Skip to main content

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακὴ 3 Αὐγούστου

Ἑωθινὸ Ζ´,Ιων. κ´, 1-10

Συνεχίζοντας νὰ ἑρμηνεύουμε τὰ Ἑωθινὰ Εὐαγγέλια, τὰ ὁποῖα διαβάζονται κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ὄρθρου τῶν Κυριακῶν, σήμερα θὰ ποῦμε μερικὰ λόγια γιὰ τὸ Ἑωθινὸ ποὺ διαβάστηκε τὸ πρωΐ στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀναφέρεται στὴν ἐπίσκεψη στὸ μνημεῖο πρῶτα τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς καὶ ὕστερα τῶν δύο μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καὶ τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου, σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.

Κατ' ἀρχάς, ὅπως εἴπαμε καὶ ἄλλη φορά, κατὰ θεία οἰκονομία πρῶτες ποὺ πληροφορήθηκαν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶδαν τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ εἶναι οἱ Μυροφόρες γυναῖκες. Σὲ ἄλλο κήρυγμα ἀναλύσαμε ὅτι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ ἀποκατασταθῇ ἡ γυναικεία ὕπαρξη καὶ νὰ διορθωθῇ τὸ λάθος ποὺ ἔκανε ἡ Εὔα. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια ποὺ περιγράφουν τὰ γεγονότα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, οἱ Μυροφόρες γυναῖκες πήγαιναν καθ' ὁμάδες στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ τὰ ξημερώματα τῆς Κυριακῆς. Στὴν ἀρχὴ πῆγαν γιὰ νὰ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα τὸν Χριστό, ὕστερα, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι δὲν ὑπῆρχε μέσα στὸ μνημεῖο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, αἰσθάνθηκαν ἔκπληξη, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο τὶς ἐξανάγκασε νὰ ἔρχονται ἐπανειλημμένως στὸν τάφο. Καὶ στὴν συνέχεια ἀνακοίνωναν ὅ,τι ἔβλεπαν στοὺς Ἀποστόλους, ὁπότε καὶ ἐκεῖνοι ἔτρεχαν στὸ μνημεῖο.

Αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ παρουσία τῶν γυναικῶν μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ταπεινὴ καὶ εὐκαταφρόνητη. Σύμφωνα μὲ τὴν πίστη ποὺ ἔχουν καὶ τὴν πνευματική τους ἀνδρεία γνωρίζουν τὸν Χριστό -ἄλλωστε κανεὶς δὲν ἀποκλείεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία εἴτε ἄνδρας εἶναι εἴτε γυναῖκα- καὶ στὴν συνέχεια οἱ μεταμορφωμένες γυναῖκες ἀναφέρουν στοὺς Ἀποστόλους τὰ ὅσα εἶδαν, δηλαδὴ δὲν περιφρονοῦν τὸ Ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ἐπειδὴ ἐκεῖνες εἶχαν πρῶτες τὴν μεγάλη αὐτὴ ἐμπειρία, ἀλλὰ σέβονται τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς τιμοῦν.

Ἔτσι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, λέγει τὸ σημερινὸ Ἑωθινό, βλέποντας τὴν πέτρα ποὺ ὑπῆρχε μπροστὰ στὸ μνημεῖο μετατοπισμένη, ἔτρεξε καὶ τὸ ἀνακοίνωσε στοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη λέγοντάς τους: «πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξέρουμε ποῦ τὸν ἔβαλαν» . Αὐτὸ παρεκίνησε τοὺς δύο Ἀποστόλους νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ μνημεῖο, στὸ ὁποῖο ἐτέθη ὁ Χριστός.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ πῶς πῆγαν στὸ μνημεῖο οἱ δύο Ἀπόστολοι. Ὁ ἄλλος μαθητής, ποὺ εἶναι ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ταπείνωση δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομά του, ἔτρεξε πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, εἶδε μόνον τὰ ὀθόνια, χωρὶς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν μπῆκε μέσα στὸ μνημεῖο. Στὴν συνέχεια, ἦλθε καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος μπῆκε πρῶτος μέσα στὸ μνημεῖο καὶ εἶδε τὰ ὀθόνια, μὲ τὰ ὁποῖα τύλιγαν τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, καθὼς καὶ τὸ σουδάριο, ποὺ ἦταν τὸ ὕφασμα μὲ τὸ ὁποῖο τύλιγαν τὴν κεφαλὴ τοῦ νεκροῦ. Τὸ σουδάριο, ὅμως, δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὰ ὀθόνια, ἀλλὰ χωρὶς αὐτὰ καὶ τυλιγμένο χωριστὰ σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἀφοῦ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὰ σάβανα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχαν τυλίξει καὶ ἀφοῦ δίπλωσε τὸ σουδάριο μὲ τὸ ὁποῖο ἦταν τυλιγμένη ἡ κεφαλὴ Τοῦ. Αὐτὸ διαπίστωσε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Τὸ διαπίστωσε ὅμως καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ μπῆκε στὸ μνημεῖο μετὰ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι πρῶτος ἔτρεξε στὸ μνημεῖο ὁ Ἰωάννης, ἀκολούθησε ὁ Πέτρος, ἀλλὰ πρῶτος μπῆκε ὁ Πέτρος καὶ ἔπειτα ἀκολούθησε ὁ Ἰωάννης.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ὁ Πέτρος εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῆς πράξεως καὶ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῆς θεωρίας. Ἡ θεωρία ἔχει τὸν ζῆλο καὶ τρέχει πρὸς τὸν Χριστό, στὴν συνέχεια, μὲ τὴν πράξη εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὸ δεσποτικὸ μνημεῖο, ὁπότε ἀκολουθεῖ καὶ ἡ θεωρία, ποὺ τὸν κάνει νὰ πιστεύση στὸν Ἀναστάντα Χριστό. Ἡ πράξη εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ὁ ἀγῶνας νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θεωρία εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ καρδιακὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ ἡ θέα τοῦ Θεοῦ.

Ἑπομένως, ὑπάρχει μία πορεία γιὰ τὴν εὕρεση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἀρχίζουμε μὲ τὸν ζῆλο καὶ τὴν ἔμπνευση, παρακινούμενοι ἀπὸ κάποιο θεόπτη ἅγιο, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι παρακινήθηκαν ἀπὸ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, στὴν συνέχεια τηροῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν νόμιμη πορεία διαπιστώνουμε καὶ βεβαιωνόμαστε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνάστασή μας ἀπὸ τὰ νεκρὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γιὰ νὰ ἀναστήση ἐμᾶς ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας. Γι' αὐτὸ ἑορτάζουμε κάθε Κυριακὴ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἴθε νὰ τὸ διαπιστώσουμε προσωπικά, ἀκολουθῶντας τὴν μέθοδο τῆς πνευματικῆς πορείας ποὺ μᾶς ὑπέδειξαν οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 31 Αὐγούστου

Ἑωθινὸ ΙΑ´ Ἰω. κα´ 11-25

Τὸ περιγραφόμενο περιστατικὸ στὸ σημερινὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι συνέχεια τοῦ περιστατικοῦ ποὺ περιγράψαμε στὸ προηγούμενο Ἑωθινό. Δηλαδὴ τὴν προηγουμένη Κυριακὴ εἴδαμε τὴν θαυματουργικὴ ἁλιεία καὶ τὸ φαγητὸ ποὺ ἔφαγε ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητὰς Τοῦ στὸ γιαλὸ τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος. Βέβαια, ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ δὲν εἶχε ἀνάγκη τῆς τροφῆς γιατί εἶχε ἀποβάλει τὴν θνητότητα, ἀλλὰ τὸ ἔκανε κατ' οἰκονομία γιὰ νὰ χαροποιήση τοὺς μαθητὰς καὶ νὰ τοὺς δείξη ὅτι δὲν ἦταν φάντασμα, ὅμως ἡ τροφὴ αὐτὴ κάηκε ἀπὸ τὴν θεότητα.

Ἀμέσως μετὰ τὸ φαγητὸ ὁ Χριστὸς συνομίλησε μὲ τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος εἶχε δείξει τὴν μεγάλη του ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ μὲ τὸ νὰ μπὴ μέσα στὴν θάλασσα καὶ νὰ ἔλθη κολυμπῶντας στὸν γιαλὸ καὶ νὰ συναντήση τὸν Χριστό. Τρεὶς φορὲς τὸν ἐρώτησε ἂν τὸν ἀγαπᾶ, καὶ ἔδωσε θετικὴ ἀπάντηση. Τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ποιμαίνη τὰ πρόβατά Τοῦ, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης του πρὸς Αὐτόν.

Τὸ ἐρώτημα εἶναι γιατί τὸν ἐρωτᾶ σὲ ἐπήκοον πάντων, καὶ μάλιστα τρεῖς φορές, ἂν τὸν ἀγαπᾶ, ἀφοῦ προηγουμένως ὡς Θεὸς τὸ διεπίστωσε ὅτι τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ τὸ ἄλλο ἐρώτημα εἶναι γιατί τὸν ἐρώτησε τρεῖς φορές.

Φαίνεται καθαρὰ ὅτι αὐτὸ τὸ περιστατικὸ εἶναι μιὰ ἀποκατάσταση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἐνώπιον καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς τὸν Χριστὸ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του. Ἡ ἁμαρτία του ἦταν μεγάλη καὶ κλονίσθηκε κατὰ κάποιον τρόπο ἡ θέση του, ἀνάμεσα στὸν ὅμιλο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, μετὰ τὴν τριπλὴ ἄρνηση δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν ὅμιλο τῶν μαθητῶν, ὅπως ἔκανε ὁ Ἰούδας, ἀλλὰ ἔκλαυσε πικρῶς γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ αὐτὴ καὶ ἐξακολούθησε νὰ παραμένη μέσα στὴν ὁμάδα τῶν μαθητῶν. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁποιαδήποτε ἁμαρτία καὶ νὰ πράξουμε δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἀπογοητευόμαστε, ἀλλὰ νὰ μετανοοῦμε ἀμέσως καὶ νὰ παραμένουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Νὰ μὴ διανοηθοῦμε ποτὲ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Μὲ τὴν πρόκληση τῆς τριπλὴς δημόσιας ὁμολογίας τῆς ἀγάπης θεράπευσε ὁ Χριστὸς τὴν δημόσια ἄρνηση τοῦ μαθητοῦ Τοῦ. Ὁπότε ὄχι μόνον τὸν ἀποκαθιστᾶ δημοσίως στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ τοῦ ἀναθέτει καὶ τὴν διακονία νὰ ποιμαίνη τὰ πρόβατά Τοῦ. Ἑπομένως, ἔκφραση τῆς ἀγάπης Τοῦ θὰ εἶναι τὸ «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» , «βόσκε τὰ ἀρνία μου» . Πρόκειται γιὰ τὴν ποιμαντικὴ διακονία τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἶχε γνώση τῆς ἁμαρτίας, ἀπέκτησε γνώση τῆς μετανοίας, εἶδε τον Ἀναστάντα Χριστόν, ἐξέφρασε τὴν μεγάλη ἀγάπη του σὲ Αὐτὸν μὲ τὶς πράξεις του καὶ ἑπομένως μπορεῖ νὰ ποιμαίνη σωστὰ καὶ ἀλάνθαστα τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ.

Στὴν συνέχεια, ὁ Χριστὸς τοῦ προαναγγέλλει τὸν μαρτυρικό του θάνατο, ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι ὅταν θὰ γηράση θὰ ἀπλώση τὰ χέρια του καὶ θὰ τὸν ζώση ἄλλος καὶ θὰ τὸν πάη ἐκεῖ ποὺ δὲν θέλει, δηλαδὴ στὸ μαρτύριο. Καὶ μάλιστα, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «τοῦτο δὲ εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν» . Τὸ μαρτύριο εἶναι δοξολογία πρὸς τὸν Θεό. Πρῶτα κανεὶς δίνει τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς του καὶ τὴν μαρτυρία τῆς ἀγάπης του καὶ στὴν συνέχεια ὑφίσταται καὶ τὸ μαρτύριο, τὸ ὁποῖο πιστοποιεῖ καὶ βεβαιώνει τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν πίστη του πρὸς τὸν Χριστό.

Ἡ ποιμαντικὴ διακονία εἶναι μιὰ σταυρικὴ διακονία, ποὺ γίνεται μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ βέβαια, καταλήγει στὸν Σταυρό. Ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὴν φύση της δὲν εἶναι ἕνα συναίσθημα, ἀλλὰ βίωμα καὶ ἔκφραση μαρτυρίου. Ὅποιος ἀγαπᾶ χωρὶς θυσία ἔχει μιὰ ψεύτικη καὶ ἐπιπόλαια ἀγάπη. Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τῶν Κληρικῶν. Οἱ Κληρικοὶ ποιμαίνουν τὰ πρόβατα καὶ τὰ ἀρνία τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν οἱ Κληρικοὶ ἰδιοποιοῦνται τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ κάνουν δικά τους, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀληθινὴ ποιμαντικὴ διακονία.

Ὁ Χριστὸς ἔκανε πολλὰ ὅσο ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, ὥστε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης νὰ γράψη ὅτι ἂν γράφονταν ὅλα αὐτὰ σὲ βιβλία τότε δὲν θὰ μποροῦσαν τὰ βιβλία αὐτὰ νὰ χωρέσουν σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, σὲ ὅλες τὶς βιβλιοθῆκες τοῦ κόσμου. Ὅμως αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ δὲν χωρᾶ σὲ βιβλία, περικλείεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀρχίση νὰ τὰ διαβάζη καὶ νὰ τὰ ζῇ, ὅταν κολυμπᾶ μέσα στὸν πνευματικὸ αὐτὸ πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀναστημένος, καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὅσοι κάθε Κυριακὴ μετέχουν σὲ αὐτὸ τὸ πανηγύρι τῆς Ἀναστάσεως, ὅπως γράψαμε στὰ σύντομα αὐτὰ κηρύγματα, μπορεῖ νὰ μυηθῇ στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ νὰ ὑπερβαίνη ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει στὴν ζωή του.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 5 Ιουλίου (Γαλάτας ε', 22 - στ', 2)

Πνεύμα είναι τό Άγιον Πνεύμα καί σάρξ είναι ο άνθρωπος εκείνος πού δέν έχει τό Άγιον Πνεύμα.

Τό νά είμαστε Χριστιανοί πραγματικοί δέν είναι ένα κληρονομικό δικαίωμα καί μιά συνήθεια καί κοινωνική παράδοση, αλλά είναι ευλογία καί Χάρη τού Χριστού πού μάς τήν δίνει διά τής Εκκλησίας, αλλά καί διά τού δικού μας αγώνα, γιά νά ανταποκρινόμαστε σέ αυτήν τήν δωρεά.

Ένα από τά βασικά θέματα μέ τά οποία ασχολείται ο Απόστολος Παύλος στήν πρός Γαλάτας επιστολή του είναι καί η αντίθεση μεταξύ τού πνεύματος καί τής σαρκός. Μιά πτυχή αυτού τού θέματος ακούσαμε σήμερα στό αποστολικό ανάγνωσμα.

Ο Απόστολος Παύλος συνιστά στούς Χριστιανούς νά ζούν εν Πνεύματι καί τότε δέν θά ακολουθούν τίς επιθυμίες τής σαρκός.

Οι έννοιες «πνεύμα» καί «σάρξ» στήν γλώσσα τού Αποστόλου Παύλου έχουν διαφορετική έννοια απ' ό,τι τίς χρησιμοποιούμε. Πνεύμα είναι τό Άγιον Πνεύμα καί σάρξ είναι ο άνθρωπος εκείνος πού δέν έχει τό Άγιον Πνεύμα.

Έτσι, πνευματική ζωή είναι τό νά ζή κανείς μέσα στήν Εκκλησία καί μέ τά μυστήρια (Βάπτισμα, Χρίσμα, θεία Ευχαριστία) καί τόν αγώνα-άσκηση νά λαμβάνη τήν Χάρη τού Αγίου Πνεύματος. Τότε ο άνθρωπος έχει μέσα του τούς καρπούς τού Αγίου Πνεύματος, πού είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότητα, η αγαθωσύνη, η πίστη, η πραότητα, η εγκράτεια. Όλα αυτά δέν είναι απλές ανθρώπινες αρετές, αλλά καρποί τού Αγίου Πνεύματος. Πνευματικός άνθρωπος δέν είναι απλώς ο μορφωμένος, ο καλλιτέχνης, αλλά στήν γλώσσα τής Εκκλησίας είναι εκείνος πού έχει τό Άγιον Πνεύμα.

Έπειτα, η σαρκική ζωή χαρακτηρίζεται από τόν Απόστολο ως ζωή πού δέν εμπνέεται από τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος καί δέν έχει τούς καρπούς του πού αναφέρθηκαν πιό πάνω. Ο Απόστολος Παύλος ονομάζει «έργα τής σαρκός» τήν μοιχεία, τήν πορνεία, τήν ακαθαρσία, τήν ασέλγεια, τήν ειδωλολατρία, τήν μαγεία, τίς έχθρες, τίς φιλονικίες, τίς ζήλειες, τούς θυμούς, τούς διαπληκτισμούς, τίς διχόνοιες, τά σχίσματα, τίς αιρέσεις, τούς φθόνους, τούς φόνους, τίς μέθες, τίς ασωτίες καί τά παρόμοια πάθη μέ αυτά.

Όλα αυτά δέν είναι απλώς ανήθικα έργα, αλλά σαρκικά, γιατί δείχνουν ότι ο άνθρωπος δέν έχει τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος. Ο Χριστιανός μέ τό Βάπτισμα καί όλα τά άλλα μυστήρια, ιδιαιτέρως τήν θεία Ευχαριστία, όταν συνδέεται μέ τήν ασκητική ζωή, αποβάλλει τήν σαρκική ζωή καί ζή τήν πνευματική καί εκκλησιαστική ζωή. Αγωνίζεται συνεχώς νά μετέχη τής Χάριτος τού Θεού. Αυτός ο αγώνας πού γίνεται μέ τήν Χάρη τού Θεού λέγεται σταύρωση τών παθών καί τών επιθυμιών καί τότε συσταυρωνόμαστε μέ τόν Χριστό καί συνανασταινόμαστε μαζί Του.

Τό νά είμαστε Χριστιανοί πραγματικοί δέν είναι ένα κληρονομικό δικαίωμα καί μιά συνήθεια καί κοινωνική παράδοση, αλλά είναι ευλογία καί Χάρη τού Χριστού πού μάς τήν δίνει διά τής Εκκλησίας, αλλά καί διά τού δικού μας αγώνα, γιά νά ανταποκρινόμαστε σέ αυτήν τήν δωρεά.

Πάντως, αποδεικνύουμε τήν χριστιανική μας ζωή, όχι απλώς μέ ταυτότητες καί τυπική συμμετοχή σέ εκκλησιαστικές συνάξεις, αλλά από τούς καρπούς τού Αγίου Πνεύματος, τούς οποίους παρουσίασε σήμερα ο Απόστολος Παύλος μέ τό ανάγνωσμα πού διαβάσθηκε. Αυτήν τήν ζωή πρέπει νά ζούμε γιά νά είμαστε πραγματικοί Χριστιανοί στήν πράξη καί τήν ζωή.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή 6 Αὐγούστου, Ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος

Ἐφέτος ἡ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως συνέπεσε ἡμέρα Κυριακή. Ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι το φῶς τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι το φῶς τῆς Ἀναστάσεως, καὶ τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Στὸ ὅρος Θαβὼρ ὁ Χριστὸς μεταμορφώθηκε ἐνώπιον τῶν μαθητῶν Τοῦ, ἔδειξε τὸ κάλλος τῆς θεότητός Τοῦ, ὅσο μποροῦσαν νὰ ἀνθέξουν οἱ μαθητές, συγχρόνως νεφέλη ἐπισκίασε τοὺς μαθητάς, ποὺ ἦταν ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μέσα ἀπὸ τὴν νεφέλη ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός, «οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς· αὐτοῦ ἀκούετε» (Μάρκ. ἡ’, 7).

Τὴν στιγμὴ ποὺ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἦταν ὁ μεγαλύτερος βαθμὸς Θεοφανείας, γι’ αὐτὸ καὶ τότε οἱ μαθητὲς ἔπεσαν στὴν γῆ. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μας πληροφορεῖ: «καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα» (Μάτθ. ἰζ , 6). Τότε χρειάσθηκε νὰ τοὺς πλησιάση ὁ Χριστός, νὰ τοὺς ἀγγίξη καὶ νὰ τοὺς πῇ: «ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε» (Μάτθ. ἰζ , 7).

Ἐκεῖνο ποὺ παρατηροῦμε ἐδῶ εἶναι ὅτι οἱ μαθητὲς εἶδαν τὸ θεῖον φῶς, ποὺ προχεόταν ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶδαν τὴν νεφέλη τὴν φωτεινή, ποὺ ἦταν ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἄκουσαν τὴν φωνὴ τοῦ Πατρός, ποὺ καὶ αὐτή, κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων μας, ἦταν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ φῶς. Ἔχουμε τὴν ἐμφάνιση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁπότε, ὅπως γράφεται στὴν ἱερὰ ὑμνογραφία, «φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Λόγος, φῶς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα». Καὶ ἡ ἀκοὴ τῆς φωνῆς τοῦ Πατρὸς εἶναι φῶς.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν εἶδε τὸν Πατέρα. Ὁ Φίλιππος ποὺ ζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τοὺς ἀποκαλύψη τὸν Πατέρα, ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ λέγη: «ὁ ἐωρακῶς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πὼς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα;» (Ἰωάν. ἰδ 9). Ὁ Πατὴρ ὁρᾶται ἐν τῷ Υἱῷ, ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ἐπειδὴ κοινὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ τονισθῇ ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ Πατήρ, κατὰ τὸν μεγαλύτερο βαθμὸ Θεοφάνειας, ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς μαθητὰς νὰ ἀκοῦνε τὸν Χριστό. «Αὐτοῦ ἀκούετε», τοὺς εἶπε. Ἀκούει κανεὶς τὸν Χριστό, ὅταν ἐφαρμόζη τὸν λόγο Τοῦ, ὅταν τηρῇ τὶς ἐντολὲς Τοῦ, ὅταν ἐφαρμόζη ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος εἶπε. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ὁδὸς τῆς δικῆς μας μεταμορφώσεως εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν συμμόρφωσή μας σὲ μερικὲς γενικὲς ἐντολές, ἀλλὰ γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἐντάλματα σωτηρίας. Γιὰ παράδειγμα ὁ Χριστὸς στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺς μαθητὰς Τοῦ: «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λούκ. κβ 20). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ ἡ συμμετοχή μας στὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο, εἶναι ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις.

Ἡ προτροπή, ὅμως, τοῦ Πατρὸς στοὺς μαθητὰς «αὐτοῦ ἀκούετε», ἀναφέρεται καὶ στὴν Ἐκκλησία, γιατί ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάτι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀλλὰ εἶναι τὸ εὐλογημένο καὶ ἐξαγιασμένο σῶμα Τοῦ. Ἔτσι, ὁ Πατέρας ἔδωσε ἐντολή, ὅπως ἐκφράσθηκε κατὰ τὴν ἀποκάλυψη στὸ ὅρος Θαβώρ, νὰ ἀκοῦμε καὶ νὰ ὑπακούομε καὶ στὴν Ἐκκλησία. Φυσικά, ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία ἐννοοῦμε ὑπακοὴ στοὺς Προφήτας, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Μάρτυρας, τοὺς Πατέρας, τοὺς Ὁσίους καὶ γενικὰ ὅλους τοὺς Ἁγίους ποὺ δέχθηκαν στὴν ζωή τους τὴν προσωπικὴ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν εὐλογημένο θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας τὸν ὁποῖο συγκροτεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Πρέπει νὰ ὑπακούομε στὶς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διὰ τῶν ὁποίων τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δίδαξε στὰ μέλη τῶν Ἐκκλησιῶν τί νὰ πιστεύουν καὶ τί νὰ πράττουν, πὼς νὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστη τους καὶ πὼς νὰ βιώνουν τὸν Θεὸ στὴν ζωή τους καὶ τί πρέπει νὰ κάνουν γιὰ νὰ σωθοῦν. Αὐτὸ ἐκφράζει, κατὰ τρόπο παραστατικό, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔγραφε ὅτι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ μάθουν «πὼς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστιν Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Ἄ ,Τίμ. γ , 15).

Εἶναι σίγουρο ὅτι ὅταν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ὑπακούουν στὸν Χριστό, ἀλλὰ συγχρόνως δὲν ὑπακούουν στὴν Ἐκκλησία, αὐτοὶ δὲν ἔχουν χριστοκεντρικὸ ἦθος, γιατί δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ζήση ἐν Χριστῷ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Διάφοροι Χριστιανοὶ στὴν ἐποχή μας ἔχουν πολλὲς θεωρίες καὶ ἀπόψεις γιὰ τὴν χριστιανικὴ ζωή, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει μεγάλη ἀξία καὶ σπουδαιότητα εἶναι νὰ ὑπακούομε στὸν Χριστό, ὅπως Τὸν διαφυλάσσει καὶ Τὸν κηρύττει ἡ Ἐκκλησία, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Πατρός.

Ὁ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 8 Ἰουλίου - Η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού

Την προηγούμενη Κυριακή αναλύσαμε τους πρώτους στίχους της Δοξολογίας, που ψάλλουμε η διαβάζουμε κάθε πρωΐ στην ακολουθία του Όρθρου η στην πρωϊνή μας προσευχή, όταν ξυπνούμε από τον ύπνο, που αναφέρονται στον Τριαδικό Θεό, ο Οποίος έδειξε το φως, τόσο το αισθητό όσο και το πνευματικό. Σήμερα θα δούμε τους επόμενους στίχους, που αναφέρονται στην ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού.

Φαίνεται από αυτό ότι κάθε προσευχή γίνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, και σε κάθε προσευχή κρύπτεται μια ολόκληρη θεολογία. Στην αρχή αναφερόμαστε στον Τριαδικό Θεό, που είναι το θεμέλιο της βιολογικής και πνευματικής μας ζωής, και στην συνέχεια αναφερόμαστε στην ενανθρώπηση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Η αναφορά στον Τραδικό Θεό λέγεται θεολογία και η αναφορά στην ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού λέγεται θεία Οικονομία. Και τα δύο είναι μεγάλα μυστήρια της σωτηρίας μας.

Στο μυστήριο της θείας οικονομίας αναφέρονται οι τρεις επόμενοι στίχοι της Δοξολογίας.

«Κύριε ο Θεός, ο αμνός του Θεού, ο Υιός του Πατρός, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, ελέησον ημάς ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου. Πρόσδεξαι την δέησιν ημών, ο καθήμενος εν δεξιά του Πατρός και ελέησον ημάς. Ότι συ ει μόνος Άγιος, συ ει μόνος Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν».

Η μετάφραση αυτών των στίχων έχει ως εξής: «Κύριε Θεέ, που είσαι ο αμνός του Θεού, ο Υιός του Πατρός, που σήκωσες την αμαρτία του κόσμου, ελέησέ μας, εσύ που εξαφάνισες τις αμαρτίες του κόσμου. Δέξαι την δέηση μας, εσύ που κάθεσαι στα δεξιά του Πατρός και ελέησέ μας, γιατί εσύ είσαι ο μόνος Άγιος, ο μόνος Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, που δοξάζεις τον Θεό Πατέρα. Αμήν».

Όπως γίνεται φανερό, εδώ αναφερόμαστε στον Χριστό, ο οποίος είναι Υιός του Θεού και ενηνθρώπησε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Με την φράση «ο αμνός του Θεού», η Δοξολογία μας υπενθυμίζει την σταυρική Του θυσία. Ο Χριστός παραδόθηκε στο μαρτύριο, όπως λέγει ο Προφήτης Ησαΐας, ως ένα άκακο αρνί, δηλαδή θυσιάσθηκε με την θέλησή Του, καίτοι δεν είχε πράξει καμμία αμαρτία. Αμνόν του Θεού, τον απεκάλεσε και ο Τίμιος Πρόδρομος, όταν τον έδειξε στους μαθητές Του. Με την φράση «ο καθήμενος εν δεξιά του Πατρός», η Δοξολογία μας υπενθυμίζει την ανάσταση του Χριστού και την ανάληψή Του, οπότε τώρα με την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε από την Παναγία κάθεται στα δεξιά του Πατρός και υμνείται από τους αγγέλους. Και με την φράση «συ ει μόνος άγιος συ ει μόνος Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός», σε συνδυασμό με την εικόνα του αμνού, μας υπενθυμίζει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Άλλωστε, προς το τέλος της θείας Λειτουργίας, μετά την μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού, και προ της θείας Κοινωνίας, όταν ο Ιερεύς αναφωνή: «τα άγια τοις αγίοις», ομολογούμε: «εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός, Αμήν».

Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του, την διδασκαλία Του, τα πάθη Του, τον Σταυρό Του, την ανάστασή Του και την ανάληψή Του, μας έδειξε την μεγάλη αγάπη του Πατρός, αλλά και γενικότερα του Τριαδικού Θεού, αφού η δημιουργία και η αναδημιουργία του κόσμου, και η σωτηρία μας είναι ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Μέσα στην θεία Λειτουργία μπορούμε να ζήσουμε το αληθινό Φως, που είναι ο Θεός, να αισθανθούμε την πραγματική αγάπη που είναι ενέργεια του Θεού, να βεβαιωθούμε για την ειρήνη και την δικαιοσύνη που είναι ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Όλα τα ανθρώπινα είναι ευμετάβλητα και προσωρινά. Μόνον ο Θεός μας δείχνει και μας φανερώνει την πραγματική κατάσταση της δημουργίας, αλλά και της δικής μας φύσεως.

Όταν ζούμε πραγματικά μέσα στην ατμόσφαιρα της θείας Λειτουργίας, μπορούμε να βιώσουμε τι είναι ο Θεός και ότι μας αγαπά, ακόμη και μέχρι τον Σταυρό, τι είναι ο άνθρωπος και ποιός είναι ο σκοπός της υπάρξεώς του, γιατί δημιουργήθηκε ο κόσμος και πως αναδημιουργήθηκε με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, τι είναι τα παρόντα και τι είναι τα μέλλοντα, ποιά είναι η Βασιλεία του Θεού και τι πρέπει να κάνουμε για να μετέχουμε σε αυτήν, τι είναι οι άγιοι και πως μπορούμε να βαδίσουμε στο δικό τους δρόμο για να γίνουμε και εμείς άγιοι.

Έλεγε ένας μοναχός, που αγαπούσε πολύ την θεία Λειτουργία: «Καλύτερα να μη ανατείλη κάποια μέρα ο ήλιος, παρά να μη τελεσθή μια μέρα η θεία Λειτουργία». Αυτό είναι αλήθεια και την ζουν αυτοί που καταλαβαίνουν τον μεγάλο θησαυρό της θείας Λειτουργίας που έχουμε.

Αγαπητοί αδελφοί, μη ξεχνάμε να λειτουργούμαστε κάθε Κυριακή, γιατί όταν δεν εκκλησιαζόμαστε είναι σαν να ζούμε μέσα στο σκοτάδι και να μη βλέπουμε το Φως του Θεού. Στην θεία Λειτουργία δοξολογούμε πραγματικά τον Θεό.

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 8 Ἰουλίου, Ἀντίφωνα καί Τρισάγιος Ὕμνος

Θά συνεχίσουμε σήμερα μέ μερικά σχόλια πάνω στήν θεία Λειτουργία, πού εἶναι τό μεγαλύτερο ἀγαθό πού μᾶς ἔχει χαρίσει ὁ Θεός, διότι μέσα σέ αὐτήν μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀγάπη Του, νά προσευχηθοῦμε σέ Αὐτόν, νά κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί νά προγευόμαστε τοῦ Παραδείσου. Διότι μέ τήν συμμετοχή μας στήν θεία Λειτουργία καί μέ τήν προσπάθεια νά συγκεντρώνουμε τόν νοῦ μας καί νά ζοῦμε ὅλα ὅσα γίνονται σέ αὐτήν, κατά κάποιο τρόπο προετοιμαζόμαστε γιά νά συμμετάσχουμε στό μεγάλο πανηγύρι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Σήμερα θά δοῦμε τά δύο ἀντίφωνα, πού ψάλλουμε στήν ἀρχή τῆς θείας Λειτουργίας καί τόν τρισάγιο ὕμνο πού ψάλλουμε μετά τήν Μικρή Εἴσοδο.

Μέσα στήν θεία Λειτουργία προσευχόμαστε μέ πολλούς τρόπους, ὅπως μέ τήν ψαλμωδία, ἀφοῦ ὑπάρχουν πολλοί ὕμνοι πού ψάλλουν οἱ ψάλται καί οἱ ἱερεῖς, μέ τίς εὐχές πού ἀναγινώσκει μυστικῶς καί χαμηλοφώνως ὁ ἱερεύς στό Ἱερό Βῆμα καί μέ τήν ἐμμελή ἀνάγνωση, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται στά ἀναγνώσματα, τόσο τό ἀποστολικό ὅσο καί τό εὐαγγελικό.

Ἀντίφωνα λέγονται μερικοί μικροί ὕμνοι, πού ψάλλονται ἀντιφωνικῶς, δηλαδή ἐναλλάξ ἀπό τούς ψάλτες. Τά τρία ἀντίφωνα εἶναι “ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἠμάς”, τό “σῶσον ἠμᾶς, Υἱέ Θεοῦ, ὁ ἀναστᾶς ἐκ νεκρῶν ψάλλοντας σοί ἀλληλούϊα” καί μετά ἀκολουθεῖ τό “ἀπολυτίκιο” τῆς ἡμέρας μέ τό ὁποῖο γίνεται ἡ Μικρή Εἴσοδος, ἡ εἴσοδος μέ τό Εὐαγγέλιο.

Τό κεντρικό μήνυμα τῶν ἀντιφώνων εἶναι ὅτι ὁ πραγματικός σωτήρας μας εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε γιά νά νικήση τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Κανείς ἄλλος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μᾶς σώση παρά μόνον ὁ Χριστός. Καί βέβαια, αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά παρακαλέσουμε τόν Χριστό καί νά ζητήσουμε τήν μεσιτεία τῶν ἁγίων καί τῆς Θεοτόκου, ἀκριβῶς γιατί αὐτοί ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό καί ἀποτελοῦν τήν πραγματική Ἐκκλησία καί γιατί διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ θά μάθουμε καί ἐμεῖς τί ἔκαναν οἱ ἅγιοι γιά νά σωθοῦν. Ἔτσι θά μᾶς διδάξουν οἱ ἅγιοι καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μποροῦμε καί ἐμεῖς νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό.

Μετά τό δεύτερο ἀντίφωνο ψάλλεται καί ἕνας θαυμάσιος ὕμνος τοῦ 6ου αἰῶνος, πού ἀρχίζει μέ τήν φράση “ὁ μονογενής υἱός καί λόγος τοῦ Θεοῦ ἀθάνατος ὑπάρχων...” καί εἶναι μιά θαυμάσια περίληψη ὁλοκλήρου της πίστεώς μας. Μποροῦμε νά τόν μάθουμε καί νά τόν ψάλλουμε συχνά, γιατί στό τροπάριο αὐτό βρίσκεται ἡ τριαδολογία, τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας καί ἡ σωτηριολογία.

Ὁ Τρισάγιος ὕμνος, πού ψάλλεται μετά τήν μικρά εἴσοδο, εἶναι τό γνωστόν “ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος ἐλέησον ἠμάς” καί εἶναι ἕνα ἀπό τά καλύτερα κομμάτια τῆς θείας λατρείας μας. Ὁ ὕμνος αὐτός ἀπαρτίσθηκε ἀπό τόν ὕμνο τῶν ἀγγέλων (τό ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ) καί ἀπό διαφόρους ψαλμούς τοῦ Δαυίδ, πού ἀναφέρονται στήν μεγαλωσύνη καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Τό κεντρικό μήνυμα τοῦ ὕμνου αὐτοῦ εἶναι διπλό. Τό πρώτον, εἶναι ἡ δόξα καί τό μεγαλεῖο του Θεοῦ. Δηλαδή ὁ Θεός εἶναι ἅγιος, ἰσχυρός, ἀθάνατος. Τό δεύτερον, ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι, ἁμαρτωλοί, ἀδύνατοι καί θνητοί. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ζητᾶμε ἀπό αὐτόν τόν Θεό τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαχνία Του. Μοιάζουμε σάν ζητιάνοι τοῦ Θεοῦ καί ζητοῦμε ἔλεος καί συγχώρηση. Ποιός μπορεῖ νά αἰσθάνεται δικαιωμένος καί ἀναμάρτητος; Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ἐλπίζουμε στήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Τούς μικρούς αὐτούς ὕμνους, ἤτοι “ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου σῶτερ σῶσον ἠμάς”, τό “σῶσον ἠμᾶς υἱέ Θεοῦ ὁ ἀναστᾶς ἐκ νεκρῶν ψάλλοντας σοί ἀλληλούϊα”, τό “ὁ μονογενής υἱός καί λόγος τοῦ Θεοῦ...” καί τό “ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος ἐλέησον ἠμάς”, νά τούς ψάλλουμε καθημερινά. Νά ζοῦμε μέ αὐτό τό πνεῦμα, γιατί ἔτσι θά ἀλλάξη καί ἡ ζωή μας.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή 9 Ἰουλίου - Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παγκράτιος

Μεταξὺ τῶν ἁγίων ποὺ ἑορτάζει Ἐκκλησία μας σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι καὶ ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Παγκράτιος, Ἐπίσκοπος Ταυρομενίας. Ὁ ἅγιος Παγκράτιος ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ὅταν πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του, δέχθηκε τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Στὴν συνέχεια, μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, ὁ ἅγιος Παγκράτιος πῆγε στὰ ὅρια τῆς Μαύρης Θάλασσας, εἰσῆλθε σὲ ἕνα σπήλαιο καὶ «ἡσύχαζε κατὰ μόνας». Ἐκεῖ τὸν συνάντησε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος κατὰ τὶς περιοδεῖες του, τὸν πῆρε μαζί του πρὸς τὰ μέρη τῆς Κιλικίας, ὅπου ὁ Παγκράτιος συνάντησε καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος τὸν κατέστησε ἐπίσκοπο στὸ Ταυρομένιο τῆς Σικελίας. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Παγκράτιος ἔκανε πολλὰ θαύματα, θεράπευσε πολλὲς ἀσθένειες, γκρέμισε δὲ καὶ τὰ προσκυνούμενα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους εἴδωλα. Πολλοὶ πίστευσαν στὸν Χριστό, ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ ἡγεμόνας Βονιφάτιος. Ὅμως οἱ ὀπαδοὶ τοῦ αἱρετικοῦ Μοντανοῦ τὸν θανάτωσαν.

Τὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐγράφησαν γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ἅγιο Παγκράτιο ἀναφέρονται σὲ αὐτὴν τὴν προσωπικότητα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὸν ὀνομάζει «λίθον ἔντιμον» ποὺ ἐτέθη στὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλο τροπάριο κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἅγιος Παγκράτιος, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἄνοιγε αὐλάκια στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔσπερνε ἐκεῖ τὸν ἔνθεο σπόρο καὶ τὸν προσήγαγε στὸν ἐπουράνιο γεωργό, τὸν Χριστό. Ἄλλο τροπάριο κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι κατέστησε τὴν Δύση, στὴν ὁποία ἀπεστάλη γιὰ νὰ τὴν ποιμάνη ὡς Ἐπίσκοπος, ἀνατολή, ἀφοῦ ἔφερε ἐκεῖ τὴν θεία ἐπίγνωση τοῦ ὑπὲρ νοῦν ἀνατείλαντος ἡλίου, τοῦ Χριστοῦ, καὶ στὴν συνέχεια ἐκεῖ ἔδυσε μὲ τὴν ἄθλησή του καὶ ἀνέτειλε πρὸς τὸ ἀνέσπερο φῶς, ὅπου βλέπει τὸ ποθούμενο κάλλος τοῦ ἀγωνοθέτου Χριστοῦ.

Στὴν ζωὴ τοῦ ἁγίου Παγκρατίου βλέπουμε τὴν στενὴ σχέση μεταξὺ τῆς πίστεως, τοῦ Βαπτίσματος, τῆς ἀσκήσεως, τῆς ἀρχιερωσύνης, καὶ τοῦ μαρτυρίου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἑνιαία καὶ δὲν διασπῶνται τὰ μυστήρια ἀπὸ τὴν πίστη, ἡ ἄσκηση ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη καὶ τὸ μαρτύριο.

Τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου, ποὺ ἔχει θεσπισθῇ νὰ ψάλλεται καὶ γιὰ πολλοὺς ἱερομάρτυρας, δεῖγμα ὅτι ὅλοι οἱ ἱερομάρτυρες ἔχουν κοινὴ παράδοση καὶ ζωή, κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἅγιος Παγκράτιος δὲν ἦταν ἁπλῶς διάδοχος τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ ἦταν καὶ μέτοχος τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων. Ἐπίσης τονίζεται ὅτι ὑπῆρξε θεόπνευστος, γιατί ἔζησε τὴν πράξη, δηλαδὴ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, πάνω στὴν ὁποία στήριξε τὴν θεωρία, δηλαδὴ τὴν ὑπαρξιακὴ βίωση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπειδὴ διακρινόταν γιὰ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ζωή, γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε καὶ τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ τὸ μαρτύριο δὲν εἶναι μιὰ ἀνθρώπινη πράξη καὶ ἐνέργεια, ἀλλὰ καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση.

Τιμοῦμε τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς μάρτυρας, ἀλλὰ θὰ πρέπη νὰ βλέπουμε τί ἦταν αὐτὸ ποὺ τοὺς ἀνέδειξε ὁμολογητάς, μάρτυρας καὶ ἁγίους. Ὁ πρωταρχικὸς παράγοντας εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία λαμβάνει κανεὶς μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν ἀφήνει νὰ καρποφορήση μὲ τὴν ἄσκηση. Ὁ ἁγιασμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς συνέργειας, δηλαδὴ τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνταποκρίσεως τοῦ ἀνθρώπου σὲ αὐτήν. Στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου πρωτεύοντα ρόλο ἔχει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἐλεύθερη ἀνταπόκριση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἂν καταργήσουμε τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πέφτουμε στὸν μονοφυσιτισμό, καὶ ἐὰν δὲν βλέπουμε τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καταλήγουμε στὸν νεστοριανισμὸ καὶ τὸν οὑμανισμό.

Ὁ ἅγιος Παγκράτιος μπορεῖ νὰ γίνη πρότυπο γιὰ ὅλους μας, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Δείχνει τί εἶναι ἡ κατὰ Χριστὸν ἄσκηση, τί εἶναι ἡ ἱερωσύνη καὶ τί εἶναι τὸ μαρτύριο. Ἂς ἔχουμε τὶς πρεσβεῖες του.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰερόθεος

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακή, 13 Αὐγούστου, Ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἑορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἐνῷ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν εἰκοστὴ πρώτη (21) Ἰανουαρίου.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶναι ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ τέλος τοῦ 6ου αἰῶνος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔδρασε μέχρι τα μέσα τοῦ 7ου αἰῶνος. Καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια, διακρινόταν γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ἔκτακτα διανοητικὰ χαρίσματα καὶ κατέλαβε μεγάλη θέση στὰ ἀνάκτορα, ἀφοῦ προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἡράκλειο ὡς ἀρχιγραμματεύς. Ὅμως, πολὺ γρήγορα παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα αὐτὸ καὶ ἔγινε μοναχός, κατ’ ἀρχὰς μὲν σὲ Ἱερὰ Μονὴ στὴν ἀνατολικὴ ἀκτὴ τοῦ Βοσπόρου καὶ ἀργότερα, λόγῳ ἐπιδρομῶν, μετακινήθηκε σὲ ἄλλες Ἱερὲς Μονές.

Ἡ ζωὴ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ὑπῆρξε περιπετειώδης, διότι ὑπερασπίσθηκε τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας σχετικὰ μὲ τὶς δύο θελήσεις στὸν Χριστό. Στὴν ἐποχή του ἐμφανίσθηκε μία αἵρεση, ὁ λεγόμενος μονοθελητισμὸς καὶ μονοενεργητισμός, ποὺ ἦταν προέκταση τῆς μονοφυσιτικῆς αἱρέσεως καὶ ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων εἶχε μόνον μία θέληση, τὴν θεία. Ὁ ἅγιος Μάξιμος διέβλεψε τὸν κίνδυνο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ ὑπεστήριξε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅτι ὁ Χριστὸς ὅπως εἶχε δυὸ φύσεις, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρωπίνη, ἔτσι εἶχε καὶ δύο φυσικὰ θελήματα, τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο, γιατί ἡ θέληση καὶ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἡ ἱκανότητα τῆς φύσεως.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ δοῦμε τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖον ἐπεκτάθηκε ἡ αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ. Ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἐλευθέρωσε ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὶς χῶρες στὶς ὁποῖες κατοικοῦσαν οἱ μονοφυσίτες, προσπάθησε νὰ ἐντάξη τους μονοφυσίτες μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, χρησιμοποιῶντας ἕναν πολιτικὸ συμβιβασμό. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σχέδιο οἱ μονοφυσίτες θὰ δέχονταν ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν δύο φύσεις μετὰ τὴν ἕνωση θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ δέχονταν ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχει μία θέληση καὶ ἐνέργεια, μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅμως, δὲν μποροῦσε νὰ δεχθῇ ἀλλοίωση τῆς πίστεως καὶ μάλιστα γιὰ πολιτικοὺς λόγους καὶ μὲ πολιτικὲς σκοπιμότητες, γι’ αὐτὸ ἔγραψε πολλὰ κείμενα καὶ ἔκανε πολλοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς ἀληθείας. Ὑπέστη πολλὲς κακώσεις καὶ μαρτύρια, ἀλλὰ δὲν ὑπεχώρησε. Τὸ θέμα αὐτὸ δὲν εἶναι μόνον θεολογικὸ καὶ χριστολογικό, ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπολογικό, γιατί ἂν ὁ Χριστὸς ἔχη μόνο μία θέληση καὶ ἐνέργεια, δηλαδὴ τὴν θεία θέληση καὶ ἐνέργεια, τότε δὲν εἶναι πραγματικὸς ἄνθρωπος, καθὼς ἐπίσης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος.

Ἡ ΣΤ’ (ἕκτη) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπεφάσισε ὅτι ἀφοῦ στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν δύο φύσεις, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη, ὑπάρχουν καὶ δύο φυσικὲς θελήσεις καὶ δύο φυσικὲς ἐνέργειες, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη, ποὺ ἐνεργοῦσαν «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», χωρὶς νὰ ἐπικρατὴ ἀντιπαλότητα μεταξύ τους. Ὅπως ἑρμηνεύει καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ ἀνθρώπινη θέληση δὲν ἐκινεῖτο ἀπὸ τὴν δική της γνώμη, ἀλλὰ ὑποτασσόταν στὴν θεία θέληση, στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, καὶ ἔπασχε τὰ δικά της, κατὰ τρόπον φυσικό, ὅταν ἡ θεία θελήση τὸ παραχωροῦσε σὲ αὐτήν. Ἔτσι, ὁ Χριστὸς παρέδωκε τὸν ἑαυτὸ Τοῦ ἑκούσια στὸν θάνατο ὡς Θεός, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος.

Βέβαια, μερικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτὰ εἶναι φιλοσοφικὰ ζητήματα, ποὺ δὲν ἀφοροῦν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ δὲν τὰ καταλαβαίνουν. Αὐτὸ εἶναι λάθος, γιατί αὐτὰ εἶναι θεολογικὰ ζητήματα καὶ ἡ ἀλλοίωση τῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ καὶ ἀλλοίωση τοῦ τρόπου τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη, ὁ ἅγιος Μάξιμος καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν μιλοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό, δὲν ἔκαναν φιλοσοφία, ἀλλὰ προσπαθοῦσαν νὰ ἐκφράσουν μὲ λόγια αὐτὸ ποὺ γνώριζαν ἀπὸ προσωπικὴ πείρα. Ὅταν ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ στὸ φῶς τῆς δόξης Τοῦ, τότε ἔβλεπαν τὴν θεωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἐπίσης καταλάβαιναν ὅτι δὲν χανόταν καὶ ἡ δική τους θέληση καὶ ἐλευθερία.

Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ διαφορὰ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, μεταξὺ τῶν ἄλλων, βρίσκεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Δύση ἐπικράτησε μὲ ποικίλους τρόπους, ἡ θεωρία τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἡ ὁποία καταργοῦσε τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ στὴν Ἀνατολὴ κυριάρχησε ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἡ ὁποία διασώζει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.

Ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀναφερθήκαμε σήμερα στὸ θέμα αὐτό. Ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ὁ μονοθελητισμὸς ἦταν ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας νὰ ἐνώση τοὺς ὀρθοδόξους καὶ τοὺς μονοφυσίτας, ἀλλὰ τελικὰ αὐτὸ ἀπέτυχε. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη κατανοητὸ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν στὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ θέματα νὰ χρησιμοποιῆται ἡ πολιτικὴ σκοπιμότητα καὶ ἡ διπλωματία.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς μὲ τὴν διδασκαλία του καὶ τοὺς ἀγῶνες του μᾶς ἔδειξε ὅτι καὶ ὡς πραγματικοὶ Ὀρθόδοξοι πρέπει νὰ ζοῦμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ὁμολογοῦμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας.

Ὁ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή, 13 Ἰουλίου

Ἑωθινὸ Δ´ , Λούκ. κδ´ , 1-12

Ἑρμηνεύοντας τὰ Ἑωθινὰ Εὐαγγέλια, δηλαδὴ τὰ Εὐαγγέλια τὰ ὁποῖα διαβάζονται κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ὄρθρου τῶν Κυριακῶν καὶ ἀναφέρονται στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, σήμερα θὰ δοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάστηκε τὸ πρωΐ στὸν Ὄρθρο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ τέταρτο (Δ´ ) Ἑωθινό.

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἄναφέρεταί σὲ δύο ἐπισκέψεις στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μία ἐπίσκεψη ἦταν τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, ἤτοι τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, τῆς Ἰωάννας καὶ τῆς Μαρίας της τοῦ Ἰακώβου, καὶ ἡ ἄλλη ἐπίσκεψη ἦταν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὅλοι αὐτοὶ δὲν εἶδαν τὸν Ἀναστάντα Χριστό, ἀλλὰ οἱ μὲν γυναῖκες εἶδαν δύο νέους μὲ ἀστραφτερὲς στολές, ποὺ ἦσαν οἱ ἄγγελοι, καὶ ὁ Πέτρος εἶδε μόνον τὰ σάβανα, τὰ ὁποῖα βρίσκονταν στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ.

Κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση, ὅταν διαβάζη κανεὶς τὰ γεγονότα τῆς Ἀναστάσεως, ὅτι πρῶτες πῆγαν στὸ μνημεῖο οἱ γυναῖκες ποὺ λέγονται μυροφόρες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες στὴν συνέχεια ἀπήγγειλαν στοὺς μαθητὲς τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ συνήθως οἱ μαθητὲς δὲν δέχονταν ἀμέσως τὴν πληροφορία τῶν γυναικῶν.

Οἱ μυροφόρες γυναῖκες εἶχαν πνευματικὴ ἀνδρεῖα καὶ μεγάλη πίστη, γι' αὐτὸ ἀξιώθηκαν τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ γίνουν εὐαγγελίστριες τῶν Εὐαγγελιστῶν καὶ ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἔγινε καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῆς γυναικείας φύσεως. Ὅπως γνωρίζουμε πρώτη ἁμάρτησε ἡ Εὔα καὶ στὴν συνέχεια μετέφερε τὴν πτώση στὸν Ἀδάμ. Τώρα μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ διορθώνεται αὐτὸ καὶ ἔτσι πρῶτες πιστοποιοῦν τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ οἱ γυναῖκες καὶ μεταφέρουν τὸ μήνυμα αὐτὸ στοὺς μαθητάς.

Ἔπειτα, τόσο οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ὅσο καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, αἰσθάνθηκαν ἀπορία ὅταν εἰσῆλθαν στὸ μνημεῖο. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὸ μνημεῖο στὸ ὁποῖο ἐτέθη ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν κάτω στὴν γῆ, ἀλλὰ μέσα σὲ ἕνα βράχο. Μέσα στὸ μνημεῖο αὐτὸ εἰσῆλθαν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Μπαίνοντας, λοιπόν, στὸ μνημεῖο καὶ βλέποντας ὅτι ἦταν ἄδειο, παρὰ μόνον ὑπῆρχαν τὰ ὀθόνια, δηλαδὴ τὰ σάβανα, αἰσθάνθηκαν ἀπορία. Βέβαια, ὁ Χριστὸς εἶχε προαναγγείλει τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, ἀλλὰ εἶναι τόσο μεγάλο γεγονὸς ἡ Ἀνάσταση ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ μάλιστα νὰ ἀναστηθῇ ὁ ἴδιος μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Χριστό, ποὺ ἀνέστησε τὸ σῶμα ἡ θεότητά Τοῦ, ποὺ κινεῖται πέρα ἀπὸ τὴν λογικὴ καὶ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα. Ἡ ἀπορία καὶ ἡ δυσπιστία μπροστὰ στὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι φυσικὸ στὰ ἀνθρώπινα δεδομένα. Ἀλλὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ὅλα, καὶ τὰ πλέον παράδοξα, μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν.

Οἱ γυναῖκες εἶδαν δύο ἀγγέλους μὲ λαμπρὲς φορεσιές, ποὺ ἦταν το φῶς τοῦ Θεοῦ, ποὺ λαμβάνουν οἱ ἄγγελοι μὲ τὴν προσέγγισή τους στὸν Θεό. Καὶ βέβαια, ὁ ἄνθρωπος πρῶτα συναντᾶ διαφόρους ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοῦ μεταδίδουν τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, καὶ ὕστερα, ἀνάλογα μὲ τὴν ὑπακοὴ ποὺ δείχνει σὲ αὐτοὺς καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ἀξιώνεται νὰ δὴ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἀναστάντα Χριστό. Ἡ ὑπακοὴ στοὺς πνευματικούς μας πατέρας καὶ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνα ἀπαραίτητο στάδιο προετοιμασίας γιὰ τὴν μεγάλη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν προσωπικὴ ἐπικοινωνία καὶ κοινωνία μαζὶ Τοῦ.

Οἱ ἄγγελοι εἶπαν στὶς μυροφόρες γυναῖκες: "Τί ζητεῖτε τον ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἐστιν ὦδε, ἀλλ' ἠγέρθη". Ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἕνας Θεὸς ποὺ ζῇ ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς, δὲν εἶναι ἕνας νεκρὸς Θεός, ἀλλὰ Θεὸς ζῶν, δηλαδὴ ζωντανός. Ὅποιος θέλει νὰ τὸ βιώση αὐτὸ ἐκ πείρας ἂς ὑπακούση στοὺς συγχρόνους ἀγγέλους, ποὺ εἶναι οἱ ἅγιοι, ἂς ἀκολουθήση τὶς συμβουλές τους καὶ τότε θὰ τὸ διαπιστώση προσωπικὰ καὶ βεβαίως θὰ ἀναστηθῇ καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή, 15 Αὐγούστου, Θεοτόκος καὶ Ἐκκλησία

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν πνευματική καί τήν ἀποτελοῦσαν οἱ δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν εἶχαν ὑπερβῆ τόν θάνατο, ἀλλά ὅμως μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία ἔγινε σωματική, δηλαδή προσλήφθηκε ἀπό τόν Χριστό καί ἔγινε Σῶμα Του. Καί σέ αὐτό συνήργησε ἡ Παναγία, γιατί ἐκείνη ἔδωσε τό σῶμα της στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος τό θέωσε καί τό ἔκανε Ἐκκλησία. Καί μόνο ἀπό αὐτό φαίνεται ἡ μεγάλη ἀξία τῆς Παναγίας μας, καί ὅτι αὐτή εἶναι ἡ χαρά καί ἡ αἰτία τῆς θεώσεώς μας.

Ἑπομένως, ὅταν λέμε Ἐκκλησία ἐννοοῦμε τόν Νυμφίο Χριστό, τήν Μητέρα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ καί τούς φίλους του Νυμφίου Χριστοῦ, τούς ἁγίους. Μέσα σέ αὐτήν τήν κοινωνία ἐπιτυγχάνεται ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἁγιασμός τῆς κτίσεως καί βεβαίως γίνονται ὅλες οἱ μεγάλες ἀλλαγές στήν κοινωνία καί τόν κόσμο.

Στά κηρύγματα αὐτῶν τῶν μηνῶν ἀναφερθήκαμε καί θά ἀναφερθοῦμε στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, καί εἴδαμε τήν σημασία πού ἔχουν γιά τήν ζωή μας. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη πνευματική ζωή ἔξω ἀπό τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαιτέρως ἔξω ἀπό τό ἅγιο Βάπτισμα, τό ἅγιο Χρίσμα καί τήν θεία Κοινωνία. Ὅμως σέ αὐτά τά μυστήρια συμμετέχει καί ἡ Παναγία μας. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ ἀγγέλου κατά τόν Εὐαγγελισμό καί ἡ λήψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα τῆς Παναγίας μας, διότι δί’ αὐτοῦ του τρόπου καθαρίσθηκε τό κατ’ εἰκόνα της καί ἐχρίσθη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄν δοῦμε τό ἅγιο Βάπτισμα μέσα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη προοπτική, ὄχι ἁπλῶς ὡς ἐλευθέρωση ἀπό τήν κληρονομική ἐνοχή, ἀλλά ὡς κάθαρση τοῦ κατ’ εἰκόνα, τότε καταλαβαίνουμε καί τήν κατάσταση τῆς φύσεως τῆς Παναγίας κατά τόν Εὐαγγελισμό. Μέ τήν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στήν κοιλία τῆς Παναγίας μᾶς μπορεῖ κανείς νά πῆ ὅτι ἡ Παναγία κοινωνοῦσε τοῦ Χριστοῦ. Ἡ στενή σχέση τοῦ ἐμβρύου Χριστοῦ μέ τήν Μητέρα Τοῦ δείχνει ὅτι ἡ Παναγία εἶχε γιά ἐννέα μῆνες, κατά τούς ὁποίους κυοφοροῦσε τόν Χριστό, μιά συνεχῆ θεία Κοινωνία. Καί μέ τήν κοίμησή της καί τήν ἄνοδό της σωματικῶς στόν οὐρανό, ἡ Παναγία ἔζησε τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάσταση καί τοῦ σώματός της.

Ἀφοῦ ἀναγνωρίζουμε τήν μεγάλη ἀξία τῆς θείας Εὐχαριστίας πρέπει νά δοῦμε καί τήν σχέση τῆς Παναγίας μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἔχουμε τήν μεγάλη τιμή, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Εὐχαριστίας, νά κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά αὐτό τό ὀφείλουμε καί στήν Παναγία, διότι αὐτό τό Σῶμα Τοῦ ὁ Χριστός τό ἔλαβε ἀπό τήν μητέρα Του καί τό ἐθέωσε. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος λέγει ὅτι οἱ κοινωνοῦντες τῆς σαρκός τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κοινωνοῦν καί τῆς σαρκός τῆς Παναγίας. Ἀκόμη καί τό ἀντίδωρο, κατά μία ἑρμηνεία, εἶναι εὐλογία τῆς Παναγίας μας. Γιατί ὁ ἄρτος πού προσφέρεται στήν προσκομιδή ὑπενθυμίζει τήν Θεοτόκο, ἀφοῦ ἀπό τό πρόσφορο βγαίνει ὁ ἀμνός γιά νά προσφερθῆ καί νά μεταβληθῆ σέ Σῶμα Χριστοῦ, ὁπότε τό ὑπόλοιπο μέρος τοῦ προσφόρου δίδεται εἰς ἀνάμνηση τῆς Παναγίας.

Ἡ Παναγία, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, συνδέεται στενά μέ τόν Χριστό, γι’ αὐτό καί συνήθως οἱ ἁγιογράφοι τήν ἁγιογραφοῦν ἔχοντας στήν ἀγκαλιά τῆς τόν Χριστό. Κατ’ ἐπέκταση ἡ Παναγία συνδέεται καί μέ τήν Ἐκκλησία, γιατί ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἔχει στό κέντρο τῆς τόν Χριστό, ἔτσι καί ἡ Παναγία κρατᾶ στήν ἀγκαλιά τῆς τόν Χριστό. Καί ὅπως διά τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουμε τόν Χριστό, ἔτσι καί διά τῆς Παναγίας ὁδηγούμαστε στήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Καί ὅπως ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γιά τήν σωτηρία μας, ἔτσι καί ἡ Παναγία προσεύχεται ἀδιάλειπτα γιά μᾶς.

Ὑμνοῦμε τόν Χριστό πού εἶναι ὁ Σωτήρας καί εὐεργέτης μας, ἀλλά δοξάζουμε καί τήν Παναγία μας πού ἔγινε ἡ χαρά καί αἰτία τῆς ἀναδημιουργίας μας. Καί ἐγκαταλείπουμε τόν ἑαυτό μας στήν θεομητορική της καρδιά καί στήν φιλανθρωπία της γιά ὅλους μας. Τήν παρακαλοῦμε, τήν ἱκετεύουμε νά μᾶς προστατεύη, νά μᾶς ἐνισχύη καί νά πρεσβεύη γιά μᾶς, καθ’ ὅλη τήν ζωή μας, κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, ἀλλά κυρίως κατά τήν φρικτή ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

«Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἠμᾶς».

 Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή, 15 Αὐγούστου, Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου

Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν λαὸ μᾶς ὡς τὸ "Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ", ὁ λαὸς προσέρχεται σήμερα σὲ ὅλους τοὺς Ναοὺς ποὺ τιμῶνται πρὸς τιμὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ πανηγυρίζει μὲ εὐλάβεια καὶ εὐφροσύνη. Κάθε Ναός, κάθε Παρεκκλήσι καὶ Ἐξωκκλήσι γεμίζει ἀπὸ πολλοὺς προσκυνητὲς καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ὕστερα ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία συνεχίζεται ἡ ἑορτὴ καθ' ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας. Προηγήθηκε δὲ καὶ μία περίοδος δεκαπέντε ἡμερῶν νηστείας καὶ προσευχῆς, ὥστε νὰ ἑορτασθῇ κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο ἡ ἑορτὴ τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ δικῆς μας Μητέρας.

Λέγεται ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου "Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ", γιατί ἐκτὸς ἀπὸ τὸν λαμπρὸ ἑορτασμό, συγχρόνως ἡ σημερινὴ ἑορτή μας ὑπενθυμίζει τὸ Πάσχα τῆς ἀνοίξεως, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Τὴν λαμπροφόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως ἑορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἔγερση τοῦ Σώματός Τοῦ, καὶ ἀργότερα ἑορτάζουμε καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὸ ἀναστημένο Σῶμα Τοῦ. Ἀναλογικά, τὸ ἴδιο ἑορτάζουμε καὶ σήμερα. Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ λέγεται ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ συγχρόνως χαρακτηρίζεται ὡς ἡ Μετάσταση τῆς Παναγίας μας καὶ ἡ εἰς οὐρανοὺς ἄνοδός της. Αὐτὴ ἡ Μετάσταση εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ σώματός της, καὶ ἡ ἄνοδος στοὺς οὐρανοὺς εἶναι ἡ ἀνάληψη στοὺς οὐρανοὺς τῆς Παναγίας μας μαζὶ μὲ τὸ σῶμα της. Ἔτσι, ἡ Παναγία βρίσκεται μὲ τὸ σῶμα της στὸν οὐρανό, κοντὰ στὸν Υἱό της. Βέβαια, ὑπάρχει μία βασικὴ διαφορά, γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ Σῶμα Τοῦ, μὲ τὴν θεότητα ποὺ εἶχε, ἐνῷ ἡ ἀνάσταση τῆς Θεοτόκου ἔγινε μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τοῦ Υἱοῦ της, τοῦ Χριστοῦ.

Κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν ταφὴ τοῦ σώματος τῆς Παναγίας, ὅταν οἱ μαθητὲς πῆγαν στὸν τάφο γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν, εἶδαν ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ τὸ σῶμα της. Αὐτὴν τὴν παράδοση διασώζουν πολλὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἕνα τροπάριο ποὺ ψάλλαμε σήμερα τὸ πρωΐ καὶ τὸ ὁποῖο ἔγραψε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ ποιητής, λέγεται: «Νικητικὰ μὲν βραβεῖα ἤρω κατὰ τῆς φύσεως, Ἁγνή, Θεὸν κυήσασα· ὅμως μιμουμένη δὲ τὸν Ποιητὴν Σοῦ καὶ Υἱόν, ὑπὲρ φῦσιν ὑποκύπτεις τοῖς τῆς φύσεως νόμοις· δι' ὃ θνήσκουσα σὺν τῷ Υἱῷ ἐγείρη διαιωνίζουσα» . Δηλαδή, ἡ Παναγία ἔλαβε πολλὰ βραβεῖα ἐναντίον τῆς φύσεως, ἀφοῦ ἐκύησε τὸν Χριστό. Κατ' ἀρχὰς ἐγέννησε ἀσπόρως τὸν Χριστό. Στὴν συνέχεια ὅμως μιμουμένη τὸν Υἱό της ὑπέκυψε στοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀφοῦ πέθανε καὶ αὐτή, ἀλλὰ αὐτὸ ἔγινε ὑπὲρ φῦσιν, διότι στὴν συνέχεια ἀναστήθηκε καὶ παραμένει αἰωνίως μαζὶ μὲ τὸν Υἱό της.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος τῆς Παναγίας μας καὶ ἡ ἀνάληψή της στοὺς οὐρανοὺς ἐξηγεῖται θεολογικὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε τὴν θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ὑπόστασή Τοῦ, θέωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἑπομένως ἡ Παναγία εἶναι ἡ πρώτη ποὺ γεύθηκε τοὺς καρποὺς τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, καθὼς ἐπίσης εἶναι καὶ ἡ πρώτη ποὺ εἶδε τὸν Ἀναστάντα Χριστό, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Καὶ ἐφ' ὅσον τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ προσελήφθη ἀπὸ τὴν Παναγία ἀναστήθηκε, ἦταν ἑπόμενο καὶ τὸ σῶμα τῆς Παναγίας μας νὰ ἀναστηθῇ καὶ νὰ ἀναληφθῇ.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συγκέντρωσε πολλὰ χωρία ἁγίων Πατέρων, ὅπως τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ποὺ ἀναφέρονται στὸ θέμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ σώματος τῆς Παναγίας μας. Αὐτὸ δὲ τὸ συναντοῦμε σὲ πολλὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ Κοίμηση τῆς Παναγίας μας λέγεται ἔνδοξη Κοίμηση.

Τὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἑορτή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ὅτι σήμερα γιορτάζουμε ἕνα ἄλλο Πάσχα, "τὸ Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ". Αὐτὸ δείχνει ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴν Παναγία μας, θὰ γίνη ὁπωσδήποτε καὶ σὲ μᾶς κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε καὶ τὰ δικά μας σώματα θὰ ἀναστηθοῦν. Καὶ πρέπει νὰ προσευχηθοῦμε σήμερα στὴν Παναγία μας νὰ πρεσβεύη γιὰ μᾶς, ὥστε νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Υἱοῦ της καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ αἰώνιο Πάσχα μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε τὸν θάνατο, ἀλλὰ νὰ ἑτοιμαζόμαστε ὥστε νὰ ἀπολαύσουμε τὴν αἰώνια ζωὴ στὸ Πάσχα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Εὔχομαι σὲ ὅλους σας χρόνια πολλὰ καὶ ἡ Παναγία νὰ εἶναι μαζί σας σὲ ὅλα τὰ εὐλογημένα ἔργα σας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση καὶ τοῦ αἰωνίου Πάσχα, τῆς διαρκοῦς ἀνοίξεως στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή, 20 Ἰουλίου

Ἑωθινὸ Ἔ´ , Λούκ. κδ´ , 13-35

Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάστηκε σήμερα, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὄρθρου, ἀναφέρεται στὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στοὺς δύο μαθητές, ποὺ δὲν συγκαταλέγονταν στὸν κύκλο των Δώδεκα, ἀλλὰ στὸν κύκλο των Ἑβδομήκοντα καὶ οἱ ὁποῖοι πορεύονταν πρὸς Ἐμμαούς, μιὰ μικρὴ πόλη ποὺ ἦταν κοντὰ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ ἕνας μαθητής, ὅπως ἄναφέρεταί στὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι ὁ Κλεόπας, καὶ ὁ ἄλλος, ἀπὸ τὴν παράδοση ποὺ ἔχει διασωθῇ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ περιγράφει τὸ γεγονός.

Κατ' ἀρχήν, ἐκεῖνο ποὺ διαπιστώνει κανεὶς διαβάζοντας τὰ Εὐαγγέλια ποὺ περιγράφουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι ὅλες οἱ περιγραφὲς εἶναι λιτές, ἀπέριττες, δὲν διατυπώνουν συναισθηματισμοὺς οὔτε μεγαλοστομίες, ἐκφράζουν ἀκόμη καὶ τὴν δυσπιστία τῶν μαθητῶν. Καὶ ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὴν ἀληθινότητα τῶν περιγραφῶν. Δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ περιττό, τὸ ὑπερβολικό, τὸ συναισθηματικό. Ὅλα εἶναι φυσικὰ καὶ ἀληθινά.

Οἱ δύο μαθητὲς εἶναι στενοχωρημένοι ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ προηγήθηκαν, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Σταύρωσή Τοῦ. Ὁ Χριστὸς τοὺς πλησιάζει, δὲν τοὺς ἀποκαλύπτει τὴν θεότητά Τοῦ, τοὺς ἀποκρύπτει τὸ ἔνδοξο πρόσωπό Τοῦ, συζητᾶ μαζί τους, δέχεται τὴν ἀδυναμία τους, καὶ σταδιακὰ ἀποβάλλει ἀπὸ αὐτοὺς τὴν θλίψη τους καὶ στὴν συνέχεια τοὺς ὁδηγεῖ στὴν μεγάλη ἄποκάλυψή, ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὅπως τὸ εἶπαν οἱ Γραφές. Οἱ δύο μαθητὲς ἐκφράζουν τὴν ἀμφιβολία τους καὶ εἶπαν ἐκεῖνον τὸν λόγο: «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ» . Καὶ βέβαια τὸ εἶπαν αὐτὸ γιατί εἶχαν ἄλλες ἀντιλήψεις γιὰ τὸν Μεσσία Χριστό, ὅτι αὐτὸς θὰ ἐξεδίωκε τοὺς κατακτητὲς καὶ θὰ ἐλευθέρωνε τὸν Ἰσραήλ. Πρόκειται γιὰ ἐγκοσμιοκρατικὲς ἀντιλήψεις. Ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ δημιουργήση μιὰ ἄλλη, ἴσως καλύτερη ἐγκόσμια πολιτικὴ κατάσταση, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀνακαινίση τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀναστήση τὸν ἄνθρωπο, νὰ τοῦ δώση αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ δώση κανεὶς ἄλλος.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνέβασε σταδιακὰ καὶ προοδευτικὰ στὴν μεγάλη ἀποκάλυψη. Στὴν ἀρχή τους ἀνέφερε τὸ τί εἶπαν οἱ Προφῆτες καὶ τὸ ἀνέλυσε αὐτό, καὶ στὴν συνέχεια, ὅταν ὁδηγήθηκαν στὸ σπίτι, τὴν ὥρα ποὺ εὐλόγησε τὸν ἄρτο, τοὺς ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ τὸν ἀνεγνώρισαν. Ὁπότε, τότε ἔγινε ἄφαντος ὁ Χριστὸς ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν τοὺς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτὸ Τοῦ, τότε δὲν χρειάζεται ἡ παρουσία Τοῦ, γιατί ἀκριβῶς εἰσῆλθε μέσα τους. Αὐτὴ ἡ σταδιακή, προοδευτικὴ ἀποκάλυψη, ποὺ συνέβη στοὺς μαθητὰς ποὺ πήγαιναν πρὸς Ἐμμαούς, δείχνει λίγο τὴν πορεία τῆς θείας Λειτουργίας. Πρῶτα ἀκοῦμε τὸ ἀποστολικὸ καὶ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, τὸ κήρυγμα αὐτῶν τῶν ἀναγνωσμάτων καὶ στὴν συνέχεια εἰσερχόμαστε στὴν θεία Λειτουργία καὶ ἔχουμε τὴν δυνατότητα, ἂν βέβαια ὑπάρχουν ὀρθόδοξες ἐκκλησιαστικὲς προϋποθέσεις, νὰ γευθοῦμε τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀποκτήσουμε προσωπικὴ κοινωνία καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ ὅμως ἡ προοδευτικὴ καὶ σταδιακὴ ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἐξωτερικὸ γεγονός, ἀλλὰ κατ' ἐξοχὴν ἐσωτερικὴ ἐμπειρία, γιατί ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ὥρα ποὺ τοὺς μιλοῦσε καὶ ἄνοιγε ἡ καρδιά τους ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνθηκαν ἐσωτερικὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ λόγου ὡς θερμότητα καὶ στὴν συνέχεια ἄνοιξαν οἱ πνευματικοὶ ὀφθαλμοὶ καὶ τὸν γνώρισαν. Ἑπομένως, ὅλα τὰ πνευματικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα γίνονται μέσα στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς.

Τέτοιες ἐμπειρίες εἶχαν οἱ Ἅγιοι, ἀκόμη καὶ οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ὁ σημερινὸς ἑορταζόμενος Προφήτης Ἠλίας. Καὶ ἐκεῖνος ἦταν θεόπτης Προφήτης, γιατί ἀξιώθηκε νὰ δὴ τὸν Χριστὸ ἀσάρκως, γι' αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ παρευρέθηκε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ.

Ἀγαπητοί μου, θὰ πρέπη νὰ ζήσουμε μέσα στὴν καρδιά μας τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ κυρίως τὴν εὐλογία τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τὸ πῶς θὰ γίνη αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ ὑποδείξουν οἱ ἐμπνευσμένοι πνευματικοί μας πατέρες.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή, 27 Ἰουλίου

Ἑωθινὸ ΣΤ´ , Λούκ. κδ´ , 36-53

Τὸ σημερινὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι συνέχεια τῶν γεγονότων ποὺ ἔγιναν μετὰ τὰ ὅσα ἀκούσαμε τὴν προηγουμένη Κυριακή. Δηλαδὴ οἱ δύο μαθητές, ποὺ πήγαιναν πρὸς Ἐμμαοὺς καὶ ἀνεγνώρισαν τὸν ἀναστάντα Χριστό, ἔτρεξαν στοὺς ἄλλους μαθητὰς καὶ τοὺς ἀνεκοίνωσαν τὰ ὅσα εἶχαν συμβῇ. Καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσά τους, χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔτσι, λοιπόν, στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ στοὺς μαθητὰς Του, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς. Δύο μεγάλα γεγονότα ποὺ εἶναι σημαντικὰ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο.

Κατὰ τὴν περιγραφόμενη σήμερα ἐμφάνιση Του στοὺς μαθητὰς μποροῦμε νὰ ὑπογραμμίσουμε τρία σημεῖα.

Τὸ ἕνα εἶναι ὅτι οἱ μαθητὲς ξαφνιάσθηκαν μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ ἀπροειδοποίητα. Τὸν εἶδαν ἀνάμεσά τους, χωρὶς κάποια ἄλλη διαδικασία καὶ γι' αὐτὸ τὸν ἐθεώρησαν ὅτι ἦταν φάντασμα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο τοὺς ἔκανε νὰ τρομάξουν. Ὁ Χριστὸς τοὺς καθησύχασε δίνοντας τὴν εἰρήνη Του. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐμπειρία καταπληκτικὴ καὶ καινούργια γι' αὐτοὺς καὶ ἦταν φυσικὸ στὰ ἀνθρώπινα δεδομένα νὰ τρομάξουν.

Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ἐννοοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς ἀνέστησε τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὸ σῶμα τὸ ὁποῖο προσέλαβε ἀπὸ τὴν Παναγία μητέρα Του. Ἑπομένως ἔχουμε ἀνάστασή του σώματος, γιατί οὔτε ὁ Θεὸς πέθανε ποτέ, οὔτε ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ πέθανε. Ὅμως τὸ Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἦταν διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ εἶχε πρὶν ἀναστηθῇ. Ἦταν τὸ ἴδιο σῶμα, ἄλλὰ χωρὶς τὰ φυσικὰ λεγόμενα ἀδιάβλητα πάθη. Ὁ Χριστὸς τοὺς προέτρεψε νὰ τὸν ψηλαφίσουν, ποὺ σημαίνει ὅτι ἦταν τὸ ἴδιο σῶμα, ἀλλὰ χωρὶς τὰ στοιχεῖα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἐπειδὴ καὶ πάλιν ἀμφέβαλαν οἱ μαθητές, γι' αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοὺς ζήτησε τροφὴ γιὰ νὰ τοὺς δείξη ὅτι εἶχε πραγματικὸ σῶμα, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἔχη τὰ στοιχεῖα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Βέβαια, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶχε ἀνάγκη ἄπό την τροφή, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔφαγε, κατὰ συγκατάβαση καὶ οἰκονομία, γιὰ νὰ τοὺς κάνη νὰ πιστεύσουν. Καὶ οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἡ τροφὴ ποὺ ἔφαγε δὲν πῆγε στὸ πεπτικὸ σύστημα ποὺ δὲν εἶχε, ἀλλὰ κάηκε ἀπὸ τὴν θεότητά Του. Τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Χριστὸς μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ πιστεύσουν οἱ μαθητὲς ὅτι δὲν ἦταν φάντασμα.

Αὐτὸ εἶναι δεῖγμα του πῶς θὰ εἶναι καὶ τὰ δικά μας σώματα μετὰ τὴν ἀνάσταση τους, ποὺ θὰ γίνη τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε μὲ τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν Ἀνάστασή Του, θὰ γίνη μὲ μᾶς, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἐπανέλθουν μέσα στὰ σώματα οἱ ψυχές, ποὺ βγῆκαν μὲ τὸν θάνατο, θὰ ἀναστηθοῦν ὅλα τὰ σώματα καὶ θὰ εἶναι διαφορετικά. Ὅσων δὲ τὰ σώματα ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴν εἶχαν καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πεύματος, τότε θὰ λάμπουν καὶ θὰ ἀκτινοβολοῦν.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνέπτυξε ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγαν οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς ὑπενθύμισε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοὺς ἔλεγε ὅσο ζοῦσε μαζί τους, πρὶν τὴν Σταύρωσή Του. Καὶ μάλιστα τότε ὁ Ἴδιος τοὺς φώτισε τὸν νοῦ τους γιὰ νὰ καταλάβουν τὶς Γραφές.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ διαβάζουμε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ πατερικὰ κείμενα. Κάποια ἴσως στιγμὴ ὁ Θεὸς θὰ εὐλογήση καὶ θὰ φωτίση τον νοῦ μας γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸ βαθύτερο νόημα αὐτῶν ποὺ διαβάζουμε καὶ ἀκοῦμε. Ἡ λογικὴ μπορεῖ νὰ τὰ καταλαβαίνη ἐξωτερικά, ἀλλὰ ὁ φωτισμένος νοὺς ἔχει ἄλλη αἴσθηση καὶ δίνει ἄλλη ἑρμηνεία. Ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς δὲν εἶναι ὑπόθεση ἔξυπνων ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μέσα τους.

Καὶ τὸ τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι Χριστὸς τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ γίνουν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως, καθὼς ἐπίσης τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι θὰ λάβουν τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ μὲ τὴν δύναμή του θὰ διαλαλήσουν σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Ἅγιοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων εἶναι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ εἶδαν τον Ἀναστάντα Χριστόν, τὸν ἐγνώρισαν, συνδέθηκαν μαζὶ Του καὶ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγιναν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του. Στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀνήκει καὶ ἡ ἁγία Παρασκευὴ ποὺ ἑορτάσαμε χθές, ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Παντελεήμων ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Νὰ ἔχουμε τὶς πρεβεῖες τους γιὰ νὰ βιώσουμε καὶ προσωπικὰ αὐτὰ τὰ γεγονότα καὶ νὰ γίνουμε μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή, 5 Αυγούστου 2007 - Τα δικαιώματα του Θεού

Ζούμε σε μια εποχή δικαιωμάτων, δηλαδή όλοι επιζητούν την ικανοποίηση των δικαιωμάτων τους. Έτσι, διατυπώνονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, των εργοδοτών, των εμβρύων, των παιδιών, των μεγάλων, των γυναικών, των ανδρών. Γίνεται λόγος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και γενικά όλοι επιδιώκουν να κατοχυρώσουν τα προσωπικά τους δικαιώματα.

Αυτό, βεβαίως, δεν θεωρείται κακό, αν παράλληλα προσέχουμε να βλέπουμε και τα καθήκοντα που απορρέουν από το έργο και την θέση μας μέσα στην κοινωνία. Όταν επικρατή μονομέρεια στην εκζήτηση των δικαιωμάτων και παραθεωρούμε τα καθήκοντα, τότε παρατηρείται αναταραχή μέσα στην κοινωνία.

Πέρα από αυτό πρέπει να σημειωθή ότι είναι ανάγκη να βλέπουμε και τα δικαιώματα του Θεού. Σε αυτό αναφέρεται ο στίχος της Δοξολογίας:

«Ευλογητός ει, Κύριε• δίδαξόν με τα δικαιώματά σου». Δηλαδή: «Δοξασμένος είσαι Κύριε, δίδαξέ με τα δικαιώματά σου».

Εδώ, όπως φαίνεται, γίνεται λόγος για τα δικαιώματα του Θεού. Ποιά είναι αυτά τα δικαιώματα; Δικαιώματα πάνω σε ένα αντικείμενο έχει αυτός που το δημιούργησε. Ο Θεός δημιούργησε όλον τον κόσμο, και φυσικά τον άνθρωπο, και γι’ αυτό έχει δικαιώματα πάνω στους ανθρώπους. Αυτός έδωσε την ζωή, Αυτός έδωσε τα χαρίσματα, Αυτός καθορίζει πότε θα φύγη ο άνθρωπος από αυτήν την ζωή.

Ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα πάνω στην ζωή του. Ιδιαιτέρως εμείς οι Χριστιανοί με το άγιο Βάπτισμα γίναμε μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού και γι’ αυτό ανήκουμε σε Αυτόν. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Ουκ εστέ εαυτών, αλλ’ ηγοράσθητε τιμής» (Α Κορ. στ 19-20). Οπότε, κάθε φορά που αμαρτάνουμε, τότε στην πραγματικότητα αμαρτάνουμε στον Χριστό, του οποίου είμαστε μέλη. Και επειδή ο Θεός έχει δικαιώματα επάνω μας, γι α?τό και δίνει εντολές για να ανταποκρινόμαστε στον σκοπό της δημιουργίας μας. Γι’ αυτό και οι εντολές του Θεού, που εκφράζουν το θέλημά Του, λέγονται δικαιώματα του Θεού.

Στον εκατοστό δέκατον όγδοο (118) Ψαλμό του Δαυΐδ γίνεται λόγος για τα δικαιώματα του Θεού που ταυτίζονται με τις εντολές του Θεού. Όμως οι λέξεις δικαιώματα και εντολές, που είναι συνώνυμες στον ψαλμό αυτόν του Δαυΐδ, αντικαθίστανται και με άλλες λέξεις, όπως «λόγοι» του Θεού, δηλαδή αυτά που λέει ο Θεός, «κρίματα» του Θεού, δηλαδή αυτά που θα μας κρίνουν, «μαρτύρια» του Θεού, δηλαδή αυτά που είναι μαρτυρίες του Θεού. Επομένως, τα δικαιώματα του Θεού, είναι οι λόγοι Του, που είναι επιβεβαιωμένοι και επί τη βάσει αυτών θα κριθούμε κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.

Όπως γνωρίζουμε υπάρχει η μεγάλη Δοξολογία, που ψάλλουμε κατά την Κυριακή και τις εορτάσιμες ημέρες, αλλά και η άλλη Δοξολογία που διαβάζουμε καθημερινά. Σ’ αυτήν την δεύτερη Δοξολογία, προστίθενται και άλλες φράσεις στην προσευχή προς τον Θεό να μας διδάξη τα δικαιώματά Του. Λέμε:

«Ευλογητός ει, Κύριε δίδαξόν με τα δικαιώματά σου. Ευλογητός ει Δέσποτα• συνετισόν με τα δικαιώματά σου. Ευλογητός ει, Άγιε• φώτισόν με τοις δικαιώμασί σου». Δηλαδή: «Δοξασμένος είσαι Κύριε, δίδαξέ με τα δικαιώματά σου. Δοξασμένος είσαι, Κύριε, κάνε με συνετό για να τηρώ τα δικαιώματά σου. Δοξασμένος είσαι, Κύριε, φώτισέ με τα δικαιώματά σου».

Στις φράσεις αυτές, πριν την λέξη δικαιώματα, προτάσσεται η λέξη «ευλογητός ει», δηλαδή είσαι δοξασμένος. Με αυτό ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι αληθινός και έχει μεγάλη δόξα.

Στην συνέχεια χρησιμοποιούνται τρία επίθετα, το «Κύριε», το «Δέσποτα», το «Άγιε». Ο Θεός είναι Κύριος του ουρανού και της γης, είναι δεσπότης των πάντων και άγιος.

Έπειτα, χρησιμοποιούνται τρία ρήματα, ήτοι «δίδαξόν με», «συνέτισόν με» και «φώτισόν με». Με το πρώτο ζητούμε από τον Θεό, να μας διδάξη τα δικαιώματά Του, γιατί εμείς έχουμε άγνοια και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε στην ζωή μας. Πολλές φορές εμπλέκουμε τα δικά μας δικαιώματα, με τα δικαιώματα του Θεού. Με το δεύτερον ζητούμε από τον Θεό να μας συνετίση για να τηρήσουμε τις εντολές Του, τα δικαιώματά Του, γιατί είμαστε ασύνετοι και δεν γνωρίζουμε το συμφέρον της ψυχής μας. Με το τρίτο ζητούμε από τον Θεό να μας φωτίση δια των εντολών Του, δηλαδή να φωτίζεται ο νους μας με την τήρηση των εντολών Του, των δικαιωμάτων Του, γιατί ο νους μας από την αμαρτία είναι τόσο σκοτεινός που δεν γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε.

Επομένως, με την προσευχή αυτή αναγνωρίζουμε ότι ο Θεός μας είναι Κύριος, Δεσπότης και Άγιος, εμείς είμαστε υπήκοοί Του και αμαρτωλοί. Επίσης, ομολογούμε ότι θέλουμε να εξαρτόμαστε από Αυτόν και να τηρούμε τα δικαιώματά Του, τις εντολές Του. Ακόμη, διακηρύσσουμε ότι εμείς είμαστε αδύνατοι να ξεχωρίζουμε τα δικαιώματα του Θεού από τα θελήματα και τα δικαιώματα των ανθρώπων, ακόμη και από τα δικά μας δικαιώματα, και γι’ αυτό ζητούμε από Αυτόν να μας τα αποκαλύψη, να μας συνετίση και να μας φωτίση.

Είναι μια ευλογημένη προσευχή, που αν την λέμε συνεχώς θα μας βγάλη από την πνευματική σύγχυση στην οποία βρισκόμαστε, και θα μας απελευθερώση από την φυλακή της φιλαυτίας μας.

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή, 6 Ἰουλίου

Ἑωθινὸ Γ', Μὰρκ ἰστ', 9-20

Τὰ φετινὰ κυριακάτικα κηρύγματα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θὰ ἀναφέρωνται στὰ Ἑωθινὰ Εὐαγγέλια, τὰ ὁποῖα διαβάζονται κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὄρθρου τῶν Κυριακῶν. Δηλαδή, τὸ πρωΐ κάθε Κυριακῆς, πρὶν ἀρχίση ἡ θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὄρθρου, διαβάζεται ἕνα Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Λέγονται Ἑωθινὰ τὰ Εὐαγγέλια αὐτά, ἀφ' ἑνὸς μὲν γιατί διαβάζονται τὰ ξημερώματα στοὺς Ναοὺς (Ἑωθινὸν σημαίνει πρωϊνόν), ἀφ' ἑτέρου δὲ γιατί ἀναφέρονται στὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ὄρθρος, θὰ λέγαμε τὸ ξημέρωμα μιᾶς ἄλλης ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος, ἀφοῦ μὲ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ ὁ Χριστὸς ἔδωσε μιὰ ἄλλη ζωή, ποὺ εἶναι προοίμιο τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Τὰ Ἑωθινὰ Εὐαγγέλια εἶναι ἕνδεκα τὸν ἀριθμὸ καὶ εἶναι κομμάτια ἀπὸ τοὺς τέσσερεις Εὐαγγελιστὲς καὶ παρουσιάζουν μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι, λοιπόν, φανερὸν ὅτι στὰ φετινὰ κηρύγματα θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονός. Ὅμως θὰ εἴμαστε πολὺ συνοπτικοί, καὶ δὲν θὰ ἀναλύσουμε ὁλόκληρο τὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἔχει καθορισθῇ νὰ διαβάζεται τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς.

Τὸ σημερινὸ Ἑωθινό, ποὺ εἶναι τὸ τρίτο, εἶναι ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο (Μάρκ. ἰστ', 9-20) καὶ ἀναφέρεται σὲ τρεῖς ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἡ πρώτη ἔγινε στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια. Ἡ δεύτερη ἐμφάνισή Τοῦ ἦταν σὲ δύο μαθητές, ποὺ πῆγαν στὰ χωράφια τους τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως καὶ μάλιστα ἐμφανίσθηκε "ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» , δηλαδὴ οἱ μαθητὲς αὐτοὶ εἶδαν τὸν Χριστὸ μὲ τὴν δόξα τῆς Ἀναστάσεως, ὄχι ὅπως τὸν ἤξεραν προηγουμένως. Καὶ ἡ τρίτη ἐμφάνιση ἦταν στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν.

Τὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὸ Ἑωθινὸ αὐτὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὅτι δείχνει τὴν δυσπιστία τῶν μαθητῶν στὶς πληροφορίες ποὺ τοὺς μετέδωσαν τόσο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ὅσο καὶ οἱ δύο μαθητὲς ποὺ τὸν εἶδαν προηγουμένως. Ὁ Χριστός, τελικά, ὅταν ἐμφανίσθηκε στοὺς ἕνδεκα, ἀφ' ἑνὸς μὲν τοὺς ἐπέπληξε γιατί ἀμφέβαλαν γιὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, ἀφ' ἑτέρου δὲ τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πορευθοῦν σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ νὰ κηρύξουν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Μαζὶ μὲ τὸ κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως θὰ ἔπρεπε οἱ μαθητὲς νὰ τοὺς βαπτίζουν διότι ἔτσι θὰ ἐνεργῆται ἡ σωτηρία. Βέβαια, τοὺς προανήγγειλε ὅτι ὅποιοι πιστεύσουν στὴν Ἀνάσταση θὰ δοῦν πολλὰ θαύματα στὴν ζωή τους, ἤτοι θὰ ἐκδιώκουν τὰ δαιμόνια μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Τοῦ, θὰ μιλοῦν νέες γλῶσσες, θὰ ἔχουν κυριαρχία πάνω στὴν κτίση καὶ σὲ αὐτὰ τὰ δηλητηριώδη φίδια, καὶ ἀκόμη θὰ θεραπεύουν τοὺς ἀρρώστους.

Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ πρώτη δυσπιστία τῶν μαθητῶν ὀφειλόταν στὸ ὅτι δὲν τοὺς ἱκανοποιοῦσε ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς. Ὅταν ὅμως εἶδαν προσωπικὰ τὸν Ἀναστάντα Χριστό, τότε ἄπέκτησάν την πίστη ἐκ θεωρίας καὶ βεβαίως μὲ τὴν πίστη αὐτή, ποὺ εἶναι ἐμπειρία καὶ ζωή, ἔκαναν θαύματα καὶ ἔτσι ἀναγέννησαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀνακαίνισαν ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Ἡ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι μεγάλη. Δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῇ τίποτε μαζί της. Μόνον ποὺ χρειάζεται καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πίστη ἐξ ἀκοῆς νὰ περάσουμε στὴν πίστη ἐκ θεωρίας. Ἔχοντας τὴν εὐλογία νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως, ὥστε ἔτσι νὰ γίνουμε υἱοὶ τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Ὁ Ἱερὸς Ναός

Κυριακὴ 11 Ἰουλίου

Στὴν μεγάλη συναπτή, ὅπως λέγεται ἡ δέηση στὸν Θεό, κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας, μετὰ τὴν αἴτηση γιὰ τὴν εἰρήνη προσευχόμαστε καὶ γιὰ τὸν Ἱερὸ Ναό, στὸν ὁποῖο τελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία. «Ὑπὲρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου καὶ τῶν μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», δηλαδὴ ἅς προσευχηθοῦμε γιὰ τὸν Ἱερὸ αὐτὸν Ναὸ καὶ γι’ αὐτοὺς ποῦ εἰσῆλθαν σὲ αὐτὸν μὲ πίστη, εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ.  Ὁ Ἱερὸς Ναὸς εἶναι ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο συγκεντρώνονται τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸν Θεὸ καὶ νὰ τελέσουν τὰ ἱερὰ Μυστήρια, ἰδιαιτέρως τὸ μέγα Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Λέγεται Ναὸς γιατί ἐκεῖ κατοικεῖ ὁ Θεός, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στὸν χῶρο αὐτὸν ἐκδηλώνεται ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ τὴν καθιέρωση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ γίνεται ἡ τελετὴ τῶν ἐγκαινίων, κατὰ τὴν ὁποῖα ἁγιάζεται τὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο καὶ εὐλογεῖται ὅλος ὁ χῶρος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Οἱ εὐχὲς τὶς ὁποῖες ἀναγινώσκει ὁ Ἀρχιερεὺς κατὰ τὴν τελετὴ τῶν ἐγκαινίων, εἶναι πολὺ ἐκφραστικές, γιατί δείχνουν τὴν ἀξία καὶ τὴν σπουδαιότητα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Πάντως, ὁ Ἱερὸς Ναὸς εἶναι λιμάνι πνευματικὸ γιὰ ὅσους βασανίζονται στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, εἶναι ἰατρεῖο πνευματικὸ γιὰ ὅσους τραυματίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἶναι ἱερὸς τόπος ὅπου κανεὶς δέχεται τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ.

Προσευχόμαστε γιὰ τὸν Ἱερὸ Ναό, γιατί πράγματι εἶναι εὐλογία ποῦ ὑπάρχει αὐτὸς ὁ ἱερὸς χῶρος, ποῦ εἶναι ἀνοικτὸς γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε στὸν Θεό, νὰ γαληνεύση ἡ ψυχή μας, ἡ ὁποία ταράσσεται ἀπὸ διάφορους πειρασμούς. Καὶ αὐτὸ τὸ καταλαβαίνουμε ὅταν σκεπτόμαστε ὅτι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν, κατέβαιναν κάτω στὴν γῆ, στὶς Κατακόμβες, προκειμένου νὰ βροὺν ἕναν τόπο ἥσυχο γιὰ νὰ προσευχηθοῦν ἐλεύθερα στὸν Θεό, ἢ ταξίδευαν καὶ ταξιδεύουν καὶ σήμερα ἡμέρες καὶ ὧρες γιὰ νὰ βροὺν ἕναν Ὀρθόδοξο Ναὸ γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν.

Ἔπειτα, μὲ τὴν δέηση αὐτὴ προσευχόμαστε γι’ αὐτοὺς ποῦ εἰσέρχονται στὸν Ἱερὸ Ναό, ὥστε νὰ τὸ κάνουν μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο καὶ τὸν ἀπαραίτητο σεβασμό. Ἐφ’ ὅσον ὁ Ναὸς εἶναι Ἱερός, αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ εἰσερχόμαστε μὲ τὸν πρέποντα σεβασμό. Ἡ δέηση αὐτὴ ποῦ ἑρμηνεύουμε μᾶς δείχνει τὸν κατάλληλο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ εἰσερχόμαστε στὸν Ναὸ καὶ αὐτὸς εἶναι ἡ πίστη, ἡ εὐλάβεια καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.

Τὸ «μετὰ πίστεως» δείχνει ὅτι πρέπει νὰ εἰσερχόμαστε στὸν Ναὸ μὲ ἀπόλυτη πίστη ὅτι εἶναι ὁ Οἶκος τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἕνας κοινὸς οἶκος, δὲν εἶναι κοινὸς χῶρος, ἀλλὰ ἱερὸς χῶρος. Ἡ πίστη ἀναφέρεται καὶ στὸν Ὀρθόδοξο Ναό, ἀφοῦ ἡ λατρεία καὶ ἡ θεία Λειτουργία γίνονται μὲ τὸν ὀρθόδοξο τρόπο, σύμφωνα μὲ τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ «μετ’ εὐλαβείας» δηλώνει ὅτι εἰσερχόμαστε καὶ μένουμε μέσα στὸν Ναὸ μὲ εὐλάβεια, τάξη, ἡσυχία. Δὲν ὁμιλοῦμε, δὲν συζητοῦμε, δὲν φωνάζουμε, δὲν μετακινούμαστε ἄσκοπα, δὲν ἀφήνουμε τὰ παιδιὰ νὰ τρέχουν στὸν Ἱερὸ Ναό, ὡσὰν νὰ εἶναι ἕνα γήπεδο ἢ μιὰ «παιδικὴ χαρά», δὲν ἔχουμε ἀνοικτὰ τὰ κινητὰ τηλέφωνα, ποῦ ὅταν ἐνεργοποιοῦνται κάνουν θόρυβο, μερικὲς φορὲς μάλιστα μὲ τὴν κλήση τους ἀκούγεται καὶ σύγχρονη μουσική, τὴν ὥρα ποῦ γίνεται ἡ θεία Λειτουργία!

Τὸ «μετὰ φόβου Θεοῦ» δείχνει ὅλα τὰ προηγούμενα, ὅτι δηλαδὴ πρέπει νὰ ἔχουμε φόβο Θεοῦ, νὰ ἔχουμε ἀπόλυτο σεβασμὸ ὅτι αὐτὸς ὁ χῶρος εἶναι ἀφιερωμένος στὸν Θεό. Πρέπει νὰ σεβόμαστε τὸν χῶρο αὐτὸν περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι σεβόμαστε μεγαλοπρεπῆ καὶ πλούσια σαλόνια ἢ μέγαρα ἐξουσίας, γιατί στὸν χῶρο αὐτὸν εἶναι ἔκδηλη ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι πράγματι εὐλογία τὸ ὅτι οἱ πρόγονοί μας ἔκτισαν καὶ μᾶς κληροδότησαν ὡραίους Ναοὺς καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ συντηροῦμε αὐτὰ τὰ καταπληκτικὰ μνημεῖα πολιτισμοῦ. Πρέπει δὲ νὰ ἔχουμε ἀγαθὴ διάθεση νὰ κτίζουμε καὶ νὰ συντηροῦμε Ἱεροὺς Ναούς, ὅπου θὰ δοξάζεται ὁ Θεός. Πάνω δὲ ἀπὸ ὅλα θὰ πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς καὶ νὰ ἐκκλησιαζόμαστε κάθε Κυριακὴ καὶ μεγάλη Ἑορτὴ «μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ».

Ὁ Μητροπολίτης

† Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Ὁ Κλῆρος καὶ ὁ λαός

Κυριακὴ 18 Ἰουλίου

Ἑρμηνεύουμε σὲ αὐτὰ τὰ εὐχαριστιακὰ κηρύγματα, κατὰ τὶς Κυριακὲς τοῦ Καλοκαιριοῦ, τὶς δεήσεις ποὺ ἀπευθύνουμε στὸν Θεό, στὴν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας, κάθε Μυστηρίου καὶ ἱερᾶς Ἀκολουθίας. Σήμερα θὰ δοῦμε τὴν δέηση ποὺ καλούμαστε νὰ ἀπευθύνουμε στὸν Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μᾶς προτρέπει ὁ Ἱερεύς: «Ὑπὲρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν, τοῦ Τιμίου Πρεσβυτερίου, τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας, παντὸς τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», δηλαδὴ ἅς προσευχηθοῦμε γιὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ἤτοι τὸν Μητροπολίτη τῆς περιοχῆς αὐτῆς -καὶ ἀναφέρουμε τὸ ὄνομά του- γιὰ τοὺς Πρεσβυτέρους καὶ Διακόνους, γιὰ ὅλους τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς λαϊκοὺς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.

Στὴν δέηση αὐτὴ φαίνεται τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸ ἀποτελοῦν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἔχουν βαπτισθῇ, χρισθῇ καὶ μετέχουν τῆς θείας Κοινωνίας. Πρόκειται γιὰ τρεὶς Κατηγορίες, ἤτοι τὸν «Ἀνώτερο Κλῆρο», στὸν ὁποῖο συμπεριλαμβάνονται οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ Πρεσβύτεροι καὶ οἱ Διάκονοι, τὸν «Κατώτερο Κλῆρο», στὸν ὁποῖο ἀνήκουν οἱ ὑποδιάκονοι, οἱ ψάλτες, οἱ ἀναγνῶστες, καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς λαϊκούς.

Οἱ Κληρικοὶ εἶναι οἱ πνευματικοὶ ἀξιωματικοὶ τοῦ Στρατεύματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας ἄτακτος πνευματικὸς στρατός, δὲν εἶναι ἕνας χῶρος ἀναρχίας στὸν ὁποῖο κανεὶς κάνει ὅ,τι θέλει, ἀλλὰ εἶναι ἕνας εὐλογημένος στρατὸς ποὺ διευθύνεται ἀπὸ τὸν Χριστό, διὰ τῶν Κληρικῶν. Ἀλλὰ καὶ στοὺς Κληρικοὺς ὑπάρχει διαβάθμιση διακονίας, ἀφοῦ ἄλλο εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Μητροπολίτου, ἄλλο τὸ ἔργο τῶν Πρεσβυτέρων καὶ ἄλλο τὸ ἔργο τῶν Διακόνων. Σὲ κάθε Ἱερὰ Μητρόπολη ὑπάρχει μόνον ἕνας Μητροπολίτης, ποὺ συνιστᾶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου ἐργάζονται ποιμαντικὰ οἱ Κληρικοί, τελοῦν τὰ ἱερὰ Μυστήρια, ἁγιάζουν τὸν λαὸ καὶ τὸν προφυλάσσουν ἀπὸ κάθε κακό.

Οἱ λεγόμενοι Κατώτεροι Κληρικοὶ (ὑποδιάκονοι, ψάλτες, ἀναγνῶστες κλπ.) δὲν ἔχουν τὴν ἱερατικὴ Χάρη, δὲν μποροῦν νὰ τελοῦν τὰ ἱερὰ Μυστήρια, ἀλλὰ βοηθοῦν, ἀνάλογα μὲ τὸ χάρισμά του ὁ καθένας. Τελεῖται εἰδικὴ τελετὴ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀναλαμβάνουν ἕνα ἔργο διακονίας, γιατί μέσα στὴν Ἐκκλησία κανένας δὲν μπορεῖ νὰ αὐτοσχεδιάζη. Ἔτσι, τὸ χάρισμα τοῦ καθενὸς προσφέρεται, διὰ τῆς Ἐκκλησίας, στὸν Θεό. Οἱ ὑποδιάκονοι, ὅπου ὑπάρχουν, βοηθοῦν τοὺς Κληρικοὺς στὸ Ἱερὸ Βῆμα, οἱ ψάλτες ψάλλουν ἐξ ὀνόματος τοῦ λαοῦ, οἱ ἀναγνῶστες διαβάζουν τὰ ἀναγνώσματα, ἀποστολικὰ καὶ προφητικά, οἱ θυρωροὶ προσέχουν τὶς θύρες-πόρτες γιὰ νὰ μὴν εἰσέλθη κανένας ἀμύητος στὴν θεία Λειτουργία.

Ὁ λαὸς εἶναι οἱ λεγόμενοι λαϊκοὶ ποὺ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν βαπτισθῇ, ἔχουν χρισθῇ καὶ ἔχουν τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ νὰ μετέχουν στὴν θεία Εὐχαριστία καὶ στὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Οἱ λαϊκοὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς παρόντες, ἀλλὰ συμμετέχουν μὲ τὸν τρόπο τους στὴν λατρεία. Προσεύχονται στὸν Θεό, ἑνώνονται μὲ τὰ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Κυρίου, οἱ ἐλεηθέντες ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουμε καθῆκον νὰ προσευχόμαστε γιὰ ὅλη τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα, γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο, τοὺς Κληρικοὺς καὶ τοὺς λαϊκούς, ὥστε νὰ ἀνταποκρίνωνται στὴν διακονία τους, νὰ ἀποδειχθοῦν ἄξιοι τῆς ἀποστολῆς τους, νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τους τὴν ζωή.

Πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι δὲν εἴμαστε ξένοι, ὀρφανοί, μόνοι, ἀλλὰ ἀνήκουμε σὲ μιὰ παγκόσμια οἰκογένεια, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἁπλώνεται σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ συμπεριλαμβάνει ὡς μέλη ἀνθρώπους ἀπὸ ὅλες τὶς φυλές, τὶς ἐθνότητες, τὶς γλῶσσες. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ μᾶς.

Ὁ Μητροπολίτης

† Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Ὁ πόνος πολύς

Κυριακὴ 22 Αύγούστου

Ἡ ζωή μας ἔχει χαρακτηρισθῇ ὡς «κοιλάδα κλαυθμῶνος», εἶναι γεμάτη ἀπὸ θλίψη, πόνο, ἀρρώστιες, θανάτους, συκοφαντίες, δυσκολίες κλπ. Περισσεύει ὁ ἀνθρώπινος πόνος πάνω στὴν γῆ. Ἂν μπορούσαμε νὰ συγκεντρώσουμε ὅλα τὰ δάκρυα ποὺ χύνονται στὴν γῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ σχηματίζαμε ἕνα μεγάλο ποτάμι, ἴσως καὶ ὠκεανό. Ὅλοι ἔχουμε δοκιμάσει τὰ καρφιὰ τοῦ σταυροῦ, τοῦ πόνου, ποὺ τρυποῦν τὸ σῶμα καὶ κυρίως τὴν ψυχή μας.

Ἔτσι, μὲ τὸν πόνο αὐτόν, μὲ τραυματισμένη τὴν ψυχή, εἰσερχόμαστε στὴν θεία Λειτουργία καὶ ἀνοίγουμε τὴν καρδιὰ μᾶς στὸν Θεό, ἐλπίζοντας ἀπὸ Αὐτὸν ἀναψυχή, παραμυθία, παρηγοριά. Μᾶς προτρέπει ὁ Ἱερεύς: «Ὑπὲρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς κινδύνου καὶ ἀνάγκης, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», δηλαδὴ ἅς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς γλιτώση ἀπὸ κάθε θλίψη, ὀργή, κίνδυνο καὶ ἀνάγκη.

Ἡ θλίψη εἶναι σωματικὴ καὶ ψυχική, καὶ τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι τὸ συναμφότερο, ἀφοῦ ὁ σωματικὸς πόνος ἐπηρεάζει καὶ τὴν ψυχὴ καὶ ὁ ψυχικὸς πόνος ἐπηρεάζει καὶ τὸ σῶμα. Οἱ κοινωνικὲς καὶ οἰκογενειακὲς συνθῆκες δὲν εἶναι ὅπως τὶς ἐπιθυμοῦμε, ἡ ζωὴ δὲν μᾶς προσφέρει ὅ,τι θέλουμε καὶ τὸ σῶμα μᾶς δὲν εἶναι πάντα ὑγιές.

Ἡ ὀργὴ ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχεται, ὁμοιάζει σὰν τὰ ἄγρια κύματα ποὺ ξεσποῦν πάνω μας. Πολλὲς φορὲς μέσα μας φουσκώνει ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή, ἀλλὰ δεχόμαστε συνήθως ἀναπάντεχες ὀργισμένες ἐνέργειες καὶ συμπεριφορὲς τῶν συνανθρώπων μας καὶ μερικὲς φορὲς καὶ ἀγαπητῶν μας προσώπων. Ἐνίοτε, αἰσθανόμαστε καὶ τὸν Θεὸ ὀργισμένο ἐναντίον μας, γιατί στὴν πραγματικότητα ἐμεῖς ἔχουμε τύψεις, ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ Αὐτόν, ἐνῷ Αὐτὸς μᾶς ἀγαπᾶ.

Οἱ κίνδυνοι αὐξάνονται συνεχῶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν κοινωνία, τὶς συνθῆκες ζωῆς, ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ μέλλοντος, ἀπὸ ἀσθένειες καὶ τὸν ἐπαπειλούμενο θάνατο. Ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία στὴν ὁποῖα ἐνεδρεύουν παντοῦ κίνδυνοι, σὰν παγίδες. Κυρίως, ὑπάρχουν πολλοὶ κίνδυνοι γιὰ τὰ νέα παιδιὰ ποὺ ἀνοίγονται στὴν ζωὴ ἀνυποψίαστα, καλοπροαίρετα καὶ πολλὲς φορὲς μὲ ἔντονη περιέργεια γιὰ ὅλα. Πόσες φορὲς οἱ γονεῖς παραμένουν τὰ βράδυα ἄγρυπνοι ἀπὸ τὸν φόβο τῶν κινδύνων ποὺ περικυκλώνουν τὰ παιδιὰ τοὺς καὶ οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπὸ διαφόρους ἐμπόρους τῶν ναρκωτικῶν καὶ τοῦ θανάτου!

Οἱ ἀνάγκες σήμερα εἶναι πολλές, γιὰ τὶς σπουδὲς τῶν παιδιῶν, τὴν εὕρεση ἐργασίας, τὴν φροντίδα τους, τὴν ἐξασφάλιση τῶν ἀναγκαίων γιὰ τὴν ζωή. Δυστυχῶς, σὲ αὐτὰ εὐθυνόμαστε καὶ ἐμεῖς ποὺ αὐξάνουμε τὶς ἀνάγκες μας ἀπὸ μία κοινωνικὴ ἀνταγωνιστικότητα καὶ ζήλεια. Δὲν ἔχουμε μάθει νὰ ζοῦμε μὲ ἀσκητικότητα, ποὺ εἶναι περίληψη ὅλου τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, δὲν ζοῦμε μὲ ὀλιγάρκεια. Ὅταν, ὅμως, αὐξάνουμε τὶς ἀνάγκες μας, χωρὶς νὰ ἔχουμε τὸ ἀπαραίτητο εἰσόδημα, τότε προσθέτουμε πόνο καὶ ὀδύνη στὸν ἑαυτό μας.

Γιὰ ὅλα αὐτὰ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ μέσα στὴν θεία Λειτουργία. Ζητοῦμε τὴν Χάρη Του, τὴν βοήθειά Του καὶ τὴν προστασία Του. Βεβαίως, μόνον ἡ προσευχὴ δὲν λύει ὅλα τὰ ζητήματα, γιατί ὁ Θεὸς δὲν καταργεῖ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας. Ἔτσι, πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ θέλουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸν πόνο, καὶ αὐτὸ τὸ δείχνουμε μὲ τὰ ἔργα μας καὶ τὴν προσπάθειά μας. Δηλαδή, πρέπει νὰ μειώσουμε ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προκαλοῦν πόνο, θλίψη, ὀργή, κινδύνους καὶ διάφορες ἀνάγκες. Πρέπει νὰ βροῦμε τὴν μέθοδο τῆς ἀσκήσεως καὶ κυρίως νὰ ἀποκτήσουμε ἕναν καλὸ Πνευματικὸ Πατέρα, ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς διδάξη αὐτὴν τὴν μέθοδο θεραπείας.

Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις παρακαλοῦμε στὴν συνέχεια τὸν Θεό: «Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ὁ Θεός, τὴ σὴ Χάριτι», δηλαδὴ Θεέ, βοήθησε, σῶσε, ἐλέησε καὶ διαφύλαξέ μας μὲ τὴν Χάρη Σου. Κάθε ρῆμα ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἔχει τὴν ἰδιαίτερη σημασία. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπαλλάσσει τὴν ψυχή μας καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη, ἂν ὅμως καὶ ἐμεῖς συνεργήσουμε σὲ αὐτό.

+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Ὁ Τίμιος Πρόδρομος

Κυριακὴ 29 Αὐγούστου

Στὸ τέλος τῆς μεγάλης Συναπτῆς, δηλαδὴ τῶν «Εἰρηνικῶν», ἀφοῦ μνημονεύσαμε τὴν Παναγία καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους, ὁ Ἱερεὺς μᾶς προτρέπει νὰ παραθέσουμε τὴν ζωὴ μας στὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Παναγία τὰ εἴπαμε σὲ ἕνα προηγούμενο κήρυγμα. Σήμερα θὰ σταθοῦμε στὴν φράση «μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων» καὶ λόγῳ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀποτομῆς τῆς Κεφαλῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τοῦ Βαπτιστοῦ, θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ αὐτόν, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ποὺ ἑρμηνεύεται δῶρον Θεοῦ, καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς λέγεται Πρόδρομος, γιατί προηγήθηκε τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑτοίμασε τὸν δρόμο γιὰ τὸ ἔργο Του χαρακτηρίζεται Βαπτιστής, γιατί ἀξιώθηκε νὰ βαπτίση τὸν Χριστὸ στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Πρόκειται γιὰ μιὰ μεγάλη προσωπικότητα ποὺ ἐπαινέθηκε ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, ποὺ εἶπε: «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοὶς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ» (Μάτθ. ἰα', 11).

Ἐκεῖνο ποὺ παρατηροῦμε στὸν Τίμιο Πρόδρομο εἶναι ὅτι εἶναι ὁ τελευταῖος Προφήτης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ὁ πρῶτος Προφήτης τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδὴ βρέθηκε στὸ μεταίχμιο μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης. Εἶναι ἕνας θαυμάσιος κρίκος μεταξὺ τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων.

Τὸ κήρυγμά του δὲν διέφερε ἀπὸ τὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἦταν κήρυγμα μετανοίας. Ἔλεγε: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μάτθ. γ', 2). Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι ἡ θεία Χάρη, ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Φὼς καὶ ἡ μέθεξη καὶ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Φώς. Ἡ μετάνοια εἶναι προϋπόθεση τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ πυρῆνας τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι διάφορα κούφια λόγια, ὄχι φιλοσοφίες καὶ στοχασμοί, ἀλλὰ ἡ ὑπόδειξη τοῦ τρόπου γιὰ νὰ ἑνωθῇ κανεὶς μὲ τὸν Θεό.

Ἐπίσης, ἐκεῖνο ποὺ θαυμάζει κανεὶς στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο εἶναι ὅτι ἦταν κῆρυξ τῆς ἀληθείας, ὁμιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ὁδηγοῦσε τὸν λαὸ πρὸς τὴν Ἀλήθεια. Ὁ λόγος του δὲν ἦταν ρηχός, συμβιβαστικός, ψεύτικος. Ἤλεγχε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν πλησίαζαν καὶ τὸν Ἡρώδη, ὑποδεικνύοντας σὲ αὐτοὺς τὸν ὀρθὸ δρόμο, τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀδικίας, τὴν εὐθυγράμμιση τῆς ζωῆς τους μὲ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Βέβαια, αὐτὸ εἶχε καὶ συνέπειες γιὰ τὸν ἴδιο, ἤτοι τὴν φυλάκιση καὶ τελικὰ τὴν ἀποκεφάλιση, τὸν θάνατο. Ἀλλὰ τὸ σημαντικότερο στὴν ζωή μας εἶναι ἡ ὀρθοτόμηση τῆς ἀληθείας.

Μὲ τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀληθείας δοξάσθηκε ὁ Πρόδρομος καὶ πέρασε στὴν ἱστορία, ὁπότε καὶ τιμᾶται ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Εἶπε ἕνας ἁγιορείτης ὅτι τὸ ψεύτικο καὶ ὅταν εἶναι ἑνωμένο, στὴν πραγματικότητα εἶναι χωρισμένο, ἐνῷ τὸ ἀληθινὸ καὶ ὅταν εἶναι χωρισμένο εἶναι ἑνωμένο. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων καὶ φυσικὰ στὴν ζωὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἦταν ἀληθινός, συνδέθηκε μὲ τὴν Ἀλήθεια, τὸν Χριστό, ὁμιλοῦσε ἀληθινὰ καὶ μέχρι σήμερα ζὴ ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Χριστιανῶν, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ζῆ βιολογικά. Πόσοι Ἱεροὶ Ναοὶ δὲν ἀνηγέρθησαν ἐπ' ὀνόματί του! Σήμερα μάλιστα ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νηστεύουμε αὐστηρὰ καὶ ἔτσι τιμοῦμε τὸν Τίμιο Πρόδρομο.

Θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς ἀληθείας καὶ ὄχι τοῦ ψεύδους, τῆς ἁπλότητας καὶ ὄχι τῆς διπλοπροσωπίας καὶ τῆς ὑποκρισίας. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, μετὰ τὴν Παναγία, ἔχει μεγάλη παρρησία στὸν Χριστὸ καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπικαλούμαστε τὶς πρεσβεῖες του καὶ νὰ μιμούμαστε τὸ παράδειγμά του.

+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Ὁ ὑπόλοιπος χρόνος τῆς ζωῆς μας

Κυριακὴ 14 Αὐγούστου

Ὁ χρόνος τῆς βιολογικῆς ζωῆς μας ἀρχίζει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς συλλήψεώς μας καὶ φθάνει μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ ψυχὴ ἀποχωρίζεται πρὸς καιρὸν ἀπὸ τὸ σῶμα. Τὸ διάστημα αὐτὸ λέγεται βιολογικὴ ζωή, γιατί ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν τελειώνει ποτέ. Ὁ βίος τελειώνει, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τελειοῦται, ὅπως λέμε στὰ συναξάρια: «ὁ ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται» ἢ ὁ ἅγιος Μάρτυς «ξίφει τελειοῦται», δηλαδὴ τελειοῦται καὶ δὲν τελειώνει.

Πάντως, κάθε φορὰ ὑπάρχει ἕνας ὑπόλοιπος χρόνος μέχρι τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ προσευχόμαστε στὸν Θεό: «Τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοία ἐκτελέσαι παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα», δηλαδὴ ἅς ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ περάσουμε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας μὲ εἰρήνη καὶ μετάνοια.

Δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε πόσος εἶναι ὁ ὑπόλοιπος χρόνος τῆς ζωῆς μας. Ἐμεῖς μποροῦμε νὰ διορθώσουμε τὸ παρελθόν, δηλαδὴ νὰ μετανοήσουμε γιὰ ὅ,τι κάναμε στὸ προηγούμενο διάστημα τῆς ζωῆς μας, νὰ ἀναθεωρήσουμε κάθε ἀστοχία καὶ κακία καὶ νὰ ἀξιοποιήσουμε δημιουργικὰ τὸ παρόν. Δὲν γνωρίζουμε, ὅμως, πόσος θὰ εἶναι ὁ ὑπόλοιπος χρόνος τῆς ζωῆς μας, ἀφοῦ δὲν ξέρουμε τί θὰ γίνη τὰ ἀμέσως ὑπόλοιπα λεπτά, τὶς ὑπόλοιπες ὧρες, ἡμέρες καὶ τὴν ὑπόλοιπη χρονιά. Ὁ θάνατος παραμονεύει παντοῦ. Ἕνα λατινικὸ ἀπόφθεγμα λέγει: «Ὁ θάνατος εἶναι βέβαιος, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου ἀβεβαία».

Ὅμως, προσπαθοῦμε νὰ ἐλέγξουμε καὶ νὰ ἀξιοποιήσουμε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας μὲ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο. Ὅλοι κάνουμε ὄνειρα, προγράμματα γιὰ τὸ μέλλον, ἔχουμε σχέδια γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς δικούς μας ἀνθρώπους καὶ πολλὰ ἄλλα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποκλείση κάτι τέτοιο, γιατί ἀλλιῶς θὰ πέσουμε σὲ ἀπραξία καὶ ἀκηδία, ἀρκεῖ καὶ αὐτὰ νὰ γίνωνται μὲ μέτρο καὶ νὰ μὴ πέφτουμε στὶς ὀνειροπολήσεις. Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ κολλᾶμε σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ σχέδια τοῦ μέλλοντος καὶ νὰ μᾶς ξεφεύγη τὸ παρὸν ἢ δὲν πρέπει νὰ ζοῦμε ὡσὰν νὰ εἴμαστε ἀθάνατοι πάνω στὴν γῆ. Καὶ αὐτὸ εἶναι πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας καὶ τῆς παιδείας μας, ποῦ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθάνεται ὅτι θὰ ζήση μόνιμα πάνω στὴν γῆ, ὅτι δὲν θὰ ἔλθη ποτὲ τὸ βιολογικὸ τέλος του.

Πρέπει νὰ ἀφιερώνουμε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μᾶς –ποὺ δὲν ξέρουμε πόσος θὰ εἶναι– στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζητᾶμε ἀπὸ Αὐτὸν νὰ μᾶς βοηθήση νὰ τὸν περάσουμε μὲ εἰρήνη καὶ μετάνοια. Ἡ εἰρήνη εἶναι ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ καὶ ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν παρὰ φύση ζωὴ στὴν κατὰ φύση καὶ ὑπὲρ φύση ζωή. Οὐσιαστικὰ ὁμολογοῦμε ὅτι δὲν ξέρουμε πόσος θὰ εἶναι ὁ ὑπόλοιπος χρόνος τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμοῦμε εἶναι νὰ ζοῦμε εἰρηνικά, χωρὶς διενέξεις, ἀκαταστασίες, καὶ μὲ μετάνοια. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ μᾶς παρασύρη ἡ διεστραμμένη θέλησή μας σὲ κάποια πράξη ποῦ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σὲ κάποια ἁμαρτία, ἀλλὰ ὁμολογοῦμε στὸν Θεό, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς Αὐτόν, ὁπότε τοῦ ζητοῦμε νὰ μὴ μᾶς ἀφήση νὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ νὰ μᾶς δώση τὴν Χάρη Τοῦ νὰ μετανοήσουμε.

Χρόνος χωρὶς εἰρήνη καὶ μετάνοια εἶναι αἰώνια χαμένος, ἐνῷ χρόνος μὲ εἰρήνη καὶ μετάνοια εἶναι εὐλογημένος, ἐπάξιος τοῦ χριστιανικοῦ μας ὀνόματος καὶ τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς.

Ὁ Μητροπολιτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ