Skip to main content

π. Ἰωάννης Ρωμανίδης

π. Ἰωάννης ΡωμανίδηςΔιαβάζοντας κανείς ἤ ἀκούγοντας τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη διαπίστωνε ὅτι ἐξέφραζε τήν θεολογία καί τήν ζωή τῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος, ἤτοι τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου, ὅπως τό βλέπουμε στά συγγράμματά τους καί στό Γεροντικό ἤ τόν Εὐεργετινό. Στήν πραγματικότητα ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶναι ἕνα «κομμάτι» τοῦ 4ου αἰῶνος πού ἔζησε τόν 20ό αἰώνα ἤ θά μποροῦσα νά πῶ καλύτερα, ἦταν ἕνας θεολόγος καί μάλιστα καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ 20οῦ αἰῶνος πού ὅμως μεταφέρθηκε στό πνεῦμα τῶν ἁγίων τοῦ 4ου αἰῶνος καί τό ἐξέφραζε.

[…]

Ὁ π. Ἰωάννης ὁμιλοῦσε ὡς καθηγητής τῆς δογματικῆς, ἀλλά καί ὡς ἀσκητής. Διαβάζοντας τόν λόγο του, ἀντιλαμβανόμουν ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε κάποια ἐμπειρία γύρω ἀπό τά πνευματικά θέματα, ἀλλά δέν εἶμαι σέ θέση νά διακριβώσω τό μέγεθος καί τόν βαθμό τῆς ἐμπειρίας του. Ἡ διδασκαλία του πού ἐκφράζει τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολύ ἁπλή. Ἀναφέρεται στήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν σωτηρία του, τήν ὅραση τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τήν ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας καί τήν μέθοδο γιά νά φθάση κανείς στήν πνευματική ἐμπειρία. Βλέπει κανείς ἕναν κύκλο, ὅπως τό συναντᾶμε καί στά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἐμπειρική Δογματική Τόμος Α΄

π. Ἰωάννης Ρωμανίδης - Ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς Θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς 'Eκκλησίας

Ἕνα χρόνο μετὰ τὴν κυκλοφορία τῶν δύο Τόμων τῆς Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς, κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεος συνεχίζει τὸ συγγραφικό του ἔργο μὲ τὸ νέο του βιβλίο ποὺ ἀναφέρεται καὶ πάλι στὸν κορυφαῖο δογματικὸ Θεολόγο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.

π. Ἰωάννης Ρωμανίδης Ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς Θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας

Στὴν πρώτη ἑνότητα δημοσιεύονται οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἔστειλε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης στὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Πρόκειται γιὰ ἄγνωστο καὶ πολὺ ἐνδιαφέρον ὑλικό. Μελετῶντας προσεκτικὰ ὁ ἀναγνώστης τὴν ἑνότητα αὐτὴ ποὺ παρουσιάζει τὴν ἐπικοινωνία καὶ τὴν σχέση μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων θεολόγων, ἀλλὰ καὶ τὴν δεύτερη ἑνότητα, ποὺ ἀναφέρεται στὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννη, θὰ διαπιστώση ὅτι ὁ π. Ἰωάννης δὲν ἦταν συνηθισμένη προσωπικότητα. Ἡ θεολογία ποὺ διατυπώνει δὲν εἶναι θεολογία δική του, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, ἀλλὰ ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ἐκφράζουν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

Μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ἐκτιμήσουμε τὸ ἐρευνητικὸ πνεῦμα, τὶς γνώσεις, τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τοῦ ἀποστολέα (Ρωμανίδη) πρὸς τὸν καθηγητή του (Φλωρόφσκι), μεγάλο θεολόγο τοῦ 20οῦ αἰῶνα, ὁ ὁποῖος θαύμαζε τὸ ἔργο τοῦ μαθητῆ τοῦ καὶ τὸν ἐκτιμοῦσε ὡς ὑπερασπιστὴ τῆς γνήσιας παραδόσεως καὶ διάδοχο τοῦ θεολογικοῦ του ἔργου.

Ὁ συγγραφέας μᾶς παρουσιάζει τὴν ὅλη θεολογικὴ διαδρομὴ ποὺ πέρασε στὴν ζωή του ὁ π. Ἰωάννης καὶ τὸ πῶς, γνωρίζοντας ἐπαρκῶς καὶ τὴν δυτικὴ θεολογία, ἔφθασε στὴν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Παρουσιάζει στὸν ἀναγνώστη τοὺς ἀγῶνες του μὲ ἄλλους θεολόγους, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ μὲ ἰδέες καὶ συστήματα τῆς ἐποχῆς του καὶ προβάλλει τὸ θεολογικό του ἔργο ποὺ εἶναι ἐνοποιητικό, πνευματικό, ἐκκλησιαστικό, ἐθνικό, καθὼς ἐπίσης τὴν ἐργογραφία του, καὶ τί εἶπαν καὶ ἔγραψαν ἄλλοι γιὰ τὴν προσωπικότητά του καὶ τὸ ἔργο του.

Ἡ δογματική του- ποὺ διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὶς προηγούμενες δογματικές- καὶ κατ’ ἐπέκταση ἡ διδασκαλία του εἶναι γνήσια, αὐθεντικὴ καὶ κατὰ πάντα ὀρθόδοξη. Ὁ π. Ἰωάννης, γνωρίζοντας ἄριστα τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶνα, ἀφιερώνοντας μάλιστα ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς τοῦ στὴν ἔρευνα ἐκκλησιαστικῶν καὶ πατερικῶν κειμένων, ἀκριβολογεῖ στὰ θέματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὰ κείμενά του χαρακτηρίζονται ἀπὸ ὑψηλὴ θεολογία. Πιστεύει καὶ ὁμολογεῖ ὅτι ὁ ὀρθολογισμὸς καὶ ὁ ἠθικισμὸς ταλαιπώρησαν καὶ ταλαιπωροῦν τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὄχι μόνον στὴν Δύση, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀνατολή. Ἔχοντας παραδοσιακὲς Καππαδοκικὲς καταβολὲς παραμένει πάντοτε ἀπόλυτος στὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μακρυὰ ἀπὸ τὸν στοχασμὸ καὶ τὴν φιλοσοφία καὶ καταλήγει σὲ ἀσφαλῆ συμπεράσματα.

Μὲ τὶς ἔρευνές του πάνω στὰ θεολογικὰ θέματα, τὶς μεταδιδακτορικὲς μελέτες τοῦ καὶ τὶς ἐμπειρίες ποὺ ἀπέκτησε, ἀκολουθῶντας πάντα τὴν πατερικὴ ὀρθόδοξη θεολογία, χωρὶς νὰ τὴν ἀλλοιώνη, ἀνοίγει νέους δρόμους στὴν δογματικὴ καὶ στὴν θεολογία. Παρουσίασε γραπτῶς καὶ προφορικῶς τὸν πυρῆνα τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ποὺ εἶναι ἡ μέθεξη τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ θεραπεύη καὶ νὰ θεώνη τὸν ἄνθρωπο.

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο τὸ ἔντονο ἐνδιαφέρον του στοὺς διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Γνώριζε ὅλα τὰ θεολογικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀπαντοῦσε σὲ αὐτὰ μὲ βάση τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας ἐπαρκεῖς γνώσεις, ἐπιστημονικὴ σκέψη, ἱκανὰ ἐπιχειρήματα καὶ ἐρευνητικὸ χάρισμα. Ἐντόπισε τὰ βασικὰ σημεῖα ἀπὸ τὰ ὁποία θὰ προέλθη ἡ ἑνότητα μεταξὺ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καὶ ἄλλων Ὁμολογιῶν. Ὁμιλοῦσε γιὰ τὸν Ἄσαρκο Λόγο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν Σεσαρκωμένο Λόγο στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἔκανε λόγο γιὰ τὴν ἀσκητικὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τοῦ δοξασμοῦ. Ἀπέδειξε ὅτι ἡ θεολογία εἶναι βίωμα καὶ πῶς ὅλη ἡ χριστιανικὴ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση εἶναι ἐμπειρική. Ἐξέφρασε, καὶ μάλιστα ἔντονα πολλὲς φορές, τὶς ἀνησυχίες του καὶ τοὺς προβληματισμούς του γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε ἐπὶ ἡμερῶν του ἡ θεολογία στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀγωνίσθηκε μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὶς δυτικὲς ἐπιρροές.

Πιστεύουμε ὅτι τὸ βιβλίο αὐτὸ δημοσιεύεται σὲ μιὰ κρίσιμη περίοδο ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς γιὰ τὴν ἐποχή μας. Θὰ βρῆ ὁ ἀναγνώστης στὶς σελίδες του ὅτι ρίζα ὅλων τῶν προβλημάτων εἶναι ἡ λανθασμένη θεολογία. Θὰ βρὴ τὰ ἑρμηνευτικὰ κλειδιὰ γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, ποὺ εἶναι ἐμπειρικὴ καὶ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ποικίλες ἐξαρτήσεις, τὴν σύγχυση καὶ τὴν ἐκκοσμίκευση.

Ὅποιος ἐπιθυμεῖ μπορεῖ νὰ τὸ προμηθευθῇ ἢ νὰ τὸ παραγγείλη ἀπὸ τώρα ἀπὸ τὴν ὡς ἄνω Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου – Πελαγίας ( τήλ.: 2261035135 πρωϊνὲς ὧρες,  e-mail: Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.) καὶ ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ βιβλιοπωλεῖα ἢ ἀπὸ τὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου. Τιμὴ 24 εὐρώ, σελίδες 560).

π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κυκλοφόρησε, ὅπως εἴχαμε προαναγγείλει, τὸ πολὺ ἐνδιαφέρον καὶ σημαντικὸ νέο βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου μὲ τίτλο «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Στὸ τεῦχος 186 εἶχε γίνει μιὰ πρώτη παρουσίαση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ καὶ εἶχαν δημοσιευθῇ τὰ περιεχόμενά του. Στὸ παρὸν τεῦχος δημοσιεύεται ὁ πρόλογος καὶ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου.

π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας

Τιμᾶται 24 εὐρώ. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ μπορεῖ νὰ τὸ προμηθευθῇ ἢ νὰ τὸ παραγγείλη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου – Πελαγίας (τήλ.: 2261035135 καὶ 6944504297 πρωϊνὲς ὧρες, e-mail: Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.) καὶ ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ βιβλιοπωλεῖα ἢ ἀπὸ τὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.

***

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γεννήθηκε στὸν Πειραιᾶ τὸ 1927 καὶ κοιμήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 2001. Στὸ ἐνδιάμεσο διάστημα ἔζησε καὶ μεγάλωσε στὸ Μανχάτταν τῆς Ν. Ὑόρκης, σπούδασε στὰ μεγαλύτερα πανεπιστημιακὰ κέντρα, γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὸν σχολαστικισμό, τὸν ἠθικισμό, τὸν ἰδεαλισμὸ καὶ τὸν ἐθνικισμό, δίδαξε σὲ Θεολογικὲς Σχολές, ταξίδευσε σὲ ὅλο σχεδὸν τὸν κόσμο γιὰ διαλέξεις καὶ ὁμιλίες, συμμετεῖχε σὲ διαχριστιανικοὺς καὶ διαθρησκειακοὺς διαλόγους. Πάντοτε ὁμιλοῦσε γιὰ τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Πατέρων καὶ ἀνέπτυσσε τὴν ἀξία τῆς Ρωμηοσύνης ἀπὸ θεολογικῆς, πολιτιστικῆς καὶ ἱστορικῆς πλευρᾶς. Τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μπορεῖ ὁ ἀναγνώστης νὰ τὰ βρὴ στὸ βιβλίο τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ "προφήτης τῆς Ρωμηοσύνης" καὶ στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου μου Ἐμπειρικὴ Δογματική.

Ὡς ἄνθρωπος διακρινόταν ἀπὸ ἔκτακτα διανοητικὰ προσόντα, ἤτοι χωρητικότητα διανοίας, σπάνια εὐφυΐα καὶ ὀξυδέρκεια, ἔντονη διερευνητικότητα, ἀγωνιστικότητα καὶ ἀπαράμιλλο θάρρος. Ἐνδεικτικὸ τῆς εὐφυΐας καὶ τοῦ ριψοκίνδυνου τοῦ χαρακτῆρα του ἦταν ὅτι ὁδηγοῦσε πολλοὺς τύπους ἀεροπλάνων καὶ σκαφῶν. Ἐπίσης, δὲν ὑποχωροῦσε πρὸ οὐδενός, ὅταν αὐτὸ ἦταν ἀντίθετο μὲ τὶς ἀρχές του.

Πέρα ἀπὸ τὰ φυσικά του προσόντα διέθετε μεγάλο πνευματικὸ χάρισμα. Μεγάλο μέρος τῆς εὐφυΐας του, τῆς ἐρευνητικότητάς του καὶ τοῦ ριψοκίνδυνου τοῦ χαρακτῆρα του τὸ ἔστρεψε στὰ κείμενα καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν μετέπειτα μεγάλων Πατέρων. Διεῖδε τὴν ἀξία τους καὶ τὴν σπουδαιότητά τους. Καὶ στὴν συνέχεια ἀσχολήθηκε μὲ τὴν νηπτικὴ ἡσυχαστικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ μελετήση τὰ σχετικὰ μὲ τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἔτσι, δὲν ἀνέβαινε μόνον στοὺς αἰθέρες τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὰ ἀεροπλάνα, ἀλλὰ κατέβαινε καὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς καὶ μελετοῦσε τὶς μετέπειτα πνευματικὲς ἀναβάσεις. Σύγχρονος ἐμπειρικὸς Ἱερομόναχος μοῦ εἶπε ὅτι ἡ Ἐμπειρικὴ Δογματική, ὅπως τὴν δίδασκε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «εἶναι μικροσκοπικὴ ἀνάλυση τοῦ ὀρθοδόξου βιώματος». Αὐτὸ δὲν ἔγινε μόνον μὲ τὴν εὐφυΐα του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ πνευματικὸ χάρισμα ποῦ διέθετε, διότι ἦταν πράγματι χαρισματικός.

Ὑπῆρξε, λοιπόν, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ ἐπισημαίνουν πολλοὶ στὶς ἐπιστολὲς ποῦ μοῦ ἀπέστειλαν μετὰ τὴν ἔκδοση τῆς Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς. Θὰ ἀναφέρω ἐλάχιστες ἀπὸ αὐτὲς ἐδῶ, στὸν πρόλογο, οἱ σημαντικότερες θὰ δημοσιευθοῦν ὁλόκληρες καὶ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ἀποσπάσματα στὸ τρίτο μέρος τοῦ βιβλίου.

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἔγραψε:

«Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννου Ρωμανίδου... ἔταμε νέας, καὶ ἐν ταυτῷ παραδοσιακὰς πατερικάς, ὁδοὺς εἰς τὴν σύγχρονον Ὀρθόδοξον Θεολογίαν... Ἐπετύχετε νὰ ἀποδώσητε ἄριστα τὴν σκέψιν καὶ τὸν λόγον τοῦ ἀειμνήστου Θεολόγου τοῦ κ' αἰῶνος, ὁ ὁποῖος, τέκνον ὑπάρχων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἤντλει πνευματικοὺς χυμοὺς ἀπὸ τὰς ὑγιεῖς ρίζας τῆς σεβασμίας καὶ ἁγιοτόκου Καππαδοκίας ἐξ ἧς κατήγετο καὶ ἠδυνήθη νὰ διακρίνη καὶ νὰ διακηρύξη τὴν ἀλήθειαν ὅτι ἡ ἀληθὴς Θεολογία δὲν εἶναι οὔτε ἠθικισμὸς οὔτε σχολαστικισμὸς ἀκαδημαϊκός, ἀλλ’ ἐμπειρία καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως».

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμος, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἔγραψε ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης «συνέβαλε ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴ δική του πλευρὰ στὴν ἀνάδειξη τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, στὴ διάσωση καὶ ἀνάδειξη βασικῶν θεολογικῶν ἀληθειῶν, τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου γίνεται ἀναπνοὴ τῆς Ἐκκλησίας».

Οἱ κρίσεις καὶ ἐντυπώσεις γιὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ποῦ θὰ διαβάση ὁ ἀναγνώστης στὸ τέλος τοῦ βιβλίου, εἶναι ἀξιοπρόσεκτες. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι: «Ὁ π. Ἰωάννης εἶναι ἕνας ἐκ τῶν ἐλαχίστων θεολόγων, ὁ ὁποῖος κατενόησε σὲ βάθος καὶ οὐσία τὴ Δύση» (Μητροπολίτης Γερμανίας Αὐγουστῖνος). «Ἄξιος συνεχιστὴς καὶ θιασώτης τοῦ ἀειμνήστου Γεωργίου Φλωρόφσκι, στήριξε τὴν στροφὴ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐκκλησιαστικὴ γνησιότητα» (Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Γρηγόριος). «Ὁ ἀείμνηστος πατὴρ Ἰωάννης Ρωμανίδης ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους θεολόγους τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ὅπως κατ’ ἐπανάληψιν ἔχει λεχθεῖ» (Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος). «Ἡ θεοφώτιστη διδασκαλία τοῦ μακαριστοῦ ὑποφήτου τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας π. Ἰωάννου Ρωμανίδου» (Μητροπολίτης Προικοννήσου Ἰωσήφ). «Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους θεολόγους τοῦ 20οῦ αἰῶνα, ὁ ὁποῖος σφράγισε τὴν ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας μὲ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ θεολογικό του ἔργο» (Μητροπολίτης Κωνσταντίας Ἀμμοχώστου Βασίλειος). «Ὁ ἀείμνηστος καὶ σεβαστὸς πατὴρ Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς πρὸς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Πατρίδα ἦταν ἕνας ἁγνός, ἀμόλευτος ἀπὸ γραικυλισμοὺς Ρωμιός. Ὡς πρὸς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία ἦταν ἕνας νέος Μωϋσὴς τῆς Θεολογίας, ποῦ ἀνέβηκε στὸ Σινᾶ καὶ μᾶς κατέβασε τὶς θεόγραφες πλάκες τῆς Ὀρθόδοξης, Πατερικῆς, Φιλοκαλικὴς παραδόσεως. Κι ἂν δὲν ἦταν ὁ ἴδιος θεόπτης ὑπῆρξε ὅμως διδάσκαλος τῆς θεοπτίας ἀπλανὴς» (Ἀρχιμ. Ἰωαννίκιος Κοτσώνης). «Σὲ μιὰ συζήτηση μὲ τὸν Διευθυντὴ τοῦ Ἱδρύματος (Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν) ἀείμνηστο Παναγιώτη Χρήστου μοῦ εἶχε πεὶ πῶς θεωροῦσε τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ὡς τὸν καλύτερο δογματολόγο καὶ τὸν πλέον κατάλληλο νὰ γράψει μιὰ ὀρθόδοξη δογματική. Τὸν ἐκτιμοῦσε πολὺ καὶ ἤθελε νὰ γράψει μιὰ "συστηματικὴ" δογματικὴ» (Ἀθανάσιος Μάργαρης, Φιλόλογος).

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του φάνηκαν τὰ χαρίσματά του, ὅταν ἄρχισε νὰ προβληματίζεται γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ ποῦ συνάντησε στὴν Δύση. Ὅμως, ἀπὸ τὸ μέσον τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέχρι τὸ τέλος τοῦ (μισὸν αἰῶνα) ἀγωνίσθηκε μὲ ἀνθρώπους καὶ ἰδέες, μὲ συστήματα καὶ νοοτροπίες, μὲ στρεβλώσεις καὶ ψευδομορφώσεις, γιὰ νὰ ἐλευθερώση τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία της στὶς δυτικὲς προϋποθέσεις. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ ζῆλο, δύναμη, ἀποφασιστικότητα, καὶ μὲ μιὰ ἔκφραση τῆς κατὰ Χριστὸν σαλότητας, θὰ μποροῦσε νὰ πὴ κανείς. Ἐβάστασε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων σὲ Δύση καὶ Ἀνατολή, σὲ Βορρᾶ καὶ Νότο, σὲ ὅλο τὸν κόσμο.

Ἰωάννου Χαρίλαου Βράνου, "Τά ακριβή πρότυπα τών εικόνων, εικονογραφική θεολογία"

Ὁ ἁγιογράφος Ἰωάννης Χαρίλαος Βράνος στὸ βιβλίο τοῦ Τὰ ἀκριβῆ πρότυπα τῶν εἰκόνων, εἰκονογραφικὴ θεολογία, ἀναλύει τὶς Θεοφάνειες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ εἰδικότερα, βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τὰ σχετικὰ μὲ τὴν θεωρία τοῦ Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου, διὰ τοῦ ὁποίου γνωρίζουμε τὸν Τριαδικὸ Θεό.

Στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου γράφει μεταξὺ τῶν ἄλλων:

«Ἡ ἀνάκαμψη τῆς θεολογίας ἦρθε μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ δόκιμου θεολόγου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, διδασκάλου τῆς Δογματικῆς. Μὲ τὸ σύγγραμμά του ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ἐπεξεργάζεται μεθοδικὰ ἀπολύτως πειστικὰ τὴν ὑπόθεση τῶν Θεοφανειῶν. Παραθέτει τὰ κείμενα τῶν μεγάλων ἀρχαίων Πατέρων καὶ ἀνασυγκροτεῖ τὴν θεολογία ἐπαναφέροντας τὸν Θεὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὸν θρόνο Του, ἀνάμεσα στὸν λαὸ Τοῦ νὰ τὸν ὑπερασπίζει ὁ ἴδιος, νὰ τὸν τρέφει μὲ τὸ μάνα, νὰ τὸν διδάσκει τὴν σωτηρία του! Δίκαια ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς θεωρεῖ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ὁρόσημο τῆς θεολογίας ὅτι μιλᾶμε γιὰ τὴν πρὶν Ρωμανίδη ἐποχὴ καὶ τὴν μετὰ ἀπ’ αὐτόν».

Αὐτὸ γράφεται γιατί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, στηριζόμενος σὲ πατερικὰ χωρία, καὶ στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριζε ὅτι οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν ἀποκαλύψεις τοῦ ἀσάρκου Λόγου, τοῦ Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου, τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ ὁ ἁγιογράφος Ἰωάννης Χαρίλαος Βράνος ἀναφέρεται στὸ ὅτι μετὰ τὴν ἀνάκαμψη τῆς θεολογίας ἀπὸ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἀκολούθησε καὶ ἡ ἀνάκαμψη τῆς ἁγιογραφίας, γράφει:

«Ἡ προσφορὰ τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη στὴν Ἁγιογραφία εἶναι ἀνυπολόγιστη. Καὶ ὄχι μόνον στὴν Ἁγιογραφία, ἀλλὰ καὶ στὴν στάση μας ἀπέναντι στὴν Δύση. Ὕστερα ἀπὸ δυὸ χιλιάδες χρόνια ἄνοιξε ἡ Ὡραία Πύλη τοῦ ἱεροῦ γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ Ἄγγελος τῆς Μεγάλης Βουλῆς, στὸ θρόνο Του. Ἡ πλάνη καὶ ἡ αἵρεση ἐξοβελίσθηκαν. "Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης. Τὶς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης;". Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἄγγελος τῆς Μεγάλης Βουλῆς, "Αὐτὸς ἐστιν ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης". Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη».

Στὴν ἀρχὴ δὲ τοῦ βιβλίου του ἀπεικονίζεται ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης νὰ κάθεται μπροστὰ σὲ ἕνα τραπέζι, ὅπως κάθονται οἱ Εὐαγγελιστὲς ποῦ γράφουν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἐνδεδυμένος τὴν ἱερατική του ἀμφίεση, νὰ γράφη τὴν Δογματική του γιὰ τὸν Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο, βλέποντας, συγχρόνως, τὴν εἰκόνα Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ὧν καὶ ἐν αὐτῷ βλέπουμε τὸν Πατέρα, καὶ ἡ ὅραση γίνεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Πέριξ τοῦ σχεδίου αὐτοῦ γράφεται κυκλικά, μέσα σὲ εἰλητάριο: «Ἰωάννης Ρωμανίδης, Ἱερεὺς 1927-2001, ὁ τῆς θεολογίας διδάσκαλος». Πάνω ἀπὸ τὸ σχέδιο γράφεται: «Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ δόκιμος θεολόγος τῆς ἐποχῆς μας, ἐπανέφερε τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιὰ τὸν Θεὸ καὶ Κύριο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἦταν ὁ Υἱὸς Θεὸς Λόγος καὶ ὄχι ὁ Πατήρ. Ἄσαρκος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὡς Ἄγγελος τῆς Μεγάλης Βουλῆς, καὶ ἔνσαρκος Χριστὸς στὴν Καινὴ Διαθήκη. Φωτίσθηκε πλέον ἡ Ἁγιογραφία, καὶ στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακος τοῦ Ἰακώβ, στὴν πάλη μὲ τὸν Ἄγγελο, μέσα στὴν φλεγόμενη βάτο, στὸν Μωϋσὴ ποῦ παίρνει τὶς λίθινες πλάκες καὶ σὲ ὅλες τὶς θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ζωγραφίζουμε τὸν Θεὸ Λόγο, τὸν ἄκτιστο Ἄγγελο τῆς Μεγάλης Βουλῆς καὶ ὄχι κτίσματα». Κάτω δὲ ἀπὸ τὴν παράσταση γράφεται ἡ φράση ποῦ προφανῶς ἀνήκει στὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη: «Ἡ μὴ Χριστολογικὴ ἑρμηνεία (λανθασμένα ἀναγράφεται «ἐρμεινεία») τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν εἶναι μόνον πλάνη, ἀλλὰ καὶ αἵρεσις». Αὐτὸ δείχνει τὴν μεγάλη σημασία τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ πῶς αὐτὴ ἐκφράζεται στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία.

Στὸ παρὸν βιβλίο μὲ τίτλο π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, παρουσιάζονται μερικὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Στὴν πρώτη ἑνότητα δημοσιεύεται ἡ ἀλληλογραφία τοῦ μὲ τὸν μεγάλο ἐπίσης θεολόγο τοῦ 20οῦ αἰῶνος καὶ τῆς Ἐκκλησίας π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχαν διαρκῆ ἐπικοινωνία, ἦταν διδάσκαλός του καὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἄριστος μαθητὴς τοῦ καὶ οἱ δύο ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἀποκάθαρση τῆς συγχρόνου ὀρθοδόξου θεολογίας ἀπὸ ξένες προσμίξεις.

Στὴ δεύτερη ἑνότητα παρουσιάζεται ἡ πορεία καὶ ἡ ἐξέλιξη τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του μέχρι τὴν διδακτορική του διατριβῆ, καθὼς ἐπίσης ὁ δημιουργικὸς διάλογός του ποῦ ἔγινε κατὰ τὴν συζήτηση γιὰ τὴν ἔγκρισή της. Γίνονται περιλήψεις τῶν μεταδιδακτορικῶν ἐρευνῶν καὶ μελετῶν του καὶ συγκρίνεται ἡ Δογματική του μὲ ἄλλες Δογματικές, ποῦ ὑπῆρχαν μέχρι τότε, καὶ ἀποδεικνύεται ἡ πληρότητά της. Δίνεται μιὰ περίληψη τοῦ ἔργου τοῦ Andrew Sopko, τὸ ὁποῖο παρουσιάζει τὸ πανόραμα ὅλης τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ποῦ τὸν ἀποδεικνύει κορυφαῖο διδάσκαλο τῆς ἐποχῆς μας. Καταγράφεται τὸ ἐνοποιητικὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὅτι δηλαδὴ μὲ ὅλους τοὺς ἀγῶνες του ἀπέβλεπε στὴν ἑνότητα, μέσα, ὅμως, ἀπὸ τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Πατέρων καὶ τῶν Ἀποστόλων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι μὲ τὴν διπλωματικὴ ὁδό.

Στὴν τρίτη ἑνότητα δημοσιεύονται οἱ εἰσηγήσεις ποῦ ἔγιναν κατὰ τὴν δημόσια παρουσίαση τοῦ δίτομου ἔργου Ἐμπειρικὴ Δογματική, καθὼς ἐπίσης οἱ ἐπιστολὲς καὶ ἀποσπάσματα τῶν ἐπιστολῶν ποῦ μοῦ ἐστάλησαν, κυρίως γιὰ νὰ φανῇ ἡ λαμπρὴ καὶ φωτεινὴ προσωπικότητα τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Ὅπως εἶναι φυσικό, ἐπειδὴ τὰ κεφάλαια τοῦ βιβλίου ἐγράφησαν σὲ διάφορα χρονικὰ διαστήματα, γι’ αὐτὸ παρατηροῦνται μερικὲς ἀναγκαστικὲς ἐπικαλύψεις, ἀλλὰ κάθε φορὰ τονίζεται κάτι διαφορετικό.

Ἀπὸ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποία παρατίθενται στὸ παρὸν βιβλίο, θὰ φανῇ καθαρὰ ὅτι ὁ π. Ἰωάννης, ὡς Καππαδόκης Ρωμηός, κινήθηκε σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ μέσα σὲ ἕνα πυκνὸ δάσος –ζούγκλα- μέσα στὸ ὁποῖο εἶχε νὰ ἀντιμετωπίση πολλοὺς ἐχθροὺς πειρασμικούς, ἤτοι τὸν παπικὸ σχολαστικισμό, τὸν προτεσταντικὸ ἠθικισμό, τὸν γερμανικὸ ἰδεαλισμό, τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἐκκλησιαστικὴ γραφειοκρατία, τὸν φθόνο μερικῶν συναδέλφων του, τοὺς ψιθυρισμοὺς τῶν θιγομένων ἀπὸ τὴν διδασκαλία του καὶ πολλὰ ἄλλα. Καὶ αὐτὸς παρέμεινε σχεδὸν μόνος, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐχὲς τῶν ἁγίων Πατέρων. Στὸν ποικιλώνυμο αὐτὸν ἀγῶνα ποῦ ἔκανε πληγώθηκε πολλὲς φορές, ἔμεινε σχεδὸν μόνος καὶ ἀποθαρρυμένος, ὅπως ὁ Προφήτης Ἠλίας ποῦ εἶπε: «ἐγὼ ὑπολέλειμμαι προφήτης τοῦ Κυρίου μονώτατος, καὶ οἱ προφῆται τοῦ Βάαλ τετρακόσιοι καὶ πεντήκοντα ἄνδρες, καὶ οἱ προφῆται τοῦ ἄλσους τετρακόσιοι» (Γ' Βασ. ἰη', 22) καὶ «Ζηλῶν ἐζήλωκα τὼ Κυρίω παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπόν σὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καὶ τοὺς προφήτας σοῦ ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ, καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχὴν μοῦ λαβεῖν αὐτὴν» (Γ'Βασ.ιθ',10). Κοιμήθηκε δὲ στὴν Ἀθήνα τὴν 1η Νοεμβρίου 2001.

Πρέπει νὰ καταγραφὴ ἕνα σημαντικὸ γεγονός. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, ποῦ ἦταν ἄνθρωποι προσευχῆς, μετὰ τὴν γέννησή του στὸν Πειραιᾶ (τὸ 1927), τὸν βάπτισαν στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου στὸ Νέο Προκόπιο Εὐβοίας –ὅπου εἶναι καὶ τὸ λείψανό του– καὶ ὁ ὁποῖος ἅγιος ἦταν ἀγαπητὸς στοὺς Καππαδόκες, καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομά του. Μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θαυματουργοῦ ἁγίου πορεύθηκε στὸν Νέο Κόσμο γιὰ νὰ πολεμήση τοὺς «πλαστογράφους τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως», ὅπου τοὺς εὕρισκε, μὲ δύναμη, θεολογικὴ ἐπάρκεια καὶ γενναιότητα. Ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος κράτησε τὴν ὀρθόδοξη πίστη ζῶντας μεταξὺ «ἀλλοδόξων» καὶ «ἀλλοπίστων» καὶ ἔδωσε τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς πίστεως, ἔτσι καὶ ὁ προστατευόμενός του π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀναδείχθηκε ὁμολογητὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἐν μέσῳ ποικιλωνύμων ἑτεροδόξων καὶ ὁμοδόξων.

Τὸ μανουάλι ποῦ δώρισε ἡ εὐσεβὴς μητέρα τοῦ Εὐλαμπία Ρωμανίδη, ὡς προσφορά, μπροστὰ στὸ σκήνωμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Ρώσσου, ποῦ ὑπάρχει καὶ μέχρι σήμερα –ὅπως μὲ ἐνημέρωσε ὁ Μητροπολίτης Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος– ὅπου καῖνε τὰ κεριὰ τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδας τῶν Χριστιανῶν, ἦταν μιὰ διαρκὴς ὑπόμνηση στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ρῶσσο, νὰ διαφυλάττη καὶ νὰ προστατεύη τὸν υἱὸ τῆς ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ νὰ τὸν ἀναδεικνύη ὁμολογητὴ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἔτσι, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε ἀπὸ τὸν χαρισματικὸ καὶ ἀτρόμητο π. Ἰωάννη Ρωμανίδη εἶναι μιὰ λαμπάδα πυρὸς ποῦ καίει μπροστὰ στὸν «καθήμενον ἐπὶ τοῦ θρόνου» (Ἀποκ. α', 12-16, δ', 5).

Ἔγραφα στὸ Ἐπισκοπεῖο τῆς Ναυπάκτου,
τὴν Δευτέρα, 13 Ἰουνίου 2011,εορτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - «Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλίν...»

Ἀφιέρωμα στόν Π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη (1927-2001)

«Ἕναν πουλίν, καλόν πουλίν...»

Τοῦ Ἀρχιμ. Καλινίκου Εὐ. Γεωργάτου

Στήν πλάτη τῶν χορευτῶν τοῦ συλλόγου τῆς ἀκριτικῆς Γουμένισσας, πού παρουσίαζαν στήν πλατεία τῆς πόλης μᾶς χορούς τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, ὑπῆρχε κεντημένος ἕνας δικέφαλος ἀετός.

Ἕνας δικέφαλος ἀετός, σύμβολο τῆς Ρωμανίας, τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς ἁγιοτόκου κοινωνίας πού τήν ζωογονοῦσε τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἁγιασμός τῶν μελῶν τῆς περιγράφεται στούς λόγους τῶν Πατέρων, στήν σοφιολογία τῶν ἀσκητῶν, στούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας• μετά δέ τήν Ἅλωση στό Νέο Μαρτυρολόγιο.

Τόν συμβολισμό τοῦ Δικεφάλου –πέρα ἀπό τό οἰκουμενικό βλέμμα σέ Ἀνατολή καί Δύση καί τήν συνύπαρξη τῶν δύο ἠγετών– μποροῦμε νά τόν διακρίνουμε στήν εἰσαγωγή τοῦ σημαντικοτάτου γιά τήν ἱστορία καί τήν αὐτογνωσία μᾶς βιβλίου: «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη», τό ὁποῖο συνέγραψε ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης:

«Ὁ Ρωμηός εἶναι ἀπό τήν Ρωμηοσύνην τοῦ ἀετός. Οἱ Ρωμηοί εἶναι πρός ἀλλήλους ἀετοί καί πρός τούς ξένους ἀετοί...

Ὁ Ρωμηός εἶναι σκληρός καί ἐλεύθερος καί οὐδέποτε ἀφελής. Καί ὅταν τό σῶμα του ἤ τά συμφέροντά του σκλαβωθοῦν, κάμνει ἑλιγμούς καί ὑποκρίνεται ἀναλόγως τῶν περιστάσεων, διά νά παραμείνη μέ τήν εὐφυΐαν τοῦ ὅσον τό δυνατόν πλέον ἐλευθέρα ἡ Ρωμηοσύνη του. Μέ ὑπερηφάνειαν τόν Καραγκιόζη κάμνει καί πάντοτε ἀδούλωτος ἀετός τῆς Ρωμηοσύνης παραμένει...

Ναί μέν ὁ Ρωμηός ἔχει ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τήν Ρωμηοσύνην του, ἀλλά οὔτε φανατικός οὔτε μισαλλόδοξος εἶναι καί οὔτε ἔχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Ἀντιθέτως ἀγαπᾶ τούς ξένους, οὐχί ὅμως ἀφελῶς.

Τοῦτο διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τους ἀνθρώπους καί ὄλας τάς φυλᾶς καί ὅλα τα ἔθνη χωρίς διάκρισιν καί χωρίς προτίμησιν. Ὁ Ρωμηός γνωρίζει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ κατέχει τήν ἀλήθειαν καί εἶναι ἡ ὑψίστη μορφή τῶν πολιτισμῶν. Ἀλλά κατανοεῖ ἄριστά το γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν Ρωμηόν, ὄχι ὅμως περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους.

Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν κάτοχόν της ἀληθείας, ἀλλ’ ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ τόν κήρυκα τοῦ ψεύδους. Ἀγαπᾶ τόν ἅγιον, ἀλλ’ ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ἀκόμη καί τόν διάβολον.

Διά τοῦτο ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι αὐτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη, καί φιλότιμον καί ὄχι κίβδηλος αὐτοπεποίθησις, ἰταμότης καί ἐγωϊσμός. Ὁ ἠρωϊσμός τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἀληθής καί διαρκῆς κατάστασις τοῦ πνεύματος καί ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καί ἁρπακτικότης.

Οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες τῆς Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ των ἁγίων...

Ὁ χρυσούς ἀετός εἶναι ἡ Ρωμηοσύνη τῶν ρωμαίϊκων τραγουδιῶν καί ἡ καρδιά τοῦ ἀετοῦ εἶναι ὁ χρυσούς σταυρός».

Ὁ Δικέφαλος ἀετός πού ἔβλεπα στά γιλέκα τῶν χορευτῶν, φαινόταν σάν νά εἶχε πλασθῆ ἀπό τούς παραπάνω λόγους τοῦ π. Ἰωάννη:

Πτερά μικρά• ἱκανά γιά ἐλεύθερο πέταγμα, ἰσχνά γιά νά κυνηγοῦν.

Τό κορμί του, κορμί περιστεριοῦ, φουσκωμένο, ὄχι ἀπό ἔπαρση, ἀλλά ἀπό ἁγνή συνείδηση.

Μέσα σχηματισμένη, κεντημένη ἡ καρδιά τοῦ δικεφάλου• κεντημένη μεγάλη, νά καλύπτη ὅλο σχεδόν τό σῶμα του, ὡς νά μήν ἦταν σῶμα, ἀλλά δοχεῖο τῆς καρδιᾶς. Μιά καρδιά ἀνοικτή, εὐρύχωρη, γενναία• καί στήν μέση της καρδιᾶς ἕνας σταυρός, γιά νά μήν ξεφτίζη ἡ γενναιότητα σέ θράσος.

Μάτια μεγάλα, γλυκά, ἐκφραστικά, μάτια πελαργοῦ. Δέν διαπερνοῦν μέ ψυχρό βλέμμα, δέν προκαλοῦν ταραχή• μάτια μικρασιάτικα.

Κεφαλές περήφανες, ὄχι ἀλαζονικές• δέν παρατηροῦν ἁρπαχτικά, δέν «καρφώνουν» βλοσυρά, ἀλλά μᾶλλον πρός τό στῆθος ἀκουμπισμένες, σάν κεφαλή ἠσυχαστού, σάν κεφαλή πελεκάνου πού εἶναι ἕτοιμος νά σπαράξη, ὄχι ἄλλο θήραμα, ἀλλά τά πλευρά του γιά νά ζωογονήση τούς νεοσσούς του• κοσμημένες, στεφανωμένες, σφραγισμένες μέ τόν σταυρό.

Ἕνα πουλί, ἕνα σύμβολο. Γνωρίζουμε βέβαια ὅτι ὑπάρχει «ἀγκυλωτός» δικέφαλος, ὅπως ὑπάρχει ἀγκυλωτός σταυρός• δέν κάνουμε λόγο γι’ αὐτόν.

Ὁ δικέφαλός μας ἀετός, μοιάζει μέ τόν ἀετό πού προσπαθεῖ νά μιλήση στούς ἀδιάφορους γιά τούς αἰθέρες πετεινούς –ἀρχηγούς κατά τά ἄλλα στούς ὀρνιθῶνες τους– πόσο θαυμάσια ἐμπειρία εἶναι νά πετᾶς στούς αἰθέρες καί νά βλέπης ἄλλες χῶρες (Ὅσιος Σιλουανός).

Εἶναι τό στερνό «καλό πουλί» τῶν τραγουδιῶν μας:

«Ἕναν πουλίν, καλόν πουλίν, ἐβγαῖν’ ἀπό τήν Πόλιν,...
ἐσεῖξεν τ’ ἕναν φτερό, σ’ σό αἵμαν βουτεμένον,
ἐσεῖξεν τ’ ἄλλον τό φτερόν, χαρτίν ἔχει γραμμένον.
"Ἀϊλί ἐμᾶς, καί βάι ἐμᾶς, πάρθεν’ ἡ Ρωμανία!"».

Αὐτός εἶναι ὁ δικέφαλος ἀετός μας, πού «ἀπό τά σανδάλια τῶν Παλαιολόγων» –ἔστω–, ἐμβῆκε στίς καρδιές μας, διότι εἶναι τό στερνοπούλι τῆς Ρωμανίας, καί ἐμβῆκε στίς ἐκκλησιές μᾶς κάτω ἀπό τόν Σταυρό, διότι εἶναι τό σύμβολο μιᾶς ἐπίγειας πολιτείας πού βίωσε, κατά τό δυνατόν, τό σταυρικό πολίτευμα.

Αὐτός ἦταν καί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης!

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - «Εὐχαριστοῦμε» καί «καλή ἀντάμωση», π. Ἰωάννη ἀπό Καλιφόρνια

Ἀφιέρωμα στόν Π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη (1927-2001)

«Εὐχαριστοῦμε» καί «καλή ἀντάμωση», π. Ἰωάννη ἀπό Καλιφόρνια

Δοξασμένος ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ. Δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά θρηνήσουμε γιά τό γεγονός ὅτι δέν πρόκειται νά συναντήσουμε πλέον τόν Δρ. Ρωμανίδη ἐδῶ στήν γῆ, ἀλλά θά ἀναμένουμε τήν μελλοντική μας συνάντηση στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Δρ. Ρωμανίδης ἔφερε ἐπανάσταση στήν κατανόηση τῆς ἱστορίας: ὡς πρώην ρωμαιοκαθολική μοναχή δέν γνώριζα τίποτε-τίποτε σχετικά μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Ἀνατολική Εὐρώπη. Αὐτός μας προσέφερε τόν χαμένο κρίκο τῆς ἐξαφάνισης τῆς Ὀρθόδοξης Ρωμανίας κάτω ἀπό τήν ἐπαναγραφή τῆς ἱστορίας ἀπό τόν Καρλομάγνο. Μεταδώσαμε στό ἐξωτερικό τήν τεκμηριωμένη παρουσίαση τῆς ἱστορίας τῆς «Φράγκικης Ἐκκλησίας» καί τοῦ Αὐγουστίνου σέ ὅσους ἔρχονταν καί ἐπιθυμοῦσαν νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ προσευχές μας θά ἑνωθοῦν μέ τίς δικές σας γιά τήν ἀνάπαυση τῆς εὐλογημένης του ψυχῆς κατά τήν κηδεία του τήν 6η Νοεμβρίου. Θά τόν μνημονεύουμε σέ κάθε θεία Λειτουργία στήν μικρή μας Ἐνορία, ἐδῶ στήν κεντρική ἀκτή τῆς Καλιφόρνιας.

Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τοῦ μόνου Θεοῦ καί Σωτῆρος.
Πρεσβυτέρα A. καί Πρεσβύτερος A.,

Ὀρθόδοξη Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, L.O.Α. 2001

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Thomas Shaw: Μιλώντας γιὰ τὸν Διάβολο

Ἀφιέρωμα στὸν Π. Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη (1927-2001)

Από τον Thomas Shaw

(Τό ἀγγλικὸ κείμενο ἀρχικὰ ὑπῆρχε στὴν σελίδα:  http://www.theorthodoxreader.org/vol1999/reader_017.htm)

Πρόχειρη μετάφραση, Γιῶργος Γεωργᾶτος. Ἐπιμέλεια, μοναχός Θεολόγος Ἰβήριτης, ὡς ἐλάχιστη προσφορὰ στὴν μνήμη τοῦ δασκάλου π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδη, τήν ἡμέρα τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας του, 6η Νοεμβρίου 2001.

Π. Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Thomas Shaw: Μιλώντας για τον ΔιάβολοΔυὸ δεκαετίες πρίν, ἐνῶ ἤμουν ἀκόμα ἕνας νεαρὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανός, εἶχα τὸ προνόμιο νὰ ἀκούσω τὸν Π. Ἀλέξανδρο Σμέμαν νὰ μιλᾶ. Δέν μπορῶ τώρα νὰ θυμηθῶ καθαρὰ γιὰ τί ἀκριβῶς μιλοῦσε, ἀλλὰ μιὰ πρόταση ἀκόμα ἀντηχεῖ στὰ αὐτιά μου: «Αὐτὸ ποὺ ἐκπλήσσει ὅσους μετέχουν στὸ κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι πώς, ἐνῶ αὐτοὶ συζητοῦν γιὰ τὸ μέγα θέμα τῆς ἐνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀκόμα μιλοῦν γιὰ τὸν διάβολο».

Ἡ Ὀρθοδοξία ἀκόμα μιλᾶ γιὰ τὸν διάβολο, ἐπειδὴ συνεχίζουμε νὰ βλέπουμε τὴν ἐπίδρασή του στὸν πολιτισμὸ ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ νὰ γευόμαστε τὶς συνέπειες τοῦ πολέμου του κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἦταν πάντοτε δυναμική, ἐπειδὴ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ μαχόμαστε σὲ αὐτὸν τὸν ἀόρατο πόλεμο. Κάθε γενιὰ πρέπει νὰ ἀνακαλύπτει τὶς ἀλήθειες τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ἐκ νέου, καὶ σὲ αὐτὴν τὴ διαδικασία τῆς ἀνακαλύψεως θὰ ὑπάρχουν διαφορὲς στὴν κατανόηση τοῦ περιεχομένου τῆς Παραδόσεως. Αὐτὸς ὁ δυναμισμὸς πάντοτε γεννοῦσε ἀμφιλεγόμενους θεολόγους μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὶς ἀσφαλεῖς φόρμουλες καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀναδιατυπώσουν τὴν Παράδοση χρησιμοποιώντας ἀσυνήθεις ὀδοδεῖκτες.

Ἕνας τέτοιος θεολόγος εἶναι ὁ Π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Τὸ ἔργο του, σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ τῶν σημερινῶν ὑπερειδικευμένων ἐπιστημόνων, παρουσιάζει μιὰ δυνατὴ ἐνιαία θέση, τὴν ὁποία αὐτὸς ἐφαρμόζει σὲ εὐρύτατα χρονικὰ καὶ τοπικὰ πλαίσια. Κάποιοι ἀπορρίπτουν τὴν τόλμη του ὡς ἁπλουστευτικὴ καὶ ὑπερβολικὰ δογματική.

Συνάντησα γιὰ πρώτη φορὰ τὸν Π. Ἰωάννη ὡς φοιτητὴς τῆς θεολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης. Ἤμουν παρὼν στὴν τελευταία παράδοσή του, Ὀρθόδοξης Δογματικῆς πρὶν ἀπὸ τὴ συνταξιοδότησή του. Παρακολούθησα τὰ μαθήματά του γιὰ τρία χρόνια καὶ διάβασα τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ «Φράγκοι, Ρωμιοσύνη, Φεουδαλισμὸς καὶ δόγμα» (ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ).

Ὁ Π. Ρωμανίδης εἶναι ὁ τελείως ἀφηρημένος καθηγητής. Τό παρατσούκλι του στὸν Τίμιο Σταυρὸ ἦταν "Π. Μεσάνυχτα", γιατί ἔδειχνε ὅτι δὲν εἶχε ἐπίγνωση τοῦ περιβάλλοντός του ὅταν μιλοῦσε. Ἄρχιζε πάντα τὴ διάλεξη μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Καθόταν κάτω καὶ μιλοῦσε μὲ ἁπαλὴ φωνή, ποὺ μόλις ἀκουγόταν. Ἐπειδὴ ξεκινοῦσε σχεδὸν ἀπὸ τὴ μέση μιᾶς σκέψης, φαινόταν πὼς ἡ διάλεξη εἶχε ἤδη ξεκινήσει πιὸ πρὶν μέσα του. Καθὼς ζεσταινόταν μὲ τὸ θέμα του, ἡ φωνὴ του ὑψωνόταν καὶ τὰ μάτια του ἔλαμπαν. Μερικὲς φορὲς σταματοῦσε νὰ μιλᾶ καὶ γιὰ μικρὰ χρονικὰ διαστήματα φαινόταν νὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος. Τὸ ἀκροατήριο τῶν μαθημάτων του ἦταν πάντα πολυπληθές, γιατὶ ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε κάτι νὰ πεῖ. Ἦταν παράξενο, γιατί, ἐνῶ ἡ εἰδικότητά του ἦταν ἡ δογματική, πάντα φαινόταν ὅτι δίδασκε ἱστορία. Συνεχῶς διηγόταν λεπτομέρειες γιὰ τὸ τί συνέβη στὴ Γαλλία καὶ στὴν Ἰταλία τοῦ 9ου καὶ τοῦ 10ου αἰῶνα ἤ στὴ Γαλλία καὶ στὴ Ρωσία τοῦ 18ου αἰῶνα. Τὸν κριτικάρανε γιὰ αὐτό. Στὸ κάτω-κάτω δὲν ἦταν εἰδικευμένος ἱστορικός! [Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια, φυσικά. Ἔχει σπουδάσει Ρωμαϊκὴ καὶ Ἰσλαμικὴ ἱστορία στὸ Χαρβαρντ (σ.τ.μ.)] Ἀλλά, ὡς Πατρολόγος, δίδασκε ὅτι οἱ Πατέρες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν κατανοητοὶ χωρὶς τὴν κατανόηση τῆς ἱστορίας τῆς ἐποχῆς τους.

Ὁ Π. Ρωμανίδης ἔχει μιὰ θέση ποὺ ἐπιστέφει τὴν ὅλη θεολογία του: Ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ θεραπεύσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀσθένεια ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν Πτώση (αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀρρώστια χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τῆς εὐδαιμονίας) καὶ νὰ τοῦ δώσει τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσει τὸν Θεό. Μιὰ δευτερεύουσα θέση του, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν πρώτη, εἶναι πὼς οἱ δογματικὲς διαμάχες στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας προκαλοῦνται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν κατανοοῦν τὴ λειτουργία της ὡς πνευματικοῦ νοσοκομείου. Ἔτσι, ἡ πραγματικὴ διαφορὰ μὲ τὴ Δύση εἶναι ἡ ἀπώλεια αὐτῆς τῆς κατανόησης ἡ ὁποία συνέβη γιατί στὴ Δύση κάποιες πολιτικὲς δυνάμεις μετέτρεψαν τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς σὲ ἁπλοὺς πολιτικοὺς θεσμούς. Ὡς διαχειριστὲς πολιτικῶν θεσμῶν, οἱ ἰθύνοντες τῆς Ἐκκλησίας ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὴν εὐδαιμονία τοῦ ἀνθρώπου, ἀντὶ γιὰ τὸν δοξασμό του γιὰ τὴν ἁπλὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του, ἀντὶ γιὰ τὴν κάθαρση.

Αὐτὴ εἶναι ἡ θέση του ποὺ ἀμφισβητεῖται. Σὲ οἰκουμενιστικοὺς κύκλους εἶναι ἀποδεκτὴ μιὰ πολιτισμικὴ ἑρμηνεία τοῦ σχίσματος Ἀνατολῆς-Δύσης. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀντίληψη, ἡ Δυτική, λατινόφωνη Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἀνατολική, ἑλληνόφωνη Βυζαντινὴ Ἐκκλησία ἦρθαν σὲ διάσταση, ὀφειλόμενη σὲ πολιτικοὺς καὶ πολιτιστικοὺς παράγοντες. Τὰ οὐσιαστικὰ στοιχεῖα τῆς «ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας» παραμένουν τὰ ἴδια καὶ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση. Ἡ ἀποστολὴ τῆς θεολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι νὰ ἐπανακτήσει αὐτὴν τὴ χαμένη ἀμοιβαία κατανόηση.

Ἡ θέση τοῦ Π. Ρωμανίδου ἀνασκευάζει αὐτὲς τὶς θεωρίες. Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ κάποια «Βυζαντινὴ» Αὐτοκρατορία. Εἶναι μιὰ ἐφεύρεση τῶν δυτικῶν ἱστορικῶν τοῦ 18ου αἰῶνα. Οἱ ρωμαϊκοὶ πολιτικοὶ θεσμοὶ παρέμειναν ἀνέπαφοι ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Νέας Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, τὸν 4ο αἰῶνα, μέχρι τὴν πτώση της, τὸν 14ο [τὸ σωστό: 15ο (σ.τ.μ.)] αἰῶνα. Ὁ Π. Ρωμανίδης διηγεῖται λοιπὸν μιὰ διαφορετικὴ ἱστορία. Ὄχι τὴν ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Λατινικῆς Δύσης, ἀλλὰ τὴν ἱστορία τῶν Ρωμαίων καὶ τῶν Φράγκων. Ἡ ἱστορία του δὲν εἶναι γιὰ κάποιους ἀνθρώπους ποὺ χωρίζονται, ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ρωμαίους ποὺ ἀγωνίζονται νὰ διατρανώσουν τὶς ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀκόμα καὶ ὅταν ἀντιμετωπίζουν ἀνυπέρβλητη ἀντίθεση. Ἡ θεωρία του γιὰ τοὺς κρίσιμους αἰῶνες ποὺ ὁδήγησαν στὸ σχῖσμα καὶ στὶς σταυροφορίες μιλᾶ γιὰ μιὰ συστηματικὴ ὑποδούλωση τοῦ Ρωμαϊκοῦ πληθυσμοῦ τῆς Δύσης στοὺς Φράγκους φεουδάρχες, οἱ ὁποῖοι τελικὰ κατόρθωσαν νὰ ὑποτάξουν ἀκόμα καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ παποσύνη καὶ νὰ τὴν ἐντάξουν στὸ φεουδαλιστικὸ σχῆμα τους.

Ἡ ἀλήθεια τῆς θέσεώς του ἔχει ἀπαθανατιστεῖ στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα, ὅπου franchise (τὸ νὰ ἔχεις τὰ δικαιώματα ἑνὸς Φράγκου) σημαίνει τὸ νὰ ἔχεις δικαίωμα ψήφου, καὶ villain (οἱ Ρωμαῖοι κάτοικοι τῶν πόλεων) σημαίνει κακός ἄνθρωπος. Δὲν ἦταν ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τῆς Ἀνατολῆς αὐτὴ ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὶς ρῖζες καὶ τὶς παραδόσεις της, ἀλλὰ ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τῆς Δύσης, ποὺ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν φεουδαλισμό. Ἔτσι, ἐνῶ ἄλλοι θεολόγοι συζητοῦν γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο τῆς ἐνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν, ὁ Ρωμανίδης συνεχίζει νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν διάβολο.

Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς πολέμου ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου. Εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσης καὶ ἡ ἀπειλή ἐναντίον μας, ὡς Ὀρθοδόξων, ἄν δὲν καταλαβαίνουμε τὴν ἱστορία μας, τὴν κληρονομιά μας καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοσή μας σωστά. Ἄν ἐπιτρέψουμε ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ γίνει ἁπλῶς ἕνας ἀκόμα πολιτιστικὸς θεσμὸς μὲ τὰ ἰδιόμορφα λατρευτικὰ τυπικὰ καὶ πρακτικές της, ἄν ἐπιτρέψουμε ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ γίνει μιὰ θρησκεία, θὰ παίζουμε τὸ παιχνίδι τοῦ διαβόλου καὶ θὰ ὑποτάξουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας στοὺς φεουδάρχες μας χωρὶς ἕνα κίχ.

Λόγω τῶν ἀμφισβητήσεων ποὺ περιβάλλουν τὴ δευτερεύουσα θέση τοῦ Π. Ρωμανίδου, πολλοὶ λησμονοῦν τὴν πρώτη καὶ πρωτεύουσα θέση του. Ἄς ἀφήσουμε τὸν Π. Ἰωάννη νὰ τὸ ἐκφράσει ὁ ἴδιος: «Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἔχουμε μιὰ καθαρὴ εἰκόνα τοῦ γενικοῦ πλαισίου μέσα στὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Πολιτεία εἶδαν τὴ συνεισφορά τῶν δοξασθέντων στὴ θεραπεία τῆς ἀσθένειας τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία διαστρέφει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα μέσω τῆς ἀναζητήσεως τῆς εὐδαιμονίας, τόσο σὲ αὐτήν, ὅσο καὶ στὴ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ σώματος ζωή. Μέσα σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γενικὸ πλαίσιο ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἐνσωμάτωσε νομικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴ διοικητικὴ διάρθρωσή της. Οὔτε ἡ Πολιτεία οὔτε ἡ Ἐκκλησία εἶδαν τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς μιὰ ἁπλῆ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τῶν πιστῶν γιὰ τὴν εἴσοδό τους στὸν Παράδεισο στὴν ἄλλη ζωή ….

Τόσο ἡ Ἐκκλησία ὅσο καὶ ἡ Πολιτεία ἤξεραν καλὰ ὅτι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι μόνο ἡ ἀρχὴ τῆς θεραπείας τῆς ἀρρώστιας τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ συνίσταται στὴν ἀναζήτηση τῆς εὐδαιμονίας. Αὐτὴ ἡ θεραπεία ξεκινᾶ μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, φθάνει στὴν ἐπαναφορὰ τῆς καρδιᾶς στὴ φυσικὴ της κατάσταση, τοῦ φωτισμοῦ, καὶ ὁ ὅλος ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ τελειοποιεῖται πέρα ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἱκανότητές του διὰ τοῦ δοξασμοῦ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς θεραπείας καὶ τελειώσεως εἶναι ὄχι μόνο ἡ μόνη κατάλληλη προετοιμασία γιὰ τὴ ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ἡ μεταμόρφωση τῆς κοινωνίας ἐδῶ καὶ τώρα ἀπὸ μιὰ συνάθροιση ἰδιοτελῶν καὶ ἐγωκεντρικῶν ἀτόμων σὲ μιά κοινωνία προσώπων μὲ μή-φίλαυτη ἀγάπη, ἡ ὁποία ‘οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς’».

Γιὰ ὅσους ἐνδιαφέρονται νὰ διαβάσουν τὰ ἔργα τοῦ Π. Ρωμανίδου, αὐτὰ εἶναι διαθέσιμα στὸ Διαδίκτυο στὴ διεύθυνση http://www.romanity.org

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Ἀπὸ τὴν σελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ecclesia.gr.

Ἀφιέρωμα στόν Π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη (1927-2001)

Τό παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε στὴν σελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος https://ecclesia.gr.

Ἀπεβίωσε στήν Ἀθήνα τήν 1η Νοεμβρίου τοῦ 2001 ὁ Πρωτοπρεσβύτερος καί Καθηγητής Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Π. Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Ἀπὸ τὴν σελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ecclesia.gr.Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ὀρθοδόξους θεολόγους τοῦ 20ου αἰώνα, κατήγετο ἀπό τήν Ἀραβησσό τῆς Καππαδοκίας, ἀπό τό χωριό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου, στήν μνήμη τοῦ ὁποίου ἑόρταζε. Γεννήθηκε στίς 2 Μαρτίου 1927 στόν Πειραιά ἀπό τόν Σάββα καί τήν Εὐλαμπία Ρωμανίδη. Μεγάλωσε στήν Νεά Ὑόρκη... Τελείωσε τό Δημοτικό καί τό Γυμνάσιο στήν Νέα Ὑόρκη. Στό Γυμνάσιο μυήθηκε στόν Θωμά τόν Ἀκινάτη ἀπό ἕναν Καθηγητή τοῦ Καθολικό πού στήν συνέχεια ἔγινε Ὀρθόδοξος. Ἔτσι γνώριζε ἀπό νωρίς τήν σχολαστική θεολογία. Ἐν συνεχεία εἶχε λαμπρές σπουδές: σπούδασε στό Brookline τῆς Μασαχουσέτης, στήν Ὀρθόδοξη Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στήν Βοστόνη, προτεσταντική θεολογία στό Πανεπιστημίο τοῦ Yale, στήν ρωσική Θεολογική Σχολή τῆς Νέας Ὑόρκης καί ἐν συνεχεία στόν ἅγιο Σέργιο, τήν ἐπίσης ρωσική Θεολογική Σχολή τῆς διασπορᾶς στό Παρίσι.

Ἤξερε πολλές γλῶσσες, ἀνάμεσα στίς ἄλλες: ἀγγλικά, ἑλληνικά, ρωσσικά. Τό 1957 ἀνεκηρύχθη διδάκτωρ στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, κοντά στόν Καθηγητή Ἰωάννη Καρμίρη. Τό 1968 ἐξελέγη καί τό 1970 διορίσθηκε τακτικός Καθηγητής τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἦταν διδάκτωρ καί τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Harvard, ὅπου εἶχε Καθηγητή τοῦ τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι (τή γέφυρα πού ἄνοιξε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι μέ τήν πατερική μας παράδοση τήν ὁλοκλήρωσε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης) καί προετοιμαζόταν νά γίνη Καθηγητής τῆς Ἱστορίας ἤ στό Harvard ἤ στό Yale. Ἀπό τό 1970 ἦταν ἐπισκέπτης Καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Μπαλαμάντ στόν Λίβανο. Τό 1984 παραιτήθηκε ἀπό τήν θέση τοῦ Καθηγητοῦ ἀπό τό Πανεπιστήμιο Θεσαλονίκης.

Ἔργα του, ἐκτός ἀπό τήν πληθώρα τῶν ἄρθρων καί εἰσηγήσεών του, ἦταν: Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα (1957), Δογματική, Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,... Ἐθεωρεῖτο ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος μελετητής τοῦ Αὐγουστίνου. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης κατόρθωσε νά δή τό δόγμα, τήν πίστη μέσα στό ἱστορικό καί λειτουργικό της πλαίσιο, δηλαδή συνένωσε κάτι τό πρωτόγνωρο: ἱστορία, δογματική καί λατρεία. Ἐπανασυνένωσε τήν θεολογία μας μέ τήν πατερική παράδοση. Ἀνανέωσε κυριολεκτικά τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἡ θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου εἶναι τό θεμέλιό της θεολογίας μας στήν συνέχειά μας, κατά τόν π. Γεώργιο Μεταλληνό. Ζοῦσε ἕναν βίο διά Χριστόν σαλοῦ.

 

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἐπικήδειος λόγος

Ἀφιέρωμα στὸν Π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη (1927-2001)

Ἐπικήδειος λόγος γιά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Στήν παροῦσα ἐξόδιο ἀκολουθία ἐκπροσωπῶ τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλο, ὁ ὁποῖος, παρά τήν ἐπιθυμία του, δέν κατέστη δυνατόν νά παρευρίσκεται ἀνάμεσά μας, καί μεταφέρω τίς εὐχές του γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν συμμετοχή του σέ διορθοδόξους καί διαχριστιανικούς διαλόγους καί συναντήσεις.

Συγχρόνως παρευρίσκομαι καί ὡς Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, διότι τά τελευταῖα χρόνια ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης εἶχε λάβει ἀπολυτήριο ἀπό τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς, ὅπου ὑπηρετοῦσε, καί συγκαταλεγόταν στό ἱερατικό δυναμικό της Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μου.

Μέ τίς δύο αὐτές ἰδιότητες αἰσθάνομαι πολύ ἔντονά το βαρύτατο ἔργο νά ἀποχαιρετήσω κατά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τόν ἀείμνηστο Καθηγητή τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, δάσκαλο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐκφραστὴ τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ἀγαπητό μου Κληρικό, πατέρα Ἰωάννη Ρωμανίδη. Ὅμως θά κάνω κουράγιο νά ὁλοκληρώσω τόν ἀποχαιρετισμό μου.

Ὁ ἀείμνηστος πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης δέν ἦταν συνηθισμένη προσωπικότητα. Συνάδελφοί του θά σκιαγραφήσουν τό συγγραφικό καί διδασκαλικό του ἔργο. Ὅμως ἐκεῖνο πού μπορῶ νά ὑπογραμμίσω εἶναι ὅτι ἦταν σοβαρός ἐρευνητής καί ἐπιστήμων, γνώστης καί διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, πού συνετέλεσε πολύ στήν ἀναγέννηση τῶν θεολογικῶν γραμμάτων, ἀλλά κυρίως καί προπαντός ἦταν εὐαίσθητος ἄνθρωπος. Εἶχε ἀφιερωθῆ ψυχή τέ καί σώματι στό βάθος τῆς Ρωμηοσύνης, πού γι’ αὐτόν ἦταν ἡ οὐσία τῆς γνησίας πνευματικότητος πού ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν φιλαυτία, τήν εὐδαιμονία καί τίς ἐκδηλώσεις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Πραγματοποίησε ἕνα μεγάλο ἐκκλησιαστικό, θεολογικό καί ἐθνικό ἔργο. Ἐκπροσώπησε τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία στήν Ἀμερική, στίς Θεολογικές Σχολές στόν Λίβανο, τήν Δαμασκό, τήν Εὐρώπη, σέ Συνέδρια, σέ Διαλόγους, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σέ αἴθουσες κλπ. Ὅλοι ἄκουγαν ἕναν πρωτότυπο καί συγχρόνως παραδοσιακό θεολόγο. Ἐλπίζω τό μεγάλο του ἔργο, τό ὁποῖο παραγνωριζόταν ἀπό μερικούς ὅσο ζοῦσε, νά ἐκτιμηθῆ τώρα μετά τήν κοίμησή του.

Θά ἤθελα αὐτήν τήν στιγμή νά ὑπογραμμίσω δύο σημεῖα τά ὁποῖα κατά τήν γνώμη μου εἶναι ἐνδιαφέροντα.

Τό πρῶτο εἶναι μιά ἐπιστολή πού ἀπέστειλε τό ἔτος 1958, πρίν 43 χρόνια, νεαρός τότε θεολόγος, στόν μοναχό π. Θεοκλητό Διονυσιάτη, στήν ὁποία μεταξύ των ἄλλων τοῦ ἔγραφε:

«Λυποῦμαι πολύ πού δέν θά ἐορτάσωμεν ἐφέτος τό Πάσχα μαζί. Ὁ νοῦς μου εὑρίσκεται πάντοτε εἰς τό Ἅγιον Ὅρος καί μέ κάθε εὐκαιρίαν προσπαθῶ νά διαφωτίσω τούς γνωστούς μου περί αὐτοῦ... Θά ἤθελα πολύ νά ἀλληλογραφῶμεν. Νομίζω ὅτι θά λυπηθῆ ὁ διάβολος ποῦ δέν μᾶς ἀρέσει ὁ χριστιανισμός ποῦ προωθεῖ, ἀλλά τί νά γίνη; Δέν ἠμπορεῖ κανείς νά ἀρέση εἰς αὐτόν ὅταν θέλη νά ἀρέση εἰς τόν Θεόν».

Καί ὁ π. Θεοκλητός Διονυσιάτης, σχολιάζοντας τήν ἐπιστολή του αὐτή ἔγραψε:

«Ὁ καλός μου φίλος καί εὐλαβέστατος Πρεσβύτερος Ι. Ρωμανίδης, δέν εἶναι θεολόγος τῆς σειρᾶς. Τήν Ὀρθοδοξίαν τήν ἔμαθε σέ δύο-τρία Πανεπιστήμια καί μέ τήν βοήθειαν τῆς ἀσκήσεως πού φωτίζει τήν ψυχήν. Κάτοχος 4 γλωσσῶν μέ βαθυτάτην ἐπιστημονικήν ἀρτίωσιν... Εἶναι κυριολεκτικῶς καλόγηρος, τρεφόμενος ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας καί μέ τήν ἁγίαν λειτουργικήν ζωήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑμνῶν τόν Θεόν "ἑπτάκις τῆς ἡμέρας"» (Ἀθωνικά Ἄνθη).

Ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἐκπονώντας τήν διδακτορική του διατριβή, ἦλθε σέ ἐπαφή μέ μοναχούς πού ζοῦσαν τήν νοερά προσευχή καί μάθαινε τά μυστικά της, τήν σχέση τοῦ νοός μέ τήν καρδιά. Ἐπισκεπτόταν τό Ἅγιον Ὅρος, καί ἀπέκτησε τήν βεβαιότητα τῶν θεμελίων της πνευματικῆς ζωῆς, γι’ αὐτό καί στά κείμενά του μιλοῦσε συνεχῶς γιά τά κλειδιά τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Τό βιβλίο τῆς δογματικῆς του εἶναι πρότυπο ὀρθοδόξου θεολογίας, ὥστε ἕνας ἁγιορείτης νά πῆ ὅτι εἶναι τό καλύτερο ἐγχειρίδιο ὀρθοδόξου δογματικῆς, ἐπειδή συνέδεε τήν θεολογία μέ τήν ὀρθόδοξη ἡσυχία.

Τό δεύτερο σημεῖο πού θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω εἶναι τά ὅσα ἔχει γράψει στήν διδακτορική του διατριβή περί τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καί ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου γίνεται μέ τήν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Γράφει χαρακτηριστικά:

«Ἐπειδή οἱ Ἕλληνες Πατέρες ἀνέκαθεν ἐδίδασκον ὅτι ὁ Θεός δέν ἐποίησεν τόν θάνατον, συνέδεον δέ στενῶς τάς ἐννοίας θάνατος, σατανᾶς καί ἁμαρτία, ἡ εὐσέβεια τῆς Ὀρθοδοξίας εἶχε πάντοτε ἠρωϊκόν καί ἀγωνιστικόν χαρακτήρα, ἑπομένη τοῖς ἴχνεσιν τῶν Μαρτύρων καί Ὁμολογητῶν, παρά τοῖς ὁποίοις ὁ φόβος καί ἡ ὀπισθοχώρησις πρό τοῦ θανάτου ἐσήμαινεν πτῶσιν εἰς χείρας τοῦ σατανᾶ καί ἀποκοπήν ἀπό τῆς πίστεως. Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀείποτε προσεπάθησαν νά καταπατήσουν τό κέντρον τοῦ θανάτου καί νά ἀποκτήσουν τήν ἀμέριμνον ἐλευθερίαν. Χαρακτηριστικόν της Ἑλληνικῆς Πατερικῆς Παραδόσεως εἶναι ὁ συνεχής ἀγών κατά τῆς τυραννίδος τοῦ θανάτου, τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας διά τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης» (Προπατορικόν ἁμάρτημα, σέλ. 158).

Αὐτά δίδασκε ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Καί ἔτσι ἔζησε, ἰδιαιτέρως τόν τελευταῖο καιρό πού τόν πλησίασα περισσότερο. Τόν ἐπισκέφθηκα πρίν λίγους μῆνες στήν ἐντατική του Νοσοκομείου, πού ἔπασχε ἀπό σοβαρό καρδιακό πρόβλημα καί ἦταν ἤρεμος, διακατεχόταν ἀπό τήν ἀφοβία τοῦ θανάτου. Τό μόνο πού τόν ἀπασχολοῦσε ἦταν ἡ θεολογική καί ἐκκλησιαστική ζωή στόν τόπο μας. Τόν ἐπισκέφθηκα στό μικρό καί ἀπέριττο σπιτάκι του. Εἶχε ἀπομακρυνθῆ τελείως ἀπό τήν ὅλην ἐκκλησιαστική δραστηριότητα καί ζοῦσε ἤρεμα, ἥσυχα, ὅπως ἀκριβῶς ἄρχισε τήν θεολογική του ζωή. Τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά γράφη διάφορα κείμενα στόν ἠλεκτρονικό ὑπολογιστή καί νά τά βάζη στήν ἰστοσελίδα τοῦ (Romanity.org). Τά βράδυα ξυπνοῦσε, ἄναβε τά κεράκια σέ ἕνα μικρό μανουάλι καί προσευχόταν μέ τό κομποσχοίνι. Ἕνας μεγάλος θεολόγος ἀπό ἀκαδημαϊκῆς πλευρᾶς πού προσευχόταν ὡς μοναχός. Ὁ τρόπος αὐτός τῆς ζωῆς τού μου θύμιζε λίγο τόν κοσμοκαλόγερο Παπαδιαμάντη. Ἀπέφευγε συστηματικά τήν δημοσιότητα καί ζοῦσε ἁπλά, ταπεινά, ἡσυχαστικά!

Προσεύχομαι στόν Θεό νά τόν ἀναπαύση γιά τούς κόπους πού κατέβαλε νά μεταδώση τήν Ὀρθοδοξία καί νά ζήση τά μυστικά της. Δέν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά παρίδη πρόσωπα σάν τόν ἀείμνηστο π. Ἰωάννη, πού φλεγόταν μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ἀπό τόν ζῆλο καί τήν ἀγάπη γιά τήν ὀρθόδοξη ἡσυχαστική θεολογία καί παράδοση.

Εὔχομαι ὁ Θεός νά παρηγορή τους συγγενεῖς του κατά σάρκα (τήν ἀδελφή του, τίς θυγατέρες του, τόν ἀνηψιό τοῦ κ.α.) καί τούς συγγενεῖς του ἀπό πλευρᾶς θεολογίας. Γιατί ὁ ἀείμνηστος εἶχε πολλούς οἰκείους ἐν τῇ πίστει.

Σεβαστέ π. Ἰωάννη,

Τόν τελευταῖο καιρό ἐξέφραζες τό παράπονο ὅτι ὁ κόπος σου πῆγε χαμένος, ἐπειδή ἔβλεπες τά πράγματα νά ἐξελίσσονται ἔξω ἀπό τά κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Παραδόσεως πού δίδασκες. Ὅμως τώρα θά γνωρίζης πολύ καλύτερα ὅτι ἡ δύναμη τῆς πίστεως καί ὁ αὐθεντικός θεολογικός λόγος εἶναι ἰσχυρότερος ἀπό τά πυρηνικά καί χημικά ὅπλα καί ὅτι ὁ σπόρος τῆς αὐθεντικῆς διδασκαλίας σου θά καρπίση. Τό ὑποσχόμαστε καί ἐμεῖς οἱ μαθητές σου, Ἐπίσκοποι καί Κληρικοί, λαϊκοί καί μοναχοί, ὅλος ὁ λαός τοῦ Θεοῦ.

Σέ ἀποχαιρετοῦμε στήν πορεία σου ἀπό τόν κτιστό ναό στόν ἄκτιστο ναό, ἀπό τήν χειροποίητη σκηνή, στήν ἀχειροποίητη σκηνή, ὅπως σου ἄρεσε νά λέγης, μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἐκ νέου συναντήσεώς μας.

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ: Ἐπικήδειος λόγος

Ἀφιέρωμα στόν Π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη (1927-2001)

π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ: Ἐπικήδειος λόγος γιά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ὀρθοδόξους θεολόγους τοῦ 20ου αἰῶνος καί ἀνακαινιστῆς τῆς θεολογίας μας, μέ τήν ἐπιστροφή της στήν γνησιότητα τῆς ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως, ὁ Πρωτοπρε-σβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, προπέμπεται ἀπό ὅλους μας, φίλους, συνεργάτες καί μαθητές του, στήν αἰώνια καί ἀληθινή Πατρίδα μας. Ἐκ μέρους τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί τοῦ Προέδρου τοῦ κ. Δημ. Γόνη, ἔχω τήν τιμή νά καταθέσω λίγα λόγια ἀγάπης, σεβασμοῦ καί τιμῆς εἰς τόν Μεγάλον Συνάδελφο, πού ὁδεύει «εἰς τά ἄνω βασίλεια».

Ὁ ἴδιος ὁ ἐκλιπών ἔχει σημειώσει σέ μία ἀπό τίς σπάνιες αὐτοπαρουσιάσεις τοῦ τά ἑξῆς:

«Οἱ γονεῖς μου ἤσαν ἀπό τήν Ρωμαϊκήν Καστρόπολιν τῆς Ἀραβησσοῦ τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ἐγεννήθη ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Μαυρίκιος (582-602) καί ὁ ὁποῖος διώρισεν ὡς Πάπαν τῆς Ρώμης τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Μέγαν (590-604) καί ὁ ὁποῖος μέ τήν σειράν τοῦ διώρισεν ὡς πρώτον ἀρχιεπίσκοπον τοῦ Καντέρμπουρι τόν Αὐγουστίνον (597-604). Γεννήθηκα εἰς τόν Πειραιά, τάς 2-3-1927... Ἔφυγα ἀπό τήν Ἑλλάδα καί μετηνάστευσα εἰς τήν Ἀμερικήν, εἰς τάς 15 Μαΐου 1927 (εἰς ἡλικίαν 72 ἡμερῶν), μέ τούς γονεῖς μου καί ἐμεγάλωσα εἰς τήν πόλιν τῆς Νέας Ὑόρκης εἰς τό Manhattan, εἰς τήν 46ην Ὁδόν, μεταξύ της 2ας καί τῆς 3ης Λεωφόρου. Εἶμαι ἀπόφοιτός του Ἑλληνικοῦ Κολλεγίου Brookline, Μασσαχουσέτης, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Yale, Διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Harvard (School of Arts and Sciences), Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καί Ἐπισκέπτης Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ του Πανεπιστημίου τοῦ Balamand τοῦ Λιβάνου ἀπό τό 1970».

Θά προσθέσουμε σ’ αὐτά ὅτι σπούδασε ἀκόμη στό Ρωσικό Σεμινάριο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου τῆς Ν. Ὑόρκης, στό ἐπίσης Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι καί στό Μόναχό της Γερμανίας. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερός το 1951 καί ἔκτοτε διηκόνησε ὡς ἐφημέριος εἰς διάφορες ἐνορίες των Η.Π.Α. Μεταξύ των ἐτῶν 1958 καί 1965 ὑπηρέτησε ὡς καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, παραιτήθηκε ὅμως τό 1965, διαμαρτυρόμενος διά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ ἀπό τήν Σχολή. Ἡ ἐκλογή του γιά τήν Ἕδρα τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἔγινε στίς 12 Ἰουνίου 1968, ἀλλά δέν διωρίζετο, διότι ἐκατηγορεῖτο ὡς «κομμουνιστής»! Τελικά ὁ διορισμός τοῦ ἔγινε τό 1970. Τό 1984, διά προσωπικούς λόγους, παρητήθη μέ πλήρη σύνταξη, ἀλλά δέν ἐθεωρήθη καλό νά τοῦ ἀπονεμηθῆ ὁ τίτλος τοῦ Ὁμοτίμου, κάτι πού ἔρχεται νά ἀποκαλύψη καί τίς δυσλειτουργίες τῆς [συντροφιᾶς(;)] μᾶς

Ἔχει συγγράψει πλῆθος μελετῶν, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ἀκόμη ἀνέκδοτες καί πρέπει νά συνεκδοθοῦν εἰς σειράν τόμων. Τά κατάλοιπά του εἶναι ἀνάγκη νά ἀσφαλισθοῦν διότι ἔχουν πολλά νά προσφέρουν καί ἀποκαλύψουν. Ἡ διδακτορική του διατριβή περί τοῦ Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, κυριολεκτικά ἐπαναστατική, ἄνοιξε νέους δρόμους στήν θεολογία μας, ἀκολούθησαν δέ τά βιβλία του γιά τήν Ρωμηοσύνη, πού εἶχαν τήν ἴδια σημασία γιά τόν χῶρο τῆς Ἱστορίας. Καί τῶν δύο αὐτῶν χώρων τήν ἔρευνα καί κατανόηση, ἀνανέωσε ὁ π. Ἰωάννης. Τό ἔργο καί ἡ προσφορά του στήν ἐπιστήμη ἔχουν διερευνηθῆ συστηματικά στήν διδακτορική διατριβή τοῦ Andrew Sopko, Prophet of Roman Orthodoxy - The Theology of John Romanides, Canada 1998.

Ἐξ ἴσου ὅμως μεγάλη ὑπῆρξε ἡ συμβολή καί ἡ προσφορά του στήν Ἐκκλησία μας μέ τήν συμμετοχή του στούς Θεολογικούς Διαλόγους μέ Ἑτεροδόξους, ἰδιαίτερα μέ τόν Ἀγγλικανισμό ἀλλά καί Ἀλλοδόξους (Ἰουδαϊσμό καί Ἰσλάμ). Τό γεγονός δέ ὅτι μητρική του γλώσσα ἦταν ἡ Ἀμερικανική του ἐξασφάλιζε τήν ἄνεση πού χρειαζόταν, γιά νά ἀναπτύσση μέ κάθε ἀκρίβεια τίς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Στόν Διάλογο μέ τήν Παγκόσμια Λουθηρανική Ὁμοσπονδία (1978 κ.ε.) εἶχα τήν εὐκαιρία νά τόν γνωρίσω βαθύτερα, νά συνδεθῶ μαζί του μέ ἰσχυρά φιλία καί, τό κυριώτερο δί’ ἐμέ, νά γίνω πραγματικά μαθητής του, πέρα ἀπό τήν πολυετῆ καί συνεχῆ μελέτη τῶν ἔργων του. Στούς διαλόγους αὐτούς ἐφαίνετο ἡ εὐρεία γνώση του στήν πατερική παράδοση, ἀλλά καί τίς παραχαράξεις της, στήν Ἀνατολή καί τήν Δύση, κατ’ ἐξοχήν δέ ἡ γνώση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀκρογωνιαίου λίθου τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ὁ π. Ἰωάννης ὑπεστήριζε τήν σχέση θεολογίας καί ἁγιοπνευματικής ἐμπειρίας, καί τούς σταθμούς τῆς πνευματικῆς πορείας τῶν Ἁγίων: κάθαρσις-φωτισμός-θέωσις, ὡς προϋπόθεση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῆς αὐθεντικῆς ἀποδοχῆς των, κάτι πού ἔχει χαθεῖ στήν Δύση, ἀλλά καί στήν δυτικίζουσα δική μας θεολογική σκέψη. Ἡ στροφή αὐτή στήν πατερικότητα, ὡς ἐκκλησιαστική γνησιότητα, συνέχισε καί συνεπλήρωσε τήν ἀνάλογη κίνηση τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, τήν πορεία τοῦ ὁποίου ἀκολούθησε στόν Οἰκουμενικό Διάλογο, θεωρούμενος καί αὐτός συχνά ἐνοχλητικός καί ὄχι εὔκολος συνομιλητής. Κάποτε θά γραφοῦν ὅλα, γιά νά φανῆ ἡ ὑπεροχικότητα τοῦ ἐκλιπόντος, ἀλλά καί ἡ ἀληθινή συμβολή του στήν διεθνῆ καί οἰκουμενική παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔστω καί ἄν συχνά ἔμενε μόνος...

Θεωρώντας τό θεολογικό του ἔργο, διδακτικό, συγγραφικό καί ἀγωνιστικό, ἀναγκαζόμεθα ἐκ τῶν πραγμάτων νά κάνουμε λόγο γιά ἐποχή πρό καί μετά τόν Ρωμανίδη. Διότι ἔφερε ἀληθινή τομή καί ρήξη μέ τό σχολαστικό παρελθόν μας, πού λειτουργοῦσε ὡς βαβυλώνιος αἰχμαλωσία τῆς θεολογίας μας. Ἡ διατριβή τοῦ σφράγισε ἀποφασιστικά αὐτή τήν ἀναγεννητική πορεία, σέ σημεῖο, πού καί αὐτοί οἱ γιά διαφόρους λόγους ἐπικριταί ἤ ἰδεολογικά ἀντίπαλοί του νά προδίδουν στά γραπτά τους τήν ἐπιρροή τοῦ π. Ἰωάννου στήν θεολογική τους σκέψη. Συγκεκριμένα, ὁ π. Ἰωάννης:

α) Ἐπανέφερε τήν προτεραιότητα τῆς πατερικῆς ἐμπειρικῆς θεολογήσεως, παραμερίζοντας τόν διανοητικό-στοχαστικό-μεταφυσικό τρόπο θεολογήσεως.

β) Συνέδεσε τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία μέ τήν λατρεία καί τήν φιλοκαλική παράδοση, καταδεικνύοντας τήν ἀλληλοπεριχώρηση θεολογίας καί πνευματικῆς ζωῆς καί τόν ποιμαντικό θεραπευτικό χαρακτήρα τῆς δογματικῆς θεολογήσεως.

γ) Διεῖδε καί υἱοθέτησε στήν θεολογική μέθοδο τόν στενό σύνδεσμο δόγματος καί ἱστορίας γι’ αὐτό μπόρεσε νά κατανοήση ὅσο λίγοι τήν ἀλλοτρίωση καί πτώση τῆς θεολογίας στήν Δυτική Εὐρώπη, πού ἐπῆλθε μέ τήν φραγκική κατάκτηση καί ἐπιβολή. Ἡ καλή γνώση τῆς ἱστορίας, ἐξ ἄλλου, Φραγκοσύνης καί Ρωμαιοσύνης (προοριζόταν γιά καθηγητής τῆς Ἱστορίας στό Yale) τόν βοήθησε νά διαπιστώση καί ἀναλύση τήν διαμετρική διαφορά Φράγκικου καί Ρωμαίϊκου πολιτισμοῦ, εἰσάγοντας ρωμαίϊκα κλειδιά στήν διερεύνηση τῆς ἱστορίας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας.

δ) Βοήθησε, ἔτσι, τήν πληρέστερη ἔρευνα καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἔξω ἀπό τίς κατασκευασμένες δυτικές θέσεις, μέ τήν ὀρθή –ὡς ἀπόλυτα τεκμηριωμένη– χρήση τῶν ἱστορικῶν μας ὀνομάτων, τῆς σημασίας καί δυναμικῆς τους στήν ἱστορική μας πορεία.

Εἶναι γεγονός, ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι ἀνεγνώριζαν περισσότερο ἀπό μᾶς τήν προσωπικότητα τοῦ π. Ἰωάννου καί τήν σημασία του γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ἐθεωρεῖτο ὁ καλύτερος ὀρθόδοξος ἐρευνητής τοῦ ἰ. Αὐγουστίνου, πού βοηθοῦσε καί τήν δυτική θεολογία στήν κατανόησή του, χαρακτηρίσθηκε δέ «ὁ μεγαλύτερος σίγουρά των ἐν ζωή ὀρθοδόξων θεολόγων, τοῦ ὁποίου τά συγγράμματα ἀποτελοῦν κριτική μελέτη τοῦ ἔργου τοῦ Αὐγουστίνου ὑπό τό φῶς τῆς πατερικῆς Θεολογίας». Πρέπει δέ νά λεχθῆ, ὅτι στόν π. Ἰωάννη ὀφείλεται ἡ σπουδαία ἐπισήμανση, ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ γιά τίς θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν προφητῶν ὡς «φαινομένων φυσικῶν, γινομένων καί ἀπογινομένων», ἀνάγεται στό περί Τριάδος ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.

Σεβαστέ καί ἀγαπητέ π. Ἰωάννη

Οἱ φίλοι, συνεργάτες καί συνόμιλοί σου, σού ἐκφράζουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας γιά ὅσα μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔδωσες. Οἱ χιλιάδες τῶν ἀμέσων ἤ ἐμμέσων μαθητῶν σου ἐπίσης. Κρατοῦμε τήν θεολογική παρακαταθήκη σου ὡς βακτηρία στό σκοτάδι, πού ἐξαπλώνει παντοῦ ὁ ὑπολογισμός, ἡ ἀδιαφορία καί τό συμφέρον. Μᾶς συνέδεσες μέ τήν πατερικότητα στόν χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, παραπέμποντας συνεχῶς στήν λατρεία καί τήν ἄσκηση, ὅπου καλλιεργεῖται ἡ ἀληθινή θεολογία. Σέ εὐχαριστοῦμε! Αἰωνία σου ἡ μνήμη καί καλή ἀντάμωση στό οὐράνιο θυσιαστήριο, Συνάδελφε καί Συλλειτουργέ, πεφιλημένε.

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Παναγιώτη Χριστινάκη: Ἐπικήδειος λόγος

Ἀφιέρωμα στόν Π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη (1927-2001)

Ἐπικήδειος στόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Ἀπὸ τὸν Καθηγητὴ κ. Παναγιώτη Χριστινάκη

Τό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν ἐκπροσώπησε ὁ Καθηγητής κ. Παναγιώτης Χριστινάκης.

Ὁ κ. Χριστινάκης, ἐκφράζοντας τά συναισθήματα καί τῶν συναδέλφων του, ὑπεγράμμισε τήν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ ἐκλιπόντος, καθόσον «δέν φθάνουν τά λόγια γιά νά περιγράψη κανείς μιά προσωπικότητα σάν τόν π. Ἰωάννη».

Ἐν συνεχεία στάθηκε σέ δύο σημεῖα-περιστατικά τῆς ζωῆς τοῦ π. Ἰωάννη, σέ δύο μαρτυρίες, τίς ὁποῖες θεώρησε ἐκφραστικές της προσωπικότητάς του.

Τό πρῶτο σημεῖο ἀφοροῦσε ἕνα περιστατικό, στό ὁποῖο ἦταν μάρτυρας ὁ ἴδιος, κατά τό ὁποῖο ὁ π. Ἰωάννης, ἀπορροφημένος ἀπό τήν προσευχή πού συνήθιζε νά κάνη βηματίζοντας, δέν ἀνταπέδωσε τόν χαιρετισμό σέ ἕναν φοιτητή του, καί αὐτό ἔγινε αἰτία νά ἀποκαλυφθῆ, τελικά, ἡ κρυφή ἀρετή του: «Δεῖγμα ὅτι πρῶτα ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», ὅπως χαρακτηριστικά ἀνέφερε ὁ κ. Χριστινάκης.

Τό δεύτερο σημεῖο ἀφοροῦσε τό ἐπιστημονικό του ἔργο καί συγκεκριμένα τήν διδακτορική του διατριβή, «τό προπατορικό ἁμάρτημα». Ἀπό τούς πολλούς διδάκτορες πού ἔχει βγάλει ἡ «ἐπιστημονική φωλιά», ἡ Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, ὁ π. Ἰωάννης ξεχώριζε: «Στήν περίπτωση τοῦ π. Ἰωάννη, μέ τήν διδακτορική του διατριβή ἐπιτρέψατέ μου νά πῶ ὅτι, γιά μένα, φάνηκε ἀμέσως ὅτι αὐτό πού βγῆκε εἶναι ἀετόπουλο, ὅτι ἐπρόκειτο νά γίνη, ὅπως καί ἔγινε, ἀετός, πέταξε πέρα, μακριά ἀπ’ ἐδῶ, πῆγε στήν Θεσσαλονίκη». Τήν μετέπειτα πορεία τοῦ παρακολουθοῦσαν οἱ συνάδελφοί του τῶν Ἀθηνῶν μέ «καμάρι», διότι τόν θεωροῦσαν καί δικό τους Καθηγητή, μέχρι καί τά τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του, τήν ὁποία χαρακτήριζε «ὁ σταυρός καί ἡ λαμπάδα τοῦ Χριστοῦ».

Καί ὁ κ. Χριστινάκης προέπεμψε τόν π. Ἰωάννη μέ τήν εὐχή:

«Ἅς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του, διότι μᾶς φώτισε καί μᾶς φωτίζει πολύ».

π. Ἰωάννου Ρωμανίδη: “Ἡ Ἀποκάλυψις, ἡ Ἱερά Παράδοσις, ἡ Ἁγία Γραφή καί τό Ἀλάθητον”

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Ἕνα ἔτος συμπληρώνεται τήν 1 Νοεμβρίου ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου καί Καθηγητού τῆς Θεολογίας π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Ὡς μνημόσυνο ἡ Ε.Π. παραθέτει ἐν συνεχεία τμῆμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ τῆς Δογματικῆς το ὁποῖο μας κατέλιπε (http://romanity.org).

Τό κέντρον τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ μετ’ Αὐτοῦ κοινωνία καί ἡ περί Αὐτοῦ μαρτυρία τῶν φίλων Αὐτοῦ προφητῶν, ἀποστόλων καί ἁγίων. Εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ὁ Χριστός ἀπεκάλυπτεν Ἐαυτόν ἀσάρκως καί ἐν Ἐαυτῶ τόν Πατέρα διά Πνεύματος Ἁγίου εἰς τούς προφήτας φίλους Αὐτοῦ’ μετά δέ τήν ἐνανθρώπησιν Αὐτοῦ ἐν σαρκί εἰς τούς φίλους Αὐτοῦ προφήτας, ἀποστόλους καί ἁγίους.

Ἐν τῇ ἀποκαλύψει ὡς καί ἐν τῇ Ἱερά Παραδόσει ἔχομεν τρία τινά’ 1) Τόν ἀποκαλύπτοντα καί δοτήρα, 2) τό ἀποκαλυπτόμενον ἤ τήν δωρεάν, καί 3) τόν δέκτην, φύλακα καί μεταδότην τῆς ἀποκαλυπτομένης δωρεᾶς.

1) Ὁ ἀποκαλύπτων δοτήρ εἶναι ὁ Θεός. Ὁ ἀπεσταλμένος μεταφορεύς καί ἐν Ἐαυτῶ κατά φύσιν φέρων καί ἀποκαλύπτων τόν Θεόν καί τήν Αὐτοῦ δωρεάν δοτήρ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἐν τῷ ἀποκαλύπτοντι καί κατά φύσιν δοτήρι Πνεύματι Αὐτοῦ χαρίζει τήν ἀποκάλυψιν καί μέθεξιν τῆς δωρεᾶς τοῖς ἀνθρώποις μέσω τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων, τῶν ἁγίων καί τοῦ ἱερατείου.

2) Ἡ ἀποκαλυπτομένη καί μετεχομένη δωρεά τῆς ὁποίας τήν μέθεξιν χαρίζει ὁ Χριστός ἐκ τοῦ Πατρός ἐν Πνεύματι Ἁγίω εἰς τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, μέσω τῶν προφητῶν, ἀποστόλων καί ἁγίων εἶναι ἡ ἄκτιστος φυσική δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἀμερῖστως μερίζεται ἐν μεριστοῖς κατά τήν ἀξίαν ἤ προετοιμασίαν τῶν ἀνθρώπων. Ἡ δωρεά τῆς ἀποκαλύψεως καί μεθέξεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Πνεύματι Αὐτοῦ τοῖς προφήταις καί τῷ λαῶ τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ Παλαιά Διαθήκη, συμπεριλαμβάνει ἐν τῇ ἐνσαρκώσει καί τήν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου.

...

Αὐτή ἡ ἐν τῷ λαῶ τοῦ Θεοῦ ἐνέργεια τοῦ Λόγου πρό καί μετά τήν ἐνσάρκωσιν Αὐτοῦ εἶναι ἡ Παρακαταθήκη τῆς πίστεως, ὡς καί τό κέντρον καί ἡ μορφοποιός δύναμις τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί ἡ κεντρική διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

3) Ὁ δέκτης, φύλαξ καί μεταδότης τῆς θείας ταύτης ἀποκαλύψεως καί δωρεᾶς εἶναι ὁ διά τῆς θεώσεως γενόμενος προφήτης, ἀπόστολος καί ἅγιος της Ἐκκλησίας, ὡς καί ὁ παραμένων ἐν Πνεύματι Ἁγίω πιστός εἰς τούς θεουμένους καί τήν διδασκαλίαν αὐτῶν λαός τοῦ Θεοῦ. Ὁ οὕτω θεούμενος προφήτης, ἀπόστολος καί ἅγιος λαμβάνει ἄμεσον γνῶσιν τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Πνεύματι, καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ λαμβάνει μέσω τῶν θεουμένων φίλων του Χριστοῦ ἔμμεσον γνῶσιν περί τοῦ Θεοῦ...

Ἡ ἐκ τῶν προφητῶν, ἐκ τοῦ ἐνσαρκωθέντος Λόγου καί ἐκ τῶν ἀποστόλων ἔμμεσος γνῶσις περί τοῦ Θεοῦ ἐμπεριέχεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, εἰς τήν λειτουργικήν καί μυστηριακήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τά συγγράμματα τῶν Πατέρων καί εἰς τάς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων. Ἡ δέ ἄμεσος ὑπό τῶν θεουμένων γνῶσις τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τά περί Θεοῦ σύμβολα ταῦτα, οὐδέποτε ὅμως διαφέρει αὐτῶν, ἀλλ’ εἶναι πάντοτε σύμφωνος πρός ταῦτα. Ὅπως ἡ ἄμεσος καί ἔμμεσος γνῶσις πάντοτε συμφωνοῦν οὕτω καί οἱ ἔχοντες τήν ἄμεσον γνῶσιν πάντοτε συμφωνοῦν μεταξύ των καί κατανοοῦν τά νοήματα ἀλλήλων. Ὑπάρχει μεταξύ αὐτῶν ἑρμηνευτική ταυτότης. Διά τοῦτο ψευδοπροφήτης καί ψευδαπόστολος καί ψευδοάγιος ἤ ψευδοθεούμενος διδάσκει ἀντίθετα πρός τήν διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν θεουμένων.

Ἡ δύναμις ἥτις καθιστᾶ δυνατήν τήν ἀποδοχήν, τήν φύλαξιν καί τήν μετάδοσιν ἤ παράδοσιν τῆς ἀποκαλυπτομένης καί σωστικῆς, ἁγιαστικῆς καί θεωτικής δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τῆς Παρακαταθήκης τῆς ἐν τῷ σαρκωθέντι Λόγω ὡς ἄνω ἐνεργείας καί χάριτος, εἶναι αὐτή αὕτη ἡ Παρακαταθήκη, ἥτις μεταδίδεται καί μετέχεται διά τοῦ μυστηρίου τῆς δόξης καί βασιλείας ἤ διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ ἐμφανίσας Ἐαυτόν ἐν δόξη ἀσάρκως τοῖς προφήταις καί ἐν σαρκί αὐτοῖς καί τοῖς ἀποστόλοις Λόγος τοῦ Θεοῦ, Ὅστις τῷ Πνεύματι Αὐτοῦ ἐνεφάνισεν ἐν Ἐαυτῶ τόν Πατέρα Θεόν καί ἐπ’ ἐσχάτων των ἡμερῶν ἐγεννήθη ὡς ἄνθρωπος ἐκ τῆς Θεοτόκου, εἶναι Αὐτός ἡ Παρακαταθήκη ἥν παραλαμβάνει καί παραδίδει ἡ Ἱεραρχία ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν κατά τήν θείαν Εὐχαριστίαν εἰς τούς ἐπισκόπους καί τούς πρεσβυτέρους κατά τήν ἡμέραν τῆς χειροτονίας αὐτῶν, ἴνα διά τῶν ἐπισκόπων καί τῶν πρεσβυτέρων φυλαχθῆ καί μεταδοθῆ πρός ἁγιασμόν καί θέωσιν τῶν πιστῶν. Ἀλλά ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, ὁ ἴδιος, ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ καί τό κατοικητήριον τῶν πιστῶν, εἶναι Ἐκεῖνος Ὅστις ἐν τῷ ἐπισκόπω τή ζώση ἐν τοῖς μυστηρίοις εἰκόνι Αὐτοῦ, δέχεται, φυλάττει καί μεταδίδει ἤ παραδίδει τήν Παρακαταθήκην, δηλαδή τόν Ἐαυτόν Τοῦ μετά τῶν ἀγγέλων καί τῶν φίλων Αὐτοῦ πρός τελείωσιν τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἤ ἡ Ἄμπελος, ἥν ἐφύτευσεν ὁ Θεός τή δεξιά Αὐτοῦ, ἤτοι διά τῆς δόξης καί τῆς βασιλείας Αὐτοῦ, δί’ ἧς κατέστρεψε τό βασίλειον τοῦ θανάτου καί ἀνέστησε τάς ψυχᾶς τῶν νεκρῶν ἐν τῷ Ἅδη καί διά τοῦ βαπτίσματος ἀνιστᾶ τάς ψυχᾶς τῶν κεκαθαρμένων τῶν πεφωτισμένων καί τῶν θεουμένων. Αἵ δέ ψυχαί αὑταί εἶναι τά κλήματα τῆς ἀμπέλου καί γεωργός ὁ Θεός.

Ὁ Θεός διά τοῦ ἐνσαρκωθέντος Λόγου ἐν Πνεύματι Ἁγίω καθιστᾶ δυνατήν τήν ἀποδοχήν, φύλαξιν καί μετάδοσιν τῆς χάριτος, οὐχί παρά τήν βούλησιν ἀκαταγωνίστως, ἀλλ’ ἀντιθέτως τή συνεργεῖα τοῦ ἀνθρώπου πρός καρποφόρον βλάστησιν τῶν κλημάτων. Ἡ ἄμπελος καί τά κλήματα ὁμού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τό ἀποκοπτόμενον τῆς ἀμπέλου ἄκαρπον καί ξηρόν κλῆμα παύει νά εἶναι φορεύς τῆς Παρακαταθήκης, ἀφοῦ, ἡ Παρακαταθήκη δέν δύναται νά ταυτισθῆ μέ τό νεκρόν κλῆμα. Ἡ Παρακαταθήκη εἶναι ὁλόκληρος ἡ ἄμπελος μετά τῶν καρποφόρων κλημάτων, δηλαδή ὁ σεσαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ σύν τοῖς μετόχοις τοῦ σώματος καί τῆς βασιλείας Αὐτοῦ ἁγίοις καί πιστοῖς.

+ Ἰωάννου Πρεσβυτέρου, αἰωνία ἡ μνήμη

Πα­ρά­δει­σος-Κό­λα­ση

Ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση ὑπάρχουν ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς θὰ ἐμφανισθῇ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἄλλοι θὰ δοῦν τὸν Θεὸ ὡς Φῶς, ἐπειδὴ εἶχαν καθαρίσει τὸ νοερὸ τῆς ψυχῆς καὶ εἶχαν ἀποκτήσει αὐτοπτικὸ ὄμμα, ὁπότε αὐτὸ εἶναι ὁ Παράδεισος, καὶ ἄλλοι θὰ δοῦν τὸν Θεὸ ὡς πῦρ καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ Κόλαση. Ὅταν καθίση κανεὶς κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀνοίξη τὰ μάτια του τὰ ὁποία δὲν μποροῦν νὰ ἀνθέξουν τὴν ὅραση αὐτή, θὰ τυφλωθῇ. Αὐτὸ εἶναι ἡ Κόλαση. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια λέγεται ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι καὶ φῶς καὶ πῦρ, γιατί ἄλλους φωτίζει καὶ ἄλλους κατακαίει.

Ὁ Χριστὸς στὴν διδασκαλία Του, μιλῶντας γιὰ τὴν Κόλαση χρησιμοποίησε τὶς λέξεις «σκότος» καὶ «πῦρ». Ἀλλὰ τὸ αἰσθητὸ σκότος δὲν εἶναι πῦρ τὸ ὁποῖο φωτίζει, καὶ ὅταν ὑπάρχη τὸ πῦρ δὲν ὑπάρχει τὸ σκότος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Κόλαση δὲν εἶναι οὔτε πῦρ οὔτε σκότος, ὅπως γνωρίζουμε ἐμεῖς τὰ στοιχεῖα αὐτὰ στὴν κτιστὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ εἶναι βίωση τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς ὡς σκότους λόγῳ τῆς ἀσθένειας τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, δὲν ἔκανε ὁ Θεὸς τὴν Κόλαση, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος βιώνει τὸν Θεὸ ὡς Κόλαση, καὶ οὔτε ἡ Κόλαση εἶναι μιὰ κτιστὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ βιώνεται ὡς πῦρ καταναλῖσκον. Ὁ Θεὸς θὰ ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δικαίους καὶ ἀδίκους, ἀλλὰ οἱ ἄδικοι δὲν θὰ μποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Οἱ ἅγιοι στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἔχουν διαρκῆ πρόοδο στὴν μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ὑπάρχη μιὰ εὐδαιμονία, δηλαδὴ μιὰ στατικὴ κατάσταση, καὶ οἱ κολασμένοι θὰ ἔχουν πώρωση καὶ θὰ μετέχουν τοῦ Θεοῦ ὡς πυρός. Μετὰ θάνατον δὲν ὑπάρχει μετάνοια, ἀλλὰ ὑπάρχει πρόοδος στὴν μετάνοια, ποὺ σημαίνει ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίση νὰ μετανοῇ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ἡ μετάνοια θὰ ὁλοκληρωθῇ στὴν ἄλλη.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Τὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, εἰς Ἐμπερικη Δογματική, τόμ. Β')

Περιλήψεις Εἰσηγήσεων: Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη  (Video)

Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς στὴν εἰσήγησή του παρουσίασε τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ὡς "σημεῖον ἀντιλεγόμενον", διότι ἡ παρουσία του στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἀκαδημαϊκὸ περιβάλλον συνδέθηκε ἀπ' ἀρχῆς μὲ φανερὴ ἢ συγκεκαλυμμένη ἀντίδραση ἐναντίον του, διότι γιὰ κάποια πρόσωπα ἢ ὁμάδες ὁ π. Ἰωάννης ἀποτελοῦσε πρόκληση ἰσχυρή. Καὶ αὐτό, διότι εἰσήγαγε στὸν ἐκκλησιαστικό μας βίο καὶ στὴν ἀκαδημαϊκὴ οἰκογένεια ἕναν νέο τρόπο διδασκαλίας τῆς θεολογικοδογματικὴς παραδόσεώς μας, συνδέοντας τὴν ἀκαδημαϊκή μας θεολόγηση μὲ τὴν ἐμπειρικὴ Πατερικὴ ἀσκητικονηπτικὴ πράξη. Μὲ αὐτὸν ὅμως τὸν τρόπο ἐκλόνιζε τὴν ἡγεμονία τῆς σχολαστικῆς μεταφυσικῆς (παπικῆς καὶ προτεσταντικῆς), ἐνῷ αὐτόματα περιθωριοποιοῦσε κατεστημένες καὶ πολυθαυμαζόμενες αὐθεντίες. Ἐπίσης, προκάλεσε ἀντιθέσεις καὶ στὸν χῶρο τῆς ἱστορίας, διότι, γνωρίζοντας τὴν διαχρονικὴ διαλεκτικὴ Ρωμαιοσύνης καὶ Φραγκοσύνης, μπόρεσε νὰ προσδιορίση τὴν διαμετρικὴ διαφορὰ στὶς προϋποθέσεις καὶ πραγματώσεις φραγκικοῦ καὶ ρωμαίϊκου (ἑλληνορθόδοξου) πολιτισμοῦ καὶ τὶς πραγματικὲς προϋποθέσεις τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τελικὰ ἀποσχίσεως τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Προσέφερε, ἔτσι, αὐθεντικὰ ρωμαίϊκα κλειδιὰ γιὰ τὴν κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τοῦ πολιτισμοῦ μας.

 Περιλήψεις Εισηγήσεων: Τό έργο καί η διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Παρουσίασε διάφορες ὄψεις τῆς ἐναντίον του πολεμικῆς, ὄχι μόνον στὸν ἐπιστημονικό-ἀκαδημαϊκὸ χῶρο, ἀλλὰ καὶ σὲ διαπροσωπικὸ ἐπίπεδο, ποὺ ἄγγιζε τὰ ὅρια τῆς συκοφαντίας καὶ μιᾶς ἀληθινῆς συνωμοσίας. Τὸ βεληνεκὲς αὐτῆς τῆς στάσης ἔφθανε μέχρι τοὺς θεολογικοὺς Διαλόγους, στοὺς ὁποίους μετεῖχε καὶ ὁ π. Ἰωάννης, κατηγορούμενος ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες συναδέλφους του ἀκόμη καὶ γιὰ αἱρέσεις, ποὺ φυσικὰ δὲν εἶχε. Ὁ φθόνος ἀποτελοῦσε, κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ εἰσηγητοῦ, κίνητρο ἰσχυρό, ὥστε νὰ ἐπιχειρῆται ἡ ἠθικὴ ἐξόντωση καὶ ἐκμηδένισή του, ὄχι μόνον ἀπὸ "ἐχθρούς", ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ ἀπὸ προσποιούμενους τὸν φίλο του, ποὺ διέσπειραν κατηγορίες, τὶς ὁποῖες ἀναπαρῆγαν ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπεδίωκαν τὴν μείωση καὶ ἀποδυνάμωσή του. Ἀντίθετα, τὴν ἐπιστημοσύνη καὶ θεολογικὴ προσφορὰ τοῦ π. Ἰωάννη ἦσαν σὲ θέση νὰ κατανοήσουν διακεκριμένοι Δυτικοί, ποὺ συχνὰ ἐξέφραζαν τὸν θαυμασμό τους καὶ τὴν ἐκτίμησή τους στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του.

Τέλος ὁ εἰσηγητὴς τόνισε τὴν σημασία τῆς Ἡμερίδας ποὺ διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ μὲ τὴν ὁποία φανερώνεται γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου πρὸς «τὸν ἀείμνηστο διδάσκαλό μας καὶ ἐπιστήθιο φίλο του».

Ἡ κ. Δέσπω Λιάλιου, μαθήτρια τοῦ π. Ἰωάννου καὶ μεταφράστρια κειμένων του ἀπὸ τὰ ἀγγλικά, κατέθεσε γραπτῶς τὴν δική της μαρτυρία πρῶτα γιὰ τὴν δυνατὴ παρουσία καὶ τὴν μεγάλη ἐπίδραση τοῦ π. Ἰωάννου στὸν χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔπειτα γιὰ τὶς «θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς ἑρμηνευτικῆς στὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη»

Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς εἶναι, μεταξὺ ἄλλων, οἱ ἑξῆς: Τὰ μεγάλα ἐπιστημονικά, γνωστικά, κοινωνικά, διανοητικὰ καὶ θεολογικὰ ἐφόδια τοῦ π. Ἰωάννη, ποὺ τὸν βοήθησαν στὴν ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνείας τῶν θεολογικῶν προβλημάτων τὸ ὅτι εἶχε ὡς κέντρο τοῦ θεολογικοῦ τοῦ προβληματισμοῦ τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο καὶ τὴν πορεία του μέσα στὴν ἱστορία ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἀντίθεσης Θεός-ἄνθρωπος στὴν σωτηριολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀντίθεση ἄλλοτε ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος τὴν ὑπομένει κατὰ προορισμό, καὶ ἄλλοτε προέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴν νομοτέλεια τῶν καλῶν του ἔργων ἡ ἕνωση τοῦ λόγου γιὰ τὴν δημιουργία μὲ τὸν λόγο γιὰ τὰ ἔσχατα καὶ τῆς διήγησης τῆς Γενέσεως μὲ τὸν λόγο γιὰ τὴν θέωση καὶ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ στήριξη τῆς ἑρμηνείας στὴν μαρτυρία τῶν ἀπ' αἰῶνος ἁγίων ἡ θεώρηση τῆς ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου ἡ σημασία τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύπτεται ἐν δυνάμει καὶ δόξη τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται διαρκῶς σὲ μιὰ πορεία ἀποδοχῆς τῆς θείας Χάριτος στὴν πορεία αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμετρᾶται μὲ τὶς ἀντίθεες δυνάμεις καὶ ὄχι μὲ τὸν Θεό.

Ἐπίσης, ὁ π. Ἰωάννης ἀποκλείει στὸν θεολογικὸ λόγο τὴν προσωπικὴ αὐθαιρεσία καὶ αὐτοσχεδιασμὸ ἢ τὸ θρησκευτικὸ βίωμα μιᾶς ψυχολογικῆς ἀνάγκης ἢ παρέκκλισης. Ἀντίθετα τὸν στηρίζει πάντα στὸν βίο καὶ στὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων. Ἡ τεκμηρίωση τῶν πατερικῶν κειμένων γίνεται μὲ κριτήριο τὸν ἔλεγχο τῆς συνοδικῆς πράξης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως «καρποφορεῖ στὴν λατρεύουσα κοινότητα» στὴν συγκεκριμένη ἐποχὴ καὶ τὸ συγκεκριμένο περιβάλλον. Ἡ θεολογία εἶναι ἐφαρμοσμένη ἐπιστήμη, ἀφοῦ ἔχει ἄμεση ἐφαρμογὴ στὴν μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, τῆς θεωτικὴς ἐμπειρίας καὶ ὁμολογίας, στὴν ζωὴ τῆς μετανοίας καὶ τὴν παράκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν ἀποδέχεται τὴν χαώδη ἑρμηνεία ἐκτὸς τῆς ἱστορίας. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ἡ κριτικὴ ἐναντίον τῶν ἑρμηνευτῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ ξεχνῶντας τὴν ἱστορία προσπαθοῦν νὰ κάνουν ἱστορικὰ ἅλματα 20 αἰώνων καὶ πραγματοποιοῦν μιὰ ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἐκκλησιαστικὴ συνέχεια ἑρμηνεία.

Ὁ κ. Ἀντώνιος Παπαδόπουλος ἐκθέτοντας τὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη μίλησε γιὰ τὸν «καημὸ» τοῦ π. Ρωμανίδη, ποὺ ἦταν ἡ «ἐμπειρικὴ δογματική», αὐτὸς ὁ ὅρος ποὺ χρησιμοποίησε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος ποὺ συστηματοποίησε τὴν προφορικὴ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννη. Αὐτὴν τὴν ἐμπειρικὴ διάσταση τῆς δογματικῆς, καὶ τῆς θεολογίας ἐν γένει, τόνιζε πάντα ὁ π. Ἰωάννης στοὺς φοιτητές του, μιλῶντας γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἡσυχία, τὴν ἄσκηση, τὴν νήψη, τὴν Ἁγία Γραφή, τὸν Ὄντα, τὸν ζωντανὸ Θεὸ τῶν ζωντανῶν Πατέρων. Ὅλος ὁ κόσμος, ἔλεγε ὁ π. Ρωμανίδης, ἔγινε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, γιατί διὰ τοῦ Χριστοῦ γεφυρώνεται τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο καὶ ἔτσι σώζεται. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἁπλὲς κουβέντες, ἀλλὰ λόγος-ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅταν ἕνας θεόπτης ἐφαρμόζη τὸ θέλημα, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐνδύεται τὴν θεία ἐνέργεια καὶ ἔτσι γίνεται φορέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι πηγή. Πηγὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ π. Ρωμανίδης ἀνέλυε μὲ τὰ κριτήρια αὐτὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καὶ γελοιοποιοῦσε ἐνώπιον τῶν φοιτητῶν τοὺς ἀντιησυχαστές. Τὴν ἡσυχία καὶ τὴν προσευχὴ τὴν δίδαξε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Ἔτσι ὁ ἡσυχασμὸς καὶ ἡ νήψη παραδίδονται ἀπὸ τὶς Διαθῆκες, ὅπως ὑπογράμμιζε ὁ π. Ἰωάννης. Ὁ Ἡσυχασμὸς εἶναι φαινόμενο μὲ ἀναφορὰ ὄχι μόνον σὲ κάποιο τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας (τοὺς Ἱεράρχες-Μοναχούς), ἀλλὰ καὶ σ' ὅλα τὰ μέλη καὶ τὰ ἐπίπεδα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀφοῦ ὅλοι ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε νηπτικοί. Ἡ ἀρχὴ αὐτὴ διέκρινε τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη σ' ὅλα τὰ θέματα ποὺ ἀνέπτυσσε, δογματικά, διαλόγου, ἱστορικά, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε εὐκαιρία μιλοῦσε γιὰ τὴν νήψη ἐν ἡσυχίᾳ καὶ προσευχή. Ἔδιδε ἰδιαίτερη προσοχὴ στὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμὸ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ὑπεστήριζε ὅτι καὶ στὴν Δύση ὑπῆρχε πρὸ τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν ὁ ἡσυχασμός. Γι' αὐτὸ καὶ ἐπέμενε νὰ μεταφυτευθῇ στὴν Ἀμερικὴ ὁ μοναχισμός, γιὰ νὰ συνεχισθῇ ἐκεῖ ἡ παράδοση τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, καί, ὅπως εἶπε ὁ εἰσηγητής, «ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς δεήσεις του» καὶ σήμερα πλησιάζουν τὶς εἴκοσι οἱ ὀρθόδοξες Ἱερὲς Μονὲς στὶς Η.Π.Α.

Ἐπίσης, ὁ κ. Παπαδόπουλος κατέθεσε τὶς μαρτυρίες ὅτι ὁ ἀείμνηστος πατρολόγος Παναγιώτη Χρήστου τοῦ εἶχε ἐκμυστηρευθῇ ὅτι ὁ π. Ρωμανίδης γνώριζε καλύτερα ἀπὸ τὸν ἴδιο τοὺς Πατέρας, μαρτυρία πολὺ σημαντικὴ ἂν ἀναλογισθῇ κανεὶς ὅτι ὁ Χρήστου ἔφερε τοὺς Πατέρες στὴν νεώτερη ἐπιστήμη τῆς θεολογίας. Ἐπίσης μαρτύρησε ὅτι ὁ π. Ἰωάννης λειτουργοῦσε ὡς Ἱερέας, τὸ μάθημά του εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στοὺς φοιτητὲς καὶ ἀνέφερε διάφορα περιστατικὰ ἀπὸ τὴν κατάθεση τῆς διατριβῆς του, τοὺς Διαλόγους, τὶς παραδόσεις σὲ φοιτητές.

Ἀναφέρθηκε καὶ στὰ προσωπικά του προβλήματα, ἐκφράζοντας τὴν πεποίθησή του ὅτι ὁ π. Ἰωάννης εἶχε ὁπωσδήποτε πνευματικὲς ἐμπειρίες στὴν νεότητά του, δοκιμάσθηκε μέσα στὸ καμίνι τῶν περισπασμῶν τῆς καθηγητικῆς ἕδρας, γιὰ νὰ φθάση καὶ πάλι στὸ τέλος τῆς ζωῆς του στὸ δωμάτιο-κελλί του νὰ ζὴ μὲ προσευχὴ καὶ ἀγρυπνίες.

Ὁ κ. Σταῦρος Γιαγκάζογλου, ἀφοῦ ἐξέφρασε τὴν χαρά του γιατί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς καθηγητὲς στοὺς ὁποίους μαθήτευσε, ποὺ ἐπηρέασε καὶ γονιμοποίησε θετικὰ τὴν σκέψη του, ἀνέπτυξε τὸ θέμα «Ἡ σημασία τοῦ περὶ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔργου τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία». Μίλησε εἰσαγωγικὰ γιὰ τὸ θεολογικο-ἱστορικὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο ἐμφανίσθηκε ἡ διατριβὴ τοῦ π. Ρωμανίδη, γιὰ τοὺς ἄξονες τῆς διατριβής, γιὰ κάποιες πτυχὲς τῆς διένεξής του μὲ τὸν Π. Τρεμπέλα καὶ τέλος γιὰ τὴν σημασία τῆς διατριβῆς. Τὸ θεολογικὸ πλαίσιο περιέγραψε μὲ τὸν ὅρο τοῦ π. Φλωρόφσκι «βαβυλώνεια αἰχμαλωσία» τῆς θεολογίας, ἀνέλυσε ἐν συντομίᾳ τί σήμαινε ἡ αἰχμαλωσία αὐτή, ἡ ὁποία εὐθύνεται καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἀντιδράσεις ποὺ δέχθηκε ὁ π. Ρωμανίδης, ὁ «ἀμερικανοτραφὴς» θεολόγος ποὺ «ἔφερε στὶς ἀποσκευές του τοὺς Πατέρες» ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ στὴν Ἑλλάδα. Σημείωσε ὅτι εἶναι πρὸς τιμὴν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν ὅτι τελικὰ ἀποδέχθηκε τὴν διατριβὴ τοῦ π. Ρωμανίδη, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις.

Τὰ θέματα ποὺ ἀσχολήθηκε ἡ διατριβὴ ἦταν πολλὰ καὶ σημαντικά, δογματικά, χριστολογικά, ἐκκλησιολογικά, ἀναστηλωτικὰ τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἀντιρρητικὰ πρὸς τὸν δυτικό, παπικὸ καὶ προτεσταντικὸ σχολαστικισμὸ καὶ τὴν νοησιαρχία. Μίλησε γιὰ τὴν πτώση, τὴν ἁμαρτία, τὴν ἀσθένεια ψυχῆς καὶ σώματος, τὴν σωτηρία, τὸν ὀρθόδοξο προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν θέωση, τὰ Μυστήρια κλπ. Ὑπογράμμισε ὁ εἰσηγητὴς τὰ πάμπολλα καινοτομικὰ στοιχεῖα τῆς διατριβής, ὅπως τὴν ὀρθὴ ἀφομοίωση τῶν πατερικῶν κειμένων, τὰ ὀρθὰ κριτήρια ἀνάγνωσης τῶν Πατέρων, τὴν ἐπικέντρωση-ἑστίαση στὴν οὐσία τῶν προβλημάτων, τὸν ἐμπειρικὸ χαρακτῆρα τῆς θεολογίας, τὴν παρουσίαση γιὰ πρώτη φορὰ τῆς ἀλήθειας ὅτι τὸ δικανικὸ πνεῦμα εἶναι μιὰ παρερμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου κλπ.

Ἐπίσης ἀναφέρθηκε στοὺς δογματικοὺς ἄξονες τοῦ ἔργου: τὴν διασάφιση τῶν δογμάτων ὡς πρὸς τὴν Τριαδολογία, τὴν διδασκαλία γιὰ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὡς πηγὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος, τὴν σύνδεση Πνευματολογίας καὶ Χριστολογίας, τὴν διδασκαλία ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐναργῆ ἀνάλυση τῆς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος δημιουργίας τοῦ κόσμου, τὸν τονισμὸ τῆς ἐλευθερίας ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπολογία, τὴν διάκριση οὐσίας καὶ ἐνεργείας, τὸ μεθεκτὸ καὶ ἀμέθεκτο τοῦ Θεοῦ κ.ἄ. Γενικά, ὁ π. Ρωμανίδης μὲ ἄξονα τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα συνόψισε ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ δογματική.

Ὅσον ἀφορᾶ τὶς θεολογικὲς διενέξεις ποὺ δημιουργήθηκαν μὲ ἄλλους καθηγητές, τελικά, ὅπως τόνισε ὁ εἰσηγητής, ὁ π. Ρωμανίδης κέρδισε, ἀφοῦ καὶ οἱ ἀντίπαλοί του υἱοθέτησαν ἔστω καὶ σιωπηρῶς τὶς θέσεις του, ὅπως π.χ. γιὰ τὴν δικαίωση στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὶς θεοφάνειες τοῦ Ἀσάρκου Λόγου κλπ. Ὡς πρὸς τὴν δημοσίευση τῆς ἀλληλογραφίας Ρωμανίδη-Τρεμπέλα ὁ εἰσηγητὴς ὑποστήριξε ὅτι διαφωτίζει ἀκόμη περισσότερο τὰ περὶ τῆς συγγραφὴς τῆς ἐξέχουσας αὐτῆς διατριβῆς.

Ἀνακεφαλαιώνοντας, τόνισε τὴν συμβολὴ τῆς διατριβὴς τοῦ π. Ρωμανίδη στὴν ἀναγέννηση τῶν πατερικῶν σπουδῶν, στὴν μελέτη τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὴν διακήρυξη τοῦ ἐμπειρικοῦ χαρακτῆρος τῆς θεολογίας, τὴν στροφὴ στοὺς διακριτικοὺς καὶ ἐμπειρικοὺς Γέροντες, καὶ ὑποστήριξε ὅτι τώρα ἀνοίγει ἡ κληρονομιὰ ποὺ ἄφησε ὁ π. Ρωμανίδης στὴν θεολογία.

Ὁ κ. Λάμπρος Σιάσος μὲ λόγο ποὺ τὸν χαρακτήριζε ποιητικὴ περιεκτικότητα μίλησε γιὰ «Ρωμανιδικὰ ἀλεξίπυρα καὶ ἀκαδημαϊκὲς φλογώσεις». Πιὸ συγκεκριμένα ἀναφέρθηκε σὲ πειρασμοὺς τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη: κατὰ τὴν ἔγκριση τῆς διατριβής του, στὴν καθηγητική του ζωή, σ’ ἕνα στιγμιαῖο πειρασμὸ ἀπὸ μιὰ κομματικὴ ἐμπλοκή του, σ’ ἕναν ὀξύτερο στὸ Ἄαρχους τῆς Δανίας, κατὰ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους καὶ ὑπαινικτικὰ σ’ ἕναν μέγα καὶ σ’ ἕναν τελευταῖο πειρασμό του. Οἱ πειρασμοὶ τοῦ π. Ρωμανίδη εἶναι πειρασμοί –φλογώσεις– τῶν θεολόγων στὴν ἀκαδημαϊκὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ διακονία τους.

Τὸ ἐρώτημα ποὺ ἔθεσε εἶναι, τὸ τί κάνουμε ἐμεῖς ἀπέναντι στὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ δολίως τοξευόμενα στὸ πεδίο τῆς δογματικῆς θεολογίας, τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀναγκῶν καὶ τῆς ἱερῆς Λατρείας, καθὼς ὁ διάβολος κανοναρχεῖ διαλόγους, ἀναγεννήσεις λειτουργικὲς καὶ βιβλικὲς ἑρμηνεῖες.

Μὲ παραπομπὲς κυρίως στὸν ἅγιο Διάδοχο Φωτικὴς παρουσίασε ἀφ' ἑνὸς μὲν τοὺς κινδύνους ἀλλοίωσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὸν ὀρθὸ τρόπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς –ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς– θεολογήσεως. Μὲ λόγο ποὺ προκαλοῦσε τὸν ἀκροατὴ νὰ σκεφτῇ καὶ νὰ συμπληρώση τὰ συσκιαζόμενα περιέγραψε τὰ «ἀλεξίπυρα» γιὰ τὶς «ἀκαδημαϊκὲς φλογώσεις» μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.

Τέλος ὁ π. Γεώργιος Δράγας ἀναπτύσσοντας τὸ θέμα «ἡ Πατερικὴ θεολογία ὡς βάση τῆς συγχρόνου ὀρθοδόξου ἑρμηνευτικῆς», μίλησε γιὰ τὶς διδασκαλίες, τὰ μηνύματα καὶ τὴν «νεοπατερικὴ σύνθεση» τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, κοινοῦ διδασκάλου τοῦ π. Ἰωάννου καὶ τοῦ ἰδίου, πρὸς τοὺς μαθητές του, τὰ ὁποία καὶ ἐφήρμοσε καὶ συστηματοποίησε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ὁ Φλωρόφσκι «δὲν ζήτησε νέους συγχρόνους Πατέρας», δηλαδὴ μιὰ μεταπατερικὴ ἢ νεωτερικὴ σύνθεση, ἀλλὰ ἐπισήμανε τὴν ἀποκάθαρση τῆς ὀρθόδοξης ἁγιοπατερικῆς θεολογίας ἀπὸ τὰ ἑτερόδοξα στοιχεῖα ποὺ τὴν ἐπισκίασαν.

Μίλησε γιὰ τὴν «ψευδομορφωμένη θεολογία», τόσο στὴν Ρωσία ἀπὸ τὸν Μ. Πέτρο καὶ μετά, ὅσο καὶ στὴν Ἑλλάδα, μετὰ τὴν Ἅλωση, τὴν ὁποία ἐπιζητὰ νὰ διορθώση ἡ «νεοπατερικὴ σύνθεση» τοῦ π. Φλωρόφσκι γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Βίβλου ἀπὸ τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι θεόπτες καὶ ἔχουν τὴν ἴδια ἐμπειρία τῆς θεώσεως μὲ αὐτὴν τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων, Εὐαγγελιστῶν καὶ Πατέρων γιὰ τὴν θεολογικὴ προτεραιότητα ποὺ ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου ὡς πρὸς τὰ ἄλλα Εὐαγγέλια τὰ ὁποία συμπληρώνει καὶ ὁλοκληρώνει γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τελείωση τοῦ κόσμου μέσῳ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν τριαδολογικὴ ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν ὁποία ἀρνοῦνται οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι.

Ὁ π. Γεώργιος Δράγας τόνισε ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Βίβλου καὶ ἡ θεολογία μὲ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια εἶναι ἑρμηνεία καὶ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Παραδόσεώς της, τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ Φωτός. Ἀπέρριψε δὲ κάθε «ψευδομορφωμένη νεοπατερικὴ» ἢ «μεταπατερικὴ» προσπάθεια ἑρμηνείας ὡς ἀντιεκκλησιαστική, ἀντιπαραδοσιακὴ καί, βεβαίως, ἀδιέξοδη καὶ ἀναποτελεσματική.

Πρωτ. π. Ιωάννη Ρωμανίδη: Σχῖσμα - Βατικανό

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Τὸ ἀποκαλούμενο “σχῖσμα” μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως ἦταν, στὴν πραγματικότητα, ἡ εἰσαγωγὴ στὴν Παλαιὰ Ρώμη τοῦ σχίσματος, ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὸν Καρλομάγνο καὶ μεταφέρθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ Γερμανούς, ποὺ κατέλαβαν τὸν παπικὸ θρόνο.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐξαφανίσθηκε σταδιακὰ ἀπὸ τὴν Δυτικοευρωπαϊκὴ Ρωμανία... ἀλλὰ ἐπέζησε μέχρι σήμερα στὰ Ρωμαίικα Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι οἱ κατακτητὲς τῶν Δυτικῶν Ρωμαίων χρησιμοποίησαν τὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ καθυποτάξουν τὸ Ρωμαϊκὸ Ἔθνος, ἐνῶ ὑπὸ τὸ Ἰσλὰμ τὸ Ἔθνος τῶν Ρωμαίων ἐπέζησε μέσω τῆς Ἐκκλησίας...

Οἱ Φράγκο-Λατίνοι καὶ ὁ Παπισμὸς τοὺς συνέχισαν τὰς κατακτήσεις τους ποὺ πάντοτε συνοδεύοντο ἀπὸ τὴν ἐξόντωσιν ἢ ἐκδίωξιν τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καὶ τὴν ὑποδούλωσιν τῶν πιστῶν διὰ τῆς μεταβολῆς τους στὴν κατάστασιν δουλοπαροίκων μὲ τὴν πλήρη ἀφαίρεσιν τῆς γεωκτησίας τους. Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαναν ποτὲ οὔτε οἱ Ἄραβες καὶ οὔτε οἱ Τοῦρκοι Μουσουλμάνοι.

Ἀλλὰ ἀκόμη μέχρι τὰς ἀρχὰς τοῦ 20ου αἰῶνος τὸ Βατικανὸ ἐνεργοῦσε κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον. Τὸ 1923 ἡ Ἰταλία ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν Τουρκία τὰ Δωδεκάνησα μὲ τὴ Συνθήκην τῆς Λωζάνης. Τὸ Βατικανὸ ἔδιωξε ὅλους τους Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀντικατέστησε μὲ Φράγκο-Τοσκάνους καὶ Λογγοβάρδους ποὺ ἀπὸ τὸ 1870 εἶχαν ὑποδυθεῖ τὴν ταυτότητα τοῦ μέχρι τότε ἀνυπάρκτου Ἰταλικοῦ ἔθνους.

Μὴ δυνάμενο πλέον νὰ χρησιμοποιήση τὸν τύπον τῆς Δυτικῆς μεσαιωνικῆς στρατιωτικῆς δυνάμεώς του, τὴν ὁποίαν χρησιμοποιοῦσε ἀνοικτὰ ἀκόμη μέχρι τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν, καὶ μὲ τὴν οὐσιαστικὴν ἀποτυχίαν τῆς Οὐνίας, ἔμαθε τὸ Βατικανὸ κατὰ τὰ μέσα του αἰῶνος τούτου νὰ ἐπιτίθεται δημοσίως διὰ τῆς “ἀγάπης” καὶ τοῦ “διαλόγου”, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα “δὶ’ ἐπιθέσως ἀπὸ τὰ νῶτα”.

Ρωμανία-Ρουμανία

Τὸ ἐθνικὸν πρόβλημα τῆς Ἀλβανίας, Ρουμανίας καὶ Ἑλλάδος, ὡς καὶ τῆς Κύπρου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τοῦ Λιβάνου εἶναι κατασκεύασμα τεχνητὸν τῶν παλαιῶν ἐχθρῶν τῆς Ρωμαιοσύνης, τὴ ἀφελεῖ συμπράξει τῶν Νεοελλήνων.

Ἡ ὁλοκλήρωσις τῆς καταστροφῆς τῆς ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος Ρωμαιοσύνης ἐπῆλθε μὲ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ φραγκικῆς προελεύσεως ὀνόματος βυζαντινὸν διὰ κάθε τί τὸ ρωμαίϊκον. Οἱ ἐναπομείναντες Ροὺμ καὶ Ρωμάνοι ἢ Ρουμάνοι εἰς Μέσην Ἀνατολήν, Ρουμανίαν καὶ Ἀλβανίαν δὲν γνωρίζουν πλέον, ὅτι οἱ κακῶς σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοὶ εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ τὸν ἑαυτόν των, δηλαδὴ ὅτι οἱ σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοὶ εἶναι ἑλληνιστὶ μὲν Ρωμαῖοι ἢ Ρωηοί, λατινιστὶ δὲ Ρωμάνοι καὶ ἀραβιστὶ καὶ τουρκιστὶ Ροὺμ μὲ κυρίαν καὶ ἐπίσημον γλῶσσαν τα Ρωμαίϊκα.

Δυστυχῶς, οὔτε οἱ Ρουμάνοι, οὔτε οἱ Ἀλβανοί, οὔτε οἱ Νεοέλληνες ἀντιλαμβάνονται πόσον παιδαριώδεις φαίνονται ἐπιστημονικῶς μὲ τὰ ἱστορικὰ πηδήματα ποὺ κάμνουν ἀπὸ τὴν θεὰν Ἀφροδίτην εἰς τὴν σημερινὴν Κύπρον, ἀπὸ τὸν Περικλέα εἰς τὰς σημερινὰς Ἀθήνας, ἀπὸ τὸν κατακτητὴν τῶν Δακῶν Τραϊανὸν εἰς τὴν σημερινὴν Ρουμανίαν, ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρον εἰς τοὺς σημερινοὺς Ροὺμ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ ἀπὸ κάποιον ἀρχαῖον λαὸν εἰς τοὺς σημερινοὺς Ἀλβανούς.

Τῷ ὄντι "παράδοξον" ἐμπόδιον εἰς ὀρθὴν περιγραφὴν τῆς ἱστορίας τῆς Ρωμαιοσύνης εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι σήμερον ὑπάρχει κράτος μὲ τὸ ὄνομα Ρουμανία. Φαίνεται "ὅλως τυχαίως" ἀπεδόθη τὸ κρατικόν μας ὄνομα εἰς τοὺς ἀπογόνους τῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λατινοφώνων Ρωμαίων τούτων καὶ ὄχι εἰς τοὺς ἑλληνοφώνους. Οὕτως "ὅλως τυχαίως" ἐφηρμόσθη ἡ γραμμὴ τῶν Φράγκων ὅτι οἱ μόνοι γνήσιοι Ρωμαῖοι εἶναι οἱ μὴ γνωρίζοντες ἑλληνικὰ λατινόφωνοι Ρωμαῖοι!

π. Ἰωάννης Ρωμανίδης

Ρωμηοσύνη

«Ναὶ μὲν ὁ Ρωμηὸς ἔχει ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τὴν Ρωμηοσύνην του, ἀλλὰ οὔτε φανατικὸς οὔτε μισαλλόδοξος εἶναι καὶ οὔτε ἔχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Ἀντιθέτως ἀγαπᾶ τοὺς ξένους οὐχὶ ὅμως ἀφελῶς.

Τοῦτο διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅλας τὰς φυλᾶς καὶ ὅλα τὰ ἔθνη χωρὶς διάκρισιν καὶ χωρὶς προτίμησιν. Ὁ Ρωμηὸς γνωρίζει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ κατέχει τὴν ἀλήθειαν καὶ εἶναι ἡ ὑψίστη μορφὴ τῶν πολιτισμῶν. Ἀλλὰ κατανοεῖ ἄριστα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν Ρωμηόν, ὄχι ὅμως περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κάτοχον τῆς ἀληθείας ἀλλ' ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ τὸν κήρυκα τοῦ ψεύδους. Ἀγαπᾶ τὸν ἅγιον, ἀλλ' ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ἀκόμη καὶ τὸν διάβολον.

Διὰ τοῦτο ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι αὐτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη καὶ φιλότιμον καὶ ὄχι κίβδηλος αὐτοπεποίθησις, ἰταμότης καὶ ἐγωισμός. Ὁ ἠρωϊσμὸς τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἀληθὴς καὶ διαρκὴς κατάστασις τοῦ πνεύματος καὶ ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καὶ ἁρπακτικότης.

Οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες τῆς Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν ἁγίων.

Ἡ Ρωμηοσύνη διαφέρει τῶν ἄλλων πολιτισμῶν, διότι ἔχει τὸ ἴδιον θεμέλιον διὰ τὸν ἠρωϊσμὸν τῆς ὡς καὶ διὰ τὴν ἁγιωσύνην της, δηλαδὴ τὸ ρωμαίικον φιλότιμον τὸ ὁποῖον δὲν ὑπάρχει εἰς τὸν εὐρωπαϊκὸν πολιτισμόν. Παρὰ ταῦτα οἱ Γραικύλοι ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι σήμερον προπαγανδίζουν ὅτι ὀφείλομεν νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὴν Ρωμηοσύνην καὶ νὰ γίνωμεν Εὐρωπαῖοι, διότι δῆθεν ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὴν Ρωμηοσύνην.

Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν ἀποδεικνύεται. Περιγράφεται. Δὲν χρειάζεται ἀπολογητάς. Εἶναι ἁπλῶς αὐτὸ ποῦ εἶναι. Τὸ δέχεται κανεὶς ἢ τὸ ἀπορρίπτει...
Καὶ σήμερον ἄλλοι παραμένουν Ρωμηοί, ἄλλοι ὅμως ἀμερικανεύουν, ρωσεύουν, φραντσεύουν, ἀγγλεύουν, δηλαδὴ γραικεύουν».

(π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, Ρωμηοσύνη).

Ρωμηοσύνη-ἡσυχασμός

Ἡ Ρωμηοσύνη συνδέεται στενὰ μὲ τὸν ἡσυχασμό. Οἱ Ρωμηοὶ Πατέρες ἦταν ἡσυχαστὲς καὶ ὄχι στοχαστές. Ἔτσι ἑρμήνευε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τὴν Ρωμηοσύνη.

Σὲ μιὰ προφορικὴ ὁμιλία του ἀναφερόμενος στὸν εἰδικὸ γιὰ ὀρθόδοξα θέματα Λατῖνο Jugie (Ζιουζὶ) ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ἀνήγγειλε τὸν θάνατο τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης: «Καὶ δὲν νομίζω ὅτι πᾶνε τυχαῖα αὐτὰ τὰ θέματα, ἡσυχασμός-Ρωμηοσύνη. Ὁπότε τὸ σχέδιο ἦταν, νὰ σβύση καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μαζί. Αὐτὸ εἶναι τὸ σχέδιο».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δὲν κινεῖται σὲ ἐθνοφυλετικὰ πλαίσια, ἀφοῦ ὁ Ρωμηός-ἡσυχαστὴς ἔχει ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία, τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐθνοφυλετικός.

Ὁ Χριστιανός, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἀποκτᾶ τὸ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας καὶ ὑπερβαίνει ὅλες τὶς διακρίσεις ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ• ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ• πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι» (Γάλ. γ', 26-29). Καὶ στὴν συνέχεια ὁμιλεῖ γιὰ τὴν προσευχὴ στὴν καρδιά, ποὺ γίνεται μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ εἶναι ἀπόδειξη τῆς κατὰ Χάρη υἱοθεσίας.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅσοι ζοῦν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, συνδυασμένη μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὑπερβαίνουν τὴν διάκριση μεταξὺ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος, δούλου καὶ ἐλεύθερου, ἄρρενος καὶ θήλεος.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτική, τὴν λεγομένη θεραπευτική, ἐνέτασσε καὶ ὁ π. Ἰωάννης τὸ πνεῦμα τῆς Ρωμηοσύνης, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἢ νὰ ἐκληφθῇ ὡς ἐθνικισμός. Ὅποιος ἐνεργεῖ καὶ ἐργάζεται ἐθνοφυλετικά, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος...»)

Τὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κατὰ καιρούς, ἰδίως τελευταῖα, ἀσκεῖται μιὰ κριτικὴ στὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ διατυπώνονται διάφορες ἀπόψεις γιὰ τὶς θεολογικὲς θέσεις του πάνω σὲ θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ ζητήματα. Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι ἀσκεῖται κριτικὴ μετὰ τὴν κοίμησή του, χωρὶς νὰ μπορῇ ὁ ἴδιος νὰ ἀπαντήση σὲ ἑρμηνεῖες ποὺ δίνονται γιὰ τὸ θεολογικό του ἔργο. Ἐπίσης, κρίνεται ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν γνώρισαν προσωπικὰ ἢ μελέτησαν ἀποσπασματικὰ τὸ ἔργο του, χωρὶς νὰ τὸ ἐντάξουν στὴν ὁλότητά του. Εἶναι φανερὸν ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ἀντιλαμβάνονται μερικὲς θεολογικὲς θέσεις του μέσα ἀπὸ τὶς δικές τους προϋποθέσεις καὶ τὶς παρερμηνεύουν. Πιθανὸν νὰ κρίνουν τὸ ἔργο ἑνὸς μεγάλου θεολόγου, γιὰ νὰ γίνουν καὶ αὐτοὶ «μεγάλοι».

Εἶχα τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ νὰ τὸν γνωρίσω μετὰ τὴν συνταξιοδότησή του ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο, κυρίως κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Ἀθήνα, καὶ νὰ ὁμιλοῦμε σχεδὸν καθημερινῶς γιὰ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ ζητήματα. Ἐπίσης, μοῦ ἀπέστελνε κείμενά του καὶ μοῦ ἀνέλυε, διὰ τοῦ τηλεφώνου, περισσότερο τὶς ἀπόψεις του. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸν καθηγητὴ π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ τὸν θεολόγο κ. Ἀθανάσιο Σακαρέλλο. Πέρα ἀπὸ αὐτό, μὲ αἴτησή του μοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἐγγράψω στοὺς ἱερατικοὺς καταλόγους τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μου, χωρίς, βέβαια, νὰ λαμβάνη μισθό, ἀλλὰ γιατί ἤθελε νὰ ἔχη κάποια ἐκκλησιαστικὴ «στέγη», πρᾶγμα ποὺ ἔγινε μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ Ἀπολυτηρίου του ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀμερικῆς, ὅπως τὸ εἶχα ζητήσει. Ἑπομένως, εἶμαι ὁ τελευταῖος Ἐπίσκοπός του.

Ἔτσι γνώρισα, ὅσο εἶναι δυνατόν, τὴν προσωπικότητά του καὶ τὶς θεολογικὲς θέσεις του. Μὲ ἐντυπωσίασε κάποια φορὰ ὁ π. Ἰωάννης, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκα στὸν θάλαμο ἐντατικῆς θεραπείας στὸ νοσοκομεῖο. Ἦταν διασωληνωμένος καὶ τὸν ρώτησα γιὰ τὴν ὑγεία του. Ἐκεῖνος δὲν ἔδωσε καμμία σημασία, ἀλλὰ ἄρχισε νὰ μοῦ ὁμιλῇ γιὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ θέματα. Αὐτὸ ἔδειχνε τὸ πόσο μεγάλη σημασία ἔδινε στὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ παραθεωροῦσε τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ὑγεία του, ἀκόμη καὶ τὸν θάνατό του. Ἡ θεολογία ἦταν ὅλη ἡ ζωή του καὶ ἡ ἀναπνοή του.

Στὰ ὅσα κατὰ καιροὺς ἔχω γράψει καὶ ὅσα θὰ δημοσιευθοῦν ἀργότερα γιὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, θὰ ἤθελα ἐδῶ νὰ σημειώσω τὶς δύο «φάσεις» τῆς θεολογικῆς του ἀναπτύξεως, ἂν μπορῇ κανεὶς νὰ ὀμιλήση γιὰ φάσεις μιᾶς τέτοιας διαδικασίας. Πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη περίοδο τῆς θεολογικῆς του παραγωγῆς, ποὺ ἔχει ἐπίκεντρο τὴν διατριβὴ τοῦ μὲ τίτλο Τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα, καὶ τὴν δεύτερη περίοδο ποὺ ἔχει ἐπίκεντρο τὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, ἰδιαιτέρως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Φυσικά, ὅπως γίνεται ἀντιληπτὸ δὲν θὰ μὲ ἀπασχολήση στὸ κείμενο αὐτὸ ἡ ἄποψή του γιὰ τὴν ἱστορία, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὴν θεολογία, ἂν καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ δύο αὐτὰ τὰ θεωροῦσε ἀλληλένδετα.

1. «ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ»

Ἡ ἐνασχόλησή του μὲ τὸ θέμα αὐτὸ εἶχε ἀφετηρία τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο βρέθηκε στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ π. Ἰωάννης μεγάλωσε στὴν Ἀμερικὴ ἀπὸ τὴν βρεφική του ἡλικία, σπούδασε σὲ Παπικὰ καὶ Προτεσταντικὰ Κέντρα Σπουδῶν καὶ γνώρισε πολὺ καλὰ τὴν θεολογία τους, ὅπως τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καὶ τῶν βασικῶν Προτεσταντῶν θεολόγων. Οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνταν τὴν πατερικὴ παράδοση καὶ μελετοῦσαν μόνον τὴν Ἁγία Γραφή, οἱ δὲ Παπικοὶ θεολόγοι στηρίζονταν στὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη –ὁ ὁποῖος ἑρμήνευε τὸν Αὐγουστῖνο– ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους σχολαστικοὺς θεολόγους. Αὐτὴ ἡ ἀντίθεση μεταξὺ τῶν δύο Χριστιανικῶν παραδόσεων (Παπισμοῦ-Προτεσταντισμού) ἔκανε τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη νὰ ἐνδιατρίψη περισσότερο στοὺς λεγομένους Ἀποστολικοὺς Πατέρες, δηλαδὴ τοὺς Πατέρες ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἦταν διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ προηγήθηκαν τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος.

Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ εὐφυέστατη κίνηση, διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διέγνωσε ὅτι οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες εἶναι ὁ κρίκος ποὺ συνέδεε τοὺς Ἀποστόλους μὲ τοὺς μετέπειτα Μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτὸς ὁ κρίκος παρέμεινε ἄθραυστος. Διὰ τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων μεταφέρθηκε ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων στὶς μετέπειτα γενιές. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ Ἀποστολικοὺς Πατέρες, ἐννοοῦμε τὸν ἅγιο Κλήμη Ρώμης, τοὺς συγγραφεῖς τῶν ἔργων: Ποιμὴν τοῦ Ἐρμὰ καὶ Ἡ ἐπιστολὴ Βαρνάβα, τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο Θεοφόρο, τὸν ἅγιο Πολύκαρπο Σμύρνης, τὸν Παπία Ἰεραπόλεως. Μὲ αὐτοὺς συνδέεται καὶ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λυῶνος καὶ ὁ Ἱππόλυτος Ρώμης.

Μελέτησε, ἑπομένως, ὅλους τοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρες μέσα στὸ «πνεῦμα» τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σὲ ἀντιβολὴ ἀφ' ἑνὸς μὲν μὲ τοὺς ὀρθοδόξους Πατέρες ἀφ' ἑτέρου δὲ μὲ τoὺς δυτικοὺς σχολαστικοὺς καὶ μεταρρυθμιστὲς θεολόγους. Ἡ ὅλη πορεία τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του φαίνεται στὸν ὑπότιτλο τῆς διατριβῆς του μὲ θέμα τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα.

Σὲ ἕνα ἰδιόχειρο τετράδιο, ποὺ ἔχω στὴν κατοχή μου καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς προετοιμασίας τοῦ θέματος, πρὶν καταγράψει τὶς θεολογικές του θέσεις στὴν γνωστὴ διατριβή του, ὁ τίτλος καὶ ὁ ὑπότιτλος τοῦ ἔργου ἔχουν καθορισθῇ ὡς ἑξῆς: «Τὸ Προπατορικὸν ἁμάρτημα, ἤτοι αἱ κοσμολογικαὶ καὶ ἀνθρωπολογικαὶ προϋποθέσεις αὐτοῦ ἐν τῇ ἀρχαία Ἐκκλησία συγκρινόμεναι πρὸς προϋποθέσεις τινας τῆς μεταγενεστέρας ἑλληνικῆς πατερικῆς θεολογίας καὶ τῆς δυτικῆς σχολαστικῆς θεολογίας, κυρίως τοῦ Αὐγουστίνου, Ἀνσέλμου καὶ Ἀκινάτου». Πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη σύλληψη τοῦ θέματος αὐτοῦ. Στὸ τετράδιο αὐτὸ ὑπάρχουν χωρία ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὰ ὁποῖα εἶχε συγκεντρώσει κατὰ θέματα, προφανῶς διαβάζοντας ὁλόκληρη τὴν Καινὴ Διαθήκη μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τοῦ θέματός τοῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ πατερικὰ κείμενα ἀπὸ τοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Πατέρας τοῦ 4ου αἰῶνος, ἤτοι τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου καὶ ἄλλων Πατέρων, ὅπως καὶ τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, κλπ.

Στὴν δακτυλογραφημένη διατριβή του, ποὺ περιῆλθε στὴν κατοχή μου καὶ στὴν ὁποῖα παρατηροῦνται ἰδιόχειρες διορθώσεις φράσεων καὶ παρεμβάσεις μὲ προσθῆκες στὸ κείμενο, σημειώσεις κλπ., –προφανῶς εἶναι τὸ κείμενο τῆς πρώτης καταγραφῆς– ὁ τίτλος καὶ ὁ ὑπότιλος τοῦ ἔργου του ἔχουν καθορισθῇ ἀπὸ τὸν ἴδιο ὡς ἑξῆς: Μὲ τὴν γραφομηχανὴ σημειώνεται: «Τὸ Προπατορικὸν ἁμάρτημα, ἤτοι αἱ κοσμολογικαὶ καὶ ἀνθρωπολογικαὶ προϋποθέσεις Αὐτοῦ ἀπὸ τῶν χρόνων τῆς Καινῆς Διαθήκης μέχρι τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου». Σὲ ἰδιόχειρη σημείωσή του τροποποιεῖ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου: «Συμβολαὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν περὶ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος, ἤτοι Αἱ προϋποθέσεις αὐτῆς ἐν τῇ μέχρι τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου Ἀρχαία Ἐκκλησία ἐν ἀντιβολῇ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον καὶ Δυτικὴν μέχρι Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου Θεολογίαν».

Στὸ τελικὸ κείμενο τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Πουρνάρα ὁ τίτλος καὶ ὁ ὑπότιτλος τῆς διατριβῆς του ἔχουν προσδιορισθῇ ὡς ἀκολούθως: «Τὸ Προπατορικὸν Ἁμάρτημα, ἤτοι Συμβολαὶ εἰς τὴν ἔρευναν τῶν προϋποθέσεων τῆς διδασκαλίας περὶ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος ἐν τῇ μέχρι τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου Ἀρχαία Ἐκκλησία, ἐν ἀντιβολῇ πρὸς τὴν καθόλου κατεύθυνσιν τῆς Ὀρθοδόξου καὶ τῆς Δυτικῆς μέχρι Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου Θεολογίας».

Ἀπὸ τὴν κατὰ καιροὺς διαμόρφωση τοῦ ὑπότιτλου τοῦ ἔργου τοῦ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν συγγραφέα φαίνεται καθαρὰ ἀφ' ἑνὸς μὲν ἡ προσπάθειά του νὰ ἐκφράση κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν διαφορὰ τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τῶν σχολαστικῶν θεολόγων στὸ θέμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀφ' ἑτέρου δὲ ὅτι στηρίζεται πάντοτε στὴν Καινὴ Διαθήκη, στοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρες μέχρι τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς θεολογικῆς σκέψεώς του.

Ἔτσι, αὐτὴ ἡ πρώτη φάση τῆς ἐρευνητικῆς προσπάθειας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη κινεῖται μέσα στὰ κείμενα τόσο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅσο καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀντιβολὴ μὲ τὰ κείμενα τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τῶν Σχολαστικῶν Θεολόγων. Ἡ ἔρευνα αὐτὴ δείχνει ἕναν σοβαρὸ ἐρευνητὴ ἐπιστήμονα ποὺ ἐνδιαφέρεται στὴν φάση αὐτὴ νὰ ἀναζητήση τὸ «πνεῦμα» τῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καί, κατὰ τὴν γνώμη μου, νὰ φανὴ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ «ἱστορικὴ Ἐκκλησία», ἡ ὁποία διαφύλαξε τὴν ἀποστολικὴ παράδοση, ὅπως πέρασε αὐθεντικὰ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους στοὺς μετέπειτα Πατέρες, διὰ μέσου τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, ἐνῷ οἱ Λατῖνοι καὶ οἱ Προτεστάντες ὄχι μόνον τὴν παρερμήνευσαν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀλλοίωσαν σημαντικά.

2. Ἡ ΝΗΠΤΙΚΗ-ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ

Μετὰ τὴν βασικὴ αὐτὴ ἔρευνα ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης προχώρησε βαθύτερα τὸ θέμα, ποὺ συνδέεται μὲ τὶς κοσμολογικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, γιὰ νὰ δὴ τὶς συνέπειες τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁ σκοτασμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ, καθὼς προχώρησε καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεὸ καὶ ἀποκτᾶ κοινωνία καὶ μέθεξη μαζί Του, δηλαδὴ πῶς ἀπὸ τὴν κάθαρση ὁδηγεῖται στὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση. Σὲ αὐτὴν τὴν δεύτερη φάση τῆς δημιουργικῆς τοῦ ἐργασίας βοηθήθηκε σημαντικὰ ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῶν χωρίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως τὴν ἑρμηνεία τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ἤδη ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ θέματος «τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα», ὅπως φαίνεται σὲ ἰδιόχειρο τετράδιο ποὺ ἔχω στὴν διάθεσή μου, εἶχε συγκεντρώσει ὅλα τὰ καινοδιαθηκικὰ χωρία τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὸν διάβολο, στὴν δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, στὸν πνευματικὸ θάνατο, στὴν «καρδίαν ὡς νοῦ» καὶ στὴν «καρδίαν ὡς κατοικίαν Θεοῦ», στὸ «πνεῦμα τῆς ζωῆς», στὸ «πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου», στὴν «δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ», στὴν «σωτηρίαν ἐκ θανάτου καὶ φθορᾶς», στὸ «ἔνστικτον τῆς αὐτοσυντηρήσεως», στὴν κατὰ Χριστὸ σταύρωση κλπ. Δηλαδή, ἀπ' ὅ,τι ἀντιλαμβάνεται κανείς, μελετῶντας τὴν συλλογὴ αὐτῶν τῶν χωρίων, κυρίως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης συνέλεξε ὅλα τὰ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ τὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὡς προϋπόθεση σωτηρίας. Ἡ ἐργασία αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποδομὴ τῆς σκέψεώς του γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῆς νηπτικής-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ὡς ζωῆς τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.

Αὐτὴ ἡ μελέτη τῆς Καινῆς Διαθήκης μέσα ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τὸν βοήθησε ἀργότερα ἀποτελεσματικὰ στὶς συζητήσεις ποὺ εἶχε μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στοὺς διαλόγους μαζί τους.

Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔλεγε ὅτι οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνται τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὰ περὶ προσώπου, ὑποστάσεως, οὐσίας, ἐνεργείας στὸν Θεό, καὶ τὰ ὁποῖα θεωροῦν ὅτι εἶναι ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, μὲ τὴν ὁποῖα ἀλλοιώθηκε ἡ ἀποστολικὴ παράδοση. Μάλιστα μοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ μεγάλος Προτεστάντης θεολόγος Χάρνακ ὑποστήριζε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία εἰδωλολατρικὴ μορφὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι, οἱ Προτεστάντες στοὺς διαλόγους, ὅταν ἄκουαν τοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους νὰ ὁμιλοῦν μὲ ὅρους τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, δυσανασχετοῦσαν, δὲν καταλάβαιναν τίποτε καὶ ἀπέρριπταν ὅλη αὐτὴν τὴν διδασκαλία. Ἑπομένως, δὲν ἦταν εὔκολο νὰ ὀμιλήση ἕνας ὀρθόδοξος θεολόγος μὲ τοὺς Προτεστάντες μὲ ὅρους τῆς πατερικῆς θεολογίας, ἐπειδὴ δὲν τοὺς καταλάβαιναν.

Αὐτὸ ἔκανε τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη νὰ χρησιμοποιῇ κατὰ κόρο στοὺς διαλόγους ποὺ εἶχε μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὑπὲρ τῶν ὀρθοδόξων ἀπόψεων, χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως δὲ χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καὶ τοὺς ἔφερνε σὲ δύσκολη θέση. Ἐπίσης, συζητώνας μὲ Ἑβραίους ἀνέπτυσσε χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περὶ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ ἀσάρκου Λόγου, τοῦ Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου, τοῦ Γιαχβέ, ἔχοντας ὁ ἴδιος ὑπ' ὄψη του τὴν πατερικὴ παράδοση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο τοὺς δημιουργοῦσε ἔκπληξη.

Βεβαίως, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅταν χρησιμοποιοῦσε καὶ ἑρμήνευε χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δὲν ἔκανε αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες, ἀλλὰ εἶχε ὑπ' ὄψη του τὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων καὶ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἀναφέρη, συνήθως, τὰ συγκεκριμένα πατερικὰ χωρία. Δηλαδή, γνώριζε τὸ «πνεῦμα» τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ χρησιμοποιοῦσε περισσότερο χωρία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί, ἑπομένως, χρησιμοποιοῦσε καὶ τὴν ἀποστολικὴ ὁρολογία πάνω σὲ θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως γιὰ τὴν καρδιά, τὸν νοῦ, τὸν δοξασμό, τὴν τελείωση κλπ.

Ἐπειδὴ γνώρισα προσωπικὰ τὸν ἴδιο καὶ ἐπειδὴ μελέτησα ἐπισταμένως τὰ κείμενά του καί, κυρίως, μυήθηκα στὸν προφορικὸ λόγο τοῦ, θεωρῶ ὅτι τὴν ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δὲν τὴν ἔκανε αὐθαίρετα, ἀλλὰ τὴν ἔκανε μὲ βάση δύο σημαντικὰ ἑρμηνευτικὰ κλειδιά, δύο δηλαδὴ οὐσιαστικὲς παραδόσεις.

Ἡ μία παράδοση-ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τὸν ὁποῖο γνώριζε πολὺ καλά, εἶχε μελετήσει ὅλη τὴν διδασκαλία τοῦ ἀπὸ πρωτότυπα κείμενα καὶ συσχέτιζε τὴν διδασκαλία τοῦ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἔχω μελετήσει ἐπισταμένως –καὶ ἔχω ἀποδελτιώσει– ὅλα τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ ἔχω ἀντιληφθῇ αὐτὸν τὸν σύνδεσμο μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου. Πολλὲς φορὲς τὸ ἔλεγε φανερά, ἄλλες φορὲς ἁπλῶς φαινόταν αὐτὴ ἡ συσχέτιση. Κάποτε θὰ προσπαθήσω νὰ κάνω αὐτὸ τὸ ἔργο, δηλαδὴ νὰ συνδέσω τὴν ἑρμηνεία ποὺ κάνει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τῶν ἀποστολικῶν χωρίων μὲ βάση τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου.

Ἡ δεύτερη παράδοση-ἑρμηνευτικὸ κλειδί, μὲ τὴν ὁποῖα μελετοῦσε τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἦταν ἡ ζωντανὴ παράδοση τὴν ὁποῖα συνάντησε σὲ ἡσυχαστὲς Πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὅρους, καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, μὲ τοὺς ὁποίους συζητοῦσε τὰ περὶ καθάρσεως τῆς καρδίας, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός, δηλαδὴ τὴν νοερὰ προσευχή, καὶ τὴν θεωρία, ἤτοι τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ἐπίσης, τὸν ἐντυπωσίασε τὸ βιβλίο Οἱ περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητοῦ, τὰ κείμενα τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου καί, βεβαίως, τὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Φιλοκαλίας.

Ἔτσι, ἡ νηπτική-ἡσυχαστικὴ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τῆς πείρας τῶν συγχρόνων ἡσυχαστῶν ποὺ γνώρισε ἐμμέσως ἢ ἀμέσως. Κατὰ τὴν γνώμη μου σὲ αὐτὰ πρέπει νὰ προστεθῇ καὶ ἡ δική του προσωπικὴ πεῖρα, ἀλλὰ δὲν γνωρίζω σὲ τί βαθμὸ εἶχε φθάσει. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπιμένη σὲ μερικὰ θέματα, ἐὰν δὲν ἔχη προσωπικὴ πεῖρα. Κάποιος μακαριστός, ἔμπειρος Πνευματικὸς Πατέρας μοῦ εἶπε ὅτι τοῦ ἔκανε ἐντύπωση αὐτὴ ἡ ἐπιμονὴ τοῦ π. Ἰωάννου σὲ μερικὰ ζητήματα καὶ γι' αὐτὸ πρόσεχε καὶ ἐκεῖνος αὐτὰ τὰ σημεῖα.

Σὲ αὐτὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, ποὺ τὴν διέκρινε ἀπὸ τὴν Νεοπλατωνικὴ παράδοση μὲ δυνατὰ ἐπιχειρήματα, τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τῆς ὁποίας ἦταν μελετητὴς καὶ ἐγκρατὴς γνώστης καὶ τὴν ὁποῖα θεωροῦσε ὡς τὴν πεμπτουσία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Καππαδοκὼν Πατέρων, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐκαυχᾶτο, ὡς καταγόμενος καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν Καππαδοκία.

Ἡ ἐμμονὴ τοῦ στὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ παράδοση συνδέεται μὲ τὸ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Ἁγίων, ὅπως ἀνευρίσκεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση (ἱεροὶ Κανόνες, ὑμνογραφία, πατερικὰ κείμενα, φιλοκαλία) καὶ ἀναδείχθηκε ἔντονα στὴν συζήτηση ποὺ ἔγινε μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαάμ, κατ' ἀρχάς, καὶ στὴν συνέχεια μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καὶ τοῦ Ἀκινδύνου καὶ τοῦ Γρηγορά.

Ὁ π. Ἰωάννης ἔδωσε μεγάλη σημασία καὶ βαρύτητα στὴν νηπτικὴ παράδοση, γιατί ἐκεῖ ἐντοπίζεται, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δόγματα, ἡ διαφορὰ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως μὲ τὴν παράδοση τῶν Φραγκολατίνων καὶ τῶν Προτεσταντῶν. Μάλιστα αὐτὸ τὸ ἐντόπισε στοὺς ὅρους «analogia entis» (ἀναλογία τοῦ ὄντος) καὶ «analogia fidei» (ἀναλογία τῆς πίστεως) ποὺ συνίστανται σὲ διαφορετικοὺς τρόπους βιώσεως τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.

Ἡ analogia entis ἀναφέρεται στὸ ὅτι ὑπάρχει ἀναλογία μεταξὺ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο ἀπὸ τὰ ἀρχέτυπα εἴδη καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τῆς ψυχῆς στὸν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν. Πρόκειται γιὰ τὴν κλασσικὴ μεταφυσική, ἀπὸ τὴν ὁποῖα ἐπηρεάσθηκε ἡ θεολογία τῶν Φραγκολατίνων. Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία αὐτή, μπορεῖ κανεὶς νὰ γνωρίση τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἐὰν γνωρίση τὴν οὐσία τῶν κτιστῶν ὄντων, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀνθρώπινη λογική. Αὐτὴν τὴν παράδοση ἐξέφραζε ὁ Βαρλαάμ, γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀντέδρασε σὲ αὐτὴν τὴν λεγομένη «στοχαστικὴ ἀναλογία».

Ἡ analogia fidei ἀναφέρεται στὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς πίστεως, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ παράδοση αὐτὴ κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δὲν δίνεται διὰ τῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μελετῶντας κανεὶς τὴν Ἁγία Γραφή, γνωρίζει τὸν Θεὸ καὶ ἔρχεται σὲ ἐπικοινωνία μαζί Του, διότι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἔχει κατατεθῇ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἰσχυριζόταν ὅτι αὐτὲς οἱ δύο παραδόσεις, (analogia entis - analogia fidei) χαρακτηρίζουν τὸν δυτικὸ Χριστιανισμὸ καὶ εἶναι ξένες πρὸς τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι γιὰ νὰ συναντήση κανεὶς τὸν Θεὸ στηρίζεται στὴν προσωπικὴ μέθεξη τῆς ἀκτίστου καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση. Ἡ ἄσκηση εἶναι ἡ νηπτική-ἠσυχαστκὴ παράδοση ποὺ εἶναι ἡ προϋπόθεση τῶν δογμάτων καὶ ὁ δρόμος γιὰ τὴν συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι, ἡ θεογνωσία δὲν συνδέεται μὲ τὴν φιλοσοφία, οὔτε ἁπλῶς μὲ τὴν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία εἶναι σημαντική, διότι καταγράφει τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὴν βίωση τῆς νηπτικής-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή.

Αὐτὴν τὴν νηπτική-παράδοση ὁ π. Ἰωάννης τὴν χαρακτήριζε ὡς θεραπεία, ἕναν ὅρο ποὺ τὸν συναντᾶμε σὲ ὅλη τὴν βιβλικοπατερικὴ παράδοση, διότι μὲ τὴν κάθαρση καὶ τὸν φωτισμὸ ὁ ἄνθρωπος φθάνει στὴν θέωση, τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς παρουσιάζει ὡς πρότυπο ἡσυχαστοῦ τὴν Παναγία ποὺ ἔζησε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ χρησιμοποίησε τὴν μέθοδο «τῆς καθ' ἡσυχίαν ἀγωγῆς». Γι' αὐτό, ὅπως γράφει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση στὴν θέα τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτὴ «μόνη δεῖγμα τῆς ὡς ἀληθῶς εὐεκτούσης ψυχῆς». Ἔτσι, «θεωρία ἐστι τῆς ὑγιαινούσης καρπὸς οἴόν τί τέλος οὖσα καὶ εἶδος θεουργοῦ». Συνεπῶς, θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος, ὄχι διὰ «τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας», ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγωγῆς τῆς ἡσυχίας, μὲ τὴν ὁποῖα θεραπεύεται.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ παράδοση ἦταν ἡ βάση τῆς θεολογίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καὶ ἦταν πρακτικὴ συνέπεια τῆς θεολογικῆς του ἔρευνας γιὰ τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα. Γι' αὐτὸ ἰσχυριζόταν ὅτι ἂν κανεὶς δὲν καταλάβη καλὰ τὴν ἀπόκλιση τοῦ analogia entis καὶ analogia fidei ἀπὸ τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθῇ τὶς αἱρέσεις τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀξία τῆς νηπτικής-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

3. Ἡ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ Π. ΙΩΑΝΝΟΥ

Οἱ δύο φάσεις αὐτῆς τῆς θεολογικῆς ἀναπτύξεώς του (τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα – νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας) δὲν εἶναι ἀνεξάρτητες μεταξύ τους, ἀλλὰ συνδέονται πολὺ στενά, ἀφοῦ ἡ δεύτερη, ἡ νηπτική-ἡσυχαστικὴ παράδοση εἶναι συνέχεια τῆς πρώτης γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Μερικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ π. Ἰωάννης ξεκίνησε ὡς ἕνας ἐξαιρετικὸς φέρελπις θεολόγος, μὲ σημαντικὴ προσφορὰ στὴν θεολογία, ἀλλὰ στὴν συνέχεια ἔχασε τὸν δρόμο τοῦ καὶ δὲν βοήθησε στὴν θεολογικὴ ἀναγέννηση τοῦ τόπου. Νομίζω ὅτι ὅσοι ἑρμηνεύουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν π. Ἰωάννη τὸν ἀδικοῦν, ὅπως ἐπίσης τὸ ἴδιο κάνουν ὅσοι τοῦ προσδίδουν ἐπηρεασμὸ εἴτε ἀπὸ Προτεστάντες εἴτε ἀπὸ Ὠριγενιστές.

Ὁ π. Ἰωάννης ἦταν ἕνας εὐφυὴς ἄνθρωπος, εἶχε ἐρευνητικὸ πνεῦμα, ἦταν σταθερὸς στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ἐξέφραζε τὴν αὐθεντικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Γνώριζε, βεβαίως, ὅλα τὰ θεολογικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς του καὶ ἔδινε τὸν αὐθεντικὸ λόγο. Κάποιες λεκτικὲς ἐκφράσεις δὲν μποροῦν νὰ τὸν χαρακτηρίσουν ὅτι δῆθεν ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ ἄλλα ρεύματα. Ἄλλωστε, ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μελέτησαν τὸν Ὠριγένη, ἔκαναν συλλογὴ μερικῶν χωρίων τοῦ καὶ ἀποτέλεσαν τὴν λεγόμενη Φιλοκαλία –ὄχι αὐτὴν ποὺ ἀπαρτίσθηκε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους Μακάριο Νοταρὰ καὶ Νικόδημο Ἁγιορείτη– χωρὶς νὰ τοὺς θεωροῦμε ὠριγενιστές.

Ὡς ἄνθρωπος καὶ ὁ π. Ἰωάννης θὰ ἔκανε μερικὰ λάθη στὴν ζωή του, ὅπως καὶ στὴν ἔκφραση καὶ τὴν ἑρμηνεία τῆς θεολογίας του, ἀλλὰ ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος θεολόγος καὶ δάσκαλος ποὺ βοήθησε πολὺ στὴν ἀναγέννηση τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως στὶς ἡμέρες μας καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγνοηθῇ ἢ νὰ παρερμηνευθῇ ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι χρησμοποιοῦν μερικὲς φράσεις του ἐπιλεκτικά, χωρὶς νὰ τὶς κατανοοῦν καὶ χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνωνται τὸ ὅλο «πνεῦμα» τῆς διδασκαλίας του. Ἕνας μεγάλος δάσκαλος ἑρμηνεύεται μόνον ἀπὸ ἕναν μεγάλο μαθητὴ ἢ ἀναγνώστη καὶ ὄχι ἀπὸ ἐπιπόλαιους ἀνθρώπους ποὺ ἐκφράζουν ἀσυνειδήτως κάποιες ἄλλες νοοτροπίες ποὺ τοὺς διακρίνουν.

Θεωρῶ πολὺ σημαντικὴ τὴν μαρτυρία καὶ ὁμολογία τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, κορυφαίου θεολόγου τῆς ἐποχῆς μας, εὐφυοῦς καὶ χαρισματούχου ἀνθρώπου καὶ ἀκάματου ἐρευνητῆ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποῖα ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἔτος 1973, ποὺ ἦταν μεταπτυχιακὸς σπουδαστὴς στὴν Κολωνία τῆς τότε Δυτικῆς Γερμανίας, ἔπεσε στὰ χέρια του ἡ πολυγραφημένη δογματικὴ τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τὴν θεώρησε «ὡς δῶρο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ» καὶ γράφει: «Παραμέρισα ἀμέσως ὅλα τὰ γερμανικά-παπικὰ καὶ προτεσταντικὰ ἐγχειρίδια καὶ συστηματικὰ θεολογικὰ ἔργα (ἀρκετὰ εἶχα καταγίνει σ' αὐτά!) καὶ ἄρχισα ἀδηφάγα νὰ μελετῶ τὴν ὄντως πατερικὴ Δογματικὴ τοῦ ἑλληνοαμερικανοῦ Κληρικοῦ-Καθηγητή, τὸν ὁποῖον δὲν εἶχα ἀκόμη τὴν εὐλογία νὰ γνωρίσω». Καὶ πιὸ κάτω γράφει ὅτι μετὰ τὴν μελέτη τοῦ ἔργου αὐτοῦ «διεπίστωσα ὅτι ὁ ἄγνωστός μου π. Ρωμανίδης εἶχε γίνει ὁ οὐσιαστικότερος δάσκαλός μου στὴν δογματικὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία... ὥστε νὰ μπορῶ νὰ λέγομαι καὶ νὰ νιώθω μαθητής του καὶ νὰ χαίρω ἰδιαίτερα, ὅταν "κατηγοροῦμαι" ὅτι φέρω αἰσθητὰ τὴν ἐπίδρασή του». Καὶ στὸν ἐπικήδειο λόγο του σημειώνει ἐμφαντικά: «Θεωρῶντας τὸ θεολογικό του ἔργο διδακτικό, συγγραφικὸ καὶ ἀγωνιστικό, ἀναγκαζόμεθα ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ κάνουμε λόγο γιὰ ἐποχὴ πρὸ καὶ μετὰ τὸν Ρωμανίδη. Διότι ἔφερε ἀληθινὴ τομὴ καὶ ρήξη μὲ τὸ σχολαστικὸ παρελθόν μας, ποὺ λειτουργοῦσε ὡς βαβυλώνειος αἰχμαλωσία τῆς θεολογίας μας».

Ὅπως προανέφερα, ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς εἶναι κορυφαῖος διδάσκαλος τῆς θεολογίας, ὑψηλῆς στάθμης ἐρευνητὴς καὶ ἐπιστήμων, Κληρικὸς μὲ ὀρθόδοξα κριτήρια καί, κυρίως, γνήσιος καὶ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος, χωρὶς ἐσωτερικὰ συμπλέγματα, γι' αὐτὸ καὶ δὲν φθονεῖ, ἀλλὰ ἀναγνωρίζει τὸ ἔργο τῶν πρωτοπόρων στὴν θεολογία, ὅπως τὸ πρόσωπο τοῦ π. Ἰωάννου. Ὁπότε, καὶ ἡ ὁμολογία-μαρτυρία του, κατὰ τὴν γνώμη μου, εἶναι σημαντικὴ καὶ ἔχει βαρύνουσα σημασία καί, ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθῇ.

Τελικά, ὅποιος θέλει νὰ δὴ τὴν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, πρέπει νὰ ἐντοπίση αὐτὲς τὶς δύο φάσεις τῆς διδασκαλίας του, ἤτοι τὴν συγγραφὴ τοῦ βιβλίου τοῦ γιὰ τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα, ποὺ στηριζόταν βασικὰ στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἀποστολικοὺς Πατέρες, ἀλλὰ καὶ τὰ ὅσα ἔγραψε καὶ ἔλεγε γιὰ τὴν νηπτική-ἡσυχαστικὴ παράδοση, τὴν ὁποῖα ἑρμήνευε μέσα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ συσχετισμὸ πάντα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων ποὺ ὁ ἴδιος γνώρισε, ὅπως καὶ τῶν Καππαδοκὼν Πατέρων.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως κάθε σῶμα κρατᾶ τὴν τροφὴ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ τραφοῦν τὰ μέλη τοῦ καὶ τὰ ἄλλα τὰ ἀπορρίπτει, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὡς Θεανθρώπινο Σῶμα, διὰ μέσου τῶν αἰώνων διαφυλάσσει τὴν αὐθεντικὴ διδασκαλία καὶ ἀπορρίπτει ὅλες τὶς δηλητηριώδεις καὶ δύσπεπτες τροφές, ποὺ στηρίζονται στὸν στοχασμὸ καὶ τὴν «θεολογικὴ» φαντασία. Θεωρῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία θὰ κρατήση τὸ «πνεῦμα» τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ἀκριβῶς γιατί αὐτὸ συντονίζεται στὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, εἶναι τὸ βαθύτερο «πνεῦμα» τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν θέωση καὶ τὴν σωτηρία. Ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη δὲν εἶναι «σεσοφισμένοι μῦθοι» (Β' Πέτρ. α', 16), ἀλλὰ εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ὅρος Θαβὼρ καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι αὐθεντικὴ καὶ ἀναπαύει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.