Skip to main content

Ἡ θεολογική ἐπικοινωνία μεταξύ δύο κορυφαίων θεολόγων, τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι καί τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 

Εἶχα μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά γνωρίσω, μεταξύ ἄλλων, τόν μεγάλο θεολόγο τοῦ 20οῦ αἰώνα π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Ἀπό πολλά χρόνια διάβαζα τά κείμενά του, ἀλλά τό χρονικό διάστημα 1987-1995 πού ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκήρυξ καί Διευθυντής Νεότητος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν συνδέθηκα μαζί του, πού εἶχε ἤδη συντα­ξιοδοτηθῆ καί ἔμενε στήν Ἀθήνα, καί μιλούσαμε σχεδόν ἐπί καθη­μερινῆς βάσεως γιά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα.

Μάλιστα, τόν Μάϊο τοῦ 1995 μέ δική του πρόσκληση πῆγα μαζί του στό Βανκοῦβερ τοῦ Καναδᾶ, καί μόνον οἱ δυό μας κάναμε ἕνα τριήμερο Σεμινάριο σέ Ἀμερικανούς Ψυχοθεραπευτές, ἀναπτύσσοντας τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀναλύοντας ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεραπεύει τόν ἄνθρωπο μέ τά Μυστήρια καί τήν ἀσκητική της παράδοση.

Στήν συνέχεια, ὅταν ἔγινα Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου μοῦ ὑπέβαλε αἴτηση νά τόν προσλάβω στήν Ἱερά Μητρόπολή μου καί νά τόν ἐγγράψω στό Κληρικολόγιό της, χωρίς, βέβαια, μισθοδοσία, ἁπλῶς γιά νά ἔχη ἐκκλησιαστική ἀναφορά. Τότε ζήτησα ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Σπυρίδωνα τό Ἀπολυτήριό του ἀπό τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς στήν ὁποία ἀνῆκε μέχρι τότε, ὁ ὁποῖος μοῦ τό ἀπέστειλε καί ἔκτοτε μέχρι τοῦ θανάτου του ἀνῆκε στήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.

Αὐτό ἔγινε ἀφορμή νά ἀποκτήσουμε μεγαλύτερη ἐπικοινωνία καί νά εἰσδύσω ἀκόμη περισσότερο στήν διδασκαλία του.

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι καί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμα­νίδης εἶναι δύο μεγάλοι θεολόγοι τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Κανένας ἄλλος Ἕλληνας θεολόγος δέν εἶχε τέτοια μεγάλη ἐπικοινωνία μέ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι καί ἐπίδραση ἀπό αὐτόν ὅπως ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Αὐτό φαίνεται στίς ἐπιστολές τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη πού ἔχουν διασωθῆ. Ἀλλά καί σέ ἐπιστολή τοῦ π. Γεωργίου Φλω­ρόφσκι πού διασώζεται φαίνεται ἡ μεγάλη ἐκτίμηση πού εἶχε στόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τόν μαθητή του. Ἴσως ἦταν ὁ καλύτερος μαθητής του.

Αὐτό φαίνεται στίς ἐπιστολές τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη τίς ὁποῖες ἀνεζήτησα καί βρῆκα. Πρόκειται γιά 25 ἐπιστολές πού ἐστάλησαν ἀπό τόν Μάϊο τοῦ 1954 μέχρι τόν Αὔγουστο τοῦ 1966 καί  τίς δημοσίευσα στό βιβλίο μου μέ τίτλο «π. Ἰωάννης Ρωμα­νίδης, ἕνας κορυφαῖος δογ­ματικός θεολόγος τῆς Ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας».

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης προσέλαβε τά βασικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ἀλλά καί προχώρησε πιό πέρα ἀπό τόν καθηγητή του καί «μέν­τορά» του, ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε, κυρίως σέ τέσσερα θέματα: Πρῶτον, στήν διαφορά μεταξύ τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων τοῦ 3ου καί 4ου αἰῶνος καί τῶν Πατέρων πού στηρίχθηκαν στήν ἐμπειρία τῶν Προ­φητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων∙ δεύτερον στήν ἱστορία πού προσδιόρισε τήν Ἀνατολική καί Δυτική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία∙ τρίτον, στήν «νεοπατερική σύνθεση», τονίζοντας τήν σπουδαιότητα τῆς διδα­σκαλίας τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρη­γορίου τοῦ Παλαμᾶ∙ καί τέταρτον, στήν βάση τῆς «Φιλοκαλίας» τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, στόν ἱερό ἡσυχασμό πού εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού διαφο­ρο­ποιεῖται ἀπό τήν Φραγκολατινική παράδοση.

Στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ γίνεται μιά σύντομη ἀνά­λυση τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν μέ τίς ἑξῆς ὑποδιαιρέσεις: Ἔντονη  καί εἰλικρινής ἀλληλογραφία∙ Μαθητής, σύνοικος, καθοδηγητής καί συνάδελφός του∙ Βιογραφικά στοιχεῖα τῶν δύο θεολογικῶν ἀνδρῶν∙ Ἀναφορά στίς μελέτες του∙ Ἐνημέρωση γιά τήν θεολογική καί ἐκκλησιαστική κατά­στα­ση∙ Ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθοδοξία στήν Ἀμερική καί τήν πορεία τῶν θεολογικῶν διαλόγων∙ καί Συμπερά­σματα.

Ἡ θεολογική ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν κορυφαίων αὐ­τῶν θεολόγων τοῦ 20οῦαἰῶνος εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέ­ρου­σα. Παρατίθεται μιά σύντομη ἀνάλυση.

Διαβάστε τήν ἀνάλυση ΕΔΩ

Ἡμερίδα γιὰ τὰ δέκα χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη (2001-2011), Ναύπακτος, Κυριακὴ 13 Νοεμβρίου 2011

«Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη»

Ημερίδα γιά τά δέκα χρόνια από τήν κοίμηση τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη (2001-2011), Ναύπακτος, Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως δέκα ἐτῶν (2001-2011) ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ Ἐφημερίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, διοργανώνει Ἡμερίδα μὲ γενικὸ τίτλο «Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη», ἡ ὁποία θὰ πραγματοποιηθῇ τὴν Κυριακὴ 13 Νοεμβρίου ἐ.ἔ. στὴν Ναύπακτο.

Τὸ πρωΐ θὰ τελεσθῇ ἀρχιερατικὸ συλλείτουργο στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου καὶ θὰ ψαλῇ μνημόσυνο γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννου.

Στὴν συνέχεια, στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως θὰ ἀκολουθήση ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα στὴν ὁποία ἐκλήθησαν μαθητὲς καὶ συνάδελφοί του νὰ ἐκθέσουν τὶς ἀπόψεις τους γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ καὶ Ἱερέως.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Ἀρχιερατικὸ Συλλείτουργο καὶ Μνημόσυνο στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου.

10:30 -Πρωϊνὸ (στὴν Αἴθουσα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ).

Πνευματικὸ Κέντρο Ἱερᾶς Μητροπόλεως (ὀδός Νότη Μπότσαρη 43).

11:00 -Ἔναρξη Ἡμερίδος.

Πρόεδρος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰερόθεος.
Εἰσηγητές-εἰσηγήσεις:
11:15 -Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν: «Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, σημεῖον ἀντιλεγόμενον».
11:45 -Δέσπω Λιάλιου, Ἀντιπρύτανις Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ Καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς: «Θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς ἑρμηνευτικῆς στὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη».
12:15 -Ἀντώνιος Παπαδόπουλος, Ὀμ. Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης: «Ἀναμνήσεις μου ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης».

12:45 -Συζήτηση

13:30 Γεῦμα

15:30 -Σταῦρος Γιαγκάζογλου, Σύμβουλος Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου: «Ἡ σημασία τοῦ περὶ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔργου τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία».
16:00 Λάμπρος Σιάσος, Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης: «Ρωμανιδικὰ ἀλεξίπυρα καὶ ἀκαδημαϊκὲς φλογώσεις».
16:30 Πρωτοπρ. Γεώργιος Δράγας, Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης: «Ἡ Πατερικὴ Θεολογία ὡς ἡ βάση τῆς συγχρόνου ὀρθοδόξου ἑρμηνευτικῆς».
17:00 –Συζήτηση
18:00 –Λήξη Ἡμερίδος.

Ἰσότητα-θέωση-φτώχεια-πλοῦτος

«Οὐδέποτε παύσαμε ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε στὴν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων.

Ἐξ ἐπόψεως πνευματικῆς ἰσότητος, ὑπάρχει ἀπόλυτη ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων, διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν νοερὰ ἐνέργεια. Καὶ τὰ ὕψη τῆς θεολογίας δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν λογικὴ ἐνέργεια. Μὲ παρακολουθεῖτε; Λοιπόν, ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἐπόψεως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει μιὰ ἰσότητα ποὺ δὲν ὑπάρχει σὲ κανέναν ἄλλον τομέα, διότι, ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε δὲν θὰ ὑπάρξη ποτὲ ἰσότητα στὴν λογική. Διότι ἡ λογικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου ἔχει σχέση μὲ τὴν φαιὰ οὐσία, μὲ τὰ κληρονομικὰ προβλήματα ποὺ ἔχει ἀπὸ τοὺς γονεῖς κ.ο.κ. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὁ ἕνας δίνει ἐξετάσεις καὶ μπαίνει στὸ Πανεπιστήμιο, ὁ ἄλλος δίνει δεκαπέντε φορὲς ἐξετάσεις, δὲν μπαίνει στὸ Πανεπιστήμιο. Ὁ ἕνας παίρνει τὸ πτυχίο τοῦ Γυμνασίου, ὁ ἄλλος δὲν παίρνει τὸ πτυχίο τοῦ Γυμνασίου κλπ. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει ἰσότητα, ἀλλὰ ὅμως στὴν θεολογία ὑπάρχει ἰσότητα. Ὁπότε, πιὸ πολλὴ ἰσότητα ξέρουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἀπὸ ὅ,τι ξέρουν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὴν κοινωνία.

Μετά, ἰσότητα στὴν τελειότητα σημαίνει καὶ ἰσότητα στὰ πλούτη. Διότι πλούσιος γίνεται ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος φθάνει στὴν θέωση, ἀλλὰ κατὰ κόσμον ὅμως γίνεται φτωχούλης. Ὁπότε, ὡς πτωχός, ἰσοπεδοῦται μὲ ὅλους τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου καὶ γίνεται ἴσος μὲ τοὺς πτωχούς. Ὁπότε, δὲν ὑπάρχει κοινωνικὸ πρόβλημα ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἐπόψεως, διότι δὲν ταυτίζεται ποτὲ μὲ τὸν πλούσιο, ἀλλὰ μὲ τὸν φτωχό. Αὐτὸ εἶναι αὐτόματο στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀλλιώτικα. Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ταυτίζεται μὲ τοὺς πλουσίους εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δὲν ἔχει νοερὰ προσευχή. Γιὰ νὰ ἔχη νοερὰ προσευχή, πρέπει νὰ ταυτισθῇ μὲ τοὺς πτωχούς».

(π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, εἰς «Ἐμπειρικὴ Δογματική...», τόμ. Β').

Ιωάννου Ρωμανίδου: Εφηρμοσμένη Ορθόδοξη Θεολογία

Πρωτοπρ. Ιωάννου Ρωμανίδου,

«Κριτικός Έλεγχος των Εφαρμογών της Θεολογίας»

Εδώ, όμως, συναντώμεν το πλέον περίπλοκον και δύσκολον πρόβλημα της συγχρόνου Ορθοδόξου Θεολογίας. Οι Ορθόδοξοι, οι οποίοι είναι διαβεβρωμένοι με πολιτιστικά συμπλέγματα κατωτερότητος δεν δύνανται να μάθουν την πατερικήν θεολογίαν. Τούτο διότι απαιτείται προς τούτο υποταγή εις τους Πατέρας, ως εις πνευματικούς, αφού η θεολογία αυτών είναι η παράδοσις πολεμικών μεθόδων κατά του διαβόλου προς επίτευξιν της τελειώσεως εν τη μετ' αλλήλων ενότητι εν Χριστώ. Η θεολογική αυτή μέθοδος δύναται να εκμαθηθή μόνον από τους χάριτι Θεού νικητάς και ευρισκομένους εν τη ενότητι ταύτη.

Εφ' όσον ο αιρετικός είναι εκείνος ο οποίος δεν κατέχει την μέθοδον ταύτην είναι αδύνατον να μάθη τις αυτήν απ' αυτόν. Και όταν ο καλούμενος Ορθόδοξος δεν κατέχει την μέθοδον ταύτην είναι αδύνατον να μάθη τις αυτήν ούτε απ' αυτόν.

Φαίνεται ότι όταν κατανοήσουν οι σημερινοί ορθόδοξοι Θεολόγοι, ότι η υψίστη μορφή της Θεολογίας είναι του εν θεωρία ευρισκομένου Θεολόγου, ήτις είναι η συνέχεια της Πεντηκοστής εν τη ιστορία, τότε δύνανται να λάβουν θέσεις δια την εξέτασιν της παραδόσεως ταύτης εις τα ιστορικά της πλαίσια δια να αξιολογήσουν ορθώς τας εφαρμογάς της Θεολογίας ταύτης εις τας σχέσεις της Εκκλησίας προς την κοινωνίαν και τον κόσμον γενικώς.

Το πλέον δυνατόν στοιχείον εις την ενώπιόν μας αντίληψιν ταύτην της Θεολογίας είναι ότι ο φορεύς αυτής ελευθερούται από την υποδούλωσιν εις το περιβάλλον του, όχι δια της εκ τούτου φυγής, αλλά δια της απελευθερώσεως του νοός από την επιρροήν και κυριαρχίαν της λογικής, των παθών, και του σώματος, κατά τοιούτον τρόπον, ώστε ο κεχαριτωμένος νους μεταμορφώνει την λογικήν, τα πάθη και το περιβάλλον του.

Είναι αρκούντως φανερόν, ότι ο Χριστός προσηυχήθη δια την ένωσιν των αποστόλων και των οπαδών του εν τη θεωρία της δόξης του Πατρός εν Εαυτώ δι' Αγίου Πνεύματος «ίνα ο κόσμος πιστεύση» ότι ο Πατήρ απέστειλε τον Χριστόν.

Ο Κόσμος όμως δεν πιστεύει εξ αιτίας των Χριστιανών γενικώς, εφ' όσον ούτοι είναι ενίοτε ουχί καλύτεροι και ακόμη χειρότεροι από μέλη άλλων θρησκειών. Εξ αιτίας των τοιούτων Χριστιανών πολλοί αδυνατούν να λάβουν σοβαρώς υπ' όψιν τον Χριστιανισμόν, και όταν ακόμη δέχωνται τον Χριστόν ως μέγαν θρησκευτικόν αρχηγόν και ηθικόν διδάσκαλον.

Μόνον εξ αιτίας των Χριστιανών εις κατάστασιν φωτισμού και θεώσεως πιστεύει ο κόσμος, ότι ο Πατήρ απέστειλε τον Υιόν Αυτού. Δύναταί τις να εξετάση πως οι εν θεωρία όντες επηρεάζουν το περιβάλλον των δια της μελέτης της παραδόσεως της προσκυνήεως των αγίων και των εικόνων και των λειψάνων αυτών.

Κύριο ἄρθρο: Ἡ Οἰκουμενικότητα τῆς Ρωμηοσύνης

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀπὸ μερικοὺς ἀσκεῖται κριτικὴ γιὰ τὴν θεωρία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη σχετικὰ μὲ τὴν Ρωμηοσύνη, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ἐθνικιστικὴ θεωρία, ἐπειδὴ συνδέει τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὸν Ἑλληνισμό, ὅπως ἐκφράσθηκε στὸ λεγόμενο Βυζάντιο –στὴν πραγματικότητα Ρωμανία–, ἐνῷ ἡ Ρωμηοσύνη συνδέεται μὲ τὴν οἰκουμενικότητα καὶ ὄχι μὲ τὸν ἐθνοφυλετισμό. Θεωρῶ ὅτι αὐτὴ ἡ κριτικὴ εἶναι ἄδικη καὶ μὴ πραγματική, γιὰ τέσσερεις βασικοὺς λόγους.

Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι τὸ ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ στὴν πραγματικότητα συνδέει τὴν θεολογία μὲ τὴν ἱστορία, γιατί, ὅπως πολλὲς φορὲς ἔλεγε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐρμηνεύση κανεὶς τὴν θεολογία, ἂν δὲν τὴν δὴ μέσα στὸ ἱστορικὸ πλαίσιό της. Ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἄσαρκη καὶ ἰδεολογική, δὲν εἶναι οὐτοπιστική. Σὲ αὐτὸ τὸ θέμα συνεχίζει τὴν σκέψη τοῦ διδασκάλου του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος σαφέστατα ἔκανε λόγο γιὰ τὸ ὅτι ἡ θεολογικὴ συνείδηση εἶναι ἱστορική.

Συγκεκριμένα, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι στὸ κείμενό του μὲ τίτλο «Οἱ δρόμοι τῆς ρωσικῆς θεολογίας» ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Κάνει λόγο ὅτι οἱ Προτεστάντες στὴν κριτική τους ἐναντίον τῆς Ρώμης γιὰ ὅλες τὶς παπικὲς καινοτομίες ἔγιναν δημιουργοὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, «ὡς μιᾶς ἰδιαίτερης ἐπιστήμης, καὶ συνέβαλαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον σ' αὐτὴν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπιστήμη». Τὸ ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς ἔρευνας ἦταν νὰ παρουσιασθῇ ὁ «ἀρχέγονος» Χριστιανισμός, «κάτι ποὺ προηγεῖται τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας», πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ βασικὸ σημεῖο τοῦ «μοντερνισμοῦ» καὶ «κρύβει μέσα του ἕνα εἶδος ἀπιστίας πρὸς τὴν ἱστορία», ποὺ ὁδηγεῖ στὸν «θετικισμὸ καὶ τὸν οὑμανισμό». Μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἀμφισβητεῖται ἡ ἱστορία καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἡ πίστη.

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἐπιμένει, ὅμως, ὅτι αὐτὴ ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι λανθασμένη, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεσμευθῇ ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ νὰ συνδεθῇ μὲ μιὰ ἁπλὴ γνωσιολογικὴ καὶ ἰδεολογικὴ πίστη. Γράφει: «Ἡ θεολογικὴ συνείδηση πρέπει νὰ γίνη ἱστορική. Μόνο ἂν εἶναι ἱστορικὴ μπορεῖ ἴσως νὰ γίνη καθολική. Ἀδιαφορία γιὰ τὴν ἱστορία ὁδηγεῖ πάντα σὲ μιὰ αἱρετικὴ ξηρότητα, σὲ μιὰ δογματιστικὴ διάθεση. Ἡ ἱστορικὴ εὐαισθησία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὸν θεολόγο, εἶναι ἀναγκαῖος ὅρος γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁποιοσδήποτε εἶναι ἀναίσθητος γιὰ τὴν ἱστορία δύσκολα θὰ εἶναι καλὸς Χριστιανός».

Ὁ Χριστιανισμὸς συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν ἱστορία, εἶναι μέσα στὴν ἱστορία, δὲν πρόκειται γιὰ «μιὰ ἀποκάλυψη στὴν ἱστορία, ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ ἀναφορὰ στὴν ἱστορία, στὴν ἱστορικὴ δράση καὶ δημιουργία». Ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπησε στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν ἀποσαρκώση καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐργάζεται στὴν ἱστορία, χωρὶς νὰ ἐκκοσμικεύεται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ Πατέρες ποὺ χρησιμοποίησαν τὴν ἑλληνικὴ ὁρολογία γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὰ δόγματα ἔζησαν καὶ ἐργάστηκαν μέσα στὴν ἱστορία καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια «ὁ Ἑλληνισμός, οὕτως εἰπεῖν, προσέλαβε αἰώνιο χαρακτῆρα στὴν Ἐκκλησία ἔχει ἐνσωματωθῇ σ' αὐτὴν τὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως». Ἐπισημαίνει δὲ ὅτι, ὅταν ὁ θεολόγος θεωρῇ ὅτι «"οἱ ἑλληνικὲς κατηγορίες" εἶναι ἀπηρχαιωμένες, αὐτὸ ἁπλῶς σημαίνει ὅτι αὐτὸς ἔχει βγεὶ ἔξω ἀπ' τὸν ρυθμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία δὲν μπορεῖ ἴσως νὰ εἶναι καθολική, παρὰ μόνον μέσα στὸν Ἑλληνισμό». Ὅταν κανεὶς ἀρνῆται τοὺς ὅρους μὲ τοὺς ὁποίους διατυπώθηκαν τὰ δόγματα, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλη τὴν σοφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ θέλει «νὰ ἐπιστρέψη σ' ἕνα καθαρὰ "βιβλικὸ" θεμέλιο», τότε «τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁλόκληρος ὁ Χριστιανισμὸς ἀποσυντίθεται σὲ οὐμανιστικὴ ἠθική, κατ οὐσίαν σὲ μιὰ παρωδία μιὰ τέτοια ἐπιστροφὴ στὴν Βίβλο εἶναι μιὰ αὐταπάτη».

Βέβαια, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, ὅταν ὁμιλῇ γιὰ Ἑλληνισμό, δὲν ἐννοεῖ τὸν «ἐθνικὸ ἑλληνισμὸ τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος ἢ τῆς Ἀνατολῆς» οὔτε τὸν «ἑλληνικὸ φυλετισμὸ ποὺ εἶναι ἀπηρχαιωμένος καὶ χωρὶς δικαίωση», ἀλλὰ «τὸν Ἑλληνισμὸ τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς εἰκόνος».

Αὐτὴν τὴν ἄποψη τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκι συνεχίζει καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, καὶ ἔτσι βλέπει τὴν ἑλληνικότητα (τὴν Ρωμηοσύνη) τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπὸ τὸ δόγμα, τὴν λατρεία καὶ τὴν ἄσκηση καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ ἐθνικιστικὴ προοπτική. Ἡ προσπάθεια νὰ ἀποσυνθέση κανεὶς τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπὸ τὴν ἱστορική της ἔκφραση οὐσιαστικὰ συνδέεται καὶ μὲ τὴν ἀποσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἱστορία. Μιὰ τέτοια θεώρηση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καταλήγει στὴν οὐτοπία. Γιατί οὐτοπία δὲν εἶναι ἡ θεωρία περὶ τῆς Ρωμηοσύνης, ἀλλὰ ἡ ἄρνησή της χάρη μιᾶς ἐπαναφορᾶς στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ σὲ μιὰ οὐτοπιστικὴ οἰκουμενιστικὴ διάσταση, εἶναι μιὰ «οὐμανιστικὴ ἠθική», «μιὰ παρωδία», «μιὰ αὐταπάτη», βγαίνει «ἔξω ἀπ' τὸν ρυθμὸ τῆς Ἐκκλησίας».

Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ἡ ὅλη παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης συνδέεται στενὰ μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐκφράσθηκαν μὲ οἰκουμενικὸ τρόπο. 

Ὁ Ἑλληνισμὸς συνδέεται μὲ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα, ὅπως φαίνεται στοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους, ἀλλὰ καὶ τὴν δράση τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ παιδεία καὶ ἡ φιλοσοφία διακρίνονται ἔντονα ἀπὸ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα. Ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὴν ἐπέκτασή της σὲ ὅλον τὸν κόσμο, στὴν πραγματικότητα ἦταν ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν οἰκουμενικὴ διάστασή του. Μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία διαδόθηκε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία σὲ ὅλον τὸν τότε γνωστὸ κόσμο καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ λεγομένη ἑλληνιστικὴ περίοδος τῆς ἱστορίας. Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ποὺ ἐπεκτάθηκε στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ προσέλαβε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ τὴν ἔκφραση τῆς πίστεώς του ὑπῆρξε οἰκουμενικός. Ἄλλωστε, ὅλο τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων ἀναφερόταν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Νέας Ρώμης ὀνομάσθηκε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Σύνοδοι ποὺ συνεκλήθησαν νὰ «ὁριοθετήσουν» τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια, ἀντιμετωπίζοντας τοὺς αἱρετικούς, ὀνομάσθηκαν Οἰκουμενικές. Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ἐκφράσθηκε στὴν Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, δὲν λειτουργοῦσε ἐθνικιστικά. Ἄλλωστε, ὁ ἐθνικισμὸς βιώθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ ἀναπτύχθηκε κυρίως τὸν 18ο αἰῶνα ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ ρομαντισμοῦ. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1872 στὴν Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τὸν ἐθνοφυλετισμὸ ὡς αἵρεση. Στὸν Συνοδικὸ ὅρο ὁ ἐθνοφυλετισμὸς χαρακτηρίζεται «καινὴ δόξα», «φυλετικὴ παρασυναγωγὴ» καὶ θεωρεῖται ξένος πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ πολέμιός της, ἀντιβαίνει στὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀνατρέπει τὸ πολίτευμά της.

Ὁ τρίτος λόγος εἶναι ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη μὲ τὴν ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητος –ὄχι τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἢ τῆς πολυπολιτισμικότητος– συναντᾶται σήμερα καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος.

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὰ μέρη τῆς Τουρκίας. Ἄλλωστε, ἐκεῖ μεγαλούργησε ἡ Ρωμηοσύνη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἔκανε λόγο γιὰ τοὺς Ρωμαίους ποὺ συνάντησε στὰ μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἐννοοῦσε τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τοὺς Μωαμεθανούς-Οθωμανούς. Ἅς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν περίφημο λόγο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Παραγγελίαν ἔχομεν τοῦ μὴ μισῆσαι τινά. Ἀγαπῶ τοὺς Ρωμαίους ὡς ὁμοπίστους τοὺς δὲ Γραικοὺς ὡς ὁμογλώσσους».

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι Ἄραβες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ὅπως τοὺς συνήντησα καὶ προσωπικά, ὅταν εὑρισκόμουν στὸν Λίβανο, ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται Ροὺμ Ὀρτοντόξ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἄραβες καὶ τοὺς Χριστιανοὺς αἱρετικούς. Μάλιστα καυχῶνται καὶ τὸ διακηρύττουν ἐπισήμως ὅτι εἶναι οἱ ἰθαγενεῖς κάτοικοι τῶν περιοχῶν ἐκείνων, τοὺς ὁποίους βρῆκαν οἱ Ἄραβες, ὅταν ἦλθαν στὴν περιοχή τους. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἀγαποῦν καὶ ἐμᾶς τοὺς Ρωμηοὺς Ἕλληνες ποὺ κατοικοῦμε στὴν Ἑλλάδα.

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ποὺ κατοικοῦν στὴν περιοχὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια διαχωρίζονται ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους καὶ Κόπτες. Ἅς θυμηθοῦμε τὴν ἀναφορὰ τῆς Ρωηοσύνης ποὺ κάνει ὁ Καβάφης στὰ ποιήματά του. Στὸ ποίημά του «Πάρθεν» κάνει λόγο γιὰ τὴν Πόλη, τὴν Σαλονίκη, τὴν Τραπεζοῦντα, τὴν Ρωμανία καὶ ὅπως ἔχει εἰπωθῇ «ὁ Καβάφης ζεὶ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς Ἀφρικῆς καὶ αἰσθάνεται Ρωμιὸς καὶ ὄχι Νεοέλληνας. Αὐτὸ εἶναι τὸ βασικὸ κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ Καβάφη» (Μανόλης Σαββίδης). Ὁ ἴδιος ὁ Καβάφης αὐτοβιογραφεῖται: «Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης στὴν καταγωγή, ἀλλὰ γεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια». Ἔτσι, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ οἰκουμενικότητα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν καὶ ἡ κοσμοπολίτικη συμπεριφορά τους.

Ρωμηοὶ εἶναι καὶ αἰσθάνονται πολλοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ποὺ συνάντησα παντοῦ σὲ ὅλον τὸν κόσμο, τὴν Εὐρώπη, τὴν Ἀμερική, τὰ Βαλκάνια, τὴν Ρωσία, ὅσοι δηλαδὴ καυχῶνται ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ ἔχουν ἀναφορὰ στὴν Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὸ οἰκουμενικό της πνεῦμα, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔκανε λόγο γιὰ Ρωμηοσύνη, γιατί ὡς Καππαδόκης κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν ρωμαίϊκη ἀτμόσφαιρα, ἔζησε στὴν Ἀμερική, δίδαξε στὸν Λίβανο καὶ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνέπτυξε πολὺ τὴν ἔννοια καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ρωμηοσύνης, ποὺ τὴν διέκρινε ἀπὸ τὴν Φραγκοσύνη καί, γενικά, τὸν ἐνθοφυλετισμό. Πράγματι, μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς Ρωμηοσύνης μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ πολλοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ζοῦν σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ προέρχονται ἀπὸ διάφορα ἔθνη καὶ διάφορες φυλές. Ἀλλὰ ἔτσι μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ποὺ διακρίνονται σαφέστατα ἀπὸ τοὺς παγανιστές-νεοειδωλολάτρες.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης πολλὲς φορὲς ἀναφερόταν στὸν λόγο τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε τὸν ὅρο Ρωμηοσύνη καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραφε: «Ἕλληνες γιὰ νὰ ρίχνουμε στάχτη στὰ μάτια τοῦ κόσμου πραγματικά, Ρωμιοί. Τὸ ὄνομα (Ρωμιὸς) κάθε ἄλλο εἶναι παρὰ γιὰ ντροπή. Ἂν δὲν τὸ περιζώνει ἀγριλιὰς στεφάνι ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο, τὸ ἀνυψώνει στέμμα ἀκάνθινο μαρτυρικὸ καὶ θυμάρι μοσκοβολὰ καὶ μπαρούτη». Ἔτσι ἡ Ρωμηοσύνη διακρίνεται γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα.

Ὁ τέταρτος λόγος εἶναι ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τὰ περὶ Ρωμηοσύνης τὰ συνέδεσε σαφέστατα μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ρωμηοσύνη συνδέεται στενὰ μὲ τὸν ἡσυχασμό. Οἱ Ρωμηοὶ Πατέρες ἦταν ἡσυχαστὲς καὶ ὄχι στοχαστές. Ἔτσι ἑρμήνευε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τὴν Ρωμηοσύνη. Ἀναφερόμενος στὸν εἰδικὸ γιὰ ὀρθόδοξα θέματα Λατῖνο Jugie (Ζιουζὶ) ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ἀνήγγειλε τὸν θάνατο τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης: «Καὶ δὲν νομίζω ὅτι πᾶνε τυχαῖα αὐτὰ τὰ θέματα, ἡσυχασμός-Ρωμηοσύνη. Ὁπότε τὸ σχέδιο ἦταν, νὰ σβύση καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μαζί. Αὐτὸ εἶναι τὸ σχέδιο». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δὲν κινεῖται σὲ ἐθνοφυλετικὰ πλαίσια, ἀφοῦ ὁ Ρωμηός-ἡσυχαστὴς ἔχει ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία, τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐθνοφυλετικός. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἡσυχαστική-φιλοκαλικὴ πλευρὰ τῆς Ρωμηοσύνης μποροῦμε νὰ συναντηθοῦμε μὲ πολλοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν ἐκτὸς Ἑλλάδος καὶ ἀνήκουν σὲ ἄλλα Ἔθνη, καὶ θὰ βιώσουμε τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ρωμηοσύνης. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ βροῦμε καὶ τὴν ἀληθινὴ ἑλληνικότητά μας, τὴν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.

Ἑπομένως, ὅσοι κρίνουν ἐπιπόλαια τὴν θεωρία περὶ Ρωμηοσύνης καὶ τὴν θεωροῦν ὡς ἐθνικισμὸ δὲν ἔχουν ἀντιληφθῇ ὅτι ἀγνοοῦν τόσο τὴν οἰκουμενικότητά της ὅσο καὶ τὴν ἐκκλησιαστικότητά της μὲ τὴν μετατροπὴ τῆς φιλαυτίας σὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία, καὶ γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ κλεισθῇ στοὺς ποικιλώνυμους ἐθνικισμούς, ὅπως τὸν ἑλληνικό, τὸν ἀραβικὸ καὶ τὸν σλαβικό.–

Κύριο ἄρθρο: Μνήμη π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Μνήμη π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Photo: Peter Williams/Photo Oikoumene

Σάν σήμερα πρίν 22 χρόνια, καί συγκεκριμένα τήν 1 Νοεμβρίου 2001, ἐκοιμήθη στήν Ἀθήνα, τήν ἡμέρα τῶν ἁγίων Ἀναργύρων μπροστά στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Κυριακῆς ὁδοῦ Ἀθηνᾶς, ὁ κορυφαῖος Δογματικός θεολόγος καί ἱστορικός, ἀλλά καί ὁμολογητής τῆς πίστεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Πρός τό τέλος τῆς βιολογικῆς του ζωῆς, μέ αἴτησή του, ἐντάχθηκε στό Κληρικολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, γι’ αὐτό καί ὡς Μητροπολίτης του ἀσχολήθηκα μέ ὅλη τήν διαδικασία τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας του, σέ συνεργασία μέ τόν Καθηγητή Πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό, ἐξ ἴσου ἐπιστήθιο φίλο του, καί ἄλλους Κληρικούς, στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν, ὅπου ὁμίλησαν ἐκπρόσωποι τῶν τεσσάρων Θεολογικῶν Τμημάτων τῶν δύο Θεολογικῶν Σχολῶν, Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, καί ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔζησε τό πρῶτο μισό τῆς ζωῆς του στήν Ἀμερική, σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, στά Πανεπιστήμια Γέϊλ καί Χάρβαρντ, στόν Ἅγιο Βλαδίμηρο Νέας Ὑόρκης, στό Ἰνστιτοῦτο Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι καί στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν. Τό δεύτερο μισό μέρος τῆς ζωῆς του ἔζησε μεταξύ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης καί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Λιβάνου, καί συμμετεῖχε στούς Θεολογικούς διαλόγους μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὁμολογιῶν, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Οἱ Θεολογικές του γνώσεις ἀπό τήν πλούσια ἐρευνητική του ἐργασία ἦταν μεγάλες, ἡ γνώση τῆς ἀγγλικῆς καί γαλλικῆς γλώσσης τοῦ ἦταν ἐπαρκής, ἀλλά καί οἱ τεράστιες ἱστορικές γνώσεις τόν βοήθησαν στό ἔργο του. Ἦταν ἕνας εὐφυής ἄνθρωπος καί γνώστης τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, στίς σαφεῖς προϋποθέσεις τῆς θεολογίας τους, πού ἦταν ἡ μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Ὡς ἕνα θεολογικό μνημόσυνο στήν μνήμη του θά δημοσιεύσω ἕνα κείμενο πού ἔγραψα πρόσφατα μέ τίτλο «Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς Καθηγητής τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης Ἀμερικῆς» τά ἔτη 1960-1961, καί 1961-1962, πού ἐνῶ τότε ἦταν ἡλικίας 33-34 ἐτῶν ἦταν ἕνας ὥριμος Δογματικός Θεολόγος.

Νά σημειωθῆ ὅτι ὑπῆρξε μαθητής τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ καί μάλιστα ὁ καλύτερός του μαθητής, πράγμα πού ἐπιμελῶς καί ἐνσυνειδήτως παραθεωροῦν ὅσοι ἀναφέρονται στόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ὅπως καί ἔγινε πρόσφατα σέ Θεολογικό Συνέδριο, ἀλλά αὐτήν τήν περίοδο πού δίδασκε Δογματική στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης ἦταν συνάδελφος Καθηγητής μέ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφκυ καί ἔμεναν στήν ἴδια Πολυκατοικία στήν Βοστώνη.

Ἀκολουθεῖ τό κείμενο (pdf):

«Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς Καθηγητής τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης Ἀμερικῆς»

Κύριο ἄρθρο: Ὁ Θε­ο­λό­γος τῆς ἐ­μπει­ρι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἑνὸς μεγάλου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἑνὸς φλογεροῦ καὶ ἐμπνευσμένου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης καὶ ἑνὸς Ἱεροκήρυκος ποὺ χαρακτηρίσθηκε ὡς «καλλικέλαδο ἀηδόνι τοῦ ἄμβωνος». Ἴσως δὲν ἐμφανίσθηκε στὴν ἱστορία λαμπρότερος κήρυκας τοῦ θείου λόγου. Διαβάζοντας κανεὶς τὰ κείμενά του διακρίνει μιὰ θεοφιλῆ καρδιὰ ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἔπαλλε ἀπὸ τὴν νοσταλγία τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος. Τὰ λόγια του ἦταν πυρφόρα, γιατί ἔβγαιναν ἀπὸ ἕνα καμίνι ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα τροπάριο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Μελωδικῶς ἀνυμνήσωμεν», «τὴν χρυσήλατον σάλπιγγα, τὸ θεόπνευστον ὄργανον... τῆς Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα, τὸν νοὺν τὸν οὐράνιον, τῆς σοφίας τὸν βυθόν, τὸν κρατῆρα τὸν πάγχρυσον»

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου: «ἰδοὺ ὁ δεσπότης Κύριος Σαβαὼθ ἀφελεῖ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ ἰσχύοντα καὶ ἰσχύουσαν... δικαστὴν καὶ προφήτην καὶ στοχαστὴν» σημειώνει τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ προφήτου καὶ τοῦ στοχαστοῦ. Λέγει: «ἕτερον μὲν γὰρ στοχασμὸς καὶ προφητεία ἄλλο». Ὁ στοχαστὴς ὁμιλεῖ γιὰ τὰ μέλλοντα, ἀφοῦ στοχάζεται ἀπὸ τὴν πεῖρα τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ ὁ προφήτης ὁμιλεῖ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ σημειώνει: «Ἀλλὰ πολὺ τὸ μέσον τούτου κακείνου, ὅσον συνέσεως ἀνθρωπίνης καὶ θείας χάριτος τὸ διάφορον». Δηλαδή, ὅση διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, τόση διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ στοχαστοῦ καὶ τοῦ προφήτου. Τελικά, προφήτης δὲν εἶναι μόνον ἐκεῖνος ποὺ προαναγγέλλει τὰ μέλλοντα, ἀλλὰ ὁ διδάσκαλος, ὁ ἐμπειρικὸς θεολόγος ποὺ καθοδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν βίωση τῶν μελλόντων ἀπὸ τώρα.

Ὁ κόσμος σήμερα γέμισε ἀπὸ στοχαστές, δοκησισόφους, ποὺ κρίνουν βάσει τοῦ μυαλοῦ τοὺς καὶ τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα χρειάζονται προφῆτες, οἱ ὁποῖοι θὰ προσανατολίζουν τὸν νοῦ τους στὸν Θεό. Ὡς κάτοικοι μιᾶς χώρας ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὸν τρόπο διοργανώσεως τῆς κοινωνίας, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν δίκαιη κατανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ ὡς Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἀποκτήσουμε κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Δυστυχῶς ἔχουμε ὑποστῇ μεγάλη φθορὰ μὲ τὴν στροφὴ τοῦ νοῦ μας στὰ γήϊνα, στὴν κοινωνιολογία, ἐνῷ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ μιὰ ὁμιλία του μιλῶντας προσωπικὰ στὸν κάθε ἀκροατῆ του λέγει ὅτι «ἡ πόλις ἄνω ἐστιν, ἐνταῦθα ὁδὸς» καὶ ὅτι δὲν εἶσαι «πολίτης» ἀλλὰ «ὀδίτης». Ὅλοι σήμερα ἀσχολοῦνται μὲ τὴν κάτω πόλη καὶ ὄχι μὲ τὴν ἄνω πόλη, τὸ οὐράνιο πολίτευμα, δὲν αἰσθάνονται ὀδίτες, ἀλλὰ μόνον πολῖτες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Σήμερα λείπουν οἱ θεολόγοι μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ποὺ θὰ εὐαγγελίζωνται τὴν εἰρήνη καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ θὰ ἐπαναφέρουν τὸν νοῦ μας στὴν καρδιὰ καὶ τὸν Θεὸ μὲ τὴν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας.

Πάνω ἀπὸ τοὺς κοινωνιολόγους καὶ τοὺς φιλοσόφους, δηλαδὴ τοὺς στοχαστές, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ πραγματικοὺς θεολόγους. Ἕνα τέτοιο ἔργο ἐπιτέλεσε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, διδάσκαλος τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, «προφήτης τῆς Ρωμηοσύνης», ὅπως τὸν ἀποκάλεσαν, ἐκφραστὴς τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Συχνὰ δίδασκε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ θεολογία δὲν εἶναι στοχασμός, ἀλλὰ προφητεία καὶ ὁ κάθε Κληρικός, ἰδιαίτερα ὁ Ἐπίσκοπος, πρέπει νὰ εἶναι προφήτης, γιατί ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν προφῆτες δὲν μποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν οἱ αἱρέσεις.

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου μὲ τὴν συμπλήρωση δεκαετίας ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου διδασκάλου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἀφιέρωσε αὐτὴν τὴν Κυριακή, ποὺ συνέπεσε μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ τελεῖ ἱερὸ μνημόσυνο ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ μετὰ τῶν δικαίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Ἁγίων, τοὺς ὁποίους τόσο ἀγάπησε, καθὼς ἐπίσης διοργανώνει καὶ ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα ποὺ θὰ ἐπακολουθήση καὶ θὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ μακαριστοῦ Κληρικοῦ καὶ θεολόγου.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, μὲ δική του ἀπόφαση καὶ δικές μου ἐνέργειες, μετεγγράφη ἀπὸ τὸ Κληρικολόγιο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς στὸ ἱερατικὸ δυναμικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, χωρὶς φυσικὰ νὰ μισθοδοτῆται, γιατί κάπου ἔπρεπε νὰ ἀνήκη ὡς Κληρικός. Ἡ ἐπιλογή του ὀφείλεται στὴν μεγάλη ἐπικοινωνία ποὺ εἴχαμε, ἰδιαιτέρως τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, μετὰ τὴν συνταξιοδότησή του ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ὅταν, κατὰ κάποιον τρόπο, περνοῦσε τὴν «θεολογική του μοναξιά». Δὲν ἤμουν ὁ μόνος μὲ τὸν ὁποῖο τὸν τελευταῖο καιρὸ εἶχε ἐπικοινωνία, ἀφοῦ ἐπικοινωνοῦσε ἰδιαιτέρως καὶ μὲ ἄλλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων μὲ τὸν Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, ποὺ βρίσκεται σήμερα μαζί μας.

Ἡ θεολογία ποὺ ἐξέφραζε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης δὲν ἦταν δική του, δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ «ρωμανιδικὴ» θεολογία, ἀλλὰ γιὰ τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων διὰ μέσου τῶν αἰώνων ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὸν Θεὸ μέσα στὸ Φῶς. Πρόκειται γιὰ τὴν θεολογία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς καὶ γι’ αὐτὸ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀγαποῦσε πολὺ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ γενικὰ τοὺς φιλοκαλικοὺς καὶ νηπτικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δίδασκαν ἀφ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Φῶς καὶ ἀποκαλύπτεται μέσα στὸ Φῶς, ἀφ ἑτέρου δὲ ὅτι ἡ μέθοδος τῆς πραγματικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἱερὰ ἡσυχία, ὅπως φαίνεται στὴν Ἁγία Γραφή, τὴν συστηματοποίησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ τὴν κατοχύρωσαν οἱ Σύνοδοι τοῦ 14ου αἰῶνος, ἰδιαιτέρως ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1351, ποὺ δίκαια μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης πέρα ἀπὸ τὶς οἰκογενειακὲς καταβολὲς ὑπῆρξε γνήσιος μαθητὴς τοῦ μεγαλυτέρου θεολόγου τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος μακαριστοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι. Ὁ ἴδιος ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι σὲ μιὰ διασωθεῖσα ἐπιστολή του, ποὺ τὴν ἀπέστειλε σὲ κάποιον Ρῶσο τὸ ἔτος 1960, ἀφοῦ κρίνει μερικοὺς ἄλλους θεολόγους τῆς ἐποχῆς του, στὸ τέλος γράφει: «Γενικῶς ὁμιλοῦντες, εἶναι λίγες οἱ Θεολογικὲς δυνάμεις ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα. Ἐναποθέτω τὶς ἐλπίδες μου στὸν μαθητὴ μου π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ποὺ συνέγραψε πρὶν ἀπὸ τρία-τέσσερα χρόνια ὑπέροχη διδακτορικὴ διατριβὴ γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, σπουδὴ στοὺς δύο πρώτους αἰῶνες (Ἑλληνικά, στὴν Ἀθήνα) καὶ τώρα ἐργάζεται κοντά μου γιὰ διδακτορικὸ στὴν φιλοσοφία στὸ Harvard. Σὲ αὐτόν, ἀντιθέτως, ὑπάρχει μᾶλλον ἡ τάση πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς "ἀπομονώσεως" - ἀποστροφὴ ἀπὸ τὴ Δύση σὲ ὅλα καὶ ἀπομόνωση στὴ Βυζαντινὴ Παράδοση, ἀλήθεια, παραμένοντας στὸ ἐπίπεδο τῆς γνήσιας Θεολογικῆς κουλτούρας καὶ τῆς βαθιᾶς ἐκκλησιαστικότητας».

Ἐπίσης, ἀπὸ μιὰ μαρτυρία κοινοῦ μαθητοῦ καὶ τῶν δύο φαίνεται ὅτι ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἔλεγε: «Πρόσεχε, υἱέ μου, αὐτὰ ποὺ σοῦ διδάσκει ὁ πατὴρ Ἰωάννης ὄχι μόνον θὰ σώσουν τὴν ψυχή σου, ἀλλὰ θὰ σὲ κάνουν φάρο τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ἕναν κόσμο ποὺ σπαράσσεται ἀπὸ τὴν ἀφομοίωσιν καὶ τὸν σχετισμόν. Ἡ ἀποστολή σου ὡς ἱερεὺς θὰ εἶναι νὰ διδάξης τὴν ἀλήθειαν ποὺ μένει στοὺς αἰῶνες, καὶ αὐτὴ τὴν ἀλήθειαν θὰ τὴν μάθης ἀπὸ τὸν πατέρα Ἰωάννην». Πράγματι, ἡ θεολογία τὴν ὁποία παρέδιδε ὁ π. Ἰωάννης ἦταν θεολογία ποὺ μπορεῖ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, δὲν ἦταν θεολογικὴ διανόηση ποὺ γεμίζει τὸ μυαλὸ μὲ θεολογικὲς γνώσεις, ἀλλὰ μιὰ θεολογία ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία, δὲν ἦταν στοχασμός, ἀλλὰ προφητεία ἢ τοὐλάχιστον λόγοι Προφητῶν.

Ὅσοι διατυπώνουν διάφορους προβληματισμοὺς γιὰ τὴν θεολογία ποὺ δίδασκε ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἔχουν δεχθῇ ποικίλες ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸν δυτικὸ χῶρο, δηλαδὴ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμὸ καὶ προσχολαστικισμό, τὸν προτεσταντικὸ ἠθικισμό, τὸν γερμανικὸ ἰδεαλισμὸ καὶ τὸν σλαυικὸ ἐθνικισμό. Δυστυχῶς, ἐπιδράσεις τέτοιες ἔχουν εἰσρεύσει καὶ στὸν χῶρο μας, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ θεολογία ποὺ ἐξέφραζε ὁ π. Ἰωάννης εἶναι σημαντικὴ ἀπὸ κάθε πλευρά.

Στὴν Ἡμερίδα ποὺ θὰ ἀκολουθήση μετὰ τὴν θεία Λειτουργία θὰ ὁμιλήσουν διακεκριμένοι θεολόγοι ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατὰ διαφόρους βαθμοὺς ἐπικοινωνία μὲ τὸν μακαριστὸ π. Ἰωάννη καὶ θὰ ἀναλύσουν τὴν ζωὴ καὶ τὸ θεολογικὸ ἔργο του.

Εὐχαριστῶ ὅλους ὅσοι παρευρίσκονται σὲ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις μνήμης γιὰ τὸν μεγάλο θεολόγο τῆς ἐποχῆς μας, δηλαδὴ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἄρτης κ. Ἰγνάτιο, τοὺς Καθηγητές, τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχές, τοὺς θεολόγους καθηγητές, ὅσοι ἦλθαν ἀπὸ μακριὰ γιὰ νὰ συμμετάσχουν σὲ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις. Ἀλλὰ εἶναι καιρὸς νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μετὰ τῶν δικαίων, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε.

Κύριο ἄρθρο: π. Γεώργιος Φλωρόφσκι καί π. Ἰωάννης Ρωμανίδης

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Μέ τήν εὐκαιρία τῶν 40 ἐτῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ μεγάλου θεολόγου π. Γεωργίου Φλωρόφσκι θά διοργανωθοῦν διάφορα Συνέδρια καί θά ἀφιερωθοῦν ὁμιλίες γιά νά μελετηθῆ τό ἔργο του. Ἤδη γιά ἕνα τέτοιο Συνέδριο πού διοργανώνει ἡ Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων ἑτοιμάζω μιά εἰσήγηση, στήν ὁποία ἀποδεικνύω τήν μεγάλη σχέση μεταξύ τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι καί τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Μάλιστα, ὁ Φλωρόφσκι θεωροῦσε τόν Ρωμανίδη ὡς τόν ὀξυνούστερο τῶν μαθητῶν του.

Στό βιβλίο πού ἔγραψα στό παρελθόν μέ τίτλο «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἕνας κορυφαῖος Δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου – Πελαγίας, Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν καί Λεβαδείας) δημοσίευσα εἴκοσι πέντε (25) ἐπιστολές τοῦ Ρωμανίδη στόν Φλωρόφσκι, πού ἀνακάλυψα καί τίς ἀνέλυσα γιά νά φανῆ αὐτή ἡ συνεχής σχέση καί ἐπικοινωνία μεταξύ τους.

Δυστυχῶς, δέν μπόρεσα νά ἀνεύρω τίς ἐπιστολές τοῦ Φλωρόφσκι πρός τόν Ρωμανίδη, πού θά ἦταν ἐνδιαφέρουσες, ἀλλά ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Ρωμανίδη πού δημοσιεύω φαίνονται καί οἱ ἀπόψεις πού ὑποστήριζε ὁ Φλωρόφσκι.

Ὅποιος διαβάση τίς εἴκοσι πέντε (25) αὐτές ἐπιστολές καί τήν ἀνάλυση πού γίνεται θά βρῆ πολλά αὐτοβιογραφικά στοιχεῖα τῶν δύο μεγάλων αὐτῶν ἀνδρῶν, τό περιβάλλον στό ὁποῖο ἔζησαν καί τίς ἀπόψεις τους γιά διάφορα θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήματα. Θά διαπιστώση τήν μεγάλη σχέση πού εἶχαν μεταξύ τους καί ὅτι ὁ Ρωμανίδης ἦταν ἀληθινός μαθητής του.

Ἐδῶ θά ἐκτεθῆ τό μεγαλύτερο μέρος τῶν συμπερασμάτων μου μετά τήν παράθεση τῶν ἐπιστολῶν καί τῆς ἀνάλυσής τους.

Γράφω, μεταξύ τῶν ἄλλων:

«Οἱ διασωθεῖσες ἐπιστολές τοῦ Ρωμανίδη πρός τόν Φλωρόφσκι εἶναι σημαντικές, γιατί παρουσιάζουν τήν σχέση καί τήν ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων θεολόγων τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Διαβάζοντας κανείς αὐτές τίς ἐπιστολές καταλαβαίνει ὅτι ὁ Ρωμανίδης ἦταν μαθητής τοῦ Φλωρόφσκι, αὐτός τόν καθοδήγησε στίς πρῶτες θεολογικές του μελέτες καί ἀναζητήσεις, ὁ δέ Ρωμανίδης τόν σεβόταν ὑπερβολικά καί τόν ἐνημέρωνε γιά τά πάντα. Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί μέχρι τώρα ἀμφισβητεῖτο ἡ θεολογική σχέση τοῦ Ρωμανίδη μέ τόν Φλωρόφσκι. Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἀπό μερικούς συγχρόνους θεολόγους ἐπαινεῖται τό θεολογικό ἔργο τοῦ Φλωρόφσκι, ἐν τούτοις ἀπό τούς ἴδιους περιφρονεῖται τό θεολογικό ἔργο τοῦ Ρωμανίδη.

Βέβαια, ὅταν τελικά διαβάση κανείς συγκριτικά τό θεολογικό ἔργο τῶν δύο αὐτῶν ἀνδρῶν, καταλαβαίνει ὅτι ἔχουν κοινά σημεῖα, γιατί ὁμιλοῦν γιά τήν ἀξία τῶν ἁγίων Πατέρων, γιά τήν σημασία τῆς νηπτικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν διαχρονική σημασία τοῦ ἑλληνισμοῦ –στήν πραγματικότητα γιά τόν λεγόμενο ἐκχριστιανισμένο ἑλληνισμό– γιά τήν βαβυλώνεια αἰχμαλωσία τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως στήν δυτική παράδοση, γιά τήν ἀλλοίωση σέ μερικά σημεῖα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως ἀπό τήν ρωσική θεολογία, γιά τήν ἀξία τῆς Φιλοκαλίας κλπ. Ὅμως, ὁ Ρωμανίδης προχώρησε τό θέμα τονίζοντας τήν ἀξία τῆς ἐμπειρίας, ὅπως φαίνεται στήν ἡσυχαστική παράδοση, ἀλλά καί τήν ἑνότητα τῶν Ρωμαίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γιατί θεωροῦσε ὅτι ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία εἶχε ἐξελληνισθῆ πρίν τόν ἐκχριστιανισμό της καί ὅτι οἱ πρῶτοι Πατέρες εἶχαν ἑνότητα πίστεως, πράγμα πού ἀλλοιώθηκε μέ τήν κάθοδο τῶν Φράγκων.

Πιό συγκεκριμένα, ὁ Φλωρόφσκι ἔδινε μεγάλη σημασία στούς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, προφανῶς γιά νά κρίνη τήν θεωρία τοῦ Ἀλέξη Χομιακώφ καί τῶν Ρώσων, ὅτι δηλαδή ἡ σχολαστική θεολογία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν πατερική θεολογία καί ἡ ρωσική θεολογία ἀνώτερη καί ἀπό τίς δύο αὐτές θεολογίες. Ἐπίσης, ὁ Φλωρόφσκι ἔδινε μεγάλη βαρύτητα στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ὑπογράμμιζε τήν ἀξία τοῦ βιβλίου τῆς Φιλοκαλίας. Ὁ Ρωμανίδης ἔχει καί τά τρία αὐτά σημεῖα στήν θεολογία του, ἀλλά προχώρησε τά θέματα βαθύτερα. Τόνισε τήν ἀξία τῶν Ρωμαίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά δείξη τό κακό πού προξένησαν στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας οἱ Φράγκοι θεολόγοι. Ἐπίσης, εἶδε τήν μεγάλη ἀξία τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τήν ἀξία τῆς Φιλοκαλίας, ἀναλύοντας περισσότερο τήν οὐσία τοῦ ἡσυχασμοῦ, πού συνίσταται στήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, ἔκανε λόγο γιά τήν ἡσυχία, τήν νοερά προσευχή καί τήν θεωρία-θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι προχώρησε τίς θεολογικές θέσεις τοῦ Φλωρόφσκι ἀκόμη περισσότερο καί εἶδε τήν πρακτική διάσταση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως στήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν θέωση....

Ἡ οὐσία τοῦ θέματος εἶναι ὅτι οἱ ἐπιστολές αὐτές φανερώνουν τήν στενή ἐπικοινωνία δύο μεγάλων καί κορυφαίων θεολόγων τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι καί τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, καί οἱ ὁποῖοι μέ τό ἔργο τους βοήθησαν νά ἐλευθερωθῆ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τήν βαβυλώνεια αἰχμαλωσία της στήν σχολαστική, ἠθικιστική καί ἰδεαλιστική νοοτροπία τῆς Δύσεως».

Νομίζω ὅτι ὅποιος ἀγνοεῖ τήν θεολογική σχέση μεταξύ τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι καί τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ἀγνοεῖ ταυτόχρονα ἕνα μεγάλο μέρος τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι.

Κύριο Θέμα: «Θεολογικές Μελέτες» - Νέο Θεολογικό βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Νέο Θεολογικό βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Theologikes MeletesΠρόσφατα ἐξεδόθη νέο βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μέ τίτλο «Θεολογικές Μελέτες» καί ὑπότιτλο «ἐπιστημονικές καί ἐρευνητικές ἐργασίες κυρίως τῆς περιόδου 1954-1970».

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔζησε τό μισό διάστημα τῆς ζωῆς του στήν Ἀμερική καί τό ἄλλο μισό διάστημα στήν Ἑλλάδα. Τά πρῶτα ἐρευνητικά κείμενά του ἦταν γραμμένα στήν ἀγγλική γλώσσα καί εἶχαν δημοσιευθῆ σέ περιοδικά, ἰδίως στό Greek Orthodox Theological Review, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, τό ὁποῖο τώρα δέν ἐκδίδεται, καί γι’ αὐτό ἦταν δυσεύρετα.

Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ἐρευνητική ἐπιστημονική αὐτή πλευρά τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἦταν ἄγνωστη σέ ὅσους δέν γνωρίζουν τήν ἀγγλική γλώσσα καί διεσπαρμένη, γι’ αὐτό ἀνέλαβα τό ἔργο νά μεταφραστοῦν καί νά ἐκδοθοῦν στήν ἑλληνική γλώσσα γιά νά γίνουν γνωστά στό ἑλληνικό κοινό καί στούς Θεολόγους.

Ἔτσι, πέρα ἀπό τήν γενική ἐπιμέλεια καί τόν πρόλογο πού ἔγραψα, παρεκάλεσα τόν κ. Ἀναστάσιο Φιλιππίδη, πού γνωρίζει καλά τήν ἀγγλική γλώσσα ἀπό τίς σπουδές του στήν Ἀμερική, στό Πανεπιστήμιο τοῦ Γέηλ, νά τίς μεταφράση, τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς κ. Γεώργιο Παναγόπουλο, στήν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, νά ἔχη τήν ἐπιστημονική ἐπιμέλεια, τήν Γενική Εἰσαγωγή καί τίς ἐπί μέρους Εἰσηγήσεις, τήν ἀδελφή Πελαγία νά ἐπιμεληθῆ τήν μετάφραση ὡς Ἀγγλίδα, καί τίς μοναχές τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) νά ἀναλάβουν τήν ἔκδοση. Φυσικά, ἔλαβα καί τήν ἄδεια ἀπό τήν κληρονόμο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τήν κόρη του Ἀναστασία Ρωμανίδη.

Ἔτσι, ὅλα αὐτά τά κείμενα συγκεντρώθηκαν σέ ἕναν τόμο καί ἐκδόθηκαν, καί θεωρῶ ὅτι ἡ ἔκδοση αὐτή θά ἀναδείξη ἀκόμη περισσότερο τήν ἐπιστημονική ἐπάρκεια τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στόν θεολογικό χῶρο, καθώς ἐπίσης θά δείξη τό μεγάλο ἐρευνητικό χάρισμα πού εἶχε καί ὅτι ἦταν πρωτοπόρος στήν ἐπαναφορά τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας στήν πατερική βάση, ἀπηλλαγμένη ἀπό σχολαστικές καί προτεσταντικές ἐπιρροές.

Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἔκδοση αὐτή θά ὁλοκληρώση τήν ἄποψη τῶν θεολόγων γιά τήν προσφορά τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στήν θεολογική ἐπιστήμη καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή.

Ὡς εἰσαγωγή στό βιβλίο αὐτό ἔγραψα ἕνα μικρό κείμενο μέ τίτλο: «Ἡ θεολογική πορεία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη». Τό παραθέτω γιά τήν ἐνημέρωση τῶν ἀναγνωστῶν.

 

Ἡ θεολογική πορεία τοῦ π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης (1927-2001) γεννήθηκε στόν Πειραιά ἀπό Καππαδόκες πρόσφυγες γονεῖς, ἀλλά ἀπό νήπιο 72 ἡμερῶν (περίπου δυόμιση μηνῶν) μεγάλωσε στήν Νέα Ὑόρκη (στό Μανχάταν), ζώντας μεταξύ τῆς καππαδοκικῆς παραδόσεως πού ἐπικρατοῦσε στό σπίτι του, μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τόν ἐκκλησιασμό, καί τῆς δυτικῆς παραδόσεως πού συναντοῦσε στό περιβάλλον τῶν Σχολείων καί τῶν Πανεπιστημίων πού σπούδασε.

Κατ’ ἀρχάς ὡς μαθητής σπούδασε σέ Παπικό Γυμνάσιο, ὅπου διδάχθηκε τήν θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ἔπειτα συνέχισε τίς σπουδές του ὡς φοιτητής στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, πού διδάχθηκε μιά θεολογία ἀνάμεικτη μεταξύ Ρωμαιοκαθολικοῦ Σχολαστικισμοῦ καί Προτεσταντικῆς βιβλικῆς ἑρμηνείας καί στοιχείων βιβλιογραφικῆς Πατερικῆς θεολογίας. Ἀκολούθως σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Γέιλ, ὅπου γνώρισε μέ ἐπιστημονικό τρόπο τήν προτεσταντική μέθοδο ἐρεύνης τῆς «Βίβλου», ὥς ὅτου συνάντησε στό Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου τῆς Νέας Ὑόρκης τόν μεγάλο ὀρθόδοξο θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος τοῦ δίδαξε τίς βάσεις τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς θεολογίας.

Τότε «ξύπνησε» ἀπό μέσα του τό καππαδοκικό περιβάλλον τῶν γονέων του καί μέ μιά προσωπική ἔντονη δημιουργική σύνθεση ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἕνας νέος παραδοσιακός καί δημιουργικός θεολόγος, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἔτσι, ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ, μέ τήν παράλληλη γνώση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί τοῦ ἁγιορειτικοῦ ἡσυχασμοῦ διαμόρφωσαν τελικά τόν ὥριμο Ἰωάννη Ρωμανίδη.

Εἶναι φανερόν ὅτι μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἐξέλιξη καί ἀνάπτυξη πρέπει νά μελετήση κανείς τήν ὅλη σκέψη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί νά δῆ τίς τρεῖς περιόδους τῆς θεολογικῆς του ἀναπτύξεως, ὅπως φαίνεται σέ ὅλα τά ἔργα πού συνέγραψε.

Ἑπομένως, ὡς συγγραφεύς ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης διακρίνεται σέ τρεῖς περιόδους. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ διαμορφούμενη θεολογική σκέψη του μέ τήν ἐπίδραση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι μέχρι τήν διδακτορική του διατριβή στήν Ἀθήνα τό 1957, γιά τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ἡ δεύτερη ἀρχίζει ἀπό τήν διδακτορική διατριβή τό ἔτος 1957 μέχρι τήν ἔλευσή του στήν Ἑλλάδα τό ἔτος 1968 κάτω ἀπό τήν μεγαλύτερη ἐπίδραση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ἀλλά, ἀσφαλῶς, καί μέ τό ξύπνημα τῆς καππαδοκικῆς παραδόσεως τῶν γονέων του καί τήν προσέγγισή του στήν ἡσυχαστική παράδοση. Ἡ τρίτη περίοδος ἀρχίζει ἀπό τό 1968 καί κυρίως τό 1970 πού ἄρχισε τήν ἀκαδημαϊκή του δραστηριότητα στήν Ἑλλάδα μέχρι τήν κοίμησή του τό ἔτος 2001.

Μέσα σέ αὐτές τίς τρεῖς περιόδους τῆς ζωῆς του βλέπει κανείς τήν ἀνάπτυξη τοῦ θεολόγου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ὡς συγγραφέα, καί μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἑρμηνεύση τό συγγραφικό καί προφορικό του ἔργο. Μεταξύ αὐτῶν τῶν τριῶν περιόδων τῆς ζωῆς του βλέπει κανείς διαφορές καί ὁμοιότητες. Θά ἐπιχειρήσω μιά μικρή παρουσίαση αὐτῶν τῶν τριῶν περιόδων τῆς θεολογικῆς του σκέψεως, ὡς θεολόγου συγγραφέως.

1. Περίοδος 1954-1957

Ἡ θεολογική αὐτή περίοδος ἔχει μέσα της δύο βάσεις. Ἡ μία εἶναι ἡ καππαδοκική παράδοση τῶν γονέων του καί ἡ δεύτερη εἶναι ἡ γνώση ἀπό τίς σπουδές του στά δυτικά Σχολεῖα καί Πανεπιστήμια.

Αὐτή τήν περίοδο διδάσκεται τήν θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, τήν ὁποία, ὅμως, ἀργότερα ἀπορρίπτει, ὅταν γνωρίζη τήν προτεσταντική μέθοδο ἐρεύνης τῶν Γραφῶν. Ἔπειτα, μέ τήν γνωριμία τῆς θεολογικῆς ὀρθοδόξου σκέψεως τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι κάνει μιά δημιουργική ἐρευνητική ἐργασία. Ἀπορρίπτοντας καί τήν προτεσταντική θεολογία, χρησιμοποιεῖ τήν μέθοδό της, πού εἶναι ἡ ἱστορική, ἡ φιλολογική καί ἡ θρησκευτική μέθοδος ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν, καί τήν εἰσάγει στήν ἑρμηνεία τῆς πατερικῆς παραδόσεως, γιά νά ἐξετάση τό κλίμα μέσα στό ὁποῖο θεολόγησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζοντας τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς τους.

Μέ τόν τρόπο αὐτό προχώρησε τήν ἔρευνα στίς ἀρχαῖες πηγές καί μελέτησε τήν περίοδο ἀπό τούς Ἀποστόλους μέχρι τούς σχολαστικούς θεολόγους, δηλαδή μιά περίοδο τῶν πρώτων ἕνδεκα αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἄρχισε μέ τήν μελέτη τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων φθάνοντας μέχρι τόν 4ο αἰώνα. Μέ τήν ἑρμηνευτική μέθοδο ἐρεύνης πού διδάχθηκε ἀπό τίς βιβλικές σπουδές του ξεχώρισε τούς Ἀποστολικούς Πατέρες καί τούς διαδόχους τους, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦσαν τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, ἀπό τούς φιλοσοφοῦντας θεολόγους, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦσαν τίς ἀπόψεις τῶν κλασσικῶν μεταφυσικῶν φιλοσόφων τοῦ 4ου αἰῶνος π.Χ., Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους καί τῶν μετέπειτα νεοπλατωνικῶν τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ.

Καρπός τῆς μελέτης αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι τά πρῶτα ἔργα του, ὅπως «Ἡ προπατορική ἁμαρτία κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο», «Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Μεγάλου Εὐχολογίου», «Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τόν Ἀλέξη Χομιακώφ», «Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου», μέ κατάληξη τήν διδακτορική του διατριβή «Τό προπατορικό ἁμάρτημα», τοῦ ὁποίου ὁ ὑπότιτλος εἶναι χαρακτηριστικός: «Συμβολή εἰς τήν ἔρευναν τῶν προϋποθέσεων τῆς διδασκαλίας περί Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος ἐν τῇ μέχρι τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου Ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ ἐν ἀντιβολῇ πρός τήν καθόλου κατεύθυνσιν τῆς Ὀρθοδόξου καί Δυτικῆς μέχρι τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου Θεολογίας».

Μέ τόν ὑπότιτλο αὐτό καί μέ τήν μελέτη τοῦ ὅλου ἔργου του φαίνεται καθαρά ὅτι, ἀρνούμενος τήν σχολαστική καί προτεσταντική θεολογία πού εἶχε διδαχθῆ καί χρησιμοποιώντας τήν μέθοδο ἐρεύνης τῶν Προτεσταντῶν στά βιβλικά κείμενα, παρουσιάζει τό τί εἶναι τό προπατορικό ἁμάρτημα μέ ὅλο τό συγγενές περιβάλλον τοῦ θέματος αὐτοῦ, ἤτοι «Σχέση Θεοῦ καί κόσμου», «Ὁ Σατανᾶς», «Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου», «Ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πνευματικός Ἄνθρωπος», καί ἀσκεῖ κριτική ὄχι μόνον στίς προτεσταντικές ἀπόψεις, ἀλλά καί στίς σχολαστικές θεωρίες, γιά τόν Θεό, τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ὅπως καί γιά τήν ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ.

Τό ὅτι τήν διατριβή αὐτή τήν ἀφιέρωσε στούς γονεῖς του μέ τήν φράση «εὐγνωμόνως ἀφιεροῦται εἰς τούς σεβαστούς μου γονεῖς Σάββαν καί Εὐλαμπίαν», δέν δείχνει μιά τυπική πράξη εὐγνωμοσύνης στούς γονεῖς του γιά τήν γέννηση καί τήν γενικότερη βοήθεια πού τοῦ προσέφεραν, ἀλλά γιά τό ὅτι ξύπνησε μέσα του ἡ ὅλη καππαδοκική παράδοση πού ζοῦσαν ἐκεῖνοι καί τήν ὁποία μετάγγιζαν σέ αὐτόν ἀπό τήν μικρή του ἡλικία.

2. Περίοδος 1957-1968

Ἡ δεύτερη περίοδος ὡς θεολόγου συγγραφέως ἦταν, κατά τήν γνώμη μου, ἡ πλέον δημιουργική περίοδος ἀπό ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς στήν θεολογική συγκρότησή του, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ἔγκριση τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς (1957) μέχρι τήν ἐκλογή του ὡς καθηγητοῦ στήν ἕδρα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης τό 1968. Ἄν ἡ προηγούμενη περίοδος (1955-1957) ὡς συγγραφέως ἦταν πράγματι ἕνα «θεολογικό ξύπνημά» του, αὐτή ἡ περίοδος ἦταν μιά δυναμική εἴσδυση στήν πατερική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Σέ αὐτό συνετέλεσαν τέσσερεις βασικοί παράγοντες. Πρῶτον, ἡ θεολογική συζήτησή του μέ τόν Καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα, κατά τήν ἔγκριση τῆς διατριβῆς του περί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πού τόν ἐκέντρισε κυριολεκτικά γιά τήν μετέπειτα θεολογική ἔρευνά του. Δεύτερον, ἡ συνέχιση τῶν μεταδιδακτορικῶν σπουδῶν του στό Πανεπιστήμιο τοῦ Χάρβαρντ κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι. Τρίτον, ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, πράγμα πού τόν βοήθησε νά συστηματοποιήση τήν ἕως τότε καί ἀκόμη συνεχιζόμενη ἔρευνά του πάνω στήν πατερική θεολογία, καί τήν ἀντιπαράθεση πρός τήν δυτική θεολογία. Τέταρτον, ἡ πρώτη οὐσιαστική προσέγγιση μέ τήν ἡσυχαστική ζωή καί ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, διά μέσου τοῦ Ἱερομονάχου π. Παντελεήμονος Μητρόπουλου, πρώην ὑποτακτικοῦ τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, καί μέ τήν ἀνάγνωση τῶν ἐπιστολῶν πού ἀπέστελε ὁ ἅγιος Ἰωσήφ στόν π. Παντελεήμονα.

Καρποί αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι τά ἔργα: «Ὁ μάρτυς Ἰουστῖνος καί τό τέταρτο Εὐαγγέλιο», «Ἡ φιλοσοφία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ A. Wolfson», «Τά σημαντικότερα σημεῖα τῆς συζητήσεως ἐπί τῆς Χριστολογίας τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας καί μερικές προτάσεις γιά μιά νέα προσέγγιση», «Σχόλια ἐπί τῆς Παλαμικῆς διαμάχης καί σχετικά θέματα (Μέρος Α΄, Μέρος Β΄)», «Μία φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί Χαλκηδόνα».

Αὐτή ἡ περίοδος ἦταν πολύ σημαντική γιά τήν θεολογική ἐξέλιξή του, ἦταν ἕνα σκαλοπάτι ἀνώτερο ἀπό τό πρῶτο πού τελείωσε μέ τήν διδακτορική του διατριβή. Ἡ θεολογική του σκέψη ἀναπτύσσεται περισσότερο καί ὡρίμασε ἐκπληκτικά καί δημιουργικά. Δέχεται ἐπιρροές ἀπό τόν δάσκαλό του π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, ἀλλά ἀναπτύσσεται περισσότερο δημιουργικά καί σέ πολλά θέματα διαφοροποιεῖται ἀπό αὐτόν, ἐκφράζοντας τόν προσωπικό του τρόπο ἐρεύνης καί καταγραφῆς.

3. Περίοδος 1968-2001

Ἡ τρίτη αὐτή περίοδος ἀρχίζει ἀπό τήν ἐκλογή του, τόν Ἰούνιο τοῦ 1968, στήν ἕδρα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ἀλλά ἄρχισε νά διδάσκη τό 1970 μέχρι τήν κοίμησή του. Ἀπό πλευρᾶς τῆς προσωπικῆς του ζωῆς ἦταν ἡ πλέον ταραχώδης περίοδος σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, ἤτοι θεολογικά, ἐκκλησιαστικά, οἰκογενειακά καί κοινωνικά, ὁπότε μετά τήν συνταξιοδότησή του αὐτοαπομονώθηκε μέχρι τήν κοίμησή του, τήν 1η Νοεμβρίου 2001.

Ἐπειδή εἶχε μιά ἄρτια ἐπιστημονική θεολογική συγκρότηση καί διέθετε ἕναν καππαδοκικό χαρακτήρα συνδεδεμένο μέ μιά ἀμερικανική νοοτροπία, δέν ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τούς περισσότερους συναδέλφους του Καθηγητές, ἐνῶ ἀγαπήθηκε πολύ ἀπό τούς φοιτητές του, πού πολλοί ἔγιναν Κληρικοί καί μοναχοί. Ὁ ἴδιος ἦταν εὐγενής ὡς ἄνθρωπος, ἐσωστρεφής, ἀλλά, ὅπου χρειαζόταν, γινόταν καί μαχητικός.

Ἡ μετακίνησή του ἀπό τήν Ἀμερική στήν Ἑλλάδα εἶχε συνέπειες στήν οἰκογενειακή του ζωή. Ἡ χρησιμοποίησή του ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους τόν ἔφεραν σέ ἀντίθεση μέ τήν δυτική θεολογία καί νοοτροπία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς ἑτεροδόξους, ἀλλά καί τούς ὀρθοδόξους θεολόγους πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν δυτική θεολογία, προτεσταντική καί σχολαστική. Ἡ προσπάθειά του, ἐπίσης, νά ἀφυπνίση τήν ὑπνώττουσα ἐκκλησιαστική παράδοση στούς ἀνθρώπους τῆς Ἑλλάδος, προξένησε τήν δυσφορία μερικῶν Νεοελλήνων θεολόγων.

Πάντως, αὐτήν τήν περίοδο πού ἕνας θεολόγος ὁ ὁποῖος μεγάλωσε στήν Ἀμερική καί ἦλθε στήν Ἑλλάδα, κομίζοντας τό πατερικό πνεῦμα μέ ἕναν φρέσκο τρόπο, ξάφνιασε πολλούς, θεολόγους καί μή, ὁπότε ἔγινε σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ἄλλοι ἐνθουσιάσθηκαν καί ἄλλοι ἀντιδροῦσαν μέ ποικίλους τρόπους στά ὅσα ἔλεγε.

Προοΐμιον αὐτῆς τῆς περιόδου, πού εἶναι καί ἡ σύνδεση μεταξύ τῶν δύο προηγουμένων περιόδων καί αὐτῆς τῆς τελευταίας περιόδου, εἶναι τό Δίτομο ἔργο: Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Κείμενα Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, πού προορίζονταν γιά τούς φοιτητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί ἦταν ἡ βάση τῆς περαιτέρω ἀναπτύξεως τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας του.

Ἀκολούθησαν ἄλλα ἔργα του, ὅπως: Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, τά πολύ σημαντικά κείμενά του: Ἡ Χριστολογική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Κριτικός ἔλεγχος τῶν Ἐφαρμογῶν τῆς Θεολογίας, Ὁ Θεολόγος στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν οἰκουμενικό διάλογο, Φράγκοι, Ρωμαῖοι, Φεουδαλισμός καί Δόγμα, Ἰησοῦς Χριστός-ἡ Ζωή τοῦ κόσμου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Θεολογίαν καί πνευματικότητα τῆς Ρωμηοσύνης, Ἐκκλησία καί Σύνοδοι καί πολιτισμός, Ὀρθόδοξος καί Βατικάνιος Συμφωνία περί Οὐνίας, Ἡ θρησκεία εἶναι Νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της καί μερικά ἄλλα ἔργα του.

Τό διακριτικό γνώρισμα αὐτῆς τῆς ὥριμης θεολογικῆς του περιόδου εἶναι ἡ συγκρότηση τῆς δικῆς του θεωρίας, μέ τήν ὁποία ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν θεολογική παράδοση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, χωρίς νά ἀπομακρύνεται ἐντελῶς ἀπό αὐτήν, ἀλλά εἶναι μιά αὐθεντικότερη ἑρμηνεία τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τόν ἀνατολικό ὀρθόδοξο Χριστιανισμό, ἀφοῦ βλέπει καθαρότερα τά θεολογικά θέματα, ὅπως διαμορφώθηκαν τήν δεύτερη χιλιετία τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ὁ ἴδιος γράφει ὅτι διαπίστωσε, προϊόντος τοῦ χρόνου, κατά διάφορα στάδια τήν παρέκκλιση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί θεολόγων ἀπό τήν πατερική παράδοση μέ τόν σχεδιασμό καί τίς ἐπεμβάσεις τῶν ἑτεροδόξων, ὅπως φαίνεται σέ δύο ἐπίπεδα, δηλαδή τά πολιτικά, ἤτοι τήν ἀποδέσμευση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Ρωμηοσύνη, καί τά θεολογικά, τήν ἀποδέσμευσή τους ἀπό τόν ἱερό ἡσυχασμό.

Ἔτσι, αὐτήν τήν περίοδο, ὄχι μόνον μέ τά κείμενά του, ἀλλά, κυρίως, μέ τόν προφορικό του λόγο, κατά τίς πανεπιστημιακές του παραδόσεις, ἀλλά καί σέ ἄλλες συναντήσεις του, κυρίως στήν Ἀθήνα, παρουσίασε ἔντονα δύο σοβαρά θέματα.

Πρῶτον, δίδαξε μέ αὐθεντικό τρόπο τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέσα ἀπό τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις της, πού εἶναι ὁ ἡσυχασμός, τά σχετικά μέ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, ἤτοι νοῦς, καρδία, νοερά προσευχή, θεωρία Θεοῦ κλπ. Σέ αὐτό τό θέμα ἦταν ἀπόλυτος, γιατί αὐτά ἦταν τά ἑρμηνευτικά κλειδιά τῆς ὀρθοδόξου προφητικῆς, ἀποκαλυπτικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως, δηλαδή τῆς ἴδιας τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἡσυχασμός εἶναι ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.

Δεύτερον, παρουσίασε μέ ἔντονο τρόπο, θά ἔλεγα προφητικό, τά πολιτικά αἴτια τά ὁποῖα προκάλεσαν τήν διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση τῶν Πατέρων, ἀλλά καί τήν ἐκκοσμίκευση τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων στόν ὀρθόδοξο χῶρο, ἀπό τήν φραγκολατινική παράδοση. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο εἶδε τήν ἄνοδο τῶν Φράγκων μέ τόν Καρολομάγνο στό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τήν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό ἔτος 794, τόν φραγκικό πολιτισμό πού ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμηοσύνης καί δημιούργησε τήν φραγκολατινική παράδοση. Αὐτό πού οἱ σύγχρονοι τό ὀνομάζουν σχολαστικισμό, αὐτός τό ὀνόμασε ὡς φραγκολατινική παράδοση, γιατί δημιουργήθηκε ἀπό τούς Φράγκους ὡς ἀποδέσμευση ἀπό τήν θεολογία τῶν Ρωμαίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι Φράγκοι χρησιμοποίησαν τούς λατινόφωνους Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, πού τόν προέβαλαν ὑπερβολικά καί σέ μερικά σημεῖα ἴσως καί παρερμηνευτικά,, γιά νά ἀρνηθοῦν τούς Πατέρες τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

Ἔτσι, ὁμιλοῦσε γιά Ρωμαίους καί Φράγκους μέσα ἀπό θεολογική προοπτική. Ἤθελε νά δείξη τήν διαφορά μεταξύ τῶν Πατέρων κατά τήν διάρκεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ ὁποῖοι στηρίζονταν στήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, καί τῆς φραγκολατινικῆς θεολογίας (σχολαστικῆς), ἡ ὁποία ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τήν πατερική παράδοση, χρησιμοποιώντας τούς ἀρχαίους φιλοσόφους, καί ἡ ὁποία φραγκολατινική θεολογία καταδικάσθηκε ἀπό τήν Η´ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί Μεγάλου Φωτίου (879-80 μ.Χ.) καί τήν Θ´ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (1351 μ.Χ.), πράγμα πού παρουσιάζεται ἔντονα στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας».

Θεωρῶ ὅτι αὐτή ἡ θεολογική κατάληξη τῆς σκέψεώς του, χωρίς νά εἶναι ἀποδέσμευση ἀπό τήν προηγούμενη θεολογική σκέψη του, εἶναι ρωμαλέα, ὥριμη καί ρεαλιστική. Ἔδειξε καθαρά ποιά εἶναι ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, πῶς ἀποδεσμεύθηκε ἡ Δύση ἀπό τήν Ἀνατολή καί δημιούργησε μιά ἄλλη παράδοση, αἱρετική, καί πῶς μποροῦμε νά δοῦμε τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἐπαναφορά τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ στήν παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, πού διαφυλάσσεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ ἐξέταση τοῦ θέματος Ρωμηοσύνη καί Φραγκοσύνη εἶναι μεγαλειώδης καί ἀπολύτως ρεαλιστική. Ἄν ἀπό τήν σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία δέν ἀποβληθοῦν οἱ φραγκικές βάσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας καί τοῦ πολιτισμοῦ, μέ τίς ἀντιδράσεις πού δημιούργησαν στήν Δύση, καί ἄν δέν γίνη ἀποδεκτή ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, πού συγκεκριμενοποιεῖται στήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά «ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν».

Μέ τόν βίο καί τήν θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἀσχολήθηκα μέ τρία βιβλία πού ἔγραψα, ἤτοι π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐμπειρική Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, κατά τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη (Α΄ καί Β΄ τόμοι) καί Πατερική καί σχολαστική θεολογία καί τό περιβάλλον τους, μέ βάση τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἐκδόσεως Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος. Μέσα σέ αὐτά τά τρία βιβλία παρουσίασα τήν ὅλη θεολογική πορεία τῆς σκέψεώς του (στό πρῶτο βιβλίο), ἀλλά καί τήν ὥριμη θεολογική σκέψη του στήν τρίτη περίοδο δράσεώς του (μέ τά ἑπόμενα δύο βιβλία μου).

Στό παρόν βιβλίο δημοσιεύονται οἱ μελέτες του ἀπό τήν πρώτη περίοδο τῆς θεολογικῆς του ἔρευνας (1955-1957) καί τήν δεύτερη μεταδιδακτορική περίοδο (1957-1968). Ἕνα κείμενο προέρχεται ἀπό τό μέσον τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, τό ὁποῖο γράφτηκε στά ἀγγλικά καί δέν πρόλαβε νά μεταφρασθῆ στά ἑλληνικά. Πρόκειται γιά κείμενα πού ἔγραψε στίς πρῶτες δύο περιόδους καί ἀπετέλεσαν τήν βάση γιά τήν μετέπειτα ὥριμη ὁλοκληρωμένη περίοδό του, ὡς θεολόγου καί συγγραφέως. Σέ μερικά σημεῖα φαίνεται ὅτι χρησιμοποιεῖ μιά διαφορετική ὁρολογία, τήν ὁποία διαμόρφωσε διαφορετικά στήν ὁλοκληρωμένη καί ὥριμη περίοδο, ἀλλά, ὅπως ὁ ἴδιος ἐπανειλημμένως ἔλεγε, κατά καιρούς ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀλλάζει τό «ρῆμα», ἀλλά παραμένει τό «νόημα».

Τά κείμενα πού δημοσιεύονται στόν παρόντα τόμο προέρχονται, ὅπως προανέφερα, ἀπό τήν πρώτη καί δεύτερη περίοδο τῆς θεολογικῆς του ἔρευνας καί δημοσιεύθηκαν στήν ἀγγλική γλώσσα. Ἔτσι, ὅποιος δέν εἶχε γνώση τῆς ἀγγλικῆς γλώσσης, δέν μποροῦσε νά ἔχη πρόσβαση σέ αὐτά καί νά διαπιστώνη τήν διαδοχική πορεία τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνας μεγάλος θεολόγος, πού προχωροῦσε ἐρευνητικά καί ἔφθασε τελικά στήν φιλοκαλική παράδοση καί συνέδεσε τήν θεολογία μέ τόν ἡσυχασμό. Μόνον αὐτή ἡ θεολογία μπορεῖ νά γίνη ἡ βάση τοῦ πραγματικοῦ διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.

Τό βιβλίο ἐκδόθηκε καί διακινεῖται ἀπό τήν Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος.

 

«Θεολογικές Μελέτες»

Περιεχόμενα

 

Ἡ θεολογική πορεία τοῦ π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδη Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 

Ἡ συμβολή τοῦ π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδη στήν ὀρθόδοξη θεολογία Γεωργίου Δ. Παναγόπουλου, Καθηγητοῦ Δογματικῆς

 

1. Ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ἀληθινή ζωή του κατά τό ἑλληνορθόδοξο Μέγα Εὐχολόγιο

  • 1. Ἰουδαϊκές καί ἑλληνιστικές ἐπιρροές
  • 2. Ὁ ἄνθρωπος πρίν ἀπό τό Βάπτισμα Κατηχούμενοι καί ἐξορκισμοί Τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα
  • 3. Ὁ ἄνθρωπος μετά τό Βάπτισμα Μετάνοια Οἱ βαθμοί τῆς ἱερωσύνης

 

2. Τό Προπατορικό ἁμάρτημα κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο

  • Ἡ Πεπτωκυῖα Δημιουργία
  • Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί ὁ Νόμος
  • Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ Ἀνθρωπολογία
    • α) Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου
    • β) Ἡ Ἀνθρωπολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
  • Συνθετικές παρατηρήσεις
  • Συμπερασματικές παρατηρήσεις

 

3. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία κατά τόν Ἀλέξη Χομιακώφ (1804 -1860)

 

4. Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας

  • 1. Ἡ Δύναμη τοῦ Θανάτου καί ἡ Χριστιανική Ἠθική
  • 2. Ἡ οἰκειοποίηση τῆς σωτηρίας ἐν Χριστῷ καί ἡ μυσταγωγική κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας
  • 3. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Eὐχαριστία
  • 4. Ἡ Ἐκκλησία ἢ ἡ κοινότης
  • 5. Ὁ Κλῆρος
  • 6. Σχετικές παρατηρήσεις ἀναφορικά μέ τήν προέλευση καί βάση τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἐπισκόπου
  • 7. Ἡ βάση τῆς ἰσότητας τῶν ἐπισκόπων
  • Συμπερασματικές παρατηρήσεις

 

5. Ἰουστίνος ὁ Μάρτυς καί τό τέταρτον Εὐαγγέλιο

 

6. Ἡ φιλοσοφία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ H. A. Wolfson

  • Τό Βιβλικό ὑλικό
  • Τό Πατερικό ὑλικό

 

7. Τά σημαντικότερα σημεῖα τῆς συζητήσεως ἐπί τῆς Χριστολογίας τοῦ Θεόδωρου Μοψουεστίας καί μερικές προτάσεις γιά μία νέα προσέγγιση

 

8. Σχόλια ἐπί τῆς Παλαμικῆς διαμάχης καί σχετικά θέματα

  • ΜΕΡΟΣ Α´
  • ΜΕΡΟΣ Β΄
  • 1. Προσευχή καί ἀνθρωπολογία
  • 2. Ἐνσαρκωτικός καί μυστηριακός μυστικισμός
  • 3. Χριστολογικές διορθώσεις
  • 4. Ἱστορία, σύμβολο καί πραγματικότητα
  • 5. Χάρις, Βασιλεία, καί δόξα τοῦ Θεοῦ
  • 6. Χριστολογία
  • 7. Ἁγία Τριάδα καί Περσοναλισμός

9. Ἡ Χριστολογική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

  • ΤΜΗΜΑ Ι
  • Ἡ Τριαδολογική ὑποδομή
    • α) Ὁ Λόγος στήν Ἀποκάλυψη
    • β) Ὁ Λόγος καί οἱ Α´ καί Β´ Οἰκουμενικές Σύνοδοι
    • γ) Ὁ σαρκωμένος Λόγος στήν Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο
    • δ) Οἱ Θεοφάνειες τοῦ Λόγου καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας
    • ε) Οἱ θεοφάνειες τοῦ Λόγου, ἡ Σάρκωση καί ἡ θεολογική μέθοδος
    • στ) Ἡ θεία παρουσία στήν δημιουργία καί ἡ μετοχή τῆς δημιουργίας στήν θεία δόξα
  • Τό σωτηριολογικό ὑπόβαθρο καί ἡ πνευματικότητα
    • α) Ὁ Χριστός, ὁ Ἀδάμ καί οἱ Ἅγιοι
    • β) Ἀνθρωπολογία καί τελείωση στήν θέωση
    • γ) Ἀνθρωπολογία καί Προπατορικό Ἁμάρτημα

 

  • ΤΜΗΜΑ ΙΙ
  • Ἡ Χριστολογική σύνθεση
    • α) «Τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον»
    • β) «Τό ἐνυπόστατον»
    • γ) Ἡ διαφορά μεταξύ Σαρκώσεως ἤ ὑποστατικῆς ἑνώσεως τοῦ Λόγου μετά τῆς ἰδίας ἀνθρωπότητάς Του καί τῆς ἕνωσης τῆς κτιστῆς καί ἄκτιστης φύσεως, θελήσεων καίἐνεργειῶν τοῦ Λόγου
    • δ) Μία Ὑπόσταση τοῦ Λόγου Σύνθετη
    • ε) Ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων
    • στ) Ὅτι στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου ὅλη ἡ θεία φύση ἑνώνεται μέ ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου καί ὄχι μέρος πρός μέρος
    • ζ) Οἱ ἰδιότητες τῶν δύο φύσεων

Ἐπίμετρον

  • 1. Παρατηρήσεις ἑνός Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ γιά τή θρησκευτική ἐλευθερία
  • 2. Ὅλοι οἱ Πλανῆτες εἶναι τό ἴδιο
  • 3. Ἡ Ὀρθοδοξία στήν Ἀμερική

 

 

Κύριο θέμα: Ἐκοιμήθη ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης - Ὁ διδάσκαλος τῆς Ρωμηοσύνης

Τὴν 1η Νοεμβρίου 2001, ἐκοιμήθη ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, Καθηγητὴς τῆς Θεολογίας, ὁ «διδάσκαλος τῆς Ρωμαίϊκης ὑποστάσεως τοῦ Γένους» (Ναυπάκτου Ἱερόθεος, «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία»), «ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ὀρθοδόξους θεολόγους τοῦ 20οῦ αἰῶνος» (π. Γεώργιος Μεταλληνός).

Κύριο θέμα: Εκοιμήθη ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης - Ο διδάσκαλος της ΡωμηοσύνηςὉ π. Ἰωάννης ἐκοιμήθη στὴν Ἀθήνα σὲ ἠλικία 74 ἐτῶν, ὕστερα ἀπὸ καρδιακὸ ἐπεισόδιο, κατά τὴν διάρκεια τοῦ πρωϊνοῦ περιπάτου σὲ Ἐκκλησίες καὶ τὴν ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν, λίγο πρὶν εἰσέλθη στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Κυριακῆς τῆς ὁδοῦ Ἀθηνᾶς.

Ἡ κηδεία του ἔγινε τὴν Τρίτη 6 Νοεμβρίου, στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν. Συμμετεῖχαν οἱ Ἀρχιερεῖς: Τυρολόης Παντελεήμων, Ναυπάκτου Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος καὶ ἐκπροσώπησε τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο, Ἱεραπύτνης Εὐγένιος καὶ πρώην Ἀτλάντας κ. Ἰωάννης, ὁ Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Πρωτοπρεσβύτερος π. Θωμᾶς Συνοδινός, ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός καὶ ἄλλοι Ἱερεῖς, ἡ οἰκογένειά του, ἡ ἀδελφή καὶ ὁ ἀνηψιός τοῦ ἐκλιπόντος, καὶ ἄλλοι μαθητές καὶ φίλοι του. Τήν ἐξόδιο ἀκολουθία ἔψαλε ὁ χορός τοῦ Συλλόγου Μουσικοφίλων Κωνσταντινουπόλεως.

Στήν μνήμη τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννη, ἡ Ἐφημερίδα μας κάνει ἕνα μικρό ἀφιέρωμα, ἀφήνοντας νὰ μιλήσουν γι’ αὐτὸν οἱ μαθητές του – Ἐπίσκοποι, Ἱερεῖς, Καθηγηταί Πανεπιστημίου, κ.ά. – καὶ νὰ ἀνοίξουν ἔτσι τὸν μεταθανάτιο κύκλο – και χορό – τῶν συζητήσεων γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννη. Γιατί ὁ π. Ἰωάννης κοιμήθηκε, ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ μιλᾶ: «Μύσας ὁ... Ἰωάννης τὸ στόμα, ἀφήκεν ἠμῖν ἄλλο τάς βίβλους στόμα» (στίχοι στὸν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο). Ὁ λόγος του, λόγος σύγχρονος καὶ παραδοσιακός, διεισδυτικός καὶ διακριτικός, ὀξύς καὶ θεραπευτικός, πατερικός, θεολογικός, θὰ ἀκούγεται ἔντονα, ὅπου ἡ μικρά ζύμη θὰ ζυμώνη ὅλο τὸ φύραμα.

Αρχιμ. Κ.Ε.Γ.

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Ἀπὸ τὴν σελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ecclesia.gr.

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἐπικήδειος λόγος

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ: Ἐπικήδειος λόγος

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - «Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλίν...»

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Thomas Shaw: Μιλώντας γιὰ τὸν Διάβολο

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Δ. Ἀθ. Λιάλιου: Ἐπικήδειος λόγος

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Παναγιώτη Χριστινάκη: Ἐπικήδειος λόγος

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Λόγος Χρωματικός εἰς τὸ ἐξόδιον τοῦ Πρεσβυτέρου Ἰωάννου Ρωμανίδη

Κύριο θέμα: Ἡ προφορικὴ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη - «Ἐμπειρικὴ Δογματική»

Η προφορική διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη - «Εμπειρική Δογματική»

Ἐκδόθηκε καὶ κυκλοφορεῖ ἤδη τὸ νέο βιβλίο –συγκεκριμένα ὁ Α' τόμος– τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου ποὺ φέρει τὸν τίτλο Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Α' τόμος, Δόγμα-Ηθική-Αποκάλυψη, κριτικὴ παρουσίαση.

Ὅπως σημειώνει ὁ Σεβασμιώτατος στὸ ἐπίμετρον τοῦ Α' τόμου, στὰ κεφάλαια τοῦ βιβλίου παρουσιάζεται «ἡ ρωμαλέα θεολογικὴ σκέψη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ποὺ συνέδεσε τὴν δογματικὴ μὲ τὴν ἀσκητική, τὴν ἀποκάλυψη μὲ τὴν ἐμπειρία, τὴν Παλαιὰ μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴν πανεπιστημιακὴ καθέδρα μὲ τὸ ἐρημητήριο τοῦ ἀσκητοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν εὐαγγελικὴ ζωὴ ποὺ μπορεῖ νὰ βιωθῇ σὲ ὅλους τοὺς χώρους, ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, στοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἐκεῖνοι ἀνταποκρίνονται στὴν ἐνέργειά Του».

Ἤδη, ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου εἶναι πρωτότυπος καὶ ἑλκύει τὸν ἀναγνώστη. Πιστεύουμε ὅτι θὰ συντελέση στὸν διαφορετικὸ τρόπο θέασης καὶ μελέτης τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας.

Πολὺ περισσότερο ἑλκύει τὸν ἀναγνώστη τὸ περιεχόμενό του, τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ αὐτὸ πρωτότυπο ὡς πρὸς τὴν γραφή του, ἀφοῦ ὁ λόγος τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη –ἀπομαγνητοφωνημένα μαθήματά του– ἐκφράζεται μὲ ἀμεσότητα καὶ θεολογικὴ ἀκρίβεια καὶ μὲ μιὰ πρωτότυπη σύλληψη διαρθρώνεται στὰ βασικὰ κεφάλαια-θέματα τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας.

Στὸ παρὸν τεῦχος δημοσιεύουμε τὴν εἰσαγωγή, τὰ περιεχόμενα καὶ τὸ ἐπίμετρον τοῦ Σεβασμιωτάτου γιὰ τὸν Α' τόμο τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς».

Κύριο Θέμα: Πατερική καί Σχολαστική θεολογία καί τό περιβάλλον τους μέ βάση τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Νέο βιβλίο τοῦ Μητροπολίου Ναυπάκτου

Ἡ εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου

Διαβάζουμε τήν Ἁγία Γραφή -Παλαιά καί Καινή Διαθήκη- καί βλέπουμε τά σχετικά μέ τόν ἄσαρκο καί σεσαρκωμένο Λόγο, τήν ἐμφάνισή Του στούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους. Ἐπίσης, διαβάζουμε τά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί βλέπουμε τήν ὀρθόδοξη θεολογία, τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ καί πῶς συμμετέχουμε καί ἐμεῖς σέ αὐτήν τήν δόξα διά τῆς μετοχῆς στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Σέ ὅλη τήν πατερική διδασκαλία, πού εἶναι συνέχεια τῆς προφητικῆς καί ἀποστολικῆς διδασκαλίας, φαίνεται καθαρά ἡ σταυροαναστάσιμη πορεία τοῦ Χριστιανοῦ, πῶς καί ὁ ἴδιος συμμετέχει στήν νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο.

Ὅμως, αὐτή ἡ προφητική, ἀποστολική καί πατερική θεολογία πού ἔχει κοινά στοιχεῖα, κοινή βάση, κοινό πυρήνα, ἔχει διαφοροποιηθῆ διά μέσου τῶν αἰώνων ἀπό μερικούς θεολόγους καί ἔχει ἑρμηνευθῆ κατά ἕναν διαφορετικό τρόπο. Στήν Δύση ἔχει ἀναπτυχθῆ μιά ἰδιαίτερη θεολογία πού ὀνομάσθηκε σχολαστική, ἐπειδή καλλιεργήθηκε στίς τότε Πανεπιστημιακές Σχολές μέ τήν χρησιμοποίηση τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ἐνῶ ἡ πατερική θεολογία ἔχει ὡς κέντρο της τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, διά τοῦ φωτισμένου νοῦ, ἡ σχολαστική θεολογία ἔχει ὡς κέντρο της τόν στοχασμό ἀπό τήν λογική καί τήν φαντασία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ὑπάρχει μιά σαφέστατη διαφορά μεταξύ πατερικῆς καί σχολαστικῆς θεολογίας.

Στό βιβλίο αὐτό γίνεται προσπάθεια νά καταγραφοῦν οἱ διαφορές μεταξύ αὐτῶν τῶν τύπων θεολογίας. Βέβαια, ἔχουν γραφῆ πολλές μελέτες ἀπό ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους, ἀπό τίς ὁποῖες ἄλλες ἀναφέρονται στήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλες στήν θεολογία τῶν σχολαστικῶν θεολόγων τῆς Δύσεως καί ἄλλες ἐπιχειροῦν συσχετίσεις καί διαφοροποιήσεις μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν θεολογιῶν. Ὅμως, στό βιβλίο αὐτό ἐπιχειρεῖται μία σύγκριση μεταξύ πατερικῆς καί σχολαστικῆς θεολογίας βάσει τῆς προφορικῆς διδασκαλίας τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν μερικές ἐλλείψεις ἤ ὑπερτιμήσεις, ἀλλά ὄφειλα νά ἐκθέσω τήν ἄποψη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί νά τόν στηρίξω ἤ καί νά τόν συμπληρώσω μέ διάφορα ἄλλα κείμενα. Ἀσφαλῶς δέν καλύπτεται ὅλο τό εὖρος τῶν θεμάτων πού θίγονται στό βιβλίο αὐτό.

† Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τό θέμα τῆς πατερικῆς καί τῆς σχολαστικῆς θεολογίας. Ὅταν δίδασκε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῆς Βοστώνης, Ἀμερικῆς, ἀσχολεῖτο σοβαρῶς μέ τά θέματα αὐτά, ὅπως φαίνεται σέ μιά ἐπιστολή πού ἀπέστειλε στόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι:

«Γιά τήν ὥρα συζητάω ἄν πρέπει νά συνεχίσω μέ τό θέμα "Ὁ Ἅγ. Αὐγουστῖνος καί ὁ Αὐγουστινιανισμός" γιά τίς ἐξετάσεις κορμοῦ ἤ νά τό ἀλλάξω στόν νέο-πλατωνισμό. Τό πρῶτο θά ἄξιζε τόν κόπο, ἀλλά τό δεύτερο θά εἶναι περιορισμένο χρονολογικά καί πιό σημαντικό γιά τήν πατερική ἀνατολική παράδοση, ἰδιαίτερα τήν ἱστορική περίοδο πού μέ ἀφορᾶ γιά τήν εἰδικότητα καί τήν διατριβή. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά φέτος στήν Σχολή διδάσκω ἕνα μάθημα "Ἱστορία τῆς Δυτικῆς Θεολογίας" ἀπό τόν Αὐγουστῖνο στόν Ὄκαμ τό πρῶτο τετράμηνο καί στήν συνέχεια γιά τήν διαμάχη τοῦ Jansenism τό δεύτερο τετράμηνο. Ἔτσι θά κάνω προσεκτική μελέτη προετοιμαζόμενος γιά τίς διαλέξεις μου».

Ὅταν ἐξετάση κανείς τό θέμα ἐξωτερικά, μπορεῖ νά σχηματίση τήν ἄποψη ὅτι ὁ τίτλος τοῦ παρόντος βιβλίου Πατερική καί Σχολαστική θεολογία δέν καλύπτει ὅλο τό περιεχόμενό του. Ὅμως, ἡ προσεκτική μελέτη θά καταδείξη ὅτι ὁ πυρήνας τοῦ παρόντος βιβλίου εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ πατερικῆς καί σχολαστικῆς θεολογίας. Τά ἄλλα κεφάλαια πού περιλαμβάνονται στό βιβλίο αὐτό, ὅπως τά σχετικά μέ τήν ἑλληνική φιλοσοφία, τήν ρωσική θεολογία καί τήν νεοελληνική θεολογία εἶναι ἐξαρτώμενα ἀπό τόν βασικό πυρήνα τοῦ βιβλίου. Καί αὐτό γιατί ἡ σχολαστική θεολογία ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, ἡ ρωσική θεολογία προσπάθησε νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν σχολαστική θεολογία καί παρουσιάσθηκε ὡς ὑπέρβασή της, ἀλλά διαφοροποιήθηκε καί ἀπό τήν πατερική θεολογία, καί ἡ νεοελληνική θεολογία ἔχει ἐπηρεασθῆ καί ἀπό τήν σχολαστική καί ἀπό τήν ρωσική θεολογία.

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, τό θέμα εἶναι σοβαρότατο. Πολλοί Κληρικοί, μοναχοί καί θεολόγοι στήν ἐποχή μας εἶναι προβληματισμένοι ἀπό τήν σύγχρονη οἰκουμενιστική κίνηση, πολλοί γνωρίζουν τήν πατερική διδασκαλία, ἀλλά συνήθως ἀγνοοῦν τόν ἐπηρεασμό πού δέχθηκε ἡ σύγχρονη θεολογία ἀπό τήν σχολαστική καί τήν ρωσική θεολογία, πού σέ βασικά σημεῖα διαφοροποιοῦνται ἀπό τήν γνήσια πατερική παράδοση, ὅπως ἐκφράσθηκε διά μέσου τῶν αἰώνων. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης σέ μιά ἐπιστολή του πρός τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι παρατηρεῖ:

«Ἡ θεολογική κατάσταση στήν Ἑλλάδα εἶναι μιά μείζων καταστροφή. Οἱ μόνοι σωστοί Ὀρθόδοξοι πού συνάντησα ἦταν λίγοι μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος, πού ἀπεχθάνονται τόν Ἀνδροῦτσο καί τόν Τρεμπέλα καί τά Πανεπιστήμια, γενικά, καί ὄντως σκέφτονται μέ πατερικούς ὅρους. Αὐτό τό κάνουν ἀκόμη καί οἱ πιό ἀδαεῖς μοναχοί. Τό μόνο μειονέκτημά τους εἶναι ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀποκομμένοι ἀπό τίς σύγχρονες μορφές τῆς δυτικῆς θεολογίας»

Βέβαια, ἀπό τό ἔτος 1958 πού γράφηκε ἡ ἐπιστολή αὐτή ἔχουν ἀλλάξει σέ μερικά σημεῖα οἱ θεολογικές σπουδές στήν Ἑλλάδα, ἀλλά χρειάζονται πολλές προσπάθειες γιά νά ἐπανέλθη ἡ γνήσια πατερική θεολογία. Τό κυριότερο εἶναι ὅτι πρέπει νά γίνουν ἐργώδεις προσπάθειες γιά νά φανῆ ἡ διαφοροποίηση τῆς σχολαστικῆς καί ρωσικῆς θεολογίας ἀπό τήν αὐθεντική πατερική παράδοση.

Σέ αὐτήν τήν κατεύθυνση κινεῖται καί τό παρόν βιβλίο, πού ἔχει ὡς ἀναφορά τήν προφορική διδασκαλία τοῦ συγχρόνου κορυφαίου δογματικοῦ θεολόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, καί εἶναι συνέχεια τῶν ἄλλων βιβλίων πού ἐξέδωσα, ἤτοι Ἐμπειρική Δογματική (Α΄ καί Β΄ τόμος) καί π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό διασώζεται στήν μνήμη μας ἡ ρωμαλέα καί δυνατή θεολογία τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ θεολόγου τῆς σύγχρονης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Τό βιβλίο αὐτό ἀναλύει τήν πατερική καί σχολαστική-δυτική θεολογία. Ἡ πρώτη (Πατερική θεολογία) στηρίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Πατέρες, ἡ δεύτερη (σχολαστική-δυτική θεολογία) στηρίζεται στήν φιλοσοφία ὡς προσπάθεια κατανόησης τοῦ Θεοῦ διά τῆς λογικῆς. Ἡ πρώτη θέτει τίς προϋποθέσεις τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση, ἡ δεύτερη θέτει ὡς προϋποθέσεις τήν ἀναλογία τοῦ ὄντος (analogia entis) καί τήν ἀναλογία τῆς πίστεως (analogia fidei). Ἡ πρώτη ἔχει ὡς ἱστορικό ὑπόβαθρο τόν χῶρο τῆς ἑνωμένης Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας (Ρωμηοσύνη), ἡ δεύτερη ἐκφράζεται στήν Δύση, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπό τούς Φράγκους (Φραγκοσύνη). Εἶναι ὄντως δύο διαφορετικές θεολογικές παραδόσεις. Αὐτό, σέ γενικές γραμμές, παρουσιάζεται στό παρόν βιβλίο.

Τά κείμενα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη πού παρατίθενται στό βιβλίο αὐτό, ἐπειδή προέρχονται ἀπό προφορικές παραδόσεις πού ἀπομαγνητοφωνήθηκαν, δέν ἔχουν παραπομπές. Ὑπάρχουν, ὅμως, στό προσωπικό μου ἀρχεῖο.

Διαβάζοντας τό βιβλίο αὐτό καταλαβαίνουμε τήν μεγάλη προσφορά τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τήν μεγάλη ἀξία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἀλλά ἀντιλαμβανόμαστε καί τήν ἀπόκλιση τῆς δυτικῆς θεολογίας ἀπό τήν προφητική, ἀποστολική καί πατερική θεολογία. Ἐπιπλέον, στήν σύγχρονη ἐποχή τῶν διαλόγων, τό βιβλίο αὐτό προσφέρεται νά βοηθήση στόν διάλογο μεταξύ τῶν διαφόρων τύπων θεολογιῶν.

Ἡ ἄποψη πού ἐπικρατεῖ στούς περισσοτέρους συγχρόνους θεολόγους ὅτι ἡ πατερική θεολογία τελείωσε τόν ὄγδοο (8ο) αἰώνα, ὅτι ἡ σχολαστική θεολογία ὑπερέβη τήν πατερική θεολογία καί ὅτι ἡ ρωσική θεολογία ξεπέρασε καί τήν πατερική καί τήν σχολαστική θεολογία εἶναι νάρκη στά θεμέλια τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί τελικά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Μέ αὐτήν τήν προοπτική γράφηκε καί δημοσιεύεται τό παρόν βιβλίο καί ἐπικαλοῦμαι τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν κατανόηση τῶν ἀναγνωστῶν. Στόν Θεό ἀνήκει ἡ τιμή καί δόξα, ἀλλά καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκει ὁ ἔπαινος καί ἡ ἐν Κυρίῳ καύχηση.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

 

 Περιεχόμενα

Πρόλογος

Εἰσαγωγή

 

Α΄ Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καί ἡ δυτική θεολογία

  1. Οἱ ἐπιδράσεις πού δέχθηκε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στήν διδασκαλία του
  2. Π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καί ὁ ἐμπειρικός ἡσυχασμός
  3. Ἀπό τήν σχολαστική καί προτεσταντική θεολογία στήν πατερική θεολογία
  4. Ἡ κριτική τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στήν βιβλική κριτική
  5. Τελικά συμπεράσματα

 

Β΄ Μεταφυσική φιλοσοφία

  1. Ὁρισμός καί ἀρχές τῆς φιλοσοφίας
  2. Ἡ κλασσική μεταφυσική
α) Ὁ Πλάτων β) Ὁ Ἀριστοτέλης γ) Οἱ Νεοπλατωνικοί
  1. Ἡ φιλοσοφική θεολογία τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν

 

Γ΄ Πατερική θεολογία

  1. «Ἑρμηνευτικά κλειδιά»
α) Τριαδολογία
β) Χριστολογία
γ) Ἐκκλησιολογία
δ) Ἐσχατολογία
  1. Πατέρες καί φιλοσοφία
α) Οἱ Πατέρες γνῶστες τῆς φιλοσοφίας
β) Οἱ Πατέρες δέν ἦταν φιλόσοφοι
γ) Βυζάντιο καί φιλοσοφία
δ) Μιά ἐσφαλμένη ἄποψη γιά τήν πατερική παράδοση
ε) Οἱ Πατέρες ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας-μεταφυσικῆς
  1. Πατέρες καί Νεοπλατωνισμός
α) Νεοπλατωνισμός
β) Διαφορά Πατέρων καί Νεοπλατωνικῶν
  1. Ἡ ἁγιοπνευματική ἐμπειρία ὡς βάση τῆς πατερικῆς θεολογίας
α) Ἐμπειρική ὁρολογία
β) Ἐμπειρική μεθοδολογία
γ) Ἐμπειρική γνωσιολογία
δ) Πεπλανημένη ἐμπειρία

 

Δ΄ Σχολαστική θεολογία

  1. Ὁ ὅρος σχολαστική θεολογία
  2. Σχολαστικοί θεολόγοι
  3. Οἱ βάσεις τῆς σχολαστικῆς θεολογίας
α) Ἐπίσκοπος Ἱππῶνος Αὐγουστῖνος
I. Γενικές παρατηρήσεις στήν διδασκαλία τοῦ Αὐγουστίνου
II. Bασικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Αὐγουστίνου
β) Ἡ παρερμηνεία τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου στήν Δύση
γ) Πλατωνική καί ἀριστοτελική φιλοσοφία στούς σχολαστικούς
δ) «Τά καθόλου» καί «τά καθ’ ἕκαστον»
ε) Ἀναλογία τοῦ ὄντος καί ἀναλογία τῆς πίστεως
στ) Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης
  1. Ἀντιδράσεις στόν σχολαστικισμό καί ἐπιδράσεις του
α) Ὀρθόδοξες ἀντιδράσεις
I. Διάλογος ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί Βαρλαάμ
ΙΙ. Συνάντηση τοῦ σχολαστικοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη μέ τόν Κάλλιστο Ἀγγελικούδη
β) Δυτικές ἀντιδράσεις στόν σχολαστικισμό καί ἐπιδράσεις ἀπό αὐτόν
        I. Νομιναλισμός
        II. Ἀναγέννηση
        III. Μεταρρύθμιση
        IV. Διαφωτισμός
        V. Γερμανικός ἰδεαλισμός
        VI. Ὑπαρξισμός

 

Ε΄ Ρωσική θεολογία

  1. Ὀρθόδοξες καί δυτικές ἐπιδράσεις στήν ρωσική Ἐκκλησία καί θεολογία
  2. Ὀρθόδοξες καί δυτικές ἐπιδράσεις στόν μοναχισμό
  3. Σλαυόφιλη θεολογία καί ἀπόψεις τοῦ Ἀλέξη Χομιακώφ
  4. Σύγχρονη ρωσική θεολογία
α) Τό θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι
β) Ἡ θεωρία τῆς ὑπέρβασης τῆς πατερικῆς παραδόσεως
γ) Τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, κατά τόν Λόσκυ
δ) Ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία, κατά τόν Ἀφανάσιεφ

 

ΣΤ΄ Νεοελληνική θεολογία

  1. Ὀρθόδοξος ἡσυχασμός καί δυτικές ἐπιρροές στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή τόν 14οαἰώνα
  2. Ἡ θεολογία στήν Τουρκοκρατία
α) Ὀρθόδοξος ἡσυχασμός καί δυτικές ἐπιδράσεις στούς ὑπόδουλους Ρωμηούς
β) Θεολογικές ἀντιστάσεις
Ι. Ἡ διατήρηση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως
II. Ἡ διατήρηση τοῦ μοναχισμοῦ καί τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς
III. Ἡ προσφορά τῶν Νεομαρτύρων
  1. Ἐπιδράσεις τῆς δυτικῆς παράδοσης μέ τήν συγκρότηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους
α) Παπική καί προτεσταντική προπαγάνδα
β) Ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς, «πατέρας τοῦ Νεοελληνισμοῦ»
I. Τό πραξικοπηματικό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
II. Οἱ Θεολογικές Σχολές
III. Ἡ θρησκευτική ζωή

 

Ζ΄ Ρωμηοσύνη – Φραγκοσύνη

  1. Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία
  2. «Ἡ Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους»
α) Βαρβαρικές ἐπιδρομές - κατακτήσεις
β) Φεουδαρχικό σύστημα
γ) Ἀντιδράσεις-ἐπαναστάσεις τῶν Ρωμαίων
δ) Σχέδιο πλήρους ἀνεξαρτητοποιήσεως τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας
ε) Ἱστορική πλαστογραφία καί προπαγάνδα
  1. Γαλλική καί Ἑλληνική ἐπανάσταση
  2. Ἡ συγκρότηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους
  3. Ἡ σύγχρονη Εὐρώπη

 

Ἐπιλεγόμενα

Κύριο θέμα: Στὸ Ἰάσιο τῆς Ρουμανίας μὲ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

(Βίντεο ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη: Sosirea moaștelor Sf. Mc. Policarp și Pelerinajul "Calea Sfinților")


Στό Ιάσιο τής Ρουμανίας  μέ τό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου καί τήν διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη,

Ἡ πρόσκληση τοῦ Μητροπολίτου Μολδαβίας καὶ Μπουκοβίνας, τοῦ Πατριαρχείου Ρουμανίας, κ. Θεοφάνους νὰ μεταφέρω τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ποὺ φυλάσσονται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμπελακιωτίσσης, στὸ Ἰάσιο τῆς Ρουμανίας, κατὰ τὴν μεγάλη τοπικὴ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Παρασκευῆς τῆς Ἐπιβατινὴς μοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαρία νὰ ἐπισκεφθῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὴν Ἱερὰ αὐτὴ Μητρόπολη καὶ συγκεκριμένα τὴν πόλη τοῦ Ἰασίου. Ἡ πρώτη φορὰ ἦταν τὸ 2003, ὅταν συνόδευσα τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κυρὸ Χριστόδουλο στὴν εἰρηνική του ἐπίσκεψη, ὅταν Μητροπολίτης Μολδαβίας ἦταν ὁ νὺν Πατριάρχης Δανιήλ. Ἡ δεύτερη ἦταν πέρυσι (2010), ὅταν μὲ ὁμάδα προσκυνητῶν θέλησα νὰ γνωρίσω τὰ Μοναστήρια στὰ ὁποία ἔζησε ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ὁ μεγάλος αὐτὸς Οὐκρανὸς ἡσυχαστής. Καὶ ἡ τρίτη φορὰ ἦταν φέτος, στὴν ἑορτὴ τῆς ἁγίας Παρασκευῆς τῆς Ἐπιβατινῆς.

Ἡ ἐπίσκεψη αὐτὴ μοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ δῶ περισσότερο τὴν καρδιὰ τῶν Ρουμάνων ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τὴν ἀγάπη τους στὴν Ἐκκλησία, στὴν ἁγία Παρασκευὴ καὶ στὸν Ἐπίσκοπό τους. Ἡ πανήγυρη τῆς ἁγίας Παρασκευῆς τῆς Ἐπιβατινὴς εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἑορτὴ τῆς Ρουμανίας καὶ χιλιάδες προσκυνητὲς ἐπισκέπτονται τὸ Ἰάσιο γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ ἱερὸ λείψανό της. Μὲ διαβεβαίωσαν ὅτι περίπου ἕνα ἑκατομμύριο Χριστιανοὶ ἀσπάζονται τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς τὴν περίοδο τῶν λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων. Πρόκειται γιὰ μιὰ πανήγυρη ποὺ κινητοποιεῖ ὅλη τὴν πόλη. Ὁ Δῆμος ἀναλαμβάνει τὴν φιλοξενία πολλῶν προσκυνητῶν, καθὼς ἐπίσης καὶ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως φιλοξενοῦν ἄλλους προσκυνητὲς ἢ τοὐλάχιστον προσφέρουν βοήθεια γιὰ νὰ κάνουν εὐχάριστη τὴν παραμονή τους στὴν πόλη. Ἔτσι ἀναπτύσσονται φιλίες μεταξὺ τῶν προσκυνητῶν ποὺ κρατοῦν χρόνια.

Ἡ ἁγία Παρασκευὴ γεννήθηκε στοὺς Ἐπιβάτες τῆς Θράκης, ὑπῆρξε μεγάλη ἀσκήτρια ζῶντας μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, προσευχὴ καὶ δάκρυα, καὶ μὲ μεγάλη ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ λείψανό της βρέθηκε κατὰ καιροὺς στὸ Τύρνοβο Βουλγαρίας, στὸ Βελιγράδι τῆς Σερβίας, στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τελικὰ στὸ Ἰάσιο, γι' αὐτὸ καὶ ὅπως λένε εἶναι μιὰ ἁγία ποὺ ἑνώνει ὅλα τὰ Βαλκάνια. Κοιμήθηκε στὶς ἀρχὲς 11ου μ.Χ. αἰῶνα, σὲ ἡλικία μόλις 27 ἐτῶν, καὶ ἑορτάζει κάθε χρόνο στὶς 14 Ὀκτωβρίου. Κατὰ τὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις καλοῦνται ἀρχιερεῖς ἀπὸ ὅλες τὶς χῶρες τῶν Βαλκανίων καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐκφράζεται καὶ ἡ ἑνότητα τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς περιοχῆς.

Στό Ιάσιο τής Ρουμανίας  μέ τό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου καί τήν διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Κάθε χρόνο κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ἁγίας Παρασκευῆς μεταφέρονται τιμητικὰ καὶ λείψανα ἑνὸς ἄλλου ἁγίου. Ὁπότε φέτος, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου Μολδαβίας κ. Θεοφάνους, μετέφερα στὸ Ἰάσιο τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου Ἐπισκόπου Σμύρνης, ἑνὸς μεγάλου ἀποστολικοῦ Πατέρα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο διδάσκαλος ὅλης τῆς Ἀσίας καὶ μαρτύρησε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τὸ λείψανο τῆς δεξιᾶς χειρός του διασώζεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμπελακιωτίσσης.

Ἔτσι, μὲ τὴν συνοδεία τοῦ Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχιμ. π. Πολυκάρπου καὶ τοῦ Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀρχιμ. π. Καλλινίκου ἐπισκεφθήκαμε τὸ Ἰάσιο τῆς Ρουμανίας, ὕστερα ἀπὸ τὶς σχετικὲς διαδικασίες. Χάρη τῆς ἐνημερώσεως τῶν ἀναγνωστῶν τῆς ἐφημερίδος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, θὰ ἐκθέσω μερικὲς ἐντυπώσεις μου ἀπὸ τὴν τριήμερη ἐπίσκεψή μου στὸ Ἰάσιο, ἐπικεντρώνοντας τὴν προσοχὴ σὲ μερικοὺς σταθμούς.

1. Στὸ ἀεροπλάνο καὶ τὸ ἀεροδρόμιο Βουκουρεστίου

Οἱ τηλεοράσεις τῆς Ρουμανίας, κρατικὴ καὶ ἐκκλησιαστική, τοῦ Πατριαρχείου, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ Ραδιόφωνα, εἶχαν ἀναγγείλει τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, παρουσιάζοντας συγχρόνως καὶ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριό του. Αὐτὸ συνετέλεσε στὸ νὰ γίνη γνωστὴ ἡ ἐπίσκεψή μας ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δημιούργησε ἔκπληξη σὲ μᾶς.

Στό Ιάσιο τής Ρουμανίας  μέ τό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου καί τήν διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Στὸ ἀεροπλάνο τῶν ρουμανικῶν ἀερογραμμῶν διακρίναμε τὸν σεβασμὸ τοῦ προσωπικοῦ πρὸς τὸ ἱερὸ λείψανο. Ὁ πιλότος καὶ οἱ ἀεροσυνοδοὶ μᾶς παρακάλεσαν νὰ ἀνοίξουμε τὸ ἱερὸ λείψανο γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν. Εἰσῆλθα στὸ πιλοτήριο τὸ ὁποῖο εὐλόγησα μὲ τὸ ἱερὸ λείψανο, ὅπως καὶ τὴν χώρα τῆς Ρουμανίας πάνω ἀπὸ τὴν ὁποία πετούσαμε ἐκείνη τὴν ὥρα. Ὁ κυβερνήτης καὶ ὁ συγκυβερνήτης τὸ ἀσπάσθηκαν μὲ πολλὴ εὐλάβεια, ἔθεσαν στὸ ἱερὸ λείψανο διάφορα προσωπικά τους ἀντικείμενα γιὰ νὰ εὐλογηθοῦν. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ ἀεροσυνοδοί.

Στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Βουκουρεστίου, ὅπου κάναμε μιὰ στάση, μᾶς περίμενε μιὰ μεγαλύτερη ἔκπληξη. Στὸν χῶρο τοῦ ἀεροδρομίου λειτουργεῖ ὀρθόδοξος ἱερὸς Ναός, πολὺ καλὰ εὐπρεπισμένος, ὅπου γίνονται θεῖες Λειτουργίες καὶ ἱερὲς Ἀκολουθίες ἀπὸ Ἱερέα ποὺ εἶναι ἐπιτετραμμένος γιὰ τὸ ἔργο αὐτό. Μᾶς ἀνέμενε, λοιπόν, ὁ Ἱερεὺς τοῦ ἀεροδρομίου, μαζὶ μὲ Ἱερέα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μολδαβίας, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ μᾶς συνόδευε μέχρι τὸ Ἰάσιο, καὶ μᾶς ὁδήγησαν στὸν Ἱερὸ Ναό. Καθ' ὁδὸν οἱ ὑπάλληλοι καὶ οἱ ἐργαζόμενοι μὲ πολλὴ εὐλάβεια προσκυνοῦσαν τὸ ἱερὸ λείψανο. Στὶς λίγες ὧρες ποὺ θὰ παραμέναμε ἐκεῖ ἔγιναν δεήσεις στὸν Ἱερὸ Ναὸ καὶ τὸ ἀσπάστηκαν σχεδὸν ὅλο τὸ προσωπικὸ τοῦ ἀεροδρομίου καθὼς καὶ ἄλλοι περαστικοὶ ταξιδιῶτες, ποὺ ἀνέρχονταν περίπου στοὺς πεντακόσιους (500), σύμφωνα μὲ τὸν ὑπολογισμὸ τοῦ Ἐφημερίου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Κατὰ τὴν παραμονὴ στὸ ἀεροδρόμιο δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ παρουσιάσουμε τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου στοὺς προσκυνητές.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους, τοὺς ὁποίους γνώριζα ἀπὸ ἄλλες ἐπισκέψεις μου στὴν Ρουμανία ἢ καὶ δικές τους ἐπισκέψεις στὴν Ναύπακτο, ζήτησαν ἰδιαίτερη συνάντηση γιὰ νὰ ρωτήσουν διάφορα θέματα πνευματικῆς ζωῆς. Κοντὰ στὸ ἀεροδρόμιο, σὲ φιλόξενο φιλικὸ σπίτι, ἔγινε μιὰ συνάντηση περίπου δύο ὡρῶν, κατὰ τὴν ὁποία τέθησαν διάφορα ἐρωτήματα καὶ ἐδόθησαν σχετικὲς ἀπαντήσεις. Διέκρινε κανεὶς τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τοὺς ἁγίους, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὸ πῶς θὰ τηροῦμε τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ στὴν καθημερινή μας ζωή.

2. «Ὁδὸς τῶν ἁγίων»

Ὅταν τὸ ἀεροπλάνο προσγειώθηκε στὸ Ἰάσιο τῆς Ρουμανίας μᾶς περίμενε καὶ μιὰ ἄλλη ἔκπληξη. Μέσα στὸ κρύο καὶ τὴν βροχὴ μᾶς περίμενε ὁ Μητροπολίτης Μολδαβίας κ. Θεοφάνης, περιστοιχισμένος ἀπὸ ἄλλους Ἐπισκόπους καὶ Κληρικοὺς καὶ χορὸ ἱεροψαλτῶν, μαζὶ μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς πόλεως καὶ λαϊκούς. Νέοι καὶ νέες ντυμένοι παραδοσιακὰ κρατοῦσαν συμβολικὰ κεράσματα –ψωμὶ καὶ ἁλάτι– γιὰ τὴν ἐπίσημη κατὰ τὸ ἔθιμο προϋπάντηση. Τὸ συγκινητικὸ ἦταν ὅτι ἐξέφραζαν τὸν σεβασμό τους παρὰ τὶς δύσκολες καιρικὲς συνθῆκες.

Στό Ιάσιο τής Ρουμανίας  μέ τό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου καί τήν διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη. «Οδός τών αγίων»

Στήν συνέχεια μέ τήν συνοδεία τών Κληρικών, τών λαϊκών καί τών Αρχών τής πόλεως, κατευθυνθήκαμε στόν Καθεδρικό Ναό τής πόλεως, όπου εν πομπή, μέσω Ιερέων, πού ήσαν ενδεδυμένοι μέ τά ιερά άμφια καί κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες, καί πολλών προσκυνητών, εναποθέσαμε τό ιερό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου δίπλα στό ιερό σκήνωμα τής αγίας Παρασκευής, σέ ειδική εξέδρα εκτός τού Ιερού Ναού. Η έκπληξη ήταν ότι είχαν αγιογραφήσει εικόνες τού αγίου Πολυκάρπου καί τής αγίας Παρασκευής καί είχαν κεντήσει εικόνες τών δύο αυτών αγίων. Οι Ιερείς, οι ψάλτες καί ο κόσμος έψαλαν τά απολυτίκιά τους. Σέ λίγο άρχισε η βραδινή λιτανεία, τήν οποία ονομάζουν «οδό τών αγίων». Πρόκειται γιά μιά συνήθεια νά συναντώνται δύο άγιοι καί νά γίνεται λιτάνευσή τους στήν πόλη, η οποία κρατάει περίπου δύο ώρες.

Η λιτανεία αυτή διαφέρει από τίς λιτανείες, πού γίνονται στόν χώρο τόν δικό μας. Δέν υπάρχουν μουσικές μπάντες ούτε στρατιωτικά αγήματα, αλλά προηγούνται καί έπονται τών ιερών λειψάνων Κλήρος καί λαός. Πάνω από εκατό Ιερείς ενδεδυμένοι ομοιόμορφα άμφια καί κρατώντας αναμμένες λαμπάδες, οι Ιερείς πού κρατούσαν στούς ώμους τους τά άγια λείψανα τής αγίας Παρασκευής καί τού αγίου Πολυκάρπου, πολλοί διάκονοι, δεκάδες ιερόπαιδες μέ λαμπάδες, εξαπτέρυγα, λάβαρα καί μεγάλα θυμιατά. Μιά πολυπληθής χορωδία νέων έψαλαν, καί μαζί τους όλος ο λαός, τά τροπάρια τών αγίων σέ βυζαντινή μελωδία. Κάπου κάπου έψαλαν καί στά ελληνικά, όπως τό «Σώσον Κύριε τόν λαόν σου», τό «τρισάγιο» κλπ. Ήταν χιλιάδες λαού στήν λιτανεία καί συμμετείχαν μέ πολλή ευλάβεια καί σεβασμό καί ψάλλοντας μαζί μέ τούς ιεροψάλτες, παρά τίς άσχημες καιρικές συνθήκες καί τό κρύο.

Στό Ιάσιο τής Ρουμανίας  μέ τό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου καί τήν διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη. «Οδός τών αγίων»

Μετὰ τὴν λιτανεία συνεχίσθηκε ὁ ἀσπασμὸς ἀπὸ τὸν λαὸ τῶν ἱερῶν λειψάνων. Ὅπως ἀνέφερα πιὸ πάνω, κατὰ τοὺς ὑπολογισμοὺς τῶν ἁρμοδίων προσεκύνησαν τὰ ἱερὰ λείψανα ἕνα ἑκατομμύριο περίπου πιστοί. Ἡ τοπικὴ ἐφημερίδα ἔγραψε ὅτι οἱ προσκυνητὲς ποὺ περίμεναν μὲ ὑπομονὴ νὰ προσκυνήσουν καταλάμβαναν στὸ πλάτος τοῦ πεζοδρομίου μιὰ γραμμὴ τριῶν χιλιομέτρων. Μάλιστα δὲ μιὰ ἠθοποιὸς ἀνέφερε ὅτι στὸ παρελθὸν χρειάσθηκε τριανταδύο (32) ὧρες γιὰ νὰ φθάση στὴν λάρνακα καὶ νὰ ἀσπασθῇ τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἴσως νὰ μοῦ φαινόταν ἀπίστευτη αὐτὴ ἡ πληροφορία, ἂν δὲν τὸ διεπίστωνα προσωπικά. Γιατί, τὴν ἡμέρα ποὺ ἀποχωρούσαμε ἀπὸ τὸ Ἰάσιο, στὶς 5 τὸ πρωΐ, μέσα στὸ κρύο, εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μᾶς τοὺς προσκυνητὲς νὰ ἐπεκτείνωνται, ἀπὸ πεζοδρόμιο σὲ πεζοδρόμιο, καὶ ἀπὸ τετράγωνο σὲ τετράγωνο, σὲ μιὰ σειρὰ περίπου δύο χιλιομέτρων. Εἶδα νὰ τοὺς παραστέκωνται ἐθελοντὲς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἀσθενοφόρα, ἄνθρωποι ἕτοιμοι νὰ τοὺς προσφέρουν νερὸ καὶ φαγητὸ καὶ ὅ,τι ἄλλο χρειάζονταν. Τὴν τάξη ἐπέβλεπαν ἀστυνομικοί. Εἶναι ἕνα φαινόμενο τὸ ὁποῖο δὲν συναντᾶμε εὔκολα καὶ σὲ τέτοια ἔκταση στὸν χῶρο μας.

3. Ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Μολδαβίας μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας Παρασκευῆς προγραμματίζει διάφορες ἐκδηλώσεις, προκειμένου οἱ προσκυνητὲς νὰ ὠφελοῦνται καὶ γενικότερα νὰ γίνεται τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο. Ἐφέτος εἶχαν προγραμματισθῇ, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τρεὶς σημαντικὲς ἐκδηλώσεις.

Ἡ πρώτη ἦταν τὰ ἐγκαίνια τῆς ἔκθεσης στὸ Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (στὸ Ναὸ ποὺ κηρύχθηκε ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τὸ 1821 ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη), στὴν ὁποία παρουσιάσθηκαν παλαιὰ συναξάρια, λειτουργικὰ βιβλία, εἰκόνες καὶ ἐκδόσεις βιβλίων μὲ θέμα τὴν ἁγία Παρασκευὴ τὴν Ἐπιβατινή. Ἔγινε παρουσίαση ἑνὸς προσφάτως ἐκδοθέντος βιβλίου, στὸ ὁποῖο ἐκτίθενται τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ ἁγία Παρασκευὴ καὶ ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ γνωστὴ ἠθοποιό, παρουσιάστρια τῆς χώρας, ἕνα ποίημα-προσευχὴ πρὸς τὴν Ἁγία, ποὺ εἶχε συνθέσει μιὰ μοναχή.

Στό Ιάσιο τής Ρουμανίας  μέ τό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου καί τήν διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη.  Ἡ δεύτερη, ἦταν τὰ ἐγκαίνια τῆς ἐπεκτάσεως τοῦ βιβλιοπωλείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιὰ τὴν διάθεση ἐκκλησιαστικῶν ἀντικειμένων. Πρόκειται γιὰ ἕνα σύγχρονο καλαίσθητο βιβλιοπωλεῖο, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀνάγκες τῆς περιοχῆς. Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη διαθέτει ἐκδοτικὸ οἶκο ἀπὸ τὸν ὁποῖον κυκλοφοροῦν βιβλία θεολογικοῦ, ἐκκλησιαστικοῦ καὶ πνευματικοῦ περιεχομένου γιὰ τὴν πνευματικὴ τροφοδότηση τόσο τῶν Χριστιανῶν τῆς Μητροπόλεως, ὅσο καὶ ὅλης τῆς Ρουμανίας. Σὲ εἰδικὴ προθήκη ἦταν τοποθετημένα καὶ δικά μου βιβλία, ἀφοῦ μέχρι σήμερα ἔχουν μεταφρασθῇ δεκατέσσερα (14) βιβλία μου στὴν ρουμανικὴ γλῶσσα.

Ἡ τρίτη ἐκδήλωση ἦταν τὰ ἐγκαίνια ἑνὸς νέου ὀρόφου τοῦ Νοσοκομείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Πρὶν μερικὰ χρόνια εἶχε ἀρχίσει ἡ λειτουργία τοῦ Διαγνωστικοῦ Κέντρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Μολδαβίας καὶ νὺν Πατριάρχη κ. Δανιήλ, τὸ ὁποῖο ἐπεκτάθηκε σὲ Νοσοκομεῖο μὲ πολλὲς κλινικὲς μὲ ὅλες τὶς εἰδικότητες καὶ μὲ δύο χειρουργεῖα, μὲ τὴν μέριμνα τοῦ νὺν Μητροπολίτου Θεοφάνους. Ἀπ' ὅ,τι ἔλεγαν οἱ ὑπεύθυνοι, τὸ Νοσοκομεῖο αὐτὸ διαθέτει πλέον 120 κλῖνες γιὰ ἀρρώστους. Εἶναι μιὰ σημαντικὴ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας στὸν λαό της.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθῶ στὴν προσωπικότητα τοῦ Μητροπολίτου Μολδαβίας κ. Θεοφάνους, τὸν ὁποῖο εἶχα γνωρίσει πρὶν δέκα περίπου χρόνια ὡς Μητροπολίτη Ὀλτένιας. Εἶναι ἕνας ἄριστος Κληρικός, εὐπαίδευτος, ἔξυπνος, ἀλλὰ κυρίως εὐαίσθητος στὰ κοινωνικὰ προβλήματα, εὐχάριστος στὸν λόγο καὶ μὲ μεγάλη ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Διέκρινα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν κόσμο, συμπεριφέρεται μὲ ἁπλότητα καὶ ἀγάπη, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔχουν ἀνάγκη οἱ ἄνθρωποι. Μοῦ ἀνέφερε διάφορα προγράμματα τὰ ὁποία ἔχει καταρτίσει καὶ τὰ σχέδια τὰ ὁποία ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν ὑποψηφίων Κληρικῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν ἔντονα πνευματικὰ ἐρωτήματα.

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Μολδαβίας, πρώτη Μητρόπολη κατὰ τὴν τάξη στὸ Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη καὶ μὲ πολλὰ προβλήματα. Διαθέτει περίπου 1200 Κληρικούς, 2000 μοναχοὺς καὶ μοναχὲς καὶ ἀπασχολεῖ γιὰ τὸ διοικητικὸ καὶ πνευματικό της ἔργο περίπου 600 ὑπαλλήλους, τοὺς ὁποίους καὶ πρέπει νὰ μισθοδοτῇ. Ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικὲς σχολές, θεολογικὴ σχολὴ καὶ ἄλλες δραστηριότητες. Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὸ πολυϋπεύθυνο ἔργο τὸ ὁποῖο ἔχει νὰ κάνη ἕνας Ἀρχιερεὺς στὴν περιοχὴ αὐτή, ἀλλὰ καὶ τὴν θέση τὴν ὁποία ἔχει στὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία, τὸ ὁποῖο κάνει ἐπάξια ὁ νὺν Μητροπολίτης.

4. Ἡ πανηγυρικὴ θεία Λειτουργία ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς

Τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων τῶν ἐκδηλώσεων τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἦταν ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, παρουσία χιλιάδων προσκυνητῶν. Ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ μιὰ πανρουμανικὴ ἑορτή, ἀναμεταδιδόταν ἀπὸ τὸν κρατικὸ τηλεοπτικὸ σταθμὸ καὶ ἀπὸ διάφορους ραδιοφωνικοὺς σταθμούς. Ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας ἔγινε σὲ εἰδικὴ ἐξέδρα μπροστὰ στὴν κεντρικὴ πύλη τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ. Συλλειτούργησαν εἴκοσι περίπου Ἀρχιερεῖς, πολλοὶ Ἱερεῖς καὶ Διάκονοι καὶ ἔψαλε θαυμάσια ἡ πολυμελὴς χορωδία μὲ βυζαντινὴ τεχνοτροπία.

Στό Ιάσιο τής Ρουμανίας  μέ τό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου καί τήν διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη. «Οδός τών αγίων»

Ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸν ὅλος ὁ λαὸς νὰ ἔχη ὀπτικὴ ἐπαφή, γι' αὐτὸ σὲ ὅλη τὴν πλατεῖα τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ εἶχαν τοποθετηθῇ γιγαντοοθόνες, ὥστε οἱ παρόντες πιστοὶ νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν τὰ τελούμενα. Αὐτὸ φανερώνει τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ποὺ εἶχαν προσέλθει. Τὸ ἐκπληκτικὸ ἦταν ὅτι ἡ θεία Λειτουργία διήρκησε τρεὶς ὧρες, ἀπὸ τὶς 9 μέχρι τὶς 12, καὶ ὅλος ὁ λαὸς παρέμενε ὄρθιος, ἀκίνητος καὶ σιωπηλός, πολλὴ ὥρα πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας καὶ συμμετεῖχε μὲ εὐλάβεια καθ' ὅλη τὴν διάρκειά της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικότερο ἦταν ὅτι οἱ καιρικὲς συνθῆκες ἦταν πολὺ δύσκολες, ἔκανε πολὺ κρύο (3ο C) καὶ φυσοῦσε ψυχρὸς ἀέρας.

Ὅπως καὶ ἄλλες φορὲς ἔχω διαπιστώσει, στὴν Ρουμανία σὲ τέτοιες περιπτώσεις ὁ τρόπος τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι πανηγυρικότατος, δηλαδὴ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Διάκονοι ἐνδύονται τὰ ἄμφιά τους στὸ κτήριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως πλησίον τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ καὶ ἐν πομπῇ πορεύονται στὸν χῶρο τῆς τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας. Πορεύονται ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ζητᾶ τὴν εὐλογία τους. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυση τῆς θείας Λειτουργίας. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι πιστοὶ προσπαθοῦν νὰ λάβουν εὐλογία εἴτε ἀσπαζόμενοι τὰ χέρια τῶν Ἀρχιερέων, εἴτε ἀγγίζοντας τὰ ἄμφιά τους, μὲ τὴν πίστη ὅτι ὁ Ἱερεὺς εἰσῆλθε στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπομένως θέλουν καὶ ἐκεῖνοι νὰ λάβουν κάποια εὐλογία. Σὲ κάποια στιγμὴ χρειάσθηκε νὰ παρέμβη ἡ ἀστυνομία γιὰ νὰ μὲ ἀποσπάση ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῶν προσκυνητῶν οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν εὐλογία.

Ὁ Μητροπολίτης Μολδαβίας κ. Θεοφάνης μοῦ ἔδωσε τὴν τιμητικὴ θέση νὰ προεξάρχω τῆς θείας Λειτουργίας καὶ νὰ ὁμιλήσω στὸν λαὸ σχετικὰ μὲ τὴν ἑορτή. Εἶχα προετοιμάσει κατάλληλο κήρυγμα, ἀλλὰ τελικά, βλέποντας τὸν κόσμο προσευχόμενο καὶ προσηλωμένο, προτίμησα νὰ ἀλλάξω θέμα καὶ νὰ ὁμιλήσω ἐκ καρδίας. Ἔτσι, ἀναφέρθηκα γενικὰ στὸν βίο τῶν δύο ἁγίων καὶ εἰδικότερα στὴν ἀξία καὶ στὸ θεολογικὸ μήνυμα ποὺ μεταδίδουν τὰ ἱερὰ λείψανα, ἀπαντῶντας στὸ ἐρώτημα γιατί οἱ Χριστιανοὶ ἀγαποῦν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων. Σὲ ἄλλο μέρος τοῦ παρόντος τεύχους δημοσιεύονται τὸ πρῶτο κήρυγμα ποῦ εἶχα ἑτοιμάσει καὶ τὸ τελικὸ ἀπομαγνητοφωνημένο.

5. Ὁμιλία στὸ Πανεπιστήμιο γιὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας, δηλαδὴ 14 Ὀκτωβρίου, ὁ Μητροπολίτης Μολδαβίας κ. Θεοφάνης εἶχε προγραμματίσει νὰ ὁμιλήσω στὸ Πανεπιστήμιο μὲ θέμα τὸ ὁποῖο ἐπέλεξα: «Ἡ ἐμπειρικὴ θεολογία κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη». Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶναι γνωστὸς στὴν Ρουμανία, διότι μεταφράσθηκαν διάφορα βιβλία του, καὶ ἤδη ἔδειξαν ἐνδιαφέρον καὶ μεταφράζονται οἱ δύο τόμοι τῆς Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς ποὺ συνέγραψα. Σὲ διάφορα σημεῖα τῆς πόλεως εἶχαν ἀναρτηθῇ εἰδικὲς ἀφίσες ποὺ ἀνήγγειλαν τὸ γεγονός.

Στό Ιάσιο τής Ρουμανίας  μέ τό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου καί τήν διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη.  Ομιλία στό Πανεπιστήμιο

Ἡ ὁμιλία ἔγινε στὴν κεντρικὴ αἴθουσα τοῦ Πανεπιστημίου καὶ ἦταν παρόντες σχεδὸν ὅλοι οἱ Καθηγητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, πολλοὶ φοιτητὲς καὶ κόσμος. Εἶχε καλυφθῇ ὁ χῶρος τοῦ ἀμφιθεάτρου, ὁ ἐξώστης καὶ ἕνας ἄλλος χῶρος ἀπὸ τὸν ὁποῖο παρακολουθοῦσαν τὴν ὁμιλία ἀπὸ ὀθόνες.

Στὴν ὁμιλία μου παρουσίασα τὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὰ παρουσίαζε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ἀναφέρονται στὴν ἐμπειρικὴ θεολογία. Εἰσαγωγικὰ ἀνέφερα ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους καὶ εἶναι ἐμπειρία, σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ ποὺ δίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅτι οἱ θεολόγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔφθασαν στὴν θεωρία, ἀφοῦ προηγουμένως ἔδωσαν ἐξετάσεις καὶ καθάρισαν τὸ σῶμα ἢ τὸ μετριότατο οἱ καθαιρόμενοι. Ταυτόχρονα ὑπάρχει καὶ ἡ θεολογία ὡς ἐπιστήμη, ὅταν ἀναλύη τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, τὰ χειρόγραφα, τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, τὸν πολιτισμὸ ποὺ ἀναπτύχθηκε στὴν Ἐκκλησία κλπ. Σπουδαιότερη ὅμως εἶναι ἡ θεολογία ὡς ἐμπειρία.

Στὴν συνέχεια παρουσίασα μὲ συντομία ἕνα μικρὸ βιογραφικὸ διάγραμμα τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἀναφέρθηκα στὰ κέντρα στὰ ὁποία σπούδασε τὴν θεολογία ὡς ἐπιστήμη, στὸ πῶς γνώρισε τὴν θεολογία ὡς ἐμπειρία καὶ πῶς ἔδωσε τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς του γι' αὐτὴν τὴν ζωντανὴ ἐμπειρικὴ θεολογία, στὰ Συνέδρια, στὰ Πανεπιστήμια καὶ ὅπου βρέθηκε.

Ἀκολούθως ἐντόπισα τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας, ὅπως τὴν δίδασκε, ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στοὺς ἁγίους Του μέσα στὸ Φὼς καὶ εἶναι τὸ τριλαμπὲς Φὼς τῆς μιᾶς θεότητος ὅτι δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο νὰ ζὴ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ Φὼς ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Φὼς τοῦ Θεοῦ καὶ σκοτίσθηκε ὅτι οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔφθασαν στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ Φώς, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ νικήσουν τὸν θάνατο ὅτι ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ νικήση τὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο καὶ νὰ ἐπαναφέρη τὸν ἄνθρωπο σὲ αὐτὴν τὴν φωτεινὴ κατάσταση ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια περνᾶμε μέσα ἀπὸ τὴν κάθαρση στὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ ὅταν ἐμφανισθῇ ὁ Χριστὸς μέσα στὸ Φὼς νὰ ἀνθέξουμε τοῦ Φωτὸς τῆς δόξης καὶ ὄχι τοῦ πυρὸς τῆς Κολάσεως καὶ ὅτι αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τῆς κοινωνίας μὲ τὸ τριλαμπὲς τῆς μιᾶς θεότητος Φὼς οἱ ἅγιοι τὴν πέρασαν μέσα στὰ δόγματα καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, τὸν λεγόμενο ρωμαίϊκο πολιτισμὸ κλπ.

Ἡ εἰσήγηση προκάλεσε τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀκροατῶν καὶ διατυπώθηκαν πολλὰ ἐρωτήματα, τὰ ὁποία ὁμαδοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν συντονιστὴ Ἱερέα-Καθηγητή σὲ πέντε ὁμάδες. Τὸ πρῶτο ἦταν οἱ σχέσεις καρδίας, νοὸς καὶ λογικῆς τὸ δεύτερο πῶς νοεῖται ἡ βίωση τοῦ Σταυροῦ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τὸ τρίτο ποιά ἡ διαφορὰ τῆς θεολογίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἀπὸ τὴν θεολογία τοῦ Ἄντονυ Μπλοὺμ καὶ τοῦ π. Ἰωάννη Μέγεντορφ τὸ τέταρτο γιὰ πόσο συχνὰ πρέπει νὰ κοινωνοῦμε καὶ τὸ πέμπτο γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία σὲ σύγκριση μὲ τὶς οὐμανιστικὲς ψυχοθεραπεῖες.

Στό Ιάσιο τής Ρουμανίας  μέ τό λείψανο τού αγίου Πολυκάρπου καί τήν διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Ἡ εἰσήγηση μαζὶ μὲ τὶς ἐρωτήσεις κράτησαν περίπου τρεὶς ὧρες καὶ στὴν συνέχεια γιὰ μία ὁλόκληρη ὥρα εἶχε σχηματισθῇ μιὰ σειρὰ γιὰ νὰ ὑπογράψω τὰ βιβλία τὰ ὁποία εἶχαν ἀγοράσει. Ἦταν πάρα πολὺ συγκινητικὴ ἡ ὅλη ἐκδήλωση, ἔδειχνε τὸν ζῆλο τους καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὸ πῶς αὐτὴ ἡ θεολογία θὰ βιωθῇ στὴν προσωπική μας ζωὴ καὶ θὰ ἀποκτήσουμε γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁμιλῶ συχνὰ γιὰ τέτοια θέματα σὲ διάφορα ἀκροατήρια, ὅμως διαπίστωσα ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν ἕνα συνηθισμένο ἀκροατήριο, ἀλλὰ αἰσθανόμουν τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν δύναμη μὲ τὴν ὁποία οἱ παρόντες παρακολουθοῦσαν.

Κατὰ τὴν διαμονή μου στὸ Ἰάσιο ἔδωσα συνεντεύξεις στὸν ραδιοφωνικὸ σταθμὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ σὲ κρατικοὺς ραδιοφωνικοὺς σταθμούς.

6. Ἐπιστροφὴ στὸ Βουκουρέστι

Μιὰ ἄλλη ἔκπληξη ποὺ αἰσθάνθηκα ἦταν στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Βουκουρεστίου, ὅπου θὰ περιμέναμε γιὰ δύο περίπου ὧρες τὴν πτήση ἐπιστροφῆς πρὸς τὴν Ἀθήνα. Συνάντησα ἐκεῖ πρόσωπα, τὰ ὁποία ἦταν στὸ Ἰάσιο, ποὺ ταξίδευσαν ὅλη τὴν νύκτα, περίπου ἕξι ὧρες, μετὰ τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας γιὰ νὰ φθάσουν στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Βουκουρεστίου γιὰ νὰ μὲ ἀποχαιρετήσουν. Ἦταν κάτι τὸ ἀνέλπιστο. Ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων πολλὲς φορὲς σὲ σκλαβώνει, ἀλλὰ καὶ σὲ ταπεινώνει. Δόθηκε ἡ δυνατότητα μέσα σὲ χῶρο τοῦ ἀεροδρομίου, ἔξω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι, νὰ συζητήσουμε γιὰ ἄλλα θέματα θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ περίπου δύο ὧρες.

Συγκινήθηκα βαθύτατα ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ διακονοῦμε τέτοιους εὐλογημένους ἀνθρώπους καὶ θὰ δώσουμε λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὸ πῶς χειριζόμαστε αὐτὴν τὴν δίψα καὶ τὴν ἀγάπη τους. Δὲν ἔχω λόγους νὰ εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ γι' αὐτὴν τὴν δωρεὰ καὶ προσεύχομαι νὰ ἀνταποκριθῶ σὲ αὐτὸ τὸ μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς καθιστᾶ διακόνους ἑνὸς τέτοιου εὐλογημένου λαοῦ.

Γενικὰ ἦταν ἕνα πολὺ εὐλογημένο ταξίδι. Ἡ ἐμπειρία νὰ ταξιδεύης μὲ τὸ λείψανο ἑνὸς ἁγίου εἶναι συγκλονιστική. Τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου εἶχε τὴν δική του θέση μέσα στὸ ἀεροπλάνο, εἶχε ἐκδοθῇ δικό του εἰσιτήριο μὲ τὸ ὄνομά του, καὶ τὸν εἴχαμε δίπλα μας. Κατὰ κοινὴ ὁμολογία, στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Βουκουρεστίου ἀπὸ τὸ ἱερὸ λείψανο ἐξερχόταν ἔντονη εὐωδία. Ἐπίσης ἦταν ἰδιαίτερη ἐμπειρία τὸ ὅτι γνώρισα τὰ πνευματικὰ τέκνα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ ἡσυχαστοῦ ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι καὶ τοῦ π. Κλεόπα ποὺ ἔζησαν στὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ ἔσπειραν τὸν λόγο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ἑπομένως ἄφησαν καρπούς.

Εὐγνωμονῶ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ δῶρο ποὺ μοῦ χάρισε καὶ εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδίας τὸν Μητροπολίτη Μολδαβίας, κ. Θεοφάνη, ἐκλεκτὸ καὶ ἀγαπητὸ ἐν Χριστῷ ἀδελφό, γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ μοῦ ἔδωσε.–

Κύριο Θέμα: Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη (video)

Δεκαετὲς μνημόσυνο στὴν Ναύπακτο

«Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη»

Τὴν Κυριακὴ 13 Νοεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε στὴν Ναύπακτο ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ἀρχιερατικὸ Μνημόσυνο καὶ ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα γιὰ τὸν ἀείμνηστο διδάσκαλο καὶ καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως δέκα ἐτῶν (2001-2011) ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Ὁ π. Ἰωάννης, κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του, ἦταν ἐγγεγραμμένος στὸν ἱερατικὸ κατάλογο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.

Δεκαετές ἀρχιερατικό μνημόσυνο π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ναύπακτος 2011

Τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς, στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, τελέσθηκε ἀρχιερατικὸ συλλείτουργο, ἀπὸ τοὺς Μητροπολῖτες Ἄρτης κ. Ἰγνάτιο καὶ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο, καὶ ἀρχιερατικὸ μνημόσυνο γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ. Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἰερόθεος ἐκφώνησε σύντομη ἐπιμνημόσυνη ὁμιλία.

Ἀκολούθησε, στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τιμητικὴ ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα μὲ γενικὸ τίτλο «Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη», κατὰ τὴν ὁποία, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου, ἐκλεκτοὶ μαθητὲς καὶ συνάδελφοι τοῦ ἀειμνήστου ἐξέθεσαν τὶς ἀπόψεις τους γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο του. Συγκεκριμένα στὴν πρωινὴ συνεδρία:

Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ἀνέπτυξε τὸ θέμα «Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, σημεῖον ἀντιλεγόμενον».

Ἡ κ. Δέσπω Λιάλιου, ἀντιπρύτανις τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ καθηγήτρια Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀναφέρθηκε στὶς «Θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς ἑρμηνευτικῆς στὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη». Ἡ κ. Λιάλιου ἀπουσίαζε γιὰ λόγους ὑπηρεσιακοὺς καὶ τὴν εἰσήγησή της ἀνέγνωσε ὁ Μητροπολίτης κ. Ἰερόθεος.

Ὁ κ. Ἀντώνιος Παπαδόπουλος, ὀμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, παρουσίασε τὶς «Ἀναμνήσεις μου ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης».

Ἀκολούθησε πολὺ ἐνδιαφέρουσα συζήτηση, τὴν ὁποία ἀναγκάσθηκε νὰ διακόψη ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἰερόθεος, ὡς πρόεδρος τῆς συνεδρίας, γιὰ τὸ μεσημεριανὸ διάλειμμα γιὰ γεῦμα, τὸ ὁποῖο προσέφερε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη σὲ ὅλους τοὺς συνέδρους, στὴν αἴθουσα τοῦ ἐνοριακοῦ κέντρου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τὸ ὁποῖο ἑτοίμασαν ἐθελοντικὰ οἱ Κυρίες τῶν Συνδέσμων Ἀγάπης τῶν Ἐνοριῶν τῆς Ναυπάκτου.

Στὴν ἀπογευματινὴ συνεδρία ὁ κ. Σταῦρος Γιαγκάζογλου, σύμβουλος τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου, κατέθεσε τὶς ἀπόψεις τοῦ γιὰ τὴν «σημασία τοῦ περὶ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔργου τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία».

Κατόπιν ὁ κ. Λάμπρος Σιάσος, καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, μίλησε γιὰ τὰ «Ρωμανιδικὰ ἀλεξίπυρα καὶ τὶς ἀκαδημαϊκὲς φλογώσεις».

Καὶ τέλος ὁ π. Γεώργιος Δράγας, καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, ἀναφέρθηκε στὸ θέμα: «Ἡ Πατερικὴ Θεολογία ὡς ἡ βάση τῆς συγχρόνου ὀρθοδόξου ἑρμηνευτικῆς».

Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἀπογευματινῶν εἰσηγήσεων ἀκολούθησε ζωηρὴ καὶ ἐνδιαφέρουσα συζήτηση, τὴν ὁποία περάτωσε ὁ Σέβ. Μητροπολίτης κ. Ἰερόθεος διαβάζοντας ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία π. Ρωμανίδη-π. Φλωρόφσκι, ἡ ὁποία περιέχεται στὸ νέο βιβλίο του ποῦ ἑτοιμάζεται πρὸς ἔκδοση.

Χαιρετισμοὺς στὴν Ἡμερίδα ἀπηύθυναν ὁ Μητροπολίτης Ἄρτης κ. Ἰγνάτιος καὶ ὁ Πρόεδρος τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου καὶ ἐκπρόσωπος τοῦ Δημάρχου Ναυπακτίας κ. Παντελῆς Πατούχας.

Ἡ Ἡμερίδα σημείωσε μεγάλη ἐπιτυχία τόσο ἀπὸ πλευρᾶς συμμετοχῆς τοῦ κόσμου, ποὺ γέμισε ἀσφυκτικὰ τὴν αἴθουσα τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὅσο καὶ ἀπὸ πλευρᾶς ἐπιπέδου τῶν εἰσηγήσεων, τῶν παρεμβάσεων καὶ τῶν συζητήσεων, ποὺ ἦταν ὑψηλό, οἱ ὁποῖες θὰ ἐκδοθοῦν σὲ εἰδικὸ τόμο.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνας κορυφαῖος θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰῶνος μὲ οἰκουμενικὸ κῦρος, ὁ ὁποῖος διατύπωσε σὲ καίρια θέματα, ποὺ ἀφοροῦν τὸν σύγχρονο δυτικοποιημένο ἄνθρωπο, τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ ἁγίων Πατέρων. Αὐτὸ καταδείχθηκε ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς στὴν ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα ποῦ πραγματοποιήθηκε. Αὐτὴν τὴν μεγάλη θεολογικὴ προσωπικότητα προσπαθεῖ νὰ ἀναδείξη, ὅπως τῆς ἁρμόζει, ὁ Μητροπολίτης κ. Ἰερόθεος καὶ μὲ τὴν Ἡμερίδα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς τελευταῖες συγγραφές του, ποῦ γνωστοποιοῦν στὸ παγκόσμιο ὀρθόδοξο ἀναγνωστικὸ κοινὸ τὴν ἐμπειρικὴ δογματικὴ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη.

Μνήμη π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Σήμερα 1 Νοεμβρίου 2021 συμπληρώνονται εἴκοσι ἔτη ἀπό τήν κοίμηση τοῦ διακεκριμένου καθηγητοῦ καί διδασκάλου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, πού συνέβη τήν 1η Νοεμβρίου 2001 στήν Ἀθήνα.

Μνήμη π. Ἰωάννου ΡωμανίδηἩ γνωριμία μαζί του στήν ἀρχή ἔγινε μέσα ἀπό προφορικές διδασκαλίες του καί τά κείμενά του τῆς δεκαετίας τοῦ '70 καί ἔπειτα, ἀπό τό 1987 μέχρι τήν κοίμησή του, εἶχα στενή ἐπικοινωνία μαζί του. Μετά τήν συνταξιοδότησή του ἀπό τό Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης ἔμεινε στήν Ἀθήνα, σχεδόν μόνος του, καί εἴχαμε συχνή προσωπική καί τηλεφωνική ἐπικοινωνία, ἐπειδή τότε ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκήρυξ καί διευθυντής Νεότητος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.

Μάλιστα, τό ἔτος 1995, μέ πρότασή του, μαζί διδάξαμε σέ Σεμινάριο στόν Καναδᾶ, παρουσιάζοντας τήν θεραπευτική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ Κληρικούς πού προέρχονταν ἀπ' ὅλες τίς κανονικές δικαιοδοσίες τῆς Ἀμερικῆς. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες οἱ δυό μας παραδώσαμε μαθήματα ὀρθοδόξου θεολογίας. Τό ἴδιο ἔγινε καί τό ἔτος 1997, πλησίον τῆς Ἀτλάντα, μέ τήν ἐπιπρόσθετη παρουσία καί τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ.

Γνώρισα τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἀφοῦ εἶχα διαβάσει τά ἔργα πολλῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων τῆς Φιλοκαλίας, καί διέκρινα ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐξέφραζε τήν διδασκαλία τους. Δηλαδή, ἡ διδασκαλία του ἦταν ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὡς ταυτότητα ἐμπειριῶν μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Πάντοτε αἰσθανόμουν τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ πού τόν γνώρισα καί συνδέθηκα στενά μαζί του μέχρι τήν κοίμησή του.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στό τέλος τῆς ζωῆς του, καί συγκεκριμένα τό ἔτος 1997, μέ αἴτησή του, ἐνεγράφη στόν κατάλογο τῶν Κληρικῶν τῆς Μητροπόλεώς μας, χωρίς νά λαμβάνη μισθό. Μέχρι τότε ἦταν ἐγγεγραμμένος ὡς Κληρικός στήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς. Ζήτησα τό ἀπολυτήριό του ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς καί τόν ἐνέγραψα στήν Μητρόπολή μου.

Ἔκτοτε, δημοσίευσα πολλά κείμενα καί μέχρι τώρα τέσσερεις τόμους, παρουσιάζοντας τήν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, καθώς ἐπίσης στήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου τό ἔτος 2011 διοργανώσαμε καί θεολογικό Συνέδριο πρός τιμή του μέ τήν συμμετοχή πολλῶν θεολόγων Καθηγητῶν, τά Πρακτικά τοῦ ὁποίου ἐξεδόθησαν ἀπό τήν Μητρόπολή μας.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 20ετίας ἀπό τήν κοίμησή του, δημοσιεύω ἕνα σύντομο κείμενο γιά τόν κορυφαῖο αὐτό δογματικό θεολόγο τῆς ἐποχῆς μας, τό ὁποῖο συμπεριλήφθηκε στήν «Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐγκυκλοπαίδεια», τόμος 12ος.

Ρωμανίδης Ἰωάννης, Πρωτοπρεσβύτερος

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν μαθητής καί συνάδελφος τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, Κληρικός τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς καί τελευταῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰῶνος, καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης καί ἄλλων Θεολογικῶν Σχολῶν, συγγραφεύς πρωτότυπων κειμένων πού ἄσκησαν μεγάλη ἐπίδραση στά θεολογικά γράμματα, τήν ἐκκλησιαστική καί μοναχική ζωή, τήν ἱστορία τῆς Ρωμηοσύνης, καί ἔγινε γνωστός σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο.

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι τόν χαρακτήρισε ὡς τόν «ὀξυνούστερον» τῶν μαθητῶν του καί σέ ἐπιστολή του, ἀφοῦ κρίνει τούς συγχρόνους του θεολόγους, γράφει γιά τόν Ρωμανίδη:

«Γενικῶς ὁμιλοῦντες, εἶναι λίγες οἱ θεολογικές δυνάμεις πού ὑπάρχουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα. Ἐναποθέτω τίς ἐλπίδες μου στόν μαθητή μου, π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, πού συνέγραψε πρίν ἀπό τρία-τέσσερα χρόνια ὑπέροχη διδακτορική διατριβή γιά τό προπατορικό ἁμάρτημα, σπουδή στούς δύο πρώτους αἰῶνες (Ἑλληνικά, στήν Ἀθήνα) καί τώρα ἐργάζεται κοντά μου γιά διδακτορικό στήν φιλοσοφία στό Harvard.

Σέ αὐτόν, ἀντιθέτως, (σημ.: σέ ἀντίθεση μέ τούς Γάλλους καί τούς Ἄγγλους Ὀρθοδόξους θεολόγους) ὑπάρχει μᾶλλον ἡ τάση πρός τήν πλευρά τῆς «ἀπομονώσεως» - ἀποστροφή ἀπό τήν Δύση σέ ὅλα καί ἀπομόνωση στήν Βυζαντινή Παράδοση, ἀλήθεια, παραμένοντας στό ἐπίπεδο τῆς γνήσιας θεολογικῆς κουλτούρας καί τῆς βαθιᾶς ἐκκλησιαστικότητας».

1. Βιογραφικά στοιχεῖα

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γεννήθηκε στόν Πειραιά στίς 2-3-1927 ἀπό γονεῖς Καππαδόκες πρόσφυγες, τόν Σάββα καί τήν Εὐλαμπία, βαπτίσθηκε ὀρθόδοξος στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου στό Νέο Προκόπιο Εὐβοίας, καί ἔλαβε τό ὄνομα τοῦ Ρώσσου αὐτοῦ ἁγίου, πολύ ἀγαπητοῦ στήν Καππαδοκία. Μετανάστευσε μέ τούς γονεῖς του στήν Ἀμερική στίς 15 Μαΐου τοῦ ἰδίου ἔτους, σέ ἡλικία μόλις 72 ἡμερῶν. Μεγάλωσε στήν Νέα Ὑόρκη, στό Μανχάτταν, στήν 46η ὁδό, μεταξύ τῆς 2ης καί 3ης Λεωφόρου.

Τήν στοιχειώδη ἐκπαίδευση ἔλαβε στό Δημοτικό Σχολεῖο τῆς περιοχῆς πού ἔμενε, καί τίς Γυμνασιακές σπουδές ἔκανε κατ’ ἀρχάς στό Γυμνάσιο Seward Rark καί ἔπειτα στό παπικό Γυμνάσιο Cardinal Hayes. Στήν συνέχεια κατά τά ἔτη 1944-1949 σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης καί τά ἔτη 1949-1953 σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Yale. Ἐνδιαμέσως παρακολούθησε θεολογικά μαθήματα στό Πανεπιστήμιο τοῦ Columbia τῆς Νέας Ὑόρκης, ὅπου γνώρισε τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος ὁμιλοῦσε ἐκεῖ στούς φοιτητές. Τό ἔτος 1953 σπούδασε γιά ἕνα ἑξάμηνο στό Ρωσικό Σεμινάριο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου τῆς Νέας Ὑόρκης.

Στίς ἀρχές τοῦ 1954 βρέθηκε στό Ρωσικό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι, ὅπου ἑτοίμασε τίς τέσσερεις πρῶτες μελέτες του μέ τίτλους: «Τό προπατορικό ἁμάρτημα κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο», «Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας», «Ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ἀληθής ζωή του κατά τό ἑλληνορθόδοξον βιβλίον τῶν Ἀκολουθιῶν», καί «Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία κατά τόν Ἀλέξη Χομιακώφ». Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1954 ἕως τήν ἄνοιξη τοῦ 1955 ἦταν στό Μόναχο τῆς Γερμανίας.

Ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1955 ἕως τό 1957 παρέμεινε στήν Ἀθήνα, ὅπου ἑτοίμαζε τήν διδακτορική του διατριβή μέ τίτλο: «Τό προπατορικό ἁμάρτημα», καί τήν ὑπέβαλε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τό 1957. Τό θέμα τῆς διδακτορικῆς διατριβῆς καί οἱ θέσεις τοῦ π. Ἰωάννου προκάλεσαν ἔντονη συζήτηση, προφορική καί γραπτή, ἀλλά καί μεγάλη ἔνταση μεταξύ τῶν καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, καί συνετέλεσε τά μέγιστα στήν στροφή τῆς ἑλληνικῆς θεολογίας ἀπό τόν σχολαστικισμό στήν πατερική θεολογία. Τελικῶς, ἐνεκρίθη ἀπό τούς καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τόν Ἰούνιο τοῦ 1957 καί τήν ὑποστήριξε τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἰδίου ἔτους.

Τό 1957, μετά τήν διατριβή του, ἐπέστρεψε στήν Ἀμερική καί ἐνεγράφη κατ’ ἀρχάς στό Τμῆμα Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Harvard καί στήν συνέχεια στό τμῆμα τοῦ Harvard Graduate School of Arts and Scienses (τμῆμα Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν τῶν Ἐλευθέρων Τεχνῶν καί τῶν Θετικῶν Ἐπιστημῶν τοῦ Χάρβαντ). Τό διάστημα αὐτό ἀσχολήθηκε πολύ σοβαρά μέ τήν θεολογική καί ἱστορική ἔρευνα καί δημοσίευσε σημαντικά κείμενα, κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι.

Εἶχε ἤδη χειροτονηθῆ Διάκονος καί Πρεσβύτερος τό 1951, ἐνῶ σπούδαζε στό Yale, ἀπό τόν βοηθό Ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ Ἰεζεκιήλ, πού εἶχε ἕδρα τήν Βοστώνη, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας, καί ὑπηρέτησε ὡς ἐφημέριος σέ διάφορες Ἐνορίες τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς ἤτοι: στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Waterbury στό Κονέκτικατ (1951-1954), στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Νέας Ὑόρκης (1954), στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Arlington, Conn. (1959-1965), καί στόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στό Haveraill τῆς Μασσαχουσέττης (1965- 1968).
Το διάστημα μεταξύ 1958-1965 δίδαξε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης καί ὑπῆρξε διευθυντής τοῦ ἐπιστημονικοῦ περιοδικοῦ τῆς Σχολῆς The Greek Orthodox Theological Review.

Κατά τό χρονικό διάστημα πού ἦταν στήν Ἀμερική ὑπῆρξε ἀντιπρόσωπος τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς σέ διεθνῆ καί παναμερικανικά Συνέδρια οἰκουμενικῆς ἤ ἀκαδημαϊκῆς φύσεως, ὑπῆρξε μέλος τῆς ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας στό Δ΄ Παγκόσμιο Συνέδριο Πίστεως καί Τάξεως στό Μόντρεαλ Καναδᾶ καί μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας παρατηρητῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο (1959-1965). Ἐπίσης, ἀντιπροσώπευσε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέ ἀνεπίσημες συνομιλίες μέ τούς ἀντιχαλκηδονίους θεολόγους στό Aarhus τῆς Δανίας τόν Αὔγουστο τοῦ 1964. Ὑπῆρξε μέλος τῆς εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς γιά τούς διαλόγους μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς καί τούς Ἀγγλικανούς στήν Ἀμερική. Ἀντιπροσώπευσε τήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, στό Ἐθνικό Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν στήν Ἀμερική κ.ἀ.

Τήν 12η Ἰουνίου 1968 ἐξελέγη μόνιμος τακτικός καθηγητής στήν ἕδρα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τελικά, ὁ διορισμός του ἔγινε τό ἔτος 1970, ὁπότε καί ἄρχισε τίς Πανεπιστημιακές του παραδόσεις μέχρι τό ἔτος 1984, ὅταν καί συνταξιοδοτήθηκε. Ἀπό τό ἔτος 1970 κατά διαστήματα καί μετά τήν συνταξιοδότησή του δίδασκε ὡς ἐπισκέπτης καθηγητής στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός» τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στόν Βόρειο Λίβανο. Ἐκεῖ ἀνέδειξε μιά γενιά Ἀραβοφώνων Θεολόγων καί Κληρικῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν νῦν Πατριάρχη Ἀντιοχείας κ. Ἰωάννη.

Ὅταν ἦλθε στήν Ἑλλάδα καί δίδασκε στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ἦταν μέλος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν θεμάτων, ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Γενική Ἐπιτροπή τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, στήν Ἐπιτροπή «Πίστις καί Τάξις» τοῦ ἰδίου Ὀργανισμοῦ καί ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στόν θεολογικό Διάλογο μέ τούς Ἀγγλικανούς, τούς Ἀντιχαλκηδονίους, Ρωμαιοκαθολικούς (στήν τεχνική Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή) καί μέ τούς Λουθηρανούς. Ὁμιλοῦσε ἄριστα τρεῖς γλῶσσες, ἤτοι τήν ἑλληνική, τήν ἀγγλική καί τήν γαλλική, ἐνῶ εἶχε γνώσεις καί τῆς γερμανικῆς γλώσσης. Διέθετε πολλά χαρίσματα καί, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἦταν πιλότος σέ πολλούς τύπους ἀεροσκαφῶν.

Κοιμήθηκε στήν Ἀθήνα τήν 1η Νοεμβρίου τοῦ 2001 ἔξω ἀπό τόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τῆς ὁδοῦ Σταδίου καί ἡ κηδεία του ἔγινε στόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν, τήν 6η Νοεμβρίου. Στήν ἐξόδιο ἀκολουθία παρέστησαν Ἐπίσκοποι, καθηγητές, θεολόγοι, συγγενεῖς καί φίλοι του. Ἀντιπροσωπεύθηκαν καί τά τέσσερα τμήματα τῶν δύο Θεολογικῶν Σχολῶν, Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, καί οἱ ἐκπρόσωποί τους καθηγητές (Πρωτ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, Παναγιώτης Χριστινάκης, Δέσπω Λιάλιου καί Λάμπρος Σιάσος), ἐκφώνησαν προσήκοντας λόγους, στούς ὁποίους παρουσίασαν τό θεολογικό του ἔργο καί τήν σημασία τῆς θεολογίας του γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν ἐπιστήμη.

2. Ὀρθόδοξη ἀπάντηση στήν σχολαστική καί προτεσταντική θεολογία

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὅταν βρισκόταν στήν Ἀμερική, σπούδασε τόν σχολαστικισμό τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καί στήν συνέχεια ἔμαθε τήν βιβλική κριτική μέθοδο τῶν Προτεσταντῶν. Διέγνωσε εὐφυῶς ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Ἀμερικῆς γιά νά ἀπαντήσουν στούς Παπικούς χρησιμοποιοῦσαν τά ἐπιχειρήματα τῶν Προτεσταντῶν καί γιά νά ἀπαντήσουν στούς Προτεστάντες χρησιμοποιοῦσαν τά ἐπιχειρήματα τῶν Παπικῶν, ὡσάν νά στεροῦνταν δικῶν τους ὀρθοδόξων ἐπιχειρημάτων. Αὐτό τόν ἔκανε νά ἀπορρίψη τόν σχολαστικισμό τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τήν βιβλική κριτική μέθοδο τῶν Προτεσταντῶν καί νά προχωρήση στήν μελέτη τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων καί ἔπειτα στήν μελέτη τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος καί τῶν μεταγενεστέρων Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων τοῦ 18ου αἰῶνος.

Γιά νά κατανοήση κανείς τήν διδασκαλία του πρέπει νά ἔχη ὑπ’ ὄψη του ὅτι μέ ὅσα ἔλεγε καί ἔγραφε ἀπαντοῦσε στήν σχολαστική καί προτεσταντική θεολογία, τίς ὁποῖες γνώριζε πολύ καλά, μέσα ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Θά τονισθοῦν μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα ὡς πρός τό θέμα αὐτό.

Στό analogia entis (ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τήν φιλοσοφία καί τήν μεταφυσική) καί στό analogia fidei (ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τήν πίστη καί τίς λέξεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς) τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν ἀντέταξε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς θεουμένους, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στήν θέωση καί τόν δοξασμό.

Στό vita activa (ἀκτιβιστικός τρόπος ζωῆς, κοινωνική δράση) τῶν Παπικῶν καί Προτεσταντῶν καί στό vita contemplativa (νεοπλατωνική ἔκσταση, στοχασμός) τῶν Παπικῶν ἀντέταξε τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, ὅπως τόν ἔζησαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀντέταξε καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή, στήν ὁποία ἑνώνονται τά Μυστήρια καί ἡ ἄσκηση καί ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στήν βίωση τῆς ἀποκαλύψεως. Ὁ ὀρθόδοξος ἡσυχασμός εἶναι ἡ ὀρθόδοξη μεθοδολογία γιά τήν ἀπόκτηση τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, σέ συνδυασμό μέ τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή.

Στό sola scriptura (μόνον ἡ Ἁγία Γραφή) τῶν Προτεσταντῶν καί στίς δύο πηγές τῆς Πίστεως (Γραφή καί Παράδοση) τῶν Παπικῶν ὑπογράμμιζε τό sola Pentecoste (μόνον ἡ Πεντηκοστή), πού σημαίνει ὅτι ἡ πηγή τῆς πίστεως εἶναι ἡ Πεντηκοστή πού εἶναι ὁ ὑψηλότερος βαθμός τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα, οἱ θεούμενοι καί δοξασθέντες ἅγιοι πού φθάνουν στά ἄρρητα-ἄκτιστα ρήματα καταγράφουν αὐτήν τήν ἐμπειρία μέ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα στήν Ἁγία Γραφή, στά ἔργα τους καί στίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι τό sola sctiptura πρέπει νά συνδεθῆ μέ τό sola Pentecoste.

Στήν διχοτόμηση μεταξύ τοῦ lex credendi (νόμος πίστεως) καί τοῦ lex orandi (νόμος τῆς προσευχῆς), πού ἔγινε σέ κρίσιμες ἱστορικές ἐποχές στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατά ἐπιρροή τῆς δυτικῆς θεολογίας, ἀντέταξε τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν δύο, ἀφοῦ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκε στούς θεουμένους, καταγράφηκε στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί στίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως καί στήν διδασκαλία τῶν θεουμένων ἁγίων.

Στήν διάσπαση μεταξύ theologia Crusis (θεολογία τοῦ Σταυροῦ) καί theologia Gloriae (θεολογία τῆς δόξης), πού παρατηρεῖται στήν Δύση, στόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό, ἀλλά κατά ἐπιρροή καί σέ ὀρθοδόξους θεολόγους, ἀντέταξε τήν ἑνότητα μεταξύ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ μυστηρίου τῆς δόξης. Δέν ἀμφισβητεῖ τόν πασχάλιο χαρακτήρα τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς θείας Κοινωνίας, ἀλλά τόν συνδέει στενά μέ τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, πού συνίσταται στήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τόν δοξασμό, ὅπως τό βλέπουμε στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο τόνιζε πολύ συχνά τίς προϋποθέσεις μετοχῆς στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά τά παραθεωρῆ. Καί αὐτό τό ἔκανε ἐπειδή παρατήρησε ὅτι πολλοί συμμετέχουν στά Μυστήρια κατά τρόπο μηχανικό καί εὐσεβιστικό.

Ὁ Daniel Payne γράφει γιά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη:

«Εἶναι σημαντικό νά καταγραφοῦν οἱ ἐπιρροές στήν θεολογία τοῦ Ρωμανίδη. Πρώτη καί κυριότερη αὐτή τοῦ Γεωργίου Φλωρόφσκι. Ὅπως ἔχω ἤδη σημειώσει, ὁ Ρωμανίδης θεωροῦσε ὅτι ὁ Φλωρόφσκι ἦταν αὐτός πού "τοῦ δίδαξε νά σκέφτεται ὡς Ὀρθόδοξος". Ὁ Φλωρόφσκι εἰσήγαγε τόν Ρωμανίδη στήν ἔννοια τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ρωμανίδης ἀναπτύσσει αὐτήν τήν ἔννοια στίς ἀπόψεις του περί Ρωμαϊκότητας, κάνοντας ὡστόσο μιά ἀλλαγή στήν σκέψη τοῦ Φλωρόφσκι».
«Ὁ Φλωρόφσκι ἦταν ἐπίσης, κατά πᾶσα πιθανότητα, ὁ πρῶτος πού εἰσήγαγε τόν Ρωμανίδη στήν νηπτική θεολογική παράδοση, ἰδιαίτερα στό ἔργο τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ».
«Σχετικά μέ τήν ἀσκητική παράδοση, τίθεται τό ἐρώτημα ἀπό ποῦ ἔμαθε ὁ Ρωμανίδης τόν ἡσυχασμό. Γνώριζε νά χρησιμοποιῆ τό κομποσχοίνι καί τήν Εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, πρίν ἔρθει στήν Ἑλλάδα. Τά ἔμαθε ἀπό τόν Φλωρόφσκι; Ἴσως, ἀλλά ὁ Φλωρόφσκι δέν εἶναι γνωστός ὡς ἡσυχαστής. Ἀπό τόν Μέγιεντορφ; Εἶναι καί αὐτό δυνατόν, ἀλλά μᾶλλον ἀπίθανο. Φαίνεται ὅτι τό ἔμαθε ἀπό τήν μητέρα του Εὐλαμπία. Ἦταν μιά πολύ εὐσεβής γυναίκα, πού ἔγινε μοναχή μετά τόν θάνατο τοῦ ἄντρα της στό Μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως στήν Βοστώνη. Τελικά ἡ Εὐλαμπία ἔγινε γερόντισσα (σημ.: μοναχή) στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ στήν Θεσσαλονίκη. Ἀπό ὅ,τι φαίνεται, εἶχε μεγάλη ἐπίδραση στήν πνευματικότητα τοῦ Ρωμανίδη (Βλ. Λάμπρος Φωτόπουλος, «Ἡ γερόντισα Εὐλαμπία Ρωμανίδη» Ἐφημέριος, Ἰούνιος 2003, 11-14). Ἔμαθε τήν πνευματικότητα τοῦ ἡσυχασμοῦ ἀπό τήν μητέρα του καί τήν θεολογία ἀπό τούς καθηγητές του».

Ἀπό ἄλλες ἐπιστολές του πού δημοσιεύθηκαν φαίνεται σαφῶς ὅτι εἶχε σχέσεις καί ἐπικοινωνία μέ ἁγιορεῖτες πατέρες, εἶχε δέ δεχθῆ ἰσχυρή ἐπίδραση ἀπό τόν Γέροντα Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή, διά μέσου τῶν μαθητῶν του.

3. Τό θεολογικό ἔργο του

Συνολική καί ὁλοκληρωμένη παρουσίαση τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἔγινε ἀπό τόν Andrew Sopko στό βιβλίο του μέ τίτλο: Prophet of Roman Orthodoxy, The Theology of John Romanides («Ὁ προφήτης τῆς Ρωμαϊκῆς ὀρθοδοξίας, ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννου Ρωμανίδου»). Νομίζω ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά ἀσκῆ κριτική στήν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ἄν δέν ἔχη διαβάσει προσεκτικά τό βιβλίο τοῦ Andrew Sopko. Τά ἑπτά κεφάλαια τοῦ βιβλίου αὐτοῦ καταγράφουν μέ θαυμάσιο ἐπαγωγικό καί ἐπιστημονικό τρόπο ὅλη τήν θεολογική καί ἱστορική σκέψη τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θεολόγου τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μέ τήν δική του συγκατάθεση καί ἐποπτεία, πού δείχνει τήν συμφωνία του μέ τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.

Τό πρῶτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση καί ἡ αἰχμαλωσία της» ἀναφέρεται στήν ὀρθόδοξη παράδοση καί τίς ψευδομορφώσεις πού εἰσῆλθαν, κατά καιρούς, στήν Ἐκκλησία καί τίς Θεολογικές Σχολές καί αὐτό τό κλίμα συνάντησε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅταν ἦλθε στήν Ἑλλάδα. Τό ἀντιμετώπισε στήν ἐκπόνηση τῆς διατριβῆς του καί ἀργότερα μέ τήν ἡσυχαστική του διδασκαλία. Διέκρινε ἀπό τήν ἀρχή αὐτήν τήν ἀλλοίωση καί ἄρχισε μέ τά κείμενα καί τόν λόγο του νά τήν διορθώνη, πρῶτα στό lex credendi καί ἔπειτα στό lex orandi.

Τό δεύτερο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἕνας διάλογος γιά τόν Θεό», παρουσιάζει τόν διάλογο πού εἶχε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μέ τόν καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα ὅταν κατατέθηκε ἡ διατριβή του στήν Θεολογική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν γιά τό προπατορικό ἁμάρτημα.

Τά σημεῖα πού σχολιάζονται ἀπό αὐτόν τόν διάλογο εἶναι: «ὁ Θεός ὡς actus purus», «ἡ ἐνέργεια ἐναντίον τῆς οὐσίας», «ὁ Θεός ὡς νοῦς», καί ἡ σχολαστική ἀρχή τοῦ «analogia entis» καί τοῦ «analogia fifidei». Ἡ ἀλληλογραφία του μέ τόν Παναγιώτη Τρεμπέλα, μέ σχόλια καί παρατηρήσεις δημοσιεύθηκαν σέ βιβλίο ἀπό τόν π. Γεώργιο Μεταλληνό.

Τό τρίτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Θεοκεντρική ἀνθρωπολογία» παρουσιάζει τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, κατά τήν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, καταγράφοντας τήν σχέση μεταξύ σώματος, ψυχῆς καί πνεύματος, περιγράφοντας τόν Ἀδάμ πρό καί μετά τήν πτώση, ἀναλύοντας τήν σημασία τῆς δικαιοσύνης καί τῆς δικαίωσης, τήν μεγάλη ἀξία τοῦ Νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, πού ἐνηνθρώπησε γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν θεολογία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἔγινε ἡ πηγή ὅλων τῶν καθαρτικῶν, φωτιστικῶν καί θεοποιῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.

Τό τέταρτο κεφάλαιο, μέ τίτλο «Ἡ ἑνότητα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης», ἐρευνᾶ τήν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιά τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς ἁγίους πού μετέχουν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, μέ τήν διαφορά ὅτι στήν Καινή Διαθήκη καταργήθηκε ὁ θάνατος. Στό κεφάλαιο αὐτό ἀναλύονται οἱ ἐπί μέρους ἑνότητες, ὅπως: ἡ Ἀποκάλυψη, ἡ Γραφή καί ἡ κριτική, ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὁ δοξασμός στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ δοξασμός στήν Καινή Διαθήκη καί ἡ διαδοχή στήν Μετα-Ἀποστολική Ἐκκλησία.

Τό πέμπτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ρωμαϊκή θεολογία» περιγράφει τό πῶς στό Ρωμαϊκό Κράτος διαφυλάχθηκε ἡ καρδιά τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς ἀποκαλύψεως, πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Στήν προοπτική αὐτή μελετῶνται οἱ Τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ Ἀμβροσίου καί τοῦ Αὐγουστίνου, ἡ φραγκολατινική Παράδοση, οἱ Παλαμικές διαμάχες, καί τά σχετικά μέ τήν τρίτη Ρώμη, μιά θεωρία πού ἐπιδιώκει νά ὑποσκελίση τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ρωμηῶν Πατέρων.

Τό ἕκτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Πρός τό μέλλον» ἐκθέτει τίς προκλήσεις πού θά δεχθῆ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τήν τρίτη χιλιετία πού προέρχονται ἀπό τόν οἰκουμενισμό, τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, καί τίς ἀνακαλύψεις τῆς ἐπιστήμης.

Τέλος, τό ἕβδομο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ὁ Ρωμανίδης καί ἡ σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία» τονίζει τούς τρεῖς βασικούς κινδύνους πού δέχεται ἡ σύγχρονη Ὀρθοδοξία, κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, καί αὐτοί εἶναι ἡ θεολογία τοῦ προσώπου, ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία, καί ἡ διάσπαση μεταξύ τῆς θεολογίας τοῦ Σταυροῦ καί τῆς θεολογίας τῆς δόξης στά Μυστήρια, τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί τήν θεολογία.

Τό βιβλίο τοῦ Andrew Sopko παρουσιάζει τό «πανόραμα» ὅλης τῆς θεολογίας πού ἐκφράσθηκε ἀπό τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τίς ἀλλοιώσεις καί τίς ψευδομορφώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στόν νόμο τῆς πίστεως (lex credendi) καί στόν νόμο τῆς προσευχῆς (lex orandi), καί, βεβαίως, παρουσιάζει ὅλο τό καταπληκτικό καί μεγαλειῶδες θεολογικό καί ἱστορικό ἔργο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐρευνητοῦ καί θεολόγου.

Γενικά, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐξέφραζε τήν θεολογία τῶν θεουμένων ἁγίων, ἤτοι τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἡ ὁποία στήν βάση της εἶναι ἁπλή.

Ξεκινοῦσε ἀπό τήν θέση ὅτι οἱ θεούμενοι μετέχουν στήν καθαρτική, φωτιστική καί, κυρίως, στήν θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, βλέπουν μέσα στό θεῖο Φῶς τόν ἄσαρκο Λόγο στήν Παλαιά Διαθήκη καί τόν σεσαρκωμένο Λόγο στήν Καινή Διαθήκη καί αὐτό τούς κάνει νά διδάσκουν ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι τρία Φῶτα, πού ἔχουν κοινή οὐσία καί ἐνέργεια, καί μέ αὐτήν τήν ἐμπειρία ἀντιμετώπιζαν τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦσαν φιλοσοφικά· ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά μετέχη αὐτοῦ τοῦ Φωτός καί ἔτσι ζοῦσαν μέσα στόν Παράδεισο· ὅτι ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων εἶναι στέρηση τοῦ θείου Φωτός, ὁπότε σκοτίσθηκε ὁ νοῦς τους· ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἔκανε τό σῶμα, πού προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία, πηγή τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί φανέρωσε αὐτό τό Φῶς στούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή (Βάπτισμα, Χρίσμα, θεία Κοινωνία) μετέχουν τοῦ Φωτός, ὅταν ἔχουν τίς κατάλληλες προϋποθέσεις· ὅτι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι θά δοῦν τόν Θεόν εἴτε ὡς φῶς εἴτε ὡς πῦρ, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική τους κατάσταση· ὅτι ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση ὑπάρχουν ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ.

Ἰδιαίτερα τόνιζε αὐτό τό τελευταῖο σημεῖο, ὡς τήν κατ’ ἐξοχήν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποβλέπει στήν θεραπεία τῶν ἀνθρώπων, ὥστε, ὅταν συναντήσουν τόν Θεό κατά τήν Δευτέρα Του Παρουσία, νά Τόν δοῦν ὡς φῶς καί ὄχι ὡς πῦρ, καί ὁ Θεός νά γίνη γι’ αὐτούς Παράδεισος καί ὄχι Κόλαση.

Συνεπῶς, ὁ κορυφαῖος αὐτός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔδινε μεγάλη σημασία στίς προϋποθέσεις τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, στήν ὀρθόδοξη μεθοδολογία γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ νηπτική καί ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἐξέφρασαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες, τά Ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί οἱ Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας. Πρόκειται γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση.

Ὅμως, τά περί βαθμίδων τῆς πνευματικῆς ἀνόδου στόν Θεό, πού εἶναι ἡ μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, πού διδάσκεται ἀπό ὅλους τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τά διαχώριζε σαφέστατα ἀπό τόν νεοπλατωνισμό. Ἔτσι, δέν εἶναι δυνατόν αὐτή ἡ διάκριση νά ἀποδοθῆ στόν ὠριγενισμό καί τόν νεοπλατωνισμό. Ἄλλωστε, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καίτοι υἱοθέτησαν τούς ὅρους αὐτούς, ὅπως καί ἄλλους στήν Τριαδολογία καί τήν Χριστολογία, ἤτοι φύση, οὐσία, πρόσωπο, ὑπόσταση κλπ. ἔδωσαν ὀρθόδοξο περιεχόμενο. Συνεπῶς, καίτοι χρησιμοποιεῖται ἴδια ὁρολογία μέ τούς νεοπλατωνικούς, ἐν τούτοις ὑπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ τοῦ νεοπλατωνισμοῦ καί τοῦ ἡσυχασμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Πατέρων.

Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τά περί καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως, τά ὁποῖα προσέλαβε ἀπό τήν κοινή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, δέν τά θεωρεῖ ὡς στάδια ἀνεξάρτητα μεταξύ τους, ἀλλά ὡς ἀποτελέσματα τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν καθαρίζη τόν ἄνθρωπο, λέγεται καθαρτική, ὅταν τόν φωτίζη λέγεται φωτιστική καί ὅταν τόν θεώνη λέγεται θεοπτική. Δέν πρόκειται δηλαδή γιά ἠθικές καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων.
Ἀκόμη, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης συνέδεε τά περί καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεσή τους. Ἄλλωστε, αὐτό τό βλέπουμε σαφέστατα στίς εὐχές ὅλων τῶν Μυστηρίων καί τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀφοῦ ἡ μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἄλλους φωτίζει, ἄλλους θεώνει καί ἄλλους κατακρίνει. Ὁ ὑπερτονισμός, κατά καιρούς, τῆς καθαρτικῆς καί φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ γινόταν, γιατί εἶχε λησμονηθῆ ἤ παραθεωρηθῆ αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση.

4. Ἐντυπώσεις μαθητῶν καί ἀναγνωστῶν του

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὑπῆρξε συναρπαστικός καί σαγηνευτικός διδάσκαλος καί προσείλκυε πολλούς φοιτητές ἀπό ὅλες τίς Πανεπιστημιακές Σχολές στά μαθήματά του. Τά ἀμφιθέατρα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης γέμιζαν ἀσφυκτικά ἀπό φοιτητές πού ἤθελαν νά ἀκούσουν τόν ρωμαλέο καί ὀρθόδοξο λόγο του, διατυπωμένο μέ αὐθεντικότητα καί πειστικότητα. Συνέδεε τήν θεολογία μέ τήν ἱστορία, τήν δογματική μέ τό ἡσυχαστήριο, τό δόγμα μέ τήν πνευματική ἐμπειρία, τήν ρωμηοσύνη μέ τήν οἰκουμενικότητα.

Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός παρουσιάζοντας τό ἔργο τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἀναφέρεται στήν σπουδαιότητά του καί καταγράφονται ἕξι βασικά σημεῖα.

α) Ἔδωσε προτεραιτότητα στήν ἐμπειρική θεολόγηση, ὅπως τό ἔκαναν οἱ θεούμενοι Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Πατέρες, παραμερίζοντας τόν σχολαστικισμό (μεταφυσική). β) Συνέδεσε τήν Πανεπιστημιακή θεολογία μέ τήν λατρεία, τήν φιλοκαλική παράδοση, τόν ἡσυχασμό, τήν ἄσκηση, ἀλλά καί μέ τόν ποιμαντικό χαρακτήρα τῆς θεολογήσεως, πού ἐντοπίζεται στήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση. γ) Υἱοθέτησε στήν θεολογική του μέθοδο τόν σύνδεσμο μεταξύ τοῦ δόγματος καί τῆς ἱστορίας, καί μέ αὐτό ὁλοκλήρωσε τήν προσπάθεια τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι. δ) Διαπίστωσε τήν διαφορά μεταξύ τοῦ Φράγκικου καί Ρωμαίϊκου πολιτισμοῦ μέ τήν μελέτη τῆς Ρωμαιοσύνης καί τῆς Φραγκοσύνης. Μέ τήν ἄριστη γνώση τῶν πηγῶν χρησιμοποίησε τά ρωμαίϊκα κλειδιά γιά τήν κατανόηση τῆς ἱστορίας μας, παραμερίζοντας τά δυτικοευρωπαϊκά κλειδιά ἑρμηνείας τῆς ἱστορίας. ε) Μελέτησε μέ πληρότητα τήν ἱστορική χρήση τῶν ἐθνικῶν μας ὀνομάτων (Ἕλλην, Ρωμαῖος, Γραικός, «Βυζαντινός ») καί προσδιόρισε τό περιεχόμενό τους στήν ἱστορική σημαντική καί στήν ἐμπλοκή τους στίς πολιτικοδιπλωματικές καί πολιτιστικές ἀντιπαραθέσεις τοῦ Φραγκικογερμανικοῦ κόσμου μέ τήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή. στ) Εἶδε, μέσα ἀπό αὐτήν τήν γνώση, καί τόν Ἑλληνισμό ἔξω ἀπό κάθε ἐθνικισμό, καί μάλιστα στά ὅρια τῆς οἰκουμενικότητας καί ἑνότητας μεταξύ Ρωμαιοσύνης καί Ὀρθοδοξίας.

Οἱ μαθητές του ἐνθυμοῦνται τόν ζηλωτή διδάσκαλο, τόν αὐθεντικό κήρυκα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, τόν «Προφήτη τῆς Ρωμηοσύνης».

Ὅσοι τόν γνώριζαν ἀπό τίς πανεπιστημιακές παραδόσεις, τά Διεθνῆ Συνέδρια καί τούς διαλόγους, ἀλλά καί ἀπό τά βιβλία του ἐκφράζονται μέ ἐνθουσιασμό γιά τό πρόσωπό του καί τό ἔργο του. Σταχυολογῶ μερικές σημαντικές κρίσεις γι’ αὐτόν:

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος γράφει: «Ἡ Δογματική διδασκαλία τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννου Ρωμανίδου ἔταμε νέας καί ἐν ταυτῷ παραδοσιακάς-πατερικάς ὁδούς εἰς τήν σύγχρονον Ὀρθόδοξον θεολογίαν… Τέκνον ὑπάρχων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἤντλει πνευματικούς χυμούς ἀπό τάς ὑγιεῖς ρίζας τῆς σεβασμίας καί ἁγιοτόκου Καππαδοκίας ἐξ ἧς κατήγετο καί ἠδυνήθη νά διακρίνῃ καί νά διακηρύξῃ τήν ἀλήθειαν ὅτι ἡ ἀληθής Θεολογία δέν εἶναι οὔτε ἠθικισμός οὔτε σχολαστικισμός ἀκαδημαϊκός, ἀλλ’ ἐμπειρία καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως». Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Θεόφιλος γράφει: Ἡ θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου εἶναι «καρπός ἐμπνεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπί ἱερέα εὐλαβῆ, πιστόν διάκονον τοῦ θυσιαστηρίου, σοφόν διδάσκαλον καί ἐμβριθῆ μελετητήν τῆς Ρωμαιορθοδόξου Πατερικῆς Παραδόσεως». Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμος γράφει ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης «συνέβαλε ἀποφασιστικά ἀπό τήν δική του πλευρά στήν ἀνάδειξη τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, στήν διάσωση καί ἀνάδειξη βασικῶν θεολογικῶν ἀληθειῶν, τό ἔργο τοῦ ὁποίου γίνεται ἀναπνοή τῆς Ἐκκλησίας».

Πολλοί Κληρικοί, μοναχοί, καθηγητές καί ἀναγνῶστες ὁμίλησαν γι’ αὐτόν πολύ ἐπαινετικά καί εἶπαν: «Νέος Μωϋσῆς τῆς θεολογίας»· «ὁ ἐξ Ἀμερικῆς Ρωμηός διδάσκαλος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς»· «ὁ σύγχρονος αὐτός γίγαντας τῆς θεολογίας »· «ὁ μέγιστος τῆς θεολογίας ὑποφήτης»· «ἀληθής θεολόγος »· «μοναδικός καί ἀνεπανάληπτος»· «ὁ λόγος του ἦταν διεγερτικός καί ἔντονα σπινθηροβόλος» κ.ο.κ.

Βέβαια, ὁ λόγος του ὡς ἀφυπνιστικός καί προκλητικός, δημιουργοῦσε ἀντιδράσεις ἀπό ἀνθρώπους πού ἐξέφραζαν μιά ἄλλη θεολογία ξένη ἀπό τήν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Καί ὁ καππαδοκικός χαρακτήρας τοῦ π. Ἰωάννου συνέτεινε σέ αὐτήν τήν ἀντίδραση. Καί μερικά λάθη, πού καί ἐκεῖνος διέπραξε, ἔδειξαν ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι τέλειος.

5. Ἐργογραφία

Ἡ ζωή τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη χωρίζεται σέ δύο περιόδους, ἤτοι τά πρῶτα 42 χρόνια στήν Ἀμερική –μέ τά διαστήματα πού βρισκόταν στήν Εὐρώπη γιά τίς σπουδές του– καί στά μετέπειτα 32 χρόνια στήν Ἑλλάδα μέχρι τήν κοίμησή του. Ἐνδιαμέσως ταξίδευσε σέ ὅλον τόν κόσμο, γιά νά συμμετάσχη σέ Διεθνῆ Ἐπιστημονικά Συνέδρια, σέ διαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ ἄλλες Ὁμολογίες, γιά ὁμιλίες καί γιά παράδοση μαθημάτων σέ Πανεπιστήμια, Θεολογικές Σχολές καί σέ Ἐκκλησιαστικά Συνέδρια.

Ἔτσι, τά κείμενά του εἶναι γραμμένα στήν ἀγγλική καί τήν ἑλληνική γλώσσα, ὁπότε ὅσοι δέν ἔχουν πρόσβαση στίς γλῶσσες αὐτές δέν μποροῦν νά δοῦν συνολικά τήν θεολογική καί ἱστορική του σκέψη, καί γι’ αὐτό τόν γνωρίζουν ἀποσπασματικά. Εἶναι ἑπόμενο ὅτι τό ἔργο του εἶναι κατά ἕνα μεγάλο μέρος ἄγνωστο στούς πολλούς καί ἐγκατεσπαρμένο.

Στήν συνέχεια, θά καταγραφοῦν τά βασικά ἔργα του πού τόν καθιέρωσαν ὡς τόν κορυφαῖο δογματικό θεολόγο τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἀλλά ἡ πλήρης ἐργογραφία του παρατίθεται στό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 403-427.

«Original Sin According to Saint Paul». «Man and His True Life According to the Greek Orthodox Service Books». «Orthodox Ecclesiology According to Alexis Khomiakov». «The Ecclesiology of St. Ignatius of Antioch». «Justin Martyr and the Fourth Gospel». «H. A. Wolfson’s Philosophy of the Church Fathers». «Highlights in the Debate over Theodore of Mopsuestia’s Christology and Some Suggestions For a Fresh Approach». «Notes on the Palamite Controversy and Related Topics». «Notes on the Palamite Controversy and Related Topics» ΙΙ. «Saint Cyril’s One Physis or Hypostasis of God the Logos Incarnate and Chalcedon». «Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα». Φοιτητικαί Σημειώσεις Δογματικῆς, κατά τάς παραδόσεις τοῦ καθηγητοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, ἐπιμέλεια Ἰ.Β. Κογκούλη. «Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη». «Κριτικός Ἔλεγχος τῶν Ἐφαρμογῶν τῆς Θεολογίας». «Φράγκοι, Ρωμαῖοι, Φεουδαλισμός καί Δόγμα. Ἀλληλεπίδραση Θεολογίας καί Κοινωνίας». «Ἰησοῦς Χριστός-Ἡ Ζωή τοῦ κόσμου». «Εἰσαγωγή εἰς τήν Θεολογίαν καί πνευματικότητα τῆς Ρωμαιοσύνης ἔναντι τῆς φραγκοσύνης», στό ἔργο «Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα. 1. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων. Τριάς Α΄». «Ἐκκλησιαστικαί Σύνοδοι καί Πολιτισμός». «Ἡ θρησκεία εἶναι Νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της» κ.ἄ.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀποκάθαρε τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τίς δυτικές προσμίξεις καί τήν παρουσίασε στήν αὐθεντική της ἔκφραση, ὅπως τήν ἔζησαν καί τήν ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες. Ἔδειξε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἐκφράζεται μέσα ἀπό ἰατρικούς ὅρους, δηλαδή μέ τήν θεραπεία τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά φθάση νά δῆ τόν Θεό ὡς Φῶς καί ὄχι ὡς πῦρ, ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν πολεμική ὁρολογία, γιατί στόν βαθμό πού πολεμᾶ κανείς τόν διάβολο, μετέχει τῆς δόξης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη δόξα τῆς θεότητος στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου.

Εἶναι ὄντως «Προφήτης τῆς Ρωμηοσύνης» μέ τήν οἰκουμενική διάσταση τοῦ ὅρου, εἶναι σύγχρονος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἤ τοὐλάχιστον μαθητής τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί γι’ αὐτό ἔχει ἀπόλυτο δίκαιο ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμότιμος καθηγητής καί πολύ ἀγαπητός στόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, πού ἔγραψε: «χωρίς νά παραθεωρῶ τή συμβολή ἄλλων μεγάλων θεολόγων μας, ἐτόλμησα νά κάμω λόγο γιά ἐποχή "πρό" καί ἐποχή "μετά" τόν π. Ρωμανίδη».

Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Ὁ Διάλογος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς Ἑτεροδόξους, κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Τό ὅλο θεολογικό ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη δέν ἦταν ἰδεολογικό καί ἐθνικιστικό, ἀλλά, κυρίως, θεολογικό, πνευματικό, ἐκκλησιαστικό καί ἑνοποιητικό στούς τέσσερες τομεῖς, ἤτοι στήν ἑνότητα μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, μεταξύ ἑβραϊκῆς καί ἑλληνικῆς σκέψεως, μεταξύ ἑλληνοφώνων καί λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων, καί μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἄλλων Ὁμολογιῶν. Συνέδεε τήν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί μέσα ἀπό τήν δική τους ἐμπειρία καί διδασκαλία κατήρτισε τά βασικά στοιχεῖα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν εὐφυΐα του καί τά πολλά διανοητικά του χαρίσματα, ὅπως καί μέ τήν συνάντησή του μέ μεγάλους ἡσυχαστές, διαμόρφωσε ὅλη αὐτήν τήν θεολογία σέ μιά σημαντική προοπτική ἑνότητας. 

Ἡ καλή χρήση τῆς ἑλληνικῆς, ἀγγλικῆς καί γαλλικῆς γλώσσας τόν ἔφεραν στά σπουδαιότερα κέντρα διαλόγου, ἤτοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς Παπικούς, τούς Προτεστάντες, τούς Ἀντιχαλκηδονίους - Μονοφυσίτες, τούς Ἑβραίους καί τούς Μουσουλμάνους. Αὐτό τόν ἔκανε νά τεκμηριώση ἀκόμη περισσότερο τίς ἀπόψεις πού εἶχε σχηματίσει μέ τίς μελέτες πού προηγήθηκαν. 

Ἑπομένως, τό θεολογικό ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ἦταν ἔργο ἑνότητος καί ὄχι διασπάσεως, ἔργο οὐσίας καί ὄχι περιφέρειας, ἔργο ἀγάπης καί ὄχι μίσους, ἦταν ὄντως θεολογικό, προφητικό, ἀποστολικό καί πατερικό ἔργο στήν ἐποχή μας. Καί γι’ αὐτό ἀξίζει ὄχι ἁπλῶς νά μελετηθῆ, ἀλλά νά συγκεντρωθῆ, νά μεταφρασθῆ καί νά ἐκδοθῆ σέ πολλούς τόμους. Συγχρόνως, τό γραπτό του ἔργο πρέπει νά μελετηθῆ σέ συνδυασμό μέ τόν προφορικό του λόγο, γιατί στά γραπτά του πολλές φορές ἦταν δύσκολος, ἐνῶ ἦταν εὐκολοκατανόητος στήν προφορική του διδασκαλία, διά τῆς ὁποίας μετέδιδε ἔμπνευση γιά προσευχή καί ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν, ὅπως ἔχει χαρακτηρισθῆ, «Προφήτης τῆς Ρωμαϊκῆς Ὀρθοδοξίας», δηλαδή Προφήτης τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας στήν ἐποχή μας.

Εἶχε γνώση τῶν Χριστιανικῶν ρευμάτων

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπιστημονικῆς του θεολογικῆς ἔρευνας, παρουσίας καί δράσεως συμμετεῖχε σέ διαφόρους χριστιανικούς καί διαθρησκειακούς διαλόγους καί γνώριζε ὅλη τήν πορεία τους. Συγχρόνως, ἐπειδή εἶχε στέρεη θεολογική βάση καί ὀρθόδοξες προϋποθέσεις, ἀλλά καί γνώση τῶν χριστιανικῶν ρευμάτων πού ἐπικρατοῦσαν στήν Δύση, ἔκανε σημαντικές παρατηρήσεις καί βοήθησε μέ τόν τρόπο του τούς διαλόγους αὐτούς. Ἦταν ἀπό τούς ὀλίγους θεολόγους πού γνώριζε πολύ καλά τήν νοοτροπία τῶν ἑτεροδόξων καί στόχευε στήν καρδιά τῶν θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική ἔβλεπε τόν διάλογο μεταξύ τῶν Χριστιανῶν διαφόρων Ὁμολογιῶν καί ἐπεδίωκε ὄχι ἁπλῶς μιά συμφωνία ἐξωτερική, ἀλλά τήν οὐσιαστική ἑνότητα. Γιά τόν σκοπό αὐτό τόνιζε μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα, πάνω στά ὁποῖα πρέπει νά στηρίζεται ὁ διάλογος. 

Ὑπάρχει ἕνα σημαντικό κείμενό του πού δημοσιεύθηκε τό ἔτος 1981 καί ἔχει τίτλο Ὁ θεολόγος στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν οἰκουμενικό διάλογο, καί στό ὁποῖο διαφαίνεται ἡ ὅλη ἐμπειρία του ἀπό τήν πολύχρονη συμμετοχή του στούς διαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς ἑτεροδόξους καί ἀλλοθρήσκους, τούς Ἑβραίους. Πρόκειται γιά διάλεξη πού ἔδωσε πρός τιμήν τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος ἐξίσου ἀσχολήθηκε μέ τούς διαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς ἑτεροδόξους.

Οἱ ἀπόψεις τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι γιά τό Π.Σ.Ε.

Στήν διάλεξη αὐτή φαίνεται καί ἡ σχέση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μέ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Ἀρχίζοντας τήν διάλεξή του γράφει:
«Εἶναι πράγματι μεγάλη τιμή γιά μένα νά εἶμαι προσκαλεσμένος ὡς πρῶτος ὁμιλητής σ’ αὐτήν τήν νέα ἐτήσια διάλεξη πρός τιμή τοῦ πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκι, τοῦ μεγαλύτερου ὀρθοδόξου πατερικοῦ θεολόγου τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ καί πνευματικοῦ ὁδηγοῦ καί ἐμπνευστοῦ τῶν περισσοτέρων ἀπό μᾶς ἐδῶ, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα». 

Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς διαλέξεώς του παρουσιάζει ἀφ’ ἑνός μέν τήν σχέση πού εἶχε ὁ ἴδιος μέ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἀγωνία τοῦ π. Γεωργίου γιά τήν ἀλλαγή πού συνέβαινε στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν. Γράφει:
«Κατά τήν μακρόχρονη διάρκεια τοῦ στενοῦ δεσμοῦ μας ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι –αἰωνία του ἡ μνήμη– συχνά συζητοῦσε τό θέμα τοῦ Π.Σ.Ε. Ἄν καί οἱ συζητήσεις μας ἦσαν ἐνδεικτικές, ἦταν φανερό ὅτι ἀπέδιδε ἐλάχιστη σπουδαιότητα στήν ὀργανωτική δομή τοῦ Π.Σ.Ε. Ὅμως, εἶχε ἀντιληφθῆ τό δικαίωμα τοῦ Π.Σ.Ε. νά ἀσκῆ ἐξουσία ἀνεξάρτητα ἀπό τή γνώμη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Παραπονιόταν ὅτι παραμεριζόταν πρός χάρη ἄλλων ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίνονταν περισσότερο στίς ἀπαιτήσεις τοῦ Π.Σ.Ε. Ὁ π. Γεώργιος συνεχῶς παραπονιόταν ὅτι τό Π.Σ.Ε. ὑφίστατο μιάν ἀλλαγή, τήν ὁποία ἀπέδιδε στήν ἱδρυματοποίησή του καί στό ὅτι στεγαζόταν στό νέο του κεντρικό κτίριο στή Γενεύη. Τό ὅτι τό Π.Σ.Ε. ἔχει ἀλλάξει, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι τό προσφιλές θέμα ὁρισμένων καθηγητῶν μέχρι σήμερα».

Στήν εἰσαγωγή τῆς διαλέξεως ἐκθέτει τίς προϋποθέσεις βάσει τῶν ὁποίων ὁ θεολόγος μπορεῖ νά συμμετάσχη στούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἡ μία προϋπόθεση εἶναι ὅτι πρέπει νά ἐμπνέεται ἀπό τήν πατερική διδασκαλία ὅτι « ὁ Πνευματικός Πατέρας καί ὁ θεολόγος εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πράγμα» στήν θεολογική αὐτήν θέση περικλείεται ὅλη ἡ πατερική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἡσυχασμό καί τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄλλη προϋπόθεση εἶναι ὅτι ὁ θεολόγος πού συμμετέχει στούς διαλόγους πρέπει νά ἔχη ἐπίγνωση ὅτι «εἶναι μέρος μιᾶς θεολογικῆς καί πνευματικῆς Παραδόσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κύρια εὐθύνη τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων τῶν Ἐπισκόπων». Δίνεται μεγάλη βαρύτητα στήν «συνοδική διαγνώμη», ὅπως καθορίζεται ἀπό τούς θεουμένους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, στίς Τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὁ θεολόγος πού συμμετέχει στούς διαλόγους δέν πρέπει νά αὐτονομῆται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, τήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσή της. «Ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός καθ’ ἑαυτόν, εἶναι ὁ φύλαξ καί κατ’ ἐξοχήν διδάσκαλος τῆς Παραδόσεως, πού, ὅταν οἱ καταστάσεις τό ἀπαιτοῦν, μπορεῖ νά ἀναθέση τή διδασκαλία καί τίς πνευματικές εὐθύνες στούς πρεσβυτέρους, διακόνους, μοναχούς καί λαϊκούς ἀκόμα». Ἔτσι, ὅ,τι ἰσχύει γιά τούς θεολόγους καί τήν θεολογία μέσα στήν Ἐκκλησία «ἰσχύει καί γιά τούς θεολόγους καί ὅταν εὑρίσκωνται σέ διάλογο μέ ἄλλες ἐκκλησίες ἤ ὁμάδες ἐκκλησιῶν». 

Μετά τίς βασικές αὐτές προϋποθέσεις γιά τόν διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους παρουσιάζει μέ συνοπτικό τρόπο πῶς ἦταν τά πράγματα ἐκείνη τήν ἐποχή (ἔτος 1981) σέ ὅλους αὐτούς τούς διαλόγους. Γιά τό Π.Σ.Ε. ἀναφέρει τήν ἀνησυχία τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι: «Ὁ π. Φλωρόφσκι εἶχε ἄμεση γνώση τῶν προβλημάτων αὐτῶν καί τοῦ σκοποῦτων καί ἦταν ἰδιαίτερα ἀνήσυχος γιά τήν πορεία πιθανῶν ἐξελίξεων, πού ἐμφανίζονταν στόν ὁρίζοντα». Οἱ διάλογοι μέ τούς Λατίνους, τούς Ἀγγλικανούς καί τούς Λουθηρανούς θά ἄρχιζαν πάλι ὕστερα ἀπό τήν διακοπή τους, λόγῳ διαφόρων προβλημάτων. Γιά τόν διάλογο μέ τούς Παλαιοκαθολικούς λέγει ὅτι «εἶχε ξεκινήσει σέ σύντομο ρυθμό, ἀλλ’ οἱ ἀρχικές μεγάλες προσδοκίες φαίνεται νά ἔχουν κάπως ἐξασθενήσει». «Ὁ ἀνεπίσημος διάλογος μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους (Μονοφυσίτες) εἶχε ξεκινήσει σέ στέρεη βάση, ἀλλά ἀποπροσανατολίσθηκε, ὅταν τό Π.Σ.Ε. ἄρχισε νά ἀναμιγνύεται μέ τίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τοῦ διαλόγου, τόν ὁποῖο μετέτρεψε σέ δικό του ἔργο, πού ὑπηρετεῖ τούς δικούς του σκοπούς». Οἱ δύο συζητήσεις πού διοργάνωσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἑβραίων «ἀποδείχθηκαν πολύ ἐνδιαφέρουσες καί εἶχαν εὐχάριστες θεολογικές ἐκπλήξεις γι’ αὐτούς πού δέν εἶχαν προηγουμένως ἐξοικειωθῆ ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον». Ἐπισημαίνει δέ ὅτι «ἐκτός ἀπό τίς γνωστές διαφορές μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἰουδαϊσμοῦ φαίνεται ὅτι ὑπάρχει μιά στενότερη ὁμοιότητα μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἰουδαϊσμοῦ, παρά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί ἐκείνων τῶν "ἐκκλησιῶν", πού προέρχονται ἀπό τή μεσαιωνική Εὐρώπη Φράγκων (Γαλλία), Βησιγότθων (Ἰσπανία), Λομπαρδῶν (Ἰταλία) καί Νορμανδῶν (Ἀγγλία), δηλαδή τῶν κατακτητῶν τῆς Δυτικῆς Ρωμηοσύνης».

Προβλήματα στούς Διαλόγους 

Στήν συνέχεια ἀναπτύσσει διεξοδικότερα τά προβλήματα πού ἀναφύονται στούς διαλόγους σέ βάρος τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί διακρίνει κανείς τήν μεγάλη πείρα τήν ὁποία εἶχε ἀποκτήσει ὁ ἴδιος καί στόν τομέα αὐτό, τήν στέρεη θεολογική βάση μέ τήν ὁποία παρακολουθοῦσε τούς διαλόγους καί συμμετεῖχε σέ αὐτούς, τήν ἀγωνία του γιά τήν ἐξέλιξή τους σέ βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τίς ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις μέ τίς ὁποῖες θεωροῦσε ὅτι ἔπρεπε νά συμμετέχη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στούς διαλόγους αὐτούς. 

Στό τέλος τῆς διαλέξεως αὐτῆς καταγράφει ἕνα σημαντικό συμπέρασμα:
«Οἱ Ὀρθόδοξοι στήν οἰκουμενική κίνηση καί στό διάλογο φανερά πρόκειται νά διέλθουν μιά περίοδο, κατά τήν ὁποίαν ἡ ἀποφασιστικότητά τους νά ὑποστηρίξουν ἀποκλειστικότητα γιά τήν Παράδοσή των θά δοκιμασθῆ σοβαρά, εἰδικά στό θέμα τῆς μυστηριακῆς ἐπικοινωνίας, ὅπου Ἀγγλικανοί, Προτεστάντες καί Λατινο-Καθολικοί ἔχουν ἀποτελεσματικά ἀπομονώσει τούς Ὀρθοδόξους».

Προϋποθέσεις Διαλόγων καί ὀρθόδοξη στρατηγική

Ἐπίσης, ἐπισημαίνει ὅτι στούς διαλόγους αὐτούς πρέπει ὁπωσδήποτε νά ὑπάρξη μιά στρατηγική, πού ἐφαρμόζεται σέ πολλές περιπτώσεις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου μας, πού σημαίνει ὅτι πρέπει νά καταστρωθῆ ἕνα σχέδιο τοῦ ὁποίου ἡ προσεκτική ἐκτέλεση νά γίνη πρός ὄφελος τῶν διαλεγομένων.

Παρατηρεῖ δέ εὔστοχα:
«Ὁρισμένες φορές βλέπει κανείς σημεῖα στρατηγικῆς στίς πράξεις τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό διάλογο. Σ’ ἄλλες περιπτώσεις ὅμως, ἡ ἐντύπωση εἶναι τέτοια, ὄχι μόνο ἐλλείψεως στρατηγικῆς, ἀλλ’ ἀκόμα καί ἁπλῆς πολιτικῆς, ἐκτός φυσικά ἀπό τήν συνήθη ἐπανάληψη τῶν πατροπαραδότων φράσεων». 

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν γνώστης τῶν θεολογικῶν διαλόγων μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν, δέν τούς ἀπέκλειε, ἀλλά ἤθελε νά γίνωνται μέ τίς ἀπαραίτητες ὀρθόδοξες προϋποθέσεις καί μέσα σέ ἐκκλησιαστικά πατερικά πλαίσια. Ὁ ἴδιος γνώριζε πολύ καλά τήν νοοτροπία τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, εἶχε ἐντοπίσει τά ἀδύνατα καί ἀνορθόδοξα σημεῖα τῆς θεολογίας τους, γνώριζε πολύ καλά τήν ἐμπειρική θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί μέ αὐτά τά στοιχεῖα χάρασσε τήν στρατηγική του, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, πολλές φορές δέν γινόταν κατανοητή καί ἀποδεκτή καί ἀπό τούς ἄλλους ὀρθοδόξους θεολόγους, πράγμα πού ἦταν τό βασικό του παράπονο. Μεταξύ τῶν σημείων τῆς στρατηγικῆς ἐντόπιζε καί τά ἀκόλουθα:

Ὁ Ἄσαρκος Λόγος στήν Παλαιά Διαθήκη

Τό πρῶτο ἀπό αὐτά εἶναι ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως ἤδη προαναφέρθηκε, ἐμφανιζόταν ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος καί ὁ Ὁποῖος, στό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐνσαρκώθηκε, προσέλαβε τήν σάρκα γιά νά νικήση τόν θάνατο, τόν διάβολο καί τήν ἁμαρτία. Στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἐμφανιζόταν ὁ Θεός μέ κτιστά γινόμενα καί ἀπογινόμενα σημεῖα, ἀλλά φανέρωνε τήν ἄκτιστη δόξα Του, τήν ὁποία ἐξέφραζαν οἱ Προφῆτες μέ κτιστά εἰκονίσματα. Μέ τήν διδασκαλία αὐτή ἐξουδετερωνόταν ὅλη ἡ φιλοσοφική ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού κάνουν οἱ ἑτερόδοξοι.

Θεολογία Σταυροῦ καί θεολογία Δόξας

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ἡ ἑνότητα μεταξύ τῆς θεολογίας τοῦ Σταυροῦ καί τῆς θεολογίας τῆς δόξας τῆς Ἀναστάσεως, δηλαδή ἔκανε λόγο γιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Θεωροῦσε ἐσφαλμένη τήν ἄποψη ὅτι ὁ δυτικός Χριστιανισμός στηρίζεται στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Θεωροῦσε αὐτήν τήν διδασκαλία ἐσφαλμένη, γιατί ἡ θεολογία τοῦ Σταυροῦ συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν θεολογία τῆς δόξης, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «τόν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α΄ Κορ. β΄, 8). 

Μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἑνότητα ὁμιλοῦσε καί γιά τήν ἀσκητική τῆς Ἐκκλησίας, πού συνδέεται μέ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τόν δοξασμό. Ἡ μέθεξη τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό κέντρο τῶν Μυστηρίων, ἀλλά καί τῆς ἀσκήσεως. Ἡ πασχάλεια ἐμπειρία δέν ἐντοπίζεται μόνον στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί στόν Σταυρό, οὔτε μόνον στά Μυστήρια, ἀλλά καί στήν ἀσκητική-θεραπευτική ζωή. Στήν πραγματικότητα μέσα ἀπό τήν μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ Χριστιανός μετέχει στήν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καί τοῦ διαβόλου. Ἡ θεολογία, πού ἀναφέρεται σέ αὐτήν τήν νίκη, εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ τεκμήριο γνησιότητας. Γι’ αὐτό ὁ π. Ἰωάννης τόνιζε τήν ἀξία τῶν Συναξαρίων καί τῶν ἀσκητικῶν βιβλίων πού περιγράφουν τόν ἀγώνα τῶν μοναχῶν ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τήν ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, ἀφοῦ μέ τόν τρόπο αὐτό μετέχει κανείς πραγματικά μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεωρητική διδασκαλία γιά τά θεολογικά ζητήματα καταλήγει σέ ἕναν ἰδιότυπο ὀρθόδοξο σχολαστικισμό.

Πίστη ἐξ ἀκοῆς καί πίστη ἐκ θεωρίας

Τό τρίτο σημεῖο, ὡς συνάρτηση τῶν προηγουμένων, εἶναι καί τό θέμα τῆς πίστεως, πού τό ἐντόπιζε στήν πίστη ἐξ ἀκοῆς καί στήν πίστη ἐκ θεωρίας. Ἡ πίστη ἐκ θεωρίας συνίσταται στήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά καί τήν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, πράγμα τό ὁποῖο συνιστᾶ καί τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς εἶναι ἡ ὑπακοή σέ αὐτούς πού ἔχουν τήν πίστη ἐκ θεωρίας, προκειμένου νά ἀποκτήση ὁ κατηχούμενος αὐτήν τήν ἐμπειρία. Ὁπότε, ἡ θεολογία περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς θεραπευτηρίου, ἐντοπίζεται σέ αὐτό τό θέμα, τό ὁποῖο καί ἀποτέλεσε τόν πυρήνα τῆς ὅλης διδασκαλίας του.

Analogia entis καί analogia fidei

Τό τέταρτο βασικό σημεῖο μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἔβλεπε τήν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου εἶναι ἡ ἀπόρριψη τοῦ analogia entis καί τοῦ analogia fidei, δηλαδή ἡ ἀπόρριψη καί καταδίκη τῆς ἀπόψεως ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μέ τήν φιλοσοφία- μεταφυσική καί τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δίνεται στούς θεουμένους Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Πατέρες, πού φθάνουν στόν δοξασμό, καί ὁ ὕψιστος βαθμός τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Ἔπειτα, ἡ ἀποκάλυψη αὐτῆς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὅσο εἶναι δυνατόν, καταγράφεται γιά νά γίνη ὁδηγός στούς ἀνθρώπους, πού θέλουν νά φθάσουν στόν δοξασμό.

Θεματολογία τῶν Διαλόγων

Τό πέμπτο βασικό σημεῖο μέσα ἀπό τό ὁποῖο ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔβλεπε τούς διαλόγους μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν διαφόρων Ὁμολογιῶν, κυρίως, τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, πού θά μποροῦσε νά ἐπέλθη μιά ἑνότητα, ἦταν τά θεολογικά ζητήματα. Δηλαδή, δέν ἔβλεπε τούς διαλόγους μέσα ἀπό πολιτικές σκοπιμότητες οὔτε τήν λεγομένη «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» μέσα ἀπό συναισθηματισμούς καί ἐξωτερικές ἐνέργειες, ἀλλά μέ τήν ἑνότητα τῆς πίστεως, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Στό πλαίσιο αὐτό ἐνέτασσε τήν θεολογία περί τῆς οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀντιμετωπισθῆ ἡ αἵρεση τοῦ actus purus• τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τόν θάνατο ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, καί ὄχι ὡς κληρονομική ἐνοχή• τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά νά νικηθῆ ὁ θάνατος, ὁ διάβολος καί ἡ ἁμαρτία καί ὄχι ὡς ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης• καί τήν ζωή τοῦ Χριστιανοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τά Μυστήρια καί τήν ἡσυχαστική παράδοση ὡς νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου, τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας καί ὄχι ὡς μιᾶς κοινωνικῆς καί πολιτιστικῆς ζωῆς.

Συμπέρασμα

Μέσα ἀπό αὐτά τά βασικά σημεῖα ἔβλεπε τήν ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί ἄλλων Ὁμολογιῶν, ἀκόμη καί τῶν μή Χαλκηδονίων. Αὐτήν τήν ἑνότητα ἔβλεπε καί μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων στήν θεολογία, καί στήν ἐκκλησιαστική πρακτική. 

Ἡ ὅλη ἀντιμετώπιση τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἦταν θεολογική, ἐκκλησιαστική καί ὄχι ἠθικολογική καί ἀποσπασματική. Γνώριζε τά ἀδύνατα σημεῖα τόσο τῶν Φραγκολατίνων ὅσο καί τῶν Προτεσταντῶν, καθώς ἐπίσης γνώριζε καί τήν ὅλη αὐθεντική διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό ἔκανε στοχευμένες κινήσεις, πράγμα πού δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν οἱ ἄλλοι συνομιλητές του, κυρίως οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι. Ἔτσι, πρέπει νά ἑρμηνευθοῦν οἱ δυσκολίες πού συναντοῦσε σέ αὐτούς τούς διαλόγους, κυρίως ἀπό ὀρθοδόξους θεολόγους πού εἶχαν δεχθῆ δυτικές ἐπιρροές καί ἀντιδροῦσαν. Βεβαίως, ὡς ἄνθρωπος ἔκανε καί ἐκεῖνος μερικά λάθη στίς ἐκτιμήσεις του καί στόν τρόπο τοῦ διαλόγου, ἀλλά κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τήν ἀγάπη του στήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσή της, ὅπως καί τίς ἀγαθές προθέσεις του. Μέσα ἀπό τίς προϋποθέσεις πού προαναφέρθηκαν ἔβλεπε τούς διαλόγους γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. 

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης συνέδεε στενά τήν θεολογία μέ τήν ἱστορία, γιατί πίστευε ὅτι ἡ θεολογία μεταμόρφωσε τήν ἱστορία, ὅπως καί διάφορες ἱστορικές ἰδιαιτερότητες δημιούργησαν προβλήματα μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέσα ἀπό αὐτό τό πρίσμα ἔβλεπε τήν ἀλλοτρίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τίς λεγόμενες «ψευδομορφώσεις», πού δημιουργήθηκαν μέσα στήν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί προσπαθοῦσε νά κάνη διάγνωση καί στήν συνέχεια νά προβῆ στήν θεραπεία τους. Καί αὐτά δέν τά ἔβλεπε ἁπλῶς ἐρασιτεχνικά, ἀλλά τά γνώρισε μέ τήν προσωπική του πείρα, ἀλλά καί τήν ἐπιστημονική του ἔρευνα. Ἔζησε στά μεγαλύτερα ἐρευνητικά κέντρα τοῦ Ὀρθοδόξου καί Χριστιανικοῦ κόσμου, σπούδασε τήν ἐπιστήμη τῆς θεολογίας, ἀλλά καί τήν ἱστορία, καί ὡς ἐρευνητής ἀντλοῦσε ἐπιχειρήματα ἀπό τά ξεχασμένα βιβλία στίς Βιβλιοθῆκες.

Ὁ Θεὸς καὶ ὁ διάβολος

«Ὁ Θεὸς ἀγαπάει καὶ τὸν διάβολο. Δὲν πρόκειται ὅμως νὰ σωθῇ ὁ διάβολος. Ὁ Θεὸς ἀγαπάει τοὺς πάντας. Δὲν εἶναι θέμα ἂν ὁ Θεὸς μὲ ἀγαπάη, θὰ σωθῶ. Τὸ θέμα εἶναι, ἐὰν κανεὶς ὑφίσταται τὴν θεραπεία, ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ μπορῇ νὰ βρεθῇ στὴν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, ὥστε, ὅταν βρεθῇ στὴν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, θὰ βλέπη τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς φῶς καὶ ὄχι ὡς πῦρ αἰώνιον καὶ σκότος ἐξώτερον.

Ὁ διάβολος δὲν εἶχε κανένα νόμο ὑπ’ ὄψη του. Δὲν εἶναι ἕνας ὁ ὁποῖος κάνει πόλεμο, ὅπως σήμερα κάνουμε πόλεμο, ποὺ λέμε, ξέρετε ὅτι ἡ συνθήκη τῆς Λωζάνης λέει ὅτι... Ὁ διάβολος δὲν ἀναγνωρίζει κανέναν κανονισμὸ καλῆς συμπεριφορᾶς στὴν διαμάχη του ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ γίνη κανεὶς ὀρθόδοξος θεολόγος... Ἡ πρώτη μέριμνα τοῦ διαβόλου εἶναι οὔτε ν’ ἀκούσουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τίποτα περί τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐὰν παρ’ ἐλπίδα γιὰ τὸν διάβολο, ἀκούσουμε κάτι γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἀρχίζη νὰ κινῇ τὸ ἐνδιαφέρον, ἔ, τότε ἀλλάζει τακτική. Ἐφ’ ὅσον ἔχασε ἐκείνη τὴν μάχη, ἔχει ἄλλα ὀχυρά. Κάνει ἄλλου εἴδους πόλεμο.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νομίζουν πὼς ἅμα ἔχουν ἀγαθὲς διαθέσεις, π.χ. ὅταν βλέπουν ἕναν πτωχὸ καὶ τὸν συμπονοῦν, αὐτὰ εἶναι ἀνθρώπινα αἰσθήματα ποὺ ὑπάρχουν. Καὶ ὅταν κανεὶς ἔχη καλὰ αἰσθήματα, θὰ λέμε ὅτι αὐτὰ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸν Θεό. Ναί, ἀλλὰ τὰ καλὰ αἰσθήματα μπορεῖ νὰ ἐμπνέονται καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο. Οἱ ἐμπνεύσεις εἶναι πολλαχόθεν. Κατὰ τὴν πατερικὴ παράδοση ἡ μόνη ἀπλανὴς αἴσθηση, ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρχη στὸν ἄνθρωπο εἶναι, ὅταν τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον προσεύχεται μέσα στὸν ἄνθρωπο».

(π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Ἐμπειρικὴ Δογματική»)

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ὡς διδάσκαλος καί συνάδελφος τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Εἰσήγηση στό Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο πού διοργάνωσε ἡ Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων, τήν Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019, στό Ξενοδοχεῖο Τιτάνια, Ἀθήνα)

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ὡς διδάσκαλος καί συνάδελφος τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἦταν ἕνας κορυφαῖος θεολόγος τοῦ 20οῦαἰῶνος, πού ἀπεκλήθη «πατέρας» τῆς θεολογίας τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ. Ἔχω μελετήσει σχεδόν ὅλα τά κείμενά του (στήν συνέχεια Φλωρόφσκι), τά ὁποῖα ἔχουν μεταφρασθῆ στήν ἑλληνική γλώσσα, καθώς ἐπίσης γνωρίζω ἐπαρκῶς καί τήν σκέψη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη (στήν συνέχεια Ρωμανίδη), ἑνός ἐπίσης κορυφαίου δογματολόγου τοῦ 20οῦαἰῶνος, ὅπως φαίνεται στά κείμενα πού ἔχουν δημοσιευθῆ στήν ἀγγλική καί ἑλληνική γλώσσα, τίς προφορικές παρα­δόσεις του καί τίς πολύωρες συζητήσεις μας σέ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα. Αὐτό μοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά γνωρίζω τά κοινά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τους, ἀλλά καί τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους.

Πάντοτε μέ προκαλοῦσαν θετικά οἱ μεγάλοι θεολόγοι καί πνευ­ματικοί πατέρες, καί βεβαίως ἔχω ἐκπλαγῆ ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θεολογοῦσαν καί ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους οἱ δύο μεγάλοι αὐτοί θεολόγοι τῆς ἐποχῆς μας, δηλαδή ὁ  Φλωρόφσκι καί ὁ Ρωμανίδης. Οἱ σχέσεις τους πέρασαν ἀπό διάφορες φάσεις, ἤτοι σχέση δασκάλου καί μαθητοῦ, σχέση συναδέλφων καθηγητῶν, καί κατέληξε στό ὅτι ὁ πρώην μαθητής προχώρησε καί σέ ἄλλες περιοχές τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλη­σιαστικῆς ζωῆς καί ἐπεξέτεινε τίς ἀπόψεις τοῦ πρώην διδασκάλου του.

Στήν εἰσήγηση αὐτή θά ἀρκεσθῶ στό νά παρουσιάσω τίς ἀπόψεις τοῦ Φλωρόφσκι γιά τόν Ρωμανίδη καί μέσα ἀπό τόν Ρωμανίδη, ἀλλά καί τήν περαιτέρω ἀνάπτυξη τῶν ἀπόψεων του Φλωρόφσκι ἀπό τόν Ρωμανίδη πού ἦταν μαθητής του.

1. Ὁ Ρωμανίδης ἦταν ὁ «ὀξυνούστερος» μαθητής τοῦ Φλωρόφσκι

Ὁ Φλωρόφσκι ἦταν δάσκαλος μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως. Εἶχε μελετήσει ἐπιμελῶς τούς Πατέρας τοῦ 4ου αἰῶνος καί προχώρησε στούς μετα­γενέστερους Πατέρας, ἀπέκτησε βαθειά γνώση τῆς πατερικῆς διδασκαλίας καί μετέφερε τό πνεῦμα τῶν Πατέρων στήν ἐποχή μας, χωρίς νά τό ἀλλοιώση.

Ὁ Ρωμανίδης συνάντησε τόν Φλωρόφσκι μετά τήν ἀπο­φοίτησή του ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, καί μάλιστα κατά τήν διάρκεια τῶν σπουδῶν του στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Γέιλ καί τοῦ Κολούμπια. Στήν συνέχεια ἄκουε τίς παραδόσεις του στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στήν Νέα Ὑόρκη, καί μέ τήν παρότρυνσή του πῆγε γιά σπουδές στό Παρίσι, τήν Γερμανία, τήν Ἀθήνα, ὅπου ἐκπόνησε τήν θεολογική του διατριβή. Ἔπειτα, ἦταν ἐρευνητής στό Χάρβαρντ κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ Φλωρόφσκι καί συναδέλφου του στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Ρωμανίδης σέ διάλεξή του πού ἔδωσε πρός τιμήν τοῦ Φλωρόσφσκι, μετά τήν κοίμησή του, εἶπε:

«Εἶναι πράγματι μεγάλη τιμή γιά μένα νά εἶμαι προσκαλεσμένος ὡς πρῶτος ὁμιλητής σ’ αὐτήν τήν νέα ἐτήσια διάλεξη πρός τιμή τοῦ πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκι, τοῦ μεγαλύτερου ὀρθοδόξου πατερικοῦ θεολόγου τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ καί πνευματικοῦ ὁδηγοῦ καί ἐμπνευστοῦ τῶν περισσοτέρων ἀπό μᾶς ἐδῶ, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα»  (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου,π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς ὀρθοδόξου καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἔκδοση Α΄ 2012, σελ. 395).

Διασώζονται μερικά κείμενα στά ὁποῖα φαίνεται ἡ ἄποψη τοῦ Φλωρό­φσκι γιά τόν Ρωμανίδη, τά ὁποῖα θά παρουσιάσω συνοπτικῶς στήν συνέχεια.

Γιά μιά ἀπό τίς πρῶτες μελέτες τοῦ Ρωμανίδη στήν ἀγγλική γλώσσα μέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία κατά τόν Ἀλέξη Χομιακώφ», γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ρωμανίδης: «Ἄρεσε στόν Φλωρόφσκι αὐτό τό ἄρθρο τόσο πολύ, ὥστε τό διένειμε σέ συναδέλφους καί φοιτητές του στό Πανεπιστήμιο τοῦ Harvard», ὅταν ἦταν ἐκεῖ καθηγητής (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 404).

Ἀλλά ἐκεῖ πού φαίνεται καθαρότατα ἡ ἄποψη τοῦ Φλω­ρόφσκι γιά τόν Ρωμανίδη εἶναι σέ μιά ἐπιστολή πού ἀπέστειλε στόν π. Στανισλάβ, στίς 17 Δεκεμβρίου 1960. Στήν ἐπιστολή αὐτή ὁ Φλωρόφσκι, προφανῶς ἀπαντώντας σέ σχετικά ἐρωτήματα τοῦ π. Στανισλάβ, κρίνει διαφόρους θεολόγους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ἐξυμνεῖ πάνω ἀπό ὅλους τόν Ρωμανίδη. Τήν παραθέτω ὁλόκληρη:

«Ἀγαπητέ πάτερ Στανισλάβ,

Ἀπό καρδίας καὶ ἀμοιβαίως σᾶς συγχαίρω γιά τὴν ἐρχόμενη ἑορτή καὶ εὔχομαι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ Νέον Ἔτος.

Μὲ χαροποιήσατε ἰδιαίτερα μὲ τὸ γράμμα Σας· γιὰ πολύ καιρό δὲν γράψατε καὶ δὲν ἤξερα τὶ νὰ σκεφτῶ.

Τὴν συλλογή τῶν τεσσάρων συγγραφέων δὲν ἔχω δῆ ἀκόμη, ἀλλά δὲν ἐμπιστεύομαι τὸν Ἀφανάσιεφ· αὐτός ἐν γένει εἶναι μᾶλλον "παλαιομοδίτικος φιλελεύθερος" καὶ δὲν αἰσθάνεται τὰ θεολογικά προβλήματα. Συνάμα εἶναι ἰδιαίτερου γένους "κληρικόφρων", στὸ στὺλ τοῦ Ρωσσικοῦ κοσμικοῦ κλήρου τοῦ προεπαναστατικοῦ καιροῦ. Ἄν καὶ διδάσκη κανονικό δίκαιο στὸ Ἰνστιτοῦτο τῶν Παρισίων, τὴν κανονική πραγματικότητα (ἤ ὀρθότερο τὴν πραγματικότητα τῆς κανονικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας) οὔτε βλέπει, οὔτε ἀναγνωρίζει.

Ὁ Meyendorff εἶναι ἐντελῶς ἄλλου τύπου καὶ χαρακτῆρος. Τὸ βιβλίο του εἶναι καλό, ἄν καὶ προσωπικά δὲν συμφωνῶ ἐντελῶς, περισσότερο στὸ ἱστορικό μέρος. Γράφτηκε γιὰ τὸ εὐρὺ κοινό καὶ εἶναι πολὺ ἀτελές κατὰ τόπους, ἰδιαίτερα στὸ περί τῆς "διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας" (ὁ ρόλος τοῦ Μ. Καρόλου καὶ τὰ περὶ Καρόλου εἶναι ὀρθά, ἀλλά ὅλο τὸ θέμα κρίνεται ἀνεπιτυχῶς). Ἡ μελέτη τῆς σύγχρονης καταστάσεως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔγινε μὲ ἐπιδεξιότητα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ὁ π. Meyendorff δὲν εἶναι μοντερνιστής. Τὰ δύο βιβλία του γιὰ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ εἶναι πολύ καλά. Καὶ αὐτὸς εἶναι γνήσιος διανοούμενος, καλῆς σχολῆς. Εἶναι τώρα στὴν Νέα Ὑόρκη καὶ τὸ μισό καιρό τὸν διέρχεται στὴν Οὐάσιγκτον, στὸ Βυζαντινολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Dumbarton Oaks.

Δὲν πρόλαβα νά διαβάσω τὰ βιβλία τοῦ Εὐδοκίμωφ· πολὺ μὲ ἀπώθησε τὸ προηγούμενο βιβλίο του, ἐντελῶς φανταστικό καὶ συγκεχυμένο, " Ἡ γυναίκα καὶ ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου" ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἐξέδωσε τὸ Casterman (!). Ὁ Εὐδοκίμωφ συνεχίζει τὴν παράδοση τοῦ π. Σεργίου Μπουλκάκωφ καὶ παρὰ τίς ἁγιοπατερικές παραπομπές δὲν ἀκολουθεῖ τὸ πνεῦμα τῶν ἁγίων Πατέρων.

Μήπως λαμβάνετε τὸ ὀρθόδοξο περιοδικό τῶν Παρισίων Contacts; Τὸ ἐκδίδει ὁμάδα Γάλλων ὀρθοδόξων καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἔγινε σοβαρό καὶ ἐνδιαφέρον· ἰδιαίτερα τὰ ἄρθρα τοῦ Λόσκυ, Βλαδιμήρου Νικολάγιεβιτς, καὶ τοῦ Olivier Clιment (προσέξτε ἐπίσης τὸν "κήρυκα" τῆς ἐξαρχίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας στό Παρίσι, ποὺ πρέπει νὰ βρίσκεται στὴν βιβλιοθήκη Σας). ὉOlivier Clιment προσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλά προσωπικά δὲν τὸν γνωρίζω καὶ τὸ γαλλικὸ βιβλίο του γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἱστορίας δὲν μὲ ἱκανοποιεῖ. Εἶναι νέο τὸ φαινόμενο στὸν καιρό μας –ἡ προσέλευση στὴν ὀρθοδοξία σειρᾶς διανοουμένων, Γάλλων καὶ Ἄγγλων– οἱ ὁποῖοι γράφουν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἐκφράσουν τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ὄχι πάντοτε ἐπιτυχῶς. Βλέπε γιὰ παράδειγμα τὸν Ph.Sherard, "Ἡ Ἑλληνική Ἀνατολὴ καὶ ἡ Λατινική Δύση, μελέτη στὴ Χριστιανική Παράδοση", Oxford University Press, 1959. Τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Ἄθωνα ἀντιθέτως εἶναι πολύ καλό.

Γενικῶς ὁμιλοῦντες, εἶναι λίγες οἱ θεολογικές δυνάμεις ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα. Ἐναποθέτω τὶς ἐλπίδες μου στὸν μαθητή μου, π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ποὺ συνέγραψε πρὶν ἀπό τρία-τέσσερα χρόνια ὑπέροχη διδακτορικὴ διατριβὴ γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, σπουδὴ στούς δύο πρώτους αἰῶνες (Ἑλληνικά, στὴν Ἀθήνα) καὶ τώρα ἐργάζεται κοντὰ μου γιὰ διδακτορικὸ στὴν φιλοσοφία στὸ Harvard.

Σὲ αὐτόν, ἀντιθέτως, (σημ. ἐκδότου. Σέ ἀντίθεση μέ τούς Γάλλους καί τούς Ἄγγλους Ὀρθοδόξους θεολόγους πού ἔκρινε) ὑπάρχει μᾶλλον ἡ τάση πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς "ἀπομονώσεως" - ἀποστροφή ἀπὸ τὴν Δύση σὲ ὅλα καὶ ἀπομόνωση στὴν Βυζαντινή Παράδοση, ἀλήθεια, ὅμως παραμένοντας στὸ ἐπίπεδο τῆς γνήσιας Θεολογικῆς κουλτούρας καὶ τῆς βαθιᾶς ἐκκλησιαστικότητας» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 88-89).

Αὐτή ἡ κρίση τοῦ Φλωρόφσκι εἶναι ἕνας ὕμνος γιά τόν Ρωμανίδη.

Μιά ἄλλη κρίση τοῦ Φλωρόφσκι γιά τόν Ρωμανίδη προέρ­χεται ἀπό ἕναν μαθητή καί τῶν δύο, τόν π. Ἀνδρέα Δημότση, ὅταν σπούδαζε θεολογία στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καί καταγράφεται σέ ἐπιστολή πού μοῦ ἀπέστειλε (21-9-2011).

Γράφει, μεταξύ τῶν ἄλλων:

Ὁ Ρωμανίδης «ἐθαύμαζε τά συγγράμματα τοῦ πατρός Φλωρόφσκι καί μοῦ ἔλεγε ὅτι ἄναψαν τήν φλόγα τῆς ἀγάπης καί ἐκτιμήσεως γιά τό ὁριστικό ἔργο τῶν ἀρχαίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν τά θεμέλια τῆς πίστεως γιά τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ὁ πατήρ Ρωμανίδης ἰσχυρίζετο ὅτι ἡ μέχρι τότε θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχε πολύ ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν θεολογίαν τῆς Δύσεως, ἰδιαιτέρως τήν σχολαστικήν θεολογίαν. Ἡ ἐπιρροή αὐτή προῆλθε κατά τήν γνώμην του ἀπό τό γεγονός ὅτι πολλοί καθηγηταί τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας εἶχαν μελετήσει εἰς τάς Σχολάς καί τά Πανεπιστήμια τῆς Δύσεως καί ἐκεῖ ἐδέχθηκαν τήν ἐπίδρασιν ἑτεροδόξου φρονήματος. Ὁ πατήρ Ρωμανίδης μοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ πατήρ Φλωρόφσκι, ἦτο πρωτοπόρος εἰς τήν προσπάθειαν νά ἀνάψη ἐκ νέου τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσοχή τῶν νεωτέρων ὀρθοδόξων θεολόγων εἰς τάς πραγματικάς πηγάς τῆς σωστῆς ὀρθοδόξου θεολογίας πού ηὑρίσκοντο εἰς τά συγγράμματα τῶν πατέρων καί ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τά βιώματα τῶν ἁγίων της. Ὁ πατήρ Ρωμανίδης πολλάκις μοῦ ἔλεγε μάλιστα ὅτι τό ἔργο του ἦτο νά συνεχίση καί νά φέρη σέ ἀποπεράτωσι αὐτό τό ὁποῖο ὁ πατήρ Φλωρόφσκι εἶχε ἀρχίσει. Ὁ πατήρ Ρωμανίδης μάλιστα πολλάκις ἐζητοῦσε τήν γνώμην τοῦ γέροντος ἐπί θεμάτων, καί ἀμφιβάλλω ἄν ποτέ διαφωνήσανε ἐπί ἑνός θέματος» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 91-92).

Ἀλλά καί ὁ Φλωρόφσκι τοῦ ἔλεγε γιά τόν Ρωμανίδη:

«Ὁ δέ πατήρ Φλωρόφσκι, χωρίς ἀμφιβολία, ἦτο θαυμαστής τοῦ ἔργου τοῦ πατρός Ρωμανίδη καί ἔτρεφε τά συναισθήματα τῆς πατρικῆς ἀγάπης καί ἐκτιμήσεως ἀπέναντί του. Ὁ πατήρ Φλωρόφσκι τόν θεωροῦσε διάδοχό του εἰς τό ἔργο τῆς ἀλλαγῆς ὁλοκλήρου τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς συγχρόνου καί μέχρι τότε δυτικιζούσης ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἐκτός ἀπό τήν ἀπελευθέρωσι τῆς θεολογίας μας ἀπό τάς ἐπιδράσεις τῶν ἑτεροδόξων, αὐτό πού ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα ὁ πατήρ Φλωρόφσκι ἦτο ἡ ἔντονη προσπάθεια τοῦ πατρός Ρωμανίδη νά τονίση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος θεολογία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά διανοητική ἄσκησις ἤ γνῶσις, ἀλλ’ ἀντιθέτως εἶναι ἕνα βίωμα πού ἐπιδρᾶ στό βαθύτερο μέρος τοῦ εἶναι μας, καί μᾶς ὁδηγεῖ, βαθμηδόν καί κατ’ ὀλίγον πρός τήν θέωσιν. Ἡ θεολογία αὐτή, ἑπομένως, δέν εἶναι μία ἁπλή ἐπιστήμη, ἀλλά τοὐναντίον, εἶναι μία ζωή καί ἐμπειρία ὁλόκληρη, ἡ ὁποία ἔχει ἀρχή, ἀλλά, χάριν Θεοῦ, δέν ἔχει τέλος. «Πρόσεχε, υἱέ μου», μοῦ ἔλεγε ὁ πατήρ Φλωρόφσκι, «αὐτά πού σοῦ διδάσκει ὁ πατήρ Ἰωάννης ὄχι μόνον θά σώσουν τήν ψυχή σου, ἀλλά θά σέ κάνουν φάρο τῆς Ὀρθοδοξίας σέ ἕναν κόσμο πού σπαράσσεται ἀπό τήν ἀφομοίωσιν καί τόν σχετισμόν. Ἡ ἀποστολή σου ὡς ἱερεύς θά εἶναι νά διδάξης τήν ἀλήθειαν πού μένει στούς αἰῶνες, καί αὐτή τήν ἀλήθειαν θά τήν μάθης ἀπό τόν πατέρα Ἰωάννην».

Ἐπί πλέον, ὁ πατήρ Φλωρόφσκι ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τό γεγονός ὅτι ὁ πατήρ Ρωμανίδης ἦτο ἄφοβος μαχητής ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτός μοῦ ἐξήγησε ὅτι δέν ἐδίστασε νά παλέψη ὁ πατήρ Ρωμανίδης μέ τά τότε μεγαλύτερα ἀναστήματα τῆς θεολογίας τῆς ἐποχῆς του, ὅπως τόν Παναγιώτην Τρεμπέλαν καί ἄλλους. Ἐδέχθηκε τίς φοβερές ἀπειλές καί πιέσεις των καί παρέμεινε ἀμετακίνητος εἰς τήν ὑπεράσπισιν τῆς πίστεως. Ἦτο ριζοσπάστης, ἀλλά ὅλως ἀπροσδόκητα ἦτο συνάμα καί ὑπερασπιστής τῆς ἀρχαίας καί γνησίας παραδόσεως καί ὄχι ἑνός νέου καί συγχρόνου θεολογικοῦ φρονήματος. Ἦτο ἐν ὀλίγοις, μοναδικός» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 92-93).

Μάλιστα, ὁ ἴδιος πού τούς εἶχε καθηγητές τούς ἀποκαλεῖ ὡς «τούς δύο κορυφαίους ἄνδρες πού ἦταν ἴσως οἱ μεγαλύτεροι θεολόγοι τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 93).

Μιά ἄλλη μαρτυρία προέρχεται ἀπό τόν π. Γεώργιο Δράγα, καθηγητή  τῆς Θεολογικῆς Σχο­λῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ  Βοστώνης, πού ἦταν μαθητής τοῦ Φλωρόφσκι καί γνωστός τοῦ Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι ἡ «σχέση τους ἦταν σχέση ἀγαστή καί πατερική». «Ὁ πρῶτος (Ρωμανίδης) ἔβλεπε τό δεύτερο (Φλω­ρόφσκι) ὡς ἀκαδημαϊκό καί πνευματικό μέντορα, καί ὁ δεύτερος (Φλωρόφσκι) ἀπέβλεπε στόν πρῶτο (Ρωμανίδη) ὡς τόν συνεχιστή τῆς θεολο­γικῆς πορείας πού ἔτεμε ἐκεῖνος, δηλαδή τήν "νεο­πατερική σύνθεση", ἡ ὁποία σηματοδοτοῦσε τόν τρόπο τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς ὀρθόδοξης ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας ἀπό τά δίχτυα τῆς "ψευδομόρφωσης" πού εἶχε ὑποστῆ λόγῳ τῆς ἀνά­μειξής της μέ ἑτερόδοξα σχήματα καί στοιχεῖα» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 95). Ἡ γνωριμία δέ πού εἶχε ὁ π. Γεώργιος Δράγας μέ τούς δύο, ὅπως γράφει, «ἐπιβεβαίωσε στήν ἀντίληψή μου τήν πνευματική θεολογική συγγένεια τῶν δύο τούτων ἀνδρῶν» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 96).

Μιά ἄλλη μαρτυρία προέρχεται ἀπό τόν Πρωτοπρεσβύτερο π. Στέφανο Ἀβραμίδη, πού γνώρισε καί τούς δύο ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης. Σέ ὁμιλία του μέ τίτλο «Ὁ διδάσκαλός μου π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καί ὁ πνευματικός μου π. Γεώργιος Φλωρόφσκι», μεταξύ ἄλλων γράφει: «Ὡς γνωστόν, ὁ π. Ἰωάννης εἶχε σάν Πνευματικό Πατέρα, διδάσκαλο καί μέντορα τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι».

2. Μερικές ἀπόψεις τοῦ Φλωρόφσκι, ὅπως διασώζονται σέ ἐπιστολές τοῦ Ρωμανίδη

’Ερευνώντας νά βρῶ ἀρχειακό ὑλικό, ὅταν συνέτασα τήν θεολογική βιογραφία τοῦ Ρωμανίδη, βρῆκα στό Πανεπιστήμιο τοῦ Πρίνστον ἐπιστολές πού ἀπέστειλε ὁ Ρωμανίδης στόν Φλωρόφσκι καί παρέμεναν στό ἀρχεῖο τοῦ δευτέρου. Πρόκειται γιά 25 ἰδιόχειρες ἐπιστολές τοῦ Ρωμανίδη στόν Φλωρόφσκι, χωρίς, ὅμως, νά ὑπάρχουν καί οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Φλωρόφσκι πρός τόν Ρωμανίδη, οἱ ὁποῖες θά ἦταν ἀρκετά ἐνδαφέρουσες (βλ. ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 37-157).

Στίς ἐπιστολές αὐτές τοῦ Ρωμανίδη ὑπάρχουν ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα γιά τήν ἐπικοι­νωνία καί τήν σχέση μεταξύ τους, ἀλλά καί τίς ἀπόψεις τοῦ Φλωρόφσκι γιά διάφορα θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα. Ἀναλύοντας, μάλιστα, τίς ἐπιστολές αὐτές δημιούργησα μιά ἰδιαίτερη ἑνότητα μέ τίτλο «μαθητής, σύνοικος, καθοδηγητής καί συνάδελφός του», στήν ὁποία ἑνότητα φαίνεται ἀνάγλυφα αὐτή ἡ στενή σχέση μεταξύ καθηγητοῦ καί μαθητοῦ, ἀλλά καί ἱκανῶν συνομιλητῶν. Σέ ὅλες τίς ἐπιστολές φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Ρωμανίδης τόν ἐνημερώνει γιά ὅλα τά θέματα, τοῦ μεταφέρει πληροφορίες, τοῦ γράφει τίς ἀπόψεις του γιά θεολογικά ζητήματα καί ζητᾶ τίς δικές του. Σπάνια συναντᾶ κανείς μιά τέτοια γραπτή ἐπικοινωνία μεταξύ μαθητοῦ καί καθηγητοῦ, ἀλλά καί γενικά μεταξύ δύο θεολόγων.

Στίς ἐπιστολές αὐτές ὑπάρχουν μερικές εἰδικότερες ἀναφορές πού δείχνουν τίς σκέψεις τοῦ Φλωρόφσκι, τίς ὁποῖες συζητοῦσε μέ τόν Ρωμανίδη.

Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 18 Ἰουλίου 1954 φαίνεται ὅτι ὁ Φλωρόφσκι σκεπτόταν γιά τό πῶς θά ἐκφρασθῆ ἑνωμένη ἡ Ὀρθόδοξη θεολο­γία.

«Εἶναι πολὺ ἐνθαρρυντικὲς ὅλες οἱ σκέψεις σας γιὰ τὴν Ἑνωμένη Ὀρθοδοξία στὸ γράμμα σας. Τοὐλάχιστον ἔχουν ἀρχίσει νὰ διαδίδωνται αὐτὲς οἱ σκέψεις. Ἐλπίζω νὰ λυθοῦν σταδιακὰ τὰ προβλήματά σας μὲ τὶς ἑλληνικὲς ὑπεκφυγές. Ἡ ἰδέα ἑνὸς ὀρθόδοξου κολλεγίου ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν ἀκούγεται ὑπέροχη, ἀλλὰ ὄχι ἀρκετὰ προχωρημένη γιὰ νὰ ἀνταποκριθῆ στὶς ἄμεσες ἀνάγκες μας» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 106).

Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 8 Αὐγούστου 1957 ὁ Ρωμανίδης συμφωνεῖ μέ τίς ἀπόψεις τοῦ Φλωρόφσκι γιά τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται ἡ σύγχρονη θεολογική κατάσταση. Γράφει:

«Αὐτὰ ποὺ λέτε γιὰ τὴν σύγχρονη θεολογικὴ κατάσταση εἶναι πολὺ ἀληθινά. Εἰδικὰ στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑφίσταται θεολογία ἐκ πεποιθήσεως. Ὑπάρχει μόνο θεολογία τῆς ἀγορᾶς. Ἡ θεολογία ἀποτελεῖ ἁπλῶς μέσον γιὰ ὑψηλότερο μισθό, γιὰ νὰ γίνη κάποιος δάσκαλος, καθηγητὴς Πανεπιστημίου ἢ Ἐπίσκοπος. Αὐτοὶ ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν θεολογία ἐκ πεποιθήσεως δὲν εἶναι οὔτε μιὰ χούφτα» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 114).

Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 25 Μαρτίου 1958, ὁ Ρωμανίδης συμφω­νεῖ μέ τόν Φλωρόφσκι γιά τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι καί γενικά γιά τίς ἐπικρίσεις του γιά τήν σύγχρονη θεολογία. Γράφει ὁ Ρωμανίδης:

«Εἶμαι καὶ ἐγὼ ἐπίσης ἀηδιασμένος ἀπὸ τὴν σύγχρονη θεολογία. Ἡ κατάσταση στὴν Ἑλλάδα εἶναι κρίσιμη καὶ πολὺ χειρότερη στὴν Χάλκη. Τὰ σχόλιά σας γιὰ τὸ Παρίσι εἶναι ἀπροσδόκητα παρόμοια μὲ τὴν δική μου γενικὴ ἐντύπωση. Ὅταν ἔδινα τὶς ἐξετάσεις μου στὴν ρωσική φιλοσοφία ἐνώπιον τοῦ καθηγητικοῦ σώματος, ἔμαθα πολλὰ πράγματα. Τὸ εἰδικότερο θέμα μου ἦταν ὁ Ἀλέξης Χομιακώφ καὶ ἡ θέση μου ἦταν ὅτι δὲν ὑπάρχει μοντέρνα ὀρθόδοξη καὶ ρωσο-ὀρθόδοξη φιλοσοφία εἴτε κοινωνικὴ εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι μιὰ ἀπαίτηση στὴν συνολικὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ, συνεπῶς, ἕνα πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μισὸς Ὀρθόδοξος καὶ μισὸς φιλόσοφος ταυτόχρονα. Οἱ καθηγητὲς Zankorski καὶ Kartashoff ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν τὶς περισσότερες ἐρωτήσεις καὶ συνέχιζαν τὴν συζήτηση. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὑποστήριζαν μιὰ ἰδιαιτερότητα τῆς ρωσικῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ὅτι δηλαδή ἀποτελεῖ πρόοδο σὲ σχέση μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ αὐτήν. Ἐπιχειρηματολόγησα ἐναντίον τῆς θέσης τους καὶ τελικὰ τὸ ἐπιχείρημά τους περιορίστηκε στὴν ἰδέα τῆς «sobornost», τῆς «συντροφικότητας» {togetherness} γιὰ τὴν ὁποία ἰσχυρίσθηκαν ὅτι ἦταν καθαρὰ ρωσική. Ἀπάντησα λέγοντας ὅτι σὲ ὅλα τὰ ἑλληνικὰ μοναστήρια ὁ κεντρικὸς ναὸς πάντα ὀνομάζεται καθολικόν, ὅρος ποὺ ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθῆ ὡς universal. Μετὰ ἀπὸ τέτοια συζήτηση ἐξεπλάγην ποὺ οἱ καθηγητὲς ψήφισαν βαθμὸ Α΄ στὴν ἐξέταση» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 123-124).

Ἀλλά τό ἴδιο συνάντησε καί στήν Ἐλλάδα. Μαθημένος ὁ Ρωμανίδης ἀπό ὅσα διδάχθηκε ἀπό τόν Φλωρόφσκι  ὅλα τά ἔβλεπε παράξενα, γι’ αὐτό γράφει στήν ἴδια ἐπιστολή (25-3-1958):

«Ἡ θεολογικὴ κατάσταση στὴν Ἑλλάδα εἶναι μιὰ μείζων καταστροφή. Οἱ μόνοι σωστοί Ὀρθόδοξοι ποὺ συνάντησα ἦταν λίγοι μοναχοὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ποὺ ἀπεχθάνονται... τὰ Πανεπιστήμια, γενικὰ, καὶ ὄντως σκέφτονται μὲ πατερικοὺς ὅρους. Αὐτὸ τὸ κάνουν ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ ἀδαεῖς μοναχοί. Τὸ μόνο μειονέκτημά τους εἶναι ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς σύγχρονες μορφὲς τῆς δυτικῆς θεολογίας. Ἂν πρόκειται νὰ ἔλθη ποτὲ μιὰ θεολογικὴ ἀναγέννηση στὴν Ἑλλάδα θὰ προέλθη ἀπὸ τὶς μοναστικὲς κοινότητες» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 124).

Στήν ἴδια ἐπιστολή του ἀναφέρεται στήν ἄποψη τοῦ Φλωρόφσκι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύεται Χριστολογικά καί ὄχι Τριαδολογικά, ὅπως δυστυχῶς κάνουν πολλοί θεολόγοι καί στήν ἐποχή μας. Γράφει:

«Ἡ περιγραφή πού κάνετε τῆς ἐπιθυμίας κάποιων νὰ χρησιμοποιοῦν μιὰ Τριαδικὴ διατύπωση ἀντὶ γιὰ τὴν τρέχουσα Χριστολογικὴ εἶναι χαρακτηριστικὴ τῆς μυωπίας τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων πολυμαθῶν» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 125).

Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 7 Ἀπριλίου 1958 ἀναφέρεται στήν βασική διδασκαλία τοῦ Φλωρόφσκι γιά τήν ἐπιστροφή μας στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων. Γράφει:

«Σήμερα στὴν Ἑλλάδα ὁ Ἀνδροῦτσος ἐπικρίνεται ἀνοιχτὰ καὶ ἀποκηρύσσεται ἀπὸ πολλοὺς πρώην θαυμαστές. Πιστεύω ὅτι ἔχετε πάρα πολλὰ ποὺ θὰ μπορούσατε νὰ συνεισφέρετε στὴν ἐπιστροφὴ τῆς Ἑλλάδας στοὺς Πατέρες, διότι στὴν Ἑλλάδα θεωρεῖσθε ἀδιαμφισβήτητα ὡς ὁ κορυφαῖος θεολόγος μας καὶ ἡ γνώμη σας γίνεται πάντοτε σεβαστή. Βλέπετε, πολλοὶ Ἕλληνες θεολόγοι ἀντιλαμβάνονται ἐπιτέλους ὅτι ἡ ρίζα τῶν προβλημάτων μας εἶναι πραγματικὰ ἡ κακὴ θεολογία» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 126).

Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 21 Αὐγούστου 1959 ὁ Ρωμανίδης ἀπαντᾶ σέ ἐπιστολή τοῦ Φλωρόφσκι ὅτι θά τόν τιμήση ἡ Θεολογική Σχολή Θεσσαλο­νίκης ὡς ἐπίτιμο διδάκτορα, συγχρόνως τοῦ ἐξέφραζε τίς δυσκολίες πού συναντοῦσε. Τοῦ γράφει ὁ Ρωμανίδης:

«Προσωπικὰ αἰσθάνομαι ἔντονα ὅτι θὰ πρέπει νὰ κάνετε ὑπομονὴ καὶ νὰ ἀνεχθῆτε τὴν κατάσταση, διότι εἶμαι σίγουρος ὅτι οἱ πολλοὶ Κληρικοὶ καὶ ἡ νεολαία, ποὺ προσβλέπουν σὲ ἐσᾶς γιὰ καθοδήγηση καὶ ὡς σύμβολο, θὰ ὠφεληθοῦν περισσότερο ἂν διατηρήσετε τὶς ἐπαφές σας μὲ τοὺς Ἕλληνες. Τώρα ποὺ θὰ λάβετε τὸ πρῶτο σας ὀρθόδοξο διδακτορικὸ καὶ μάλιστα ἑλληνικό, αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀποτελῆ ἐπαρκῆ ἀπόδειξη γιὰ ἐσᾶς γιὰ τὸ πόσο πολύ σᾶς ἐκτιμοῦν οἱ Ἕλληνες. Μὲ συγχωρεῖτε ποὺ ἀκούγομαι σὰν νὰ δίνω συμβουλές, ἀλλὰ πιστεύω ὅτι τὰ πράγματα θὰ ἀλλάξουν σταδιακὰ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ στὸ τέλος θὰ εἴμαστε εὐχαριστημένοι ποὺ ἤσασταν ὑπομονετικός» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 147).

Στήν ἐνότητα αὐτή θά παραθέσω καί τήν ἄποψη τοῦ Φλωρόφσκι  γιά τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως διασώζεται ἀπό τόν Ρωμανίδη.

Ὁ Φλωρόφσκι συμμετεῖχε στήν Ἐπιτροπή «Πίστη καί Τάξη» πού εἶχαν δημιουργήσει οἱ Προτεστάντες, ἡ ὁποία ἀργότερα ἐντάχθηκε στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅταν ἱδρύθηκε τό 1948. Συνέχιζε δέ νά συμμετέχη ὡς ὀρθόδοξος θεολόγος στήν Ἐπιτροπή «Πίστη καί Τάξη» καί στίς Γενικές Συνελεύσεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν  Ἐκκλησιῶν. Κυρίως ἀπέβη ἡ κυρίαρχη μορφή ἀπό πλευρᾶς Ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας στήν Β΄ Συνέλευση τοῦ Παγκοσμίου Συμβου­λίου τῶν Ἐκκλησιῶν, στό Ἔβανσον, τό 1954, ἀφοῦ αὐτός ἐπελέγη νά ὁμιλήση ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀντιπροσωπεία. Γράφει ὁ βιογράφος του Andrew Blane: Ὁ Φλωρόφσκι «ἀναδείχθηκε μετά τή Συνέλευση στό Ἔβανστον σέ μιά ἀληθινά διεθνῆ ἐκκλησιαστική μορφή» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 50-51).

Διασώζονται δύο κείμενα τοῦ Ρωμανίδη, στά ὁποῖα ἀποτυπώνεται  ἡ μετέπειτα ἄποψη τοῦ Φλωρόφσκι γιά τό πῶς ἐξελίχθηκε τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν.

Τό ἕνα κείμενο προέρχεται ἀπό μιά διάλεξη πού ἔδωσε ὁ Ρω­μα­νίδης στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου πρός τιμή τοῦ Φλωρόφσκι. Λέγει:

«Κατά τήν μακρόχρονη διάρκεια τοῦ στενοῦ δεσμοῦ μας ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι –αἰωνία του ἡ μνήμη– συχνά συζητοῦσε τό θέμα τοῦ Π.Σ.Ε. Ἄν καί οἱ συζητήσεις μας ἦσαν ἐνδεικτικές, ἦταν φανερό  ὅτι ἀπέδιδε ἐλάχιστη σπουδαιότητα στήν ὀργανωτική δομή  τοῦ Π.Σ.Ε. Ὅμως, εἶχε ἀντιληφθῆ τό δικαίωμα τοῦ Π.Σ.Ε. νά ἀσκῆ  ἐξουσία ἀνεξάρτητα ἀπό τή γνώμη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.  Παραπονιόταν ὅτι παραμεριζόταν πρός χάρη ἄλλων ὀρθοδόξων,οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίνονταν περισσότερο στίς ἀπαιτήσεις τοῦ Π.Σ.Ε. Ὁ π. Γεώργιος συνεχῶς παραπονιόταν ὅτι τό Π.Σ.Ε. ὑφίστατο μιάν  ἀλλαγή, τήν ὁποία ἀπέδιδε στήν ἱδρυματοποίησή του καί στό ὅτι στεγαζόταν στό νέο του κεντρικό κτίριο στή Γενεύη. Τό ὅτι τό Π.Σ.Ε. ἔχει ἀλλάξει, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι τό προσφιλές θέμα ὁρισμένων καθηγητῶν μέχρι σήμερα» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 395).

Τό ἄλλο κείμενο διασώζεται ἀπό τόν π. Γεώργιο Μεταλληνό. Πρόκειται γιά ἕνα γραπτό σημείωμα τοῦ Ρωμανίδη πού ἀπέστειλε σέ ἐκεῖνον, ὅπως καί σέ ἄλλους τήν 27 Ἰανουαρίου 2000, λίγο πρίν τήν κοίμησή του, στήν ἀγγλική γλώσσα, στό ὁποῖο φαίνεται ἡ τελική γνώμη τοῦ Φλωρόφσκι γιά τήν Οἰκουμενική Κίνηση καί τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν. Γράφει ὁ Ρωμανίδης, σέ μετάφραση:

«Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἦταν ὁ κύριος Ὀρθόδοξος ἐκπρόσωπος στό Πίστη καί Τάξη πρίν αὐτό γίνει τμῆμα τοῦ Παγκόσμιου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τό 1948. Βεβαίως ἡ προσέγγισή του στό Διάλογο μέ τούς Προτεστάντες καί τούς Ἀγγλικανούς ἦταν πάντοτε ἡ ἀνάγκη γιά στροφή στήν Ἁγία Γραφή, ὅπως τήν ἑρμήνευσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τόσο πρίν ὅσο καί κατά τή διάρκεια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι ἦταν καί εἶναι μέχρι σήμερα τό θεμέλιο τῆς ζωντανῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὡστόσο, στήν πραγματικότητα, οἱ Προτεστάντες καί οἱ Ἀγγλικανοί δέν πείστηκαν ποτέ. Ὁ Φλωρόφσκυ παρερμήνευσε τήν εὐγένειά τους ὡς ἀληθινή δέσμευση νά μελετήσουν τούς Πατέρες ὡς κλειδί γιά τήν ἕνωση. Ἔπειτα ἐμφανίστηκε ὁ Νίκος Νησιώτης ὡς συμμαθητής Προτεσταντῶν σέ τάξεις πού μελετοῦσαν τό λεγόμενο ὑπαρξισμό τοῦ Κάρλ Μπάρτ καί τοῦ Ἐμιλ Μπροῦνερ. Μερικοί ἀπό αὐτούς ἔγιναν ἡγέτες στό ΠΣΕ καί εἶχαν πειστεῖ ὅτι ὁ Νησιώτης, καί ὄχι ὁ Φλωρόφσκι, ἀποτελεῖ τό κλειδί γιά τήν προσέγγιση ἀνάμεσα στίς Προτεσταντικές καί στήν Ὀρθόδοξη παράδοση, καί αὐτή μποροῦσε ἴσως νά ὁδηγήσει ἀκόμη καί στήν ἕνωση γιά τήν ὁποία εἶχε ἰδρυθεῖ τό ΠΣΕ»(Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2003, σελ. 127).

3. Ἐπέκταση τοῦ ἔργου τοῦ Φλωρόφσκι

Ὁ Ρωμανίδης ἦταν, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ Φλωρόφσκι, «ὁ ὀξυνούστερος» μαθητής του, ὁ ὁποῖος ἀφομοίωσε πλήρως τήν διδασκαλία τοῦ διδα­σκάλου του, καί γι’ αὐτό προχώρησε καί πιό πέρα, ἀφοῦ σέ μερικά σημεῖα ἔκανε αὐτό πού θά μποροῦσε νά κάνη ὁ Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος τά εἶχε ἐντοπίσει.

Θά τονίσω μερικά σημεῖα στά ὁποῖα φαίνεται πῶς ὁ Ρωμα­νίδης ἐπεξέτεινε τήν σκέψη καί τό ἔργο τοῦ Φλωρόφσκι.

Ὅταν διαβάζουμε τά κείμενα πού μᾶς ἄφησε ὡς θεολογική κληρονομιά ὁ Φλωρόφσκι παρατηροῦμε ὅτι, μεταξύ τῶν ἄλλων, εἶχε ἐπισημάνει τρία βασικά σημεῖα. Τό πρῶτον ὅτι συνέδεε στενά τήν θεολογία μέ τήν ἱστορία, δέν μπορεῖ, δηλαδή, νά δῆ κανείς τήν θεολογία ἔξω ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα. Τό δεύτερον σημεῖο εἶναι ὅτι τόνιζε τήν ἐπιστροφή στούς Πατέρας, καί μέ αὐτό ἔκρινε τήν σχολαστική καί ρωσική θεολογία, καί ἔβλεπε τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» στήν ἐπιστροφή στούς Πατέρας τῆς πρώτης χιλιετίας καί κυρίως στήν διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπό τούς Πατέρας τῆςἘκκλησίας. Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι ἔκανε ἰσχυρή κριτική στήν ρωσική θεολογία πού συνδέθηκε μέ τήν φιλοσοφία καί ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Τό κείμενό του «Οἱ δρόμοι τῆς ρωσικῆς θεολογίας» καί ἡ ἀντίκρουση τῆς θεωρίας τῆς «σοφιολογίας» τοῦ Μπουλγκάκωφ εἶναι ἐνδεικτικά. Καί τό τέταρτο σημεῖο εἶναι ὅτι ἔκανε λόγο γιά τήν «νεοπατερική σύνθεση», ὅτι, δηλαδή, πρέπει νά δοῦμε ὅλη αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική πατερική κληρονομιά μέσα ἀπό τούς Πατέρας τῆς δεύτερης χιλιετίας, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τήν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν.

Ὁ Ρωμανίδης στηρίχθηκε πάνω σέ αὐτές τίς βάσεις καί προχώρησε πιό πέρα.

Πρῶτον, ἡ σύνδεση μεταξύ θεολογίας καί ἱστορίας ἀπέβη βασικό σημεῖο τῆς ἐργασίας του, ἀφοῦ ἀνέπτυσσε ἱστορικά θέματα, ὅπως τό περιεχόμενο τῆς Ρωμηοσύνης, πού εἶναι τό ἱστορικό ὑπόβαθρο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Τά σχετικά μέ τήν Ρωμανία-Ρωμηοσύνη τά τεκμηρίωσε ὁ ἴδιος μέ τήν βιβλιογραφία καί τίς παραπομπές στό βιβλίο του «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη» (Ἰωάννης Ρωμανίδης, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, ἐκδόσεις Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, ἔκδ. β' 1982). Ἐπίσης τά γραφόμενά του ἐπιβεβαιώθηκαν ἀπό μεταγενέστερες μελέτες τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ (Ἐνδεικτικά βιβλία του: π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικότητα, Ἐκδ. Μήνυμα, β΄ ἔκδοση ἐπαυξημένη, Ἀθήνα 1992 καί π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, Ἱστορικά καί Θεολογικά τοῦ Ρωμαίϊκου Ἑλληνισμοῦ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2015), τοῦ Ἀναστασίου Φιλιππίδη (Ἀναστασίου Φιλιππίδη, Ρωμηοσύνη ἤ Βαρβαρότητα, Οἱ ἱστορικές ρίζες τῆς μακραίωνης σύγκρουσης Ἑλληνισμοῦ καί Δύσης, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, γ΄ ἔκδοση 2007, καί Ἀναστασίου Φιλιππίδη, Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς ἱστορικός, εἰς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, τό ἔργο καί ἡ διδασκαλία του, Πρακτικά Ἡμερίδος καί Θεολογικές-Ἱστορικές Μελέτες, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) 2014) καί Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου κ.ἄ. (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Γέννημα καί θρέμμα Ρωμηοί, ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἔκδοση β΄, 2000, καί Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Παλαιά καί Νέα Ρώμη, Ὀρθόδοξη καί Δυτική Παράδοση, Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), ἔκδοση β', 2016).  

Ἀκόμη, τόν ὁδήγησε νά ἀναπτύξη τήν θεωρία γιά τά ἄκτιστα ρήματα καί τά κτιστά ρήματα καί νοήματα, δηλαδή πῶς ἡ θεοπτία πού γίνεται μέ ἄρρητα ρήματα μεταφέρεται μέ ὅρους πού συναντᾶμε στήν κτιστή ἱστορική πραγματικότητα.

Δεύτερον, εἶδε τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλη­σιῶν» ὄχι μόνον στήν ἐπιστροφή στούς Προφῆτες, Ἀπο­στόλους καί Πατέρας, ἀλλά καί στήν καταδίκη τῆς Φραγκο­λατινικῆς θεολογίας, δηλαδή τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, πού εἰσήχθη μέ τόν Καρλο­μάγνο, ὁ ὁποῖος διαφοροποιήθηκε ἀπό τήν Ρωμανία.

Τρίτον, εἶδε τήν ρωσική ἀπόκλιση τῆς ρωσικῆς θεολογίας ἀπό τήν πατερική θεολογία καί ἄσκησε αὐστηρή κριτική στήν λανθασμένη ἑρμηνεία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἔγινε ἀπό ρώσους θεολόγους, ἀλλά καί στήν λεγόμενη ρωσική εὐσέβεια. Καί τέταρτον, τήν «νεοπατερική σύνθεση» τήν εἶδε μέσα ἀπό τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, τήν φιλοκαλική παράδοση, ὡς κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, μέσα καί ἀπό τούς νέους ἡσυχαστές Πατέρες.

Ἔτσι, ὁ Ρωμανίδης ὄχι μόνον ἀφομοίωσε δημιουργικά καί ἐπεξέτεινε ἀκόμη περισσότερο τίς θεολογικές θέσεις τοῦ Φλωρόφσκι, ἀλλά τίς ἔκανε πιό λαμπερές, ἀφοῦ τίς πέρασε μέσα ἀπό τήν ἡσυχαστική-φιλοκαλική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία εἶχε ἐντοπίσει ὁ Φλωρόφσκι.

Γιά νά περατώσω αὐτήν τήν εἰσήγηση θά ἤθελα νά παρα­θέσω δύο ἀποσπάσματα ἀπό τίς ἐπιστολές πού ἀπέστειλε ὁ Ρωμα­νίδης στόν Φλωροφσκι.

Τό πρῶτο ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπό ἐπιστολή πού ὁ Ρωμανίδης ἀπέστειλε στόν Φλωρόφσκι τήν 14η Ἀπριλίου 1966, ὅταν ἔμαθε ὅτι θά ἀποχωροῦσε ἀπό τό Χάρβαρντ.

«Τελειώνω τὴν διδακτορική μου διατριβὴ στὸ Harvard, ἀλλὰ δὲν σκοπεύω νὰ τὴν ὑποβάλω γιὰ κάποιο πτυχίο. Θὰ τὴν δημοσιεύσω ὅσο τό δυνατόν πιὸ γρήγορα μὲ τὶς ἁρμόζουσες εὐχαριστίες σὲ ἐσᾶς ὡς σύμβουλο-καθηγητή. Εἶναι σημαντικὸ τώρα νὰ συνεχίσω τὴν σταδιοδρομία μου ἀρκούμενος στὸ ὀρθόδοξο διδακτορικό μου. Οἱ ἀνόητοι στόν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ἀλλοῦ πρέπει νὰ μάθουν ὅτι δὲν χρειάζεται ἀγγλο-σαξονικὸ διδακτορικὸ γιὰ νὰ εἶναι κάποιος ὀρθόδοξος θεολόγος» (Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος..., ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 152).

Τό δεύτερο ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπό ἐπιστολή του στόν Φλωρόφσκι τήν 11 Μαΐου 1958. Γράφει:

«Δυστυχῶς ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι ἔχουμε χάσει ἐντελῶς τὸ νόημα  τῆς διάκρισης μεταξὺ αἵρεσης καὶ Ὀρθοδοξίας, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔχουμε διαζεύξει τὴν θεολογία ἀπὸ τὴν εὐσέβεια καὶ προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε εὐσεβεῖς χωρὶς τὴν καθοδήγηση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, καὶ ἔτσι ἔχει καταστῆ ἐφικτὸ ἄνθρωποι μὲ ἀσυνείδητες αἱρετικὲς προϋποθέσεις νὰ ὁρίζουν τὸ ὑπόδειγμα τῆς σύγχρονης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἰδιαίτερα σὲ αὐτὴ τὴν χώρα. Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ἀντιμετωπίζει κάποιος τόσα πολλὰ προβλήματα.  Πρέπει νὰ γυρίση τὴν πλάτη καὶ νὰ ἐπιτρέψη στοὺς πλαστογράφους τοῦ  ὀρθοδόξου πνεύματος νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο τους  φθείροντας τὶς παραδόσεις μας ἢ νὰ πολεμήση μέχρι τὸ τέλος. Φυσικὰ καὶ πρέπει νὰ πολεμήση, ἀλλὰ πῶς καὶ μὲ τὴν βοήθεια ποιοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Κυρίου; 

Οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερα δὲν εἶναι ἱκανοποιημένοι μὲ τὰ μέσα τῆς  σωτηρίας ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος καὶ προσπαθοῦν νὰ ἐφεύρουν καινούριους καὶ πιὸ βολικοὺς τρόπους. Ἀντὶ νὰ ἀποδέχωνται αὐτὸ ποὺ ἔχει κάνει γι’ αὐτοὺς ὁ Κύριος, λένε στὸν Θεὸ τί θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε κάνει, καὶ μάλιστα προσπαθοῦν νὰ κάνουν τὴν δουλειὰ τοῦ Θεοῦ μὲ πολὺ καλύτερο τρόπο, ἔτσι νομίζουν, ἀπὸ ὅ,τι θὰἔκανε ὁ Θεός» (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 130-131).

Ὁ Ρωμανίδης ἦταν πράγματι ἕνας ἄξιος μαθητής τοῦ μεγάλου Φλωρόφσκι πού συνέχισε τό ἔργο του, γι’ αὐτό καί αὐτός ἔγινε μεγάλος καί ἄξιος θεολόγος. Αὐτό τό ἀπέδειξε καί στήν πράξη, γιατί ὅταν οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπέλυσαν ἀπό καθηγητή τόν Φλωρόφσκι, τότε ὁ Ρωμανίδης διαμαρτυρόμενος παραιτήθηκε καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν θέση τοῦ καθηγητοῦ, πράγμα πού τοῦ κόστισε ἀκόμη καί οἰκονομικά (Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 152). Ὁ ἴδιος σέ μιά ἐπιστολή του γράφει: «Ἀπό τήν ἀρχή-ἀρχή τῆς σταδιοδρομίας μου ἔχω ταυτισθῆ μέ τόν Φλωρόφσκι» (π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 127).

Τελικά, ἔχουν καί οἱ δύο μιά ἀντίστροφη πορεία μέ τήν ἰδία ἀντίδραση. Ὁ Φλωρόφσκι ξεκίνησε ἀπό τήν Ἀνατολή, ἀπό τήν Ὀδησσό, μέ βάση τήν θεολογία πού γνώρισε στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀντέδρασε στήν ρωσική θεολογία πού συνάντησε στό Παρίσι, καθώς ἐπίσης προσπάθησε νά μεταφέρη τήν Ὀρθό­δοξη θεολογία στήν Δύση. Ἀντίθετα, ὁ Ρωμανίδης ξεκίνησε ἀπό τήν Δύση-Ἀμερική μέ τίς γερές θεολογικές σπουδές πού ἔκανε καί τήν ἡσυχα­στική παράδοση τῆς μητέρας του καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἰδικότερα τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστῆ, γιά νά μεταβῆ στό Παρίσι καί τήν Ἑλλάδα καί νά ἀντιδράση στήν δυτική θεολογία πού συνάντησε ἐδῶ στήν Ἀνατολή.

Ἦταν πράγματι δύο Ὀρθόδοξοι μεγάλοι καί παγκόσμιοι θεολόγοι, πού ἐξέφρασαν τήν ἀληθινή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.–

 

Οἱ Καππαδόκες Πατέρες κατά τόν Καππαδόκη π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Εἰσήγηση στό Η΄ Θεολογικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου

Ἡ Καππαδοκία εἶναι ἀπό τίς μεγαλύτερες περιοχές τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού κατ’ ἀρχάς συνόρευε πρός βορρᾶ μέ τόν Εὔξεινο Πόντο, πρός ἀνατολάς μέ τόν Εὐφράτη ποταμό, πρός νότο μέ τό ὄρος Ταῦρος καί πρός δυσμάς μέ τόν Ἄλυ ποταμό. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀπό τόν 1ο αἰώνα μ.Χ., ἡ Καππαδοκία ἐξελληνίσθηκε, οἱ κάτοικοί της ἔγιναν Ρωμαῖοι πολίτες, καί ἀργότερα ἐκχριστιανίσθηκε. Τόν 3ο ἕως τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. στήν Καππαδοκία ἀκμάζει ἡ παιδεία καί ἡ φιλολογία.

Τότε διακρίθηκαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νεοκαισαρείας, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Αὐτοί ὀνομάσθηκαν Καππαδόκες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν μιά ἰδιαίτερη ὁμάδα, πού συνετέλεσαν στήν ὁρολογία τοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος, ἰδίως κατά τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, καθώς, ἐπίσης, ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στίς ἐξελίξεις στούς ἑπόμενους αἰῶνες. Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι σέ ὅλους τούς μετέπειτα χρόνους, μέχρι τόν 14ο αἰώνα, ἡ θεολογία ἐπηρεάσθηκε ἀπό τήν θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, τότε ἀντιλαμβάνεται τήν μεγάλη σημασία τῶν βασικῶν ἐκφραστῶν αὐτῆς τῆς θεολογίας.

Ἔχει γραφῆ χαρακτηριστικά ὅτι «ἤρκησεν ἥμισυς αἰών διά τήν ἀνάδειξιν εἰς τόν χῶρον ἐκεῖνον ἀνδρῶν τῶν ὁποίων ἡ ἀξία πληρώνει ὁλοκλήρους χιλιετίας» (Παναγ. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμος Δ΄, περίοδος θεολογικῆς ἀκμῆς Δ΄ καί Ε΄ αἰῶνες, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Ἐκδοτικός Οἶκος Κυρυμάνος, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 18).

Τό θέμα μου γιά τούς Καππαδόκες Πατέρες -πού θά εἶναι ἕνα μόνο μέρος τῆς θεολογίας τους- θά τό ἀναπτύξω μέ βάση τήν ἑρμηνευτική παράδοση τοῦ Καππαδόκου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος ἐκαυχᾶτο γιά τήν Καππαδοκική του καταγωγή. Οἱ γονεῖς του προέρχονταν ἀπό τήν Ἀραβησσό, καί ὁ ἴδιος ἐκαυχᾶτο γιά τήν Ρωμαίϊκη καταγωγή του, γιά τήν παράδοση τῆς Καππαδοκίας πού βρῆκε στό σπίτι του, κυρίως ἀπό τήν μητέρα του Εὐλαμπία, καί τόν ἐπηρεασμό πού δέχθηκε ἀπό τούς προγόνους του Καππαδόκες Πατέρες. Ἡ ὅλη του θεολογία, πού εἶναι ρωμαλέα καί ὀρθόδοξη, εἶναι ἀπόρροια τῆς θεολογίας τῶν θεολόγων Καππαδοκῶν Πατέρων, ὅπως τήν ἑρμηνεύει ὁ ἴδιος στήν ἐποχή μας, γι’ αὐτό εἶναι δυναμική καί ὀρθόδοξη.

Κατ’ ἀρχάς νά σημειωθῆ ὅτι ἀπό φοιτητής εἶχα ἀρχίσει τήν πατερική μου παιδεία ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὅταν διάβασα ὅλα τά ἐκδοθέντα κείμενά του. Στήν συνέχεια προχώρησα στόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης καί εἰσῆλθα μέσα στήν θεολογική τους προοπτική. Ὅταν ἀργότερα συνάντησα τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, διεπίστωσα ὅτι ἐξέφραζε αὐτήν τήν Καππαδοκική παράδοση, ἀφοῦ εἶχε ξεκινήσει τίς ὀρθόδοξες μελέτες του ἀπό τούς Ἀποστολικούς Πατέρες καί στήν συνέχεια πέρασε στούς Καππαδόκες Πατέρες, τῶν ὁποίων τήν παράδοση συνάντησε μέσα στό σπίτι του, ἐπειδή οἱ γονεῖς του ἦταν πρόσφυγες ἀπό τήν Καππαδοκία.

Στήν συνέχεια θά τονίσω μερικά σημεῖα τῆς καππαδοκικῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ὅπως τήν ἐξέφραζε μέ δυναμικότητα ὁ Καππαδόκης π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

1. Παράδεισος καί Κόλαση

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύοντας τό ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» γράφει ὅτι αὐτό πραγματοποιήθηκε στούς τρεῖς παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός, ὁπότε ἔκαιε καί ἔξω ἀπό αὐτήν καί ἐδρόσιζε τούς παῖδες πού ἦταν μέσα στήν κάμινο τοῦ πυρός. Καί στήν συνέχεια γράφει ὅτι ἡ φωνή τοῦ Κυρίου διακόπτει τήν φλόγα τοῦ πυρός «μερίζοντος, ὡς ἀλαμπές μέν εἶναι τό πῦρ τῆς κολάσεως, ἄκαυστον δέ τό φῶς τῆς ἀναπαύσεως ἀπομεῖναι» (Μεγάλου Βασιλείου ἔργα 5, ΕΠΕ σελ. 120-122).

Ἐπομένως, τό πῦρ τῆς Κολάσεως εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού θά εἶναι ἀλαμπής, καί τό φῶς τῶν δικαίων θά εἶναι ἄκτιστο καί θά φωτίζη τούς δικαίους χωρίς νά τούς καίη. Αὐτό εἶναι ἀνάλογο μέ τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐκφράζει τήν ἴδια παράδοση, ὅταν γράφη ὅτι ἡ μέλλουσα ζωή εἶναι «φῶς τοῖς κεκαθαρμένοις τήν διάνοιαν» καί αὐτό ὀνομάζουμε Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καί αὐτή ἡ ἴδια εἶναι σκότος «τοῖς τυφλώττουσι τό ἡγεμονικόν», πού εἶναι ἀλλοτρίωση τοῦ Θεοῦ «κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας» (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔργα 4, ΕΠΕ, σελ. 376). Γι’ αὐτό ἀλλοῦ γράφει: «Ὤ Τριάς ἡ πᾶσί ποτε γνωσθησομένη, τοῖς μέν τῇ ἐλλάμψει, τοῖς δέ τῇ κολάσει» (Γρηγορίου Θεολόγου, ἔργα 1, ΕΠΕ, σελ. 380).

Αὐτήν τήν διδασκαλία ἐξέφραζε ὁ Καππαδόκης π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Λίγο πρίν τήν ἐκλογή μου σέ Μητροπολίτη μοῦ ἀνέλυσε ὅτι ἡ βάση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι ἡ διδασκαλία περί Παραδείσου καί Κολάσεως, κατά τούς Πατέρες, γιατί ὅταν κανείς τό καταλάβη αὐτό, τότε θά ἐννοήση ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση δέν ὑπάρχουν ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ὁ ἀκάθαρτος ὡς πρός τά πάθη θά συναντήση τόν Θεό ὡς πῦρ καταναλίσκον, πού εἶναι ἡ Κόλαση, καί ὁ κεκαθαρμένος ἀπό τά πάθη θά δῆ τόν Θεό ὡς Φῶς, πού εἶναι ὁ Παράδεισος, τότε θά καταλάβη ὅτι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.

Τό θέμα τοῦ Παραδείσου καί τῆς Κολάσεως ἀναλύει, μεταξύ τῶν ἄλλων, σέ ὁμιλία του τήν ὁποία ἔκανε τήν 30ή Ἰανουαρίου 1971, κατά τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στήν μεγάλη αἴθουσα τελετῶν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἔτσι, σέ εἰδική ἑνότητα αὐτῆς τῆς ὁμιλίας ἀναλύει γιά τόν Παράδεισο, τήν Κόλαση καί τήν ἀποφατική θεολογία βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν σέ ἀντίθεση μέ τήν διδασκαλία τῶν Φραγκολατίνων θεολόγων.

Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει ὅτι «ἡ Ἁγία Γραφή ἀποδίδει καί ὀνόματα ἀντιθέσεων στόν Θεό διά νά τονίση ὄχι ὅτι πράγματι ὑπάρχουν ἀντιθέσεις ἐν τῷ Θεῷ, ἀλλ’ ὅτι ὁ Θεός ὑπερβαίνει ὅλας τάς κατηγορίας τοῦ κόσμου καί τῆς φυσικῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας, τῆς αἰσθητῆς καί τῆς λογικῆς. Οὕτως ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν ὀνομάζεται μέ τάς ἀντιθέσεις φῶς-γνόφος καί πῦρ-σκότος ὡς καί μέ τά παράλληλα δόξα-νεφέλη καί ἀστραπή-καπνός. Οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ βλέπουν τόν Θεό ἐν τῷ φωτί-γνόφῳ ἤ ἐν δόξῃ-νεφέλῃ, ἐνῶ οἱ ἰδιοτελεῖς βλέπουν τόν Θεόν Κριτήν, ὡς ἀστραπήν-καπνόν ἤ πῦρ-σκότος» (Ἰωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, ἐκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 96-99).

Πράγματι, ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση δέν ὑφίστανται ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ ἀθεράπευτος ἄνθρωπος μετέχει τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ, ἐνῶ ὁ θεραπευμένος μετέχει τοῦ Θεοῦ ὡς φῶς. Αὐτήν τήν διδασκαλία ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης προσέλαβε ἀπό τούς Καππαδόκες Πατέρες.

2. Ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου

Ὅταν δῆ κανείς ὅτι ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός εἶναι φῶς καί σκότος, τότε τίθεται τό θέμα τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι τό θέμα τῆς θεραπείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ ἐξιλέωση τῆς θείας δικαιοσύνης, ὅπως φαίνεται στήν σχολαστική δυτική θεολογία.

Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεραπευτικό, ὅπως τό βλέπουμε καθαρά σέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί τήν πατερική παράδοση, δηλαδή θεραπεύει τήν ἰδιοτελῆ ἀγάπη καί τήν μετατρέπει σέ ἀνιδιοτελῆ. Ὅταν ἡ παρά φύσιν κίνηση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πορευθῆ στό κατά φύσιν καί ὑπέρ φύσιν, τότε ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ἀσκητική καί μυστηριακή ζωή.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συνδέει ἀναπόσπαστα τό ἔργο τῆς ἱερωσύνης μέ τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Συγκεκριμένα, στόν λόγο του «ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς ἕνεκεν, καί αὖθις ἐπανόδου ἐκεῖθεν, καί μετά τήν τοῦ Πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ἐν ᾧ τί τό τῆς ἱερωσύνης ἐπάγγελμα», ἀναφέρεται διεξοδικῶς στό ὅτι τό ἔργο τῶν Κληρικῶν καί τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἡ θεραπεία τῶν ἀνθρώπων, καί ἐπικαλεῖται μαρτυρίες μέσα ἀπό τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅλος ὁ λόγος αὐτός εἶναι ἕνας ὕμνος γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ θεραπευτής καί ὁ Κληρικός, ἰδίως ὁ Ἐπίσκοπος, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ.

Σέ κάποιο σημεῖο τῆς ὁμιλίας του βλέπει τήν διαφορά μεταξύ σωματικῆς ἰατρείας καί πνευματικῆς θεραπείας καί γράφει: «Ἡμῖν δέ περί τόν κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον ἡ πᾶσα θεραπεία τε καί σπουδή, καί πρός τόν ἔνδοθεν ἡμῖν ἀντιπολεμοῦντα καί ἀντιπαλαίοντα ἡ μάχη, ὅς ἡμῖν αὐτοῖς ὅπλοις καθ’ ἡμῶν χρώμενος, τό δεινότατον, τῷ τῆς ἁμαρτίας θανάτῳ δίδωσι» (Γρηγορίου Θεολόγου ἔργα 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 100). Στήν συνέχεια γράφει ὅτι αὐτῆς τῆς θεραπείας οἱ Κληρικοί εἶναι ὑπηρέτες καί συνεργοί: «Ταύτης ἡμεῖς τῆς θεραπείας ὑπηρέται καί συνεργοί, ὅσοι τῶν ἄλλων προκαθοριζόμεθα• οἷς μέγα μέν τό τά ἴδια πάθη καί ἀῤῥωστήματα καί γινώσκειν καί θεραπεύειν... πολλῷ δέ μεῖζον τό τά τῶν ἄλλων ἰᾶσθαι δύνασθαι καί ἀνακαθαίρειν ἐπιστημόνως, καί ὡς ἄν ἀμφοτέροις λυσιτελοίη, τοῖς τε τῆς θεραπείας χρήζουσι καί τοῖς ἰατρεύειν πεπιστευμένοις» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 106).

Ἐπίσης, ὅταν διαβάση κανείς τίς κανονικές ἐπιστολές τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἰδίως τήν ἐπιστολή πρός τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου, καταλαβαίνει τό θεραπευτικό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί τό θεραπευτικό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου καί τοῦ Ἱερέως. Τήν ἁμαρτία τήν θεωρεῖ ὡς «νόσημα» (Καν. ιδ΄) καί τήν μετάνοια ὡς θεραπεία, ὡς «ἴαμα», πού εἶναι «ἡ τῆς ἁμαρτίας ἀναχώρησις». Μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐγκράτεια «τελείαν ἡμῖν παρέξει τῆς ἰατρεύσεως αὐτοῦ τήν ἀπόδειξιν» (Καν. γ΄). Μάλιστα, καθορίζει καί τά στάδια θεραπείας τῶν μετανοούντων, πού εἶναι τῶν προσκλαιόντων, τῶν ἀκροωμένων, τῶν ὑποπιπτόντων, τῶν συνισταμένων καί τῶν κοινωνούντων» (Καν. νστ΄, νη΄), πού εἶναι στάδια θεραπείας.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, διαβάζοντας αὐτές τίς καππαδοκικές ἀναλύσεις, πού συντονίζονται μέ ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τόσο τήν βιβλική ὅσο καί τήν λατρευτική, ἔκανε λόγο γιά τήν ἁμαρτία ὡς ἀσθένεια καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή ὡς θεραπεία. Ὁ Χριστός εἶναι θεραπευτής, ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καί οἱ Κληρικοί ἀσκοῦν αὐτήν τήν «ἰατρικήν ἐν πνεύματι ἐπιστήμην», ὅπως διαλαμβάνει σαφέστατα ὁ 102ος ἱερός Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Δέν πρόκειται γιά μιά σύγχρονη διδασκαλία, πού προέρχεται ἀπό προτεσταντικές ὁμάδες τοῦ δυτικοῦ κόσμου οὔτε γιά μιά ἰδιορρυθμία τῆς «θεολογίας» τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ἀλλά εἶναι σημαντικό στοιχεῖο τῆς ὅλης παραδόσεώς μας.

3. Ἡ Ὀρθόδοξη ἡσυχία ὡς προϋπόθεση γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία

Ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχία, ἡ νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά δῆ τόν Θεό ὡς Φῶς καί ὄχι ὡς πῦρ.

Τά σχετικά μέ τήν Ὀρθόδοξη ἡσυχία ἔχουν ἀναπτυχθῆ ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί ἔχουν καταγραφῆ στό κείμενό του «ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων». Στό ἐκπληκτικό αὐτό κείμενο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μεταξύ ἄλλων, ἐπικαλεῖται τούς Καππαδόκες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρθησαν διεξοδικῶς στήν σημασία τῆς ἡσυχίας, ὡς προϋπόθεσης γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία.

Ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καθορίζει τί εἶναι ἡ ἡσυχία τοῦ νοῦ. Ἡ ἡσυχία εἶναι «ἀρχή καθάρσεως τῇ ψυχῇ». Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν συγκράτηση τῆς γλώσσης καί ὅλων τῶν αἰσθήσεων, τῶν ὀφθαλμῶν καί τῆς ἀκοῆς, πού ὅταν δέν λειτουργοῦν καλῶς, παραλύουν τήν ψυχή (Μ. Βασιλείου ἔργα 1, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 64).

Μέ τήν ἡσυχία ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος προηγουμένως διαχεόταν διά τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων στόν κόσμο, ἔρχεται στόν ἑαυτό του καί «δι’ ἑαυτοῦ πρός τήν περί Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει». Στήν συνέχεια «κἀκείνῳ τῷ κάλλει περιλαμπόμενός τε καί ἐλλαμπόμενος» λησμονεῖ καί τήν φύση του, δέν φροντίζει γιά ἄλλες μέριμνες, ἀλλά συγκεντρώνεται στήν ἀπόκτηση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Ἔνθ. ἀν. σελ. 64-66).

Στήν ἴδια ἐπιστολή ἀναφέρεται στό τί εἶναι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί πότε γίνεται ὁ ἄνθρωπος ναός τοῦ Θεοῦ. Γράφει: «Καί τοῦτό ἐστι τοῦ Θεοῦ ἐνοίκησις, τό διά τῆς μνήμης ἐνιδρυμένον ἔχειν ἐν ἑαυτῷ τόν Θεόν. Οὕτω γινόμεθα ναός τοῦ Θεοῦ, ὅταν μή φροντίσι γηΐναις τό συνεχές τῆς μνήμης διακόπτηται, ὅταν μή τοῖς ἀπροσδοκήτοις πάθεσιν ὁ νοῦς ἐκταράττηται, ἀλλά πάντα ἀποφυγών ὁ φιλόθεος ἐπί Θεόν ἀναχωρεῖ...» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 68).

Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ στά κείμενά του γιά τήν ἡσυχία ὡς προϋπόθεση τῆς θεοπτίας. Νά ἀναφερθῆ ἕνα χαρακτηριστικό χωρίο του: «Χρῆναί τι καί ἡσυχάζειν, ὥστε ἀθολώτως προσομιλεῖν τῷ Θεῷ καί μικρόν ἐπανάγειν τόν νοῦν ἀπό τῶν πλανωμένων» (Γρηγορίου Θεολόγου P.G. 35, 1237).

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἐμφορεῖτο πλούσια καί ἀπό αὐτήν τήν ἡσυχαστική παράδοση τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. Δέν χρειάσθηκε νά προστρέξη στόν Νεοπλατωνισμό ἤ τόν Ὠριγενισμό ἤ ἀκόμη καί σέ ἄλλες σύγχρονες τάσεις μυστικισμοῦ, ἀλλά συνάντησε ὅλη αὐτήν τήν παράδοση γιά τήν ἡσυχία, τήν συνέλιξη τοῦ νοῦ στήν καρδιά, ὡς προϋπόθεση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, στήν Καππαδοκική παράδοση καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν Νηπτικῶν Πατέρων, καί βεβαίως, καί τούς συγχρόνους ἡσυχαστές-νηπτικούς ἁγιορεῖτες καί ἀσκητές.

4. Κάθαρση, φωτισμός, θέωση

Στήν Βιβλικοπατερική παράδοση βλέπουμε ὅτι γίνεται συνεχής λόγος γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, πού εἶναι οἱ πνευματικοί βαθμοί τῆς θεραπείας καί τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Στήν πραγματικότητα ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καθαίρει, φωτίζει καί θεοποιεῖ τόν ἄνθρωπο, δηλαδή ὁ θεούμενος μετέχει τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Αὐτή εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς Ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς θεολογίας, ὅπως φαίνεται καθαρά στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄, 8), καί στήν Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, «ἐν ᾗ διά τῆς κατά πρᾶξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται».

Γιά τά θέματα αὐτά ὁμιλοῦσαν καί οἱ στωϊκοί καί οἱ νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, ἀλλά προσέδιδαν ἄλλην ἔννοια, ἀφοῦ γι’ αὐτούς κάθαρση εἶναι ἡ νέκρωση τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς καί ὄχι ἡ μεταμόρφωσή του, φωτισμός εἶναι ἡ γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων καί ὄχι ἡ μέθεξη τῆς φωτιστικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση γίνεται πολύς λόγος στά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καταγράφει τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό μέ «μαθηματικό» τρόπο, δηλαδή γνωρίζει σαφέστατα ὅτι ἡ θεολογία δέν εἶναι στοχασμός, ἀλλά πορεία καθάρσεως καί ἐλλάμψεως. Γράφει: «Οὗ γάρ φόβος, ἐντολῶν τήρησις∙ οὗ δέ ἐντολῶν τήρησις, σαρκός κάθαρσις τοῦ ἐπιπροσθοῦντος τῇ ψυχῇ νέφους, καί οὐκ ἐῶντος καθαρῶς ἰδεῖν τήν θείαν ἀκτίνα∙ οὗ δέ κάθαρσις, ἔλλαμψις∙ ἔλλαμψις δέ, πόθου πλήρωσις, τοῖς τῶν μεγίστων, ἤ τοῦ μεγίστου, ἤ ὑπέρ τό μέγα ἐφιεμένοις» (Γρ. Θεολόγου ἔργα 5, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 84). Καί καταλήγει: «Διά τοῦτο καθαρτέον ἑαυτόν πρῶτον, εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 86).

Κάνει δέ μιά ἐξαιρετική παρατήρηση ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος ἀπό τήν φύση Του εἶναι φοβερός σέ αὐτούς πού δέν εἶναι ἄξιοι, ἀλλά καί χωρητός σέ αὐτούς πού ἔχουν προετοιμασθῆ. «Ὁ γάρ αὐτός Λόγος, καί φοβερός τοῖς οὐκ ἀξίοις διά τήν φύσιν, καί χωρητός διά φιλανθρωπίαν τοῖς οὕτως ηὐτρεπισμένοις∙ ὅσοι τό ἀκάθαρτον καί ὑλικόν πνεῦμα τῶν ψυχῶν ἀπελάσαντες, καί τάς ἑαυτῶν ψυχάς τῇ ἐπιγνώσει σαρώσαντες καί κοσμήσαντες» ἀποφεύγουν τήν κακία, ἐργάζονται τήν ἀρετήν καί βάζουν μέσα τους «ὅλον τόν Χριστόν» (Ἔνθ. ἀν. σελ. 88).

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν καλός μελετητής τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων καί ἀφομοίωσε ἀποτελεσματικά αὐτήν τήν διδασκαλία, τήν ὁποία συνάντησε σέ ὅλη τήν πατερική καί νηπτική-φιλοκαλική παράδοση. Γι’ αὐτό ὁμιλοῦσε συνεχῶς γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, ὡς τίς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς θεραπείας καί τελειότητος. Ὁ Θεός εἶναι κάθαρση τῶν καθαιρομένων, ἔλλαμψη τῶν φωτιζομένων καί θέωση τῶν θεουμένων.

5. Ἡ θεολογία ὡς θεοπτία

Ἡ θεολογία εἶναι τό λέγειν περί τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ λόγος περί τοῦ Θεοῦ συνδέεται μέ τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας Του.

Στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ Προφῆτες λέγονταν ὁρῶντες, γιατί ἔβλεπαν τόν Κύριο τῆς δόξης, τόν Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο, καί στήν συνέχεια ὁμιλοῦσαν στόν λαό μέ τό «τάδε λέγει Κύριος». Καί στήν Καινή Διαθήκη οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ εἶδαν τήν δὀξα τοῦ Θεοῦ, μέ χαρακτηριστική περίπτωση τούς τρεῖς Μαθητές Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ καί οἱ δύο ἀπό αὐτούς τό κατέγραψαν στίς Ἐπιστολές τους. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι στοχασμός, ἀλλά ὅραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, θεοπτία, ἐμπειρία.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁρίζει τόν θεολόγο ὡς τόν ὁρῶντα τόν Θεό. Στήν ἀρχή τῶν θεολογικῶν του λόγων σαφῶς δίνει τόν ὁρισμό τοῦ θεολόγου. Γράφει: «Οὐ παντός, ὦ οὗτοι, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός∙ οὐχ οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον καί τῶν χαμαί ἐρχομένων. Προσθήσω δέ, οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν, οὐδέ πάντα, ἀλλ’ ἔστιν ὅτε, καί οἷς, καί ἐφ’ ὅσον. Οὐ πάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτερον» (Γρ. Θεολόγου ἔργα 4, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 14). Μάλιστα καταγράφει καί μιά θεοπτική ἐμπειρία πού φαίνεται ὅτι εἶναι δική του (Ἔνθ. ἀν. σελ. 34-36).

Τήν θεολογία ὡς ἐμπειρία τήν συναντᾶμε καί στήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἑρμηνεύοντας ὁ Μέγας Βασίλειος τόν ψαλμικό στίχο «Ἀγαλλιᾶσθε δίκαιοι ἐν Κυρίῳ τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις» γράφει: «Εἴ ποτε τῇ καρδίᾳ οἱονεί φῶς ἐμπεσόν, ἀθρόαν ἔννοιαν ἐνεποίησε, καί περιέλαμψέ σου τήν ψυχήν, ὥστε ἀγαπῆσαι μέν Θεόν, καταφρονῆσαι δέ τοῦ κόσμου καί τῶν σωματικῶν πάντων, ἐκ τῆς ἀμυδρᾶς ἐκείνης καί βραχείας εἰκόνος γνώρισον τήν ὅλην τῶν δικαίων κατάστασιν, ὁμαλῶς καί ἀδιακόπως τήν ἐπί Θεῷ εὐφροσύνην κατορθούντων» (Μ. Βασιλείου ἔργα 5, ΕΠΕ, σελ. 160-162).

Ἐπί πλέον πρέπει νά ἀναφερθῆ τό περίφημο ἔργο ἑνός ἄλλου Καππαδόκου Πατρός, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ὁ ὁποῖος παρακληθείς νά ἐκθέση τίς ἀπόψεις του γιά τήν τελειότητα καί τόν τέλειο βίο ἀναφέρθηκε στόν βίο τοῦ Μωϋσέως, τόν ὁποῖον παρουσίασε ὡς τόν τύπο τοῦ ἀληθοῦς θεολόγου. Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει ὅτι «ὄρος γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἄναντες καί δυσπρόσιτον ἡ θεολογία, ἧς μόλις ὁ πολύς λεώς τῆς ὑπωρείας φθάνει» (Γρηγορίου Νύσσης Ἔργα 9, ΕΠΕ, σελ. 254). Ὁ Μωϋσῆς προτρέπεται ἀπό τόν Θεό νά ἀνεβῆ στό ὄρος καί ἀφοῦ γνωρίση τά ἀπόρρητα, τά μεταδίδει στόν λαό (Ἔνθ. ἀν. σελ. 254).

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στίς ὁμιλίες του καί τά κείμενά του τόνιζε ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπόρροια τῆς θεοπτίας, καί θεολόγος εἶναι ὁ θεόπτης ἤ ἐκεῖνος πού ἀκολουθεῖ τούς θεόπτες. Αὐτή ἡ θέση εἶναι καθαρά πατερική, καί αὐτός ὡς Καππαδόκης τήν συνάντησε στούς Καππαδόκες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπανειλημμένως καί κατά κόρον ἀναφερόταν στούς Καππαδόκες Πατέρες, κυρίως στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, τούς ὁποίους εἶχε μελετήσει καλά καί τούς ἐξέφραζε μέ πιστότητα.

Συμπέρασμα

Οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἔθεσαν τά θεμέλια καί τίς βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἐπηρέασαν τούς ἑπομένους Πατέρες καί ὅλη τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Στήν πραγματικότητα ἐξέφρασαν στήν ἐποχή τους ὅλη τήν βιβλικοπατερική παράδοση πού εἶναι ἡ ταυτότητα ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.

Αὐτή ἡ παράδοση ἐνέπνευσε καί τόν Καππαδόκη π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος εἶναι πνευματικός ἀπόγονος τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, καί γι’ αὐτό ἡ θεολογία του εἶναι αὐθεντική καί σημαντική γιά τήν ἐποχή μας, ἀφοῦ ὑπάρχουν πολλές θεολογικές παραδόσεις, σάν μιά θεολογική Βαβυλωνία πού προκαλεῖ σύγχυση.

Ὁμιλία στὸ Πανεπιστήμιο Ἰασίου Ρουμανίας: Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁμιλία στὸ Πανεπιστήμιο Ἰασίου Ρουμανίας, τὴν 14-10-2011,

ἀπομαγνητοφωνημένη, προσαρμοσμένη στὸν γραπτὸ λόγο (βλ. τεύχ. 183).

Εὐχαριστῶ τὸν Μητροπολίτη Μολδαβίας, Μπουκοβίνας καὶ Ἀρχιεπίσκοπο Ἰασίου κ. Θεοφάνη, ἀγαπητὸ ἐν Χριστῷ ἀδελφό, τὸν ὁποῖο γνωρίζω ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν Μητροπολίτης Ὀλτένιας, γιατί μὲ κάλεσε νὰ ἔλθω στὸ Ἰάσιο καὶ νὰ φέρω τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, μεγάλου Ἀποστολικοῦ Πατρός, τὸ ὁποῖο φυλάσσεται σὲ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Μητροπόλεώς μου. Ἐκτιμῶ τὸ Σεβασμιώτατο γιὰ τὴν ὅλη παρουσία του μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν ἀγάπη του στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ ποίμνιό του, καὶ γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ποὺ τὸν διακρίνει.

Η Θεολογία τής Εκκλησίας, κατά τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη, Ὁμιλία στό Πανεπιστήμιο Ιασίου Ρουμανίας, 14-10-2011

Εἶναι ἡ τρίτη φορὰ ποὺ ἔρχομαι στὸ Ἰάσιο. Τὴν πρώτη φορὰ ἦλθα πρὶν ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια μὲ τὸν ἀείμνηστο Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρὸ Χριστόδουλο, στὴν Εἰρηνικὴ ἐπίσκεψή του στὴν Ρουμανία. Τὸν συνόδευσα τότε σὲ αὐτὸ τὸ ταξίδι του καὶ ἦλθα στὸ Ἰάσιο, ὅταν ἦταν Μητροπολίτης ὁ νὺν Πατριάρχης Ρουμανίας κ. Δανιήλ. Τότε γνώρισα ἐξωτερικὰ τὸ Ἰάσιο. Πέρυσι, ὅμως, ἦλθα μὲ μερικοὺς προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολή μου, γιὰ νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο ποὺ βάδισε καὶ τὰ μέρη ποὺ ἀσκήτευσε καὶ δίδαξε ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, γιατί τὸν ἀγαπῶ πάρα πολύ, ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ διάβασα καὶ περιγράφουν τὴν ζωή του καὶ τὸ ἔργο του. Ἦταν ἕνας ἡσυχαστὴς Πατέρες. Εἶχα δὲ μιὰ πολὺ θερμὴ συνάντηση μὲ τοὺς φοιτητὲς καὶ τοὺς νέους τῆς πόλεως. Καὶ φέτος μοῦ δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ γνωρίσω τὴν καρδιὰ τοῦ Ἰασίου καὶ τὴν εὐλάβεια τῶν κατοίκων του καὶ χαίρομαι πάρα πολὺ γιὰ αὐτό.

Ὁ Σεβασμιώτατος εἶπε γιὰ τὸν π. Ζαχαρία ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας, ὅτι πρὶν λίγες ἡμέρες μίλησε σὲ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν χῶρο. Χαίρομαι γιὰ αὐτό, γιατί πράγματι εἴμαστε πνευματικοὶ ἀδελφοί.

Ὅταν ἤμουν φοιτητὴς στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ καθηγητοῦ τῆς Πατρολογίας, ἀσχολήθηκα μὲ τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐντασσόμενος στὴν ὁμάδα τῶν εἰδικῶν ἐρευνητῶν ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τῶν ἔργων του. Ἤθελα, ὅμως, νὰ γνωρίσω ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ζοὺν τὴν ζωὴ ποὺ ζοῦσε καὶ δίδασκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἔλεγα ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει μιὰ τέτοια ὀρθόδοξη θεολογία, ἡ ὁποία πρέπει νὰ εἶναι ζωντανή. Ὅμως, ποὺ μπορῶ νὰ τὴν συναντήσω σήμερα;

Κι ἔτσι τὸ 1976 πῆγα γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Ἐssex γιὰ νὰ γνωρίσω τὸν Γέροντα Σωφρόνιο. Ἐκεῖ γνώρισα καὶ τὸν π. Ζαχαρία. Ἦταν τότε μοναχός, ἐγὼ ἤμουν κληρικός, ἀλλὰ ἀποκτήσαμε μιὰ πολὺ δυνατὴ πνευματικὴ φιλία μὲ τὶς ἐπανειλημμένες ἐπισκέψεις μου καὶ ἐξακολουθοῦμε νὰ ἔχουμε πολὺ δυνατοὺς δεσμούς. Μᾶς συνδέει ἡ ἴδια θεολογία καὶ κυρίως τὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ὅταν γνώρισα τὸν μακαριστὸ Γέροντα Σωφρόνιο διεπίστωσα ὅτι ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βιώνεται στὴν πράξη καὶ σήμερα.

Στὴν ὁμιλία μου αὐτὴ θὰ ἀναφερθῶ στὴν ἐμπειρικὴ θεολογία, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη.

Ὅπως ξέρουμε οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἡ θεολογία εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν πραγματικότητα ἡ θεολογία εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἁγίους. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος δίνει τὸν σαφέστατο ὁρισμὸ περὶ τοῦ θεολόγου, ποιός, δηλαδή, εἶναι ὁ θεολόγος στὴν Ἐκκλησία. Θεολόγοι, λέει, εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔφθασαν στὴν θέα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πρῶτα καθάρισαν τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους ἀπὸ τὰ πάθη ἢ τοὐλάχιστον αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι καθαρίζονται. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογία ὡς ἐμπειρία.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία ὑπάρχει καὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, ἡ θεολογία ὡς ἐπιστήμη. Πρόκειται γιὰ τοὺς θεολόγους ἐκείνους ποὺ μελετοῦν τὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴν τὴν θεολογία δὲν τὴν παραθεωροῦμε, γιατί μελετᾶ ὅλα τὰ ἱστορικὰ δεδομένα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὸν βίο τῶν ἁγίων καὶ βοηθᾶ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε ὅτι ἡ πραγματικὴ θεολογία εἶναι ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν καλλιτεχνία. Ὑπάρχει ἕνας πρωτότυπος καλλιτέχνης ποὺ ζωγραφίζει καὶ ἔρχονται μετὰ οἱ ἐπιστήμονες τῆς ἱστορίας τῆς τέχνης, οἱ ὁποῖοι ἀναλύουν τὴν τέχνη του.

Στὴν ὁμιλία μου θὰ τονίσω δύο σημεῖα, ἤτοι στὴν ἀρχὴ θὰ ἀναφέρω μερικὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ ἔπειτα θὰ παρουσιάσω μερικὰ σημεῖα ποὺ συνιστοῦν τὴν θεολογία τὴν ὁποία ἐκεῖνος δίδασκε.

1. Βασικὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ ταυτόχρονα μιλοῦσε καὶ γιὰ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία, δηλαδὴ συνέδεε τὴν καθηγητικὴ ἕδρα μὲ τὸ ἀσκητήριο. Δὲν τὸν εἶχα ποτὲ καθηγητὴ στὸ Πανεπιστήμιο, γιατί εἶχα τελειώσει, ὅταν ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ διδάσκη, ἀλλὰ τὸν γνώρισα κυρίως μετὰ τὴν συνταξιοδότησή του.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὅπως εἴδατε προηγουμένως στὸ βίντεο ποὺ προβλήθηκε, γεννήθηκε στὴν Ἑλλάδα, στὸν Πειραιᾶ, τὸ 1927, ἀπὸ γονεῖς πρόσφυγες ποὺ ἦλθαν στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν Καππαδοκία τοῦ Πόντου. Ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωάννης πρὸς τιμὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου.

Οἱ γονεῖς του Σάββας καὶ Εὐλαμπία ἦταν εὐσεβεῖς καὶ βίωναν στὴν ζωή τους τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Ἡ μητέρα του ἦταν μεγάλη ἀσκήτρια. Ἔκανε προσευχὴ ἀπὸ τὶς τρεὶς ἢ τέσσερεις ἡ ὥρα τὸ πρωΐ μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἄρχιζε τὴν ἐργασία της. Καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς της, ὅταν πέθανε ὁ ἄνδρας της, ἔγινε μοναχὴ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Σουρωτής. Ἔβλεπε ἀγγέλους καὶ ἁγίους. Ὁ π. Παΐσιος ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε ἔλεγε ὅτι ἡ Εὐλαμπία ἔχει μιὰ μεγάλη πνευματικὴ τηλεόραση. Προγνώρισε τὸν θάνατό της, εἶχε ὁσιακὸ τέλος καὶ πέθανε μὲ προσευχή.

Ὅταν ὁ μικρὸς Ἰωάννης ἦταν δυόμισι μηνῶν, οἱ γονεῖς του ταξίδευσαν στὴν Ἀμερική, τὸν πῆραν μαζί τους, ὁπότε μεγάλωσε στὸ Μανχάταν τῆς Ν. Ὑόρκης. Ἦταν πολὺ ἔξυπνος καὶ σπούδασε σὲ ἕνα καθολικὸ γυμνάσιο καὶ ἐκεῖ διδάχθηκε τὴν θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ποὺ εἶναι μεγάλος πατέρας τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν-Παπικών. Στὴν συνέχεια, τελείωσε τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Holy Cross στὴν Βοστώνη. Ἔπειτα, σπούδασε γιὰ τέσσερα χρόνια στὴν προτεσταντικὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Yale. Δηλαδή, εἶχε μάθει τὴν διδασκαλία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καὶ στὴν συνέχεια, ἀπέρριψε τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη καὶ ἔμαθε τὴν βιβλικὴ μέθοδο ἐρεύνης τῆς Γραφῆς, ὅπως τὸ ἔκαναν οἱ Προτεστάντες βιβλικοὶ θεολόγοι. Στὴν συνέχεια, γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα παρακολουθοῦσε μαθήματα στὸ Πανεπιστήμιο Columbia τῆς Ν. Ὑόρκης, ὅπου γνώρισε τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, τὸν μεγαλύτερο θεολόγο τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, ὁ ὁποῖος τὸν βοήθησε νὰ δῆ τὰ πράγματα μὲ ἄλλη προοπτική.

Στὴν Ἀμερικὴ ὁ π. Ἰωάννης ἔβλεπε τοὺς μὲν Καθολικοὺς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν σχολαστικὴ θεολογία, ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν ἑνδέκατο καὶ δέκατο τρίτο αἰῶνα καὶ μετὰ γνώρισε τοὺς Προτεστάντες ποὺ ἐρευνοῦσαν ἐπιστημονικὰ τὴν Ἁγία Γραφή. Μὲ τὴν ἐξυπνάδα ποὺ τὸν διέκρινε, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι προσπάθησε νὰ δῆ τὴν γέφυρα ποὺ ἑνώνει τοὺς Ἀποστόλους μὲ τοὺς Πατέρες κι αὐτοὶ εἶναι οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες τοῦ 2ου αἰῶνος. Ἔτσι, διεπίστωσε ὅτι οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶναι συνέχεια τῶν Ἀποστόλων καὶ ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ τῆς διδασκαλίας τους μὲ τὶς ἀπόψεις τοῦ Αὐγουστίνου Ἐπισκόπου Ἰππῶνος, τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ἔτσι, τὴν περιόδο ἐκείνη ἐνδιέτριψε κυρίως στὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων.

Mετὰ σπούδασε στὴν ρωσικὴ θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου τῆς Ν. Ὑόρκης. Αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ συνδεθῇ πολὺ στενὰ μὲ τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι τὸν ὁποῖο εἶχε καθηγητή. Αὐτὸν τὸν καιρὸ ἑτοιμάζω ἕνα βιβλίο, τὸ ὁποῖο θὰ ἐκδοθῇ σύντομα, στὸ ὁποῖο δημοσιεύω 26 ἐπιστολὲς τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη πρὸς τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι θεωρεῖ ὡς καλύτερο μαθητή του τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη κι ἔλεγε στοὺς φοιτητές του νὰ τὸν ἀκοῦνε στὰ δογματικὰ θέματα, γιατί ἔτσι θὰ γίνουν καλοὶ θεολόγοι καὶ θὰ σώσουν τὴν ψυχή τους, δηλαδὴ δὲν φθάνει νὰ μάθη κανεὶς τὰ δόγματα, ἀλλὰ νὰ σωθῇ.

Τὸ 1954, ἀφοῦ τελείωσε καὶ τὴν θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου πῆγε στὸ ρωσικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι. Παρέμεινε ἐκεῖ ἕνα χρονικὸ διάστημα καὶ ἑτοίμασε τέσσερεις μελέτες πάρα πολὺ σημαντικές, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν περίπου. Στὴν συνέχεια, πῆγε στὸ Μόναχο γιὰ νὰ γνωρίση καὶ τὴν γερμανικὴ θεολογία. Ἔπειτα, κατέβηκε στὴν Ἀθήνα, ἑτοίμασε τὴν διδακτορική του διατριβῆ μὲ τίτλο «Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα». Τὸ ἔτος 1957 κατέθεσε τὴν διατριβὴ τοῦ στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἡ διατριβὴ αὐτὴ δημιούργησε πάρα πολὺ μεγάλη συζήτηση καὶ ἔντονο διάλογο μεταξὺ τῶν καθηγητῶν, γιατί ἀνέτρεψε ὅλα τὰ θεολογικὰ δεδομένα ποὺ ὑπῆρχαν μέχρι τότε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν. Ὅλοι οἱ θεολόγοι ἔχουν ἀναγνωρίσει ὅτι αὐτὴ ἡ διδακτορικὴ διατριβὴ ἄλλαξε ὅλη τὴν θεολογικὴ ἀτμόσφαιρα στὸ Πανεπιστήμιο καὶ τὴν Ἑλλάδα. Ἀπὸ τότε ἡ θεολογία στὴν Ἑλλάδα, ποὺ μέχρι τότε ἦταν ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸ γερμανικὸ ἰδεαλισμό, στράφηκε πρὸς τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἔγκριση τῆς διδακτορικῆς τοῦ διατριβῆς (1957-1958) ἐπανῆλθε στὴν Ἀμερική, ἐγγράφηκε στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Harvard, καὶ ἐρευνοῦσε διάφορα θεολογικὰ θέματα, κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ποὺ ἦταν ἐκεῖ καθηγητής. Τὴν περίοδο ἐκείνη ἔγραψε διάφορες μελέτες, οἱ ὁποῖες εἶναι πάρα πολὺ σημαντικές. Συγχρόνως, δίδαξε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Holy Cross τῆς Βοστώνης μαζὶ μὲ τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι.

Τὸ 1969 ἐξελέγη καθηγητὴς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἀπὸ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε. Γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα δίδαξε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας, κοντὰ στὴν Τρίπολη στὸν Βόρειο Λίβανο. Καὶ ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ δίδαξα τρία χρόνια στὴν Σχολὴ αὐτή, διεπίστωσα ὅτι οἱ τότε φοιτητές του, σήμερα Ἐπίσκοποι, Κληρικοὶ καὶ Καθηγητές, ἔχουν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καὶ τὸν ἀγαποῦν πολύ.

Συνδεθήκαμε πάρα πολὺ στενὰ μαζί του καὶ μοῦ ζήτησε, μετὰ τὴν ἐκλογὴ μοῦ εἰς Ἐπίσκοπον, νὰ τὸν προσλάβω στὴν Ἱερὰ Μητρόπολή μου ὡς Ἱερέα, χωρὶς νὰ μισθοδοτῆται. Εἴκοσι μέρες πρὶν πεθάνει πῆγα νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ στὸ σπίτι ποὺ ἔμενε στὴν Ἀθήνα. –Δυστυχῶς, εἶχε μιὰ οἰκογενειακὴ περιπέτεια. Ἡ πρεσβυτέρα του τὸν ἐγκατέλειψε, ἀλλὰ ἐκεῖνος ζοῦσε ὡς κοσμοκαλόγηρος, ἀσχολούμενος μὲ θεολογικὰ καὶ ἱστορικὰ θέματα καὶ προσευχόμενος.– Εἶδα ὅτι τὸ δωμάτιο στὸ ὁποῖο κοιμόταν ἦταν σκοτεινὸ καὶ εἶχε ἕνα μανουάλι μὲ κεριά. Σηκωνόταν δὲ τὴν νύκτα καὶ προσεύχονταν μὲ κεριὰ ἀναμμένα, ὅπως ἔκανε ἡ εὐλαβὴς καὶ ἀσκήτρια μητέρα του.

Θυμᾶμαι ὅτι στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του εἶχε ἕνα πρόβλημα ὑγείας, εἰσήχθη στὴν ἐντατικὴ τοῦ νοσοκομείου καὶ πῆγα νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ. Τὸν εἶδα διασωληνωμένο καὶ τὸν ρώτησα: «π. Ἰωάννη τί λένε οἱ γιατροὶ γιὰ τὴν ὑγεία σας;». Μοῦ ἀπήντησε: «δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἡ ὑγεία μου, ἄλλα μὲ ἐνδιαφέρουν». Καὶ ἄρχισε νὰ μοῦ μιλάη θεολογικὰ καὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ ἀλλάξη ἡ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση στὴν Ἑλλάδα, νὰ γίνη ἀκόμη πιὸ πατερική. Αὐτὸ γιὰ μένα εἶναι σημαντικὸ γεγονός. Νὰ εἶναι κανεὶς βαρειὰ ἄρρωστος καὶ νὰ μὴ τὸν ἀπασχολῇ, ἀλλὰ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν θεολογία. Αὐτὸ συνιστᾶ τὴν λεγομένη ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, τὴν ἀφοβία πρὸ τοῦ θανάτου.

Αὐτὰ τὰ πολὺ γενικὰ εἶχα νὰ πὼ γιὰ τὴν βιογραφία του, γιατί ἔχουν πολὺ μεγάλη σημασία γιὰ τὴν θεολογία του.

2. Τὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας του

Πρὶν προχωρήσω στὴν ὑπογράμμιση τῶν δέκα βασικῶν σημείων τῆς διδασκαλίας του, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς πὼ ὅτι στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου τῆς Δογματικῆς του ἀναφέρεται στοὺς δογματικοὺς θεολόγους στὴν Ἑλλάδα. Μετὰ γράφει ὅτι μεταξὺ τῶν μὴ Ἑλλήνων δογματολόγων ὁ καλύτερος ὁδηγὸς στὴν πατερικὴ θεολογία εἶναι ὁ Ρῶσος πρεσβύτερος καθηγητὴς Γεώργιος Φλωρόφσκι καὶ ὁ ἀείμνηστος Ρουμάνος πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε. Γιατί; Διότι κατάλαβε ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο θεολόγοι συνδέουν τὴν θεολογία μὲ τὴν ἐμπειρία καὶ βεβαίως μὲ τὴν προσευχή. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Δὲν πρόλαβε νὰ ὁλοκληρώση τὴν Δογματική του, ἀλλὰ προσπάθησα νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ἐνδεχομένως ἐκεῖνος θὰ ἤθελε νὰ κάνη. Βρῆκα πολλὲς κασέτες μὲ προφορικὲς ὁμιλίες του στὸ Πανεπιστήμιο καὶ ἀλλοῦ. Τὶς ἀπομαγνητοφώνησα –τέσσερεις τόμους, περίπου 2.000 σελίδες. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆρα τὰ κομμάτια ποὺ ἤθελα καὶ συνέθεσα τὴν Ἐμπειρικὴ Δογματική, παρουσίασα τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι. Τὰ δόγματα εἶναι καρπὸς τῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων καὶ ἐμεῖς τὰ χρησιμοποιοῦμε ὡς φάρμακα γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι καὶ ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης ἔλεγαν ὅτι τὰ δόγματα ὁμοιάζουν μὲ τὰ κάρβουνα, τὰ ὁποία ὅταν τὰ ἀνάβουμε θερμαίνουν καὶ φωτίζουν, ὅταν εἶναι σβηστὰ εἶναι μαῦρα καὶ δὲν θερμαίνουν. Ἔτσι γίνεται μὲ τὰ δόγματα, δηλαδὴ πρέπει νὰ συνδέωνται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ὄχι νὰ παραμένουν στὶς βιβλιοθῆκες καὶ τὰ εἰκονοστάσια. Ἀκόμη, τὰ δόγματα πρέπει νὰ εἶναι φάρμακα, νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν προσευχὴ καὶ στὴν θέα τοῦ Θεοῦ. Δόγματα χωρὶς προσευχὴ εἶναι ἁπλῶς κάρβουνα μαῦρα καὶ φάρμακα ποὺ παραμένουν στὰ ράφια τῶν φαρμακείων.

Θὰ σᾶς πὼ μὲ πολλὴ συντομία δέκα κεντρικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ποὺ εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.

1. Ὁ ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ

Ὁ Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Ἀποκαλύψεως, δηλαδὴ ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν καὶ ὄχι ὁ Θεὸς τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν στοχαστῶν. Ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε τὸν ἑαυτό Του στοὺς ἁγίους. Αὐτὴ ἡ Ἀποκάλυψη λέγεται θεωρία τοῦ Θεοῦ, θεοπτία. Οἱ ἅγιοι βλέπουν τὸν Θεὸ στὸ Φώς, ὅπως οἱ τρεὶς Μαθητὲς πάνω στὸ ὅρος Θαβὼρ εἶδαν τὸν Χριστὸ στὸ Φώς. Καὶ ὄχι μόνο βλέπουν τὸ Φώς, ἀλλὰ ζοὺν μέσα στὸ Φώς. Τότε αὐτὸς ὁ θεούμενος δὲν ἔχει νοήματα, σκέψεις. Εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς σκέψεις καὶ πάνω ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις. Τότε ἀκούει ἄρρητα-ἄκτιστα ρήματα, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἄκτιστο σημαίνει κάτι ποὺ δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ δὲν ἔχει τέλος καὶ δὲν ἔχει καμμιὰ ὁμοιότητα μὲ τὸ κτιστό.

Στὴν συνέχεια αὐτὴν τὴν ἐμπειρία ὁ Προφήτης, ὁ ἅγιος, τὴν καταγράφει μὲ κτιστὰ ρήματα, νοήματα καὶ εἰκονίσματα. Ἔτσι γίνονται τὰ δόγματα, ἀφ' ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ καθοδηγήσουν οἱ Πατέρες τοὺς πιστούς, ἀφ ἑτέρου γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς αἱρετικούς.

2. ΤΟ ΤΡΙΛΑΜΠΕΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ

Ὁ Θεός, ὅταν ἀποκαλύπτεται μέσα στὸ Φῶς, εἶναι Φῶς τριλαμπές, εἶναι τρία Φῶτα καὶ ἔχουν μία λάμψη καὶ ἑνότητα μεταξύ τους. Κάποτε ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος ρώτησε τὸν Χριστό: «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν». Ὁ Χριστὸς εἶπε: «τοσοῦτον χρόνον μεθ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκὰς με, Φίλιππε; ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τὼ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστι;» (Ἰω. ἰδ', 8-10). Δηλαδή, οἱ ἅγιοι στὸν Χριστὸ βλέπουν τὸν Πατέρα καὶ αὐτὸ γίνεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.

Πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ ὅτι οἱ θεόπτες ἅγιοι δὲν βλέπουν τὸ Φῶς ἔξω ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ μετέχουν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Καταλαβαίνουν ὅμως καὶ βιώνουν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ δοὺν τὴν πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται αὐτὸ τὸ Φώς. Ἔτσι ὀνόμασαν αὐτὸ ποὺ βλέπουν ἐνέργεια κι αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπουν οὐσία. Καὶ εἶπαν μετέχουμε τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν μετέχουμε τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Τὸ ὅτι λέμε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει οὐσία καὶ ἐνέργεια αὐτὸ δὲν τὸ κατάλαβαν οἱ Πατέρες ἀπὸ τὴν φιλοσοφία καὶ τὸν στοχασμό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία. Εἶναι ἐμπειρικὸ γεγονὸς καὶ ὄχι στοχασμός. Ἡ διατύπωση, ὅμως, γίνεται μὲ τὴν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς.

3. Ἡ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Ἡ Ἁγία Τριάδα, ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἐμφανίζεται καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὄχι μόνο στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅλες οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἐμφανίσεις τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, ποὺ λέγεται καὶ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος. Ἔχουμε λοιπὸν τὸν Ἄσαρκο Λόγο, ὁ ὁποῖος λέγεται Γιαχβέ, εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἀποκαλύπτεται, ὑπάρχει καὶ ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι κρυμμένος, ἀπόκρυφος καὶ ὑπάρχει καὶ τὸ Πνεῦμα Κυρίου. Ἔτσι, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι τριλαμπὴς θεότητα: Θεός, Γιαχβέ, Πνεῦμα Κυρίου.

Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Γιαχβὲ γίνεται ἄνθρωπος, σαρκώνεται καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν Πατέρα Τοῦ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καταγράφονται ἐμφανίσεις τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχουμε ἐμφανίσεις τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου. Στὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται λόγος γιὰ Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Διὰ τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουμε τὸν Πατέρα χωρὶς νὰ Τὸν βλέπουμε. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν τὸ Φώς, τὴν τριλαμπὴ θεότητα, διὰ τοῦ Φωτός, δηλαδὴ διὰ τοῦ Χριστοῦ βλέπουν τὸ Φώς, τὸν Πατέρα, χωρὶς νὰ Τὸν βλέπουν ὡς Πατέρα, καὶ Τὸν βλέπουν εὑρισκόμενοι ἐν τὼ Φωτί, δηλαδὴ ἐν τὼ Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ φράση εἶναι ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν τὸ Φώς, διὰ τοῦ Φωτός, ἐν τῷ Φωτί.

4. Ἡ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ὁ Πατὴρ διὰ τοῦ Λόγου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, τὸ τελειότερο δημιούργημά Του. Ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος, ὁ κόσμος καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτιστά. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα μετὰ τὴν δημιουργία τους εἶχαν ψυχὴ καὶ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶχαν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁμιλοῦσαν μὲ τὸν Θεὸ ποὺ σημαίνει εἶχαν σχέση μὲ τὸν Θεό, ζοῦσαν μέσα στὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὁ φυσιολογικὸς ἄνθρωπος, ὅπως δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει ψυχή, σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Δὲν εἶναι τρισύνθετος ὁ ἄνθρωπος, εἶναι δισύνθετος, ἀφοῦ ἔχει ψυχὴ καὶ σῶμα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Αὐτός, πάντως, εἶναι ὁ γνήσιος ἄνθρωπος, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ζὴ μέσα στὸ Φώς.

Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅτι οἱ Πατέρες μέσα ἀπὸ τὴν δική τους ἐμπειρία, ὅταν οἱ ἴδιοι ἔφθασαν στὴν θεοπτία, ἑρμήνευσαν τὸ πῶς ζοῦσε ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Καὶ πράγματι, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι τὸ πρῶτο ἀνδρόγυνο στὸν Παράδεισο, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ζοῦσαν ὡς ἄγγελοι.

5. Ἡ ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ

Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ νομικὴ πτώση, δὲν συνίσταται στὴν ἄρνηση μιᾶς ἐντολῆς, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀνυπακοὴ στὸν Θεὸ ἔχασε τὴν ἐμπειρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του λέει: «πάντες ἥμαρτον, καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρώμ. γ', 23). Δηλαδή, ἡ πτώση εἶναι ἀπώλεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τοῦ Φωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἄκτιστο Φώς. Αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος. Δηλαδή, μετὰ τὴν ἁμαρτία παρέμεινε ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἔχασαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἔχασαν τὴν ἐμπειρία τοῦ Φωτός. Αὐτὸ οὐσιαστικὰ εἶναι τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὁ πνευματικὸς θάνατος καὶ μετὰ ἀκολούθησε καὶ ὁ σωματικὸς θάνατος.

Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει δύο ἐνέργειες, τὴν λογικὴ ἐνέργεια καὶ τὴν νοερὰ ἐνέργεια, δηλαδὴ τὴν λογικὴ καὶ τὸν νοῦ. Οἱ Πρωτόπλαστοι μὲ τὴν νοερὰ ἐνέργεια ἔβλεπαν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ στὸν Παράδεισο καὶ μὲ τὴν λογικὴ ἐνέργεια εἶχαν ἐπικοινωνία μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν κόσμο. Μὲ τὴν πτώση σκοτίστηκε ἡ νοερὰ ἐνέργεια, ὄχι ὅμως ἡ λογικὴ ἐνέργεια, δηλαδὴ ἡ νοερὰ ἐνέργεια ἔχασε τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ δῆ τὸν Θεό, γιατί ὁ νοῦς σκοτίσθηκε.

Ἡ κληρονόμηση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος δὲν εἶναι ἡ κληρονόμηση τῆς ἐνοχῆς, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ἀλλὰ ἡ εἴσοδος μέσα στὸν ἄνθρωπο τῆς φθαρτότητας καὶ τῆς θνητότητας καὶ αὐτὸ μεταδίδεται στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν γέννηση νέων παιδιῶν. Οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀγωνίστηκαν μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ φωτίστηκε ὁ νοῦς τους, ἔφθασαν στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ, δηλαδὴ ἀπέκτησαν νοερὰ προσευχή, ὅπως τὸ βλέπουμε στὴν ἁγία Ἄννα τὴν μητέρα τοῦ Προφήτου Σαμουήλ, καὶ στοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαυΐδ, ἔφθασαν καὶ στὴν θέα τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, γιὰ αὐτὸ οἱ Προφῆτες λέγονταν «ὁρῶντες», «βλέποντες», ὅπως ὁ Προφήτης Σαμουήλ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ νικήσουν τὸν θάνατο, γιὰ αὐτὸ καὶ κατέβαιναν στὸν Ἅδη.

Τὸ πρόβλημα, λοιπόν, εἶναι τὸ πῶς θὰ φωτισθῇ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πῶς θὰ ξεχωρισθῇ ἀπὸ τὴν λογικὴ ἐνέργεια, γιατί ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἡ πτώση εἶναι ἡ ταύτιση τῆς λογικῆς μὲ τὴν νοερὰ ἐνέργεια. Ὁ Προφήτης Μωϋσὴς ἀνέβηκε πάνω στὸ ὅρος Σινᾶ καὶ εἶδε μὲ τὸν νοῦ τοῦ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔπειτα μὲ τὴν λογικὴ κατέγραψε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, τὴν ὁποία εἶχε, ἀλλὰ πῆγε ὅμως στὸν Ἅδη, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ νικήση τὸν θάνατο. Ἔτσι, τὸ ἄλλο πρόβλημα εἶναι πῶς ὁ ἄνθρωπος θὰ νικήση τὸν θάνατο.

6. Ἡ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του, προσέλαβε τὸ θνητὸ καὶ τὸ παθητὸ σῶμα γιὰ νὰ νικήση τὸν θάνατο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο, καὶ ἑπομένως νὰ ἐπαναφέρη τὸν ἄνθρωπο στὴν κατάσταση πρὸ τῆς πτώσεως καὶ νὰ τὸν ἀνεβάση ἀκόμη ψηλότερα. Ἔτσι, ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου ἔγινε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς δίδαξε μὲ παραβολές, ἔκανε θαύματα, ἀλλὰ μερικοὺς μαθητὲς ἀνέβασε στὸ ὅρος Θαβὼρ καὶ τοὺς ἔδειξε τὴν δόξα Του, τὸ Φῶς τῆς θεότητός Του. Ἤθελε, δηλαδή, νὰ μᾶς διδάξη ὅτι πρέπει νὰ ἀκοῦμε τὴν διδασκαλία Του, νὰ τὴν ἐφαρμόζουμε γιὰ νὰ γίνωνται θαύματα, ἀλλὰ ὁ ἀπώτερος σκοπὸς εἶναι νὰ ἀνεβοῦμε στὸ Ὅρος Θαβὼρ καὶ νὰ δοῦμε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ βαθύτερος σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, νὰ νικήσουμε τὸν πνευματικὸ θάνατο, δηλαδὴ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε καὶ τὸ σῶμα νὰ δοξασθῇ. Ἡ ὅραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ συνδέεται μὲ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.

7. Ἡ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐκκλησία ὑπῆρχε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀφοῦ οἱ Προφῆτες καὶ οἱ δίκαιοι εἶχαν κοινωνία μὲ τὸν ἄσαρκο Λόγο, ἔβλεπαν τὴν δόξα Του, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ ἦταν πνευματική. Μετὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ Ἐκκλησία γίνεται σαρκική, δηλαδὴ γίνεται Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματός Του. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ τότε ἔμαθαν ὅλη τὴν ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε ὅτι θὰ στείλη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ θὰ τοὺς διδάξη ὅλην τὴν ἀλήθεια (Ἰω. ἰστ',13). Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ποὺ ἔμαθαν οἱ Μαθητὲς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ. Πέρα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀλήθεια ὡς πρὸς τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ὁ ἄνθρωπος σώζεται στὴν Ἐκκλησία.

Ὁ Ἱερεύς, ὅταν τεμαχίζη τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ στὴν θεία Λειτουργία, λέει: «μελίζεται καὶ διαμερίζεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος». Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μεριζόταν ἀμερίστως ἐν μεριστοίς, ὅμως μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποῦ εἶναι πηγὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος, μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοίς, καὶ πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως ἐν πολλοῖς. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ «πᾶσα ἀλήθεια», πέρα ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἄλλη ἀλήθεια.

Μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὸ ἅγιο Χρῖσμα ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τί θὰ πῆ γίνεται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Θὰ πὴ ὅτι μέσα στὴν ὕπαρξή του ἐνεργοποιεῖται ἡ νοερὰ ἐνέργεια καὶ γίνεται ἀδιάλειπτη καρδιακὴ προσευχή. Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας ναὸς καὶ ὅπως ὁ ναὸς μέσα στὸ βάθος ἔχει τὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἔτσι καὶ μέσα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὸ ἅγιο Χρῖσμα, ὑπάρχει μία Ἁγία Τράπεζα κι ἐκεῖ γίνεται μία ἐσωτερικὴ ἀδιάλειπτη θεία Λειτουργία, ποὺ τελεῖ ὁ φωτισμένος νοῦς ὡς ἱερεὺς τῆς θείας Χάριτος. Ὁπότε, ὁ ἄνθρωπος ἐπανέρχεται στὴν προηγούμενη κατάσταση τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἀνεβαίνει ἀκόμη ψηλότερα, δηλαδὴ βιώνει τὰ ἔσχατα, τὸν Παράδεισο, τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τώρα, γιατί γίνεται μέσα του ἡ θεία Λειτουργία. Ὑπάρχει ἡ λογικὴ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ τὸ μυαλὸ καὶ ὑπάρχει ἡ νοερὰ καρδιακὴ προσευχὴ ποὺ γίνεται μέσα στὴν καρδιά.

Θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ νὰ φθάση κανεὶς στὴν κατάσταση νὰ ἔχη μέσα τοῦ ἐσωτερικὴ προσευχή, ἀγάπη καὶ ἔρωτα γιὰ τὸν Θεό. Γιὰ αὐτὸ τονίζουν πολλοὶ Πατέρες, καὶ τὸ τόνιζε πολὺ συχνὰ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὅτι τρεὶς εἶναι οἱ βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤτοι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ θέωση. Συμβαίνει ὅ,τι καὶ στὸν ὀρθόδοξο ναό, ὑπάρχει ὁ πρόναος (κάθαρση τῆς καρδιᾶς), ὁ κυρίως Ναὸς (φωτισμὸς τοῦ νοῦ), καὶ τὸ Ἱερὸ Βῆμα (θέωση).

Ἔλεγε ἀκόμη ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης –ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν ἀσκητικὸς θεολόγος– ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει δύο ὄψεις, τὴν θετικὴ καὶ τὴν ἀρνητική. Ἡ θετικὴ ὄψη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Χριστολογία, ἡ διδασκαλία γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ ἀρνητικὴ ὄψη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ δαιμονολογία, ἡ διδασκαλία γιὰ τὸν διάβολο καὶ πῶς θὰ τὸν νικήσουμε. Ὅσο κανεὶς μαθαίνει νὰ πολεμάη τὸν διάβολο, δηλαδὴ ὅσο γνωρίζει τὴν ἀρνητικὴ ὄψη τῆς Ἐκκλησίας, τόσο καὶ πιὸ πολὺ γνωρίζει τὴν θετικὴ ὄψη τῆς Ἐκκλησίας, τί εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὸ φαίνεται στὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Πρῶτα ἀποτασσόμαστε τὸν διάβολο, κατὰ τὴν κατήχηση, καὶ ἔπειτα βαπτιζόμαστε καὶ χριόμαστε καὶ γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος πρέπει στὴν ζωὴ τοῦ νὰ πολεμᾶ τὸν διάβολο κι ἔτσι γνωρίζει τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ξέρη κανεὶς ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο διὰ τῆς καρδιᾶς, ὁπότε ἡ μέθεξη τοῦ θείου Φωτὸς γίνεται διὰ τῆς συγκράσεως. Ὁ διάβολος εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ πολεμάει ἐξωτερικὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ αὐτὸ καὶ οἱ θεούμενοι γνωρίζουν τὸν διάβολο, διὰ τῆς συζυγίας, εἶναι ἔξω ἀπ' αὐτόν, ἐνῷ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν αἰσθάνονται στὴν καρδιὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ φωτίζεται ὅλη ἡ ὕπαρξή τους.

Ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ θεραπευθοῦμε, ποὺ σημαίνει νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ δούλου, στὴν κατάσταση τοῦ μισθωτοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ φθάσουμε στὴν υἱοθεσία, νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅτι αἵρεση εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς μεθόδου γιὰ νὰ φθάση κανεὶς στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ μέθοδος εἶναι ὁ ἱερὸς ἡσυχασμός. Δηλαδή, κάθε ἐπιστήμη ἔχει τὴν κατάλληλη μέθοδο. Ἂν δὲν ἀκολουθήση κανεὶς τὴν κατάλληλη μέθοδο δὲν μπορεῖ νὰ φθάση στὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἐπιθυμεῖ. Ἡ μέθοδος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ποὺ προσφέρει τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν θέωση. Ὅταν ἀρνῆται κανεὶς αὐτὴν τὴν μεθοδολογία, τότε στοχάζεται περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν στοχασμὸ ἀναμειγνύεται ἡ φαντασία, ὁπότε καταλήγει κανεὶς σὲ αἵρεση. Μάλιστα, ἔλεγε ὅτι οἱ ἄνθρωποι γίνονται αἱρετικοὶ ὅταν δὲν ὑπάρχουν Προφῆτες νὰ διδάξουν τὴν μέθοδο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.

8. Ἡ ΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

Ἡ ἐσχατολογικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἡ ζωὴ μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, ἀλλὰ ἡ ἐν Χριστῷ ζωῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἶναι ὁ συνδυασμὸς μεταξὺ Μυστηρίων καὶ ἀσκήσεως. Μερικοὶ λένε ὅτι θὰ ζήσουμε τὸ ἔσχατο μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι λάθος. Στὸ Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου λέγεται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ τὸ ἔσχατο, δηλαδὴ ὁ Χριστός, εἰσῆλθε μέσα στὴν Ἱστορία. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἰσῆλθε μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν Ἱστορία, ὁπότε οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ μεθέξουν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν οἱ ἅγιοι φθάνουν στὴν θεοπτία καὶ βλέπουν τὸν Θεό, τότε βιώνουν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔσχατο τὸ βλέπουν ἀπὸ τώρα, ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Αὐτὸ λέγεται πρώτη ἀνάσταση καὶ ἡ δεύτερη ἀνάσταση θὰ εἶναι μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος, κατὰ τὴν δευτέρα ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι βλέπουν τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς θεώσεως. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε στὴν δοξολογία: «ἐν τὼ φωτί σου ὀψόμεθα φώς». Ζοῦμε, δηλαδή, μέσα στὸ Φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν κάθαρση, τὸν φωτισμό, καὶ ἔτσι μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ Φώς.

9. Ὁ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ Ἡ ΚΟΛΑΣΗ

Ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση ὑπάρχουν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Θεοῦ. Δὲν δημιούργησε ὁ Θεὸς τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος βιώνει τὸν Θεὸ ὡς Παράδεισο καὶ Κόλαση. Ὁ Θεὸς εἶναι Φῶς καὶ φωτίζει ὅλον τὸν κόσμο. Τὸ κτιστὸ φῶς ἔχει δύο ἰδιότητες, ἤτοι φωτίζει καὶ καίει ἄλλοι φωτίζονται καὶ ἄλλοι καίγονται. Ἂν βάλουμε κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο ἕνα κερὶ καὶ λίγη λάσπη, τότε τὸ κερὶ θὰ ἀρχίση νὰ λιώνη καὶ ἡ λάσπη νὰ σκληρύνεται. Σὲ αὐτὸ εὐθύνεται ἡ οὐσία κάθε ὑλικοῦ ἀντικειμένου. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἄκτιστο Φῶς καὶ μερικοὶ μετέχουν τοῦ Φωτὸς καὶ φωτίζονται, διότι ἔχουν καθαρθῇ, καὶ ἄλλοι καίγονται, διότι δὲν εἶναι ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν τὸ Φώς. Ἂν κανεὶς δὲν ἔχη ὀφθαλμὸ νὰ δῆ τὸ Φώς, καίγεται ἀπὸ τὸ Φώς. Αὐτὸ εἶναι ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς πολλὲς φορὲς μιλῶντας γιὰ τὴν κόλαση, τὴν ἀπεκάλεσε σκότος καὶ ἄλλες φορὲς τὴν ἀπεκάλεσε πύρ. Ὅπου, ὅμως, ὑπάρχει ἡ φωτιά, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει σκοτάδι, ὅπου ὑπάρχει σκοτάδι δὲν ὑπάρχει φωτιά. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Κόλαση δὲν εἶναι οὔτε σκοτάδι οὔτε πύρ, ὅπως ἐμεῖς γνωρίζουμε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ πύρ, δὲν εἶναι κτιστὲς πραγματικότητες, ἀλλὰ ἄκτιστες. Ὁ Θεὸς θὰ ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ θὰ στέλνη τὴν ἄκτιστη Χάρη Τοῦ σὲ ὅλους. Ὅσοι θεραπεύθηκαν ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ ἀπέκτησαν τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη θὰ βλέπουν τὸν Θεὸ ὡς Φώς. Ὅσοι δὲν θεραπεύθηκαν, δὲν θὰ βλέπουν τὸν Θεὸ ὡς Φώς, ἀλλὰ ὡς πύρ. Γιὰ αὐτὸ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως εἶναι ἄκτιστο, δὲν εἶναι κτιστό, ὅπως δυστυχῶς διδάσκουν οἱ Δυτικοί.

Αὐτὸ τὸ παρουσιάζει πολὺ ὡραία ἡ ἁγιογραφία τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ βγαίνει τὸ Φῶς καὶ φωτίζει τοὺς ἁγίους καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ βγαίνει ὁ πύρινος ποταμὸς στὸν ὁποῖο βρίσκονται οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ σημαίνει ὅτι εἶναι ἄκτιστο αὐτὸ τὸ πῦρ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι Παράδεισος καὶ Κόλαση ὑπάρχει ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀγωνιζόμαστε νὰ θεραπευθοῦμε, ὥστε ὅταν θὰ δοῦμε τὸ Φῶς –γιατί ὅλοι θὰ δοὺν τὸν Θεὸ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ δίκαιοι– τότε ὁ Θεὸς νὰ γίνη Παράδεισος καὶ ὄχι Κόλαση. Αὐτὸ γίνεται καὶ τώρα μὲ τὴν θεία Κοινωνία. Ὅσοι προετοιμάζονται κατάλληλα αἰσθάνονται μέσα τους τὸ Φώς, ὅσοι δὲν προετοιμάζονται κατάλληλα, ἡ θεία Κοινωνία γίνεται φωτιά, εἰς κρῖμα καὶ εἰς κατάκριμα.

Οἱ ἅγιοι στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ἔχουν μία στασιμότητα, ὅπως ἔλεγε ὁ Πλάτων, δὲν θὰ ζοὺν στὴν εὐδαιμονία, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ἀλλὰ θὰ ἔχουν μία διαρκὴ πρόοδο. Θὰ ὑπάρχη μία ἀεικίνητη στάση, μία στάσιμη κίνηση, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἐνῷ οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ δὲν μετανόησαν θὰ ἀποκτήσουν πώρωση, καὶ δὲν ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐξέλιξη.

10. Ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του ἔγινε ἄνθρωπος καὶ εἰσῆλθε μέσα στὴν Ἱστορία. Ἡ Ἐκκλησία ἐργάζεται στὴν ἱστορία καὶ τὴν ἐξαγιάζει. Ἡ πραγματικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι οἱ βίοι τῶν ἁγίων. Ἡ Ἱστορία δὲν θὰ τελειώση ποτέ, ἀλλὰ θὰ μεταμορφωθῇ. Ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ λένε ὅτι μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θὰ σταματήση ἡ Ἱστορία. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι αὐτὸ εἶναι λάθος. Θὰ ὑπάρχη ἱστορία μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μὲ ἄλλη μορφή, μεταμορφωμένη. Ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων εἶναι Ἱστορία.

Οἱ ἅγιοι ἀπέκτησαν τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν συνέχεια χρησιμοποίησαν τὶς εἰκόνες καὶ τὶς λέξεις τοῦ περιβάλλοντος γιὰ νὰ τὴν ἐκφράσουν εἴτε μὲ ὅρους εἴτε μὲ τὴν ζωγραφικὴ εἴτε μὲ τὴν ποίηση. Προσέλαβαν στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ σκέψη, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ ἀπὸ τὸν Ρωμαϊκὸ πολιτισμό. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε μόνον γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν Ἀποκάλυψη καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ δημιουργήσουν θεολογία. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία δημιουργεῖ πολιτισμό, ἀλλὰ δὲν εἶναι πολιτισμός.

Ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ὀδηγήση τὸν ἄνθρωπο στὰ ἄκτιστα ρήματα, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἀνέβηκε μέχρι τὸν τρίτο οὐρανὸ καὶ ἄκουσε ἄρρητα ρήματα τὰ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ διατυπώση ὁ ἄνθρωπος. Ὅμως, αὐτὴ ἡ ἐμπειρία ἐκφράζεται, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, μὲ τὶς εἰκόνες, τὶς λέξεις καί, γενικά, τὰ στοιχεῖα τοῦ περιβάλλοντος. Στὴν πρώτη χιλιετία ὑπῆρχε μιὰ ἑνιαία παράδοση σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, μὲ μικρὲς διαφορές. Ἀλλὰ σιγά-σιγά δημιουργήθηκε ἡ σχολαστικὴ θεολογία στὴν Δύση, ἡ ὁποία ἔδωσε προτεραιότητα στὴν λογικὴ καὶ ὄχι στὸν νοῦ. Ἀρνήθηκαν τὴν μέθοδο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση, δηλαδὴ ἀρνήθηκαν τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμὸ καὶ τὴν θεοπτία καὶ περιορίστηκαν στὴν λογικὴ ἐπεξεργασία τῆς ἐννοίας περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἔφθασαν σὲ πολλὲς αἱρέσεις.

Μετὰ ἐμφανίσθηκαν οἱ Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριψαν τὴν σχολαστικὴ θεολογία καὶ κράτησαν τὸν ἠθικισμό. Ἔτσι, ἔχουμε ἀπὸ τὴν μία μεριὰ τὸν σχολαστικισμὸ τῶν Παπικῶν, ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν ἠθικισμὸ τῶν Προτεσταντῶν. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει τὸν ἡσυχασμό - τὴν νηπτικὴ παράδοση, ποὺ εἶναι ἡ μέθοδος γιὰ νὰ φθάση κανεὶς στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὅτι ἂν ἕνας φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς δὲν μάθη τὴν μέθοδο νὰ πραγματοποιῇ καλὲς χειρουργικὲς ἐπεμβάσεις, τότε θὰ σκοτώνη τοὺς ἀνθρώπους. Ὅπως ἐπίσης ὁ ἀστρονόμος πρέπει νὰ χρησιμοποιήση τὸ τηλεσκόπιο γιὰ νὰ δῆ τὰ ἀστέρια. Ἄν, ἀντὶ γιὰ τηλεσκόπιο, χρησιμοποιήση μικροσκόπιο, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχη τὸν στόχο του. Γιατί μὲ τὸ μικροσκόπιο πρέπει νὰ δῆ τὰ μικρόβια, ὄχι τὰ ἀστέρια, καὶ μὲ τὸ τηλεσκόπιο πρέπει νὰ δῆ τὰ ἀστέρια καὶ ὄχι τὰ μικρόβια. Ἄρα παίζει πολὺ μεγάλο ρόλο ἡ μέθοδος τὴν ὁποία θὰ χρησιμοποιήση κανεὶς γιὰ νὰ θεολογῆ.

Αὐτὰ εἶναι τὰ δέκα κεντρικὰ σημεῖα τῆς θεολογίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ποὺ δὲν εἶναι δική του διδασκαλία, ἀλλὰ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Συμπέρασμα

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικὸ Φῶς Αὐτὸς δημιούργησε τοὺς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι φῶτα ποὺ χορεύουν γύρω ἀπὸ τὸ μεγάλο Φῶς Αὐτὸς δημιούργησε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, καὶ ὅλον τὸν κόσμο ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν δημιουργία του ἔχει νοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο βλέπει τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ζοῦσε στὸν Παράδεισο μέσα στὸ ἄκτιστο Φῶς ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία ἔχασε τὴν κοινωνία τοῦ Φωτὸς καὶ ἔπεσε σὲ βαθὺ σκοτάδι, ἀμαυρώθηκε, σκοτίσθηκε τὸ κατ’ εἰκόνα μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἦλθε τὸ ἀληθινὸ Φῶς στὸν κόσμο οἱ ἄνθρωποι μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση καθαίρονται καὶ φωτίζονται γιὰ νὰ δοὺν τὸ θεῖο Φῶς ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ θεραπεύση τὸν ἄνθρωπο, ὥστε ὅταν δῆ τὸν Θεό, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία Του, νὰ τὸν δῆ ὡς Φῶς καὶ ὄχι ὡς πῦρ.

Ἑπομένως, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεολογία ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ Φῶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ κινῆται ἡ Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κάθε ἄλλη δογματικὴ εἶναι ἀκαδημαϊκή, στοχαστική, ξένη πρὸς τὴν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.

Γιὰ νὰ δῆ κανεὶς τὸ κτιστὸ φῶς τοῦ ἡλίου πρέπει νὰ ὑπάρχουν στὸν περιβάλλοντα κόσμο τὰ φωτόνια, ἀλλὰ καὶ νὰ διαθέτη ὑγιῆ ὀφθαλμό. Ἂν ὑπάρχουν φωτόνια, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος εἶναι τυφλός, καὶ ἂν ἔχη κανεὶς ὑγιῆ ὀφθαλμό, ἀλλὰ στὸν χῶρο δὲν ὑπάρχουν φωτόνια, τότε δὲν μπορεῖ νὰ δῆ τὸ φώς. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸ ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ Φῶς λάμπει σὲ ὅλη τὴν κτίση, ἀλλὰ χρειάζεται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποκτήσουμε ὑγιῆ ὀφθαλμὸ γιὰ νὰ δοῦμε τὸ ἄκτιστο Φώς, δηλαδὴ νὰ ἔχουμε καθαρὸ καὶ φωτισμένο νοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ βασικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ὁ φωτεινὸς νυμφῶνας τοῦ Χριστοῦ, ὡς σῶμα Του, στὸν ὁποῖο γιὰ νὰ ζὴ κανεὶς πρέπει νὰ διαθέτη ἔνδυμα γάμου, ἔνδυμα φωτός.

Αὐτὸ ψάλλουμε στὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος μετὰ τὴν ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου Χριστιανοῦ ἀπὸ τὴν ἱερὰ Κολυμβήθρα: «Χιτῶνὰ μοὶ παράσχου φωτεινὸν ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, πολυέλεε Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν». Ὁπότε, εἶναι ἐπίκαιρος ὁ ὕμνος: «Λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα καὶ σῶσον με».

Ὁ βαθὺς σκοπὸς τῆς ὑπάρξεώς μας εἶναι νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ὡς Φῶς καὶ νὰ ζοῦμε στὴν Οὐράνια Ἐκκλησία μέσα στὸ Φώς. Αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ αὐτὸ ἐπανελάμβανε ὁ π. Ἰωάνης Ρωμανίδης, ἀποφεύγοντας τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸν ἠθικισμό.

Εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἀκούσατε.–