Skip to main content

Σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση

Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ἕνα διανοητικὸ ἰδεολόγημα, οὔτε ἁπλῶς μιὰ ἀναφορὰ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ τὸ αὐθεντικὸ καὶ ἀληθινὸ βίωμα, ποῦ τὸ βιώνουν καὶ σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι, ποῦ συντονίζονται σὲ αὐτὴν τὴν συγκεκριμένη στάση ζωῆς.

Αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς, ποῦ διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὸν φράγκικο τρόπο ζωῆς τὸν ἔζησαν ὄχι μόνον στὰ Μοναστήρια καὶ τοὺς τόπους ἀσκήσεως, ἀλλὰ καὶ στὸν κοινωνικὸ χῶρο. Φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς αὐτοῦ τοῦ τρόπου ζωῆς ἦταν οἱ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ποῦ ἔζησαν κοντὰ στὸν λαὸ καὶ μᾶς ἄφησαν ὡς ὑποθῆκες τὰ συγγράμματά τους, οἱ μάρτυρες ποῦ ἔδωσαν τὴν μαρτυρία καὶ ὑπέστησαν τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, οἱ ὅσιοι ἀσκητὲς ποῦ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τῶν σατανικῶν δυνάμεων, οἱ νεομάρτυρες κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, ποῦ συνετέλεσαν στὴν διατήρηση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τῆς Ρωμηοσύνης, καὶ τὸ μαρτύριό τους ἦταν πραγματικὴ ἐθνικὴ ἑορτὴ γιὰ τοὺς ὑποδουλωμένους Ρωμηούς. Στὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ στὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις μαρτυρήσαντος φαίνεται ἀκριβῶς τί εἶναι Ρωμηοσύνη.

***

Πραγματικὰ Ρωμηοὶ εἶναι οἱ μεγάλοι ἅγιοι ποῦ μετέχουν τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν μέθεξη ἁγιάζουν ὅλον τὸν τρόπο ζωῆς, προσωπικῆς καὶ κοινωνικῆς, δημιουργοῦν πολιτισμὸ καὶ ἀναπτύσσουν τὶς τέχνες, προσλαμβάνουν καὶ τὰ νέα στοιχεῖα ζωῆς καὶ τὰ ἐντάσσουν μέσα στὸν αὐθεντικὸ τρόπο ζωῆς τῆς Ρωμηοσύνης. Θέλουμε νὰ ζοῦμε στὴν Εὐρώπη ὡς Ρωμηοὶ γιὰ νὰ μὴν χάσουμε τὴν ἀνθρωπιά μας καὶ νὰ βοηθήσουμε ὅσους Εὐρωπαίους ἀναζητοῦν τὴν Ρωμηοσύνη, τῆς πρὸ τοῦ Καρλομάγνου Εὐρώπης. Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις καταλαβαίνουμε καλὰ ὅτι δὲν ἀνήκουμε οὔτε στὴν Ἀνατολὴ οὔτε στὴν Δύση, ἀλλὰ ζοῦμε σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ὄντες Ρωμηοὶ στὸ φρόνημα καὶ τὴν ζωή.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Γέννημα καὶ θρέμμα Ρωμηοί»)

Στην αυτοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου

Στην Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχαν τρία βασικά γνωρίσματα, ήτοι η ελληνιστική και ελληνική Παράδοση, η ρωμαϊκή νομοθεσία και η ορθόδοξη πίστη. Οι Ρωμηοί είναι Ορθόδοξοι στους οποίους η Ορθοδοξία εκφράζεται μέσα από την αρχαία ελληνική ορολογία. Στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζάντιο) οι κάτοικοι προέρχονταν από διάφορες εθνότητες και φυλές, αλλά είχαν κοινά γνωρίσματα, όπως την ελληνική η ελληνιστική παράδοση και την Ορθοδοξία. Οι βασικές γλώσσες ήταν δύο, ήτοι η ελληνική και η λατινική. Οπωσδήποτε υπήρχε και μια πολιτισμική και γλωσσική ώσμωση και διάφορες επιρροές. Αλλά τα πολιτιστικά και θρησκευτικά γνωρίσματα ήταν οπωσδήποτε κοινά.

Οι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αισθάνονταν περίπου ο,τι αισθάνονται σήμερα οι κάτοικοι της Αμερικής, οι οποίοι ξέρουν πολύ καλά ότι κατάγονται από διαφορετικές εθνότητες, αλλά έχουν την ίδια πολιτιστική και γλωσσική παράδοση, και φυσικά αισθάνονται ότι είναι αμερικάνοι, οπότε δεν υπάρχει εθνοφυλετισμός. Βέβαια, στο λεγόμενο Βυζάντιο τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αφού οι άνθρωποι είχαν κοινή θρησκευτική ζωή, όπως διαμορφώθηκε από την ορθόδοξη πίστη και λατρεία.

Εκείνο που παρατηρεί κανείς στους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είναι οι δύο βασικές αρετές, δηλαδή η φιλοθεΐα και η φιλανθρωπία…

Το ότι οι μοναχοί και οι άγιοι ήταν τα πρότυπα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής είναι απόδειξη ότι η άσκηση, η στέρηση, η εγκράτεια, γενικά η ασκητικός τρόπος ζωής είναι εκείνος που κυριαρχούσε και φυσικά αυτή η μέθοδος θεράπευε τους ανθρώπους. Γι' αυτό και οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες επεδίωκαν την επικράτηση της Ορθοδόξου πίστεως. Άλλωστε, η Ορθοδοξία δεν είναι μια ιδεολογία, αλλά ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου: Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί)

Στὴν Βασιλεύουσα

Έχουμε καθήκον εμείς οι Ρωμηοί, στο φρόνημα και την ζωή, να επισκεπτόμαστε την Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι για άλλους λόγους, αλλά για να αποκτούμε συνείδηση της οικουμενικότητός μας και να ξεφεύγουμε από τα σκληρά και ασφυκτικά πλαίσια ενός περίεργου εθνικισμού. Γιατί, δεν μπορεί ποτέ η επαρχία να ανάγεται σε έθνος.

Εξεδήλωσα την επιθυμία μου, όταν μια άλλη φορά πάω στην Κωνσταντινούπολη και μάλιστα, όπως μου αρέσει να την λέγω Νέα Ρώμη και Βασιλεύουσα, να επισκεφθώ όχι τόσο την Αγία Σοφία, αλλά την ατμόσφαιρα που ενσαρκώνει η Αγία Σοφία, δηλαδή τα ερειπωμένα Μοναστήρια, μέσα στα οποία βιώθηκε μια ολόκληρη παράδοση, την Μονή του Στουδίου με την ορθόδοξη ζωή, την Μονή του Παντοκράτορος με το περίφημο Νοσοκομείο, που υμνήθηκε για πολλούς αιώνες, τα μικρά μέρη που έζησαν ασκητές κλπ., γιατί θέλω να ακούσω και να αισθανθώ τα βήματα των αγίων, το λιβάνι και το κερί, τον συνδυασμό των λαμπρών αυτοκρατορικών ενδυμάτων με το ταπεινό ράσο του μοναχού, του Πατριαρχικού θρόνου με το κελλί του μοναχού, της Αγίας Σοφίας με τα ησυχαστήρια, της πολιτικής με την θεία Λειτουργία και την αγρυπνία, της εξάσκησης του επαγγέλματος με τα δάκρυα της προσευχής, της αποτυχίας στην ζωή (αμαρτία) με την μετάνοια και την ταπείνωση, κλπ.

Γιατί, πράγματι, αυτό είναι η ένδοξη και πονεμένη Ρωμηοσύνη.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, «Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εκκλησία της Ελλάδος»)

Στὴν Ἔδεσσα τοῦ Καλλινίκου

Πολλές φορές, ἰδίως τήν ἄνοιξη καί τό φθινόπωρο, κάναμε περιπάτους στήν ὀργιάζουσα φύση τῆς Ἐδέσσης. Τό χαιρόταν πολύ. Κατεβαίναμε ἀπό τόν Ψηλό Βράχο μέ τά πόδια στόν Λόγγο τῆς Ἐδέσσης. Περπατούσαμε στό στενό δρομάκι καί κουβεντιάζαμε. Πολλές φορές σταματοῦσε καί προσευχόταν. Κάναμε ἐπίσκεψη στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος καί συνεχίζαμε τήν πεζοπορία μέχρι τό ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ. …Καθόμασταν ἐκεῖ πολλή ὥρα καί συζητούσαμε διάφορα θέματα. Στήν συνέχεια, πάλι μέ τά πόδια ἀνεβαίναμε τό δρόμο πλάϊ στόν ἀγωγό τῆς ΔΕΗ καί φθάναμε στόν κῆπο τῶν Καταρρακτῶν καί ἀπό ἐκεῖ στήν Μητρόπολη. Ἦταν πραγματικά ἀξέχαστες στιγμές προσωπικῆς ἐπικοινωνίας, ἁπλότητας καί ἄνεσης. …

Ὅταν τίς ἀπογευματινές ὧρες μέ ζητοῦσαν διάφορα πνευματικά μου παιδιά καί ἐκεῖνος ἄνοιγε τήν πόρτα, ἐρχόταν μόνος του στό δωμάτιό μου καί μέ φώναζε. Στήν συνέχεια τούς ἔλεγε μερικούς λόγους καί μᾶς ἄφηνε ἥσυχους νά κουβεντιάζουμε….

Χαιρόταν ὑπερβολικά πού πήγαινα στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν ἐπέστρεφα μέ περίμενε μέ μεγάλη χαρά. Μέ ὑποδεχόταν χαρούμενος. Δέν θά ξεχάσω ποτέ αὐτήν τήν ὑποδοχή. Ἐξεδήλωνε τήν χαρά του. Ἔλεγε διαρκῶς ἐκείνη τήν ἡμέρα στούς ἀνθρώπους τοῦ Γραφείου καί τοῦ σπιτιοῦ: «Θά ἔλθη ὁ πάτερ». Καί ὅταν ἐρχόμουν, μετά τήν ὑποδοχή, πού τήν νοσταλγῶ, μέ ρωτοῦσε νά μάθη τί μοῦ εἶπαν οἱ Γεροντάδες, τί συμβουλές μοῦ ἔδωσαν. Ὄχι γιά νά ἐλέγξη τίς συμβουλές, ἀλλά κυρίως γιά νά ἀποκτήση ὁ ἴδιος πείρα. Ἔτσι, ὅταν ἔφευγα μακρυά ἀπό τόν Γέροντά μου, ζοῦσα μέ τήν νοσταλγία τῆς ἐπιστροφῆς….

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας»)

Συνεκτικὴ δύναμη

Μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο γνωριζόμαστε πολλά χρόνια –περίπου τριάντα (30) χρόνια– εἴχαμε στενή καί ἀδιατάρακτη συνεργασία σέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα καί γνωρίζω τόν χαρακτήρα του καί τόν τρόπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί ποιμαντικῆς διακονίας του.

...

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος γνωρίζει τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράζεται μέ καθαρό τρόπο, γνωρίζει τί σημαίνει ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί γι’ αὐτό κινεῖται σταθερά μέσα στήν Ἐκκλησία καί πηδαλιουχεῖ τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μέ εὐχέρεια.

Ἀκόμη, πάντοτε ὡς χαρακτήρας ἦταν νηφάλιος, διακριτικός, ἀνεκτικός καί ἀνοικτός, συνθετικός, μέ εὐρεῖς ὁρίζοντες πού τόν ἔκαναν νά ἐργάζεται μέ σοφία. Ὅποιος τόν πλησιάσει καί συζητήσει μαζί του καταλαβαίνει τήν σοφία του, τήν ψυχραιμία του καί τήν μεθοδικότητά του. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀπαραίτητα γνωρίσματα ἑνός Ἡγέτη, καί μάλιστα ἐκκλησιαστικοῦ.

Μέ τέτοια προσόντα ἀποτελεῖ τόν συνεκτικό καί συνδετικό κρίκο τῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι διακρίνονται ἀπό διαφορετικούς χαρακτῆρες καί διαφορετικές ἀπόψεις πάνω σέ ἐκκλησιαστικά ζητήματα, κυρίως ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς τακτικῆς.Μέ τόν νηφάλιο λόγο του, τήν εἰλικρίνειά του, τήν αὐθεντικότητά του καί τήν διακριτική σοφία του ἀποτελεῖ συνεκτική δύναμη τῆς Ἱεραρχίας μας.

Αὐτός ὁ χαρισματικός τρόπος προσεγγίσεως τῶν πραγμάτων τόν κάνει νά ἀποσπᾶ καί τήν ἐμπιστοσύνη ὅλων τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν, καί γενικότερα τῶν ἡγετῶν τοῦ πολιτικοῦ χώρου, πού ἀποδέχονται τόν νηφάλιο καί ἔξυπνο λόγο του καί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἑνώνη καί τά πολιτικά διεστῶτα, καί νά ἐμπνέη τόν σεβασμό ὅλων.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος Ἐνιαύσιον 2016

Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας

Οἱ αὐτοκράτορες, προκειμένου νά συγκροτήσουν Οἰκουμενικές Συνόδους, πέρα ἀπό τό ὅτι ἦθελαν νά γνωρίσουν τίς ἀπόψεις τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, ὥστε νά ὑπάρξη κοινή νομοθεσία, συγχρόνως εἶχαν διακρίνει τόν θεραπευτικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁπότε ἤθελαν νά ἐπιβάλουν τήν ὀρθόδοξη πίστη ὡς ἕνα θεραπευτικό σύστημα γιά τούς κατοίκους τῆς Αὐτοκρατορίας. Δηλαδή, ἤθελαν νά στηρίξουν τήν συνοχή τῶν πολιτῶν σέ μία ἀληθινή θεραπευτική μέθοδο.
*
Σήμερα ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψη ὅτι δέν μπορεῖ νά συγκληθῆ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐπειδή δέν ὑπάρχει ὁ Αὐτοκράτωρ γιά νά τήν συγκαλέση, γι’ αὐτό γίνεται λόγος γιά Πανορθόδοξο Σύνοδο ἤ γιά Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Οἱ Πανορθόδοξες Σύνοδοι συγκαλοῦν ται ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἐνῶ οἱ γνωστές Οἰκουμενικές Σύνοδοι συγκαλοῦνταν ἀπό τόν Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα.
*
Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶναι ἀλάθητοι, ἐπειδή δηλαδή συμμετεῖχαν Πατέρες πού βρίσκονταν στόν φωτισμό καί τήν θέωση.
*
Ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων-ὅρων δέν ἔγινε γιά φιλοσοφικούς λόγους, ἀλλά γιά νά προστατευθοῦν οἱ πιστοί ἀπό τούς αἱρετικούς καί νά κατηχηθοῦν στήν ἐν Χριστῷ ζωή.
*
Οἱ αἱρετικοί καταδικάζονταν ἀπό τούς Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐπειδή ἐξέφραζαν ἑτεροδιδασκαλίες πού καταργοῦσαν τήν μέθοδο θεραπείας. Πρώτη φορά οἱ Φράγκοι στήν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης, τό 794, κατεδίκασαν ἕνα ὁλόκληρο ἔθνος, καί ἀποκαλοῦν τούς Γραικούς αἱρετικούς, καί ὄχι συγκεκριμένα πρόσωπα.
*
Ἑπομένως, ἡ αἵρεση εἶναι ἀπόκλιση ἀπό τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια, ἀλλά καί ἀπό τήν μεθοδολογία πού ὁδηγεῖ στήν θέωση. Οἱ Σύνοδοι, στίς ὁποῖες συμμετέχουν θεούμενοι Πατέρες –τοὐλάχιστον οἱ περισσότεροι– ὁριοθετοῦσαν τήν ἀποκάλυψη γιά νά μήν ἀλλοιωθῆ καί ἡ ἀποκάλυψη καί ὁ τρόπος πού ὁδηγεῖ στήν θεοπτία.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ τόμ. Β')

Σχολαστικισμός καί ἡσυχασμός

Ἡ βασική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Παπισμοῦ βρίσκεται στό θέμα τῆς ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια καί ἡ μέν οὐσία εἶναι ἀμέθεκτη ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἡ δέ ἐνέργειά Του εἶναι μεθεκτή. Γνωρίζουμε αὐτήν τήν διάκριση ἀπό τήν πνευματική ἐμπειρία πού μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή, ὕστερα ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς μετέχει κανείς τῆς ἀκτίστου φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, ὅτι διά τῆς μεθέξεως αὐτῆς τῆς ἐνεργείας ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό.

Ὅλη αὐτή ἡ μέθοδος, διά τῆς ὁποίας καθαρίζεται ἡ καρδιά, φωτίζεται ὁ νοῦς καί ὁ ἄνθρωπος θεοῦται κατά Χάρη καί γνωρίζει τόν Θεό ἐκ πείρας, λέγεται ἡσυχαστική ζωή ἤ ἡσυχασμός. Αὐτή εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς.

Στήν Δύση παραθεωρήθηκε αὐτή ἡ ἡσυχαστική μέθοδος, εἰσήχθη ὁ ὀρθολογισμός μέ ἀποτέλεσμα νά μή μετέχουν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀκτίστου φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ –ἄλλωστε λόγῳ τῆς θεωρίας περί actus purus πιστεύουν ὅτι μετέχουμε τῆς κτιστῆς χάριτος– καί γι’ αὐτό δέν γνωρίζουν τόν Θεό καί στοχάζονται περί Αὐτοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης καί ὅλοι οἱ Δυτικοί πιστεύουν ὅτι ἡ ἐνέργεια μέ τήν ὁποία ὁ Θεός ἔρχεται σέ σχέση μέ τά κτίσματα εἶναι κτιστή.

Ἐνῶ σέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση οἱ Πατέρες θεωροῦν ὅτι στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν δύο γνωσιολογικά κέντρα, τό ἕνα εἶναι ἡ λογική, μέ τήν ὁποία ἔρχεται σέ σχέση μέ τά κτίσματα, καί τό ἄλλο εἶναι ὁ νοῦς, μέ τόν ὁποῖο ἔρχεται σέ σχέση μέ τόν Θεό, στήν δυτική παράδοση καλλιεργήθηκε ἡ ἄποψη περί ἑνός γνωσιολογικοῦ κέντρου, δηλαδή τῆς λογικῆς, διά τῆς ὁποίας οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν καί τά κτίσματα καί τόν Θεό.

Ἑπομένως, ἡ βασική διαφορά μεταξύ Ὀρθόδοξης καί δυτικῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ ἡσυχασμοῦ καί σχολαστικισμοῦ. Μόνον μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική μποροῦμε νά δοῦμε τήν διαφορά μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως καί στήν θεολογία καί στήν κοινωνική ζωή.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου:Παλαιά καί Νέα Ρώμη)

Τά «δῶρα» μας στόν Χριστό

Μεταξύ αὐτῶν πού ἀξιώθηκαν νά προσκυνήσουν τόν γεννηθέντα Χριστό καί τούς θυμόμαστε κάθε Χριστούγεννα εἶναι οἱ Μάγοι τῆς ἀνατολῆς πού εἶδαν τό ἀστέρι, κατάλαβαν ὅτι κάποιο μεγάλο γεγονός ἔγινε καί τό ἀκολούθησαν γιά νά φθάσουν στήν Βηθλεέμ καί νά ἐναποθέσουν στόν Χριστό τά δῶρα τους, τόν χρυσό, τόν λίβανο καί τήν σμύρνα. 

Μάλιστα, οἱ Πατέρες εἶδαν ἕναν συμβολισμό σέ αὐτά τά δῶρα, ἀφοῦ ὁ χρυσός εἶναι σύμβολο τῆς βασιλείας, ὁ λίβανος τῆς θεότητος καί ἡ σμύρνα τῆς νεκρώσεως καί ἔτσι ὁ Χριστός τιμᾶται ἀπό τούς Μάγους ὡς βασιλεύς, ὡς Θεός καί ὡς παθών καί ἀναστάς.

...

Οἱ Μάγοι, ὅπως διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἀξιώθηκαν νά ἀναγνωρίσουν τόν Χριστό καί νά Τόν προσκυνήσουν «διά τῆς τοῦ νοός γνώσεως», εἶχαν ἐσωτερική καθαρότητα καί ἔτσι ἀξιώθηκαν αὐτῆς τῆς μεγάλης θεοφάνειας. Ἀντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ὅτι ὅλοι οἱ τρόποι ζωῆς τῶν ἀνθρώπων λαμβάνουν ἰδιαίτερη ἀξία καί σπουδαιότητα ἀπό τήν σχέση τήν ὁποία ἔχουν μέ τόν Χριστό.
...
Ἡ περίπτωση τῶν τριῶν Μάγων πού προσκύνησαν τόν Χριστό καί προσέφεραν τά δῶρα τους θά πρέπη νά γίνη πρότυπο γιά μᾶς, νά ἔχουμε κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν Χριστό καί νά προσφέρουμε σέ Αὐτόν τά χαρίσματά μας καί τήν σοφία μας, νά Τόν ἀναγνωρίζουμε ὡς Βασιλέα, ὡς Θεό καί ὡς σταυρωθέντα καί ἀναστάντα γιά μᾶς. Αὐτό, ἐκτός τοῦ ὅτι θά δώση νόημα στήν ζωή μας, συγχρόνως θά ὠφελήση τούς ἀνθρώπους. Ὅποιος πιστεύει στόν Χριστό, δέν μπορεῖ νά ἀδικῆ καί νά ἐκμεταλλεύεται τούς ἀνθρώπους, ὅπως κάνουν οἱ διάφοροι σύγχρονοι μάγοι, ἀντίθετα μάλιστα θά θυσιάζη τήν ζωή του γι' αὐτούς.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Θεολογία καί ποιμαντική)

Τά Δαμασκηνάρια

Ἕνα ἀπό τά κύρια ἔργα τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου εἶναι ὁ «Θησαυρός», πού φέρει τό ὄνομά του καί χαρακτηρίζεται ὡς «Θησαυρός Δαμασκηνοῦ». Πρόκειται γιά ὁμιλίες, τίς ὁποῖες ἔκανε σέ διαφόρους Ναούς τῆς Βασιλεύουσας Κωνσταντινουπόλεως, καί ἡ ἔκδοσή του φέρει τόν τίτλο τοῦ Ὑποδιακόνου. Γιά νά ἐκδοθοῦν τά ἔργα του φαίνεται ὅτι ὁ ἴδιος ταξίδευσε στήν Βενετία πρίν τό ἔτος 1557-1558.

[…] Θά τονίσω γιά τήν ἐπίδραση πού εἶχαν τά «Δαμασκηνάρια», δηλαδή τά ἔργα τοῦ Δαμασκηνοῦ, στόν Σλαβικό κόσμο, μέ τίς μεταφράσεις τους. Ὁ Καθηγητής Βαλκανικῶν Σπουδῶν στό Πανεπιστήμιο Δυτικῆς Μακεδονίας κ. Κωνσταντῖνος Νιχωρίτης ἀναφέρεται σέ αὐτήν τήν ἐπίδραση. Στήν σλαβονική διάλεκτο ἀπό τόν 16ο αἰώνα μέχρι τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἔγιναν τοὐλάχιστο 39 ἐπανεκδόσεις.

Τά Δαμασκηνάρια ἐμφανίσθηκαν στήν Βουλγαρία ἀπό τά τέλη τοῦ 16ου μέχρι τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα. Στήν ἀρχή μεταφράσθηκαν στήν λόγια γλώσσα πού χρησιμοποιεῖτο, ἡ ὁποία εἶχε ἐπηρεασθῆ καί ἀπό τήν καθομιλουμένη ντοπιολαλιά. Κατά τόν καθηγητή Νιχωρίτη:

«Τό λογοτεχνικό αὐτό εἶδος τῶν Δαμασκηναρίων διαδίδεται ἐκτενέστατα κατά τήν περίοδο τοῦ 17ου -18ου αἰ., καί πληροῖ τίς λογοτεχνικές ἀνάγκες τοῦ βουλγαρικοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ τήν περίοδο αὐτήν. Αὐτές οἱ συλλογές ἀποτελοῦν βασική γλωσσική πηγή καί ἐνδιαφέρον λογοτεχνικό εἶδος γιά τούς Βούλγαρους καί τούς Σλάβους γενικά. Μπορεῖ τό περιεχόμενο νά περιέχει θέματα πού νά ἅπτονται τῆς Μεσαιωνικῆς Γραμματείας, ἀλλά ἡ εἴσοδος νέων γλωσσικῶν στοιχείων, δείχνει τή μετάβαση σέ ἕνα νέο λογοτεχνικό εἶδος. Παρά τήν προσφιλῆ πολιτική τῶν Ὀθωμανῶν ἔναντι τῶν βιβλιοθηκῶν τῶν ὑπόδουλων λαῶν (μέ τίς καταστροφές τους), ἐν τούτοις σήμερα ἔχουν διασωθεῖ περί τά 200 στόν ἀριθμό Δαμασκηνάρια καί φυλάσσονται στή Σόφια, Φιλιππούπολη, Ρίλα, Μόσχα, Πετρούπολη, Λιουμπλιάνα καί στό Βελιγράδι».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἅγιος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης Δαμασκηνός Γ΄ ὁ Στουδίτης

Τά Μυστήρια τής Εκκλησίας

Τό κατ’ εξοχήν μυστήριο είναι η παρουσία τού Θεού καί η μέθεξη αυτής τής ενδόξου παρουσίας. Η βίωση αυτού τού μυστηρίου τής Εκκλησίας γίνεται ύστερα από καθοδήγηση εμπείρου Πνευματικού Πατρός.

«Όποιος θέλει νά μάθη τό μυστήριο τής Εκκλησίας από πατερικής απόψεως, πρέπει νά βρή έναν καλό Πνευματικό Πατέρα, νά έχη τό κομβοσχοίνι καί νά περάση τά διάφορα στάδια τής τελειώσεως, από τήν κάθαρση στόν φωτισμό. Καί όταν φθάση στήν θέωση, θά έχη μία γνώση περί Εκκλησίας, η οποία είναι η μόνη δυνατή, τήν οποία μπορεί νά έχη ένας άνθρωπος σέ αυτόν τόν κόσμο. Εξ επόψεως ανθρωπίνων δυνατοτήτων είναι η πλήρης γνώση τού τί είναι η Εκκλησία».

Η πορεία τών ανθρώπων από τήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί τήν θέωση, ύστερα από τήν ενανθρώπηση τού Χριστού καί τήν μεταβολή τής Εκκλησίας σέ Σώμα Χριστού, γίνεται μέ τά Μυστήρια τής Εκκλησίας, διά τών οποίων ο άνθρωπος μετέχει τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού.

Στήν περίοδο τής Καινής Διαθήκης, η κάθαρση, ο φωτισμός καί η θέωση συνδέονται μέ τό Βάπτισμα, τό Χρίσμα καί τήν θεία Ευχαριστία, έτσι, υπάρχει ενότητα μεταξύ τών Μυστηρίων τής Εκκλησίας καί τής πνευματικής ζωής, τής μεθέξεως τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού.

«Η παράδοση τής Εκκλησίας αποτελείται από Μυστήρια. Αυτά τά Μυστήρια είναι τό κέντρο τής ζωής τής Εκκλησίας. Θεία Ευχαριστία, Βάπτισμα, μετάνοια κλπ. Αυτά είναι ο πυρήνας τής παραδόσεως καί είναι μία έκφραση τής εσωτερικής ζωής τής Εκκλησίας καί όλα τά Μυστήρια τής Εκκλησίας βασίζονται στήν όλη προσπάθεια τών Ορθοδόξων Χριστιανών νά ανέβουν τά σκαλοπάτια τής τελειότητος. Καί αυτά συνοψίζονται από τούς Πατέρες σέ αυτά πού λέγαμε τόσες φορές: κάθαρση, φωτισμό καί θέωση. Αυτός είναι ο πυρήνας τής ορθοδόξου παραδόσεως....».

(Ναυπάκτου Ιεροθέου, «Εμπειρική Δογματική... κατά τίς προφορικές παραδόσεις τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη» τόμ. Β')

Τά τρία στοιχεῖα

Μέ τήν ἐπίβλεψη τοῦ Καθηγητοῦ Παναγιώτη Χρήστου, ἕνα ὁλόκληρο καλοκαίρι, μέ ὁμάδα φοιτητῶν, ἐργασθήκαμε στίς βιβλιοθῆκες τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μετά τήν ἐργασία, μέ κάθε εὐκαιρία τρέχαμε μαζί μέ ἄλλους φοιτητές, σάν διψασμένα ἐλάφια,στά ἄλλα Μοναστήρια, τίς Σκῆτες καί τήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀπολαμβάναμε τίς πολύωρες ἀγρυπνίες καί ἀκολουθίες, τίς συναντήσεις μέ τούς ἁπλούς μοναχούς, τίς μεγάλες πεζοπορίες στά εὐλογημένα μονοπάτια.

Μέσα μου, ὅμως, δημιουργεῖτο ἕνα πνευματικό κενό πού ὀφειλόταν σέ μένα. Ἀπό τήν μιά μεριά διάβαζα τά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν καταπληκτική θεολογία, ἀπό τήν ἄλλη συναντοῦσα ἀσκητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ μεγάλη ταπείνωση, ἁπλότητα καί ἐλευθερία, χωρίς νά ἐκφράζουν αὐτήν τήν θεολογία πού συναντοῦσα στά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, τοὐλάχιστον ἔτσι ἐγώ θεωροῦσα.

Τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅμως, ὑπῆρχαν διάφορα προβλήματα καί στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση..... ἐπικρατοῦσαν πάθη, ἀντιπαλότητες, ἐξουσιαστικές τάσεις.....
Ἔτσι, ἔβλεπα μιά διάσταση μεταξύ τῆς θεολογίας πού διδασκόμουν στό Πανεπιστήμιο, τῆς ἁπλῆς ζωῆς τῶν ἀσκητῶν μοναχῶν, καί τῆς πολυπράγμονης καί πολυπαθοῦς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας.....

Διερωτώμουν: «… Γιατί δέν μπορεῖ νά συνδεθῆ ἡ θεολογία μέ τήν ποιμαντική καί ἄλλοτε ὑπάρχει θεολογία χωρίς νά ποιμαίνη καί ἄλλοτε ὑπάρχει ποιμαντική χωρίς νά θεολογῆ; Πῶς συνδέεται ἡ ἡσυχαστική νηπτική παράδοση μέ τήν θεολογία; Γιατί νά μήν ὑπάρχουν σήμερα Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας;»…

Διακατεχόμενος ἀπό τά ἐρωτήματα, τά ὁποῖα πιό πάνω ἀνέφερα, καί ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου γιά τόν Γέροντα Σιλουανό ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ τό Μοναστήρι τοῦ Essex καί νά γνωρίσω τόν ὑποτακτικό τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ καί συγγραφέα τοῦ βιβλίου περί αὐτοῦ. Καί, φυσικά, ὅταν τόν γνώρισα, ὅπως θά καταγράψω πιό κάτω, διαπίστωσα ὅτι ἦταν αὐτό πού ζητοῦσα. Συγκέντρωνε στό πρόσωπό του καί τά τρία στοιχεῖα: ἦταν ἐμπειρικός θεολόγος, μέγας ἡσυχαστής καί διακριτικός Πνευματικός Πατέρας, γεμάτος στοργή καί ἀγάπη.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ»)

Ταπείνωση και ὑπομονή

Οὐδείς ποτέ τόν ἤκουσεν ἐπαιρόμενον [τόν ἅγιο Καλλίνικο Μητροπολίτη Ἐδέσσης ] δι᾽ ὅ,τιδήποτε. Ὁ θόρυβος, ἡ προβολή τοῦ προσώπου ἤ τοῦ ἔργου του, αἱ τυμπανοκρουσίαι, ἦσαν τελείως ἀσυμβίβαστα πρός τόν χαρακτῆρα του. Τό "δεσποτικόν" ὕφος ἦτο παντελῶς ξένον. Πρόθυμος πάντοτε νά δέχεται ὑποδείξεις, ἦτο ἕτοιμος νά μεταβάλῃ γνώμην, ἄν ὁ συνομιλητής του τόν ἔπειθεν ὅτι μία ἐπικειμένη ἐνέργειά του ἤ ἀπόφασίς του δέν ἦτο εὔστοχος. Εἶχε πολύ μικράν ἰδέαν δι᾽ ἑαυτόν καί βαθεῖαν συναίσθησιν ἀναξιότητος καί ἁμαρτωλότητος, ἀψευδές δεῖγμα ἀληθοῦς ἁγιότητος. Ὀλίγον πρίν ἤ ἀπέλθῃ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἔλεγε πρός τόν π. Ἱερόθεον Βλάχον, Ἱεροκήρυκα τῆς Μητροπόλεώς του: "Ὁ... (δεῖνα) μᾶς ἀγαπᾷ πολύ καί θά θέλῃ νά γράψῃ πολλά εἰς τήν νεκρολογίαν μου.Νά τοῦ εἰπῇς νά γράψῃ μόνον τοῦτο: "Ὁ Ἐδέσσης ἦταν ἕνας ἁμαρτωλός Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐφοβεῖτο τόν Θεόν καί ἠγάπα τήν Ἐκκλησίαν"….

Ἐδέχθη πολλάκις ἀδίκους καί συκοφαντικάς ἐπιθέσεις. Τάς ἠνείχετο μέ πολλήν καρτερικότητα, ἀπέρριπτε δέ κατηγορηματικῶς πᾶσαν εἰσήγησιν καταφυγῆς εἰς τά Δικαστήρια. Ἀλλά καί κατά τήν πολύμηνον ὀδυνηράν ἀσθένειάν του κατέπληξε τούς πάντας ἡ ὑπομονή του. Οὐδείς γογγυσμός, οὐδέν παράπονον, οὐδείς λόγος δυσφορίας. Μόνον λόγους αὐτομεμψίας καί λόγους εὐχαριστίας ἐψιθύριζον τά στεγνά καί ἀπεξηραμμένα χείλη του.

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος γιά τόν ἅγιο Καλλίνικο

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἅγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Ἐδέσσης Πέλλης, και Ἀλμωπίας

Τί εἶναι ἡ ζωή

Τό θέμα περί τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει ψυχή καί σῶμα, ἀπησχόλησε πολύ τήν θεολογία καί τήν ἐπιστήμη. Τά ἐρωτήματα πού τέθηκαν εἶναι: Τί εἶναι ζωή, ποιά εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τῆς ζωῆς, ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τῆς ζωῆς στόν ἄνθρωπο καί στά ἄλογα ζῶα, ὅπως καί ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν καί τῆς ἄψυχης ὕλης.[...]

Μέ τήν ἀνακάλυψη τοῦ DNA καί τῶν γονιδίων ἄρχισε ἡ ἐποχή τῆς «δικτατορίας» τῶν γονιδίων καί εἶχε ἀρχικά θεωρηθεῖ ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ὅλο τό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἀργότερα ἔγινε φανερόν ὅτι τά γονίδια ὑπόκεινται καί αὐτά σέ σημαντική ἐπίδραση ἀπό τό περιβάλλον καί περάσαμε στήν ἐποχή τῆς ἐπιγενετικῆς καί ἄρχισαν νά ἀνακαλύπτωνται οἱ βιολογικοί μηχανισμοί αὐτῆς τῆς ἐπίδρασης, ὅμως τό τί εἶναι ἡ ζωή παρέμεινε ἀναπάντητο.[...]

Παρά ταῦτα, τό ἐρώτημα παραμένει γιά τό τί ἡ ἐπιστήμη θεωρεῖ ὡς ζωή. Δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά δώ­ση ἕ­ναν ἀ­κρι­βῆ ὁ­ρι­σμό γιά τήν ζω­ή, γι’ αὐ­τό καί κά­νουν λό­γο γιά τήν ζω­τι­κή ἐ­νέρ­γεια.

Ὅ­πως εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά ἀ­πα­ντη­θῆ τό ἐ­ρώ­τη­μα τί εἶ­ναι ἡ ζω­ή, ἔ­τσι εἶ­ναι δύ­σκο­λη ἡ ἀ­πά­ντη­ση στό ἐ­ρώ­τη­μα τί εἶ­ναι ὁ θά­να­τος, ἤ κα­λύ­τε­ρα τί εἶ­ναι τό φαι­νό­με­νο τῆς γή­ραν­σης. Μά­λι­στα, ἔ­χουν δια­τυ­πω­θῆ πε­ρί­που 300 θε­ω­ρί­ες γιά τό φαι­νό­με­νο τῆς γή­ραν­σης τῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν καί ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ αὐ­τό τό γε­γο­νός νά εἶ­ναι αἴ­νιγ­μα γιά τούς Ἐ­πι­στή­μο­νες. [...]

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διδάσκει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Αὐτός ἔδωσε τήν ζωή σέ ὅλα τά ὄντα καί μέσα σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχουν οἱ μικροί «λόγοι», δηλαδή ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού δίνει τήν ζωή σέ ὅλη τήν κτίση.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ὁμιλία κατά τήν ἀνακήρυξη σέ ἐπίτιμο Διδάκτορα τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων

Τό Άγιον Όρος

Τό Άγιον Όρος δέν ανεξαρτητοποιείται από τήν Εκκλησία. Δέν είναι ένας χώρος απομονωμένος από τήν Εκκλησία καί αυτονομημένος, αλλά είναι ο τρόπος ζωής τού ορθοδόξου Χριστιανού καί η έκφραση τής ευαγγελικής καί αγιοπνευματικής ζωής πού υπάρχει μέσα στήν Εκκλησία τού Χριστού. Ο άγιος Γρηγόριος στό έργο του «υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων», μιλώντας γιά τόν όσιο καί ομολογητή Νικηφόρο, ο οποίος ασκήθηκε στό Άγιον Όρος καί έδωσε τήν ορθόδοξη ομολογία καί γι' αυτό εξωρίσθηκε από τόν πρώτο Βασιλέα τού Οίκου τών Παλαιολόγων, γράφει χαρακτηριστικά: «βίον μέν αιρείται καί ακριβέστερον, δηλαδή τόν μονήρη, τόπον δέ πρός κατοικίαν τόν τής αγιωσύνης επώνυμον, εν μεθορίω κόσμου καί τών υπερκοσμίων (Άθως ούτός εστιν, η τής αρετής εστία) ενδιαιτάσθαι προθυμηθείς».

Στό χωρίο αυτό φαίνεται καθαρά η αντίληψη πού έχει ο άγιος Γρηγόριος γιά τό Άγιον Όρος. Είναι επώνυμο τής αγιωσύνης, είναι μεθόριον μεταξύ τού κόσμου καί τών υπερκοσμίων, είναι εστία τής αρετής. Επομένως βλέπουμε τό Άγιον Όρος ως εστία τής αρετής, ως τόν τόπον όπου βιώνεται καί εκφράζεται η ευαγγελική ζωή, πού είναι η ουσία τής Παραδόσεώς μας. Άν ο μοναχισμός, κατά τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων, είναι η αποστολική καί η μαρτυρική ζωή, διότι σ' αυτόν διασώζεται όλη η αποστολική ζωή καί η μαρτυρία τών αγίων μαρτύρων, τότε μπορούμε νά καταλάβουμε ότι τό Άγιον Όρος είναι ο τόπος όπου βιώνεται αυτή η αποστολική ζωή.

… Τό Άγιον Όρος δέν είναι μόνον ένας χώρος, αλλά καί ένας τρόπος ζωής. Μέ αυτό τό πνεύμα μπορούμε νά χαρακτηρίσουμε τόν άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά αγιορείτη καί μέ αυτήν τήν ερμηνεία ισχυριζόμαστε ότι ο άγιος είναι εκφραστής τής ζωής τού Αγίου Όρους, καί γενικότερα τής Εκκλησίας.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης).

Τό ἀκατάληπτο μυστήριο

Ὁ συναΐδιος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐξέλεξε «κατ’ εὐδοκίαν» τό νά προσλάβη κοντά Του τήν Μητέρα Του, γιά νά δοξασθῆ καί αὐτή. Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων τήν προσκάλεσε νά πάη κοντά Του.

Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔσπευσαν νά παραστοῦν στό γεγονός αὐτό «ἐκ πάσης ὑφηλίου», «ὁδηγούμενοι καί συνεργούμενοι ὑπό τῆς ἄνωθεν ροπῆς». Μία ροπή, ἔμπνευση πού τούς δόθηκε ἀπό τόν Θεό τούς παρακίνησε νά ἔλθουν στά Ἱεροσόλυμα. Οἱ Ἀπόστολοι ὅταν ἦλθαν χαιρετοῦσαν «τήν πανύμνητον Θεομήτορα», «ἀρχαγγελικῶς», δηλαδή τό ἔκαναν ὅπως ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ πού τῆς εἶπε τό «χαῖρε κεχαριτωμένη». Ἀκούγοντας, ὅμως, ὅτι πρόκειται νά κοιμηθῆ ἡ Θεοτόκος λυποῦνταν, γιατί θά ἀπορφανίζονταν ἀπό αὐτήν «σωματικῶς».

Συγχρόνως, καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἀρχάγγελοι συνέτρεχαν χαίροντες «ἐξ οὐρανοῦ θεόθεν στελλόμενοι» στήν «λειτουργίαν τῆς πανσέπτου αὐτῆς κοιμήσεως». Οἱ ἄγγελοι «θεόθεν ἐπιστατοῦντες», ἐπειδή εἶναι νοεροί καί ἀόρατοι, ἐξίσταντο ἀπό ἔκπληξη γιά τό ἀκατάληπτο μυστήριο πού γινόταν σέ αὐτήν, ἀλλά ἔχαιρον καί ἀγάλλονταν μέ τό νά προσλάβουν αὐτήν «ὡς μητέρα τοῦ Δεσπότου αὐτῶν».

Ὅταν ἐπρόκειτο νά ἐξέλθη «ἡ παμμακάριστος αὐτῆς καί πανάγιος ψυχή» ἐμφανίσθηκε στήν Μητέρα Του «ὁ ὑπεράγαθος Χριστός ὁ Θεός ὡς αὐτῷ μόνῳ ἔγνωσται». Ἡ δέ μακαρία Θεοτόκος, κυριευμένη πάντοτε μέ τόν θεομητορικό θεῖο πόθο, βλέποντας τόν Υἱό της, ἤθελε νά ἐξέλθη ἡ ψυχή της ἀπό τό σῶμα της καί ἔτσι «κεκοίμηται» αὐτή πού ἀνέπαυσε στίς ἀγκάλες της τόν Χριστό, πού εἶναι «ἡ τερπνότητα τῶν Χερουβίμ καί Σεραφίμ καί πασῶν τῶν οὐρανίων δυνάμεων». Μετά τήν κοίμησή της ἔπρεπε νά γίνη κηδεία τοῦ «πανενδόξου καί ζωοδόχου σώματός της» «ὑπό ἱερωτάτων χειρῶν». Τό «ἱεροφόρον σκίμπον» (κλίνη ἤ φορεῖο) πού ἔφερε τό «πανάγιον σῶμα τῆς ὑπερενδόξου Θεοτόκου» τοποθετήθηκε «ἐν ζωοδόχῳ μνήματι», ἐνῶ περιχορευόταν ἡ πανύμνητος Θεοτόκος ὑπό διπλοῦ χοροῦ ὁρατῶς καί ἀοράτως, δηλαδή ἀπό τούς χορούς τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἀγγέλων.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές ἑορτές

Τὸ ἀνυπέρβλητο θεμέλιο

Ἕνα θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο οἱ ἅγιοι εἶναι ἀπόλυτοι καὶ δὲν τὸ συζητοῦν καθόλου εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί, γενικά, τὸ θεμέλιο τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ... Ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν θεμέλιο λίθο ὅλα εἶναι ἀνάξια λόγου... Ἡ κίνηση νὰ ὑπερβοῦμε τὸν Χριστὸ ἀποτελεῖ μιὰ μεγάλη πτώση.

...Παραμένοντες μέσα στὴν Ἐκκλησία θὰ πρέπη νὰ ἔχουμε ὀρθὴ ζωή. Ὁ βίος μας, τὰ νοήματα καὶ ἡ θεολογία πρέπει νὰ διαπνέωνται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γιατί, δυστυχῶς, ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἀναμειγνύουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ δικό τους θέλημα, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ ἀνθρώπινα ἐντάλματα. Ὁ ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικὴς μιλάει γιὰ μιὰ τέτοια πνευματικὴ ἀλχημεία, ὅταν, δηλαδή, ἀναμειγνύουμε τὶς δικές μας σκέψεις «τοῖς λόγοις τῆς χάριτος». Γέμισε ἡ ἐποχή μας ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν θεολογοῦν, ἀλλὰ τεχνολογοῦν, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Πρέπει νὰ λεχθῇ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ μᾶς οἰκοδομοῦμε πάνω στὸ θεμέλιο τοῦ Χριστοῦ μὲ ξύλα, χόρτο καὶ καλάμη. Καὶ αὐτὸ γίνεται ὅταν παραθεωροῦμε τὴν θεραπευτικὴ μέθοδο τὴν ὁποία διαθέτει ἡ Ἐκκλησία καὶ θρησκειοποιοῦμε τὸν Χριστιανισμό. Καί, πράγματι, ἡ θρησκειοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα ἐναντίον του. Κάναμε τὸν Χριστιανισμὸ μόνον θρησκευτικὲς τελετὲς ποὺ τὶς «παρακολουθοῦμε» ἁπλῶς συναισθηματικὰ ἡ κοινωνικά...

Πάντως, εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ μοναδικὸς θεμέλιος λίθος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶναι τὸ ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, Αὐτὸς εἶναι ἡ πραγματικὴ εἰκόνα του. Αὐτός μας ἀναγέννησε πνευματικὰ καὶ μὲ τὸ ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας ἔγινε πατέρας μας, ἀδελφός μας καὶ νυμφίος μας. Αὐτὸς εἶναι τὸ ἀνυπέρβλητο θεμέλιο. Καί, φυσικά, πάνω σ' Αὐτὸν πρέπει νὰ οἰκοδομοῦμε ὀρθόδοξα...

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Τὸ πολίτευμα τοῦ Σταυροῦ)

Τό ζωντανό πνεῦμα τῆς Ρωμηοσύνης

Ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξε ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα γεγονότα μέσα στήν ἱστορία. Πρέπει νά παρατηρηθῆ ὅτι τά ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔγιναν ἀπό τόν Μ. Κωνσταντίνο καί τήν μητέρα του Ἑλένη στίς 11 Μαΐου τοῦ 330 καί ἡ πτώση τῆης ἔγινε στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453, ἐνῶ Αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Κωνσταντίνος καί ἡ μητέρα του Ἑλένη. Ἡ ἵδρυσή της ἔγινε μέ μεγαλοπρέπεια καί τελετές, ἐνῶ ἡ πτώση της συνδέθηκε μέ θεία Λειτουργία πού ἔγινε μέσα σέ ἕνα ἐσχατολογικό χαρακτήρα καί προοπτική, ἔσβυσε μέσα στήν αἰωνιότητα, στήν διαχρονικότητα τοῦ χρόνου πού διαποτίζει τήν θεία Εὐχαριστία, ὅπως τό ἐκφράζει ἡ ἐκφώνηση τοῦ Ἱερέως «τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα».

Ὅμως, παρά τήν τραγικότητα τῆς πτώσης, ἀλλά καί τῶν γεγονότων πού ἀκολούθησαν ὑπάρχουν καί τά θετικά σημεῖα, ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τήν Τουρκοκρατία διοργανώθηκε μέ τίς δικές της δυνάμεις, σφυρηλατήθηκε ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διαφυλάχθηκε τό δόγμα. [….]

Αὐτή ἡ διαφύλαξη τοῦ δόγματος καί τοῦ ἡσυχαστικοῦ πνεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀνέδειξε ὁμολογητάς καί μάρτυρες, τούς νεομάρτυρες, ἐνέπνευσε ἀγωνιστές, ἐνίσχυσε τούς ἁπλούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ καί διεφύλαξε γενικά τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς φυλῆς μας καί τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

Τό πνεῦμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς Ρωμηοσύνης, δέν χάθηκε μέ τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Διασώθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κυρίως ἀπό τόν μαρτυρικό Πρωτόθρονο Οἰκουμενικό θρόνο, ἀπό τόν ὀρθόδοξο μοναχισμό καί ἀπό τόν πολιτισμό τῆς Ρωμηοσύνης, μέ τήν ἁγιογραφία, τήν ναοδομία, τήν μουσική καί τήν ἰατρική ψυχοθεραπευτική μέθοδο πού διασώζει τήν ἀρχοντιά καί τό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

Ἡ Ρωμηοσύνη, καί ὅταν ἦταν ὀργανωμένο Κράτος, ἦταν στήν βάση του πνευματική, ἀλλά καί τώρα πού καταργήθηκε τό Κράτος ἀνήκει σέ ὅλον τόν κόσμο, σέ ὁλόκληρη τήν Οἰκουμένη, ἀφοῦ Ρωμηοί ὑπάρχουν σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἐκκλησιαστικοί Ἀναβαθμοί

Τὸ κέντρο τοῦ κόσμου

Ἡ ἐπιβεβαίωση τοῦ Πατρὸς "οὗτος ἐστὶν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ὦ εὐδόκησα" ἔδειχνε ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση ἦταν τὸ κατ' εὐδοκία θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο λέγεται προηγούμενο θέλημα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ "προγραμματίστηκε" ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, διότι μόνο διὰ τῆς ἑνώσεως τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ ἄκτιστο στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μποροῦσε τὸ κτιστὸ νὰ σωθῇ.

Ἔτσι, λοιπόν, ὅλα ὅσα ἔγιναν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ νομοθεσίες, οἱ ἐπαγγελίες, ἐπειδὴ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν ἀτελῆ, δὲν ἔγιναν σύμφωνα μὲ τὸ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέβλεπαν στὴν ἐναθρώπηση τοῦ Λόγου. Ὄχι μόνον οἱ προφητεῖες, οἱ νομοθεσίες κλπ. τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπέβλεπαν στὴν ἐνανθρώπηση, ἀλλὰ καὶ ἡ θεμελίωση καὶ τὸ τέλος τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἦταν ἡ ἕνωση θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ἕνωση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἀκόμη καὶ ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιὰ νὰ μπορέση νὰ χωρέση τὸ ἀρχέτυπο...

Ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὴν μεγάλη ἀξία καὶ σπουδαιότητα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς αὐτὴν ἦταν ἀδύνατη ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου. Μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ ὅλη ἀσκητικὴ προσπάθεια τοῦ Χριστιανοῦ ἀποσκοπεῖ στὴν ἀποβολὴ τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς θεώρησης τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς θεανθρωποκεντρικῆς θεώρησής της. Κέντρο πρέπει νὰ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: "Δεσποτικὲς Ἑορτές")

Τό μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως

 Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν πρέπει νά ἑορτάζεται ὡς ἕνα ἱστορικό ἤ κοινωνικό γεγονός, ἀλλά ὡς ἐσωτερικό, πνευματικό, πράγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι πρέπει νά γίνη μέθεξη τῆς Χάριτος τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ νηστεία πού προηγεῖται τῆς ἑορτῆς ὅλη τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὁ ἀσκητικός ἀγώνας, ἀποβλέπει στήν ἀρτιοτέρα συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως.

Γιά νά ἐπιτευχθῆ, ὅμως, αὐτό ἀπαιτεῖται, ὅπως ὅλοι οἱ Πατέρες διδάσκουν, κάθαρση τόσο τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων ὅσο καί τῶν ψυχικῶν. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει σῶμα καί ψυχή, καί γι’ αὐτό ἔχει σωματικές καί ψυχικές αἰσθήσεις. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ψάλλει: «Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς ἀναστάσεως, Χριστόν ἐξαστράπτοντα καί χαίρετε φάσκοντα τρανῶς ἀκουσόμεθα, ἐπινίκιον ἄδοντες». Ἄρα, λοιπόν, ἡ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεση γιά τήν θεωρία καί τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά πῆ: «Διά τοῦτο καθαρτέον πρῶτον ἑαυτόν, εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον».

Σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νά ἑνωθῆ κανείς μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό, νά Τόν δῆ μέσα στήν καρδιά του. Ὁ Χριστός ἀνασταίνεται μέσα στήν καρδιά, νεκρώνοντας τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς οἱ ὁποῖοι παρευρίσκονται ἐκεῖ ὑπό τήν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων καί ὑπερβαίνοντας τούς ἐμπαθεῖς τύπους καί τίς προλήψεις τῆς ἁμαρτίας, ὅπως τότε ὑπερέβη τίς σφραγίδες τοῦ τάφου (ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής). Ἑπομένως, δέν πρόκειται γιά ἕναν ἐξωτερικό τυπικό ἑορτασμό, ἀλλά γιά ἐσωτερικό καί πνευματικό. Μέ αὐτό τό πρίσμα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συνιστᾶ νά μήν ἑορτάζουμε πανηγυρικῶς καί κοσμικῶς, ἀλλά θεϊκῶς καί ὑπερκοσμίως.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Δεσποτικές ἑορτές

Τό μυστήριο τῆς θεοπλαστίας

Ἡ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στήν γαστέρα τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα μυστήρια τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά κατανοήση λογικά ὁ ἄνθρωπος. Πῶς ὁ δημιουργός τῶν ἁπάντων μπόρεσε νά γεννηθῆ ἀπό τό δημιούργημά Του; Αὐτό εἶναι ἀκατανόητο καί γιά τόν λόγο καί γιά τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης γράφει γιά τό μυστήριο αὐτό: «Ἀλλά καί τό πάσης θεολογίας ἐκφανέστατον, ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἰησοῦ θεοπλαστία, καί ἄρρητός ἐστι λόγῳ παντί, καί ἄγνωστος νῷ παντί καί αὐτῷ τῷ πρωτίστῳ τῶν πρεσβυτάτων ἀγγέλων».

Ἡ λέξη θεοπλαστία ἀναφέρεται στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί εἶναι θεολογικοτάτη λέξη, λόγῳ τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων. Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, γράφοντας γι’ αὐτό τό θέμα, λέγει ὅτι τό πῶς ὁ Χριστός οὐσιώθηκε ἀνδρικῶς, τό παραλάβαμε μυστικῶς, ἀλλά ἀγνοοῦμε πῶς διαπλάσθηκε ἀπό τά παρθενικά αἵματα μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό τόν κατά φύση νόμο.[...]

Ἀλλοῦ γράφει ὅτι στό μεγάλο αὐτό μυστήριο τῆς θεοπλαστίας, πού εἶναι μυστήριο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Ἰησοῦ, μυήθηκαν πρῶτα οἱ ἄγγελοι καί ἔπειτα ἡ χάρη τῆς γνώσεως πέρασε σέ μᾶς μέσῳ τῶν ἀγγέλων. Ἔτσι, ὁ θειότατος ἄγγελος Γαβριήλ διαφώτισε τόν ἱεράρχη Ζαχαρία ὅτι τό παιδί πού θά γεννηθῆ ἀπό αὐτόν, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, θά γίνη προφήτης τῆς «ἀνδρικῆς τοῦ Ἰησοῦ θεουργίας» πού ἐπρόκειτο νά γεννηθῆ, καί τήν Μαρία τήν μυσταγώγησε «ὅπως ἐν αὐτῇ γεννήσεται τό θεαρχικόν τῆς ἀφθέγκτου θεοπλαστίας μυστήριον».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές ἑορτές