Skip to main content

Το μυστήριο της Παράδοσης

Η ενότητα της Εκκλησίας στηρίζεται στην κοινωνία της με τον Χριστό, ο Οποίος είναι η αληθινή ζωή και το φως του κόσμου. Επομένως, προηγείται η μυστηριακή συγκρότηση της Εκκλησίας και ακολουθεί η κανονική της συγκρότηση. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία από την ημέρα της Πεντηκοστής ζούσε και χωρίς το Ευαγγέλιο (που γράφηκε αργότερα και διαδοχικά) χωρίς τους κανόνες και τους όρους, χωρίς τα διάφορα ομολογιακά κείμενα, όχι όμως χωρίς την θεία Λειτουργία. Με την πάροδο του χρόνου και καθώς οι Χριστιανοί εκκοσμικεύονταν, η ίδια η Εκκλησία φωτιζομένη από το Άγιο Πνεύμα, δια των αγίων Πατέρων καθιέρωσε τους όρους των Συνόδων, Τοπικών και Οικουμενικών και τους κανόνας, ώστε να διασφαλίση την αλήθεια και να διασώση την θεραπεία του ανθρώπου… Η Εκκλησία δια των κανόνων και των όρων ξεχώρισε την αλήθεια από την πλάνη, την υγεία από την ασθένεια, τους πραγματικούς θεολόγους, από τους ψεύτικους θεολόγους. Έτσι μέσα από τους όρους και τους κανόνες της Εκκλησίας πέρασε η ζωή…

Ο δυτικός Χριστιανισμός στηρίζεται περισσότερο σε ανθρώπινα μέσα και ανθρώπινους προγραμματισμούς, αγνοώντας την βαθύτερη ουσία της ορθόδοξης ποιμαντικής. Αυτό, βέβαια, είναι εντεταγμένο μέσα στην όλη ατμόσφαιρα του δυτικού ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται η οργάνωση και "ηθικοποίηση" της κοινωνίας, ώστε να ακολουθήση και η ειρήνευση και "ηθικοποίηση" του ανθρώπου. Οπότε στον δυτικό Χριστιανισμό προηγείται η φύση σε βάρος του προσώπου… Έτσι, στον Παπισμό δίνεται προτεραιτότητα στις Εγκυκλίους που θα εκδώση ο Πάπας… Επί πλέον στον Προτεσταντισμό δίνεται προτεραιότητα στον ορθό λόγο και τις ανθρωποκεντρικές δραστηριότητες...

Στην Ορθοδοξία όμως δίνουμε περισσότερο σημασία και προτεραιότητα στην κοινωνία των προσώπων, στην σχέση με ζωντανούς οργανισμούς, με φορείς της Ορθοδόξου Παραδόσεως…

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Παρεμβάσεις στην σύγχρονη κοινωνία, τ. Α )

Τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως

Ἡ τέταρτη μεταπατερικὴ ἄποψη... εἶναι ὁ ὑπερτονισμὸς τοῦ ἀναστασίμου χαρακτῆρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ ὑποτίμηση τῆς σταυρικῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἡ διάσπαση μεταξὺ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς θεοπτίας τῆς δόξης τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Μερικοὶ μεταπατερικοὶ θεολόγοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῷ οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες ζοὺν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ διχοτόμηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ξεχωρίζεται ὁ Σταυρὸς ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὅταν παρουσιάζεται ἡ δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μέθεξη αὐτῆς τῆς δόξας τῆς Ἀναστάσεως μὲ παραθεώρηση τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ, ποῦ συνιστοῦν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, δηλαδὴ ὅταν χωρίζεται ἡ Ἀνάσταση ἀπὸ τὸν Σταυρό, αὐτὸ εἶναι μεταπατερικὴ θεολογία, ποῦ δὲν συντονίζεται μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Ἑπομένως, ἡ μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ γίνεται στὴν πράξη καὶ τὴν θεωρία, σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, στὰ Μυστήρια καὶ τὴν θεία Λειτουργία, δηλαδὴ στὴν μέθεξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, δὲν χωρίζεται ποτὲ ὁ Σταυρὸς ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ μέθεξη αὐτῆς τῆς θείας ἀγάπης ποῦ συνιστᾶ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Δυστυχῶς, αὐτὲς οἱ μεταπατερικὲς ἀπόψεις, ποῦ δὲν τὶς συναντᾶμε στὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ὁποῖες σὲ μερικὰ σημεῖα εἶναι στοχαστικὲς μεγεθύνσεις διδασκαλιῶν τὶς ὁποῖες συναντᾶμε στοὺς Πατέρες, ἔχουν εἰσρεύσει στὴν νεοελληνικὴ θεολογία καὶ πρέπει νὰ γίνη ἀποκάθαρσή της. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, σχολιάζοντας αὐτὲς τὶς ἀπόψεις, γράφει ὅτι τὸ πρόβλημα γιὰ τὴν σύγχρονη, ἀλλὰ καὶ τὴν μελλοντικὴ θεολογία, δὲν εἶναι ὁ σχολαστικισμός, ὁ ὁποῖος κτυπήθηκε πολύ, ἀλλά, κυρίως, οἱ ἀπόψεις γιὰ τὴν «ὀντολογία τοῦ προσώπου», τὴν «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» καὶ τὴν διχοτομία μεταξὺ «τῆς θεολογίας τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς θεοπτίας τῆς δόξης τῆς ἀναστάσεως».

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Μεταπατερικὴ Θεολογία καὶ Ἐκκλησιαστικὴ Πατερικὴ Ἐμπειρία)

Τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ

Ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ στὸν Γολγοθᾶ, ποὺ συνδέεται στενὰ μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κεντρικὸ σημεῖο στὴν διδασκαλία καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα γίνεται λόγος γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀφορᾶ τὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν ἁμαρτία, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο.

Γίνεται διάκριση μεταξὺ τῆς «ἐν σώματι σταυρώσεως καὶ ἀναστάσεως τοῦ ἐνσαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ» καὶ «τοῦ μυστηρίου τῆς δυνάμεως τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου μάρτυρες ὑπῆρξαν οἱ Προφῆτες καὶ μερικοὶ Ἀπόστολοι πρὶν τὴν σταυρικὴ θυσία στὸν Γολγοθᾶ». Ὅμως, παρὰ τὴν διάκριση αὐτή, ὑπάρχει στενὴ σχέση μεταξὺ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ στὸν Γολγοθᾶ.

Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, μιλῶντας γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, γράφει ὅτι «ἡ πρᾶξις τοῦ σταυροῦ διπλῆ ἐστι». Ἡ μία ἐνέργεια τοῦ Σταυροῦ «καλεῖται πρᾶξις» καὶ βιοῦται ὡς ὑπομονὴ στὶς θλίψεις τῆς σαρκός, ἡ ὁποία ἐκφράζεται στὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἡ ἄλλη ἐνέργεια «καλεῖται θεωρία» καὶ συνίσταται στὴν λεπτὴ ἐργασία τοῦ νοῦ, βρίσκεται στὴν θεία ἀδολεσχία καὶ στὴν διαμονὴ στὴν προσευχὴ ποῦ συντελοῦνται στὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, Σταυρὸς εἶναι ἡ πράξη καὶ ἡ θεωρία.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη Του, ποὺ εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του.

«Ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία ἐνεργεῖ "πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ", κατὰ τὴν δημιουργία καὶ κυβέρνηση τοῦ κόσμου, πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως, κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση, πρὸ τῆς σταυρικῆς θυσίας, κατὰ τὴν σταυρικὴ θυσία καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν».

Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τόμ. Β'

Τό Πάσχα Χάριτος καί μέλλοντος αἰῶνος

Τό Πάσχα τῆς θείας Χάριτος εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ὁποίας γίνεται διάβαση «ἐκ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά πῆ: «Ὤ Πάσχα τό μέγα καί ἱερόν καί παντός τοῦ κόσμου καθάρσιον». Χωρίς τήν μέθεξη τοῦ Χριστοῦ καί τήν κοινωνία μαζί Του ὑπάρχει νέκρωση καί δουλεία. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη, «ὁ μή ὁρῶν καί ἀκούων καί αἰσθανόμενος πνευματικῶς νεκρός ἐστιν». Ἑπομένως, τό Πάσχα εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καθαρή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά πῆ πολύ χαρακτηριστικά: «Πάσχα ἡ ἐπί τόν ἀνθρώπινον νοῦν ἔλευσις τοῦ Λόγου». Πραγματικά, ὁ ἄνθρωπος ὅταν λαμβάνη τόν Χριστό, ζῆ πνευματικά καί ὁ Χριστός γίνεται ἡ ζωή του, ἡ ψυχή τῆς ψυχῆς του. «Ψυχή τις δευτέρα τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἀνάστασις».

Τό Πάσχα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἶναι «τελεώτερον καί καθαρώτερον». Ὁ Χριστός, ὅταν τελοῦσε τό Πάσχα λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος Του, καί μάλιστα ὅταν τέλεσε τόν Μυστικό Δεῖπνο, εἶπε: «Οὐ μή πίω ἀπ’ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτό πίνω μεθ’ ὑμῶν καινόν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου». Σαφῶς ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τό Πάσχα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Τό Πάσχα τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι πρόγευση, ἀλλά καί παραπέμπει στό Πάσχα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Τότε οἱ ἅγιοι θά ἔχουν μεγαλύτερη κοινωνία μέ τόν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Λόγος θά ἀποκαλύψη καί θά διδάξη «ἅ νῦν μετρίως παρέδειξε».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Δεσποτικές ἑορτές

Τό πέρασμα στήν ἀληθινή ζωή

Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Πρότυπο τῆς δημιουργίας του εἶναι ὁ Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁπότε, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀναπαυθῆ, ἐάν δέν ἀνταποκριθῆ στίς ὑψηλές προδιαγραφές μέ τίς ὁποῖες δημιουργήθηκε.

Ὁ Θεός πού τόν δημιούργησε τοῦ ἔπλασε τό σῶμα καί τοῦ ἐμφύσησε ψυχή. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικό ὄν, ἀφοῦ ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ὅμως γιά νά εἶναι ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος θά πρέπει νά λάβει καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅπως ἡ ψυχή εἶναι ἡ ζωή τοῦ σώματος, ἔτσι καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ ζωή τῆς ψυχῆς.

Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιῆ μιά εἰδική μέθοδο πού λέγεται ἡσυχαστική. Πρόκειται γιά τόν τρόπο ἐκεῖνο διά τοῦ ὁποίου ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν τυραννία τῆς λογικῆς καί τῶν λογισμῶν, ἀναπτύσσεται ἡ νοερά ἐνέργεια λαμβάνει τό Ἅγιον Πνεῦμα καί γίνεται κατά Χάρη θεούμενος.

Φθάνοντας ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτήν τήν κατάσταση πού μᾶς ὑποδεικνύει ἡ ζωή τῆς Παναγίας μας, ὑπερβαίνει ὅλα τά κοινωνικά καί ψυχολογικά ζητήματα. Δέν τόν ἀπασχολοῦν τά θέματα τῆς καθημερινότητος, παρά τό ὅτι τά ἀντιμετωπίζει, γιατί ζῆ ἀπό τήν ζωή αὐτή τήν ἀνάστασή του. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὑπερβαίνει τόν θάνατο, ὅπως τό βλέπουμε στήν ζωή τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν τόν θάνατο ὡς ἕνα πέρασμα ἀπό τήν βιολογική ζωή στήν ἀληθινή ζωή, ἀπό τά πρόσκαιρα στά ἀληθινά, ἀπό τήν ξενιτεία στήν πραγματική πατρίδα. Οἱ ἅγιοι βλέπουν τόν θάνατο νά ἔρχεται καί χαίρονται, ὅπως χαίρεται ὁ ξενιτεμένος ἐπιστρέφοντας στήν πατρίδα του, ὅπου θά συναντήση τούς ἀγαπητούς του ἀνθρώπους. Πατρίδα εἶναι ὁ χαμένος Παράδεισος, ὅπου βρίσκονται ὅλοι οἱ προπάτορές μας.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Θρησκεία καί Ἐκκλησία στήν κοινωνία

Τό ὕδωρ καί ἡ ζῶσα πηγή

Εἶναι πολύ ἐνδεικτικό τό γεγονός ὅτι ὁ ἄσαρκος Λόγος, πού ξεδιψοῦσε [τούς Ἰσραηλίτες] στήν ἔρημο, καί χάρη τοῦ ὁποίου, ὡς εὐχαριστία, ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι τήν συμβολική αὐτή πράξη, [τῆς Σκηνοπηγίας] ἔρχεται στό ἱερό, τώρα σεσαρκωμένος, καί διακηρύσσει ὅτι Αὐτός εἶναι τό ὕδωρ πού ἱκανοποιεῖ τήν πνευματική δίψα τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ὅμως, συναντᾶ τήν ἀντίδραση ἀπό τά παιδιά «τῶν σεσωσμένων».

Τά τροπάρια τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἀναφέρονται μέ τά πιό ζωηρά λόγια στό γεγονός αὐτό καί τήν ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Στό ἀπολυτίκιο ψάλλουμε: «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς, διψῶσαν μου τήν ψυχήν, εὐσεβείας πότισον νάματα• ὅτι πᾶσι Σωτήρ ἐβόησας• ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι». Καί σέ ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικότατο τροπάριο παρουσιάζεται ὁ ἱερός ὑμνογράφος νά συνέχεται ἀπό τρομερή καί ἀφόρητη δίψα καί ζητᾶ ὕδωρ ἀπό τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος κρατᾶ τόν κρατήρα τῶν δωρεῶν: «Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν• ὅτι συνέχομαι δίψῃ, εὔσπλαχνε μόνε οἰκτίρμον».

Ὁ Χριστός, ὅμως, δέν διακηρύσσει μόνον ὅτι Αὐτός εἶναι τό ὕδωρ καί ἡ ζῶσα πηγή, ἀλλά συγχρόνως τονίζει ὅτι σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος πιστεύει σέ Αὐτόν «ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος». Ὅπως ἐπεξηγεῖ ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού θά δώση ὁ Χριστός σέ αὐτούς πού θά Τόν πιστεύσουν. Ἑπομένως, τό ὕδωρ εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί γενικά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἐκεῖνος πού θά τήν λάβη θά καταστῆ θεολόγος, ἀφοῦ θά θεολογῆ μέ ὅλη τήν ὕπαρξή του.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Δεσποτικές ἑορτές

Τὸ φῶς τοῦ κόσμου

... ἀφοῦ ἔγινε αὐτό τό περιστατικό μέ τήν μοιχαλίδα γυναίκα, ὁ Χριστός ἄρχισε νά διακηρύττη ὅτι Αὐτός εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου καί ἐκεῖνος πού τόν ἀκολουθεῖ δέν θά περπατᾶ στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχη τό φῶς τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός θέλει νά πῆ ὅτι Αὐτός ὡς φῶς τοῦ κόσμου βλέπει τά πάντα καί καθορίζει τά πάντα καί βλέπει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, βλέπει τήν ὑποκρισία τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων, βλέπει τί ἔχουν μέσα στήν καρδιά τους. Ἐκεῖνοι, λοιπόν, πού Τόν ἀκολουθοῦν δέν θά περπατοῦν στό σκοτάδι.

Σκοτάδι εἶναι καί οἱ ψυχές τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων, σκοτάδι εἶναι καί ἡ καρδιά αὐτῆς τῆς γυναίκας, ἡ ὁποία ἔπεσε σέ αὐτό τό παράπτωμα, ἀλλά ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά ἀκολουθῆ τόν Χριστό δέν πρόκειται ποτέ νά περπατᾶ στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχη τό φῶς τῆς ζωῆς, θά ἔχη σέ ὅλη τήν ζωή του τό φῶς, θά ζῆ μέσα στό φῶς καί δέν θά διαπράττη τέτοια παραπτώματα, τέτοια ἁμαρτήματα, δέν θά πέφτη ἀκόμη καί στήν πνευματική μοιχεία, πού εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Χριστό πού εἶναι τό Φῶς.

Ἡ μοιχεία δέν εἶναι μόνο ἕνα σαρκικό ἁμάρτημα, ἀλλά στήν Ἁγία Γραφή ἡ μοιχεία εἶναι καί πνευματικό ἁμάρτημα, εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὁ ἰσραηλιτικός λαός ἔφευγε ἀπό τήν ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό καί λάτρευε τά εἴδωλα, διέπραττε πνευματική μοιχεία. Καί ἐμεῖς πού βαπτισθήκαμε καί πιστεύουμε στόν ἀληθινό Θεό, ὅταν διαπράττουμε κάποια ἁμαρτία ἤ ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν Ἐκκλησία, τότε ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν Θεό καί διαπράττουμε μιά πνευματική μοιχεία. Ὑπάρχει καί σαρκική ἁμαρτία, ἀλλά ὑπάρχει καί πνευματική μοιχεία, ὅταν διασπᾶται ἡ σχέση καί ἡ κοινωνία μας μέ τόν Θεό.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ὁ Χριστός ὡς φίλος τῶν ἁμαρτωλῶν

Ὑγεία

... Ἡ ἄγνοια τῶν πνευματικῶν νόμων συνιστᾶ τὴν πνευματικὴ ἀσθένεια, ἐνῷ ἡ γνώση τους συνιστᾶ τὴν πνευματικὴ ὑγεία... Αὐτὸς ποὺ ἔχει πνευματικὴ ὑγεία βλέπει τὰ πράγματα τῆς ζωῆς μὲ ἄλλο πρίσμα. Ὁ νοῦς του εἶναι αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ μιὰ ἄλλη ζωή... Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ἀνάλγητος, δὲν στενοχωρεῖται ποτέ, ἀλλὰ γνωρίζει νὰ μεταθέτη τὴν λύπη του σὲ ἄλλο ἐπίπεδο.

Ὁ πνευματικὰ ὑγιὴς μεθάει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ... Παραθεωρεὶ τὸ δικαίωμά του γιὰ νὰ τηρήση τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του... Δὲν ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδικία... Διαποτίζεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση... Δὲν δέχεται πονηροὺς λογισμοὺς ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν του... Δὲν βλέπει καθόλου γύρω του κακοὺς ἀνθρώπους...

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ διαθέτουν μιὰ ψυχικὴ δύναμη. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν μεγάλη ἀνθρώπινη γνώση, ἄλλοι διαθέτουν μεγάλη κοινωνικὴ πεῖρα καὶ ἄλλοι διακρίνονται γιὰ μεγάλη ἐξυπνάδα μὲ τὴν ὁποία μποροῦν νὰ βάλουν τὰ πράγματα στὴν θέση τους. Ἔτσι, λόγῳ αὐτῶν τῶν χαρακτηριστικῶν, μποροῦν νὰ ἔχουν ψυχικὴ δύναμη καὶ κοντὰ τοὺς βρίσκουν ἀνάπαυση πολλοὶ ἄνθρωποι. Διότι αὐτοί τους βοηθοῦν νὰ λύνουν ἐν μέρει τὰ προβλήματά τους. Ἄλλη ὅμως εἶναι ἡ αἴσθηση ποὺ ἀποκτοῦμε μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἄλλη ἡ αἴσθηση ποὺ ἀποκτοῦμε μὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὴν πνευματικὴ ὑγεία, μέσα στοὺς ὁποίους ἐνεργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι. Αὐτοὶ ἔχουν ἠρεμία καὶ ἐσωτερικὴ γαλήνη ὄχι γιατί ἔχουν τὴν ψυχικὴ δύναμη, ἀλλὰ γιατί ἔχουν την Χάρη τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πρῶτοι μποροῦν νὰ συγκρατοῦν τοὺς ἀνθρώπους κοντά τους, νὰ τοὺς προσφέρουν μία ψυχολογικὴ παρηγοριά, δὲν μποροῦν ὅμως νὰ τοὺς θεραπεύσουν, δὲν μποροῦν νὰ τοὺς σώσουν. Ἀφήνουν ἄλυτα τὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦν. Ἐνῷ αὐτοὶ ποὺ διαθέτουν πνευματικὴ ὑγεία εἶναι ἡ μοναδικὴ παρηγοριὰ τοῦ λαοῦ.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου: Θεραπευτικὴ Ἀγωγή)

Ὑγεία

...Ὁ εὔσπλαχνος Θεὸς ἀμέσως θὰ τὸν εἰσακούση (τὸν μετανοοῦντα) καὶ θὰ τοῦ προσφέρη σύντομα ἀνάπαυση ἀπὸ τὴν ὀδύνη καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς του. Διότι, ὄντας φιλάνθρωπος, δὲν ὑποφέρει νὰ βλέπη τὸ δημιούργημα τῶν χειρῶν Τοῦ σὲ τέτοια ἀνάγκη καὶ ἀφόρητη ὀδύνη· γι' αὐτὸ σ' ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔπραξε χωρὶς καμμία παράλειψη ὅλα τὰ προαναφερόμενα... θὰ ἐκχύση ἐπάνω του τὴν ἀγαθότητά Τοῦ... Ἀπὸ τότε δὲν θὰ θυμᾶται τοὺς προηγούμενους πόνους, οὔτε ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακὰ ποὺ ὑπέστη, ἀλλὰ οὔτε χρήματα ἢ κτήματα ἢ πλοῦτο, ποὺ τὸν ἐγκατέλειψε στὸν καιρὸ τῆς πληγῆς τῆς μετανοίας του, θὰ ἐπιστρέψη καὶ θὰ ζητήση ἢ θὰ ἐπιθυμήση κάτι ἄλλο. Διότι ὁ ὕψιστος Θεὸς θὰ τοῦ δώση ὑγεία, ποὺ θὰ εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῆς γῆς, καὶ ἡ ὑγεία αὐτὴ θὰ τοῦ δημιουργήση ἀνέκφραστη χαρὰ μέσα στὴν καρδιά του. Ἡ χαρὰ αὐτὴ μέσα στὴν καρδιά του θὰ εἶναι δεκαπλάσια ἀπὸ τὴν προηγούμενη θλίψη του, καὶ αὐτὴ πάλι ἡ χαρὰ θὰ διώξη κάθε ἐξωτερικὸ πόνο τοῦ σώματός του, καὶ θὰ γνωρίζη ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὅτι στὸ ἑξῆς τὰ τραύματα τοῦ σώματός του δὲν θὰ ἔρχονται στὴν καρδιά του, καὶ ἡ ἐξωτερικὴ θλίψη δὲν θὰ ἐγγίση τὴν χαρὰ ποὺ βρίσκεται στὴν καρδιά του, κι αὐτὴ ἡ γνώση θὰ εἶναι πλεονασμὸς τῆς χαρᾶς μέσα στὴν καρδιά του... Τὸ κάλλος τῆς ὑγείας καὶ ἡ τερπνότητα τῆς ὡραιότητας, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ὑγεία, δὲν ἔχει κορεσμό...

(Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)

Ὕμνοι στήν «ἀπειροδύναμον ἀγαθότητα τῆς θεαρχικῆς ἀσθενείας»

Ὁ ἅγιος Διονύσιος γιά νά ἐπαινέση τόν διδάσκαλό του, τόν ἅγιο Ἱερόθεο, στόν ὁποῖο στηρίζει τήν ὅλη θεολογία του, ἀναφέρεται στήν παρουσία του στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί τούς ὕμνους πού ἔψαλε ἐκεῖνος στήν Θεοτόκο καί ἔτσι γίνεται ἀναφορά σέ αὐτό τό γεγονός. Γράφει ὅτι ὁ Ἱερόθεος διακρίθηκε κατά τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου μεταξύ τῶν θεολήπτων, θεοπνεύστων ἀνδρῶν πού ὕμνησαν τήν Θεοτόκο, μετά τούς Ἀποστόλους.

Γράφοντας στόν Ἀπόστολο Τιμόθεο τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ Ἱερόθεος «καί πολλοί τῶν ἱερῶν ἡμῶν ἀδελφῶν» συνάχθηκαν «ἐπί τήν θέαν τοῦ ζωαρχικοῦ καί θεοδόχου σώματος» τῆς Θεοτόκου∙ ἦταν παρόντες ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος καί ὁ Πέτρος «ἡ κορυφαία καί πρεσβυτάτη τῶν θεολόγων ἀκρότης». Ὅταν μετά τήν θέα τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος τῆς Θεοτόκου θεωρήθηκε καλό νά ὑμνήσουν ὅλοι, κατά τήν δύναμή του ὁ καθένας, «τήν ἀπειροδύναμον ἀγαθότητα τῆς θεαρχικῆς ἀσθενείας», δηλαδή τήν θεαρχική κένωση, τήν ἑκούσια κατάβαση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τότε μετά τούς θεολόγους, δηλαδή τούς Ἀποστόλους, ὁ Ἱερόθεος ὑπερέβαλε ὅλους τούς ἄλλους ἱερομύστες. Αὐτός ὑμνώντας τήν Θεοτόκο βρισκόταν σέ ἔκσταση, ἔπασχε τά θεῖα σέ κοινωνία μέ τά ὑμνούμενα, καί ἀπό ὅσους τόν ἄκουγαν καί τόν ἔβλεπαν, καί γνωριζόταν καί δέν γνωριζόταν, ἐπειδή εἶχε ὑποστῆ κατά τήν ὑμνωδία τήν θεία ἀλλοίωση.

Γράφει χαρακτηριστικά: (Ὁ Ἱερόθεος) «πάντων ἐκράτει μετά τούς θεολόγους, ὡς οἶσθα, τῶν ἄλλων ἱερομυστῶν, ὅλος ἐκδημῶν, ὅλος ἐξιστάμενος ἑαυτοῦ, καί τήν πρός τά ὑμνούμενα κοινωνίαν πάσχων, καί πρός πάντων ὧν ἠκούετο καί ἑωρᾶτο, καί ἐγινώσκετο καί οὐκ ἐγινώσκετο, θεόληπτος εἶναι καί θεῖος ὑμνολόγος κρινόμενος».

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές Ἑορτές)

Ὑπερφυής καί ξένη θλίψη

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μέ τήν πνευματική δύναμη πού εἶχε παραβρέθηκε κοντά στόν Χριστό καί τήν στιγμή τῆς Σταυρώσεώς Του στόν Γολγοθᾶ. …

Ἡ ὀδύνη τῆς Θεοτόκου στόν Σταυρό ἦταν ἀπερίγραπτη. Ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας γράφει ὅτι «μηδέν ὅμοιον ἄλγος ἀνθρώποις γενέσθαι», δηλαδή κανένας ἄνθρωπος δέν αἰσθάνθηκε ὅμοια ὀδύνη μέ αὐτήν πού αἰσθάνθηκε ἡ Θεοτόκος στόν Σταυρό. Ἄν κλαῖμε γιά τούς ἀνθρώπους πού ἀδικοῦνται, τίποτε δέν εἶναι τόσο ἄδικο ὅσο ὁ θάνατος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. «Διά ταῦτα ὑπερφυής τις καί ξένη κατέσχε τήν Παρθένον ἀνία». Ἡ θλίψη τῆς Παρθένου στόν Γολγοθᾶ ἦταν «ὑπερφυής καί ξένη», δέν ὑπάρχει καμμιά ἄλλη παρόμοια θλίψη στά ἀνθρώπινα δεδομένα. Ἡ Παναγία εἶδε τήν σταύρωση ὡς μητέρα καί ὡς ἄνθρωπος μποροῦσε νά βλέπη τήν ἀδικία πού ἔγινε σέ Αὐτόν. Ἡ Παρθένος Μαρία, ὅπως Τοῦ μετέδωσε τό αἷμα καί τήν σάρκα της, ἔλαβε μέρος καί στίς δικές Του χάριτες, ἀλλά ἔλαβε μέρος καί στόν πόνο καί τήν ὀδύνη Του. Ὁ Χριστός καρφωμένος στόν Σταυρό δέχθηκε στήν πλευρά Του τήν λόγχη, ἀπό τήν ὁποία ἔρευσε αἷμα καί ὕδωρ, ἀλλά καί ἡ Παναγία στόν Γολγοθᾶ ἀπό τόν πόνο της δέχθηκε τήν ρομφαία ἡ ὁποία διαπέρασε τήν καρδιά της....

Ἡ ὑμνογραφία τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς παρουσιάζει μέ καταπληκτικό τρόπο τό ἄλγος καί τόν πόνο τῆς Θεομήτορος. Μπορεῖ, βέβαια, οἱ ὑμνογράφοι σέ μερικά σημεῖα νά τῆς προσδίδουν πόνο ὑπέρ τό δέον, ἀλλά μέ αὐτό θέλουν νά ἐκφράσουν τήν ἀνθρώπινη φύση της, ὅτι δέν ἦταν ἀποκεκομμένη ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὅμως, ἡ ἁγιογραφία συμπληρώνει καί μετριάζει τόν πόνο τῆς Θεοτόκου Μαρίας ἐπάνω στόν Γολγοθᾶ, ἀφοῦ τήν παρουσιάζει νά πονᾶ, νά θρηνῆ, ἀλλά στό πρόσωπό της ἐκφράζεται ἡ βασιλική μεγαλοπρέπειά της.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Θεομητορικές Ἑορτές)

Φιλοκαλικός Φωτισμός

Τό δεύτερο μισό τοῦ 18ου αἰῶνος ἀναπτύχθηκε στό Ἅγιον Ὄρος μιά πνευματική κίνηση, πού ἐπεκτάθηκε καί ἔξω ἀπό αὐτό, ἡ λεγόμενη νηπτική καί φιλοκαλική κίνηση καί παράδοση, στήν ὁποία συγκαταλέγονταν πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως Ἱερομόναχοι καί μοναχοί.(…) Ἡ πνευματική αὐτή κίνηση δέν μπορεῖ νά κλεισθῆ μέσα στόν χαρακτηρισμό “κολλυβάδες’’, ἀλλά ὅσοι συγκαταλέγονταν στήν πνευματική αὐτή κίνηση πρέπει νά ὀνομασθοῦν φιλοκαλικοί Πατέρες, γιατί, ὅπως ἀποδείχθηκε, βοήθησαν πολύ τούς Χριστιανούς καί τό Γένος να παραμείνουν στήν πίστη τῶν Πατέρων τους καί νά διαφυλάξουν την πνευματική ταυτότητά τους.(…)

Εἶναι γνωστόν ὅτι στήν Δύση ἀναπτύχθηκε τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ διαφωτισμός ὡς ἀντίδραση στήν μεταφυσική θεολογία τῆς Δύσεως, ὁ ὁποῖος διαφωτισμός ἔδινε προτεραιότητα στόν ὀρθό λόγο καί τίς αἰσθήσεις. Τίς ἀρχές τοῦ διαφωτισμοῦ προσπάθησαν νά περάσουν μέσα στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, μέ τόν λεγόμενο «νεοελληνικό διαφωτισμό», Ἕλληνες λόγιοι πού σπούδαζαν στήν Δύση καί διακατέχονταν ἀπό ἀρχαιολατρεία.

Πρός ἀντιμετώπιση τοῦ κινήματος τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ ἐργάσθηκαν οἱ φιλοκαλικοί-Κολλυβάδες Πατέρες πού διακόνησαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ διαφόρους τρόπους.(…)

Οἱ Φιλοκαλικοί Πατέρες, ὅπως φαίνεται ἀπό τό ἔργο το ὁποῖο ἄφησαν, πρόβαλαν τήν ἐμπειρική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως τήν συναντοῦμε στά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τούς βίους τῶν ἁγίων· ἀντέταξαν στόν δυτικό σχολαστικισμό τά ἐμπειρικά κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς·(…) στούς κατά κόσμο σοφούς, τούς θεουμένους ἁγίους καί τούς Νεομάρτυρες· ἐξισορρόπησαν ὡς πατερικοί τόν ἀνατρεπτικό φιλελευθερισμό μέ τόν τυποποιημένο συντηρητισμό ὅπως καί συνέδεσαν τό δόγμα μέ τό ἦθος·

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Παλαιά καί Νέα Ρώμη

Φυλετισμός: ἀγνόηση ἢ ὑπέρβαση;

Ὁ ἐθνικισμὸς συνιστᾶ μιὰ διαίρεση, ποὺ καταστρατηγεὶ τὴν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων, ἀκριβῶς γιατί προτάσσεται ὁ φυλετισμὸς σὲ βάρος τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ὅμως πρέπει νὰ παρατηρηθῇ κάτι ποὺ δυστυχῶς ξεφεύγει ἀπὸ τὴν προσοχὴ ἐκείνων ποὺ ἀναφέρονται στὸν κίνδυνο τοῦ ἐθνικισμοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι ὅτι ὁ ἐθνικισμός, τὸ νὰ κλείνεται κανεὶς στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, νὰ περικλείεται στὰ φυλετικὰ ὅρια, εἶναι στὴν πραγματικότητα μιὰ φυσικὴ κατάσταση στὴν ἀφύσικη μεταπτωτικὴ ζωή.

Ἡ ὑπέρβαση τοῦ φυλετισμοῦ ἐπιτυγχάνεται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ ἐνεργεῖ μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεὸς καλεῖ ὅλα τὰ ἔθνη νὰ δεχθοῦν τὴν Ἀποκάλυψη, ποὺ δόθηκε διὰ τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος εἰσάγεται καὶ ζὴ σὲ μιὰ οἰκογένεια, ποὺ εἶναι ὑπεράνω τῆς ἀτομικῆς του οἰκογένειας καὶ αὐτῆς τῆς ἰδίας του τῆς πατρίδος. Χωρὶς νὰ καταργοῦνται οἱ οἰκογενειακὲς καὶ ἐθνικὲς σχέσεις, ἀποκτᾶ μιὰ ἄλλη εὐρύτερη οἰκογένεια. Μὲ τὸ Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει τὸν ἀτομισμό του καὶ τὶς ἀτομικιστικές του ἐπιλογές...

Μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό, καὶ ὅπως Ἐκεῖνος ἔτσι καὶ αὐτὸς ἀγαπᾶ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ θεία Εὐχαριστία ποὺ τελεῖται «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα» ἑνώνει ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ἔστω καὶ ἂν ἀνήκουν σὲ διαφορετκὰ φῦλα καὶ ἔθνη.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ νέος Παράδεισος, μέσα στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Καίτοι παραμένει ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς γλώσσας καὶ τῆς πατρίδος, ποὺ δὲν καταργοῦνται, ἐν τούτοις ὑπερβαίνονται μὲ τὴν ἀπόκτηση μιᾶς ἄλλης γλώσσης, τῆς νοερᾶς καρδιακῆς προσευχῆς, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς λήψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Γέννημα καὶ Θρέμμα Ρωμηοί»)

Φῶς ἐκ Φωτός

«Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι τό συμβολικόν, ἀλλά τό πραγματικόν, τό ἀπόλυτον, τό Μέγα Φῶς, τό "Φῶς ἐκ Φωτός". Μέ τήν ἐνανθρώπησίν Του, τό Πάθος Του, τήν Ἀνάστασίν Του, τήν εἰς οὐρανούς Ἀνάληψίν Του, ἐφώτισε τήν ἀνθρώπινην φύσιν καί τά σύμπαντα.

Ἑπομένως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος διά τῶν Ἁγίων Μυστηρίων ἑνώνεται μέ τόν Χριστόν γίνεται φωτεινή ἀναμμένη λαμπάς. Διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἐνδύεται τό φωτεινόν Βασιλικόν ἔνδυμα, δηλαδή τόν Ἴδιον τόν Χριστόν. Διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἰσέρχεται τό φῶς εἰς τήν καρδίαν του καί τότε ὅλος ὁ ἄνθρωπος (καρδία, νοῦς, σῶμα) γίνεται φωτεινή λαμπάς. Ἡ καθαρά καρδία τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ γίνεται καρδία Χριστοῦ, δηλαδή φωτεινή. Ὁ νοῦς του γίνεται νοῦς Χριστοῦ, δηλαδή φωτεινός. Τό σῶμα του γίνεται σῶμα Χριστοῦ, Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἡ καρδία του ἀγαπᾶ ἀκορέστως τόν Θεόν, κατά τόν Ψαλμωδόν: "ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός τόν Θεόν τόν ζῶντα" (μα´, 3). Ὁ νοῦς του ἔχει διαρκῆ μνήμην Θεοῦ, κατά τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου: "ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε" (Α´ Θεσ. ε´, 17). Τό σῶμα του φωτίζεται ἀπό τήν ὑπάρχουσαν εἰς τήν καρδίαν Θείαν Χάριν, ὅπως τό Πρόσωπον τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, τό ὁποῖον ἐφαίνετο "ὡσεί πρόσωπον ἀγγέλου" (Πράξ. στ´, 15). Ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται φωτεινή λαμπάς, "φῶς ἐν Κυρίῳ" (Ἐφεσ. ε´, 8).

Ὅταν οἱ πιστοί ἀποκτήσουν τήν κάθαρσιν τῆς καρδίας καί τόν φωτισμόν τοῦ νοῦ, τότε ὡς λαμπάδες ἀκτινοβολοῦν τόν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος ὑπάρχει ἐντός των. Ὅλαι αἱ ἐνέργειαί των εἶναι φωτειναί. (Ἀπό τήν Ἐγκύκλιο τοῦ Ἁγίου Καλλινίκου γιά τό Πάσχα τοῦ 1980).

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἅγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας

Χριστιανική ζωή καί σαλότης

Η ζωή τών κατά Χριστόν σαλών ήταν μιά τελεία, ίσως καί ακραία εφαρμογή τής μωρίας κατά Χριστόν, πού είναι η πεμπτουσία όλου τού πνεύματος τού Ευαγγελίου. Δέν μπορούν, βέβαια, όλοι νά παριστάνουν τόν κατά Χριστόν σαλό, γιατί αυτό είναι ένα ιδιαίτερο χάρισμα καί μιά ιδιαίτερη ευλογία τού Θεού, αλλά όλοι μπορούν νά βιώσουν τήν κατά Χριστόν σαλότητα σέ μετριότερη μορφή καί ανάλογη προσαρμογή. Καί αυτό γίνεται αντιληπτό από τό ότι η ζωή πού έχει η Εκκλησία, ζωή τής αγάπης, τής πίστεως, τής εγκρατείας αποβλέπει καί εμπνέεται από ένα άλλο πολίτευμα, πού είναι σαφώς αντίθετο από τά ανθρώπινα πολιτεύματα... Η χριστιανική ζωή, χωρίς νά καταργή τήν λογική καί τίς αισθήσεις, κινείται πέρα από αυτές....

Όλη η χριστιανική ζωή, η νέα ζωή τήν οποία έφερε στόν κόσμο ο Χριστός είναι μία σαλότης γιά τήν λογικοκρατούμενη καί αισθησιοκρατούμενη κοινωνία.

Οι κατά Χριστόν σαλοί, πού έλαβαν από τόν Θεό τό συγκεκριμένο χάρισμα, έζησαν μέ μιά ακραία μορφή αυτήν τήν αλήθεια τής Εκκλησίας, αφού έκαναν τά πάντα γιά νά κρύπτουν τήν αρετή τους, νά αποφύγουν τήν τιμή τών ανθρώπων, καί νά τούς διορθώσουν μέ ιδιότυπους τρόπους, ακριβώς επειδή είχαν διαστρέψει τήν χριστιανική ζωή. Πραγματικά, η εκκοσμικευμένη κοινωνία γιά νά ξυπνήση από τόν λήθαργο καί τήν αφασία στήν οποία έχει περιπέσει, χρειάζεται εκκεντρικούς τρόπους.

...

Οι κατά Χριστόν σαλοί δείχνουν τόν δρόμο τής ευρέσεως τής πραγματικής ελευθερίας, τόν τρόπο ευρέσεως τού πραγματικού προσώπου. Αναλογικά, πρέπει νά συντονισθούμε σέ αυτό τό επίπεδο καί σ' αυτό τό μέτρο. Νά μή μάς ενδιαφέρη ποιά γνώμη έχει ο κόσμος, αλλά η γνώμη τού Θεού. Η αγάπη τού Θεού είναι μιά θεία μέθη. Καί αυτή η "νηφάλιος μέθη" είναι έρως. Αυτός ο θείος έρως είναι η όντως ζωή.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Τό Πρόσωπο στήν Ορθόδοξη Παράδοση)

Χριστός, Παναγία, Εκκλησία

Η Παναγία έχει στην αγκαλιά της τον Χριστό. Χριστός και Παναγία είναι ενωμένοι μεταξύ τους και δεν νοούνται ανεξάρτητα, αφού η δόξα της Παναγίας βρίσκεται στον καρπό της κοιλίας της, τον Χριστό και ο Χριστός δι’ αυτής ενηνθρώπησε. Έτσι, η Παναγία υπηρετεί τον Χριστό με την προσφορά του εαυτού της. Η Παναγία έγινε ο τύπος της Εκκλησίας και κάθε πιστού, που αποτελεί μέλος του Σώματος του Χριστού…

…Η δύναμη της Εκκλησίας, όπως και της Παναγίας, δεν βρίσκεται στην εξωτερική ισχύ, στην σύναψη διαφόρων υψηλών και μεγάλων σχέσεων, στα χρήματα και τα ιδρύματα, αλλά στην παρουσία του Χριστού, που εσωτερικά την ζωοποιεί και την ενδυναμώνει. Επίσης, όπως το Παιδίον Ιησούς βρίσκεται στην αγκαλιά της Παναγίας, έτσι βρίσκεται στο κέντρο της Εκκλησίας και γι’ αυτό δεν μπορούμε να αναζητάμε τον Χριστό έξω από την Παναγία και έξω από την Εκκλησία. Είναι τεράστιο λάθος, όταν απομονώνεται ο Χριστός από την Εκκλησία, γιατί τότε διαστρεβλώνεται. Ενδεχομένως γίνεται ένας ρομαντιστής, ένας φιλόσοφος, ένας κοινωνιολόγος, και όχι Σωτήρ των ανθρώπων. Όπως μέσα στην μήτρα της Θεοτόκου κυοφορήθηκε ο Χριστός, έτσι και εμείς μέσα στην μήτρα της Εκκλησίας, δηλαδή στην εσωτερική μυστηριακή και ασκητική ζωή, θα βρούμε τον Χριστό και θα γεννηθούμε πνευματικά, οπότε θα ονομαζόμαστε Χριστιανοί. Διότι ένα άγαλμα αφού δεν έχει ζωή δεν λέγεται άνθρωπος. Έτσι και ένας άνθρωπος, που δεν έχει μέσα του την Ζωή, τον Χριστό, δεν λέγεται Χριστιανός.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Όσοι Πιστοί)

Χριστοῦ ἡ Γέννηση

Τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος πρίν τήν ἐνανθρώπηση ἀποκαλεῖται Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τό ὄνομα Υἱός δηλώνει ὅτι γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα καί τό γεννητό εἶναι τό ὑποστατικό τοῦ ἰδίωμα. Τό ὄνομα Λόγος τοῦ Θεοῦ χρησιμοποιεῖται γιά νά δηλώση ὄχι μόνο το ἀπαθές της γεννήσεως, ἀλλά καί τό συναφές καί ἐξαγγελτικό, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο...

Μετά τήν ἐνανθρώπηση ἤ μᾶλλον κατά τήν στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ Λόγου στήν κοιλία τῆς Παναγίας, ὁπότε γίνεται ἡ ἕνωση τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, λέγεται Χριστός. Τό ὄνομα Χριστός εἶναι ὄνομα τῆς ὑποστάσεως καί δέν λέγεται γιά μιά μόνο φύση, ἀλλά εἶναι σημαντικό των δύο φύσεων στόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη φύση χρίσθηκε ἀπό τόν Θεό, γι’ αὐτό ὁ Λόγος ὀνομάσθηκε Χριστός. Τό ὄνομα Χριστός δηλώνει τόν χρίσαντα Πατέρα, τόν χρισθέντα Υἱό καί τό χρίσμα ἅγιον Πνεῦμα. Ὅμως, ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη φύση χρίσθηκε ἀπό ὅλον τόν Τριαδικό Θεό, γι’ αὐτό στήν χρίση αὐτή συμμετέσχε καί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχρισε τόν ἑαυτό Του, δίνοντας ὡς Θεός χρίσμα στό σῶμα, μέ τήν θεότητά Του, καί ταυτόχρονα ἦταν χριόμενος ὡς ἄνθρωπος (ἄγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός).

Ἑπομένως, τό ὄνομα Χριστός δηλώνει τό συναμφότερο, δηλαδή τόν Θεό καί ἄνθρωπο, τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Κατά ἄκρα συγκατάβαση μπορεῖ νά χρησιμοποιῆται ἄλλοτε γιά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ καί ἄλλοτε γιά τήν θεότητα. Γιατί, μετά τήν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο φύσεων, ὁ Λόγος ὀνομάζεται Χριστός. Ἔτσι, Αὐτός πού ἦταν Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ πρίν τήν ἐνανθρώπηση, ἐνῶ παραμένει πάντοτε Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, μετά τήν ἐνανθρώπηση ὀνομάζεται Χριστός, πράγμα τό ὁποῖο δηλώνει τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, “Δεσποτικές Ἐορτές”)

Χρόνος

Στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία γίνεται λόγος γιὰ τὸν λεγόμενο λειτουργικὸ ἡ συμπεπυκνωμένο χρόνο. Ἔτσι χαρακτηρίζεται ὁ μεταμορφωμένος χρόνος ἀπὸ τὴν θεία Χάρη...

Τὸν λεγόμενο λειτουργικὸ χρόνο τὸν ζοῦμε μὲ τὸ μέγα μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας, μέσα στὸ ὁποῖο ἐρχόμαστε σὲ ἄμεση προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὰ γεγονότα τοῦ παρελθόντος καὶ συγχρόνως βιώνουμε καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ μέλλον...

Ἡ ὑπέρβαση τοῦ χρόνου ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία συνδέεται στενὰ μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία, ἀφοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση δὲν μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὴν θεία Λειτουργία ἀπὸ τὴν καρδιακὴ προσευχὴ καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Μόνον ἔτσι μποροῦμε νὰ μιλοῦμε καὶ γιὰ ἀτομικὴ προσευχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μὲ μεγάλη μετάνοια καὶ μὲ καθαρότητα νοῦ, τότε αἰσθάνεται ὅτι τὸν ἄκουσε ὁ Θεὸς καὶ τὸν δέχθηκε στὴν αἰωνιότητα. Καί, βέβαια, ἐκεῖνο ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ προσευχὴ εἶναι αὐτὴ ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωσή της. Δηλαδή, ὅταν προσευχόμαστε ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο δῶρο ποὺ λαμβάνουμε, γι’ αὐτὸ δὲν ἀπογοητευόμαστε σὲ περίπτωση ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖται τὸ προσωπικό μας αἴτημα.

Ὁ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς ὑπερβαίνει τὴν βασανιστικὴ τυραννία τοῦ χρόνου, ποὺ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ἐπεκτείνεται μεταξὺ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ταφῆς του. Γίνεται ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν τυραννία του, ἐξαγιάζει τὸν χρόνο καὶ ἐξαγιάζεται μέσα σὲ αὐτόν. Κάθε στιγμὴ γιὰ τὸν προσευχόμενο Χριστιανὸ ἐπιφορτίζεται ἀπὸ τὸ αἰώνιο. Ὅταν ἀγωνίζεται στὴν προσευχὴ ἀξιώνεται νὰ ζήση τέτοιες καταστάσεις, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ περιγραφοῦν, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν λόγια γιὰ νὰ μεταδοθοῦν αὐτὲς οἱ εὐλογημένες ἐμπειρίες.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Ὅσοι Πιστοί»)

Ψάλατε ... πάντα τὰ ἔθνη

«Κολουέζι,...

Σεβαστέ Γέροντα, καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ πατέρες καί ἀδελφοί. Εὐλογεῖτε.

Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ διανύουμε τήν τρίτη ἑβδομάδα τῶν συνάξεων τῶν ἱεροψαλτῶν. Ἔχουμε τήν μεγαλύτερη προσέλευση ἀπό κάθε ἄλλη χρονιά. Εἶναι περί τά 100 ἄτομα. Γιά νά τακτοποιηθοῦν στόν ὕπνο, μεταβάλαμε ἄλλους χώρους σέ κοιτῶνες... τά πάντα μεταβλήθηκαν σέ κρεββάτια. Ἀλλά φαίνεται ὅτι αὐτή ἡ ὁμαδική κατοίκησις ὄχι μόνο δέ τούς ἐνοχλεῖ, ἀλλά καί τούς ἀναπαύει. Στίς ὧρες ἐκτός μαθήματος κάνουν σάν μελίσσι. Γεμίζουν ὅλοι οἱ κοινόχρηστοι χῶροι ἔξω. Ἀστειεύονται, γελᾶνε, ψέλνουν, ὅλα ἀναμικτα. Ἡ μεγάλη ἀπόλαυσις ἦταν ὅταν ὁ π. Μελέτιος τούς ἀγόρασε μπάλλα γιά νά παίξουνε ποδόσφαιρο... Τό πρωΐ ξυπνᾶνε 4:45 καί μέχρι τίς 9:30 τό βράδυ εἶναι στό πόδι, εἴτε σέ ἀκολουθίες, εἴτε σέ μαθήματα, μέ λίγο ἐνδιάμεσο ἐλεύθερο χρόνο...

... Ἀκούω στή διπλανή αἴθουσα νά ψέλνη τό πρῶτο τμῆμα δυνατά, «τήν παγκόσμιον δόξαν...», τό δεύτερο, «πῶς μή θαυμάσωμεν τόν θεανδρικόν σου τόκον...» καί τό τρίτο, «δύναμις» τοῦ β' ἤχου... σέ διαφορετικές αἴθουσες τό καθ’ ἕνα, πού ἀκούγοντάς τα νομίζεις ὅτι σείεται ὁ τόπος...

Στίς ὧρες τοῦ διαλείμματος, μόλις βγοῦν ἀπό τίς αἴθουσες, ἀντί νά σταματήσουν τήν ψαλμωδία γιά νά πάρουν μιά ἀνάσα, αὐτά συνεχίζουν μόνα τους, σάν νά ἔχουν πάρει ἀμπάριζα καί δέν μποροῦν νά σταματήσουν. Ψέλνοντας δέ ὁ καθ’ ἕνας μόνος του, δυνατά καί ὄχι ὁμαδικά, σχηματίζεται μία χάβρα, πού καί αὐτή πάλι ἔχει τή χάρι της...».

(ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς Ἱεραποστόλου στόν Καθηγούμενο τῆς Ι.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, Ἀρχιμ. π. Γεώργιο)

Ὡς μέλη τοῦ Σώματος

Ἡ θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιά νά θεωθῆ ἡ ἀνθρώπινη φύση καί νά προσφερθῆ ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο, ὥστε αὐτός νά κοινωνήση τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματός Του.

Αὐτός εἶναι καί ὁ ἀπώτερος σκοπός τῶν Μυστηρίων. Ὅλα τά Μυστήρια ἀποβλέπουν στήν μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶπε: «ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. στ΄, 53). Βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε ὥστε, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, νά κοινωνήσουμε.

...

Ἡ θεία Κοινωνία, ὅμως, τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται ἀπροϋποθέτως, δηλαδή πρέπει νά ὑπάρχουν σαφεῖς προϋποθέσεις, ὥστε ἡ θεία Κοινωνία νά ἐνεργήση πρός ζωήν καί ὄχι πρός θάνατον.

...

Κοινωνεῖ κανείς τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀνήκη στήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή κοινωνεῖ ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά πρέπει ὁ Χριστιανός νά ἔχη σαφῆ αἴσθηση ὅτι εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

...

Τελικά, ὅλη ἡ ὀρθόδοξη λειτουργική παράδοση καί ὅλα τά ἄλλα Μυστήρια καί οἱ τελετές ἀφοροῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποβλέπουν στήν μέθεξη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὥστε ὁ Χριστός νά γίνη κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Δέν ὑπάρχουν ἄλλοι σκοποί, δέν ὑπάρχουν ἰδιωτικά Μυστήρια, δέν μποροῦν νά ξεχωρισθοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησιαστικές τελετές ἀπό τήν μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Καί ὅλα αὐτά δέν μποροῦν νά εἶναι ἀνεξάρτητα ἀπό τό πραγματικό μυστήριο, πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Ὑπάρχει σαφής ἑνότητα μεταξύ δόγματος, προσευχῆς, Μυστηρίων, ἀσκήσεως καί θείας Εὐχαριστίας. Ὅλοι αὐτοί εἶναι οἱ ἄξονες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἐμπειρική Δογματική, τόμος Β'