα δηλαδὴ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Ὅμως, στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ἔκφραση πρώτη καὶ δεύτερη Ἀνάσταση, συνδέεται μὲ τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἀναφέρεται στὴν πνευματικὴ ζωή. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη ποὺ εἶναι γραμμένο στὴν Ἀποκάλυψη: «μακάριος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τὴ πρώτη» (Ἀποκ. κ', 5). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει πρώτη ἀνάσταση, στὴν ὁποῖα μετέχουν οἱ ἅγιοι, καὶ δεύτερη ἀνάσταση.

Γιὰ νὰ δοῦμε ποιό εἶναι τὸ θεολογικὸ νόημα τῆς πρώτης καὶ δεύτερης ἀναστάσεως πρέπει νὰ ἐξετάσουμε πρῶτα τί εἶναι πρῶτος καὶ δεύτερος θάνατος. Πρῶτος θάνατος εἶναι ὁ χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ πραγματικὴ ζωή, καὶ δεύτερος θάνατος εἶναι ὁ ὁριστικὸς χωρισμὸς τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ θὰ γίνη κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, πρώτη ἀνάσταση εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζὴ στὸν κόσμο αὐτὸν μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ δεύτερη ἀνάσταση εἶναι ἡ κοινωνία του μὲ τὸν Θεό, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία Του, ὅταν θὰ ἀναστηθῇ καὶ τὸ σῶμα του.

Ἑπομένως, ἔχει μεγάλη σημασία ἡ πρώτη ἀνάσταση ποὺ γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζῆ βιολογικά. Πρόκειται γιὰ τὴν «περίοδον χιλίων ἐτῶν». Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη κάνει λόγο γι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι δὲν προσκύνησαν τὸ θηρίο καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ καὶ δὲν ἔλαβαν τὸ χάραγμα στὸ μέτωπό τους καὶ στὸ χέρι τους καὶ οἱ ὁποῖοι «ἔζησαν καὶ ἐβασίλευσαν μετὰ τοῦ Χριστοῦ χίλια ἔτη» (Ἀποκ. κ', 4). Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ περίοδος τῶν χιλίων ἐτῶν;

Κατὰ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Καισαρείας ὁ χρόνος τῶν χιλίων ἐτῶν εἶναι συμβολικὸς καὶ χαρακτηρίζεται ἡ περίοδος «ἀπὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας μέχρι τῆς τοῦ Ἀντιχρίστου ἐνδημίας», δηλαδή, ἡ περίοδος τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἱστορία. Ὅσοι ζοὺν ἀληθινὰ στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση βιώνουν τὴν πρώτη ἀνάσταση καὶ ἡ δεύτερη ἀνάσταση θὰ γίνη ὅταν θὰ ἀναστηθοῦν καὶ τὰ σώματά τους στὴν Δευτέρα ἔλευση τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι, κατὰ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Καισαρείας, ὑπάρχουν δύο θάνατοι καὶ δύο ἀναστάσεις. Ὁ πρῶτος θάνατος εἶναι ὁ πνευματικὸς καὶ σωματικὸς θάνατος, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ δὲ δεύτερος θάνατος εἶναι ἡ αἰώνια κόλαση. Κατ' ἐπέκταση, ἡ πρώτη ἀνάσταση εἶναι «ἡ ἐκ νεκρῶν ἔργων ζωοποίησις», ποὺ γίνεται μὲ τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρῖσμα καὶ τὴν νέκρωση τῶν παθῶν, ἡ δὲ δεύτερη ἀνάσταση εἶναι ἡ μεταποίηση «ἐκ φθορᾶς τῶν σωμάτων εἰς ἀφθαρσίαν».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅταν ζοῦμε μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση, μετέχουμε στὴν πρώτη ἀνάσταση, ἡ ὁποία, ὅπως γράφει ὁ Ἄνθιμος Ἱεροσολύμων, εἶναι ἡ «ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ χάρις», τὴν ὁποίαν λαμβάνουν «ἐν τῷ παρόντι βίῳ οἱ ἅγιοι». Σὲ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν τὴν πρώτη ἀνάσταση δὲν ἔχει ἐξουσία «ὁ θάνατος ὁ δεύτερος, ὃς ἐστιν ὁ ἀπομακρυσμὸς τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μακαρίζει ἐκεῖνον ποὺ μετέχει στὴν πρώτη ἀνάσταση ἀπὸ τώρα ὅσο ζῆ τὴν βιολογική του ζωή. Αὐτὸς εἶναι ἅγιος: «μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τὴ πρώτη», γιατί «ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν». Αὐτοὶ ποὺ μετέχουν τῆς πρώτης ἀναστάσεως θὰ εἶναι «ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ βασιλεύσουσι μετ’ αὐτοῦ χίλια ἔτη» (Ἀποκ. κ', 6).

Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, μὲ ὅλη αὐτὴν τὴν λαμπρότητα μὲ τὴν ὁποῖα ἑορτάζει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θέλει νὰ μᾶς ἐνθαρρύνη καὶ νὰ μᾶς παρακινήση νὰ ζήσουμε τὴν πρώτη ἀνάσταση ἀπὸ τώρα, δηλαδὴ τὴν ἐλευθέρωσή μας ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν ζωὴ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Ἔτσι, ἀποφεύγουμε τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἐνεργεῖται μέσα μας. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο βιώνουμε τὴν Χάρη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἁπλώνεται γύρω μας. Καὶ τότε θὰ ὑπάρχη καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς δευτέρας Ἀναστάσεως, τῆς αἰωνίου κοινωνίας μὲ τὸν Χριστό.

(Ἡ Πασχαλινὴ Ἐγκύκλιος, 2011)

Κύριο ἄρθρο: Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος - Πάσχα 2005

Μέσα στὴν ἐποχὴ τῆς ἀνοίξεως ἑορτάζουμε τὴν ἄνοιξη τῆς ζωῆς, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ προοίμιο τῆς δικῆς μας Ἀναστάσεως. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πιὸ γλυκὸ ὁρόσημο τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ καὶ ἡ πίστη καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἀληθινῶν Χριστιανῶν.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι καὶ λέγεται Ἐκκλησία Ἀναστάσεως. Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ γιατί ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς τιμᾶ περισσότερο τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Σταύρωσή του, ἐνῷ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ὑποτιμᾶ τὶς δύο αὐτὲς μεγάλες Δεσποτικὲς ἑορτές, δίνει μεγάλη σημασία στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ νίκησε τὸν θάνατο καὶ ἔδωσε τὴν βεβαιότητα σὲ ὅλους μας ὅτι θὰ νικήσουμε καὶ ἐμεῖς ἐν Χριστῷ τὸν θάνατο καὶ θὰ γευθοῦμε τὴν πρώτη καὶ δεύτερη Ἀνάσταση. Εἶναι σημαντικὸς ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου: "εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν...ματαία ἡ πίστις ὑμῶν" (Α' Κόρ. ἰε΄, 14, 17).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀκόμη καὶ ἀπὸ ξένους μελετητὲς ἀποκλήθηκε ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως γιὰ πολλοὺς λόγους. Θὰ μνημονεύσουμε μερικοὺς ἀπὸ αὐτούς.

Εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως γιατί στηρίζεται περισσότερο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι συνέχεια τῆς σταυρικῆς Τοῦ θυσίας. Ὅλες οἱ Θρησκεῖες ἔχουν ἀρχηγοὺς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν. Ὅμως ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἀναστημένος Χριστὸς ποὺ μὲ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ νίκησε τὸ κράτος τοῦ θανάτου. Ἔτσι, χωρὶς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μάταιο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ κολυμβητὴς ἔχει τὴν κεφαλή του ἔξω ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ ἔτσι ζῇ ὅλο τὸ σῶμα, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ κεφαλή μας, ὁ Χριστός, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ θανάτου καὶ γι' αὐτὸ ὅσοι συνδέονται μαζί του ἀναπνέουν τὴν ζωὴ τῆς Ἀναστάσεως.

Εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως γιατί οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν τὸν ἀναστάντα Χριστό, ψηλάφησαν τὸ ἀναστημένο σῶμα Τοῦ, γεύθηκαν τὰ δῶρα τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἀποστολικῆς ζωῆς εἶναι ἡ θέα-ὅραση τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ. Ὅλοι εἶδαν τὸν ἀναστάντα Χριστὸ καὶ ἔλαβαν τὴν εὐλογία Τοῦ. Καὶ ὅταν χρειάσθηκε νὰ ἀναπληρωθῇ ὁ τόπος τοῦ Ἰούδα ποὺ πρόδωσε τὸν Χριστὸ καὶ στὴν συνέχεια αὐτοκτόνησε, τότε οἱ Μαθητὲς ἐπέλεξαν τὸν Ματθία ποὺ εἶχε τὸ προσὸν νὰ εἶναι μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μιλῶντας γιὰ τὰ προσόντα ποὺ πρέπει νὰ ἔχη ἐκεῖνος ποὺ θὰ συγκαταριθμηθὴ μεταξὺ τῶν Μαθητῶν καὶ Ἀποστόλων ἀναφέρθηκε καὶ στὸ προσὸν αὐτό: "μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων" (Πράξ. α', 22). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ νὰ δείξη ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρθηκε στὴν θέα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ. "οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα;" (Α' Κόρ. θ΄,1).

Εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως γιατί τὸ ἀκατάπαυστο κήρυγμά της εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως, δηλαδὴ καὶ τῆς ψυχικῆς Ἀναστάσεως, μὲ τὴν νέκρωση τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ τῆς σωματικῆς Ἀναστάσεως μὲ τὴν μελλοντικὴ Ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζει τὴν μεγάλη τοῦ ἐπιθυμία νὰ γνωρίζη συνεχῶς τὸν Χριστὸ καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεώς Τοῦ. "Τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ" (Φίλ. γ',10). Καὶ ὅποιος γνωρίζει τὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν ὕπαρξή του, αὐτὸς γίνεται διαγγελεύς του, κήρυκας αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου. Σὲ ἕνα τροπάριο γράφεται: "κηρύξατε τὸν τῆς ἀναστάσεως λόγον". Ὁ λόγος τῶν ἀληθινῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι λόγος ἀνθρωποκεντρικός, ἠθικός, πολιτικός, κοινωνικός, ἀλλὰ ἀναστάσιμος, εἶναι λόγος γιὰ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ ἀναστηθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη.

Εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως γιατί ὅλα τὰ πραγματικὰ τῆς μέλη εἶναι μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πέρασαν προηγουμένως ἀπὸ τὸν σταυρό, δηλαδὴ σταύρωσαν τὰ πάθη, καὶ νίκησαν τὴν δύναμη τοῦ θανάτου μέσα στὴν ὕπαρξή τους. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του συνδέει στενὰ τὸ βάπτισμα μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ πιστοῦ (Ρώμ. στ' 1-14). Ἡ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου στὴν κολυμβήθρα δείχνει τὸν θάνατο καὶ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου τῶν παθῶν, καὶ μὲ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα δείχνει τὴν Ἀνάσταση τοῦ νέου ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνδέεται μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Αὐτὸ γίνεται γιατί μὲ τὴν κατήχηση, ποὺ προηγεῖται τοῦ βαπτίσματος, ὁ ἄνθρωπος ἔμαθε νὰ μετατρέπη μὲ τὴν δύναμη τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ, τὴν φιλαυτία σὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία.

Εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως, γιατί ἑορτάζει λαμπρῶς τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Προετοιμαζόμαστε σαράντα μέρες γιὰ νὰ τὴν ἑορτάσουμε ὑπαρξιακά, καὶ ὅταν ἔρχεται ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα τὴν πανηγυρίζουμε λαμπρότατα, μὲ ἀναμένες λαμπάδες, μὲ τὸ "Χριστὸς Ἀνέστη", μὲ τὴν ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία, μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐξωτερικὴ χαρὰ καὶ μὲ τὴν ὅλη πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἑορτάζουμε τὴν ἔλευση τῆς νέας ζωῆς ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστός. Ἀλλὰ τὴν ἑορτάζουμε καὶ κάθε Κυριακὴ ποὺ εἶναι καὶ λέγεται τὸ ἑβδομαδιαῖο Πάσχα. Ὅλα τὰ τροπάρια κάθε Κυριακῆς τὰ ὁποῖα συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, εἶναι ἀναστάσιμα καὶ καλοῦν τὸν Χριστιανὸ νὰ ψάλη καὶ νὰ ζῇ τὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία Ἀναστάσεως γιὰ ὅλους τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέραμε, γιατί ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἀναστημένος Χριστός, γιατί οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν τὸν ἀναστάντα Χριστὸ καὶ τὸν κηρύττουν, γιατί ὅλα τὰ πραγματικὰ μέλη της, ποὺ εἶναι οἱ ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν, εἶναι υἱοὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ λάμπουν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, γιατί ἀναμένουμε τὴν μελλοντικὴ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἀνάσταση ὅλων τῶν κακοιμημένων γιὰ νὰ ζήσουμε τὸ μυστήριο τῆς δεύτερης Ἀνάστασης.

Ἑπομένως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία Ἀναστάσεως, μέσα στὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνεται ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν θάνατο, στὰ ὅρια τῆς ζωῆς κάθε πιστοῦ. Καὶ ὅταν κανεὶς βλέπη μέσα στὴν Ἐκκλησία σχίσματα καὶ διαιρέσεις, ἐμπαθεῖς καταστάσεις καὶ ποικίλα προβλήματα, θὰ πρέπη νὰ γνωρίζη ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἐκδηλώσεις τῆς πραγματικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τῶν υἱῶν τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ ἐκδηλώσεις τῶν ἀρρωστημένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἔχουν ἀκόμη τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μέσα τους, μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ποὺ δὲν ἔχουν ἀναστηθῇ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ δὲν ἔχουν γνωρίσει ἀκόμη τὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰσχύει γι' αὐτοὺς ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου: "ὅτι πᾶν τῷ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρός, ἀλλ' ἐκ τοῦ κόσμου ἐστὶ" (Α' Ἰωάν. β',16).

Ὁ Ἀναστὰς Χριστός, ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ μᾶς φωτίζη ὅλους, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, γιὰ νὰ ἀποκτοῦμε τὴν γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως καὶ νὰ νεκρώνουμε καθημερινὰ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ ἔτσι νὰ ἀνασταίνεται μέσα μας ὁ νέος ἄνθρωπος. Νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν Ἐκκλησία ὡς τὸ ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ κήρυγμα μᾶς νὰ εἶναι κήρυγμα τῆς ὄντως ζωῆς, ἀπαύγασμα τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ κόσμος σήμερα δὲν χρειάζεται ἰδέες καὶ λόγια, ἀλλὰ θέλει νὰ μάθη τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ νικήση τὸν θάνατο καὶ θὰ ζήση τὴν ψυχικὴ καὶ σωματική του Ἀνάσταση.

Εὔχομαι σὲ ὅλους σας καλὸ Πάσχα, καλὴ Ἀνάσταση.

Μὲ θερμὲς εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ Πάσχα 

Ἱερόθεος 

ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καὶ Μητροπολίτης

τῆς Θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου 

 

Πρός τό Χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοί μου, 
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐκτός τοῦ ὃτι εἶναι ἕνα μεγάλο ἱστορικό γεγονός, ταυτόχρονα ἔχει καί µεγάλες ἀνθρωπολογικές, κοσµολογικές καί παγκόσμιες διαστάσεις. Ὁ Χριστός µέ τήν Ἀνάστασή Του νίκησε ὀντολογικά τόν θάνατο καί ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τήν βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεώς τους. Ἔτσι καταλαβαίνουµε ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι ἕνα τραγικό στοιχεῖο στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἕνα ἁπλό συµβάν, ὅπως καί ἡ νύχτα δέν εἶναι µιά µόνιµη κατάσταση, ἀλλά ἕνα παροδικό γεγονός, ἀφοῦ τήν διαδέχεται ἡ ἡμέρα. 

Ἑπομένως μέ τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ χριστιανός ἔχει τήν δυνατότητα νά ὁμολογήση: «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Αὐτή ἡ ὁμολογία εἶναι ἡ μοναδική µας ἐλπίδα, ἡ ἰαχή τοῦ θριάµβου τῆς νίκης καί τῆς δόξῃς. Γι’ αὐτό καί ἡ ἑορτή τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανηγύρι ζωῆς, Λαμπρή, Πάσχα, διάβαση «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». 

Ἡ πίστη στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι ἡ πιό ἐπίκαιρη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι αὐτή πού σκορπᾶ ἐλπίδα καί αἰσιοδοξία. Καί αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι σήµερα οἱ πόλεμοι, οἱ ἀκαταστασίες, οἱ ποικίλες ἀσθένειες τοῦ αἰῶνος µας, οἱ ἀνασφάλειες, ὁ ποικιλότροπος εὐτελισμός τῆς ζωῆς δημιουργοῦν στόν ἄνθρωπο τεράστια προβλήµατα. Ἐπίσης, ὑπάρχουν πολλά συστήµατα πού ἀρνοῦνται τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, πράγμα τό ὁποῖο τραυματίζει ἀκόμη περισσότερο τόν σύγχρονο πονεµένο καί βασανισµένο ἄνθρωπο, ἀφοῦ περιορίζουν ὅλη τήν προσοχή του στό ἐνθάδε. 

᾿Αρχαῖα καί σύγχρονα Φιλοσοφικά καὶ θρησκευτικά συστήµατα, πού κατακλύζουν καί σήµερα τἠν Πατρίδα µας, κάνουν διάκριση µεταξύ τῆς «φύσει ἀθανάτου ψυχῆς» καί τοῦ «φύσει θνητοῦ σώματος», δηλαδή ὁμιλοῦν γιά ἐκ φύσεως ἀθάνατη ψυχή, ἡ ὁποία πρέπει νά ἐπιστρέψη στόν ἀγέννητο κόσµο τῶν ἰδεῶν, ἀπό τόν ὁποῖο προῇλθε, καὶ γιά ἐκ φύσεως θνητό σῶμα, τό ὁποῖο πρέπει νά ἐξαφανισθῆ. Μέ τέτοιες θεωρίες τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται ὡς φυλακή τῆς ψυχῆς καί κατ' αὐτόν τόν τρόπο δικαιολογοῦνται ὅλοι οἱ ἀφύσικοι τρόποι γιά τήν ἐλευθέρωση τὴς ψυχῆς ἀπό αὐτό. 

Μεταξύ τῶν συστηµάτων αὐτῶν εἶναι ἐκεῖνα πού κάνουν λόγο γιά τήν μετενσάρκωση ἢ μετεμψύχωση, σύμφωνα µέ τήν ὁποία ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου προσλαμβάνει διαδοχικά διάφορες µορφές σωμάτων γιά νά ἐπιτύχη τήν κάθαρσή της, ὅπως ἐπίσης ὅσα ὁμιλοῦν γιά τήν εὐθανασία, δηλαδή τήν διακοπή τῆς ζωῆς µέ βίαιο τρόπο, ὥστε ν᾿ ἀπαλλαγῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν πόνο, καθώς καί ὅσα ἀναφέρονται στήν ἀποτέφρωση τοῦ σώματος, ὅταν μάλιστα αὐτή ἡ ἀποτέφρωση εἶναι συνδυασμένη µέ τήν ἄρνηση καί παραθεώρηση τῆς ζωῆς µετά τόν θάνατο. 

Ὅλες αὐτές καί πολλές ἄλλες παρόμοιες ἀπόψεις βρίσκονται σέ πλήρη ἀντίθεση πρός τήν βασική διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ὑπαρξή του, καθώς ἐπίσης καί πρός τό κεντρικό µήνυµα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. 

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τό σῶμα του εἶναι ὁλοκληρωμένη καί ἀνταποκρίνεται στίς βασικότερες καί οὐσιαστικότερες ἀναζητήσεις του. Σύµφωνα µέ αὐτήν τό σῶμα δέν εἶναι ἁπλῶς τό ἔνδυμα καί ἡ Φυλακή τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἕνα ἀπό τά δύο συστατικά πού συγκροτοῦν τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἔπειτα, ὅταν ἡ Ἐκκλησία κάνει λόγο γιά ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἐννοεῖ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἀφοῦ µέ τήν δύναμη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ καί αὐτά θά ἀναστηθοῦν κατά τήν Δευτέρα ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Τό σῶμα δέν εἶναι κακό καί ἀπόβλητο, ἀλλά κακό εἶναι τό Φρόνημα τῆς σαρκός. Ἀκόμη, ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος τῆς ζωῆς, ἀλλά ἡ τελείωση τῆς ζωῆς, γι’ αὐτό καί ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου εἶναι ἕνα μυστήριο µπροστά στό ὁποῖο στεκόµαστε µέ σεβασµό καί ἀγάπη. Ἑπομένως, τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά γίνη ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γι’ αὐτό δέν πρέπει να θεωρῆται ὡς κόστος καί ὡς ἐπένδυση, δέν πρέπει νά στεκόµαστε ἀπέναντί του χρησιµοθηρικά. 

Ὁ Χριστός µέ τήν Ἀνάστασή Του ἔγινε «ἀπαρχή τῆς ἀναμορφουµένης κτίσεως». Πράγματι, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι «τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀνανέωσις» καί τοῦ πεπτωκότος ᾿Αδάµ «ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί πρός ζωήν ἀθάνατον ἐπανέλευσις». Αὐτό ἀκριβῶς τό ζῆ κανείς µέσα στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. 

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στόν Κατηχητικό του λόγο διαβεβαιώνει: «Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί µνήµατος». Καὶ στόν θριαµβευτικό παιάνα τῆς νίκης ψάλλουμε: «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θᾳνάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς µνήµασιν ζωήν χαρισάµενος». Αὐτό πού ὀνομάζουμε θάνατο εἶναι ἕνας προσωρινός χωρισμός τῆς Ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, εἶναι ἕνας ὕπνος, ἀφοῦ µέ τήν δύναμη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ τά σώματα θά ἀναστηθοῦν πάλι καί θά γίνουν «ἄτρεπτα, ἀπαθῆ, λεπτά». 

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κηρύσσοντας καί βιώνοντας τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δίδει ἕνα μήνυμα ζωῆς στό σύγχρονο βασανισμένο͵ τραυματισµένο καί πληγωµένο ἄνθρωπο. Μέ τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν δέν προσφέρει ἕνα ἀναλγητικό καί ἠρεμιστικό, γιά νά ἁπαλύνη τόν πόνο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας», γιά νά μεταμορφώση τήν ζωή του καί νά κάνη ἀνθρωπινότερο τόν βίο του. 

Μέ τήν βεβαιότητα τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου δεχθῆτε τήν ἀποστολική εὐλογία: «Ἡ Χάρις τοῦ ᾿Αναστάντος Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη µετά πάντων ὑμῶν». 

Μέ θερµές εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου βλασίου
ΙΕΡΟΘΕΟΣ 

Κύριο ἄρθρο: Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων: Μήνυμα αἰσιοδοξίας, ἐλπίδας καὶ ἐλευθερίας

Καὶ ἐφέτος ἑορτάζουμε τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν θαυμάσια ἀτμόσφαιρα τῶν φωτισμένων Ἱερῶν Ναῶν, μέσα στὴν λαμπρὰ ἀτμόσφαιρα ποῦ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὰ καταπληκτικὰ καὶ θεσπέσια τροπάρια ποὺ ψάλαμε στὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καὶ τὸ ἐξαίρετο ἀπολυτίκιο τῶν Χριστουγέννων, καθὼς ἐπίσης καὶ μέσα στὴν κατανυκτικὴ καὶ λαμπρὰ θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ὅλα φαίνονται ὡραῖα καὶ σκορποῦν μιὰ γαλήνη στὶς ψυχές μας, ἀλλὰ καὶ ὅλα εἶναι ἑορταστικὰ καὶ αἰσθανόμαστε γαλήνη ἀπὸ τὴν παρουσία τῆς Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στὸν Ναό.

Ὅμως, τότε ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἀτμόσφαιρα ποῦ ἐμεῖς σήμερα ἀπολαμβάνουμε. Ἡ Παλαιστίνη ἦταν ὑπόδουλη στοὺς Ρωμαίους. Μὲ τὴν σύγχρονη ὁρολογία μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἦταν ἕνα προτεκτορᾶτο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ φόροι ποῦ εἶχαν ἐπιβληθῇ στὸν λαὸ ἦταν δυσβάστακτοι. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον γινόταν καὶ ἡ ἀπογραφὴ ποῦ ἔφερε τὴν Παναγία ἔγκυο μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ στὴν Βηθλεέμ. Οἱ Ραβίνοι, οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων καταδυνάστευαν τὸν λαὸ μὲ τὶς ἑρμηνεῖες καὶ τὶς διατάξεις τοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἐξουσία τους. Ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀδικία πλεόναζαν. Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ διαπιστώση ἐὰν διαβάση διάφορα βιβλία ποῦ περιγράφουν τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν Παλαιστίνη κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέσα σὲ τραγικὲς συνθῆκες, ἀφοῦ ἡ κοινωνία ἐκείνη, ἀλλὰ γενικότερα καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν ἀφιλόξενη νὰ δεχθῇ μιὰ ἔγκυο γυναῖκα ποὺ ἦταν ἕτοιμη νὰ γεννήση. Δὲν ὑπῆρχε κανένας τόπος γιὰ νὰ καταλύση, ὁπότε χρειάσθηκε νὰ μείνη σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ ἐκεῖ νὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, μέσα σὲ πρωτόγονες συνθῆκες ζωῆς, χωρὶς ἰατρικὴ παρακολούθηση, χωρὶς ἄλλες διευκολύνσεις, ὅπως γίνεται σὲ τέτοιες περιπτώσεις. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε μέσα σὲ ἕναν σταῦλο, μεταξὺ τῶν ζώων, μέσα σὲ μεγάλη φτώχεια, ἔξω ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων, ἄγνωστος ἐν μέσῳ ἀγνώστων. Καὶ τὸ κυριότερο, ἀντιμετώπισε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὸ μῖσος τοῦ Βασιλιᾶ Ἡρώδη, ὁ ὁποῖος ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο φόνευσε χιλιάδες νεογέννητα παιδιά, ἐλπίζοντας ὅτι σ’ αὐτὰ θὰ συγκαταλεγόταν καὶ Ἐκεῖνος ποῦ, κατὰ τὶς προφητεῖες καὶ τὴν πληροφορία τῶν μάγων ποῦ ἦλθαν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, θὰ γινόταν βασιλιᾶς. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὴν τραγικότητα τῶν συνθηκῶν μέσα στὶς ὁποῖες γεννήθηκε ὁ Χριστός. Τὸ ἀστέρι τῶν μάγων καὶ ὁ ὕμνος τῶν ἀγγέλων ἀποτελοῦν μιὰ ἐξαίρεση σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δύσκολες καὶ τραγικὲς συνθῆκες, δείχνουν ὅμως τὴν ἐλπίδα τῆς μετέπειτα κυριαρχίας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.

Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γέννησή Του, τὴν ὅλη Του ζωή, τὴν διδασκαλία Του, τὰ θαύματά Του, κυρίως τὸν Σταυρό, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Παναγίου Πνεύματος θεράπευσε ὅλες τὶς τραγικὲς καταστάσεις, δημιούργησε μιὰ καινούρια πραγματικότητα –τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ζωὴ ποῦ διαθέτει– ἀνέδειξε ἑκατομμύρια ἁγίους ποῦ ἔζησαν σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς καὶ ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον ὅλων τῶν δυσκολιῶν, ἀνέτρεψε τὴν εἰδωλολατρικὴ Αὐτοκρατορία καὶ τὴν ἔκανε Χριστιανική, δημιούργησε ἕναν θαυμάσιο πολιτισμὸ καὶ πολλὰ ἄλλα. Αὐτὸ τὸ θεῖον Βρέφος ποὺ γεννήθηκε μέσα στὸ κρύο καὶ τὸ παγερὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ ἔγινε ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ζωὴ ὅλου τοῦ κόσμου, ποῦ ἀνέτρεψε ὅλα τὰ μέχρι τότε δεδομένα καὶ ἔδωσε προοπτικὴ στοὺς ἀνθρώπους.

Κι ἐμεῖς σήμερα περνᾶμε δύσκολες ἡμέρες. Βέβαια, δὲν μποροῦν νὰ γίνουν συγκρίσεις, ἀλλὰ δεχόμαστε ἀνάλογους πειρασμούς. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν κυρίαρχα καὶ ὑπόδουλα κράτη, θεσπίζεται ὑψηλὴ φορολογία ποῦ προκαλεῖ φτώχεια στοὺς ἀνθρώπους, ἐπικρατεῖ ἀδικία στὶς κοινωνίες, κυριαρχεῖ τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου, οἱ ἄνθρωποι προσκολλῶνται στὸ χρῆμα καὶ τὰ ἐπίγεια πράγματα, δηλαδὴ στὴν πράξη παρατηρεῖται μιὰ εἰδωλολατρικὴ στάση ζωῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποῦ εἶναι βαπτισμένοι Χριστιανοί. Ἄνθρωποι στεροῦνται τὰ στοιχειώδη ἀγαθά, ὅπως τὴν ἀνεκτὴ διαβίωση καὶ τὶς ἀπαραίτητες συνθῆκες ἰατροφαρμακευτικῆς περίθαλψης. Στὴν κοινωνία μας ἐπικρατοῦν ἀδικίες, γεννιοῦνται παιδιὰ μέσα σὲ τραγικὲς συνθῆκες ζωῆς, μεγαλώνουν σὲ ἕναν ἀνάλγητο κόσμο καὶ ἀντιμετωπίζουν τὸ μῖσος καὶ τὴν ἀδιαφορία τῶν συγχρόνων δομῶν ποῦ ὑπάρχουν στὴν κοινωνία. Οἱ ἄνεργοι, οἱ φτωχοί, οἱ ἄστεγοι, οἱ ἀδικούμενοι, οἱ μετανάστες, οἱ πρόσφυγες, οἱ ἄρρωστοι, οἱ ἀπροστάτευτοι, καταλαβαίνουν πολὺ καλὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γεννήθηκε ὁ Χριστός.

Αὐτὴ ἡ σύγχρονη τραγικότητα, πέρα ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς δυσκολίες, ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀπελπισία, τὴν κατάθλιψη, τὸν βαθύτατο πόνο, ὅπως τὸ διαπιστώνουν καὶ οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες. Σήμερα στὴν κοινωνία μας συναντᾶμε ἀνθρώπους ποῦ βρίσκονται σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση, σὲ ἀπόγνωση, βλέπουμε γονεῖς ποῦ δὲν μποροῦν νὰ μεγαλώσουν τὰ παιδιά τους, ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία ποῦ εἶναι ἕτοιμη νὰ ἐκραγῇ. Οἱ νέοι, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ ἐλπίδα γιὰ ζωὴ καὶ δημιουργικότητα ἀντιμετωπίζουν τὸ φάσμα τῆς ἀνεργίας ποῦ πληγώνει τὰ ὄνειρα καὶ τὶς προσδοκίες τους γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὴν ζωή. Τὴν σύγχρονη κρίση δὲν πρέπει νὰ τὴν βλέπουμε μόνον στὴν οἰκονομία, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχολογία καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή.

Ἡ Πολιτεία πρέπει νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ ζητήματα τῶν ἀνθρώπων, πρέπει νὰ ἐξισορροπῇ τὶς κοινωνικὲς ἀντιθέσεις ποῦ δημιουργεῖ ἡ φιλαυτία καὶ ἡ ἀπελπισία τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο μιᾶς εὐνομούμενης Πολιτείας. Πέρα, ὅμως, ἀπὸ ὅλα αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι σήμερα ζητοῦν ἐλπίδα, αἰσιοδοξία, προοπτικὴ γιὰ τὴν ζωή.

Ἡ Ἐκκλησία, μὲ τοὺς ἀνθρώπους της, μπορεῖ νὰ βοηθήση στὴν κρίσιμη αὐτὴ περίοδο ποῦ περνᾶμε. Ὅσοι εἶναι πραγματικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔχουν βαθειὰ αἴσθηση τῆς ἀδελφότητας, πρέπει νὰ ἀναπτύξουν σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἀλληλεγγύης καὶ τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἐκεῖνο ποῦ μπορεῖ ὁπωσδήποτε νὰ προσφέρη εἶναι ἡ ἐλπίδα, ἡ αἰσιοδοξία, ἡ τρυφερότητα, ἡ ἀγάπη, γιὰ νὰ ξεπερασθοῦν τὰ προβλήματα. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στὸν χωλὸ ποῦ τοῦ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη: «ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοὶ ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι ἐν τὼ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει» (Πρ. γ', 6). Δὲν εἶχε νὰ τοῦ δώση χρήματα, ἀλλὰ εἶχε τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ὑγεία, ὁπότε δὲν χρειάσθηκε νὰ ζητιανεύη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν χρειάζεται μόνο τὸ φαγητό, ἂν καὶ αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑγεία, τὸν καλὸ λόγο, κυρίως τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποῦ τρέφει τὴν ψυχή. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει νικηφόρα ὅλες τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμοὺς καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ πράγματα.

Ὅπως τὸ ἀδύνατο θεῖο Βρέφος στὴν Βηθλεέμ, δηλαδὴ ὁ Χριστός, ἀνέτρεψε ὅλες τὶς τραγικὲς κοινωνικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς Του, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποῦ συνδέεται μαζί Του μπορεῖ νὰ ξεπεράση, μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη, ὅλα τὰ προβλήματα. Οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἀντιμετώπισαν τὴν σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη ρωμαϊκὴ ἐξουσία, τὶς φυλακίσεις, τοὺς διωγμούς, τὰ μαρτύρια καὶ τόσες ἄλλες δυσκολίες καὶ ἀποδείχθηκαν νικητές. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Καθολική του ἐπιστολὴ γράφει: «ὅτι πὰν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾶ τὸν κόσμον καὶ αὕτη ἐστιν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α' Ἰω. ε', 4).

Στὴν ζεστὴ αὐτὴ καὶ ἑορταστικὴ ἀτμόσφαιρα τῶν Χριστουγέννων, δεχθῆτε τὸ μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ εἶναι μήνυμα αἰσιοδοξίας, ἐλπίδας καὶ ἐλευθερίας. Δὲν πρέπει νὰ ἀπογοητευόμαστε ἀπὸ τίποτε καὶ δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὸ θάρρος μας. Ὅλα θὰ περάσουν. Ὅσοι ἔχουν μέσα στὴν καρδιά τους τὴν πίστη στὸν Χριστὸ μποροῦν νὰ ἀνατρέψουν τὰ σχέδια τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς. Ἡ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ δύναμη νικᾶ τὰ πάντα. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς στερήση τὴν αἰσιοδοξία γιὰ τὴν ζωή, ἐκτὸς κι ἂν ἐμεῖς μόνοι μᾶς στερηθοῦμε αὐτὴν τὴν ἐλπίδα. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς κλέψη τὴν χαρὰ ποῦ βρίσκεται στὴν καρδιά μας καὶ τὴν ζωντανὴ πίστη μας, ἐκτὸς κι ἂν μόνοι μας τὴν χάσουμε. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς στερήση τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἄλλους. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποσυνδέση ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐκτὸς κι ἂν ἐμεῖς χάσουμε αὐτὴν τὴν δωρεά. Ὅλα ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ὅλοι μπορεῖ νὰ μᾶς προδώσουν, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ποτὲ δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψη. Ἐκεῖνος ποῦ ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστὸ μένει στὸν αἰῶνα. Ὅποιος ζὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ συνδέεται μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι δυνατός, ὅπως ἔγραφε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μέσα ἀπὸ τὴν φυλακὴ ποῦ βρισκόταν: «πάντα ἰσχύω ἐν τὼ ἐνδυναμούντί με Χριστῷ» (Φίλ. δ' 13). Καὶ στοὺς Κορινθίους ἔγραφε: «ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατὸς εἰμι» (Β’ Κόρ. ἰβ’, 10). Τὸ κάθε σύγχρονο σπήλαιο μπορεῖ νὰ γεμίση ἀπὸ ἀγγελικοὺς ὕμνους, καὶ ὁ κάθε σύγχρονος Ἡρώδης μπορεῖ νὰ ταπεινωθῇ, νὰ χάση τὴν ἐξουσία του.

Σὲ ἕνα τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας ψάλλουμε θριαμβευτικά: «θαρσείτω λαὸς τοῦ Θεοῦ καὶ γὰρ Αὐτὸς πολεμήσει τοὺς ἐχθροὺς ὡς παντοδύναμος». Λάβετε θάρρος, ἀδελφοί, μὴ ἀποκάμνετε, μὴ χάνετε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα σας, γιατί ὁ Χριστός, τὸ θεῖο Βρέφος, μπορεῖ νὰ νικήση τὰ πάντα. Μὴν ἀφήνετε τὴν λεγόμενη οἰκονομικὴ κρίση νὰ σκοτώση τὴν ἐλπίδα, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ζωή. Ὅπως ἔχει λεχθῇ τὰ Κράτη δὲν πεθαίνουν ἀπὸ πτώχευση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπόγνωση τῶν πολιτῶν τους.

Εὔχομαι σὲ ὅλους σας χρόνια πολλά, ἅγιες καὶ εὐλογημένες ἑορτές, μὲ πίστη, δύναμη, ἔμπνευση, αἰσιοδοξία καὶ φῶς.

Κύριο ἄρθρο: Πρωτοχρονιάτικη Ἐγκύκλιος - Τό νέον ἔτος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Πρωτοχρονιάτικη  Ἐγκύκλιος

Μέ τήν ἀνατολή τοῦ Νέου ἔτους 2015 συναντηθήκαμε σήμερα στούς Ἱερούς Ναούς γιά νά προσευχηθοῦμε στόν Θεό, νά Τόν εὐχαριστήσουμε γιά ὅσα ζήσαμε κατά τό παρελθόν ἔτος καί νά Τόν παρακαλέσουμε γιά ὅσα θά συμβοῦν στό νέον ἔτος, ὥστε νά τό περάσουμε μέ ὑγεία σωματική καί πνευματική καί νά τηροῦμε τό ἅγιο θέλημά Του σέ κάθε περίπτωση τῆς ζωῆς μας, εὐχάριστη ἤ δυσάρεστη, ἐπειδή σέ Αὐτόν ἀνήκει ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Αὐτή ἡ εὐχαριστία καί παράκληση γίνεται μέ τήν θεία Λειτουργία καί τήν δοξολογία πού θά ἀκολουθήση.

Βεβαίως, ὅσοι ἔχουν γνώση τοῦ λειτουργικοῦ καί ἑορτολογικοῦ τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας γνωρίζουν ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική Πρωτοχρονιά ἑορτάζεται πανηγυρικά ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν 1η Σεπτεμβρίου κάθε ἔτους, ἀφοῦ αὐτή ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, λέγεται δέ καί ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου. Στό ἑορτολόγιο τῆς ἡμέρας αὐτῆς περιλαμβάνεται ὅλος ὁ ὑμνολογικός πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στήν ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὅταν διαβάση κανείς τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας αὐτῆς, θά διαπιστώση τό πῶς ἡ Ἐκκλησία θέλει νά ζοῦν οἱ Χριστιανοί κάθε ἔτος, ὥστε αὐτό νά εἶναι σωτήριο καί εὐλογημένο ἀπό τόν Θεό.

Σήμερα εἶναι ἀρχή τοῦ πολιτικοῦ ἔτους, ἀλλά καί ἡ θεολογία τῆς ἡμέρας εἶναι σημαντική, ἀφοῦ δείχνει πῶς πρέπει νά ζοῦμε ὡς Χριστιανοί. Πανηγυρίζουμε σήμερα μιά μεγάλη ἑορτή πού ἀναφέρεται στόν Δεσπότη Χριστό καί τήν ἑορτή τοῦ μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, ἁγίου Βασιλείου.

Κατ’ ἀρχάς ἡ Δεσποτική ἑορτή εἶναι ἡ κατά σάρκα Περιτομή τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν Μωσαϊκό νόμο, τόν ὁποῖον ὁ Χριστός ἔδωσε στούς Ἰουδαίους, θά ἔπρεπε κάθε ἀρσενικό παιδί νά ὑποστῆ τήν ἐπώδυνη πράξη τῆς περιτομῆς, πού ἦταν προτύπωση τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Αὐτή τήν πράξη ὑπέμεινε καί ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὀκτώ ἡμέρες μετά τήν γέννησή Του, καί φανερώνει τήν μεγάλη κένωσή Του γιά τήν δική μας σωτηρία. Στά τροπάρια τῆς ἑορτῆς γράφεται ὅτι ὁ Χριστός, πού ἦταν ἄναρχος κατά τόν Πατέρα καί ὀκταήμερος κατά τήν Μητέρα, δέν βδελύχθηκε «σαρκός τήν περιτομήν», ἀλλά ἔδειξε τήν συγκατάβασή Του στό γένος τῶν ἀνθρώπων καί «ἔδωκεν ἑαυτόν τύπον καί ὑπογραμμόν πᾶσι πρός σωτηρίαν». Αὐτός τήρησε τόν Νόμο πού ἔδωσε καί ἐμεῖς πρέπει νά τηροῦμε τόν δικό Του Νόμο. Αὐτός ἔδειξε μεγάλη ταπείνωση, κένωση, καί ἐμεῖς πρέπει νά ταπεινωνόμαστε, νά θυσιαζόμαστε γιά τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς μας.

Ἔπειτα, ἡ ἑορτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὑποδεικνύει τόν μεγάλο αὐτόν Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἕνα πρότυπο γιά ὅλους μας, Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπως γράφουν τά τροπάρια, ἦταν «σοφίας ἐραστής», τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας, κυρίως ὅμως τῆς θείας σοφίας. Ἔζησε ἀσκητικά, μελέτησε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, προέκρινε ἀπό ὅλα «τήν πρός Θεόν συμβίωσιν», ἐτήρησε «ἀδούλωτον τῆς ψυχῆς τό ἀξίωμα», ὑπέταξε τό φρόνημα τῆς σαρκός στό πνεῦμα, καί παρέστη στόν Χριστό ὡς φίλος Του. Μέ αὐτή τήν ζωή του «ἐξεχύθη ἡ χάρις» στό στόμα του καί στά γραπτά του, καί ἔγινε ἀληθινός «ποιμήν τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας», διδάσκοντας «τά λογικά πρόβατα πιστεύειν εἰς Τριάδα ὁμοούσιον ἐν μιᾷ θεότητι».

Οἱ δύο μεγάλες αὐτές ἑορτές, δηλαδή ἡ ἑορτή τῆς περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἑορτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πρέπει νά μᾶς ἐμπνέουν στήν ζωή μας κατά τό νέον ἔτος. Ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά εἴμαστε «ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ» καί νά διάγουμε μέ πίστη καί ἀγάπη πρός τόν Θεό, μέ θυσιαστική ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς μας, μέ εὐαγγελική, μυστηριακή καί ἀσκητική ζωή, ἔχοντας ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Ἔτσι, θά περάσουμε καί τό νέο αὐτό ἔτος μέ ὑγεία σωματική, κυρίως μέ εἰρήνη στήν καρδιά γιά ὅ,τι θά κληθοῦμε νά ἀντιμετωπίσουμε κατά τήν διάρκειά του.

Τό ἔτος, ὅμως, στό ὁποῖο εἰσερχόμαστε σήμερα μᾶς ὑπενθυμίζει καί μιά εἰκοσαετία πού ἔχει σχέση μέ τήν Ἱερά αὐτή Μητρόπολη, καί ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά τήν ὑπενθυμίσω.

Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1995, πρίν εἴκοσι χρόνια, ἐξελέγη Μητροπολίτης στήν Ἱερά αὐτή Μητρόπολη ὁ μακαριστός Νικόδημος, ἀγαπητός μου ἀδελφός καί φίλος, μέ τόν ὁποῖο ὑπηρετήσαμε μαζί στήν Ἱερά Μητρόπολη Θηβῶν καί Λεβαδείας, ὅταν ἐκεῖ τότε ἦταν Μητροπολίτης ὁ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος. Ὅμως, ἡ παρουσία του στήν Ναύπακτο ἦταν ὀλιγόχρονη, δέν συμπληρώθηκαν δύο μῆνες ἀπό τήν ἐνθρόνισή του (2 Ἀπριλίου ἕως 21 Μαΐου), δηλαδή 49 ἡμέρες. Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Νικόδημος ἦταν προσινής, φιλακόλουθος, εἶχε ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς του, ἀλλά ὁ Θεός, χωρίς νά γνωρίζουμε τούς λόγους, τόν πῆρε τόσο γρήγορα ἀπό κοντά μας.

Ἀμέσως μετά, ἤτοι τόν Ἰούλιο τοῦ ἰδίου ἔτους, καί πάλι πρίν εἴκοσι χρόνια, ἡ Ἐκκλησία μέ ἐξέλεξε Μητροπολίτη σέ αὐτήν τήν ἀρχαία καί ἱστορική Μητρόπολη σέ διαδοχή του. Καί ἀπό τότε, ἰδίως ἀπό τήν ἐνθρόνιση, ποιμαίνω τούς Χριστιανούς πού βρίσκονται σέ αὐτόν τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Προσπαθῶ νά τηρῶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί τούς ἱερούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί νά ἐφαρμόζω τούς ἐκκλησιαστικούς νόμους. Αὐτά τά εἴκοσι χρόνια δοκίμασα μεγάλες χαρές, ἀλλά καί λύπες, ἄλλωστε ἡ ζωή μας εἶναι μιά διαρκής χαρμολύπη. Ὅμως δοξάζω τόν Θεό γιά ὅ,τι ἐπέτρεψε νά ζήσω. Γιατί, πέρα ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία πού διηκόνησα γραπτῶς καί προφορικῶς, μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ζήσω στήν πράξη ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καί ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Ἰατρός πού θεραπεύει τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πνευματικά νοσήματα. Γνωρίζουμε δέ καλῶς ὅτι ἡ θεραπεία γίνεται μέ φάρμακα, ἐνίοτε καί μέ ἐπεμβάσεις, πράγμα πού εἶναι βασική ἀρχή τοῦ κανονικοῦ δικαίου καί ἔτσι ἐκφράζεται ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως.

Σήμερα, αὐτή τήν σημαντική ἡμέρα εὔχομαι σέ ὅλους σας νά διέλθετε τό νέον ἔτος μέ ἀκλόνητη ὑγεία, μέ πίστη καί ἀγάπη στόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, μέ ἰσχυρό ἐκκλησιαστικό φρόνημα.  Ἐπίσης, σᾶς παρακαλῶ νά εὐχηθῆτε ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κυροῦ Νικοδήμου, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τήν δική μου διακονία, ὥστε νά τελειώσω καλῶς τήν ζωή μου καί ὅταν ἐπιτρέψη ὁ Θεός νά φύγω ἀπό τόν μάταιο αὐτόν κόσμο νά μέ συνοδεύση τό ἄπειρον ἔλεός Του καί νά δώσω καλή ἀπολογία στό φοβερό καί ἀδέκαστο Βῆμα Του.  

Κύριο ἄρθρο: Τό Ἀπολυτίκιο καί ἡ Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ

ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2019

Anastasis
Τοιχογραφία ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Καθεδρικὸ Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου 

Πρός τούς Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς
τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Χριστός Ἀνέστη!

Ἀξιωθήκαμε νά ἑορτάσουμε καί ἐφέτος τό σταυρώσιμο καί ἀναστάσιμο Πάσχα, δηλαδή νά μετάσχουμε τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό ἐνίκησε τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο καί μέ τήν Ἀνάστασή Του χορήγησε στούς Μαθητές Του τήν εἰρήνη Του, ἀλλά ἔδωσε καί τό Ἅγιον Πνεῦμα γιά νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων πού τό ἐπιθυμοῦν.

Αὐτά τά γεγονότα εἶναι συγκλονιστικά, ἀλλά δυστυχῶς, ὅταν δέν ἔχουμε πνευματικές αἰσθήσεις, τά θεωροῦμε ὡς εὐκαιρία ἐκδρομῶν, σωματικῆς χαλαρώσεως, ὡς περίοδο διακοπῶν ἤ ἀκόμη καί ὡς ἡμέρες ἱκανοποιήσεως τῶν παθῶν.

Ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει τά γεγονότα αὐτά μέ τήν θεολογία της καί τόν δικό της ρυθμό. Ὅλο τό νόημα τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τό ἐκφράζει στά τροπάρια, τίς ἀκολουθίες, ἰδιαιτέρως στήν θεία Λειτουργία, καί στήν εἰκονογραφία της.

Τό θεολογικό νόημα κάθε Δεσποτικῆς καί Θεομητορικῆς ἑορτῆς, ὅπως καί κάθε ἑορτῆς ἁγίων, ἐκφράζεται μέ ἁπλό, ἀλλά καί θαυμαστό τρόπο στά ἀπολυτίκια καί τίς ἱερές εἰκόνες. Τά ἀπολυτίκια εἶναι μικρά τροπάρια, τά ὁποῖα ψάλλονται πρίν τήν ἀπόλυση τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, γι’ αὐτό χαρακτηρίζονται ὡς ἀπολυτίκια, καί οἱ ἱερές εἰκόνες ἁγιογραφοῦνται μέ θεολογικό τρόπο, λιτανεύονται ἀπό τούς Ἱερεῖς καί τοποθετοῦνται σέ ἕναν ὁρισμένο τόπο γιά νά ἀποδίδεται ἡ τιμητική προσκύνηση στόν εἰκονιζόμενο ἀπό τούς πιστούς.

Μέσα σέ αὐτό τό περιεχόμενο πρέπει κανείς νά δῆ τό ἀπολυτίκιο καί τήν εἰκόνα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Τό ἀπολυτίκιο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ γνωστός ὕμνος, πού εἶναι ὁ πνευματικός παιάνας τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόν ὁποῖο ψάλλουμε πανηγυρικά αὐτές τίς ἡμέρες καί δέν χορταίνουμε νά τό ἐπαναλαμβάνουμε πολλές φορές: «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Δηλαδή, ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, ἀφοῦ πάτησε καί νίκησε τόν θάνατο μέ τόν θάνατό Του, καί χάρισε τήν ζωή σέ αὐτούς πού εἶναι στά μνήματα.

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά εἰκονογραφική παρουσίαση αὐτοῦ τοῦ τροπαρίου. Δείχνει τόν Χριστό νά ἔχη νικήσει τόν θάνατο, «θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ἐπίσης, δείχνει ὅτι μέ τά δύο χέρια Του ἐγείρει ἀπό τούς τάφους τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα καί τούς δίνει ζωή. Δέν ἐλευθερώνει ἁπλῶς τίς ψυχές τους ἀπό τόν Ἅδη, ἀλλά ἀνασταίνει καί τά σώματά τους ἀπό τούς τάφους, ὁπότε ἀποδίδει τήν φράση «καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Γενικά, ἡ εἰκόνα αὐτή δείχνει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά μνήματα.

Ἔτσι, τήν περίοδο τοῦ Πάσχα ἀσπαζόμαστε τήν ἱερά εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως καί συγχρόνως ψάλλουμε τό «Χριστός Ἀνέστη» καί μάλιστα μέ τόν πανηγυρικό καί θριαμβευτικό ἦχο τοῦ πλαγίου πρώτου. Καί τά δύο συντονίζονται μεταξύ τους, ἀφοῦ τό Ἀπολυτίκιο δείχνει τό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς καί ἡ εἰκόνα ἁγιογραφεῖ τό θεολογικό νόημα καί τοῦ Ἀπολυτικίου καί τῆς ἑορτῆς.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τά ρύθμισαν ὅλα καλά καί εὐλογημένα, ὥστε καί νά ψάλλουμε τόν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου, γιά νά τό ἀκοῦμε, ἀλλά καί νά τό βλέπουμε μέ τήν ἱερά εἰκόνα, καθώς ἐπίσης νά ψηλαφοῦμε τό μεγάλο αὐτό μυστήριο μέ τόν τιμητικό ἀσπασμό τῆς εἰκόνος.

Ἔτσι, ὅλες οἱ αἰσθήσεις, ψυχικές καί σωματικές, λαμβάνουν πληροφορία καί ἐμπειρική γνώση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου, ὥστε νά ἀποκτήσουμε πίστη ἀκλόνητη καί βεβαία ἐλπίδα, ὅτι μποροῦμε μέ τόν Χριστό νά ἀναστηθοῦμε πνευματικά ἀπό τήν ἁμαρτία καί θά ἀναστηθοῦν καί τά σώματά μας κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ αὐτό πού ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

Καί μέ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία ἀποβλέπει ὄχι μόνον στό νά ἐκδιώξη ἀπό μέσα μας τόν φόβο τοῦ θανάτου, ἀλλά καί στό νά μᾶς γεμίση μέ τό πλήρωμα τῆς ζωῆς καί μάλιστα μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς καί τήν πίστη στήν συνάντησή μας μέ τόν Χριστό, τόν νικητή τοῦ θανάτου.

Ἑπομένως, ὅταν ψάλλουμε τό «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», πρέπει νά ἐνθυμούμαστε τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πού τό ἐκφράζει, καί ὅταν προσκυνᾶμε τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ψάλλουμε τό «Χριστός Ἀνέστη», ὥστε ἡ ζωή μας νά γεμίση μέ ἐλπίδα, φῶς καί ἀλήθεια. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο μυστήριο τῆς πίστεώς μας.
Χριστός Ἀνέστη, ἀδελφοί!

Μέ ἀναστάσιμες πατρικές εὐχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κύριο ἄρθρο: Τὸ Μεταθετὸ τῶν Ἐπισκόπων (Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος)

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Τό ἀνωτέρω κείμενο τοῦ Σεβασμιωτάτου διαβάστηκε ὡς ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ τήν Κυριακή 12-7-98)

Ὁ Μητροπολίτης ἐπικοινωνεῖ μέ τό ποίμνιό του, στό ὁποῖο τόν ἔταξε ὁ Θεός διά τῶν κανονικῶν ψήφων τῶν Ἱεραρχῶν πού συγκροτοῦν τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν διαρκῆ προσευχή, τήν θ. Λειτουργία, τίς ποιμαντικές ἐπισκέψεις, ἀλλά κατά καιρούς καί μέ ἐγκυκλίους πάνω σε σοβαρά θέματα, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν τό ποίμνιο καί γιά περιπτώσεις οἱ ὁποῖες ἀποβλέπουν στήν ἐνημέρωση τῶν Χριστιανῶν πάνω σε διάφορα καίρια ἐρωτήματα, τά ὁποῖα ἅπτονται σοβαρῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων. Σέ ἕνα τέτοιο σοβαρό ἐκκλησιαστικό θέμα, πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνατρέπει τά ἐκκλησιαστικά θέσμια, ἀναφέρονται καί τά ὅσα ἀκολουθοῦν, καί παρακαλῶ γιά τήν κατανόησή τους.

Τόν τελευταῖο καιρό ἐπιτάθησαν διάφορες φῆμες περί μεταθέσεώς μου σέ ἄλλη Ἱερά Μητρόπολη. Ἤδη καί στό παρελθόν ἀκούστηκαν τέτοιες φῆμες καί μάλιστα κατεγράφησαν καί σέ φέιγ-βολάν, τά ὁποῖα ἀνώνυμοι κυκλοφόρησαν κατά χιλιάδες σέ ὅλη τήν πόλη τῆς Ναυπάκτου καί ἀμέσως ἀπήντησα μέ ἀνακοίνωση πού διαβάστηκε στούς Ἱερούς Ναούς.

Ὅμως οἱ διαδόσεις τέτοιου εἴδους ἔχουν ἐνταθῆ τόν τελευταῖο καιρό μέ δυό συγκεκριμένες παραλλαγές. Ἡ μία ὅτι θά ἐπιχειρηθῆ μετάθεσή μου σέ ἄλλη Ἱερά Μητρόπολη, χωρίς τήν θέλησή μου, γιά πολλούς λόγους, τούς ὁποίους δέν ἐπιθυμῶ νά ἐκθέσω σήμερα. Ἡ δεύτερη ὅτι ἐγώ ὁ ἴδιος ἐπιθυμῶ καί προσπαθῶ νά βρῶ τρόπο γιά νά μετατεθῶ σέ ἄλλη Ἱερά Μητρόπολη.

Τό θέμα αὐτό τό θεώρησα κατ’ ἀρχάς ἀνάξιο ἀπαντήσεως καί σχολιασμοῦ, ἀλλά ὅμως ἡ εὐρεία κυκλοφορία αὐτῆς τῆς φήμης, ἐντός καί ἐκτός της Ναυπάκτου καί τῆς περιφερείας μας, ἀλλά καί ὁ σκανδαλισμός ὁ ὁποῖος πιθανόν θά προκαλῆται ἀπό τέτοιες πληροφορίες, μοῦ ἐπιβάλλουν νά ἐκφράσω μέ κάθε σαφήνεια τίς ἀπόψεις μου. Νομίζω ὅτι καί σεῖς περιμένετε, ὅπως ἀκριβῶς μου τό εἶπαν μερικοί προφορικά, ἀφ’ ἑνός μέν νά πληροφορηθῆτε ἀπό τόν ἴδιο τόν Μητροπολίτη σας, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ἀπομονωθοῦν οἱ διαδίδοντες αὐτές τίς ἀβάσιμες πληροφορίες.

1. Οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἀπαγορεύουν ἤ τουλάχιστον δέν ἐνθαρρύνουν τήν μετάθεση τῶν Ἐπισκόπων, γιατί ὁ Ἐπίσκοπος συνδέεται στενά μέ τήν συγκεκριμένη Ἐπισκοπῆ ἀπό τήν στιγμή τῆς ἐκλογῆς καί χειροτονίας του. Μεταξύ των πολλῶν Κανόνων θά ἤθελα νά ἀναφέρω τόν σχετικό κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας. Ἐκεῖ λέγεται:
“Επίσκοπον ἀπό παροικίας ἑτέρας εἰς ἑτέραν μή μεθίστασθαι, μήτε αὐθαιρέτως ἐπιρρίπτοντα ἐαυτόν, μήτε ὑπό λαῶν ἐκβιαζόμενον, μήτε ὑπό Ἐπισκόπων ἀναγκαζόμενον. Μένειν δέ εἰς ἥν ἐκληρώθη ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς Ἐκκλησίαν, καί μή μεθίστασθαι αὐτῆς, κατά τόν ἤδη πρότερον περί τούτου ἐξενεχθέντα ὄρον”. (κανών κά’, Ἀντιοχείας). Κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Κανονολόγου Ἀριστηνοῦ: “Ἐπίσκοπος καί ὑπό λαῶν βιαζόμενος καί ὑπό ἐπισκόπων ἀναγκαζόμενος, μή μεθιστάσθω εἰς παροικίαν ἑτέραν. Ἀπαγορεύεται καθόλου τῶν Ἐπισκόπων ἡ μετάθεσις, καν ὑπό τοῦ λαοῦ, καν ὑπό ἐπισκόπου μεταπεσεῖν εἰς ἑτέραν παροικίαν βιάζωνται”. Ἄν προσκομίζωνται κανόνες στούς ὁποίους γίνεται λόγος γιά μετάθεση, ὅταν ὑπάρχουν εἰδικοί λόγοι καί μέ διάφορες προϋποθέσεις, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι αὐτό, κατά τίς ἑρμηνεῖες κανονολόγων, ἀναφέρεται στήν πρός καιρό μετάβαση κάποιου ἐπισκόπου σέ μιά ἄλλη ἐπισκοπῆ γιά διδασκαλία, λόγω ὑπάρξεως σοβαροῦ προβλήματος καί ὄχι σέ μόνιμη μετάθεση. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί ὁ Ἰδ’ Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Λέγοντας αὐτά δέν μέμφομαι οὔτε κατηγορῶ ἄλλους ἀδελφούς, ποῦ, ἐνδεχομένως, ἐπιθυμοῦν μετάθεση, διότι ὁ καθένας ἔχει ὁδηγό τήν συνείδησή του καί ἐκτιμᾶ τά πράγματα κατά ἕναν διαφορετικό τρόπο. Ἁπλῶς καταγράφω ἐδῶ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στούς ἱερούς Κανόνας καί ἐκθέτω τήν δική μου προσωπική ἄποψη.

2. Προσωπικά ποτέ δέν πίστευα, οὔτε καί τώρα πιστεύω στήν ἀναγκαιότητα τοῦ μεταθετοῦ των Ἐπισκόπων. Καί μάλιστα, ἀπό τήν ἡμέρα πού ὁ Θεός, διά τῶν Κανονικῶν ψήφων τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας, μέ κατέστησε Ἐπίσκοπο καί Μητροπολίτη στήν Ἱερά αὐτή Μητρόπολη οὔτε μιά στιγμή δέν πέρασε ἀπό τόν νοῦ μου ὅτι θά ἔλθη καιρός πού θά ἐπιδιώξω μετάθεση. Ἀντίθετα, μάλιστα, κάθε φορᾶ πού κάποιος τολμοῦσε νά μοῦ πῆ ὅτι θά ἔπρεπε στόν κατάλληλο καιρό νά ζητήσω μετάθεση σέ μεγαλύτερη Μητρόπολη πρός ὠφέλειαν περισσοτέρων Χριστιανῶν, τό ἀπέκρουα, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἀγάπησα τόν τόπο αὐτό καί τούς Χριστιανούς, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί σέβομαι τίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀγαπῶ τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί παρουσιάζω τήν διδασκαλία τους, γράφω γιά τήν ἀξία τῶν ἱερῶν Κανόνων καί δέν θά ἤθελα νά ἔλθω ποτέ σέ ἀντίθεση μέ ὅλους αὐτούς. Πέρα ἀπό αὐτά δέν νομίζω ὅτι μιά μετάθεση μπορεῖ νά μοῦ προσδώση τίποτε, ἀφοῦ οὔτε τήν δόξα ποθῶ, οὔτε ποτέ τά χρήματα ἀγάπησα στήν ζωή, μοῦ ἀρκεῖ ὅτι ὁ Θεός μέ τήν ἀνέκφραστη φιλανθρωπία Του μέ κατέστησε Κληρικό καί μάλιστα Ἀρχιερέα τῆς Ἐκκλησίας Του. Βέβαια, διαδίδεται μετ’ ἐπιτάσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία δύναται νά μέ μεταθέση σέ ἄλλη Ἱερά Μητρόπολη, χωρίς τήν δική μου συγκατάθεση, γιά τούς λόγους πού ἐκείνη μπορεῖ νά ἐπικαλεσθῆ. Ἀλλά καί αὐτό εἶναι ἀδύνατον νά πραγματοποιηθῆ, γιατί ὁ Μητροπολίτης δέν εἶναι δημόσιος ὑπάλληλος, καί βέβαια, ἡ Ἱερά Σύνοδος δέν προβαίνει ποτέ σέ τέτοια ἐνέργεια ἄνευ τῆς θελήσεως τοῦ ἰδίου τοῦ Μητροπολίτου, γιατί αὐτό ἀντίκειται στίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

3. Ὑπάρχει ὅμως τό σοβαρό ἐρώτημα ποιοί καί γιά ποιό λόγο διαδίδουν τέτοιες κακόβουλες καί ἀνυπόστατες διαδόσεις. Δέν θά ἤθελα νά εἰσχωρήσω στό βάθος τοῦ προβλήματος, ἀλλά ἐκεῖνο πού θά ἔπρεπε νά τονισθῆ εἶναι ὅτι, κατά τούς ἱερούς Κανόνας, ὅσοι Κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί κινοῦνται ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου τους καί προσπαθοῦν νά κλονίσουν τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ πρός αὐτόν, καθώς ἐπίσης ὅσοι θραύουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦνται φατριάζοντες καί τυρεύοντες καί ἐπιτιμῶνται πολύ σκληρά. Συγκεκριμένα δυό Κανόνες τῆς Δ’ καί ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κάνουν λόγο γιά “φατριάζοντες καί κατασκευᾶς τυρεύοντες ἐπισκόπων” (ἰη’ Δ’ Οἰκουμενικῆς καί λδ’ ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ὁ πολύς Βαλσαμῶν ἀναλύει τό τυρεύοντες μέ τό “κατασκευάζοντες, κατά τό ἐτυρώθη ἡ καρδία αὐτῶν, ἀντί τοῦ ἐσκληρύνθη”.

4. Βεβαίως, σέ κάθε Ἱερά Μητρόπολη ὑπάρχουν διάφορες δυσκολίες, ἀναφύονται διάφορα προβλήματα, ἐκκλησιολογικά, κανονικά καί νομικά. Ἀλλά ὅλα αὐτά ἀντιμετωπίζονται μέ σοβαρότητα, ψυχραιμία, καί πρό παντός μέ ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Ἐπίσης, στήν δική μας Ἱερά Μητρόπολη ὑπάρχουν καί οἰκονομικά προβλήματα, λόγω τῶν περιορισμένων ὁρίων τῆς περιφερείας μας καί λόγω τῆς συρρικνώσεως τοῦ πληθυσμοῦ, ἰδιαιτέρως στά ὀρεινά χωριά τῆς Ναυπάκτου, ἀλλά καί τοῦ Ἁγίου Βλασίου. Ἐλπίζω δέ κάποτε ἡ Ἐκκλησία νά δή τό πρόβλημα πού ἀντιμετωπίζουν οἱ μικρές Ἱερές Μητροπόλεις, ὅπως καί ἡ δική μας, καί νά προχωρήση σέ λύσεις πού νά τίς καθιστοῦν βιώσιμες, δηλαδή νά διευρύνουν τά ὅρια. Ἄλλωστε αὐτό προβλέπουν καί οἱ ἱεροί Κανόνες (νζ’ Λαοδικείας). Ἰδιαιτέρως αὐτό πρέπει νά γίνη γιά τήν δική μας Ἱερά Μητρόπολη, ἡ ὁποία ἔχει μεγάλη ἱστορία καί παράδοση, ἀφοῦ παλαιότερα ἦταν Ἀρχιεπισκοπή μέ ἐννέα Ἐπισκοπές καί, ἑπομένως, δέν εἶναι ὀρθό νά βρίσκεται σήμερα σέ αὐτήν τήν κατάσταση.
Αὐτά θά ἤθελα νά ἀπευθύνω στούς Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς της Μητροπόλεώς μας, καταγράφοντας μέ κάθε εἰλικρίνεια καί, κατά τό δυνατόν, πλήρως τίς ἀπόψεις μου. Ἐάν, παρά ταῦτα, μερικοί ἐξακολουθοῦν νά διαδίδουν ἀνυπόστατες καί ἀσύστατες πληροφορίες, τότε πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι πρόκειται γιά κακοήθειες πού διατυπώνονται ἐνσυνείδητα, γι’ αὐτό καί ἔχουν μεγάλη εὐθύνη αὐτοί πού τίς κατασκευάζουν, τίς διαδίδουν καί τίς ἀποδέχονται.

Θά ἤθελα νά σᾶς παρακαλέσω νά συντελέσετε ὁ καθένας προσωπικά στό νά ἐπικρατῆ εἰρήνη, ἀγάπη καί ἑνότητα μεταξύ Κληρικῶν, λαϊκῶν καί μοναχῶν, ὥστε νά δοξάζεται ὁ Τριαδικός Θεός. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αὐτούς πού μέ διαφόρους τρόπους καταστρατηγοῦν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τούς χαρακτηρίζει σαρκικούς: “ὅπου γάρ ἐν ὑμίν ζῆλος καί ἔρις καί διχοστασίαι, οὐχί σαρκικοί ἐστε καί κατά ἄνθρωπον περιπατεῖτε;” (Ἅ’ Κορ. γ’, 3).

“Η Χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ὑμών”.

Κύριο ἄρθρο: Τό νόημα τῆς Πρωτοχρονιᾶς

Ποι­μα­ντορι­κή Ἐ­γκύ­κλιος Πρωτοχρονιᾶς 2019

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἀρχή τοῦ νέου πολιτικοῦ ἔτους εἶναι ἡ σημερινή ἡμέρα καί πανηγυρίζουμε μέ θεία Λειτουργία, Δοξολογία καί χαρά. Σέ ὅλο τόν κόσμο διοργανώνονται ἐκδηλώσεις μέ φαντασμαγο­ρικές πράξεις, γιά νά ὑποδεχθοῦν τό νέον ἔτος. Ὅμως, ὅ,τι καί νά κάνουμε, κανείς δέν εἶδε ποτέ κάποιον χρόνο νά ἔρχεται ἀπό τήν ἀνατολή καί κάποιον παλαιό χρόνο νά φεύγη στήν δύση. Ὅταν δέ οἱ ἄνθρωποι συμμετέχουν σέ τέτοιες χαρούμενες ἐκδηλώσεις, ἔπειτα ἐπι­στρέφουν στό σπίτι τους μέ μιά πίκρα καί συναντοῦν τόν πόνο, τήν θλίψη, τήν ἀπόγνωση, τήν τραγι­κότητα.

Τί εἶναι, λοιπόν, αὐτός ὁ νέος χρόνος; Τί σημαίνει ὅτι σήμερα ἔχουμε τήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους; Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς Πρω­το­χρονιᾶς;

Ὅταν πρίν χρόνια, καί συγκεκριμένα τό ἔτος 2000, εἰσερχόμασταν, σάν σήμερα, στήν τρίτη χιλιετία, αἰσθανό­μασταν ὄχι ἁπλῶς ὅτι πέρασε ἕνας χρόνος, ἀλλά ὅτι πέρασαν δύο χιλιετίες ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καί πανηγυρίζαμε ὄχι ἐπειδή ἄρχιζε ἕνας νέος χρόνος, ἀλλά ἐπειδή ἄρχιζε ἡ τρίτη χιλιετία. Θυμᾶμαι τότε, δηλαδή τήν Πρωτοχρονιά τοῦ 2000, μετά τήν θεία Λειτουργία καί τήν Δοξολογία τοῦ Νέου ἔτους, στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πήγαμε στό Δημαρχεῖο, γιά νά παραστοῦμε στήν πρώτη ἑορταστική Συνεδρίαση τοῦ Δημοτικοῦ Συμ­βουλίου γιά τήν ἀρχή τῆς νέας χιλιετίας, ὥστε νά εἶναι χαρούμενη καί δημιουργική ὅλη αὐτή ἡ περίοδος, χωρίς, ὅμως, νά γνωρίζουμε ἐάν θά ἤμασταν ζωντανοί τήν ἑπομένη ἡμέρα.

Ἀπό τότε, δηλαδή τήν Πρωτοχρονιά τοῦ 2000, πέρασαν 19 χρόνια χωρίς νά τό κατα­λάβουμε, ἀφοῦ ὁ χρόνος τρέχει σάν ὁρμητικό ποτάμι καί φεύγει τόσο χρήγορα, ὅπως κτυποῦν τά δευτερόλεπτα τοῦ ρολογιοῦ μας. Καί στό διάστημα αὐτό ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτόν ἀγαπητοί μας ἄνθρωποι, ἄλλαξαν πολλές καταστάσεις στήν ζωή μας, ἀλλά καί γεννή­θηκαν νέοι ἄνθρωποι. Ὅλα τά παιδιά πού εἶναι σήμερα μαθητές μέχρι τήν τελευταία τάξη τοῦ Λυκείου καί εἰσῆλθαν στό πρῶτο ἔτος τοῦ Πανεπιστημίου γεννήθηκαν σέ αὐτό τό διά­στημα τῶν δεκαεννέα ἐτῶν, ἀπό τό 2000 μέχρι σήμερα. Ἔτσι, ὁ θάνατος συμπλέκεται μέ τήν ζωή.

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ χρόνος εἶναι ταχύτατος, ἔρχεται καί φεύγει γρήγορα, δέν μποροῦμε νά τόν πιάσουμε, δέν ἔχουμε τήν δυνατότητα νά τόν σταματήσουμε, τρέχει συνεχῶς καί παρασύρει καί μᾶς σέ αὐτήν τήν γρήγορη πορεία του. Ἔχουν χαρακτηρίσει τόν χρόνο ὡς «πανδαμάτορα», ἐπειδή δαμάζει τά πάντα, καί κανείς δέν μπορεῖ νά τόν δαμάση, παρά μόνον ὁ Θεός, πού εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ χρόνου καί βρίσκεται ἔξω ἀπό τόν χρόνο. Ἐμεῖς εἴμαστε μέσα στόν χρόνο καί ἐκεῖνος μᾶς δα­μάζει, μᾶς ἐξουσιάζει, μέ ὅλες τίς συνταρακτικές συνέπειες.

Ἤδη, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλή­ψεώς μας τά κύτταρα τοῦ σώματος ἔχουν τήν δική τους κίνηση, ὅπως κίνηση ἔχουν καί τά ὄργανα τοῦ σώματός μας. Αὐτό μποροῦμε νά τό κατα­λάβουμε κυρίως ἀπό τήν κίνηση τῆς καρδιᾶς μας. Εἴμαστε κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ χρόνου, καί ὅταν ὁ χρόνος τῆς καρδιᾶς σταματήση, μέ τήν βούληση τοῦ Θεοῦ, τότε σταματᾶ καί ἡ βιολογική ζωή, χωρίς, βέβαια, νά ἀφα­νίζεται ἡ ψυχή καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ὡς ὕπαρξη.

Ἔτσι, βιώνουμε τόν χρόνο στήν ζωή μας ὡς ἕνα χαρούμενο γεγονός, ἀφοῦ ζοῦμε βιολογικά, ἀλλά καί ὡς ἕνα τραγικό γεγονός, ἀφοῦ κάποτε θά σταματήση ὁ κτύπος τῆς καρδιᾶς μας. Καί στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχει τό φαινόμενο τῆς χαρμο­λύπης.

Αὐτό τό καταλαβαίνουμε πολύ καλά ἀπό διάφορες ἐκφράσεις πού χρησιμοποιοῦμε. Ὅταν εὐχόμαστε «χρόνια πολλά» στό βάθος αἰσθα­νόμαστε ὅτι κάποτε θά σταματήση νά μετράη ὁ χρόνος. Ὅταν λέμε τήν εὐχή «καί τοῦ χρόνου» αἰσθανόμαστε ὅτι μπορεῖ νά μή φθάσουμε στήν ἑπόμενη Πρωτοχρονιά. Ὅταν συμμετέχουμε στά ἑορταστικά τραπέζια καί χαιρόμαστε, ὑποβόσκει ἡ λύπη ὅτι παραμονεύει ὁ θάνατος ἤ ὅτι λείπει ἕνας ἀγαπητός μας ἄνθρωπος πού δέν ζῆ.

Ὅμως, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πιστεύουμε στόν Θεό πού εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ χρόνου, ἀλλά καί μᾶς βοηθᾶ νά ὑπερβαίνουμε τόν χρόνο καί νά περνᾶμε στό αἰώνιο. Γιά ὅσους ζοῦν ἐν Χριστῷ ὁ χρόνος δέν εἶναι βασανιστικός, δέν εἶναι τροχοπέδη, δέν εἶναι τύραννος, ἀλλά εἶναι χρόνος προετοιμασίας γιά τό πέρασμα στήν αἰώνια ζωή μέ τόν Χριστό. Οἱ μάρτυρες καί οἱ ἅγιοι μᾶς ἔδειξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ζῆ μέ τόν Χριστό, δέν φοβᾶται τόν θάνατο καί τήν δυναστεία τοῦ χρόνου, ἀλλά θεωρεῖ τόν χρόνο ὡς τό ἀκρωτήριο τῆς καλῆς ἐλπίδος, ὡς ἕνα πέρασμα στήν ἐν Χριστῷ αἰωνιότητα. Μέ τόν Χριστό τίποτε δέν εἶναι βασανιστικό ἤ προβληματικό. Ἀντίθετα, ἐκτός Χριστοῦ ὅλα, ἀκόμη καί οἱ πανηγυρισμοί τῆς Πρωτοχρονιᾶς, βρίσκονται στήν σκοτεινή φυλακή τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους, εὔχομαι σέ ὅλους σας χρόνια πολλά μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τοῦ χρόνου καί ὁ νικητής τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.

 

 

Μαθητεία στὸν Χριστό, Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος ΧριστουγέννωνΤέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Καί πάλιν πανηγυρίζουμε τήν ἑορτή τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά δοῦμε τήν σπουδαιότητά της καί νά συνειδητοποιήσουμε τήν μεγάλη ἀξία νά εἴμαστε Χριστιανοί, μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Δέν πρόκειται γιά ἕνα τυπικό ὄνομα, ἀλλά γιά ἕνα ὄνομα πού δείχνει τήν ἀναγέννηση τῆς ζωῆς μας. Εἴμαστε Χριστιανοί καί μάλιστα Ὀρθόδοξοι καί θά πρέπει νά ἀνταποκρινόμαστε σέ αὐτήν τήν ἀποστολή μας.

Ἀφορμή γιά τήν διατύπωση αὐτῶν τῶν ἑόρτιων σκέψεων μοῦ δίνουν μερικοί λόγοι τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου σέ ἐπιστολή του πρός τούς Μαγνησιεῖς. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Συρίας κατά τόν πρῶτο αἰώνα μ.Χ., μαθητής τοῦ Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Ὁπότε εἶναι ἕνας ἀπό τούς Ἀποστολικούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐμαρτύρησε στήν Ρώμη.

Διασώζονται μερικές ἐπιστολές του πού εἶναι γεμάτες ἀπό θεῖο ἔρωτα γιά τόν Χριστό καί θεία ἔμπνευση. Μιά ἀπό τίς ἐπιστολές αὐτές ἀπεστάλη στούς Χριστιανούς τῆς Μαγνησίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Στήν ἐπιστολή αὐτή, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἀναφέρεται καί στόν Ἰησοῦ Χριστό, τοῦ ὁποίου ἑορτάζουμε σήμερα τήν Γέννηση, κατά ἄνθρωπο.

Τονίζεται ὅτι «οἱ θειότατοι Προφῆται κατά Χριστόν Ἰησοῦν ἔζησαν, διά τοῦτο καί ἐδιώχθησαν». Δηλαδή, ὅλοι οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως ψάλλουμε στά τροπάρια τίς ἡμέρες αὐτές, ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο Λόγο, τόν Κύριο τῆς Δόξης, τόν Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο καί προεφήτευαν τήν ἔλευσή Του, γι’ αὐτό καί διώχθησαν ἀπό τούς συγχρόνους τους Ἰουδαίους.

«Οἱ Προφῆται μαθηταί ὄντες τῷ πνεύματι ὡς διδάσκαλον αὐτόν προσεδόκων». Μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα οἱ Προφῆτες ἔγιναν μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί τόν ἀνέμεναν ὡς διδάσκαλο. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Ἑβραϊκοῦ Ἔθνους, ἀλλά ἡ προϊστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ, καί οἱ Προφῆτες εἶναι πρόδρομοι τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι δικοί μας Προπάτορες.

Ἐάν οἱ Προφῆτες πού ἔβλεπαν τήν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν μαθητές τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο ἐμεῖς πού εἴδαμε τόν σεσαρκωμένο Χριστό εἴμαστε μαθητές Του.

Τό νά εἶναι ὅμως κανείς μαθητής τοῦ Χριστοῦ δέν εὔκολο ἔργο. Ἡ μαθητεία στόν Χριστό ἀρχίζει μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα καί συνεχίζεται σέ ὅλη τήν ζωή μας, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐνσυνείδητη ζωή στήν Ἐκκλησία, συμμετέχοντας στά Μυστήρια μέ τά ὁποῖα ἀναγεννιόμαστε πνευματικά.

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος γράφει ὅτι διά τοῦ «μυστηρίου ἐλάβομεν τό πιστεύειν», ἀλλά πρέπει συνεχῶς νά ἀγωνιζόμαστε στήν ζωή μας «καί διά τοῦτο ὑπομένομεν, ἵνα εὑρεθῶμεν μαθηταί Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μόνου διδασκάλου ἡμῶν». Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός μας διδάσκαλος καί ὑπομένουμε γιά νά βρεθοῦμε μαθητές Του, διότι «πῶς ἡμεῖς δυνησόμενοι ζῆσαι χωρίς αὐτοῦ;». Χωρίς τόν Χριστό δέν μποροῦμε νά ζήσουμε.

Καί στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος γράφει ἕναν ἐκπληκτικό λόγο: «Διά τοῦτο, μαθηταί αὐτοῦ γενόμενοι, μάθωμεν κατά Χριστιανισμόν ζῆν». Πρέπει νά μάθουμε νά ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Χριστιανισμός, διότι ὅποιος «ἄλλῳ ὀνόματι καλεῖται πλέον τούτου, οὐκ ἐστιν τοῦ Θεοῦ». Ὅποιος καλεῖται μέ ἄλλο ὄνομα ἀπό αὐτό, ἐκτός τοῦ Χριστιανικοῦ, δέν ἀνήκει στόν Θεό. Δέν εἶναι δυνατόν νά εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ καί νά καλούμαστε μέ ἄλλο ὄνομα.

Τό νά λεγόμαστε, ὅμως, καί νά εἴμαστε Χριστιανοί ἔχει πολλές ὑποχρεώσεις. Ἐπειδή ὁ Χριστός, ὅπως γράφει, εἶναι ἡ «νέα ζύμη» θά πρέπει νά ἀποβάλλουμε τήν κακή ζύμη πού ἔχει παλαιωθῆ καί εἶναι ξυνισμένη καί νά μεταβληθοῦμε σέ νέα ζύμη, καί ἐπί πλέον νά ἁλατισθοῦμε σέ Αὐτόν, ὥστε νά μή ὑποστῆ κανείς φθορά, διότι ἀπό τήν ὀσμή τῆς φθορᾶς θά ἀποκαλυφθοῦμε.

Εἶναι ἐκπληκτική αὐτή ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ «νέα ζύμη» καί Αὐτός θά ἀνακαινίση τήν ζωή μας, πού θυμίζει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. ιγ΄, 33) καί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Α΄ Κορ. ε΄, 6-8). Δέν πρόκειται γιά μιά ἰδεολογία, γιά μιά θρησκεία, ἀλλά γιά μιά ἀνακαινισμένη ζωή πού γίνεται ἐν Χριστῷ.

Αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο, διότι ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος «ἄτοπόν ἐστιν, Χριστόν Ἰησοῦν λαλεῖν καί ἰουδαΐζειν», δηλαδή εἶναι ἄτοπο νά μιλᾶ κανείς γιά τόν Χριστό καί νά ζῆ μέ ἰουδαϊκό τρόπο, σάν νά μήν ἐνηνθρώπησε ὁ Χριστός. Καί συμπληρώνει ὅτι δέν πίστευσε ὁ Χριστιανισμός στόν Ἰουδαϊσμό, ἀλλά ὁ Ἰουδαϊσμός ἐπίστευσε στόν Χριστιανισμό, καί στόν Χριστιανισμό προσῆλθε κάθε γλώσσα πού πίστευσε στόν Θεό.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά ἀνακαινίση τόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἁπλῶς νά προσθέση μερικά καινούργια ἤθη καί ἔθιμα καί μερικές νέες παραδόσεις. Πρέπει ὁ Χριστός νά γίνη διδάσκαλός μας καί ἐμεῖς δικοί Του μαθητές, νά λεγόμαστε Χριστιανοί καί νά εἴμαστε πραγματικοί Χριστιανοί, νά ἀποβάλλουμε τό παλαιό ζυμάρι καί νά δεχθοῦμε τό νέο ζυμάρι, καί αὐτό εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ Χριστιανική ζωή εἶναι νέα ζωή.

Τό φαινόμενο, ἑπομένως, νά λεγόμαστε Χριστιανοί καί νά συμπεριφερόμαστε ἰουδαϊκῶς ἤ εἰδωλολατρικῶς δέν εἶναι χριστιανικό, δέν εἶναι πανήγυρη χριστιανική. Ὁ Χριστός πρέπει νά γίνη διδάσκαλός μας καί ἐμεῖς δικοί Του μαθητές. Δέν πρέπει νά λεγόμαστε μόνον Χριστιανοί, ἀλλά καί νά εἴμαστε στήν πράξη Χριστιανοί καί μάλιστα Ὀρθόδοξοι, ὅπως τό ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.

Εὔχομαι νά περάσετε τίς ἑορτές αὐτές τοῦ Δωδεκαημέρου μέ ὑγεία καί χριστιανική ἔμπνευση.

Μέ πατρικές εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Ὁ ἅγιος Ρωμανός ὁ Μελωδός γιά τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ - Ποι­μα­ντορι­κή Ἐ­γκύκλιος Χριστουγέννων 2021 (video)

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μοῦ δίνει τήν εὐκαιρία νά ἐπικοινωνῶ μαζί σας γιά νά σᾶς εὐχηθῶ καί νά χαρῶ μέ σᾶς, ἀναφερόμενος στήν μεγάλη θεο­λογία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.

Αἰσθάνομαι ὅτι πολλοί ἄνθρωποι, καί κυρίως ὅσοι εἶναι εὐαίσθητοι ψυ­χο­λογικά, σέ καιρούς πού ἐπικρατοῦν στήν κοινωνία δύ­σκο­λες κατα­στάσεις ἀπό κοινωνικές ἀστάθειες, ἀπό διχασμούς καί ἀναστα­τώσεις, ἀπό σωματικές καί ψυχικές ἀσθένειες, ἀπό ποικιλόμορφες πλά­νες, καταφεύγουν στήν ἀνάγνωση μιᾶς σοβαρῆς ποίησης γιά νά βροῦν μιά ἐσωτερική ἰσορρο­πία καί ἕνα διαφορετικό νόημα ζωῆς.

Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί σέ παρόμοιες καταστάσεις πού ἐπι­κρατοῦν γύρω μας, σέ ἀμφισβητήσεις τῶν πάντων, καταρ­ρεύσεις προσώπων καί πραγμάτων πρέπει νά καταφεύγουμε στήν δική μας λατρευτική ποίηση, τήν ὁποία συνέγραψαν ἅγιοι ὑμνογράφοι καί ποιητές, πού εἶχαν ὑψηλό νόημα τῶν πραγμάτων. Κι ἄν, ὅπως λέει ὁ ποιητής, «ἡ ποίηση δέν μᾶς ἀλλάζει τήν ζωή», ὅμως ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση τῆς ἑορ­τῆς τῶν Χριστουγέννων, τά τροπάρια πού ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία εἶναι γεμάτα ὑψηλό θεολογικό νόημα πού ἠρεμεῖ καί γλυκαίνει τήν καρδιά μας καί ἀκόμη τῆς δίνει μιά ἔνταση πνευματική γιά ὑψηλές πτήσεις πρός τήν ὑπερκόσμια Ἀποκάλυψη τήν ὁποία μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστός.

Μιά τέτοια ὑπερκόσμια ποίηση συναντᾶ κανείς στόν ἅγιο Ρωμανό τόν Μελωδό, ὁ ὁποῖος, μεταξύ τῶν πολλῶν Κοντα­κίων πού συνέταξε, ἔχει καί ἕνα Κοντάκιο πού ἀναφέρε­ται στήν ἁγία καί πάνσεπτη Γέννηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Ρωμανός ὁ Μελωδός ἔδρασε κατά τό πρῶτο μισό τοῦ 6ου αἰώνα καί εἶναι ἀπό τούς μεγαλύτερους ὑμνο­γράφους τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος δίκαια θεωρή­θηκε ὡς «ὁ Πίνδαρος τῆς ρυθμικῆς ποίησης».

Τό «προοίμιον» τοῦ Κοντακίου αὐτοῦ τό ψάλλουμε μέχρι σήμερα καί εἶναι τό γνωστό τροπάριο: «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει καί ἡ γῆ τό σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει∙ ἄγγελοι μετά ποιμένων δοξολογοῦσι, μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι∙ δι’ ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».

Σέ αὐτόν τόν ὕμνο ἀναφέρεται τό μυστήριο τῆς ἐναν­θρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συγχρόνως παρουσιάζεται ἡ παγκόσμια ἑορτή ὅλης τῆς κτίσεως καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων γιά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «νέου παιδίου», πού εἶναι «ὁ πρό αἰώνων Θεός». Ἡ πτωχεία τοῦ σπηλαίου εἶναι δεκτική τοῦ μυστηρίου, τό ὁποῖο ὁ ὕμνος συνοψίζει χρησιμοποιώντας ἀντιθετικά ἤ μᾶλλον συμπληρωματικά ζεύγη συν­δέοντας ἔτσι τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια, δηλαδή τό γήϊνο σπήλαιο ὑποδέχεται τόν ἀπρόσιτο, οἱ ἐπουράνιοι ἄγγελοι συνυπάρχουν μέ τούς ποιμένες, ὁ οὐράνιος ἀστήρ μέ τούς μάγους.

Ποιός μπορεῖ, ψάλλοντας αὐτόν τόν ὕμνο, νά παραμένη στίς ἐνδοκόσμιες ἀπογοητεύσεις πού προέρχονται ἀπό τούς ἄρρωστους ψυχικά καί διανοητικά ἀνθρώπους; Ποιός μπορεῖ νά παραμένη ἀσυγ­κίνητος ἀπό τήν ἔλευση τοῦ «νέου παιδίου» πού εἶναι καί «πρό αἰώνων Θεός», τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν ἀποστάτη κόσμο;

Σέ ὅλο αὐτό τό Κοντάκιο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ Με­λωδοῦ, μέ τρόπο μοναδικό, ὑψηλό, τρυφερό καί εὐαίσθητο σέ 24 τροπάρια παρουσιάζεται μέ ἐκπληκτικό καί ποιητικό τρόπο ὁ ἀπόρρητος διάλογος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μέ τόν Χριστό, ἀμέσως μετά τήν Γέννησή Του μέσα στό σπήλαιο καί τήν φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων. Συγχρόνως, περιγράφεται καί ὁ διάλογος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μέ τούς Μάγους τῆς Ἀνατολῆς πού προσῆλθαν γιά νά προσκυνήσουν τόν νέον Βασιλέα.

Ὑπέροχος εἶναι ὁ ὕμνος στόν ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ Παρθένος Μαρία νά βρίσκεται σέ φτώχεια, μέσα στό σπή­λαιο καί ὅμως νά ἀπορῆ γιατί ἐρωτεύθηκε ὁ Χριστός τό Σπή­λαιο καί χάρηκε τήν Φάτνη. Θά ἐκτεθῆ αὐτός ὁ ὕμνος  στήν γλώσσα πού τόν ἔγραψε ὁ ἅγιος Ρωμανός, γιά νά χαροῦμε καί τήν ρυθμική γλώσσα καί ἔπειτα θά παρατεθῆ σέ μετάφραση. Γράφει:

«Ὑψηλέ βασιλεῦ, τί σοι καί τοῖς πτωχεύσασι;

ποιητά οὐρανοῦ τί πρός γηΐνους ἤλυθας;

σπηλαίου ἠράσθης ἤ φάτνῃ ἐτέρφθης;

 Ἰδού οὐκ ἔστι τόπος τῇ δούλῃ σου ἐν τῷ καταλύματι∙

οὐ λέγω τόπον, ἀλλ’ οὐδέ σπήλαιον,

ὅτι καί αὐτό τοῦτο ἀλλότριον∙

καί τῇ μέν Σάρρᾳ τεκούσῃ βρέφος

ἐδόθη κλῆρος γῆς πολύς, ἐμοί δέ οὔτε φωλεύς∙

ἐχρησάμην τό ἄντρον, ὅ κατῴκησας βουλήσει

παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».

Ἡ μετάφραση τοῦ ὕμνου αὐτοῦ, πού εἶναι λόγος τῆς Παναγίας Μη­τέρας στόν νεογέννητο Χριστό, ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ὑψηλέ βασιλεῦ, ποιά σχέση ἔχεις Ἐσύ μέ ἐμᾶς πού πτω­χεύσαμε;

Δημιουργέ τοῦ οὐρανοῦ, γιατί ἦλθες σέ μᾶς τούς γήϊνους;

Ἐρωτεύθηκες τό σπήλαιο ἤ εὐφράνθηκες μέ τήν φάτνη;

Ἰδού δέν βρίσκεται τόπος στήν δούλη σου σέ αὐτόν τόν χῶρο.

Δέν λέω μόνο τόπο, ἀλλά οὔτε καί σπήλαιο,

γιατί καί αὐτό ἐδῶ εἶναι ξένο∙

Καί στήν μέν Σάρρα, ὅταν γέννησε βρέφος,

δόθηκε κληρονομιά μεγάλη, σέ μένα ὅμως οὔτε φωλιά·

χρησιμοποίησα τό Σπήλαιο πού μέ τήν βούλησή Σου κατοίκησες Ἐσύ,

Νέο παιδίον, ὁ πρό τῶν αἰώνων Θεός».

Σέ αὐτό τό ὑπερφυές ποίημα φαίνεται ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ὑπερ­βαίνει κάθε λόγο καί κάθε ποίηση, εἶναι ἄρρητο γεγονός, γι’ αὐτό ἀκόμη καί ἡ ποίηση δέν μπορεῖ νά τήν πλησιάση, ὡστόσο εἶναι αὐτή πού κυρίως μπορεῖ νά ἀποτυπώση κάθε τί ἀπρόβλεπτο καί ἀνατρεπτικό καί ὁ ἄν­θρω­πος μέ τόν ποιητικό λόγο καί τήν ρυθμική διατύ­πωσή του συντονίζεται λίγο στό ἄρρητο καί ἀπερίγραπτο αὐτό μυστή­ριο.

Καί πάλι τά ζεύγη τῶν ἀντιθέσεων ἐξυπηρετοῦν τήν ἀπεικόνιση τοῦ μυστηρίου. Ὁ Χριστός εἶναι «παιδίον νέον» καί συγχρόνως «ὁ πρό αἰώνων Θεός», εἶναι βασιλεύς οὐράνιος καί ἔρχεται στούς γήϊνους. «Ἐρω­τεύε­ται» τό σπήλαιο, εὐφραίνεται τό νά εἶναι στήν φάτνη, ζῆ μέ τούς πτωχούς καί ταπεινούς. Ὁ χῶρος τῆς φανέρωσής Του, μέσα ἀπό τόν μονόλογο τῆς Θεοτόκου πού ἐκφράζει τήν ἀπορία της, προσδιορίζεται κλιμακωτά: δέν ὑπάρχει τόπος, «οὐδέ σπήλαιον», «οὔτε φωλεύς». Καί ἐμεῖς πού «ἐπτω­χεύσαμεν σφόδρα» καί ὁμοιωθήκαμε μέ τά ἄλογα ζῶα ὡς πρός τίς πράξεις μας, βλέπουμε δίπλα μας τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Αὐτό δείχνει τήν ὑπερβάλλουσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς.

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ζοῦμε σέ μιά δύσκολη καί ταραγμένη ἐποχή, ὄχι, βέ­βαια, χειρότερη ἀπό τήν ἐποχή στήν ὁποία γεννήθηκε καί ἔζησε ὁ Χριστός. Βλέπουμε δίπλα μας τήν κατάρρευση πολλῶν θεωριῶν, καταστάσεων, στίς ὁποῖες ἐπικρατεῖ ὁ φό­βος τοῦ θανάτου, ἡ πλάνη τῶν παντοειδῶν σωτήρων, ἡ ἐκκο­σμίκευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ ὀρθο­δόξου ἀνθρωπισμοῦ. Τό κυριότερο εἶναι ὅτι ζοῦμε σέ μιά ἐποχή πού οἱ Χριστιανοί ζοῦν καί συμπεριφέρονται προχρι­στιανικά καί μεταχρι­στια­νικά, σάν νά ζοῦμε πρό Χριστοῦ, καί σάν νά εἴμαστε σέ μιά κοινωνία μεταχριστιανική,  πού τό Εὐαγγέλιο κοινωνικο­ποιεῖται καί ἐμεῖς ἔχουμε χάσει τήν ὑπερκόσμια προοπτική του.

Σέ αὐτήν τήν ἐποχή πού ὅλα ὑποβαθμίζονται, κυρίως ἡ Ἀποκάλυψη πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός, ἡ Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν ὑμνογραφία καί τήν ζωή της, κτυπᾶ τίς «ὑψηλές νό­τες», ὁμιλεῖ γιά τό Νέο πού ἦλθε στόν κόσμο μέ τόν Χριστό, καί γιά τό ὅτι κάθε ἀπόγνωση μπορεῖ νά γεμίση μέ τό νέο, τό ὑψηλό, τό ἀπόρρητο, τήν ἴδια τήν αἰωνιότητα, τόν Χριστό.

Εὔχομαι σέ  ὄλους σας «τό παιδίον νέον καί πρό αἰώνων Θεός» νά γεμίση τήν πνευματική μας φτώχεια ἀπό τόν δικό Του πλοῦτο, ὅπως τό ψάλλουμε στήν δική μας ὑπερκόσμια ἐκκλησιαστική ποίηση. Ἄς ἀγαπήσουμε τήν ἐκκλησιαστική μας ποίηση γιά νά καταλάβουμε τήν ζωή τοῦ Ποιητοῦ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί νά γεμίσουμε ἀπό ὑπερκόσμια ζωή. Ἄς τήν ἀκούσουμε σάν κάτι καιρνούργιο, ἀποβάλλοντας τήν συνήθεια καί ἄς ἀποκαθηλώσουμε τά στεγανά ἀνάμεσα στήν λειτουργική ζωή καί τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν προσωπική μας ζωή. Τό χρειαζόμαστε αὐτό γιά νά ἀποκτήσουμε σταθερότητα στήν πίστη στόν Χριστό.

Μέ πατρική ἀγάπη καί εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος Χριστούγεννα 2021

Δεῖτε τήν ἀνάγνωση τῆς ἐγκυκλίου ΕΔΩ

 

Πάσχα στὴν Πανδημία

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος 91

Ναύπακτος, Πάσχα 2020

Πασχαλινή Ἐγκύκλιος

Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

Πασχαλινή Ἐγκύκλιος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

Πρός τούς Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς
τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Χριστός Ἀνέστη!

Ἐφέτος ἑορτάζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο, λόγῳ τῆς πανδημίας τοῦ νέου ἰοῦ. Αὐτό ἔγινε καί τήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν καί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πανδημία αὐτή δοκιμάζει τήν πίστη μας, τήν ἀντοχή μας, τήν ὑπομονή μας, ἀλλά καί τήν ὑπακοή μας στήν Ἱερά Σύνοδο, πού ἀντιμετώπισε τό θέμα αὐτό μέ σοβαρότητα καί ὑπευθυνότητα.

Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐτόνισε ὅτι «ἡ πρόσκαιρος παραμονή τῶν χριστιανῶν εἰς τήν κατ’ οἶκον προσευχήν δέν ὑπονοεῖ οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ἤ, πολύ περισσότερον, δέν σημαίνει ἀμφισβήτησιν τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας». Καί ὅτι «ἡ οἱαδήποτε ὑπόνοια περί μεταδόσεως νοσημάτων ἐκ τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι καταδικαστέα, διότι θίγει τήν δογματικήν Ἀλήθειαν καί τήν Ἀποστολικήν Πίστιν καί Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας».

Ἐπίσης εἶπε ὅτι «Ἡ εἰδική ἐπιστημονική ὁμάδα μᾶς προέτρεψε νά ἀπέχουμε ἀπό τίς λατρευτικές μας Συνάξεις μέχρι νά ξεπερασθεῖ ὁ πειρασμός».  

Πάντως, αὐτήν τήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα κάναμε ὅλη τήν Ναύπακτο καί τήν Ἐπαρχία μας ἕναν μεγάλο Ναό, ἀφοῦ ὅσοι τό εἶχαν ἀνάγκη μέσα ἀπό τό διαδίκτυο καί τά ἄλλα μέσα, ἤτοι τηλεόραση, ραδιόφωνο, συμμετεῖχαν στίς ἱερές Ἀκολουθίες, ἔστω κι ἄν αὐτό εἶναι πρόσκαιρο. Ἔτσι καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ πραγματική Ἐκκλησία εἶναι ὅσοι ἔχουν βαπτισθῆ καί χρισθῆ, εἶναι οἱ «βεβαπτισμένοι καί βεβαιόπιστοι», κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἡ ὁποία συναντᾶται στόν Ναό καί αὐτός ὁ Ναός λέγεται Ἐκκλησία.

Ἔτσι ἐφέτος, λόγῳ τῶν συνθηκῶν πού μᾶς ἐπιβλήθηκαν, ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί ἔκαναν τίς οἰκίες τους κατ' οἶκον Ἐκκλησίες, ἀλλά καί τήν καρδιά τους ἔμψυχο θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, καί ἔμψυχους Ναούς. Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα ζήσαμε τόν πόνο τῶν συνανθρώπων μας, πού εἶναι ἄρρωστοι στά Νοσοκομεῖα καί κλεισμένοι στά σπίτια τους, παρακολουθήσαμε τό ἔργο τῶν ἰατρῶν καί τοῦ νοσηλευτικοῦ προσωπικοῦ τῶν Νοσοκομείων καί τῶν Κέντρων Ὑγείας. Ἦταν μιά πράγματι Μεγάλη Ἑβδομάδα γιά ὅλους μας, καί εἴδαμε τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ νά ἐπαναλαμβάνεται, μέ ἄλλη μορφή, στήν ζωή τῶν ἀδελφῶν μας καί τῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.

Καί τώρα φθάσαμε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τήν Ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός τρεῖς ἡμέρες μετά τόν θάνατό Του, τόν Σταυρό καί τήν Ταφή Του, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν καί ἐμφανίσθηκε στούς Μαθητές Του, ἔχοντας ἐπάνω στό Σῶμα Του τούς τύπους τῶν ἥλων, καί ἔτσι τόν ἀνεγνώρισαν οἱ Μαθητές Του καί Ἐκεῖνος τούς ἔδωσε χαρά, εἰρήνη καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τούς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», καί ἔπειτα εἶπε: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται», καί «ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰω. κ΄, 20, 22-23).

Καθ' ὅμοιον τρόπον καί ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀναγνωρίζεται κυρίως ὅταν δέχεται ἐπάνω της τά στίγματα τοῦ Σταυροῦ καί βιώνει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Σταυρώσιμο καί Ἀναστάσιμο Πάσχα συνδέονται μεταξύ τους. Ὅλος ὁ βίος μας εἶναι μιά χαρμολύπη, δηλαδή χαρά καί λύπη μαζί. Ἐκεῖ πού χαιρόμαστε ἔρχεται κάτι καί λυπούμαστε. Καί ἐκεῖ πού λυπούμαστε ἔρχεται κάτι καί μᾶς προξενεῖ χαρά.

Ἐφέτος χαρμολύπη ἦταν ὅλη ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀλλά χαρμολύπη εἶναι καί ἡ ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Εἴμαστε ἀκόμη κλεισμένοι στά σπίτια μας, ζοῦμε τό Πάσχα «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» τοῦ Ναοῦ, ἀλλά ὁ Χριστός θραύει ὅλα ἐκεῖνα πού κλείνουν τούς στενούς χώρους. Αὐτός ἔθραυσε τά κλεῖθρα καί τίς πύλες τοῦ Ἅδου, ἐξῆλθε «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος» καί εἰσῆλθε στό ὑπερῶο, ὅπου ἦσαν οἱ Μαθητές συνηγμένοι «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων».

Ὁ Ἀναστάς Χριστός δέν περιορίζεται ἀπό τόπους καί ἀπό κλειστά συστήματα, ἀπό ποικίλες κλεισμένες θύρες, ἀρκεῖ νά εἶναι ἀνοικτές οἱ καρδιές μας. Τά ὑλικά ἀντικείμενα, ὅσο καί ἄν εἶναι κλειστά, τά διαπερνᾶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δέν περιορίζεται ἀπό τίποτε ὑλικό. Ἀλλά ἐκεῖνο πού δέν μπορεῖ νά διαπεράση εἶναι ἡ πρόθεση καί ἡ ἐλευθερία μας, ἤ τό ἑρμητικό κλείσιμο τῆς καρδιᾶς μας. Δηλαδή, δέν Τόν ἐμποδίζουν τά ἐσφραγισμένα μνήματα καί οἱ κλεισμένες θύρες, ἀλλά τό μόνο πού Τόν ἐμποδίζει νά κάνη τό λυτρωτικό Του ἔργο εἶναι οἱ ἐσφραγισμένες καί κλειστές καρδιές μας.

Γι' αὐτό, ἄς ἀνοίξουμε μόνοι μας τήν καρδιά μας στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἐξακολουθῆ νά λέη: «ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτός μετ᾿ ἐμοῦ. Ὁ νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου, ὡς κἀγὼ ἐνίκησα καὶ ἐκάθισα μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ» (Ἀπ. γ΄, 20-21).

Ἄς ἀκούσουμε τόν Ἀναστάντα Χριστό πού κτυπᾶ τήν θύρα τοῦ σπιτιοῦ μας καί τήν θύρα τῆς καρδιᾶς μας καί τότε, ἀφ' ἑνός μέν θά δειπνήσουμε μαζί Του τό Πάσχα, ἀφ' ἑτέρου δέ θά νικήσουμε καί θά καθίσουμε μαζί Του στόν θρόνο Του.

Χριστός ἀνέστη, ἀδελφοί μου καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά!

Μέ θερμές ἀναστάσιμες εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Πασχαλινὴ Ἐγκύκλιος 2003

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Καὶ πάλιν ἀξιωθήκαμε νὰ ἑορτάσουμε τὰ γεγονότα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Προηγήθηκε ἡ προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ σήμερα ἀπολαμβάνουμε τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Τοῦ.

Δὲν πρόκειται γιὰ γεγονότα συμβατικὰ καὶ ἐπαναλαμβανόμενα, ποὺ προσφέρονται γιὰ μιὰ ξεκούραση σωματική, ἀλλὰ γιὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα νοηματοδοτοῦν τὴν ζωή μας. Μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, μὲ τὶς θλίψεις καὶ τὶς χαρές της, μὲ τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὶς εὐχαριστήσεις της, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση καὶ τὸ μέλλον τοῦ κόσμου λαμβάνουν ἄλλο νόημα καὶ ἄλλη προοπτική. Δίχως τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅλα εἶναι σκοτεινά, τετριμμένα, ἀνούσια, δίχως νόημα, σκοπὸ καὶ ζωή.

Μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο, τὰ τρία μεγάλα κακὰ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν πηγὴ τοῦ κακοῦ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἔτσι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε "ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀναμορφουμένης κτίσεως", κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ἀφοῦ μὲ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, κυρίως, ὁ Χριστὸς ἔγινε Κύριος τοῦ κόσμου. Ὁ ἱερὸς Νικόλαος Καβάσιλας θὰ πῇ ὅτι "ἡ ἀνάστασις, φύσεώς ἐστιν ἐπανόρθωσις". Ἔδωσε, δηλαδή, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τὴν δυνατότητα νὰ ἐπανέλθουν τὰ πράγματα στὴν προηγούμενη θέση τους καὶ νὰ ἀνυψωθοῦν περισσότερο. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγεθος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ζωή μας μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ συμμετοχή μας, μὲ τὸ ἅγιον Βάπτισμα καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια ἰδιαιτέρως δὲ μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συμμετοχὴ στὴν μεγάλη αὐτὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸν Χριστὸ πρέπει νὰ ἀρχίση νὰ ἐνεργῆ μέσα μας, ὥστε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀναστηθοῦμε ἀπὸ τὰ νεκρὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, νὰ νικήσουμε μέσα μας τὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο καὶ ἀπὸ τώρα νὰ ἀρχίση ἡ νίκη ἐπάνω στὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ποὺ θὰ ὁλοκληρωθῆ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες κάνουν διαρκῶς λόγο στὰ ἔργα τους γιὰ τὴν μετάθεση καὶ τὴν ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς μας ἀπὸ τὴν πονηρὰ στὴν ἀγαθὴ κατάσταση, κάνουν λόγο γιὰ μεταβολὴ τῆς φύσεώς μας, γιὰ τὴν μορφοποίηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Μὲ μιὰ τέτοια ἀνακαίνιση καὶ ἀναγέννηση, ποὺ γίνεται μὲ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς δύναμης τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ μέσα μας, καὶ τὴν συμμετοχή μας στὴν Ἀνάστασή Τοῦ φυγαδεύονται οἱ ἐχθροὶ καὶ ἀποκτοῦμε τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερίᾳ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος θὰ γράψη ὅτι ἐὰν ὁ Θεὸς ἀναστηθῇ μέσα μας διὰ τῆς πράξεως, δηλαδὴ διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς προσπάθειας τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τότε "διασκορπισθήσονται οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ". Καὶ ἐὰν πλησιάσουμε τὸν Θεὸ διὰ τῆς θεωρίας, δηλαδὴ διὰ τῆς νοερᾶς - καρδιακῆς προσευχῆς καὶ τῆς ὁράσεως Τοῦ, τότε "φεύξονται οἱ μισοῦντες αὐτὸν καὶ ἡμᾶς, ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἡμῶν".

Στὴν ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦν τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ἰδιαίτερες ἐπιδιώξεις τους γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες τους, γιὰ νὰ Τὸν ἀντιπαρατάξουν σὲ ἄλλες παραδόσεις, ὡσὰν νὰ εἶναι ἕνας θνητὸς ἀρχηγὸς μιᾶς θρησκείας, ποὺ ἀντιπαρατίθεται σὲ ἀρχηγοὺς ἄλλων θρησκειῶν. Ἔτσι ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ γίνονται πολλὰ ἐγκλήματα, ἀφοῦ παραμένουν τὰ πάθη μέσα στὸν ἄνθρωπο, καὶ ἐκφράζονται καὶ ἐξωτερικὰ χρησιμοποιῶντας τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Πόσες σταυροφορίες καὶ πόσοι ἱεροὶ πόλεμοι δὲν ἔγιναν, δυστυχῶς, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ!

Ὅμως, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν προσφέρεται σὲ τέτοιες ἐμπαθεῖς καταστάσεις. Ὁ Ἀναστὰς Χριστὸς θέλει νὰ ἀνακαινίση, νὰ μεταμορφώση καὶ νὰ ἀλλάξη τὴν ζωή μας. Θέλει νὰ ἀναστηθοῦμε ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀπειθείας, τῆς ἀποστασίας, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννηθῇ, τότε εἶναι εὐεργετικὸς στὴν κοινωνία καὶ σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Διότι καὶ αὐτὸς συμμετέχει στὴν ἀπαρχὴ τῆς συντελουμένης ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου, καὶ τὴν βίωση ἀπὸ τώρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὲς τὶς ἡμέρες δὲν πρέπει νὰ ψάλλουμε τὸ "Χριστὸς Ἀνέστη..." μόνο μὲ τὰ χείλη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ κυρίως νὰ συντελέση καὶ αὐτὸ στὸ νὰ συμμετάσχουμε στὸν θριάμβο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἄρχισε νὰ συντελῆται γιὰ νὰ ὁλοκληρωθῆ στὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

"Χριστὸς Ἀνέστη", ἀδελφοί!

Μὲ ἀναστάσιμες εὐχές

Ὁ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Πασχαλινὴ Ἐγκύκλιος 2010: Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποῖα ἑορτάζουμε πανηγυρικὰ καὶ λαμπρά, εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς ζωῆς, νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας, δίνει προοπτικὴ στὴν ζωή μας. Εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς δίνει δύναμη, κουράγιο, ἔμπνευση. Ὁ Χριστὸς ἐνίκησε τὸν θάνατο καὶ γίνεται γιὰ ὅλους μας τὸ πρότυπο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ προβλήματα ποὺ παρουσιάζονται στὴν ζωή μας. Διαβάζοντας ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπικεντρώση τὴν προσοχὴ τοῦ σὲ δύο σημεῖα: στὸ Μνημεῖο-Τάφο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸν «τόπο», ὅπου «ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. κ', 19). Δύο χῶροι ποὺ προκαλοῦν πόνο, θλίψη καὶ ἀπόγνωση.

Ὁ τάφος εἶναι ὁ χῶρος ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τὸ σῶμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου μετὰ τὸν θάνατο, δηλαδὴ μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ὁ χῶρος ποὺ δηλώνει τὸν θάνατο, τὴν διακοπὴ τῶν σχέσεων μὲ τὰ ἀγαπητά μας πρόσωπα. Γύρω ἀπὸ τὸν τάφο ὑπάρχει πάντοτε ὁ πόνος, ἡ ὀδύνη, τὰ δάκρυα, ἡ μοναξιά. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι ὁ θάνατος προκαλεῖ πολλὰ κοινωνικὰ προβλήματα, κάνει τὸν πονεμένο ἄνθρωπο νὰ συμπεριφέρεται ἀντικοινωνικά. Ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ἑκουσίως προσέλαβε θνητὸ σῶμα, δοκίμασε τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου καὶ αὐτὸ τὸ Σῶμα Του κλείσθηκε στὸν τάφο. Ὅμως, ἐπειδὴ μέσα σὲ αὐτὸν εἰσῆλθε ἡ Ζωή, γι' αὐτὸ μετατράπηκε σὲ Πανάγιο Τάφο, σὲ χῶρο ἀναστάσεως, ἐλπίδας καὶ ζωῆς. Ἀκόμη, ὁ Χριστὸς ἐξῆλθε «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος», καὶ σκόρπισε τὴν χαρὰ στὶς Μυροφόρες γυναῖκες, τὶς ὁποῖες συνάντησε λέγοντας: «Χαίρετε» (Μάτθ. κή', 9). Ἔτσι ὁ Χριστὸς διέλυσε τὴν λύπη ἀπὸ τὸν θάνατο, προσφέροντας χαρὰ ἀφάνισε τὴν ἀπελπισία, σκορπῶντας ἐλπίδα.

Ὁ «τόπος», ὅπου συγκεντρώθηκαν οἱ Μαθητὲς μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ χῶρος τοῦ φόβου, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ πολλὰ αἴτια. Ἐὰν τὸ μνῆμα εἶναι ὁ χῶρος τοῦ θανάτου, ὁ τόπος συνάξεως ἀπογοητευμένων ἀνθρώπων εἶναι ὁ χῶρος τοῦ «ψυχολογικοῦ θανάτου». Ὁ φοβισμένος ἄνθρωπος κλείνεται μέσα στὸν ἑαυτό του, ἀποκόπτεται ἀπὸ τὰ ἄλλα μέλη τῆς κοινωνίας, γίνεται ἕνα ἀντικοινωνικὸ στοιχεῖο καὶ ζὴ μιὰ προθανάτεια ἐμπειρία. Ὁ Χριστός, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, εἰσῆλθε μέσα σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο τοῦ φόβου, «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», ἀφοῦ τὸ ἀναστημένο Σῶμα Τοῦ δὲν ἐμποδιζόταν ἀπὸ τίποτε, καὶ ἔδωσε στοὺς φοβισμένους Μαθητὲς τὴν εἰρήνη, λέγοντας «εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰω. κ', 19 καὶ 21), καὶ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω. κ', 22-23).

Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἐξέρχεται «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος» καὶ εἰσέρχεται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» καὶ προσφέρει πνευματικὰ ἀγαθά, ἤτοι χαρά, εἰρήνη καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑπερβαίνεται ὁ θάνατος καὶ ὁ φόβος καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία. Στὴ ἐποχή μας πολλοὶ ἄνθρωποι κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὸν θάνατο, ποὺ τὸν βλέπουν νὰ διεκδικῇ γνωστά τους πρόσωπα, μὲ τὶς ἀσθένειες, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, καὶ διακατέχονται ἀπὸ διάφορες φοβίες, λόγῳ κοινωνικῶν καὶ οἰκονομικῶν κρίσεων, καὶ «κλειστῶν» καταστάσεων. Σὲ αὐτὴν τὴν δύσκολη ἐποχὴ ὁ Ἀναστὰς Χριστὸς ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ ἐσφραγισμένο μνημεῖο καὶ εἰσέρχεται σὲ κλειστοὺς χώρους, ὅπου οἱ θύρες εἶναι κλειστές, σκορπᾶ ἐλπίδα καὶ παρηγοριά, χαρὰ καὶ εἰρήνη. Ἑπομένως, αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἐλπιδοφόρο καὶ παρήγορο. Δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε τὸν θάνατο, τὴν ἀρρώστια, τὶς οἰκονομικὲς δυσκολίες, τὴν μοναξιά, γιατί ὁ Θεὸς στὸν Ὁποῖον ἀνήκουμε, εἶναι δυνατὸς καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήση νὰ ξεπεράσουμε ὅλες τὶς δυσκολίες, νὰ ὑπερβοῦμε τὰ προβλήματα, νὰ ξεπεράσουμε ὅλα τὰ ἀνυπέρβλητα, κατ' ἄνθρωπον, ἐμπόδια.

Μὲ αὐτὴν τὴν αἰσιοδοξία καὶ τὴν ἐλπίδα σᾶς ἀπευθύνω τὸν ἀναστάσιμο χαιρετισμό: «Χριστὸς Ἀνέστη!».

Μὲ θερμὲς εὐχές

+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος - Εὐχαριστήριο γιὰ τὸν ἔρανο τῆς Ἀγάπης

Μετά τήν ἐπιτυχία τοῦ φετεινοῦ Ἐράνου τῆς Ἀγάπης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, πού πραγματοποιήθηκε ἀπό 15 ἕως 22 Δεκεμβρίου 1996, ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἰερόθεος ἀπέστειλε ἐγκύκλιο πού ἀναγνώστηκε στούς Ἱεροὺς Ναούς τήν Κυριακή 26 Ἰανουαρίου 1997. Στήν συνέχεια δημοσιεύουμε τήν ἐγκύκλιο.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Συνήθως ὁ Μητροπολίτης ἐπικοινωνεῖ μέ τό ποίμνιό του μέ ἐγκυκλίους κατά τίς μεγάλες Δεσποτικές ἑορτές ἤ σέ ἔκτακτα γεγονότα, ἰδίως ὅταν θέλη νά παρακινήση τόν λαό σέ ἔργα ἀγάπης.

Μέ τήν ἐγκύκλιο αὐτή ὅμως θά ἤθελα νά ἀπευθύνω τίς θερμές μου εὐχαριστίες γιά τήν συμμετοχή σας στόν ἔρανο τῆς ἀγάπης, πού διεξήχθη στήν Ἱερά μας Μητρόπολη στά μέσα Δεκεμβρίου. Οἱ εὐχαριστίες μου αὐτές ἀπευθύνονται στούς Ἐφημερίους των Ἐνοριῶν, στίς ἐπιτροπές πού δημιουργήθηκαν γιά νά ἐπισκευθοῦν τίς οἰκίες καί στά καταστήματα τῆς Πόλεως καί τῶν χωριῶν, καί σέ ὅλους τους Χριστιανούς πού προσέφεραν ὅ,τι μποροῦσαν.

Πρέπει νά σᾶς ἀνακοινώσω ὅτι ὁ ἔρανος τῆς ἀγάπης ὑπῆρξε ἀποδοτικός γιά τά δεδομένα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας καί μάλιστα, ὅπως μέ διαβεβαίωσαν, τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἐράνου δέν εἶχε προηγούμενο. Ἀπό τήν Πόλη τῆς Ναυπάκτου συγκεντρώθηκε τό ποσό τῶν 1.721.250 δρχ. καί ἀπό τίς ἄλλες Ἐνορίες τό ποσό τῶν 988.970 δρχ. Συνολικά συγκεντρώθηκε τό ποσό τῶν 2.710.220 δρχ. Βέβαια, ἄν στό ποσό αὐτό προστεθοῦν καί οἱ δωρεές πού δίνονται κατά τήν διάρκεια ὅλου του χρόνου γιά τό φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο πού ἐξασκεῖ ἡ Ἱερά μας Μητρόπολη, τότε τό ποσόν αὐξάνεται πολύ περισσότερο.

Ἐκεῖνο πού ἔχει μεγάλη σημασία εἶναι ἡ διάθεση τῶν Ἱερέων, τῶν Κυριῶν καί τῶν δωρητῶν. Παρατήρησα ὅτι τά συνεργεῖα πού βγῆκαν γιά τόν ἔρανο τό ἔκαναν μέ μεγάλη ἀγάπη καί ἐξαιρετική διάθεση. Ὅπως, ἐπίσης, πληροφορήθηκα ὅτι καί οἱ Χριστιανοί, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, εἶδαν μέ εὐχαρίστηση τήν κίνηση αὐτή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί ἀνταποκρίθηκαν εὐχαρίστως, κατά τήν δύναμη πού εἶχε ὁ καθένας.

Βέβαια, ὁ ἀνθρώπινος πόνος εἶναι ἀρκετά μεγάλος καί οἱ οἰκονομικές δυσχέρειες πολλῶν Χριστιανῶν εἶναι πολλές. Καθημερινά καταφθάνουν στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἀναξιοπαθοῦντες ἄνθρωποι, ἀλλά ὑπάρχουν καί ἄλλοι πού ὑπομένουν μόνοι τους καί ἄγνωστοι ἀπό τούς πολλούς, μέ ἀξιοπρέπεια τόν πόνο καί τήν δοκιμασία τους. Μέ τούς Συνδέσμους Ἀγάπης, πού δημιουργήθηκαν καί ἄρχισαν νά λειτουργοῦν στίς Ἐνορίες προσπαθοῦμε νά ἀνταποκριθοῦμε στίς προκλήσεις τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Πιστεύω ὅτι θά ἀγωνιστοῦμε νά καλύψουμε τά κενά πού ὑπάρχουν στόν τομέα τῆς κρατικῆς Πρόνοιας καί μάλιστα θά τό κάνουμε διατηρώντας τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου. Σέ αὐτό ζητοῦμε τήν συμπαράσταση ὅλων σας.

Θά πρέπη νά σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι τόσο ἐγώ προσωπικά ὅσο καί οἱ συνεργάτες μου σεβόμαστε ἀπεριόριστά το χρῆμα πού συλλέγεται ἀπό ἐράνους. Κατά τούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας τό χρῆμα πού προέρχεται ἀπό προσφορές Χριστιανῶν καί προορίζεται γιά ἔργα φιλανθρωπίας, ὅπως καί τά χρήματα τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τόν ὀβολό τῶν ἀνθρώπων πού προσέρχονται στήν θεία Λατρεία εἶναι ἱερά. Σᾶς διαβεβαιώνουμε ὅτι θά γίνεται τιμία διαχείριση, θά ἀξιοποιοῦνται τά χρήματα μέχρι τελευταίας δραχμῆς γιά τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο δίδονται.

Μόλις θά εἴμαστε ἕτοιμοι θά σᾶς γνωστοποιήσουμε λεπτομερῆ, κατά τό δυνατό, ἀπολογισμό τῶν ἔργων ἀγάπης καί εὐποιίας, κατά τό προηγούμενο ἔτος, ὥστε νά ἐνημερωθῆτε γιά τό ἔργο πού ἐπιτελεῖ ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας, μέσα στά πλαίσια τά ὁποῖα κινεῖται

Ἀφοῦ καί πάλιν σᾶς εὐχαριστήσω γιά τήν ποκίλη προσφορά καί συμπαράστασή σας στό ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, στόν τομέα τῆς φιλανθρωπίας καί ἀγάπης, σᾶς εὔχομαι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης νά σᾶς εὐλογή πλούσια.

Μέ θερμές εὐχές καί εὐλογίες

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος - Πάσχα 1999

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανηγύρι τῆς ζωῆς, γιατί προσέφερε ζωή σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ἑορτάζουμε τό γεγονός αὐτό πολύ λαμπρά. Αἰσθανόμαστε ὅτι δέν εἶναι μιά συνηθισμένη ἑορτή, ἀλλά ἡ ἐλπίδα τῆς ζωῆς μας. Εἶναι μιά γιορτή πού φυγαδεύει τόν πόνο ἀπό τήν ψυχή καί τήν ζωή μας, ἀφοῦ προσφέρει μιά νέα προοπτική στήν ὕπαρξή μας.

Πράγματι, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δημιούργησε μιά νέα προοπτική στόν ἄνθρωπο, ἄνοιξε τούς ὁρίζοντες τῆς σκέψεως καί τῆς ζωῆς του. Δέν εἶναι μόνο γεγονός πού ἀναφέρεται στόν Χριστό, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ συνδέεται ἀποτελεσματικά μέ τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό φαίνεται ἀπό τά δῶρα πού ἔδωσε ὁ Ἀναστᾶς Χριστός στούς μαθητᾶς Του, καί βέβαια σέ ὅλους τους ἀνθρώπους.

Ὅταν ἐμφανίστηκε στούς μαθητᾶς Του πού ἦταν κλεισμένοι στό ὑπερῶο ἀπό τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων τούς ἔδωσε τήν εἰρήνη: “Εἰρήνη ὑμίν” (Ἰω. κ’, 21) τούς εἶπε. Εἶχε καταλάβει τίς ψυχές τῶν μαθητῶν ὁ φόβος ἀπό τά ὅσα εἶχαν προηγηθῆ, δηλαδή ἀπό τά γεγονότα πού προῆλθαν ἀπό τό μίσος τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισσαίων, ἀπό τήν ἐπιπολαιότητα, ἀλλά καί τήν φονικότητα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ὄχλου. Ταυτόχρονα εἶχαν μεγάλη ἀνασφάλεια, ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ μεγάλου τους Διδασκάλου καί ἀβεβαιότητα γιά τό μέλλον. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός τούς ἔδωσε τό μεγάλο αὐτό ἀγαθό τῆς εἰρήνης.

Μαζί μέ τήν εἰρήνη τούς ἔδωσε καί τήν δυνατότητα νά συγχωροῦν ἁμαρτίες: “Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον• ἄν τινῶν ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοίς” (Ἰω. κ’, 22-23). Ἡ ἁμαρτία χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς ἀδελφούς του. Κάθε ἁμαρτία ἔχει θεολογικές, ἀνθρωπολογικές καί κοινωνικές συνέπειες. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικό γεγονός, γιατί ὅταν κανείς προβαίνει σέ πράξεις ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ, τότε διαπράττει καί κοινωνικά ἀδικήματα. Ἄλλωστε εἶναι γνωστή ἡ ρήση ὅτι “δίχως Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται” Ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο φοβερές τύψεις καί ἀπώλεια τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων.

Οἱ μαθητές ἀφοῦ εἶδαν τόν ἀγαπημένο τούς Διδάσκαλο καί μάλιστα ἀφοῦ ἔλαβαν τήν εἰρήνη Του καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, μέ τό ὁποῖο μποροῦσαν νά συγχωρήσουν ἁμαρτίες, ἐχάρησαν ὑπερβολικά: “ἐχάρησαν οὔν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον” (Ἰω. κ’, 20). Ἑπομένως, μαζί μέ τήν εἰρήνη καί τήν λήψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔλαβαν καί τό μεγάλο δῶρο τῆς χαρᾶς, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κοινωνίας τους μέ τόν Χριστό, τήν ἀπόδειξη τῆς ὑπερβάσεως τοῦ θανάτου καί αὐτό τούς ἔκανε πολύ δυνατούς ὥστε νά ἀντιμετωπίσουν ὅλα τα προβλήματα καί τίς δυσκολίες στήν ζωή τους.

Ὁ φόβος, ἡ ἀνασφάλεια καί ἡ ἐσωτερική ψυχική ταραχή, οἱ ἁμαρτίες καί οἱ συνεχεῖς τύψεις τῆς συνειδήσεως, ἡ λύπη καί ἡ ἀπόγνωση, μαζί μέ ὅλα ὅσα συνδέονται μέ αὐτά, εἶναι ἐκεῖνα πού ἀπασχολοῦν καί βασανίζουν καί τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Μάλιστα δέ οἱ σύγχρονες κοινωνικές συνθῆκες αὐξάνουν τά ἐσωτερικά ψυχικά προβλήματα. Ποιός δέν ἔχει δοκιμάσει τό φοβερό μαρτύριο τῶν τύψεων μιᾶς ἁμαρτίας; Ποιός δέν ἀντιμετώπισε τήν ἐσωτερική ταραχή καί ἀνασφάλεια ἀπό διάφορες ἀβεβαιότητες πού συνδέονται μέ τόν ἀνθρώπινο βίο καί τό μάταιό τῆς ζωῆς αὐτῆς; Ποιός δέν ἔχει αἰσθανθῆ τήν κόλαση τῆς λύπης καί τῆς ἀπογνώσεως νά κατακλύζη τήν ψυχή του;

Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού δέν ἔχει περάσει ἀπό αὐτές τίς φοβερές καί ἀνατριχιαστικές καταστάσεις. Ἀλλά τό φοβερότερο εἶναι ὅτι πολλοί δέν γνωρίζουν τόν τρόπο γιά νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τήν φοβερή αὐτή μέγγενη πού τούς πιέζει. Πολλές φορές καταφεύγουν σέ μεθόδους καί λύσεις πού περιπλέκουν ἀκόμη περισσότερό τα πράγματα, εἴτε σέ ἀνθρώπινες ἰδεολογίες, εἴτε σέ μυστικιστικές ἀντιλήψεις, εἴτε σέ μαγικές καί δαιμονικές καταστάσεις.

Ὅμως πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι μόνον ὁ Ἀναστᾶς Χριστός μπορεῖ νά προσφέρη τά τρία μεγάλα δῶρα πού τά ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας, δηλαδή τήν εἰρήνη, τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν χαρά. Μόνον ὁ Χριστός μπορεῖ νά ἀναπαύση τήν ψυχή μας. Καί ἡ ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ συνδέεται μέ αὐτή τήν ἀναζήτηση καί τήν ἐλπίδα. Χαιρόμαστε, γιορτάζουμε, καί μέ αὐτό τόν τρόπο ἀναζητοῦμε ἀπό τόν Χριστό τήν εἰρήνη, τήν λύτρωση ἀπό τίς ἐσωτερικές τύψεις καί τήν ἀπόκτηση τῆς πραγματικῆς χαρᾶς.

Μέσα ἀπό αὐτή τήν προοπτική εὔχομαι σέ ὅλους σας, γιά τήν σημερινή ἡμέρα, χρόνια πολλά, καί μέσα ἀπό αὐτή τήν προοπτική σας ἀπευθύνω τόν πασχάλιο χαιρετισμό καί τόν θριαμβευτικό παιάνα τῆς νίκης: “Χριστός Ἀνέστη”, ἀδελφοί.

Διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος - Πάσχα 2002

Ὁ Σταυρόν ὑπομείνας καί τόν θάνατον καταργήσας καί ἀναστᾶς ἐκ τῶν νεκρῶν εἰρήνευσον ἠμῶν τήν ζωήν, Κύριε, ὡς μόνος παντοδύναμος

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί

Τά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τά μεγαλύτερα παγκόσμια γεγονότα, γιατί συνδέονται μέ τήν ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἀνακαίνιση ὁλοκλήρου της κτίσεως, διαδραματίσθηκαν πρίν εἴκοσι αἰῶνες στά Ἱεροσόλυμα, πού γιά ὅλους τους Χριστιανούς εἶναι μιά ἀγαπητή πόλη. Ἐκεῖ διαφυλάσσονται ὅλα τα ἱερά σεβάσματα, τά ὁποῖα συνδέονται μέ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ εἶναι ὁ φρικτός Γολγοθάς, ὁ ὄλβιος τάφος τοῦ Χριστοῦ καί γενικά τα Ἱεροσόλυμα καί ἡ Παλαιστίνη εἶναι ἡ πόλη καί ἡ γῆ πάνω στήν ὁποία περπάτησε ὁ Χριστός κατά τήν ἐπίγεια ζωή Του, ἀλλά καί ἐκεῖ φανέρωσε καί φανερώνει τήν δόξα Του.

Πέρα ἀπό αὐτό τό γεγονός, τά Ἱεροσόλυμα εἶναι ἡ πόλη στήν ὁποία ἀναπτύχθηκε ἡ πρώτη Χριστιανική Κοινότητα, ὅπως τήν περιγράφουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἐκεῖ ἔγινε ἡ πρώτη ἀποστολική Σύνοδος. Ἑπομένως, τά Ἱεροσόλυμα εἶναι ἡ ἀναφορά ὅλων των Χριστιανῶν.

Ἡ λέξη Ἱερουσαλήμ σημαίνει «τόπος τῆς εἰρήνης». Καί αὐτό γιατί ἐκεῖ τελικά φανερώθηκε ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, πού συνδέεται μέ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πάνω στόν ὁποῖο ὁ Χριστός ἕνωσε τά πρίν διεστῶτα, καί ἐκεῖ γιά πρώτη φορά ἀκούστηκε ὁ χαιρετισμός τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ «εἰρήνη ὑμίν».

Ἀλλά, βέβαια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν συνδέεται ἁπλῶς μέ ἕνα τόπο, ἀφοῦ ἐκτός ἀπό τήν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ, ὑπάρχει καί ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας κέντρο εἶναι ἡ Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη, τό πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ Ἄνω Ἱερουσαλήμ πού εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τῆς ὁποίας ἀπαρχή καί προοίμιο εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, πού ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτήν ἀκόμη τήν ζωή. Αὐτό σημαίνει ὅτι τήν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ τήν ἀντιμετωπίζουμε πνευματικά, ἤτοι τήν συνδέουμε μέ τά πνευματικά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί βεβαίως μέ τήν ἐσχατολογική Βασιλεία πού τήν ἀπολαμβάνουν οἱ θεούμενοι ἀπό αὐτή τήν ζωή.

Ὅλα αὐτά λέγονται γιατί ἡ Ἱερουσαλήμ ὡς τόπος τῆς εἰρήνης ἔχει κυρίως πνευματική ἔννοια καί ὅλοι ὅσοι συνδέονται ποικιλοτρόπως μέ τόν Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα Χριστό, ὅλοι οἱ μάρτυρες τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ κατοικοῦν στήν Ἱερουσαλήμ, τόν τόπο τῆς εἰρήνης πού εἶναι ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ καί ἡ Ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ ποθεινή πατρίδα ὅλων μας.

Ὅμως δέν παραθεωροῦμε καί τήν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ, ὅπου σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί γι’ αὐτό τόν λόγο στενοχωρούμαστε, γιατί σήμερα ὁ χῶρος αὐτός τῆς εἰρήνης εἶναι χῶρος συγκρούσεων καί πολέμων, ὅπου χύνεται τό αἷμα καί ἐκφράζεται ἡ ἀνθρώπινη βία. Μᾶς θλίβουν κατάβαθα αὐτά τά γεγονότα πού συνεχίζουν τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ καί ἐκεῖ ἐπαναλαμβάνονται μέ ἄλλη μορφή ὅλα τα γεγονότα πού συνέβησαν στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Τότε σταυρώθηκε ὁ Χριστός, τώρα σταυρώνονται ἄνθρωποι. Ἀλλά ἐλπίζουμε ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θά δώση ἐλπίδα καί ζωή στούς πονεμένους αὐτούς ἀνθρώπους.

Ἄλλωστε, ὁ Χριστός ὅταν εἶδε τήν Ἱερουσαλήμ ἔκλαυσε καί εἶπε: «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ ἡ ἀποκτείνουσα τούς Προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτῆν' ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὡς ἡ ὄρνις ἐπισυνάγει τά νοσσία ἐαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας καί οὐκ ἠθελήσατε...».

Ὁ Χριστιανισμός καί κυρίως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ὑπεύθυνη γιά τό ὅτι καί σήμερα ἐξακολουθοῦν νά γίνονται πόλεμοι καί νά κυριαρχῆ ἡ βία στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους τους ἀνθρώπους νά σταυρώσουν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τά πάθη καί νά ἀνεβοῦν στό ὕψος τῆς ἀναστημένης ζωῆς, νά αἰσθανθοῦν στήν ζωή τούς τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί ἔτσι νά συνδεθοῦν μέ τόν φρικτό Γολγοθά καί τόν τόπο τῆς Ἀναστάσεως. Καί ὑπάρχουν ἅγιοι πού ἔζησαν αὐτά τά δεσποτικά γεγονότα, δηλαδή τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, στήν προσωπική τους ζωή. Ὅμως εὐθύνονται γιά ὅσα ἐκτυλίσσονται σήμερα, καί στά Ἱεροσόλυμα καί στήν Παλαιστίνη καί σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἐκεῖνοι πού δέν θέλουν νά ἀνταποκριθοῦν στήν κλήση γιά νά γίνουν πραγματικοί μαθητές τοῦ Σταυρωθέντος καί Ἀναστάντος Χριστοῦ.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς μεγάλης δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εὐχόμαστε ἐξ ὅλης της καρδίας μας νά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα καί τήν Παλαιστίνη, στήν γῆ ὅπου περπάτησε ὁ Χριστός, ἀλλά βεβαίως εὐχόμαστε νά ζοῦμε καί νά ζήσουμε ὅλοι μας στήν Νέα Ἱερουσαλήμ καί τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τόν πραγματικό χῶρο τῆς εἰρήνης, τήν πατρίδα τῶν ἀναστημένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἀναστᾶς Κύριος νά σᾶς δίδη τήν εἰρήνη Του καί τήν ἀγάπη Του.

Διάπυρος πρός τόν Ἀναστάντα Θεόν εὐχέτης

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Ναυπακτου καί Ἅγιου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ