Skip to main content

Ρωμανία-Ρουμανία

Τὸ ἐθνικὸν πρόβλημα τῆς Ἀλβανίας, Ρουμανίας καὶ Ἑλλάδος, ὡς καὶ τῆς Κύπρου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τοῦ Λιβάνου εἶναι κατασκεύασμα τεχνητὸν τῶν παλαιῶν ἐχθρῶν τῆς Ρωμαιοσύνης, τὴ ἀφελεῖ συμπράξει τῶν Νεοελλήνων.

Ἡ ὁλοκλήρωσις τῆς καταστροφῆς τῆς ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος Ρωμαιοσύνης ἐπῆλθε μὲ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ φραγκικῆς προελεύσεως ὀνόματος βυζαντινὸν διὰ κάθε τί τὸ ρωμαίϊκον. Οἱ ἐναπομείναντες Ροὺμ καὶ Ρωμάνοι ἢ Ρουμάνοι εἰς Μέσην Ἀνατολήν, Ρουμανίαν καὶ Ἀλβανίαν δὲν γνωρίζουν πλέον, ὅτι οἱ κακῶς σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοὶ εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ τὸν ἑαυτόν των, δηλαδὴ ὅτι οἱ σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοὶ εἶναι ἑλληνιστὶ μὲν Ρωμαῖοι ἢ Ρωηοί, λατινιστὶ δὲ Ρωμάνοι καὶ ἀραβιστὶ καὶ τουρκιστὶ Ροὺμ μὲ κυρίαν καὶ ἐπίσημον γλῶσσαν τα Ρωμαίϊκα.

Δυστυχῶς, οὔτε οἱ Ρουμάνοι, οὔτε οἱ Ἀλβανοί, οὔτε οἱ Νεοέλληνες ἀντιλαμβάνονται πόσον παιδαριώδεις φαίνονται ἐπιστημονικῶς μὲ τὰ ἱστορικὰ πηδήματα ποὺ κάμνουν ἀπὸ τὴν θεὰν Ἀφροδίτην εἰς τὴν σημερινὴν Κύπρον, ἀπὸ τὸν Περικλέα εἰς τὰς σημερινὰς Ἀθήνας, ἀπὸ τὸν κατακτητὴν τῶν Δακῶν Τραϊανὸν εἰς τὴν σημερινὴν Ρουμανίαν, ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρον εἰς τοὺς σημερινοὺς Ροὺμ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ ἀπὸ κάποιον ἀρχαῖον λαὸν εἰς τοὺς σημερινοὺς Ἀλβανούς.

Τῷ ὄντι "παράδοξον" ἐμπόδιον εἰς ὀρθὴν περιγραφὴν τῆς ἱστορίας τῆς Ρωμαιοσύνης εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι σήμερον ὑπάρχει κράτος μὲ τὸ ὄνομα Ρουμανία. Φαίνεται "ὅλως τυχαίως" ἀπεδόθη τὸ κρατικόν μας ὄνομα εἰς τοὺς ἀπογόνους τῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λατινοφώνων Ρωμαίων τούτων καὶ ὄχι εἰς τοὺς ἑλληνοφώνους. Οὕτως "ὅλως τυχαίως" ἐφηρμόσθη ἡ γραμμὴ τῶν Φράγκων ὅτι οἱ μόνοι γνήσιοι Ρωμαῖοι εἶναι οἱ μὴ γνωρίζοντες ἑλληνικὰ λατινόφωνοι Ρωμαῖοι!

π. Ἰωάννης Ρωμανίδης

Ρωμανίδης - Φλωρόφσκι

Ὁ Ρωμανίδης ἦταν μαθητής τοῦ Φλωρόφσκι, αὐτός τόν καθοδήγησε στίς πρῶτες θεολογικές του μελέτες καί ἀναζητήσεις, ὁ δέ Ρωμανίδης τόν σεβόταν ὑπερβολικά καί τόν ἐνημέρωνε γιά τά πάντα. Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί μέχρι τώρα ἀμφισβητεῖτο ἡ θεολογική σχέση τοῦ Ρωμανίδη μέ τόν Φλωρόφσκι. Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἀπό μερικούς συγχρόνους θεολόγους ἐπαινεῖται τό θεολογικό ἔργο τοῦ Φλωρόφσκι, ἐν τούτοις ἀπό τούς ἴδιους περιφρονεῖται τό θεολογικό ἔργο τοῦ Ρωμανίδη.

Βέβαια, ὅταν τελικά διαβάση κανείς συγκριτικά τό θεολογικό ἔργο τῶν δύο αὐτῶν ἀνδρῶν, καταλαβαίνει ὅτι ἔχουν κοινά σημεῖα, γιατί ὁμιλοῦν γιά τήν ἀξία τῶν ἁγίων Πατέρων, γιά τήν σημασία τῆς νηπτικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν διαχρονική σημασία τοῦ ἑλληνισμοῦ –στήν πραγματικότητα γιά τόν λεγόμενο ἐκχριστιανισμένο ἑλληνισμό– γιά τήν βαβυλώνεια αἰχμαλωσία τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως στήν δυτική παράδοση, γιά τήν ἀλλοίωση σέ μερικά σημεῖα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως ἀπό τήν ρωσική θεολογία, γιά τήν ἀξία τῆς Φιλοκαλίας κλπ. Ὅμως, ὁ Ρωμανίδης προχώρησε τό θέμα τονίζοντας τήν ἀξία τῆς ἐμπειρίας, ὅπως φαίνεται στήν ἡσυχαστική παράδοση, ἀλλά καί τήν ἑνότητα τῶν Ρωμαίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί θεωροῦσε ὅτι ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία εἶχε ἐξελληνισθῆ πρίν τόν ἐκχριστιανισμό της καί ὅτι οἱ πρῶτοι Πατέρες εἶχαν ἑνότητα πίστεως, πράγμα πού ἀλλοιώθηκε μέ τήν κάθοδο τῶν Φράγκων.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἓνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας

Ρωμηοί

Ἂν μελετήση κανεὶς προσεκτικὰ τὸν βίο καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῶν κατοίκων τῆς Ἑλλάδος, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Θράκης, τοῦ Λιβάνου, τῆς Συρίας κλπ. θὰ διαπιστώση ὅτι οἱ ἄνθρωποι βίωναν ἕναν πολιτισμὸ τοῦ ὁποίου βάση δὲν ἦταν ἡ λογικὴ καὶ τὸ δικαίωμα, ἀλλὰ ἡ καρδιὰ καὶ τὸ καθῆκον. Ἦταν ἀνεπτυγμένη ἡ φιλοθεΐα καὶ ἡ φιλανθρωπία. Τὸ φιλότιμο καὶ ἡ ἀρχοντιά, ἡ θυσία καὶ ἡ προσφορά, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλευθερία ἦταν τὰ βασικὰ στοιχεῖα ζωῆς... Πιστεύουμε ὅτι δὲν ἐξέλιπε αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Γένους μας, ἀφοῦ καὶ σήμερα τὸν ζοὺν πολλοὶ ἀνάμεσά μας. Ἡ ποιμαντική μου διακονία, ἡ ἐπικοινωνία μου μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ μοῦ ἔδειξε τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Ρωμηοσύνη καὶ ποιός εἶναι ὁ ἀληθινὸς Ρωμηός...

Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ Ρωμηοσύνη, δὲν πρέπει νὰ τὴν ἐννοοῦμε ἰδεολογικὰ καὶ ἐθνικιστικά. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ στὰ ἱστορικὰ πλαίσια τοῦ ὅρου, τὰ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα, ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι τρόπος ζωῆς, διακρίνεται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν ἑλληνιστικὴ παράδοση καὶ τὴν πολυεθνικότητα. Αὐτὸ ἀκριβῶς βιώθηκε, μὲ διαφορετικοὺς τρόπους, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Ρωμηοσύνη, τελικά, εἶναι ἡ αὐθεντικὴ καὶ ρεαλιστικὴ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

Ρωμηοὶ εἶναι ὅσοι, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀγαποῦν εἰλικρινὰ καὶ θυσιαστικά, ὑπομένουν τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, εὐγνωμονοῦν καὶ εὐχαριστοῦν τὸν Θεό, ἔχουν προσευχητικὴ ὕπαρξη, ἀφοῦ ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς τους βγαίνει ἀβίαστα καὶ αὐθόρμητα τὸ "δόξα σοι ὁ Θεός"...  Τελικά, αὐτὲς οἱ πλάκες χρυσοῦ εἶναι ὁ πλοῦτος καὶ ἡ δύναμη τοῦ Ἔθνους μας. Ἡ ἀπώλειά τους θὰ καταστρέψη ὄχι ἁπλῶς τὴν ἐθνικὴ οἰκονομία, ἀλλὰ κυρίως τὴν ἐθνικὴ ταυτότητά μας, καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι ἐθνικὴ τραγωδία.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Γέννημα καὶ θρέμμα Ρωμηοί)

Ρωμηοσύνη-ἡσυχασμός

Ἡ Ρωμηοσύνη συνδέεται στενὰ μὲ τὸν ἡσυχασμό. Οἱ Ρωμηοὶ Πατέρες ἦταν ἡσυχαστὲς καὶ ὄχι στοχαστές. Ἔτσι ἑρμήνευε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τὴν Ρωμηοσύνη.

Σὲ μιὰ προφορικὴ ὁμιλία του ἀναφερόμενος στὸν εἰδικὸ γιὰ ὀρθόδοξα θέματα Λατῖνο Jugie (Ζιουζὶ) ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ἀνήγγειλε τὸν θάνατο τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης: «Καὶ δὲν νομίζω ὅτι πᾶνε τυχαῖα αὐτὰ τὰ θέματα, ἡσυχασμός-Ρωμηοσύνη. Ὁπότε τὸ σχέδιο ἦταν, νὰ σβύση καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μαζί. Αὐτὸ εἶναι τὸ σχέδιο».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δὲν κινεῖται σὲ ἐθνοφυλετικὰ πλαίσια, ἀφοῦ ὁ Ρωμηός-ἡσυχαστὴς ἔχει ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία, τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐθνοφυλετικός.

Ὁ Χριστιανός, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἀποκτᾶ τὸ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας καὶ ὑπερβαίνει ὅλες τὶς διακρίσεις ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ• ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ• πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι» (Γάλ. γ', 26-29). Καὶ στὴν συνέχεια ὁμιλεῖ γιὰ τὴν προσευχὴ στὴν καρδιά, ποὺ γίνεται μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ εἶναι ἀπόδειξη τῆς κατὰ Χάρη υἱοθεσίας.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅσοι ζοῦν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, συνδυασμένη μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὑπερβαίνουν τὴν διάκριση μεταξὺ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος, δούλου καὶ ἐλεύθερου, ἄρρενος καὶ θήλεος.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτική, τὴν λεγομένη θεραπευτική, ἐνέτασσε καὶ ὁ π. Ἰωάννης τὸ πνεῦμα τῆς Ρωμηοσύνης, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἢ νὰ ἐκληφθῇ ὡς ἐθνικισμός. Ὅποιος ἐνεργεῖ καὶ ἐργάζεται ἐθνοφυλετικά, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος...»)

Σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση

Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ἕνα διανοητικὸ ἰδεολόγημα, οὔτε ἁπλῶς μιὰ ἀναφορὰ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ τὸ αὐθεντικὸ καὶ ἀληθινὸ βίωμα, ποῦ τὸ βιώνουν καὶ σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι, ποῦ συντονίζονται σὲ αὐτὴν τὴν συγκεκριμένη στάση ζωῆς.

Αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς, ποῦ διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὸν φράγκικο τρόπο ζωῆς τὸν ἔζησαν ὄχι μόνον στὰ Μοναστήρια καὶ τοὺς τόπους ἀσκήσεως, ἀλλὰ καὶ στὸν κοινωνικὸ χῶρο. Φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς αὐτοῦ τοῦ τρόπου ζωῆς ἦταν οἱ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ποῦ ἔζησαν κοντὰ στὸν λαὸ καὶ μᾶς ἄφησαν ὡς ὑποθῆκες τὰ συγγράμματά τους, οἱ μάρτυρες ποῦ ἔδωσαν τὴν μαρτυρία καὶ ὑπέστησαν τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, οἱ ὅσιοι ἀσκητὲς ποῦ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τῶν σατανικῶν δυνάμεων, οἱ νεομάρτυρες κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, ποῦ συνετέλεσαν στὴν διατήρηση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τῆς Ρωμηοσύνης, καὶ τὸ μαρτύριό τους ἦταν πραγματικὴ ἐθνικὴ ἑορτὴ γιὰ τοὺς ὑποδουλωμένους Ρωμηούς. Στὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ στὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις μαρτυρήσαντος φαίνεται ἀκριβῶς τί εἶναι Ρωμηοσύνη.

***

Πραγματικὰ Ρωμηοὶ εἶναι οἱ μεγάλοι ἅγιοι ποῦ μετέχουν τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν μέθεξη ἁγιάζουν ὅλον τὸν τρόπο ζωῆς, προσωπικῆς καὶ κοινωνικῆς, δημιουργοῦν πολιτισμὸ καὶ ἀναπτύσσουν τὶς τέχνες, προσλαμβάνουν καὶ τὰ νέα στοιχεῖα ζωῆς καὶ τὰ ἐντάσσουν μέσα στὸν αὐθεντικὸ τρόπο ζωῆς τῆς Ρωμηοσύνης. Θέλουμε νὰ ζοῦμε στὴν Εὐρώπη ὡς Ρωμηοὶ γιὰ νὰ μὴν χάσουμε τὴν ἀνθρωπιά μας καὶ νὰ βοηθήσουμε ὅσους Εὐρωπαίους ἀναζητοῦν τὴν Ρωμηοσύνη, τῆς πρὸ τοῦ Καρλομάγνου Εὐρώπης. Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις καταλαβαίνουμε καλὰ ὅτι δὲν ἀνήκουμε οὔτε στὴν Ἀνατολὴ οὔτε στὴν Δύση, ἀλλὰ ζοῦμε σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ὄντες Ρωμηοὶ στὸ φρόνημα καὶ τὴν ζωή.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Γέννημα καὶ θρέμμα Ρωμηοί»)

Στην αυτοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου

Στην Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχαν τρία βασικά γνωρίσματα, ήτοι η ελληνιστική και ελληνική Παράδοση, η ρωμαϊκή νομοθεσία και η ορθόδοξη πίστη. Οι Ρωμηοί είναι Ορθόδοξοι στους οποίους η Ορθοδοξία εκφράζεται μέσα από την αρχαία ελληνική ορολογία. Στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζάντιο) οι κάτοικοι προέρχονταν από διάφορες εθνότητες και φυλές, αλλά είχαν κοινά γνωρίσματα, όπως την ελληνική η ελληνιστική παράδοση και την Ορθοδοξία. Οι βασικές γλώσσες ήταν δύο, ήτοι η ελληνική και η λατινική. Οπωσδήποτε υπήρχε και μια πολιτισμική και γλωσσική ώσμωση και διάφορες επιρροές. Αλλά τα πολιτιστικά και θρησκευτικά γνωρίσματα ήταν οπωσδήποτε κοινά.

Οι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αισθάνονταν περίπου ο,τι αισθάνονται σήμερα οι κάτοικοι της Αμερικής, οι οποίοι ξέρουν πολύ καλά ότι κατάγονται από διαφορετικές εθνότητες, αλλά έχουν την ίδια πολιτιστική και γλωσσική παράδοση, και φυσικά αισθάνονται ότι είναι αμερικάνοι, οπότε δεν υπάρχει εθνοφυλετισμός. Βέβαια, στο λεγόμενο Βυζάντιο τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αφού οι άνθρωποι είχαν κοινή θρησκευτική ζωή, όπως διαμορφώθηκε από την ορθόδοξη πίστη και λατρεία.

Εκείνο που παρατηρεί κανείς στους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είναι οι δύο βασικές αρετές, δηλαδή η φιλοθεΐα και η φιλανθρωπία…

Το ότι οι μοναχοί και οι άγιοι ήταν τα πρότυπα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής είναι απόδειξη ότι η άσκηση, η στέρηση, η εγκράτεια, γενικά η ασκητικός τρόπος ζωής είναι εκείνος που κυριαρχούσε και φυσικά αυτή η μέθοδος θεράπευε τους ανθρώπους. Γι' αυτό και οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες επεδίωκαν την επικράτηση της Ορθοδόξου πίστεως. Άλλωστε, η Ορθοδοξία δεν είναι μια ιδεολογία, αλλά ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου: Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί)

Στὴν Βασιλεύουσα

Έχουμε καθήκον εμείς οι Ρωμηοί, στο φρόνημα και την ζωή, να επισκεπτόμαστε την Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι για άλλους λόγους, αλλά για να αποκτούμε συνείδηση της οικουμενικότητός μας και να ξεφεύγουμε από τα σκληρά και ασφυκτικά πλαίσια ενός περίεργου εθνικισμού. Γιατί, δεν μπορεί ποτέ η επαρχία να ανάγεται σε έθνος.

Εξεδήλωσα την επιθυμία μου, όταν μια άλλη φορά πάω στην Κωνσταντινούπολη και μάλιστα, όπως μου αρέσει να την λέγω Νέα Ρώμη και Βασιλεύουσα, να επισκεφθώ όχι τόσο την Αγία Σοφία, αλλά την ατμόσφαιρα που ενσαρκώνει η Αγία Σοφία, δηλαδή τα ερειπωμένα Μοναστήρια, μέσα στα οποία βιώθηκε μια ολόκληρη παράδοση, την Μονή του Στουδίου με την ορθόδοξη ζωή, την Μονή του Παντοκράτορος με το περίφημο Νοσοκομείο, που υμνήθηκε για πολλούς αιώνες, τα μικρά μέρη που έζησαν ασκητές κλπ., γιατί θέλω να ακούσω και να αισθανθώ τα βήματα των αγίων, το λιβάνι και το κερί, τον συνδυασμό των λαμπρών αυτοκρατορικών ενδυμάτων με το ταπεινό ράσο του μοναχού, του Πατριαρχικού θρόνου με το κελλί του μοναχού, της Αγίας Σοφίας με τα ησυχαστήρια, της πολιτικής με την θεία Λειτουργία και την αγρυπνία, της εξάσκησης του επαγγέλματος με τα δάκρυα της προσευχής, της αποτυχίας στην ζωή (αμαρτία) με την μετάνοια και την ταπείνωση, κλπ.

Γιατί, πράγματι, αυτό είναι η ένδοξη και πονεμένη Ρωμηοσύνη.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, «Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εκκλησία της Ελλάδος»)

Στὴν Ἔδεσσα τοῦ Καλλινίκου

Πολλές φορές, ἰδίως τήν ἄνοιξη καί τό φθινόπωρο, κάναμε περιπάτους στήν ὀργιάζουσα φύση τῆς Ἐδέσσης. Τό χαιρόταν πολύ. Κατεβαίναμε ἀπό τόν Ψηλό Βράχο μέ τά πόδια στόν Λόγγο τῆς Ἐδέσσης. Περπατούσαμε στό στενό δρομάκι καί κουβεντιάζαμε. Πολλές φορές σταματοῦσε καί προσευχόταν. Κάναμε ἐπίσκεψη στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος καί συνεχίζαμε τήν πεζοπορία μέχρι τό ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ. …Καθόμασταν ἐκεῖ πολλή ὥρα καί συζητούσαμε διάφορα θέματα. Στήν συνέχεια, πάλι μέ τά πόδια ἀνεβαίναμε τό δρόμο πλάϊ στόν ἀγωγό τῆς ΔΕΗ καί φθάναμε στόν κῆπο τῶν Καταρρακτῶν καί ἀπό ἐκεῖ στήν Μητρόπολη. Ἦταν πραγματικά ἀξέχαστες στιγμές προσωπικῆς ἐπικοινωνίας, ἁπλότητας καί ἄνεσης. …

Ὅταν τίς ἀπογευματινές ὧρες μέ ζητοῦσαν διάφορα πνευματικά μου παιδιά καί ἐκεῖνος ἄνοιγε τήν πόρτα, ἐρχόταν μόνος του στό δωμάτιό μου καί μέ φώναζε. Στήν συνέχεια τούς ἔλεγε μερικούς λόγους καί μᾶς ἄφηνε ἥσυχους νά κουβεντιάζουμε….

Χαιρόταν ὑπερβολικά πού πήγαινα στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν ἐπέστρεφα μέ περίμενε μέ μεγάλη χαρά. Μέ ὑποδεχόταν χαρούμενος. Δέν θά ξεχάσω ποτέ αὐτήν τήν ὑποδοχή. Ἐξεδήλωνε τήν χαρά του. Ἔλεγε διαρκῶς ἐκείνη τήν ἡμέρα στούς ἀνθρώπους τοῦ Γραφείου καί τοῦ σπιτιοῦ: «Θά ἔλθη ὁ πάτερ». Καί ὅταν ἐρχόμουν, μετά τήν ὑποδοχή, πού τήν νοσταλγῶ, μέ ρωτοῦσε νά μάθη τί μοῦ εἶπαν οἱ Γεροντάδες, τί συμβουλές μοῦ ἔδωσαν. Ὄχι γιά νά ἐλέγξη τίς συμβουλές, ἀλλά κυρίως γιά νά ἀποκτήση ὁ ἴδιος πείρα. Ἔτσι, ὅταν ἔφευγα μακρυά ἀπό τόν Γέροντά μου, ζοῦσα μέ τήν νοσταλγία τῆς ἐπιστροφῆς….

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας»)

Συνεκτικὴ δύναμη

Μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο γνωριζόμαστε πολλά χρόνια –περίπου τριάντα (30) χρόνια– εἴχαμε στενή καί ἀδιατάρακτη συνεργασία σέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα καί γνωρίζω τόν χαρακτήρα του καί τόν τρόπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί ποιμαντικῆς διακονίας του.

...

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος γνωρίζει τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράζεται μέ καθαρό τρόπο, γνωρίζει τί σημαίνει ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί γι’ αὐτό κινεῖται σταθερά μέσα στήν Ἐκκλησία καί πηδαλιουχεῖ τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μέ εὐχέρεια.

Ἀκόμη, πάντοτε ὡς χαρακτήρας ἦταν νηφάλιος, διακριτικός, ἀνεκτικός καί ἀνοικτός, συνθετικός, μέ εὐρεῖς ὁρίζοντες πού τόν ἔκαναν νά ἐργάζεται μέ σοφία. Ὅποιος τόν πλησιάσει καί συζητήσει μαζί του καταλαβαίνει τήν σοφία του, τήν ψυχραιμία του καί τήν μεθοδικότητά του. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀπαραίτητα γνωρίσματα ἑνός Ἡγέτη, καί μάλιστα ἐκκλησιαστικοῦ.

Μέ τέτοια προσόντα ἀποτελεῖ τόν συνεκτικό καί συνδετικό κρίκο τῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι διακρίνονται ἀπό διαφορετικούς χαρακτῆρες καί διαφορετικές ἀπόψεις πάνω σέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα, κυρίως ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς τακτικῆς.Μέ τόν νηφάλιο λόγο του, τήν εἰλικρίνειά του, τήν αὐθεντικότητά του καί τήν διακριτική σοφία του ἀποτελεῖ συνεκτική δύναμη τῆς Ἱεραρχίας μας.

Αὐτός ὁ χαρισματικός τρόπος προσεγγίσεως τῶν πραγμάτων τόν κάνει νά ἀποσπᾶ καί τήν ἐμπιστοσύνη ὅλων τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν, καί γενικότερα τῶν ἡγετῶν τοῦ πολιτικοῦ χώρου, πού ἀποδέχονται τόν νηφάλιο καί ἔξυπνο λόγο του καί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἑνώνη καί τά πολιτικά διεστῶτα, καί νά ἐμπνέη τόν σεβασμό ὅλων.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος Ἐνιαύσιον 2016

Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας

Οἱ αὐτοκράτορες, προκειμένου νά συγκροτήσουν Οἰκουμενικές Συνόδους, πέρα ἀπό τό ὅτι ἦθελαν νά γνωρίσουν τίς ἀπόψεις τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, ὥστε νά ὑπάρξη κοινή νομοθεσία, συγχρόνως εἶχαν διακρίνει τόν θεραπευτικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁπότε ἤθελαν νά ἐπιβάλουν τήν ὀρθόδοξη πίστη ὡς ἕνα θεραπευτικό σύστημα γιά τούς κατοίκους τῆς Αὐτοκρατορίας. Δηλαδή, ἤθελαν νά στηρίξουν τήν συνοχή τῶν πολιτῶν σέ μία ἀληθινή θεραπευτική μέθοδο.
*
Σήμερα ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψη ὅτι δέν μπορεῖ νά συγκληθῆ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐπειδή δέν ὑπάρχει ὁ Αὐτοκράτωρ γιά νά τήν συγκαλέση, γι’ αὐτό γίνεται λόγος γιά Πανορθόδοξο Σύνοδο ἤ γιά Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Οἱ Πανορθόδοξες Σύνοδοι συγκαλοῦν ται ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἐνῶ οἱ γνωστές Οἰκουμενικές Σύνοδοι συγκαλοῦνταν ἀπό τόν Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα.
*
Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶναι ἀλάθητοι, ἐπειδή δηλαδή συμμετεῖχαν Πατέρες πού βρίσκονταν στόν φωτισμό καί τήν θέωση.
*
Ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων-ὅρων δέν ἔγινε γιά φιλοσοφικούς λόγους, ἀλλά γιά νά προστατευθοῦν οἱ πιστοί ἀπό τούς αἱρετικούς καί νά κατηχηθοῦν στήν ἐν Χριστῷ ζωή.
*
Οἱ αἱρετικοί καταδικάζονταν ἀπό τούς Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐπειδή ἐξέφραζαν ἑτεροδιδασκαλίες πού καταργοῦσαν τήν μέθοδο θεραπείας. Πρώτη φορά οἱ Φράγκοι στήν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης, τό 794, κατεδίκασαν ἕνα ὁλόκληρο ἔθνος, καί ἀποκαλοῦν τούς Γραικούς αἱρετικούς, καί ὄχι συγκεκριμένα πρόσωπα.
*
Ἑπομένως, ἡ αἵρεση εἶναι ἀπόκλιση ἀπό τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια, ἀλλά καί ἀπό τήν μεθοδολογία πού ὁδηγεῖ στήν θέωση. Οἱ Σύνοδοι, στίς ὁποῖες συμμετέχουν θεούμενοι Πατέρες –τοὐλάχιστον οἱ περισσότεροι– ὁριοθετοῦσαν τήν ἀποκάλυψη γιά νά μήν ἀλλοιωθῆ καί ἡ ἀποκάλυψη καί ὁ τρόπος πού ὁδηγεῖ στήν θεοπτία.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ τόμ. Β')

Σχολαστικισμός καί ἡσυχασμός

Ἡ βασική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Παπισμοῦ βρίσκεται στό θέμα τῆς ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια καί ἡ μέν οὐσία εἶναι ἀμέθεκτη ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἡ δέ ἐνέργειά Του εἶναι μεθεκτή. Γνωρίζουμε αὐτήν τήν διάκριση ἀπό τήν πνευματική ἐμπειρία πού μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή, ὕστερα ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς μετέχει κανείς τῆς ἀκτίστου φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, ὅτι διά τῆς μεθέξεως αὐτῆς τῆς ἐνεργείας ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό.

Ὅλη αὐτή ἡ μέθοδος, διά τῆς ὁποίας καθαρίζεται ἡ καρδιά, φωτίζεται ὁ νοῦς καί ὁ ἄνθρωπος θεοῦται κατά Χάρη καί γνωρίζει τόν Θεό ἐκ πείρας, λέγεται ἡσυχαστική ζωή ἤ ἡσυχασμός. Αὐτή εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς.

Στήν Δύση παραθεωρήθηκε αὐτή ἡ ἡσυχαστική μέθοδος, εἰσήχθη ὁ ὀρθολογισμός μέ ἀποτέλεσμα νά μή μετέχουν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀκτίστου φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ –ἄλλωστε λόγῳ τῆς θεωρίας περί actus purus πιστεύουν ὅτι μετέχουμε τῆς κτιστῆς χάριτος– καί γι’ αὐτό δέν γνωρίζουν τόν Θεό καί στοχάζονται περί Αὐτοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης καί ὅλοι οἱ Δυτικοί πιστεύουν ὅτι ἡ ἐνέργεια μέ τήν ὁποία ὁ Θεός ἔρχεται σέ σχέση μέ τά κτίσματα εἶναι κτιστή.

Ἐνῶ σέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση οἱ Πατέρες θεωροῦν ὅτι στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν δύο γνωσιολογικά κέντρα, τό ἕνα εἶναι ἡ λογική, μέ τήν ὁποία ἔρχεται σέ σχέση μέ τά κτίσματα, καί τό ἄλλο εἶναι ὁ νοῦς, μέ τόν ὁποῖο ἔρχεται σέ σχέση μέ τόν Θεό, στήν δυτική παράδοση καλλιεργήθηκε ἡ ἄποψη περί ἑνός γνωσιολογικοῦ κέντρου, δηλαδή τῆς λογικῆς, διά τῆς ὁποίας οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν καί τά κτίσματα καί τόν Θεό.

Ἑπομένως, ἡ βασική διαφορά μεταξύ Ὀρθόδοξης καί δυτικῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ ἡσυχασμοῦ καί σχολαστικισμοῦ. Μόνον μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική μποροῦμε νά δοῦμε τήν διαφορά μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως καί στήν θεολογία καί στήν κοινωνική ζωή.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου:Παλαιά καί Νέα Ρώμη)

Τά «δῶρα» μας στόν Χριστό

Μεταξύ αὐτῶν πού ἀξιώθηκαν νά προσκυνήσουν τόν γεννηθέντα Χριστό καί τούς θυμόμαστε κάθε Χριστούγεννα εἶναι οἱ Μάγοι τῆς ἀνατολῆς πού εἶδαν τό ἀστέρι, κατάλαβαν ὅτι κάποιο μεγάλο γεγονός ἔγινε καί τό ἀκολούθησαν γιά νά φθάσουν στήν Βηθλεέμ καί νά ἐναποθέσουν στόν Χριστό τά δῶρα τους, τόν χρυσό, τόν λίβανο καί τήν σμύρνα. 

Μάλιστα, οἱ Πατέρες εἶδαν ἕναν συμβολισμό σέ αὐτά τά δῶρα, ἀφοῦ ὁ χρυσός εἶναι σύμβολο τῆς βασιλείας, ὁ λίβανος τῆς θεότητος καί ἡ σμύρνα τῆς νεκρώσεως καί ἔτσι ὁ Χριστός τιμᾶται ἀπό τούς Μάγους ὡς βασιλεύς, ὡς Θεός καί ὡς παθών καί ἀναστάς.

...

Οἱ Μάγοι, ὅπως διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἀξιώθηκαν νά ἀναγνωρίσουν τόν Χριστό καί νά Τόν προσκυνήσουν «διά τῆς τοῦ νοός γνώσεως», εἶχαν ἐσωτερική καθαρότητα καί ἔτσι ἀξιώθηκαν αὐτῆς τῆς μεγάλης θεοφάνειας. Ἀντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ὅτι ὅλοι οἱ τρόποι ζωῆς τῶν ἀνθρώπων λαμβάνουν ἰδιαίτερη ἀξία καί σπουδαιότητα ἀπό τήν σχέση τήν ὁποία ἔχουν μέ τόν Χριστό.
...
Ἡ περίπτωση τῶν τριῶν Μάγων πού προσκύνησαν τόν Χριστό καί προσέφεραν τά δῶρα τους θά πρέπη νά γίνη πρότυπο γιά μᾶς, νά ἔχουμε κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν Χριστό καί νά προσφέρουμε σέ Αὐτόν τά χαρίσματά μας καί τήν σοφία μας, νά Τόν ἀναγνωρίζουμε ὡς Βασιλέα, ὡς Θεό καί ὡς σταυρωθέντα καί ἀναστάντα γιά μᾶς. Αὐτό, ἐκτός τοῦ ὅτι θά δώση νόημα στήν ζωή μας, συγχρόνως θά ὠφελήση τούς ἀνθρώπους. Ὅποιος πιστεύει στόν Χριστό, δέν μπορεῖ νά ἀδικῆ καί νά ἐκμεταλλεύεται τούς ἀνθρώπους, ὅπως κάνουν οἱ διάφοροι σύγχρονοι μάγοι, ἀντίθετα μάλιστα θά θυσιάζη τήν ζωή του γι' αὐτούς.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Θεολογία καί ποιμαντική)

Τά Δαμασκηνάρια

Ἕνα ἀπό τά κύρια ἔργα τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου εἶναι ὁ «Θησαυρός», πού φέρει τό ὄνομά του καί χαρακτηρίζεται ὡς «Θησαυρός Δαμασκηνοῦ». Πρόκειται γιά ὁμιλίες, τίς ὁποῖες ἔκανε σέ διαφόρους Ναούς τῆς Βασιλεύουσας Κωνσταντινουπόλεως, καί ἡ ἔκδοσή του φέρει τόν τίτλο τοῦ Ὑποδιακόνου. Γιά νά ἐκδοθοῦν τά ἔργα του φαίνεται ὅτι ὁ ἴδιος ταξίδευσε στήν Βενετία πρίν τό ἔτος 1557-1558.

[…] Θά τονίσω γιά τήν ἐπίδραση πού εἶχαν τά «Δαμασκηνάρια», δηλαδή τά ἔργα τοῦ Δαμασκηνοῦ, στόν Σλαβικό κόσμο, μέ τίς μεταφράσεις τους. Ὁ Καθηγητής Βαλκανικῶν Σπουδῶν στό Πανεπιστήμιο Δυτικῆς Μακεδονίας κ. Κωνσταντῖνος Νιχωρίτης ἀναφέρεται σέ αὐτήν τήν ἐπίδραση. Στήν σλαβονική διάλεκτο ἀπό τόν 16ο αἰώνα μέχρι τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἔγιναν τοὐλάχιστο 39 ἐπανεκδόσεις.

Τά Δαμασκηνάρια ἐμφανίσθηκαν στήν Βουλγαρία ἀπό τά τέλη τοῦ 16ου μέχρι τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα. Στήν ἀρχή μεταφράσθηκαν στήν λόγια γλώσσα πού χρησιμοποιεῖτο, ἡ ὁποία εἶχε ἐπηρεασθῆ καί ἀπό τήν καθομιλουμένη ντοπιολαλιά. Κατά τόν καθηγητή Νιχωρίτη:

«Τό λογοτεχνικό αὐτό εἶδος τῶν Δαμασκηναρίων διαδίδεται ἐκτενέστατα κατά τήν περίοδο τοῦ 17ου -18ου αἰ., καί πληροῖ τίς λογοτεχνικές ἀνάγκες τοῦ βουλγαρικοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ τήν περίοδο αὐτήν. Αὐτές οἱ συλλογές ἀποτελοῦν βασική γλωσσική πηγή καί ἐνδιαφέρον λογοτεχνικό εἶδος γιά τούς Βούλγαρους καί τούς Σλάβους γενικά. Μπορεῖ τό περιεχόμενο νά περιέχει θέματα πού νά ἅπτονται τῆς Μεσαιωνικῆς Γραμματείας, ἀλλά ἡ εἴσοδος νέων γλωσσικῶν στοιχείων, δείχνει τή μετάβαση σέ ἕνα νέο λογοτεχνικό εἶδος. Παρά τήν προσφιλῆ πολιτική τῶν Ὀθωμανῶν ἔναντι τῶν βιβλιοθηκῶν τῶν ὑπόδουλων λαῶν (μέ τίς καταστροφές τους), ἐν τούτοις σήμερα ἔχουν διασωθεῖ περί τά 200 στόν ἀριθμό Δαμασκηνάρια καί φυλάσσονται στή Σόφια, Φιλιππούπολη, Ρίλα, Μόσχα, Πετρούπολη, Λιουμπλιάνα καί στό Βελιγράδι».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἅγιος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης Δαμασκηνός Γ΄ ὁ Στουδίτης

Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας

Τὸ κατ’ ἐξοχὴν μυστήριο εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μέθεξη αὐτῆς τῆς ἐνδόξου παρουσίας. Ἡ βίωση αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ὕστερα ἀπὸ καθοδήγηση ἐμπείρου Πνευματικοῦ Πατρός. «Ὅποιος θέλει νὰ μάθη τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ πατερικῆς ἀπόψεως, πρέπει νὰ βρῆ ἕναν καλὸ Πνευματικὸ Πατέρα, νὰ ἔχη τὸ κομβοσχοίνι καὶ νὰ περάση τὰ διάφορα στάδια τῆς τελειώσεως, ἀπὸ τὴν κάθαρση στὸν φωτισμό. Καὶ ὅταν φθάση στὴν θέωση, θὰ ἔχη μία γνώση περὶ Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη δυνατή, τὴν ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἔχη ἕνας ἄνθρωπος σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἐξ ἐπόψεως ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων εἶναι ἡ πλήρης γνώση τοῦ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία».

Ἡ πορεία τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν κάθαρση, στὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν μεταβολὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ Σῶμα Χριστοῦ, γίνεται μὲ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Στὴν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση συνδέονται μὲ τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρῖσμα καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία, ἔτσι, ὑπάρχει ἑνότητα μεταξὺ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

«Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖται ἀπὸ Μυστήρια. Αὐτὰ τὰ Μυστήρια εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Θεία Εὐχαριστία, Βάπτισμα, μετάνοια κλπ. Αὐτὰ εἶναι ὁ πυρῆνας τῆς παραδόσεως καὶ εἶναι μία ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας βασίζονται στὴν ὅλη προσπάθεια τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν νὰ ἀνέβουν τὰ σκαλοπάτια τῆς τελειότητος. Καὶ αὐτὰ συνοψίζονται ἀπὸ τοὺς Πατέρες σὲ αὐτὰ ποὺ λέγαμε τόσες φορές: κάθαρση, φωτισμὸ καὶ θέωση. Αὐτὸς εἶναι ὁ πυρῆνας τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Ἐμπειρικὴ Δογματική... κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη» τόμος Β')

Τά τρία στοιχεῖα

Μέ τήν ἐπίβλεψη τοῦ Καθηγητοῦ Παναγιώτη Χρήστου, ἕνα ὁλόκληρο καλοκαίρι, μέ ὁμάδα φοιτητῶν, ἐργασθήκαμε στίς βιβλιοθῆκες τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μετά τήν ἐργασία, μέ κάθε εὐκαιρία τρέχαμε μαζί μέ ἄλλους φοιτητές, σάν διψασμένα ἐλάφια,στά ἄλλα Μοναστήρια, τίς Σκῆτες καί τήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀπολαμβάναμε τίς πολύωρες ἀγρυπνίες καί ἀκολουθίες, τίς συναντήσεις μέ τούς ἁπλούς μοναχούς, τίς μεγάλες πεζοπορίες στά εὐλογημένα μονοπάτια.

Μέσα μου, ὅμως, δημιουργεῖτο ἕνα πνευματικό κενό πού ὀφειλόταν σέ μένα. Ἀπό τήν μιά μεριά διάβαζα τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν καταπληκτική θεολογία, ἀπό τήν ἄλλη συναντοῦσα ἀσκητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ μεγάλη ταπείνωση, ἁπλότητα καί ἐλευθερία, χωρίς νά ἐκφράζουν αὐτήν τήν θεολογία πού συναντοῦσα στά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, τοὐλάχιστον ἔτσι ἐγώ θεωροῦσα.

Τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅμως, ὑπῆρχαν διάφορα προβλήματα καί στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση..... ἐπικρατοῦσαν πάθη, ἀντιπαλότητες, ἐξουσιαστικές τάσεις.....
Ἔτσι, ἔβλεπα μιά διάσταση μεταξύ τῆς θεολογίας πού διδασκόμουν στό Πανεπιστήμιο, τῆς ἁπλῆς ζωῆς τῶν ἀσκητῶν μοναχῶν, καί τῆς πολυπράγμονης καί πολυπαθοῦς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας.....

Διερωτώμουν: «… Γιατί δέν μπορεῖ νά συνδεθῆ ἡ θεολογία μέ τήν ποιμαντική καί ἄλλοτε ὑπάρχει θεολογία χωρίς νά ποιμαίνη καί ἄλλοτε ὑπάρχει ποιμαντική χωρίς νά θεολογῆ; Πῶς συνδέεται ἡ ἡσυχαστική νηπτική παράδοση μέ τήν θεολογία; Γιατί νά μήν ὑπάρχουν σήμερα Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας;»…

Διακατεχόμενος ἀπό τά ἐρωτήματα, τά ὁποῖα πιό πάνω ἀνέφερα, καί ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου γιά τόν Γέροντα Σιλουανό ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ τό Μοναστήρι τοῦ Essex καί νά γνωρίσω τόν ὑποτακτικό τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ καί συγγραφέα τοῦ βιβλίου περί αὐτοῦ. Καί, φυσικά, ὅταν τόν γνώρισα, ὅπως θά καταγράψω πιό κάτω, διαπίστωσα ὅτι ἦταν αὐτό πού ζητοῦσα. Συγκέντρωνε στό πρόσωπό του καί τά τρία στοιχεῖα: ἦταν ἐμπειρικός θεολόγος, μέγας ἡσυχαστής καί διακριτικός Πνευματικός Πατέρας, γεμάτος στοργή καί ἀγάπη.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ»)

Ταπείνωση και ὑπομονή

Οὐδείς ποτέ τόν ἤκουσεν ἐπαιρόμενον [τόν ἅγιο Καλλίνικο Μητροπολίτη Ἐδέσσης ] δι᾽ ὅ,τιδήποτε. Ὁ θόρυβος, ἡ προβολή τοῦ προσώπου ἤ τοῦ ἔργου του, αἱ τυμπανοκρουσίαι, ἦσαν τελείως ἀσυμβίβαστα πρός τόν χαρακτῆρα του. Τό "δεσποτικόν" ὕφος ἦτο παντελῶς ξένον. Πρόθυμος πάντοτε νά δέχεται ὑποδείξεις, ἦτο ἕτοιμος νά μεταβάλῃ γνώμην, ἄν ὁ συνομιλητής του τόν ἔπειθεν ὅτι μία ἐπικειμένη ἐνέργειά του ἤ ἀπόφασίς του δέν ἦτο εὔστοχος. Εἶχε πολύ μικράν ἰδέαν δι᾽ ἑαυτόν καί βαθεῖαν συναίσθησιν ἀναξιότητος καί ἁμαρτωλότητος, ἀψευδές δεῖγμα ἀληθοῦς ἁγιότητος. Ὀλίγον πρίν ἤ ἀπέλθῃ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἔλεγε πρός τόν π. Ἱερόθεον Βλάχον, Ἱεροκήρυκα τῆς Μητροπόλεώς του: "Ὁ... (δεῖνα) μᾶς ἀγαπᾷ πολύ καί θά θέλῃ νά γράψῃ πολλά εἰς τήν νεκρολογίαν μου.Νά τοῦ εἰπῇς νά γράψῃ μόνον τοῦτο: "Ὁ Ἐδέσσης ἦταν ἕνας ἁμαρτωλός Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐφοβεῖτο τόν Θεόν καί ἠγάπα τήν Ἐκκλησίαν"….

Ἐδέχθη πολλάκις ἀδίκους καί συκοφαντικάς ἐπιθέσεις. Τάς ἠνείχετο μέ πολλήν καρτερικότητα, ἀπέρριπτε δέ κατηγορηματικῶς πᾶσαν εἰσήγησιν καταφυγῆς εἰς τά Δικαστήρια. Ἀλλά καί κατά τήν πολύμηνον ὀδυνηράν ἀσθένειάν του κατέπληξε τούς πάντας ἡ ὑπομονή του. Οὐδείς γογγυσμός, οὐδέν παράπονον, οὐδείς λόγος δυσφορίας. Μόνον λόγους αὐτομεμψίας καί λόγους εὐχαριστίας ἐψιθύριζον τά στεγνά καί ἀπεξηραμμένα χείλη του.

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος γιά τόν ἅγιο Καλλίνικο

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἅγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Ἐδέσσης Πέλλης, και Ἀλμωπίας

Τί εἶναι ἡ ζωή

Τό θέμα περί τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει ψυχή καί σῶμα, ἀπησχόλησε πολύ τήν θεολογία καί τήν ἐπιστήμη. Τά ἐρωτήματα πού τέθηκαν εἶναι: Τί εἶναι ζωή, ποιά εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τῆς ζωῆς, ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τῆς ζωῆς στόν ἄνθρωπο καί στά ἄλογα ζῶα, ὅπως καί ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν καί τῆς ἄψυχης ὕλης.[...]

Μέ τήν ἀνακάλυψη τοῦ DNA καί τῶν γονιδίων ἄρχισε ἡ ἐποχή τῆς «δικτατορίας» τῶν γονιδίων καί εἶχε ἀρχικά θεωρηθεῖ ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ὅλο τό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἀργότερα ἔγινε φανερόν ὅτι τά γονίδια ὑπόκεινται καί αὐτά σέ σημαντική ἐπίδραση ἀπό τό περιβάλλον καί περάσαμε στήν ἐποχή τῆς ἐπιγενετικῆς καί ἄρχισαν νά ἀνακαλύπτωνται οἱ βιολογικοί μηχανισμοί αὐτῆς τῆς ἐπίδρασης, ὅμως τό τί εἶναι ἡ ζωή παρέμεινε ἀναπάντητο.[...]

Παρά ταῦτα, τό ἐρώτημα παραμένει γιά τό τί ἡ ἐπιστήμη θεωρεῖ ὡς ζωή. Δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά δώ­ση ἕ­ναν ἀ­κρι­βῆ ὁ­ρι­σμό γιά τήν ζω­ή, γι’ αὐ­τό καί κά­νουν λό­γο γιά τήν ζω­τι­κή ἐ­νέρ­γεια.

Ὅ­πως εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά ἀ­πα­ντη­θῆ τό ἐ­ρώ­τη­μα τί εἶ­ναι ἡ ζω­ή, ἔ­τσι εἶ­ναι δύ­σκο­λη ἡ ἀ­πά­ντη­ση στό ἐ­ρώ­τη­μα τί εἶ­ναι ὁ θά­να­τος, ἤ κα­λύ­τε­ρα τί εἶ­ναι τό φαι­νό­με­νο τῆς γή­ραν­σης. Μά­λι­στα, ἔ­χουν δια­τυ­πω­θῆ πε­ρί­που 300 θε­ω­ρί­ες γιά τό φαι­νό­με­νο τῆς γή­ραν­σης τῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν καί ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ αὐ­τό τό γε­γο­νός νά εἶ­ναι αἴ­νιγ­μα γιά τούς Ἐ­πι­στή­μο­νες. [...]

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διδάσκει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Αὐτός ἔδωσε τήν ζωή σέ ὅλα τά ὄντα καί μέσα σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχουν οἱ μικροί «λόγοι», δηλαδή ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού δίνει τήν ζωή σέ ὅλη τήν κτίση.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ὁμιλία κατά τήν ἀνακήρυξη σέ ἐπίτιμο Διδάκτορα τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων

Τό Άγιον Όρος

Τό Άγιον Όρος δέν ανεξαρτητοποιείται από τήν Εκκλησία. Δέν είναι ένας χώρος απομονωμένος από τήν Εκκλησία καί αυτονομημένος, αλλά είναι ο τρόπος ζωής τού ορθοδόξου Χριστιανού καί η έκφραση τής ευαγγελικής καί αγιοπνευματικής ζωής πού υπάρχει μέσα στήν Εκκλησία τού Χριστού. Ο άγιος Γρηγόριος στό έργο του «υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων», μιλώντας γιά τόν όσιο καί ομολογητή Νικηφόρο, ο οποίος ασκήθηκε στό Άγιον Όρος καί έδωσε τήν ορθόδοξη ομολογία καί γι' αυτό εξωρίσθηκε από τόν πρώτο Βασιλέα τού Οίκου τών Παλαιολόγων, γράφει χαρακτηριστικά: «βίον μέν αιρείται καί ακριβέστερον, δηλαδή τόν μονήρη, τόπον δέ πρός κατοικίαν τόν τής αγιωσύνης επώνυμον, εν μεθορίω κόσμου καί τών υπερκοσμίων (Άθως ούτός εστιν, η τής αρετής εστία) ενδιαιτάσθαι προθυμηθείς».

Στό χωρίο αυτό φαίνεται καθαρά η αντίληψη πού έχει ο άγιος Γρηγόριος γιά τό Άγιον Όρος. Είναι επώνυμο τής αγιωσύνης, είναι μεθόριον μεταξύ τού κόσμου καί τών υπερκοσμίων, είναι εστία τής αρετής. Επομένως βλέπουμε τό Άγιον Όρος ως εστία τής αρετής, ως τόν τόπον όπου βιώνεται καί εκφράζεται η ευαγγελική ζωή, πού είναι η ουσία τής Παραδόσεώς μας. Άν ο μοναχισμός, κατά τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων, είναι η αποστολική καί η μαρτυρική ζωή, διότι σ' αυτόν διασώζεται όλη η αποστολική ζωή καί η μαρτυρία τών αγίων μαρτύρων, τότε μπορούμε νά καταλάβουμε ότι τό Άγιον Όρος είναι ο τόπος όπου βιώνεται αυτή η αποστολική ζωή.

… Τό Άγιον Όρος δέν είναι μόνον ένας χώρος, αλλά καί ένας τρόπος ζωής. Μέ αυτό τό πνεύμα μπορούμε νά χαρακτηρίσουμε τόν άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά αγιορείτη καί μέ αυτήν τήν ερμηνεία ισχυριζόμαστε ότι ο άγιος είναι εκφραστής τής ζωής τού Αγίου Όρους, καί γενικότερα τής Εκκλησίας.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης).

Τό ἀκατάληπτο μυστήριο

Ὁ συναΐδιος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐξέλεξε «κατ’ εὐδοκίαν» τό νά προσλάβη κοντά Του τήν Μητέρα Του, γιά νά δοξασθῆ καί αὐτή. Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων τήν προσκάλεσε νά πάη κοντά Του.

Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔσπευσαν νά παραστοῦν στό γεγονός αὐτό «ἐκ πάσης ὑφηλίου», «ὁδηγούμενοι καί συνεργούμενοι ὑπό τῆς ἄνωθεν ροπῆς». Μία ροπή, ἔμπνευση πού τούς δόθηκε ἀπό τόν Θεό τούς παρακίνησε νά ἔλθουν στά Ἱεροσόλυμα. Οἱ Ἀπόστολοι ὅταν ἦλθαν χαιρετοῦσαν «τήν πανύμνητον Θεομήτορα», «ἀρχαγγελικῶς», δηλαδή τό ἔκαναν ὅπως ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ πού τῆς εἶπε τό «χαῖρε κεχαριτωμένη». Ἀκούγοντας, ὅμως, ὅτι πρόκειται νά κοιμηθῆ ἡ Θεοτόκος λυποῦνταν, γιατί θά ἀπορφανίζονταν ἀπό αὐτήν «σωματικῶς».

Συγχρόνως, καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἀρχάγγελοι συνέτρεχαν χαίροντες «ἐξ οὐρανοῦ θεόθεν στελλόμενοι» στήν «λειτουργίαν τῆς πανσέπτου αὐτῆς κοιμήσεως». Οἱ ἄγγελοι «θεόθεν ἐπιστατοῦντες», ἐπειδή εἶναι νοεροί καί ἀόρατοι, ἐξίσταντο ἀπό ἔκπληξη γιά τό ἀκατάληπτο μυστήριο πού γινόταν σέ αὐτήν, ἀλλά ἔχαιρον καί ἀγάλλονταν μέ τό νά προσλάβουν αὐτήν «ὡς μητέρα τοῦ Δεσπότου αὐτῶν».

Ὅταν ἐπρόκειτο νά ἐξέλθη «ἡ παμμακάριστος αὐτῆς καί πανάγιος ψυχή» ἐμφανίσθηκε στήν Μητέρα Του «ὁ ὑπεράγαθος Χριστός ὁ Θεός ὡς αὐτῷ μόνῳ ἔγνωσται». Ἡ δέ μακαρία Θεοτόκος, κυριευμένη πάντοτε μέ τόν θεομητορικό θεῖο πόθο, βλέποντας τόν Υἱό της, ἤθελε νά ἐξέλθη ἡ ψυχή της ἀπό τό σῶμα της καί ἔτσι «κεκοίμηται» αὐτή πού ἀνέπαυσε στίς ἀγκάλες της τόν Χριστό, πού εἶναι «ἡ τερπνότητα τῶν Χερουβίμ καί Σεραφίμ καί πασῶν τῶν οὐρανίων δυνάμεων». Μετά τήν κοίμησή της ἔπρεπε νά γίνη κηδεία τοῦ «πανενδόξου καί ζωοδόχου σώματός της» «ὑπό ἱερωτάτων χειρῶν». Τό «ἱεροφόρον σκίμπον» (κλίνη ἤ φορεῖο) πού ἔφερε τό «πανάγιον σῶμα τῆς ὑπερενδόξου Θεοτόκου» τοποθετήθηκε «ἐν ζωοδόχῳ μνήματι», ἐνῶ περιχορευόταν ἡ πανύμνητος Θεοτόκος ὑπό διπλοῦ χοροῦ ὁρατῶς καί ἀοράτως, δηλαδή ἀπό τούς χορούς τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἀγγέλων.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές ἑορτές

Τὸ ἀνυπέρβλητο θεμέλιο

Ἕνα θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο οἱ ἅγιοι εἶναι ἀπόλυτοι καὶ δὲν τὸ συζητοῦν καθόλου εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί, γενικά, τὸ θεμέλιο τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ... Ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν θεμέλιο λίθο ὅλα εἶναι ἀνάξια λόγου... Ἡ κίνηση νὰ ὑπερβοῦμε τὸν Χριστὸ ἀποτελεῖ μιὰ μεγάλη πτώση.

...Παραμένοντες μέσα στὴν Ἐκκλησία θὰ πρέπη νὰ ἔχουμε ὀρθὴ ζωή. Ὁ βίος μας, τὰ νοήματα καὶ ἡ θεολογία πρέπει νὰ διαπνέωνται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γιατί, δυστυχῶς, ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἀναμειγνύουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ δικό τους θέλημα, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ ἀνθρώπινα ἐντάλματα. Ὁ ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικὴς μιλάει γιὰ μιὰ τέτοια πνευματικὴ ἀλχημεία, ὅταν, δηλαδή, ἀναμειγνύουμε τὶς δικές μας σκέψεις «τοῖς λόγοις τῆς χάριτος». Γέμισε ἡ ἐποχή μας ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν θεολογοῦν, ἀλλὰ τεχνολογοῦν, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Πρέπει νὰ λεχθῇ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ μᾶς οἰκοδομοῦμε πάνω στὸ θεμέλιο τοῦ Χριστοῦ μὲ ξύλα, χόρτο καὶ καλάμη. Καὶ αὐτὸ γίνεται ὅταν παραθεωροῦμε τὴν θεραπευτικὴ μέθοδο τὴν ὁποία διαθέτει ἡ Ἐκκλησία καὶ θρησκειοποιοῦμε τὸν Χριστιανισμό. Καί, πράγματι, ἡ θρησκειοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα ἐναντίον του. Κάναμε τὸν Χριστιανισμὸ μόνον θρησκευτικὲς τελετὲς ποὺ τὶς «παρακολουθοῦμε» ἁπλῶς συναισθηματικὰ ἡ κοινωνικά...

Πάντως, εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ μοναδικὸς θεμέλιος λίθος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶναι τὸ ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, Αὐτὸς εἶναι ἡ πραγματικὴ εἰκόνα του. Αὐτός μας ἀναγέννησε πνευματικὰ καὶ μὲ τὸ ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας ἔγινε πατέρας μας, ἀδελφός μας καὶ νυμφίος μας. Αὐτὸς εἶναι τὸ ἀνυπέρβλητο θεμέλιο. Καί, φυσικά, πάνω σ' Αὐτὸν πρέπει νὰ οἰκοδομοῦμε ὀρθόδοξα...

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Τὸ πολίτευμα τοῦ Σταυροῦ)