Skip to main content

Γραπτὰ Κηρύγματα: Το Φως και τα φώτα

Κυριακή 13 Ιουλίου (Αγίων Πατέρων)

Η σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία στους αγίους Πατέρας που συγκρότησαν την Τετάρτη (Δ ) Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα και δογμάτισε για τις δύο φύσεις στον Χριστό, την θεία και την ανθρωπίνη, και για το πως ενεργούσαν οι δύο αυτές φύσεις στο ενιαίο πρόσωπό Του.

Το ευαγγελικό ανάγνωσμα αναφέρεται στον λόγο του Χριστού που είπε στους Μαθητές Του ότι είναι φώτα στον κόσμο και ότι θα πρέπη να λάμπουν με την διδασκαλία και τα έργα τους. Αλλά για να μπορή κανείς να λάμπη τόσο με την διδασκαλία όσο και με τα έργα θα πρέπη ο ίδιος να είναι φως, να έχη λάβει το Φως του Θεού μέσα Του και να έχη σύνδεσμο με το αιώνιο άκτιστο Φως, το Φως του Θεού. Άλλωστε, οι Μαθητές πρώτα έλαβαν το Φως του Θεού και έπειτα έλαμπαν με όλη τους την ύπαρξη.

Θα πρέπη να δούμε λίγο αυτήν την πορεία που κάνει το πνευματικό φως, για το οποίο αναφέρεται ο Χριστός. Ας υποθέσουμε ότι είναι ένα τρίγωνο. Στην πάνω γωνία του τριγώνου είναι ο Θεός που είναι το Φως του κόσμου, όπως ο ίδιος έχει πη. Το Φως αυτό αποστέλλεται στους Μαθητές που είναι στο κάτω μέρος του τριγώνου, οπότε και εκείνοι γίνονται φως, γιατί μετέχουν του αιωνίου Φωτός. Οι Μαθητές δεν πρέπει να κρατήσουν αυτό το φως για τον εαυτό τους, αλλά να το στέλλουν στους ανθρώπους, που βρίσκονται στην άλλη γωνία του τριγώνου. Και μόλις οι άνθρωποι βλέπουν το Φως του Θεού, δια των αγίων, τότε δοξάζουν το αιώνιο Φως, τον Θεό, δηλαδή το Φως επιστρέφει στην άνω γωνία του τριγώνου. Έτσι, το πνευματικό αυτό Φως, προέρχεται από τον Θεό, κατευθύνεται στους Αποστόλους - Πατέρας που τους φωτίζει, δι’ αυτών ακτινοβολεί στους ανθρώπους και επιστρέφει πάλι στον Θεό.

Αν σε κάποιο σημείο υπάρχη διακοπή της κινήσεως αυτής του Φωτός, τότε γίνεται συσκότιση, αυτό που ονομάζουμε «μπλακ άουτ». Τότε ο άνθρωπος και ο κόσμος βρίσκεται μέσα στα σκοτάδι και παραλύουν τα πάντα. Αυτό που γίνεται στον αισθητό κόσμο, αυτό γίνεται και στον πνευματικό κόσμο. Είναι φοβερό ο άνθρωπος να ζη μέσα στο πνευματικό σκοτάδι, να μη γνωρίζη τι είναι Θεός, ποιός είναι ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου, τι έφερε ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του στην γη, τι είναι σωτηρία και πως αυτή επιτυγχάνεται κλπ.

Οι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες ήταν το Φως του κόσμου, όχι γιατί ήσαν καλοί άνθρωποι και είχαν μελετήσει την επιστήμη της εποχής τους, αλλά γιατί είχαν σχέση με το αιώνιο Φως, τον ίδιο τον Θεό. Δεν γίνεται κανείς φως με το να είναι καλός άνθρωπος και να πράττη τις αρετές, αλλά με το να λάβη το Άγιον Πνεύμα μέσα του. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει ότι ο σιδεράς για να κατασκευάση διάφορα σχήματα με το σίδερο, χρησιμοποιεί και τα εργαλεία, αλλά αν δεν έχη την φωτιά για να θερμάνη το σίδερο, τα εργαλεία δεν μπορούν να βοηθήσουν. Για τον πνευματικό καταρτισμό μας εργαλεία είναι οι αρετές, αλλά το πυρ είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Θα πρέπη να εμπιστευόμαστε τους Αγίους Πατέρες, γιατί μέσα σε αυτούς βρίσκεται το Φως του Θεού που τους φωτίζει. Αλλά θα πρέπη να γνωρίζουμε ότι οποιοδήποτε χάρισμα κι αν έχουμε πρέπει με αυτό να δοξάζεται ο Θεός, το Ουράνιο Φως, γιατί από Αυτόν προέρχονται όλα τα αγαθά και σε Αυτόν πρέπει να καταλήγουν.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γ', 10)

Κυριακὴ 14 Ἰουλίου

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει στὸν μαθητή του Τίτο, ποῦ ἦταν Ἐπίσκοπος στὴν Κρήτη, νὰ ἀφήνη τὸν αἱρετικὸ ἄνθρωπο μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ τὴν δεύτερη νουθεσία καὶ νὰ μὴν ἀσχολῆται μαζί του. Δηλαδή, ὅπου συναντᾶ κάποιον αἱρετικὸ ἄνθρωπο, νὰ προσπαθῆ νὰ τὸν συμβουλεύη. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ γίνεται γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, ἀφοῦ εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ εἶναι βαρειὰ ἄρρωστος καὶ νὰ μὴν ἐπιδέχεται θεραπεία.

Αἱρετικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποῦ ἔχει διαφορετικὴ ἄποψη ἀπὸ τὴν διδασκαλία ποῦ μᾶς παρέδωσε ὁ Χριστὸς καὶ τὴν διαφυλάσσει ἡ Ἐκκλησία. Πρόκειται γιὰ αἱρετικὲς διδασκαλίες σχετικὰ μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν αἰώνια ζωή. Ὅλη αὐτὴ ἡ διδασκαλία περικλείεται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, στὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, στὶς εὐχὲς τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νὰ ἔχουμε διάφορες ἀπόψεις γιὰ καθημερινὰ θέματα, ἀλλὰ ἐφ’ ὅσον εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε διαφορετικὲς ἀπόψεις ἀπὸ ὅσα διδάσκει ἡ Ἐκκλησία.

Αἱρετικοὶ ἄνθρωποι παρουσιάσθηκαν πολλοὶ διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ποῦ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ καὶ ἀνατολικὴ φιλοσοφία γιὰ νὰ κατανοήσουν τὰ θέματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ἀντὶ νὰ στηριχθοῦν στὴν ἐμπειρία τῶν θεοπτὼν ἁγίων, δηλαδὴ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Οὐσιαστικὰ αὐτὴ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν Πατέρων καὶ τῶν αἱρετικῶν. Οἱ Πατέρες δέχονταν τὴν πεῖρα τῶν θεοπτὼν ἁγίων, ἐνῷ οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποιοῦσαν τὸν στοχασμό, τὴν λογικοκρατία, τὴν κοσμικὴ σοφία καὶ τὴν φιλοσοφία.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸς ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὅτι «ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι δὲν γνωρίσαμε τὴν δύναμη καὶ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ σεσοφισμένους μύθους», ὅπως εἶναι ἡ φιλοσοφία, ἀλλὰ «ἐπόπται γεννηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος», δηλαδὴ «εἴδαμε τὴν δόξα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ ὅρος Θαβὼρ» (Πέτρ. α', 16). Οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποιοῦσαν «σεσοφισμένους μύθους», δηλαδὴ τὴν φιλοσοφία, ποῦ εἶναι μιὰ λογικὴ ἐπεξεργασία τῶν μύθων, ἐνῷ οἱ ἅγιοι θεολογούσαν μὲ βάση τὴν ἐμπειρία τῶν θεοπτὼν ἁγίων καὶ τὴν δική τους πεῖρα.

Ἐρωτᾶται, ὅμως, γιατί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει τὸν μαθητή του Τίτο νὰ ἀφήνη τὸν αἱρετικὸ μετὰ ἀπὸ πρώτη καὶ δεύτερη νουθεσία; Τὸ ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος: «εἰδῶς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὧν αὐτοκατάκριτος». Δηλαδή, ὁ κατὰ συνείδηση αἱρετικὸς ἔχει ἐκτραπῇ, ἔχει φύγει ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ὁδὸ καὶ ἁμαρτάνει καταδικάζοντας ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Τὴν αἵρεση πρέπει νὰ τὴν ἐκλαμβάνουμε ὡς μιὰ πνευματικὴ ἀσθένεια καὶ τὸν αἱρετικὸ ὡς πνευματικὰ ἀσθενή. Ἔτσι, ὁ αἱρετικὸς ποῦ δὲν θεραπεύεται μὲ τὶς πρῶτες νουθεσίες, φανερώνει ὅτι εἶναι ἀνίατος «ἀδιόρθωτος καὶ ἀνιάτρευτος», ὁπότε χάνει κανεὶς τὸν καιρό του ἀσχολούμενος μαζί του.

Ὑπάρχουν σωματικὲς ἀσθένειες ποῦ θεραπεύονται μὲ τὴν λήψη φαρμάκων, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ σωματικὲς ἀσθένειες ποῦ δὲν θεραπεύονται καὶ χρειάζεται εἴτε νὰ γίνη βαθειὰ ἐγχείρηση εἴτε νὰ ἀπομονωθῇ ὁ ἀσθενὴς γιὰ νὰ μὴν κολλήση τοὺς ἄλλους. Οἱ μολυσματικὲς ἀσθένειες εἶναι ἐπικίνδυνες γιὰ τὴν κοινωνία.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς μολυσματικὲς ἀσθένειες, τὶς ὁποῖες μεταδίδουν οἱ αἱρετικοί. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὡς πνευματικοὶ ἰατροί, ἀντιμετώπιζαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἐκδίωκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν τὸ ἔκαναν ἀπὸ μῖσος καὶ κακία, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τοὺς Χριστιανούς, ἀκόμη καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς αἱρετικούς, μήπως μετανοήσουν καὶ σωθοῦν.

Τὸ λυπηρὸ εἶναι, ὅταν ἕνας Χριστιανὸς φθάνη στὸ σημεῖο νὰ γίνη ἀνίατος, ἀθεράπευτος. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὸν ἐγωϊσμό, ποῦ εἶναι ἑωσφορικός-σατανικός, μὲ τὴν φιλοσοφία καὶ ὅλα τὰ ἰσχυρὰ πάθη τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοκτημοσύνης, τῆς φιλαυτίας. Εἶναι φοβερό, ὅταν ἕνας Χριστιανός, ἀκόμη καὶ ἕνας Κληρικός, ἀναμειγνύη τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, τὴν ὑγιὰ τροφὴ μὲ τὸ δηλητήριο, τὶς προσωπικές του ἀπόψεις μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων.

Ἑπομένως, θὰ πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μὴ φθάσουμε σὲ αὐτὴν τὴν ἀνίατη ἀσθένεια, τὴν αἵρεση, ἀλλὰ καὶ νὰ προφυλασσόμαστε ἀπὸ σύγχρονους αἱρετικούς.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: «Ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» (Ρωμ. ι', 2)

Κυριακὴ 28 Ἰουλίου

Τὸ χωρίο αὐτὸ ἐκφράζει μιὰ νοοτροπία ποῦ δὲν ἴσχυε μόνον τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ ἰσχύει κάθε ἐποχή. Ὑπάρχουν πάντοτε ἄνθρωποι ποῦ ἔχουν ζῆλον Θεοῦ, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἔχουν ἐπίγνωση, σωστὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.

Ἡ λέξη ζῆλος δηλώνει τὴν μεγάλη θέρμη γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνὸς σκοποῦ καὶ καταλήγει νὰ ἐκφράζη τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποῦ δείχνει ὑπερβάλλοντα ζῆλο γιὰ τὴν πραγματοποίηση μιᾶς ἐπιθυμίας, ποῦ ἀνταγωνίζεται κάποιον ἄλλον. Πολλὲς φορὲς δηλώνει καὶ τὴν ζηλοτυπία, δείχνει τὸν ἄνθρωπο ποῦ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ζήλεια. Στὸ χωρίο αὐτὸ ὁ ζῆλος δηλώνεται μὲ ἀρνητικὴ ἔννοια καὶ κυρίως ἐκφράζει τὸν φανατισμὸ ποῦ ἐκδηλώνεται χωρὶς νὰ γνωρίζη κανεὶς τὴν ὅλη ἀλήθεια, χωρὶς νὰ ἔχη γνώση ἀληθινὴ ἑνὸς πράγματος καὶ ἑνὸς γεγονότος.

Ἕναν τέτοιο ζῆλο εἶχαν οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ ἐφαρμόσουν τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, ὁ ὁποῖος δόθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ ὅμως πολεμοῦσαν τὸν Χριστὸ ποῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ὁλοκληρώση τὸν νόμο καὶ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Ἔφθασαν μάλιστα οἱ Ἑβραῖοι, λόγῳ ζήλου, νὰ πολεμήσουν τὸν Χριστό, νὰ τὸν σταυρώσουν, νὰ καταδιώξουν τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὴν πρώτη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δοκίμασε αὐτὸν τὸν ὑπερβάλλοντα ζῆλο τῶν Ἑβραίων τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ τὸν κατεδίωκαν ἀπὸ πόλη σὲ πόλη. Αὐτὸς ὁ ζῆλος δὲν εἶναι κατ’ ἐπίγνωση, ἀλλὰ παράλογος ζῆλος, εἶναι φανατισμός.

Αὐτὸ τὸ εἶχε ζήσει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὡς Ἰουδαῖος ἦταν «ζηλωτὴς τῶν πατρικῶν παραδόσεων», ἀλλὰ ὅταν ὁ Θεὸς τὸν κάλεσε διὰ τῆς Χάριτός Τοῦ καὶ ἀποκάλυψε τὸν Υἱὸ Τοῦ σὲ αὐτόν, τότε βρῆκε τὴν ἀλήθεια καὶ ἔγινε ζηλωτὴς κατ’ ἐπίγνωση (Γάλ. α', 14).

Ὁ ζῆλος γιὰ τὴν ἀρετὴ εἶναι καλός, ὅταν συνδέεται μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη, ἐνῷ ὁ ζῆλος γιὰ τὴν κακία, ποῦ ἐξελίσσεται σὲ φανατισμό, εἶναι ὀδυνηρός. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἦταν ζηλωταὶ πνευματικῶν ἀγαθῶν (Α' Κόρ. ἰδ', 12), ἦταν ζηλωταὶ καλῶν ἔργων (Τίτ. β', 14). Ὅμως, μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀνευρίσκονται καὶ Χριστιανοὶ ποῦ διακρίνονται ἀπὸ τὸν φανατισμὸ καὶ τὴν μισαλλοδοξία. Ποιά εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ ζήλου κακοῦ καὶ καλοῦ; Μποροῦν νὰ τονισθοῦν δύο σημεῖα ποῦ διακρίνουν τὸν εὐλογημένο ζῆλο ἀπὸ τὸν διαβολικὸ ζῆλο.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ ζῆλος γιὰ τὰ δόγματα εἶναι ὑγιής, ὅταν βλέπη κανεὶς τὰ δόγματα ὄχι ὡς φιλοσοφικὲς ἀρχὲς καὶ ὡς ὅπλα γιὰ νὰ πολεμᾶ τοὺς ἀντιπάλους του, ἀλλὰ ὡς καρπὸ τῆς ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἐμπειρίας τὰ ὁποία ἀποδέχεται γιὰ νὰ συναντήση τὸν Θεὸ καὶ νὰ σωθῇ. Τὰ δόγματα δὲν εἶναι ἰδεολογικὲς ἀρχὲς γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦνται πρὸς ἐξολόθρευση τῶν ἐχθρῶν, ἀλλὰ πνευματικὰ φάρμακα.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ζῆλος κατ’ ἐπίγνωση ἀποβλέπει στὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, στὴν αὔξηση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, στὴν ἐπιδίωξη τῆς σωτηρίας, ἐνῷ ὁ ζῆλος χωρὶς ἐπίγνωση χρησιμοποιεῖ τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς γιὰ πολεμικὲς διαμάχες μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Πόσο χαιρόμαστε ὅταν βλέπουμε Χριστιανοὺς νὰ ἔχουν ἀνεπτυγμένη τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουν οἱ ἴδιοι τὸν Θεό, νὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ νὰ ἀποκτήσουν τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, ποῦ διακρίνονται ἀπὸ μιὰ μεγάλη ὁρμὴ καὶ μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό! Καὶ πόσο λυπούμαστε, ὅταν βλέπουμε Χριστιανοὺς νὰ διακατέχωνται ἀπὸ ἄκριτο ζῆλο, ἀπὸ ἀνόητο φανατισμό, καὶ συμπεριφέρωνται ὅπως οἱ ὀπαδοὶ στὰ γήπεδα καὶ ἐκδηλώνουν ὅλα τὰ πάθη τῆς ψυχῆς τους, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀλήθειας!

Ὁ φανατισμὸς εἶναι ἔλλειψη τῆς ἀλήθειας, ἀπουσία τῆς πραγματικῆς ἀγάπης, ἄρνηση τῆς εἰρήνης τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ φανατισμὸς καταλάβη τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, μεταβάλλει τὴν ψυχὴ σὲ ζούγκλα, ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται ὡς θηρίο, ἐκδηλώνει θηριώδεις ἐνέργειες ποῦ προκαλοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ λυποῦν τὸν Θεό. Ὁ φανατισμὸς εἶναι ζῆλος «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν». Ἀντίθετα, κατὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτοῦ εἶναι «ἀγάπη θερμὴ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον αὐτοῦ, πραότης, ἀνεξιθρησκεία, εὐεργεσία καὶ εὐγένεια τρόπων. Ὁ κατ’ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς φέρει τὸν τύπον τοῦ ἀληθοῦς Χριστιανοῦ».

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ', 27)

Κυριακὴ 7 Ἰουλίου

Στὸ κήρυγμα κάθε Κυριακῆς τῶν δύο καλοκαιρινῶν μηνῶν ἐφέτος θὰ ἑρμηνεύσουμε μερικὲς φράσεις τῶν ἀποστολικῶν ἀναγνωσμάτων ποῦ διαβάζονται στὴν θεία Λειτουργία. Πρόκειται γιὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στοὺς Χριστιανοὺς διαφόρων Ἐκκλησιῶν ποῦ εἶχε ἱδρύσει, καὶ ἀπέβλεπαν στὴν ἐπίλυση προβλημάτων καὶ τὴν καθοδήγησή τους στὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ.

Σήμερα θὰ ἑρμηνευθῇ τὸ χωρίο ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή του, ποῦ ἀναφέρεται στὸ Βάπτισμα τῶν Χριστιανῶν καὶ δηλώνει τὴν μεγάλη του ἀξία: «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε». Δηλαδή, ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔχετε ἐνδυθῇ τὸν Χριστό. Αὐτὸ τὸ χωρίο ψάλλεται κάθε φορὰ ποῦ γίνεται τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ ἐπίσης ψάλλεται στὶς μεγάλες Δεσποτικὲς Ἑορτές, τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα, γιατί τότε γίνονταν οἱ ὁμαδικὲς βαπτίσεις τῶν κατηχουμένων καὶ τῶν φωτιζομένων. Εἶναι ἕνα χωρίο πολὺ σημαντικό.

Κατ’ ἀρχὰς λέγεται: «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε». Γνωρίζουμε ὅτι ἡ βάπτιση γίνεται στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Ἱερεὺς λέγει: «βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τὸ ἐρώτημα ποῦ τίθεται εἶναι γιατί, ἐνῷ ὁ Χριστὸς λέγει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι πρέπει νὰ βαπτίζουν στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ λέγει ὅτι βαπτιζόμαστε στὸν Χριστό. Δὲν ὑπάρχει ἀντίφαση, γιατί σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο ἡ προσηγορία καὶ τὸ ὄνομα Χριστὸς «τοῦ παντὸς ἐστὶν ὁμολογία», διότι ἡ λέξη Χριστὸς δείχνει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ποῦ προσέλαβε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, χρίσθηκε ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεό.

Ἔπειτα, ὅταν ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστὸ γνωρίζουμε καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ποτὲ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὰ ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέσα στὴν ὁποία κοινωνοῦμε τῆς ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κοινὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀκόμη, ἡ τριττὴ κατάδυση τοῦ βαπτιζομένου μέσα στὴν κολυμβήθρα δηλώνει τὸν θάνατο, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστιανοῦ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ (Ρώμ. στ', 3-6). Δηλαδὴ σταυρώνεται ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος καὶ ἀνασταίνεται ὁ νέος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος.

Στὸ χωρίο, ὅμως, αὐτὸ ποῦ ἑρμηνεύουμε ὑπάρχει ἡ φράση «Χριστὸν ἐνεδύσασθε», δηλαδὴ ὅποιος βαπτίζεται στὸν Χριστὸ ἐνδύεται τὸν Χριστό. Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λέγεται ἔνδυμα τῶν πιστῶν, τὸ ὁποῖο οἱ Χριστιανοὶ ἐνδύονται ὄχι ὅπως τὰ ἱμάτια-ροῦχα, ἀλλὰ ὅπως ἐνδύεται ὁ σίδηρος τὴν φωτιά. Ἂν τοποθετήσουμε ἕνα κομμάτι σιδήρου στὴν φωτιά, τότε ἡ φωτιὰ δὲν περιβάλλει ἐξωτερικὰ τὸν σίδηρο, ἀλλὰ εἰσχωρεῖ μέσα στὴν ὕλη του καὶ ἔτσι ὁ σίδηρος «ὅλος διόλου» ἐνδύεται τὴν φωτιά. Αὐτὸ γίνεται καὶ μὲ τὸν Χριστιανὸ ποῦ βαπτίζεται στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα, ἀφοῦ τότε γεμίζει ἀπὸ τὴν ἄκτιστη φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μεταμορφώνεται ὁλόκληρος. Ὅταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ φωτίζη τὸν ἄνθρωπο, τότε εἰσέρχεται σὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή του, φωτίζει ὅλον τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, τὸν νοῦ, τὴν καρδιά, τὸ λογιστικό, τὸ ἐπιθυμητικό, τὸ θυμικὸ καὶ γενικὰ ὅλη τὴν ὕπαρξή του.

Ἐπειδὴ ὁ βαπτισμένος ἄνθρωπος ἐνδύεται τὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται Χριστιανός. Δὲν λαμβάνει ἕνα ὄνομα ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἕνα ὄνομα ποῦ δείχνει τὴν ἀνακαινισμένη ὕπαρξή του. Θυμηθῆτε τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανο, ποῦ ὅταν μέσα στὸ Συνέδριο εἶδε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ τὸ πρόσωπό του φαινόταν ὡς πρόσωπο ἀγγέλου.

Ἡ ἡμέρα ποῦ βαπτισθήκαμε εἶναι πολὺ σημαντικὴ γιὰ τὴν ζωή μας, γιατί γεμίσαμε ἀπὸ τὸ πὺρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνδυθήκαμε τὸν Χριστό, βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πεθάναμε καὶ ἀναστηθήκαμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Τὸ νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ ἔχει μεγάλη σημασία, εἶναι θεῖο δῶρο, ἐξαιρετικὴ εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν γνωρίζω κατὰ πόσο σκεφτόμαστε αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ ἂν μᾶς συγκινῇ ἰδιαίτερα.

Βέβαια, ὅταν δὲν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὴν ζωὴ ποῦ προϋποθέτει τὸ ἱερὸ βάπτισμα, τότε ἀπαιτεῖται νὰ γίνη ἡ ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματος μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.

Ἅς μάθουμε καὶ ἅς ψάλλουμε τὸν ὡραῖο αὐτὸν ὕμνο: «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε, ἀλληλούϊα».

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ', 23)

Κυριακὴ 21 Ἰουλίου

Τὸ χωρίο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» εἶναι πολὺ σημαντικό, γιὰ νὰ καταλάβουμε τί εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ πῶς αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ποῦ ἁμαρτάνει. Τὸ ἔχουμε ἀκούσει πολλὲς φορές, καὶ εἶναι μιὰ φράση γνωστὴ σὲ ὅσους διαβάζουν συχνὰ τὴν Ἁγία Γραφή.

Ἡ λέξη «ὀψώνια» δηλώνει τὴν πληρωμή, τὸ σιτηρέσιο, τὸν μισθὸ ποῦ ἔδινε ὁ αὐτοκράτωρ στοὺς στρατιῶτες. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος προέτρεπε τοὺς στρατευομένους: «ἀρκεῖσθε τοὶς ὀψωνίοις ὑμῶν (Λούκ. γ', 14), δηλαδὴ νὰ μὴν ἁρπάζετε διάφορα ἀγαθὰ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους σας, ἀλλὰ νὰ ἀρκεῖσθε σὲ ὅσα σᾶς δίνει ὁ αὐτοκράτορας ἢ ὁ βασιλεύς.

Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας, ὅσα δίνει ἡ ἁμαρτία σὲ ἐκείνους ποῦ ἁμαρτάνουν, καὶ αὐτὰ εἶναι ὁ θάνατος. Ἐδῶ ὑπονοεῖται ἡ ἁμαρτία τῶν Πρωτοπλάστων, τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας, ποῦ ἁμάρτησαν, παρέβησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀμέσως εἰσῆλθε ὁ θάνατος, πρῶτα ὁ πνευματικὸς θάνατος, ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἔπειτα ὁ σωματικὸς θάνατος, ἡ ἀπομάκρυνση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι μετὰ τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἡδονὴ εἰσῆλθε στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὀδύνη, ὁ πόνος. Ὁπότε στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πάντοτε συμπλέκονται ἡ ἡδονὴ μὲ τὴν ὀδύνη. Ἄλλα ἁμαρτήματα συνδέονται μὲ τὴν ἡδονὴ καὶ ἄλλα μὲ τὴν ὀδύνη.

Αὐτὸ ποῦ ἔγινε στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ἐπαναλαμβάνεται πάντα στὴν ζωή μας κάθε φορὰ ποῦ ἁμαρτάνουμε. Ἡ πληρωμὴ τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ τὰ ἀποτελέσματά της, εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ πνευματικὸ θάνατο, ἐννοοῦμε τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή. Αὐτὸς ὁ πνευματικὸς θάνατος συνδέεται μὲ τὴν θλίψη, τὸν πόνο, τὴν ἀπελπισία, τὴν ἀπουσία νοήματος γιὰ τὴν ζωή.

Τὸ φοβερὸ εἶναι ὅτι οἱ Προπάτορές μας, ὅταν ἁμάρτησαν, ὅταν παρέβησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν γνώριζαν τί σημαίνει ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν μποροῦσαν νὰ διανοηθοῦν τί θὰ συμβῇ μετὰ τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἐνῷ ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν πεῖρα μας τί μᾶς προξενεῖ ἡ ἁμαρτία, καὶ ὅμως τὴν ἐπαναλαμβάνουμε. Ἂν καὶ ξέρουμε τὸ τί πληγὲς δημιουργεῖ στὴν ψυχή μας ἡ ἁμαρτία, ἐν τούτοις πάλι τὴν διαπράττουμε. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὅτι τῆς ἁμαρτίας προηγεῖται σκοτασμὸς τοῦ νοῦ, ἡ πνευματικὴ τύφλωση, καὶ στὴν συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ ὀδύνη, ὁ πόνος. Ἔπειτα, ξεχνᾶμε τὸν πόνο, «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας», καὶ πάλι τὴν διαπράττουμε. Πρόκειται γιὰ ἕναν φαῦλο κύκλο.

Κάθε ἁμαρτία εἶναι ἕνας πνευματικὸς θάνατος, δηλαδὴ στερεῖται κανεὶς τὸν Θεό, ποῦ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή. Ὁ ἄνθρωπος ἀρρωσταίνει καὶ πεθαίνει πνευματικά. Ἂν ὑπάρξη μετάνοια, ὁ ἄνθρωπος ἀνασταίνεται ἀπὸ τὴν νέκρωση καὶ ἀρχίζει πάλι νὰ ζὴ κατὰ Θεόν.

Ἀλλοίμονό μας, ὅμως, ἂν αὐτὸς ὁ πνευματικὸς θάνατος εἶναι αἰώνιος, ἂν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθῆ, ὅσο ζὴ βιολογικά, νὰ εἶναι νεκρὸς κατὰ Θεὸν καὶ σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση φύγη ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Τότε θὰ ἐφαρμοσθῇ ὁ λόγος τῆς Ἀποκαλύψεως γιὰ τὸν δεύτερο θάνατο (Ἀπ. κ', 14), ποῦ εἶναι ὁ φοβερότερος θάνατος, ἡ τελικὴ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό.

Πολλοὶ ἄνθρωποι φοβοῦνται τὸν βιολογικὸ θάνατο, τρέμουν ὅταν ἐμφανίζεται κάποια ἀρρώστια, μήπως τοὺς ὀδηγήση πρὸς τὸν θάνατο, ἀλλὰ δὲν φοβοῦνται τὸν πνευματικὸ θάνατο, ἂν καὶ γνωρίζουν τὶς ὀδύνες τοῦ θανάτου ποῦ προξένησε ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Κάθε φορὰ ποῦ κάνουμε μιὰ ἁμαρτία θὰ πρέπει νὰ φοβόμαστε τὸν πνευματικὸ θάνατο ποῦ ἀκολουθεῖ, καὶ ἀκόμη περισσότερο νὰ φοβόμαστε μήπως αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι αἰώνιος, μήπως ἀκολουθήση ὁ δεύτερος θάνατος ποῦ εἶναι πλέον ὀδυνηρός.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ποῦ κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» συνεχίζει γιὰ νὰ πὴ ὅτι «τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ζωὴ αἰώνιος ἐστί». Τὸ χάρισμα εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸν θάνατο, εἶναι ζωὴ αἰώνιος «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τὼ Κυρίω ἡμῶν». Ἔτσι, ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ εἶναι «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας», ὁ θάνατος, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Πολλὲς φορὲς στὴν ζωή μας δοκιμάσαμε τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, ποῦ εἶναι τὰ «ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας». Θὰ πρέπει, ὅμως, νὰ δοκιμάζουμε καὶ τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Θὰ πρέπει νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ νὰ γευόμαστε τὴν ζωή.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: 11 Αὐγούστου - «..διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν» (Ρώμ. ιε', 4)

Μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ ἐνεργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι κείμενα ποῦ ἔχουν ἰδιαίτερη ἐνέργεια καὶ ἀλλάζουν τὴν ψυχική μας κατάσταση.

Ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται γιὰ τὴν τρεπτότητα, γιατί εὔκολα, μετὰ τὴν πτώση, μεταβάλλεται ὅλος ὁ ψυχοσωματικός του ὀργανισμός. Ὅπως τὸ σῶμα μεταβάλλεται ἀπὸ ψυχρὸ σὲ θερμό, ἔτσι γίνεται στὴν ψυχὴ καὶ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλοτε ὁ ἄνθρωπος εἶναι χαρούμενος καὶ ἄλλοτε λυπημένος, ἄλλοτε καταλαμβάνεται ἀπὸ αἰσιοδοξία καὶ ἄλλοτε διακατέχεται ἀπὸ ἀπόγνωση καὶ ἀπελπισία. Ἡ πίστη στὸν Θεὸ καὶ τὴν πρόνοιά Του, ἡ ἀγάπη πρὸς Αὐτὸν καὶ ἡ ἐλπίδα νὰ ἑνωθῇ μαζὶ Του ἰσορροποῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν νὰ ἀντιμετωπίζη ὅλα τὰ δύσκολα προβλήματα τῆς ζωῆς του.

Στὴν ἐποχή μας ὑπάρχουν πολλὰ γεγονότα –κοινωνικά, ἐθνικὰ καὶ οἰκογενειακά– ποῦ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπελπίζεται, κυρίως ὅταν ἀδρανὴ ἡ πίστη του στὸν Θεό. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἐλπίδα, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν παράκληση τῶν Γραφῶν.

Οἱ Γραφὲς εἶναι τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, αὐτὸ ποῦ λέγεται Ἁγία Γραφή. Τότε ποὺ ἔγραψε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὴν ἐπιστολὴ τοῦ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ρώμης δὲν εἶχε ἀπαρτισθῇ ἀκόμη ἡ Καινὴ Διαθήκη, δὲν εἶχαν συγκεντρωθῇ τὰ εἴκοσι ἑπτὰ βιβλία ποῦ συγκροτοῦν τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ κατὰ συνέπειαν ὁ Ἀπόστολος ἐννοοῦσε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη.

Ἔτσι, ὅταν διαβάζουμε τὶς Γραφές, ἀποδιώκουμε τὴν ἀπελπισία, ἀποκτοῦμε ἐλπίδα καὶ πίστη στὸν Θεὸ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν παράκληση. Δηλαδή, διαβάζοντας κανεὶς τὰ κείμενα τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ μεταγενέστερα πατερικὰ βιβλία, λαμβάνει θάρρος καὶ ἐλπίδα.

Αὐτὸ γίνεται γενικὰ μὲ τὸ διάβασμα βιβλίων, γιατί μέσα ἀπὸ τὰ βιβλία μελετᾶ κανεὶς τὴν ζωὴ καὶ τὶς ἀπόψεις τῶν ἀνθρώπων, ἀντιλαμβάνεται τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργοῦν, σκέπτονται καὶ συμπεριφέρονται, καὶ πολλὲς φορὲς ἀλλάζει καὶ ὁ τρόπος σκέψεώς του. Αὐτὸ πολὺ περισσότερο γίνεται μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ δύο κυρίως λόγους. Πρῶτον, γιατί διαβάζουμε τὴν ζωὴ ἁγίων ἀνθρώπων, βλέπουμε τὴν πίστη τους στὸν Θεό, ὅπως τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰώβ, τὸν ζῆλο τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων, τὴν προσευχὴ τῶν δικαίων κλπ. καὶ ἐνισχυόμαστε στὴν πίστη καὶ τὴν ὑπομονή μας. Δεύτερον, γιατί μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ ἐνεργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι κείμενα ποῦ ἔχουν ἰδιαίτερη ἐνέργεια καὶ ἀλλάζουν τὴν ψυχική μας κατάσταση.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συμβούλευσε τὸν μαθητή του Τιμόθεο: «ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τὴ ἀναγνώσει, τὴ παρακλήσει, τὴ διδασκαλία» (Α' Τίμ. δ', 13). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ λιβάδι καὶ ἡ ἀνάγνωσή της εἶναι παράδεισος τρυφῆς, καλύτερος ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο παράδεισο, στὸν ὁποῖο βρισκόταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα πρὸ τῆς πτώσεως. Σὲ ἄλλη ὁμιλία του λέγει ὅτι ὅποιος κάθεται δίπλα στὴν πηγὴ τῶν θείων Γραφῶν ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποῦ κάθεται δίπλα σὲ μιὰ πηγὴ νεροῦ καὶ ἀπολαμβάνει τὴν αὔρα, ὁπότε ὄχι μόνον ἱκανοποιεῖ τὸ αἴσθημα τῆς δίψας, ἀλλὰ ἀποκρούει καὶ τὸν καύσωνα. Ἔτσι, ὅποιος προσέχει στὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἀθυμία. Σὲ αὐτὸν φυτεύεται ἡ ἡδονή, ἀναιρεῖται ἡ κακία, ριζώνεται ἡ ἀρετή, δὲν κλονίζεται ἀπὸ τὸν θόρυβο τῶν πραγμάτων. Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος παρομοιάζει ἐκεῖνον ποῦ πίνει ἀπὸ τὴν ποιότητα ποῦ ὑπάρχει στὴν Ἁγία Γραφὴ μὲ τὸ νήπιο ποῦ θηλάζει ἀπὸ τὸν μαστὸ τῆς μητέρας του.

Στὴν ἐποχή μας κυκλοφοροῦν πολλὰ βιβλία, ἐφημερίδες, περιοδικά, καθὼς ἐπίσης ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ σπίτια ὁ ἠλεκτρονικὸς τύπος, καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ βρίσκη ὅ,τι ζητάει, ἀποκτᾶ τὴν ἀνθρώπινη γνώση. Ἀλλὰ τὰ περισσότερα βιβλία μεταφέρουν ἐμπαθεῖς σκέψεις τῶν συγγραφέων τους καὶ τὶς φαντασιώσεις τους.

Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ θὰ πρέπει νὰ μελετᾶμε τὴν Ἁγία Γραφή, νὰ διαβάζουμε τοὺς βίους καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ τὴν ζωὴ καὶ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων. Ἐπίσης, θὰ πρέπει νὰ διαβάζουμε καὶ τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων, ποῦ εἶναι τὸ εἰκονογραφημένο Εὐαγγέλιο. Ἔτσι, θὰ μποροῦμε νὰ βρίσκουμε ἐλπίδα μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν παράκληση τῶν Γραφῶν.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: 18 Αὐγούστου - «Μὴ ἦ ἐν ὑμῖν σχίσματα» (Α' Κόρ. α', 10)

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤτοι νὰ ἔχουν χαρίσματα θεολογίας, προσευχῆς, ἀγάπης κλπ., νὰ συνέρχωνται στὴν θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν λατρεία, ἀλλὰ νὰ θεωροῦν κεφαλή τους τὸν Ἐπίσκοπο «εἰς τύπον καὶ τόπον» τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἦταν μιὰ εὐλογημένη Ἐκκλησία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς δύο ἐπιστολὲς ποῦ ἀπέστειλε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σὲ αὐτήν, στὴν ὁποία ἦταν πλούσια καὶ ἔκδηλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μεταξὺ τῶν χαρισμάτων ἦταν ἡ προφητεία, ἡ σοφία, ἡ γνώση, ἡ διάκριση τῶν πνευμάτων, τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, τῶν δυνάμεων, τῆς γλωσσολαλιάς. Μέσα ἀπὸ τοὺς χαρισματούχους καὶ τὰ χαρίσματα ἐκδηλωνόταν πολυτρόπως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποῦ ὑπῆρχε πλουσίως στὴν Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τὸ εὐλογημένο τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν μιὰ πραγματικὴ «θεολογικὴ Σχολὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας».

Συγχρόνως, ὅλοι αὐτοὶ οἱ χαρισματοῦχοι συγκεντρώνονταν γιὰ νὰ τελέσουν τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, νὰ δοξάσουν τὸν Σταυρωθέντα καὶ Ἀναστάντα Χριστό, νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους σὲ Αὐτόν, νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὴν δωρεὰ ποῦ τοὺς ἔκανε νὰ νικήση τὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο, καὶ νὰ κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματὸς Τοῦ. Ὅμως, κατὰ τὶς συνάξεις τους, λόγῳ τῶν ποικίλων χαρισμάτων ποῦ διέθεταν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε κάποια ἀταξία γιὰ τὸ ποιό ἦταν τὸ μεγαλύτερο χάρισμα. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξαναγκάζεται σὲ ἐπιστολὴ ποῦ τοὺς ἀπέστειλε, νὰ βάλη μιὰ τάξη γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐκδηλώνονταν τὰ χαρίσματα. Ὅπως σήμερα στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε τὸ τυπικὸ ποῦ καθορίζει πῶς νὰ γίνωνται οἱ ἀκολουθίες, ποιά τροπάρια νὰ ψάλλωνται καὶ πῶς νὰ ἐναλάσσωνται οἱ ψάλτες στὴν ψαλμωδία, ἔτσι στὴν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καθόρισε ἕνα τυπικὸ γιὰ τὸ ποιά σειρὰ πρέπει νὰ τηροῦν οἱ χαρισματοῦχοι κατὰ τὶς συνάξεις τους.

Διαβάζοντας τὴν πρώτη Ἐπιστολὴ ποῦ ἔστειλε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου βλέπουμε καθαρὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὕπαρξη πολλῶν χαρισματούχων κατὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἡ Ἐκκλησία συνερχόταν γιὰ νὰ τελέση τὴν θεία Εὐχαριστία, καὶ σὲ αὐτὴν συμμετεῖχαν Χριστιανοὶ μὲ ποικιλία χαρισμάτων, ἤτοι θεολογίας, προφητείας, ἰαμάτων, γλωσσολαλιάς, ἑρμηνείας τῶν γλωσσῶν κλπ.

Ὅμως, στὴν πρώτη αὐτὴ Ἐκκλησία παρατηροῦνταν καὶ σχίσματα, ὄχι μὲ τὴν σημερινὴ ἔννοια τοῦ ὅρου ὅτι ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ συγκροτοῦσαν ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κάθε ὁμάδα Χριστιανῶν ὑπερεκτιμοῦσαν κάποιον διαφορετικὸ Ἀπόστολο. Ἔτσι, ἄλλοι θεωροῦσαν ὡς ἀρχηγό τους τὸν Παῦλο, ἄλλοι τὸν Πέτρο, ἄλλοι τὸν Ἀπολλώ, ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι ποῦ ἔλεγαν ὅτι ἀνῆκαν στὸν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ἐπιτιμᾶ γιὰ τὴν διαγωγὴ αὐτὴ καὶ τοὺς ζητᾶ στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ λέγουν ὅλοι τὸ ἴδιο, νὰ μὴν ὑπάρχουν μεταξύ τους διαιρέσεις καὶ νὰ εἶναι ὅλοι ἑνωμένοι «ἐν τὼ αὐτῶ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτὴ γνώμη».

Γίνεται φανερὸν ὅτι, παρὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν παρουσία σὲ αὐτὴν χαρισματούχων Χριστιανῶν, ἦταν ἀνάγκη νὰ ὑπάρχη καὶ μιὰ ἑνότητα μεταξύ τους. Μὲ τὴν πορεία τοῦ χρόνου καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησίας δημιουργήθηκε ὁ θεσμὸς τῶν Ἐπισκόπων, στὸν ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ὑπακούουν ὅλοι οἱ χαρισματοῦχοι Χριστιανοί, μὲ τὴν μνημόνευση τοῦ ὁποίου νὰ τελῆται τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, νὰ συγκροτῆται ἡ Ἐκκλησία καὶ αὐτὸς νὰ βρίσκεται «εἰς τύπον καὶ τόπον» τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἐπίσης νὰ ὑπάρχη καὶ ἡ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ἐπισκόπων.

Εἶναι σημαντικὸ στὸ σημεῖο αὐτὸ τί λέγει τὸ βιβλίο ποῦ τιτλοφορεῖται «Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων». Φαίνεται ὅτι ὅσο ἀναπτυσσόταν ἡ Ἐκκλησία καὶ ἐπεκτεινόταν σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, τόσο καὶ χρειαζόταν μιὰ ὁρατὴ ἑνότητα καὶ ἕνα κέντρο ἑνότητας. Αὐτὸ τὸ κέντρο ἑνότητας ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὄχι ὁ προφήτης.

Στὸ βιβλίο αὐτό, ἀφοῦ ἀναφέρονται ὅλοι οἱ χαρισματοῦχοι Χριστιανοί, ἔπειτα λέγεται: «ὁ δὲ τούτων πάντων ἀνώτερος ὁ ἀρχιερεὺς ἐστίν, ὁ ἐπίσκοπος». Αὐτὸς εἶναι διάκονος τοῦ λόγου, φύλακας τῆς γνώσεως, μεσίτης Θεοῦ καὶ Χριστιανῶν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λατρείας πρὸς τὸν Θεό, αὐτὸς εἶναι διδάσκαλος τῆς εὐσέβειας, αὐτὸς εἶναι πατέρας τῶν Χριστιανῶν μετὰ τὸν Θεό, αὐτὸς εἶναι ἄρχοντας καὶ ἡγούμενος τῶν Χριστιανῶν, βασιλεὺς καὶ ἐξουσιαστής, αὐτὸς εἶναι «ἐπίγειος θεὸς μετὰ θεόν», τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ τιμοῦν. Ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νὰ προκαθέζεται ὅλων τῶν Χριστιανῶν «ὡς θεοῦ ἀξία τετιμημένος», πρέπει νὰ ἐξουσιάζη τοῦ Κλήρου καὶ νὰ ἄρχη ὅλου τοῦ λαοῦ. Φθάνει μάλιστα τὸ βιβλίο τῶν «Διαταγῶν τῶν Ἀποστόλων» νὰ γράψη ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι κεφαλὴ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι δίκαιον νὰ προσέχη τὴν οὐρά, δηλαδὴ τὸν λαϊκὸ ἄνθρωπο ποῦ στασιάζει καὶ ἔτσι νὰ ὁδηγῆται καὶ αὐτὸς στὴν ἀπώλεια τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ νὰ προσέχη «θεῷ μόνῳ». Γιατί ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νὰ ἄρχη ὅλων τῶν ὑπηκόων καὶ ὄχι νὰ ἄρχεται καὶ νὰ καθοδηγῆται ἀπὸ αὐτούς. Βεβαίως, καὶ ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νὰ ἔχη τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤτοι νὰ ἔχουν χαρίσματα θεολογίας, προσευχῆς, ἀγάπης κλπ., νὰ συνέρχωνται στὴν θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν λατρεία, ἀλλὰ νὰ θεωροῦν κεφαλή τους τὸν Ἐπίσκοπο «εἰς τύπον καὶ τόπον» τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Χριστιανῶν συγκροτεῖται ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τὸν Ἐπίσκοπο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχουν σχίσματα τὰ ὁποία ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: 25 Αὐγούστου - «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α' Κόρ. γ', 16)

Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἰκονίζει τὸν Ναό, ὁ ἔσω ἄνθρωπος εἶναι τὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ Ναοῦ, ἡ καρδιὰ εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα, ὁ νοῦς εἶναι ὁ ἱερέας ποῦ εἰσέρχεται στὸ ἱερὸ Βῆμα γιὰ νὰ λειτουργήση, ἡ προαίρεση καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θυσία τὴν ὁποία προσφέρει ὁ νοὺς στὸν Θεὸ ἐπάνω στὴν καρδιά.

Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Χριστιανὸς εἶναι μεγάλη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι μεγάλο χάρισμα. Μὲ τὸ Bάπτισμα, τὸ Xρίσμα, τὴν θεία Κοινωνία ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας δέχεται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, συνδέεται μὲ τὴν Κεφαλή, τὸν Χριστό, καὶ κοινωνεῖ τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διαίρεση, κάθε ἄρνηση τῶν χαρισμάτων ποῦ δίνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, κάθε διχοστασία καὶ ζήλεια καὶ φιλονικία εἶναι δεῖγμα ἀπουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἑπομένως δείχνει σαρκικότητα.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔβλεπε μερικὰ λυπηρὰ γεγονότα ποῦ συνέβαιναν στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, ἐντόπιζε τὴν διαίρεση ποῦ ἐπικρατοῦσε σὲ μερικοὺς Χριστιανούς, παρὰ τὰ χαρίσματα ποῦ εἶχαν, καὶ τοὺς ἐρωτᾶ: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;». Δηλαδή, δὲν γνωρίζετε ὅτι εἶσθε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας;

Στὴν φράση αὐτὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ παρατηρήση δύο ἔννοιες. Ἡ πρώτη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ποῦ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχοντας ὑπ’ ὄψη μας ἕναν ναό, ἕνα οἰκοδόμημα ἀπὸ πέτρες, μέσα στὸν ὁποῖο συνέρχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ εἶναι ὁ ζωντανὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα κατοικεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Πρωτίστως ναὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔπειτα ναὸς λέγεται καὶ τὸ κτίσμα μέσα στὸ ὁποῖο συνέρχεται ἡ ζωντανὴ Ἐκκλησία γιὰ νὰ τελέση τὴν θεία Εὐχαριστία καὶ ἄλλες ἀκολουθίες. Ἡ δεύτερη ἔννοια εἶναι ὅτι ὁ κάθε Χριστιανὸς εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα σὲ αὐτὸν κατοικεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὴν τὴν δεύτερη ἔννοια θὰ διατυπώσω μερικὲς σκέψεις, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύει ὅτι τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἰκονίζει τὸν Ναό, ὁ ἔσω ἄνθρωπος εἶναι τὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ Ναοῦ, ἡ καρδιὰ εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα, ὁ νοὺς εἶναι ὁ ἱερέας ποῦ εἰσέρχεται στὸ ἱερὸ Βῆμα γιὰ νὰ λειτουργήση, ἡ προαίρεση καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θυσία τὴν ὁποία προσφέρει ὁ νοὺς στὸν Θεὸ ἐπάνω στὴν καρδιά. Ἐκεῖ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ λειτουργία μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχή. Ἔτσι ἑρμηνεύεται τὸ «ἰεράτευμα ἅγιον», τὸ «βασίλειον ἰεράτευμα», «ὁ οἶκος πνευματικός», μέσα στὸν ὁποῖο προσφέρονται οἱ πνευματικὲς θυσίες, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο (Α' Πέτρ. β', 1-10).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ἀναφερόμενος σὲ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ θεία Λειτουργία, κάνει λόγο γιὰ «μυστικὴ τοῦ νοὸς ἱερουργία», γιὰ «ἱερατεῖον ἀληθινόν», γιὰ «ἱερατεῖον πνευματικόν», ποῦ ἱερουργεῖ μυστικῶς στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ καὶ μετέχει αὐτοῦ.

Αὐτὴ ἡ διδασκαλία δὲν εἶναι ἁπλῶς διδασκαλία μερικῶν Πατέρων, ποῦ χαρακτηρίζονται ἰδιαίτερα ὡς νηπτικοὶ καὶ ἡσυχαστές, ἀλλὰ εἶναι διδασκαλία ποῦ ἀνευρίσκεται μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Ἄλλωστε, ἡ νήψη καὶ ἡ ἡσυχία εἶναι χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα ὅλων τῶν ἁγίων. Γιὰ παράδειγμα ὁ Ἀπόστολος Πέτρος προτρέπει τοὺς Χριστιανούς: «Κύριον τὸν Θεὸν ἁγιάσατε ἐν ταὶς καρδίαις ὑμῶν» (Α' Πέτρ. γ', 15). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς ποῦ ψάλλονται καὶ ἄδονται «ἐν τῇ καρδία ὑμῶν τὼ Κυρίω» (Ἐφ. ε', 19), ποῦ προϋποθέτει ὅτι ἡ καρδία, δηλαδὴ τὸ κέντρο τῆς πνευματικῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι θυσιαστήριο, εἶναι ὁ χῶρος ἐκεῖνος ποῦ δοξάζεται καὶ ὑμνεῖται ὁ Θεός. Ἐκεῖ κατοικεῖ ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὸν ἀποστολικὸ λόγο «κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν διὰ τῆς πίστεως ἐν ταὶς καρδίαις ὑμῶν» (Ἐφ. γ', 17) «ἐκεῖ λάμπει τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ» (Β', Κόρ. δ', 6) ἐκεῖ βεβαιώνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ (Γάλ. δ', 6) ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ ἐντὸς ἡμῶν ἄνθρωπος.

Πρέπει νὰ ἐκκλησιαζόμαστε, νὰ συμμετέχουμε στὴν κοινὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου συναντῶνται ὅλα τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ προσευχόμαστε καὶ στὸν ἐσωτερικὸ ναό, στὸ ἱερὸ Βῆμα τῆς καρδιᾶς μὲ τὴν ἐσωτερικὴ καρδιακὴ καὶ νοερὰ προσευχή. Ὅταν ἡ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποκρούη τοὺς κακοὺς λογισμοὺς καὶ ἡ νοερὰ ἐνέργεια ποῦ εἶναι ἡ λεπτοτάτη προσοχὴ εἰσέλθη μέσα στὴν καρδιά, συγκεντρώνεται ἐκεῖ μὲ τὴν ἀγάπη καὶ μὲ καρδιακὸ πόνο καὶ τότε γίνεται αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ θεία λειτουργία. Μιὰ τέτοια ἐσωτερικὴ προσευχὴ εἶναι ἡ κατάλληλη προϋπόθεση γιὰ νὰ ἐκκλησιάζεται κανεὶς σωστὰ καὶ στοὺς Ναοὺς καὶ νὰ συμμετέχη στὴν θεία Λειτουργία.

Νὰ μὴ ξεχνᾶμε ποτὲ ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε ναοὶ τοῦ ζῶντος Θεοῦ, καὶ καθὼς μετακινούμαστε, μεταφέρουμε αὐτὸν τὸν ζωντανὸ ναό, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός. Ἔτσι θὰ ἀποφεύγεται κάθε ἁμαρτία καὶ θὰ ἀντιμετωπίζεται κάθε πειρασμός.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: 4 Αὐγούστου - «Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος» (Ρώμ. ιβ', 9)

Γιὰ νὰ ὑπάρξη πραγματικὴ ἀγάπη πρέπει νὰ προηγηθῆ ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν πραγματικότητα θεραπεία εἶναι ἡ μετατροπὴ τῆς ἀγάπης ἀπὸ ἰδιοτελῆ σὲ ἀνιδιοτελῆ.

Γιὰ τὰ χαρίσματα ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, τὰ ὁποία εἶναι διάφορα καὶ ποικίλα. Ὁ Θεὸς δίνει τὰ χαρίσματα στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ οἰκοδομῆται ἡ Ἐκκλησία καὶ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός. Πρόκειται γιὰ τὴν προφητεία, τὴν διακονία, τὴν διδασκαλία, τὴν παράκληση, τὴν μετάδοση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὴν φροντίδα κάθε καλοῦ ἔργου, τὴν ἐλεημοσύνη.

Μετὰ τὴν ἀπαρίθμηση τῶν χαρισμάτων, γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη ποὺ εἶναι ἡ ὑποδομὴ ὅλων τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα, σὲ ἄλλη ἐπιστολή του, στὴν πρὸς Κορινθίους, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καταγράφει τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης, ποῦ εἶναι τὸ μεγαλύτερο πνευματικὸ χάρισμα (Α' Κορ. ιγ').

Ἡ ἀγάπη ἔχει διπλῆ κατεύθυνση, ἤτοι ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι γνωστὴ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποῦ δόθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἐπαναλήφθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σοῦ ἐν ὅλῃ τὴ καρδία σου καὶ ἐν ὅλῃ τὴ ψυχή σου καὶ ἐν ὅλῃ τὴ διανοία σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτὴ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σοῦ ὡς σεαυτὸν» (Μάτθ. κβ', 37-39). Ἐδῶ φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα, ἀλλὰ ἐκφράζεται μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὸ λογιστικό, τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικό. Δὲν εἶναι λόγια, ἀλλὰ μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ καὶ προσφορὰ ὅλου τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας.

Ἂν δοῦμε τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἁπλῶς ἀγάπη, ἀλλὰ εἶναι ἀγάπη, ἀφοῦ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κίνηση τῆς φύσεως. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κόσμο ποῦ Αὐτὸς δημιούργησε, κινεῖται πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ ἑλκύει πρὸς τὸν Ἑαυτὸ Τοῦ ἐκείνους ποῦ εἶναι ἄξιοι τῆς ἀγάπης Του, στοὺς ὁποίους ἡ ἀγάπη ἐνεργεῖ καθαρτικά, φωτιστικὰ καὶ θεοπτικά.

Ἡ πραγματικὴ ἀγάπη εἶναι καρπὸς τῆς ἀπάθειας. Ὅταν ὑπάρχουν στὸν ἄνθρωπο πάθη, τότε ἡ ἀγάπη εἶναι ἐμπαθής. Γιὰ παράδειγμα, ἡ φιλοδοξία, ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία ἔχουν στοιχεῖα ἀγάπης, ἀλλὰ συνδέονται μὲ τὴν κενὴ δόξα, τὴν ἡδονὴ καὶ τὰ ἀργύρια. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό του ἀληθινά, γιατί ἐμπλέκονται τὰ πάθη, ὁπότε ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτό του, πρᾶγμα ποῦ λέγεται φιλαυτία.

Γιὰ νὰ ὑπάρξη πραγματικὴ ἀγάπη πρέπει νὰ προηγηθῆ ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν πραγματικότητα θεραπεία εἶναι ἡ μετατροπὴ τῆς ἀγάπης ἀπὸ ἰδιοτελῆ σὲ ἀνιδιοτελῆ. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη ἰδιοτελής, ἐκεῖ ἐπικρατεῖ ἡ ἀρρώστια. Ἀντίθετα, ὅπου ἐκφράζεται ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη, ἐκεῖ ὑπάρχει πνευματικὴ ὑγεία.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γνωρίζει ὅτι μπορεῖ καὶ ὁ ἄρρωστος πνευματικὰ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπᾶ καὶ γι’ αὐτὸ κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ εἶναι ἀνυπόκριτη. Ὁπότε, ἄλλο εἶναι ἡ ὑποκριτικὴ ἀγάπη καὶ ἄλλο εἶναι ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Ἡ ὑποκριτικὴ ἀγάπη εἶναι γεμάτη ἀπὸ ψέματα, θεατρινισμούς, εἶναι ἐξωτερική, ἐπιτηδευμένη, ἐκφράζεται μὲ ψεύτικα χαμόγελα καὶ προσωρινὲς ἐκδηλώσεις καὶ συνήθως σκορπᾶ ἀπόγνωση καὶ ἀπελπισία. Ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη εἶναι ἀληθινή, ὁλοκληρωμένη, ὑγιὴς καὶ μεταδίδει χαρά, εἰρήνη καὶ ἐλπίδα στοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ πεῖρα ἔχει δείξει ὅτι στὴν κοινωνία μας περισσεύει ἡ ψεύτικη, ἡ ὑποκριτικὴ ἀγάπη. Καμμιὰ ἄλλη ἀρετὴ δὲν ἔχει κακοποιηθῇ τόσο πολὺ ὅσο ἡ ἀγάπη. Ὁ ἠθοποιὸς ἔχει τὸ χάρισμα νὰ προσποιῆται συμπεριφορὲς καὶ χαρακτῆρες ἄλλων ἀνθρώπων μὲ ἀκρίβεια καὶ προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση. Αὐτὸ ποῦ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἕνα χάρισμα, στὸ θέμα τῆς ὑποκριτικῆς ἀγάπης εἶναι δυστυχία. Τί φοβερὸ εἶναι νὰ συναντᾶ κανεὶς ἀνθρώπους ποῦ ἐκδηλώνουν ἢ ἐμπαθῆ ἀγάπη ἢ ὑποκριτικὴ ἀγάπη! Καὶ τί ἐκπληκτικὸ εἶναι νὰ ἔχη κανεὶς φίλους ποῦ διακρίνονται γιὰ τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη!

Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος γράφει ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων ἤθελε νὰ βρὴ ἕναν λεπρὸ καὶ νὰ λάβη τὸ ἄρρωστο σῶμα του, δίδοντας σὲ ἐκεῖνον τὸ δικό του ὑγιὲς σῶμα. Καὶ λέγει ὅτι αὐτὸ εἶναι τέλεια ἀγάπη. Ὁ ἴδιος γράφει ὅτι ἡ κατὰ Θεὸν πραγματικὴ ἀγάπη εἶναι γλυκύτερη τῆς ζωῆς. Ὅταν κανεὶς ζῆ σὲ ἕνα κλίμα ἀνυπόκριτης καὶ ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, αἰσθάνεται γλυκασμὸ ἀνώτερο ἀπὸ τὴν βιολογικὴ ζωή.

Ὅλοι ἀγαπᾶμε κάτι, ἀλλὰ ἅς φροντίσουμε νὰ θεραπευόμαστε καὶ νὰ ἔχουμε ἀνυπόκριτη, καθαρὴ καὶ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη.

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Εορτή Κοίμησεως της Θεοτόκου

Την σημερινή μεγάλη Θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αγαπητοί Χριστιανοί, η Εκκλησία μας καθόρισε στην ακολουθία του Όρθρου να διαβάζεται η Ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στην επίσκεψη της Παναγίας στην Ελισάβετ, μετά τον Ευαγγελισμό της και την σύλληψη του Χριστού. Μόλις η Ελισάβετ την απεκάλεσε μητέρα του Χριστού και έδειξε βαθύτατο σεβασμό σε αυτήν, η Παναγία ξεχύθηκε σε ύμνο και δοξολοξία στον Θεό. Ο πρώτος στίχος αυτής της Δοξολογίας είναι:

«Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον» (Λουκ. α , 46). Δηλαδή: «η ψυχή μου δοξάζει τον Κύριο».

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης που έτρεφε, όπως και όλοι οι άγιοι, μεγάλη αγάπη προς την Παναγία, αφού ήταν Θεοτοκόφιλοι, ερμηνεύει ότι η Παναγία με τρεις τρόπους μεγάλυνε, δηλαδή δόξασε τον Κύριο.

Πρώτον, με νοήματα που είναι μεγάλα, υψηλά και άξια της μεγαλειότητος του Θεού. Αυτό φαίνεται από το ότι η Παναγία σε όλη της την ζωή, αλλά ιδιαίτερα τότε που ήταν δώδεκα χρόνια μέσα στα άγια των αγίων, ζούσε συνεχώς μέσα στην θεωρία του Θεού, δηλαδή την θεοπτία, έβλεπε τον Θεό και ο νους της ήταν βυθισμένος σε Αυτόν. Η Παναγία βρισκόταν πάνω από κάθε μικροπρεπή θεωρία των γηΐνων πραγμάτων του κόσμου αυτού. Ο νους της ήταν ανίδεος και ασχημάτιστος και έτσι η Παναγία ζούσε ωσάν ασώματος άγγελος. Γι’ αυτό κανείς άλλος, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος δεν κατενόησε περισσότερο τα μεγαλεία του Θεού όσο η Παναγία.

Δεύτερον, η Παναγία δόξασε τον Κύριο με λόγια μεγάλα και υψηλά και πρέποντα στην μεγαλειότητα του Θεού. Σε όλη την ζωή της με το στόμα της υμνούσε και δοξολογούσε τα μεγαλεία και την δόξα του Θεού. Μάλιστα σε αυτήν την ωδή που ψάλλουμε κάθε φορά στην ακολουθία του Όρθρου φαίνεται ότι υμνεί το δυνατό, παντοδύναμο, άγιο και πανάγιο Όνομα του Θεού και κηρύττει το έλεός Του.

Τρίτον, η Παναγία μεγάλυνε τον Θεό με έργα μεγάλα, υψηλά και άξια της θείας μεγαλειότητος. Η Παναγία που είχε καθαρή, εξαγιασμένη και ισάγγελη ζωή αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Χριστού και με αυτόν τον τρόπο ευεργέτησε όλη την οικουμένη. Όλοι οι άγγελοι που έχουν την επιστασία των Εθνών δεν υπέταξαν τόσους ανθρώπους στον Θεό ούτε μεγάλυναν τόσο την κυριότητα του Θεού όσον μόνη η Θεοτόκος. Αλλά και όλοι οι Απόστολοι, που εστάλησαν σε όλα τα μέρη της γης για να σώσουν τους ανθρώπους, δεν επλάτυναν τόσο πολύ την Βασιλεία του Κυρίου, όπως το έκανε μόνη η Θεοτόκος. Αυτή έκανε το μεγάλο έργο μέσα στην ιστορία, γιατί με την καθαρότητά της έκανε τον Θεό υιό ανθρώπου, τους ανθρώπους υιούς του Θεού και τους αγγέλους απέδειξε ατρέπτους στο κακό και τους αξίωσε μεγαλυτέρων χαρισμάτων. Έτσι, η Παναγία έκανε την μεγαλύτερη ιεραποστολή μέσα στον κόσμο, χωρίς να μεταβαίνη από τόπο σε τόπο, επειδή με την εξαγιασμένη ζωή και πολιτεία της έγινε Μητέρα του Χριστού.

Επομένως, η Παναγία εμεγάλυνε τον Κύριο με τα υψηλά νοήματα, λόγια και έργα της. Αυτό το έζησε σε όλη της την ζωή, αλλά το βλέπουμε και κατά την διάρκεια της ενδόξου Κοιμήσεώς της. Εμεγάλυνε τόσο πολύ τον Κύριο, ώστε Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός κατέβηκε από τον Ουρανό για να παραλάβη την ψυχή της, την γέμισε με δόξα και τιμή, όλοι οι Απόστολοι, κατά θαυματουργικό τρόπο, ήλθαν από τα πέρατα της οικουμένης, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και έμειναν εκστατικοί από την θεία δόξα που περιέλαμπε το άγιον σώμα της.

Αυτό σημαίνει, κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, ότι η Παναγία, επειδή μεγάλυνε στην ζωή της τον Κύριο, γι’ αυτό σμίκρυνε και εξολόθρευσε την βασιλεία του διαβόλου και εξαφάνισε την ειδωλολατρία. Και καθώς η προμήτωρ Εύα με την παρακοή της εσμίκρυνε τον Κύριο και την κυριότητά του και συγχρόνως εμεγάλυνε τον διάβολο και την βασιλεία του, έτσι έπρεπε, κατά αντίθετον τρόπο η Παναγία, η θυγατέρα της Εύας, να μεγαλύνη τον Κύριο και την εξουσία Του, δια της υπακοής, και να σμικρύνη την βασιλεία του διαβόλου, ώστε να ιατρεύση το παράπτωμα της προμήτορος.

Όλα αυτά δείχνουν ότι όπως η Παναγία είπε «μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον», έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς στην ζωή μας, και να μιμούμαστε την Παναγία στην δοξολογία του Θεού, με φρονήματα, λόγια και έργα. Να έχουμε μεγάλα φρονήματα, περί του Θεού, δηλαδή να σκεπτόμαστε τον Θεό και όχι τόσο τα σμικροπρεπή και γήϊνα πράγματα, να δοξολογούμε τον Θεό με θεολογικά λόγια, να φυλάττουμε το στόμα μας καθαρό από αισχρολογίες, ύβρεις και φλυαρίες, και να κάνουμε καλά έργα, με τα οποία να επιστρέφουμε ανθρώπους, δια της μετανοίας, στον Θεό.

Όταν μεγαλύνουμε το Όνομα του Θεού με φρονήματα, λόγια και έργα, τότε θα λάβουμε την Χάρη του Θεού και θα έχουμε την αγάπη και την προστασία της Παναγίας, ακόμη και όταν έλθη η ώρα που θα φύγουμε από τον κόσμο αυτόν.

Εύχομαι χρόνια πολλά και ευλογημένα. Η Παναγία να προστατεύη όλους μας με την Χάρη της και τις προσευχές της.

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Εορτή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Οι πραγματικοί - αληθινοί εορταστές

Εορτή Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Τα τροπάρια που συνέταξαν οι υμνογράφοι της Εκκλησίας για να πανηγυρίζουν οι Χριστιανοί τις εορτές, αλλά και την σημερινή εορτή της Κοιμήσεως της Παναγίας μας, είναι αριστουργήματα, τόσο από την δομή, τις εικόνες και τα κοσμητικά επίθετα που χρησιμοποιούν, όσο και από το περιεχόμενό τους, που απαντούν στα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, όπως είναι η ζωή και ο θάνατος. Όταν διαβάση κανείς προσεκτικά τα τροπάρια αυτά εκπλήσσεται από την σοφία τους και την ομορφιά τους.

Ο κανόνας που ψάλλαμε σήμερα στην ακολουθία του Όρθρου συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν την κατηγορία και είναι έργο του αγίου Κοσμά του ποιητού, που ήταν θετός αδελφός του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Ο κανόνας αυτός έχει καταπληκτικά τροπάρια που αναλύουν το περιεχόμενο της εορτής και δείχνουν την σπουδαιότητά της. Η ακροστιχίδα των τροπαρίων αυτών, δηλαδή τα αρχικά γράμματα όλων των τροπαρίων, έχει την εξής φράση: «πανηγυριζέτωσαν οι θεόφρονες». Θα ήθελα να κάνω ένα μικρό σχόλιο σε αυτήν την φράση.

Πρώτα πρέπει να δούμε την λέξη «πανηγυριζέτωσαν». Η λέξις πανήγυρις στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει έναν ομαδικό εορτασμό με τις εορτές που αναφέρονται στον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους που εορτάζει κάθε τόπος. Η εκκλησιαστική πανήγυρις συμπεριλαμβάνει προσευχή, συμμετοχή στην θεία Λειτουργία, και κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ύστερα από σχετική προετοιμασία, δηλαδή μετάνοια, εξομολόγηση κλπ. Βέβαια, οι άνθρωποι έχουν συνδέσει το πανηγύρι με διασκεδάσεις και χορούς. Η Εκκλησία δεν αποκλείει και την εξωτερική χαρά, όταν προηγήται η εκκλησιαστική πανήγυρη και όταν γίνεται με τις σχετικές προϋποθέσεις και τους κατάλληλους τρόπους. Όταν, όμως, η διασκέδαση γίνεται σε βάρος της λατρείας και ειδικά της θείας Λειτουργίας, και σε αντίθεση με την παράδοση της Εκκλησίας, τότε δεν ωφελεί πνευματικά. Αν μελετήσουμε τον τρόπο με τον οποίο πανηγύριζαν παλαιότερα οι άνθρωποι, τότε θα δούμε την διαφορά με μερικούς σύγχρονους τρόπους πανηγύρεως.

Πάντως, το πραγματικό πανηγύρι είναι η θεία Λειτουργία και γενικά η λατρεία της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος στην θεία Λειτουργία συμψάλλει με τους αγγέλους, συμπροσεύχεται με τους Αγίους, επικοινωνεί με την Παναγία, συνδέεται με τον Χριστό. Όπως λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, η θεία Λειτουργία είναι μια ενότητα αγγέλων και ανθρώπων, κεκοιμημένων και ζώντων. Όποιος αισθάνεται πραγματικά την θεία Λειτουργία ως πανηγύρι, βλέπει την αλλαγή και στην ζωή του, και μπορεί να συμπεριφερθή με έναν καλύτερο τρόπο στους συνανθρώπους του.

Η επομένη λέξη της ακροστιχίδος είναι «οι θεόφρονες», δηλαδή θα πρέπη να πανηγυρίζουν εκείνοι που σκέπτονται κατά Θεόν. Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Κολασσαείς: «Τα άνω φρονείτε, τα άνω ζητείτε, μη τα επί της γης» (Κολασ. γ , 2). Οι εκκλησιαστικές εορτές πανηγυρίζονται από τους ανθρώπους εκείνους που έχουν φρόνημα Θεού, που αποβλέπουν στην βίωση του νοήματος των εορτών. Οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη και οι άγιοι Πατέρες στην Εκκλησία έκαναν αγώνα προκειμένου οι άνθρωποι να μάθουν να εορτάζουν κατά Θεόν και όχι με τρόπο κοσμικό.

Αυτό ισχύει και για την σημερινή εορτή της Κοιμήσεως της Παναγίας μας. Το νόημα της εορτής αυτής είναι πνευματικό, αφού η Παναγία βίωσε την ανάσταση του Χριστού στην ύπαρξή της και τώρα βρίσκεται στους ουρανούς και πρεσβεύει για μας. Η Παναγία συνήργησε στο μυστήριο της σωτηρίας μας και γι’ αυτό και εμείς πρέπει να της δώσουμε τον οφειλόμενο σεβασμό. Πρέπει πάντοτε να εορτάζουμε ως θεόφρονες, δηλαδή να προηγήται νηστεία και μετάνοια, να κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, να ζούμε με εκκλησιαστικό τρόπο και να προσπαθούμε να τηρούμε το θέλημα του Υιού και Θεού της στην ζωή μας.

Εύχομαι σε όλους σας χρόνια πολλά για την σημερινή μεγάλη Θεομητορική εορτή.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ

Κυριακὴ 4 Ἰουλίου

Ἡ θεία Λειτουργία, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι τὸ μέγα Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ σὲ αὐτὸ μεταβάλλεται ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς κοινωνοῦμε τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Ἔτσι, δὲν νοεῖται Χριστιανὸς ὁ ὁποῖος δὲν ἐκκλησιάζεται, δὲν λειτουργεῖται χωρὶς νὰ ἔχη σοβαρὸ λόγο. Ἡ θεία Λειτουργία ἀρχίζει μὲ τὴν ἐκφώνηση: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὺν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Πρόκειται γιὰ μιὰ δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸν Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνύμνηση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ Ἱερεὺς παρακαλεῖ τοὺς παρευρισκομένους Χριστιανοὺς νὰ προσευχηθοῦν στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ νὰ τοῦ ἀναφέρουν τὰ αἰτήματά τους καὶ νὰ Τὸν παρακαλέσουν γιὰ τὶς ἀνάγκες τους. Στὰ σύντομα αὐτὰ κυριακάτικα κηρύγματα τῶν δύο αὐτῶν μηνῶν (Ἰούλιος-Αύγουστος), θὰ ἑρμηνεύσουμε μὲ συντομία τὰ αἰτήματα ποὺ προτρέπεται ὁ λαὸς ἀπὸ τὸν Ἱερέα νὰ ἀπευθύνη στὸν Θεό, κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε τὸ νόημά τους καὶ ἔτσι ἡ λειτουργικὴ προσευχὴ θὰ γίνεται μὲ νόημα καὶ σκοπό.

Τὰ τρία πρῶτα αἰτήματα τῆς δεήσεως ἀναφέρονται στὴν εἰρήνη, μόνο ποὺ γίνεται λόγος γιὰ τρεὶς καταστάσεις εἰρήνης.

Ἡ πρώτη κατάσταση εἰρήνης ἀναφέρεται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ προσευχόμαστε. «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», δηλαδὴ νὰ δεηθοῦμε στὸν Θεὸ μὲ εἰρήνη. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ εἰρήνη, δηλαδὴ τὴν τάξη καὶ ἡσυχία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη, δηλαδὴ τὴν προσευχὴ χωρὶς λογισμοὺς καὶ σκέψεις. Χρειάζονται καὶ τὰ δύο αὐτὰ γιὰ νὰ ἔχη δύναμη ἡ προσευχή μας. Δὲν πρέπει νὰ μιλοῦμε στὸν Ναό, δὲν πρέπει νὰ δημιουργοῦμε ἀταξίες, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ σκεπτόμαστε διάφορα προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν στὴν καθημερινὴ ζωή. Ὅση ὥρα θὰ παρευρεθοῦμε στὸν Ἱερὸ Ναὸ πρέπει νὰ ἀφιερωθοῦμε στὸν Θεό.

Ἡ δεύτερη κατάσταση εἰρήνης εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», δηλαδὴ μᾶς προτρέπει ὁ Ἱερεὺς νὰ προσευχηθοῦμε νὰ μᾶς στείλη ὁ Θεὸς τὴν δική Του εἰρήνη καὶ νὰ μᾶς δώση τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔκανε διάκριση μεταξὺ τῆς εἰρήνης ποὺ χορηγεῖ Αὐτὸς καὶ τῆς εἰρήνης ποὺ δίνει ὁ κόσμος (Ἰω. ἰδ', 27). Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Χάρη Του, ποὺ ὅταν ἔρχεται στὴν καρδιά μας, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ κάθε ταραχή, κάθε ἀνησυχία, κάθε ἐσωτερικὴ διαμάχη.

Ἡ τρίτη κατάσταση εἰρήνης εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν. «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», δηλαδὴ ἅς προσευχηθοῦμε στὸν Θεὸ γιὰ τὴν εἰρήνη ὅλου τοῦ κόσμου, τὴν σταθερότητα τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν ἑνότητα ὅλων. Ἡ ταραχὴ καὶ οἱ πόλεμοι εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων, ποὺ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν πηγὴ καὶ τὸν ἄρχοντα τῆς εἰρήνης οἱ ἔριδες καὶ τὰ σχίσματα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀποτέλεσμα ἐμπαθῶν ἀνθρώπων, ποὺ δημιουργοῦν προβλήματα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὁ διαχωρισμὸς τῶν ἀνθρώπων σὲ ἔθνη, φυλές, γλῶσσες εἶναι πάλι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσευχόμαστε διαρκῶς στὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀποστείλη τὴν εἰρήνη Του, νὰ φρουρῇ τὶς καρδιές μας καὶ νὰ ἐκδιώκη τὸν φόβο, τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἀγωνία.

Κάθε φορὰ ποὺ λειτουργοῦμε καὶ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ μὲ αὐτὲς τὶς δεήσεις, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε μὲ πολλὴ προσοχή, πίστη καὶ δύναμη, γιατί στοὺς ἀνθρώπους σήμερα ἐπικρατεῖ ταραχή, λογισμοί, ἀγωνία, ἀλλὰ γίνονται καὶ πολλοὶ πόλεμοι στὴν ἀνθρωπότητα. Ἐπίσης, παρατηροῦνται καὶ πολλὲς κοινωνικὲς ἀναστατώσεις. Ἐρχόμαστε τὶς Κυριακὲς στὸν Ναὸ γεμᾶτοι ἀγωνία καὶ ταραχὴ ἀπὸ τὰ προβλήματα καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς ἑβδομάδος ποὺ πέρασε, καὶ τὰ ὁποῖα συναντήσαμε στὴν οἰκογένεια, τὸν ἐργασιακὸ χῶρο, τὴν κοινωνία καὶ γι’ αὐτὸ ἀναζητοῦμε γαλήνη, ἠρεμία, εἰρήνη. Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης, νὰ μᾶς χορηγῇ αὐτὸ τὸ μεγάλο δῶρο, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς ἅς προετοιμάζουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ τὸ δεχθοῦμε, ὥστε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας νὰ αἰσθανόμαστε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Ἡ Θεοτόκος Μαρία

Κυριακὴ 15 Αὐγούστου

Κάθε φορὰ ποὺ τελοῦμε τὴν θεία Λειτουργία καὶ κάθε Ἱερὰ Ἀκολουθία, καὶ προσευχόμαστε στὸν Θεό, εἴτε στὸν Τριαδικὸ Θεό –τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα– εἴτε στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ζητοῦμε καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου Μαρίας, τῆς Παναγίας μας. Αὐτὸ γίνεται γιατί ἡ Παναγία ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία μας. Ὁ «ἄοικος» Θεὸς ἀπέκτησε «οἶκο», δηλαδὴ εἰσῆλθε στὸν κόσμο διὰ τῆς Παναγίας μας.

Ἔτσι, εἶναι γνωστὴ ἡ προσευχή: «Τῆς Παναγίας Ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων μνημονεύσαντες, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τὼ Θεῶ παραθώμεθα». Δηλαδή, ἀφοῦ φέραμε στὴν μνήμη μας τὴν Παναγία, τὴν Ἁγνή, τὴν ὑπερευλογημένη, τὴν ἔνδοξη Δέσποινά μας Θεοτόκο καὶ Ἀειπάρθενη Μαρία, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους, ἅς παραθέσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τοὺς ἄλλους καὶ ὁλόκληρη τὴν ζωὴ μᾶς στὸν Χριστό, τὸν Θεό μας.

Στὴν δέηση αὐτὴ μποροῦμε νὰ δοῦμε δύο σημεῖα:

Τὸ πρῶτο εἶναι τὰ κοσμητικὰ ἐπίθετα ποὺ ἀποδίδουμε στὴν Παναγία μας, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐπιφανειακά, χωρὶς οὐσία καὶ περιεχόμενο, ἀλλὰ ἀνταποκρίνονται ἀπόλυτα στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο της.

Τὴν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ τὴν ὀνομάζουμε Παναγία, γιατί εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγίους, εἶναι «παντὸς ἁγίου κορυφὴ καὶ τελείωσις». Δὲν διέπραξε κανένα ἁμάρτημα στὴν ζωή της, ἀφοῦ ἀπὸ τριῶν ἐτῶν μέχρι τότε ποὺ συνέλαβε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» τὸν Χριστό, ζοῦσε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ ἔφθασε στὴν θέωση. Εἶναι «Ἄχραντος», δηλαδὴ Ἁγνή, καθαρὴ ἀπὸ κάθε ἁμάρτημα καὶ λογισμό, στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή. Ἡ Παναγία εἶναι «ὑπερευλογημένη», γιατί ἔλαβε μεγάλη Χάρη ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι «ἔνδοξη», γιατί εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ καὶ ἡ Κοίμησή της εἶναι ἔνδοξη. Εἶναι «Δέσποινα», γιατί γέννησε τὸν Δεσπότη τῶν πάντων Χριστό. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια χαρακτηρίζεται καὶ «Κυρία», ὁπότε ἡ πρεσβεία της καὶ οἱ προσευχές της ἔχουν ἰσχυρὴ δύναμη καὶ εἶναι «Προστασία τῶν Χριστιανῶν ἀκαταίσχυντος». Εἶναι «Θεοτόκος», γιατί δὲν ἐγέννησε ἕναν ἁπλὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ εἶναι Θεός. Καὶ εἶναι «Ἀειπάρθενος Μαρία», ἀφοῦ εἶναι Παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, κατὰ τὸν τόκο καὶ μετὰ τὸν τόκο, ὅπως ὁ ἁγιογράφος τὸ παρουσιάζει στὶς ἱερὲς εἰκόνες, μὲ τὰ τρία ἀστέρια στὸ μέτωπο καὶ τοὺς δύο ὤμους.

Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ζητᾶμε ἀπὸ τὴν Παναγία, μὲ τὰ τόσα κοσμητικὰ ἐπίθετα καὶ τὴν δόξα, νὰ πρεσβεύη γιὰ μᾶς. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «μνημονεύσαντες». Τὴν μνημονεύουμε γιὰ νὰ τὴν δοξάσουμε καὶ νὰ τὴν παρακαλέσουμε νὰ πρεσβεύη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία μας, γιατί τῆς τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Χριστὸς πρὶν κοιμηθῇ, ὅτι δηλαδὴ γιὰ ὅσους προσεύχεται ἐκείνη θὰ σώζονται. Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔχουν μεγάλη συγγένεια μὲ τὴν Παναγία καὶ τὴν αἰσθάνονται κοντά τους, τὴν ἀγαποῦν πολύ, εἶναι Θεοτοκόφιλοι.

Τὴν ἀγαπᾶμε ἀμέσως μετὰ τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μεσίτης μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἡ Παναγία εἶναι μεσίτρια μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πῶς γίνεται αὐτὸ εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ τὸ καταλαβαίνουν ὅσοι βαδίζουν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ παραθέτουμε καὶ ὁλόκληρη τὴν ζωή μας καὶ τῶν συνανθρώπων μᾶς στὸν Χριστό. Δὲν κάνουμε μόνον προσευχή, ἀλλὰ ἐμπιστευόμαστε ἀπολύτως τὸν ἑαυτό μας στὸν Θεό. Ὅταν κανεὶς προσεύχεται, ἀλλὰ δὲν ἀφήνη τὸν ἑαυτό του στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δὲν βοηθιέται πραγματικά.

Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης σημερινῆς Θεομητορικῆς Ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς μεταστάσεώς της στοὺς οὐρανούς, εὔχομαι σὲ ὅλους σας χρόνια πολλὰ μὲ εἰρήνη, γαλήνη, ὑγεία καὶ εὐλογία, διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου Μαρίας.

+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Ἡ Πόλη καὶ οἱ Πολῖτες

Κυριακὴ 25 Ἰουλίου

Ἡ θεία Λειτουργία γίνεται σὲ ὁρισμένο τόπο καὶ χρόνο, ἀλλὰ γίνεται γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ταξιδεύουν, ποὺ ὁδοιποροῦν, ποὺ εἶναι ἄρρωστοι, γενικὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἔτσι, ὁ λειτουργὸς προτρέπει τὸν λαό: «Ὑπὲρ τῆς Πόλεως ταύτης, πάσης Πόλεως, Χώρας καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Δηλαδὴ ἅς προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν Πόλη αὐτὴ ἢ τὴν Κώμη, στὴν ὁποῖα γίνεται ἡ θεία Λειτουργία, γιὰ κάθε Πόλη καὶ γιὰ κάθε Χώρα, ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν σὲ αὐτὲς μὲ πίστη –ἐννοεῖται μὲ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη– δηλαδὴ τοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανούς.

Γεννηθήκαμε σὲ ἕναν ὁρισμένο τόπο, μιὰ ἰδιαίτερη Πατρίδα ποὺ τὴν ἀγαποῦμε καὶ ἐνδιαφερόμαστε γι’ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ προσευχόμαστε γιὰ τὴν πρόοδό της. Στὴν Πόλη αὐτὴ πρέπει νὰ ἐπικρατῆ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, εἰρήνη, ἀγάπη, ὁμόνοια, σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας κάθε ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἑνότητα κοινωνική. Δὲν ἀπολυτοποιοῦμε ὅμως τὰ πράγματα, γι’ αὐτὸ καὶ προσευχόμαστε καὶ γιὰ κάθε Πόλη καὶ Χώρα. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν Πόλη καὶ τὴν Πατρίδα μᾶς δὲν ἀποκλείει κάθε ἄλλη Πόλη καὶ Χώρα τῶν συνανθρώπων μας.

Μὲ τὴν θεία Λειτουργία ἁγιάζεται κάθε τόπος, ὅπου τελεῖται αὐτή, ἢ τοὐλάχιστον προσευχόμαστε ὁ Θεὸς νὰ δίδη τὴν Χάρη Του γιὰ νὰ εὐλογηθοῦν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἄλλη προσευχὴ συγκεκριμενοποιεῖται αὐτὴ ἡ αἴτηση, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ στείλη τὴν Χάρη Του καὶ νὰ προστατεύη τὴν Πόλη καὶ τοὺς κατοίκους της ἀπὸ ὀργή, σεισμό, ἀρρώστια, πεῖνα, ἐμφύλιο πόλεμο καὶ αἰφνίδιο θάνατο. Ἐπίσης, σὲ ἄλλη δέηση προσευχόμαστε γιὰ τὴν ἐξουσία ποὺ ὑπάρχει σὲ κάθε τόπο, ὥστε καὶ οἱ πιστοὶ νὰ ζοὺν ἤρεμο καὶ ἡσύχιο βίο μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ σεμνότητα. Οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἀρνοῦνται τὴν ἱστορία καὶ τὸν τόπο, γιατί σὲ ἀντίθετη περίπτωση θὰ ἦταν ἀνεδαφικὴ ἡ πίστη τους. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Του εἰσῆλθε μέσα στὴν ἱστορία, προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν θέωσε, τὴν μεταμόρφωσε. Ἔκτοτε καὶ ἐμεῖς σεβόμαστε τὸν ἱστορικὸ τόπο καὶ τὸν ἱστορικὸ χρόνο.

Οἱ Ἐπίσκοποι λαμβάνουν ὡς τίτλο τὸ ὄνομα μιᾶς συγκεκριμένης Πόλεως καὶ ἔτσι ὑπογράφουν τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ ἕδρες τῶν Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἔχουν τὰ ἰδιαίτερα πρεσβεία καὶ προνόμια. Ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι ἔνδοξη Πόλη, ὅπου δίδαξε, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Καὶ ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ, ἡ Κωνσταντινούπολη, εἶναι ἡ Πόλη ποὺ ἦταν Πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ σὲ αὐτὴν συγκλήθηκαν πολλὲς Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καὶ τώρα εἶναι ἡ ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Οἱ κατοικοῦντες στὶς πόλεις μὲ πίστη ἔχουν ἀνάγκη τῆς βοηθείας καὶ τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ, διότι ὑπάρχουν πολλοὶ κίνδυνοι. Οἱ σύγχρονες ἀστικὲς κοινωνίες εἶναι ἀποχριστιανισμένες, ἐκκοσμικευμένες, ἀποκομμένες ἀπὸ τὸν Θεό. Πολλοὶ πολῖτες δὲν ἐκκλησιάζονται, ἂν καὶ εἶναι βαπτισμένοι Χριστιανοί, δὲν προσαρμόζουν τὴν ζωή τους στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ κατὰ κάποιο τρόπο ἐπηρεάζει καὶ τοὺς πιστοὺς Χριστιανούς, γι’ αὐτὸ καὶ ἔχουν τὴν ἀνάγκη τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ.

Παρὰ τὸ ὅτι ἀγαπᾶμε τὴν Πατρίδα μας, τὴν Πόλη ἢ τὸ Χωριὸ ὅπου κατοικοῦμε, ἐν τούτοις γνωρίζουμε ὅτι πορευόμαστε στὴν ἄνω Πόλη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο ἀφ' ἑνὸς μὲν γιὰ τὴν «ἐπίγειον κατοικίαν τοῦ σκήνους», δηλαδὴ τοῦ σώματος, ἀφ' ἑτέρου δὲ γιὰ τὴν «οἰκίαν ἀχειροποίητον καὶ αἰώνιον ἐν τοὶς οὐρανοῖς» (Β' Κόρ. ε', 1-2). Τὸ Πολίτευμά μας εἶναι στὸν οὐρανὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διευθυνόμαστε, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φίλ. γ', 20).

Πάντως, ἀγαπᾶμε τὴν Πόλη ἢ τὴν Κώμη ποὺ κατοικοῦμε, ἐνδιαφερόμαστε νὰ ἐπικρατῆ εἰρήνη καὶ ἀγάπη σὲ αὐτή, καὶ προσευχόμαστε γι’ αὐτό, γιατί μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα οἱ εἰρηνικὲς συνθῆκες μᾶς δίνουν τὴν δυνατότητα νὰ τελοῦμε τὴν θεία Λειτουργία ἐλεύθερα καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Ἡ προσφορὰ τῶν δώρων μας στὸν Θεό

Κυριακὴ 10 Ἰουλίου

Ἀναλύοντας ἐφέτος στὰ κυριακάτικα Κηρύγματα τὰ «πληρωτικά», τὶς δεήσεις, δηλαδή, ποῦ ἀπευθύνουμε στὸν Θεὸ κατὰ τὴν θεία Λειτουργία, μετὰ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο καὶ τὴν μεταφορὰ τῶν Τιμίων Δώρων ἀπὸ τὴν Ἁγία Πρόθεση στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ δοῦμε καὶ ἄλλα θέματα ποῦ σχετίζονται μὲ τὴν ζωή μας. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὰ αἰτήματα τῶν δεήσεων πρὸς τὸν Θεό.

Ἡ δεύτερη δέηση εἶναι: «Ὑπὲρ τῶν προτεθέντων τιμίων Δώρων, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», δηλαδὴ ἅς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας γιὰ τὰ δῶρα ποῦ παραθέσαμε. Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ δῶρα; Εἶναι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ποῦ προσφέρονται γιὰ νὰ μεταβληθοῦν σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Λέγονται «τίμια Δῶρα», γιατί ἤδη ἀπὸ τὴν ἁγία Πρόθεση ἔχουν ξεχωρισθῇ γιὰ νὰ γίνουν Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ.

Ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ἀντιπροσωπεύουν ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποῦ ἔχουμε, ἀλλὰ καὶ ὅλη μας τὴν ζωή. Ἀπὸ ὅ,τι ἔχουμε, ξεχωρίζουμε αὐτὰ τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς –τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί– καὶ τὰ προσφέρουμε στὸν Θεό. Ἑτοιμάζεται τὸ πρόσφορο μὲ προσοχὴ καὶ πίστη, συγκεντρώνεται ἐκλεκτὸ κρασὶ καὶ τὰ προσφέρουμε στὸν Ναὸ μὲ εὐλάβεια καὶ ἀγάπη στὸν Θεό. Ἔτσι, ὅλοι συμμετέχουμε μὲ τὸν τρόπο μας στὴν θεία Λειτουργία, ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὸ χάρισμά του. Ἡ εὐσεβὴς νοικοκυρὰ ἑτοιμάζεται ἀπὸ ἡμέρες γιὰ νὰ συμμετάσχη στὴν θεία Λειτουργία, ὄχι ἁπλῶς διανοητικὰ καὶ νοερά, ἀλλὰ καὶ αἰσθητά, ὁλοκληρωτικὰ μὲ τὸ πρόσφορο. Φέρει στὸν Ναὸ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ καὶ τὸ πρόσφορο ποῦ εἶναι μέρος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.

Ὅμως, τὸ πρόσφορο καὶ τὸ κρασὶ δὲ εἶναι ἁπλῶς δικά μας δῶρα ποῦ τὰ δίνουμε στὸν Θεό, ἀλλὰ τὰ θεωροῦμε ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς καὶ τὰ ἀντιπροσφέρουμε σὲ Αὐτόν. Αὐτὸ λέγεται στὴν φράση τοῦ Ἱερέως, ὅταν ὑψώνη τὰ δύο αὐτὰ ὑλικὰ στοιχεῖα: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σὼν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», δηλαδὴ προσφέρουμε σὲ Σένα ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ δικά σου, ποῦ μᾶς ἔδωσες, σὲ κάθε τόπο καὶ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες. Ἔτσι, ὅλα ὅσα ἔχουμε καὶ ὅλη μας ἡ ζωὴ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς καὶ στοὺς ἀδελφούς μας. Δὲν ἔχουμε τίποτε δικό μας, ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ τὰ προσφέρουμε σὲ Αὐτόν.

Ἕνας Ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, ὁ μακαριστὸς π. Δημήτριος Στανιλοάε, ἔλεγε ὅτι ὅλη ἡ κτίση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πάντοτε τὸ δῶρο συνδέεται μὲ τὸν σταυρό, δηλαδὴ συνιστᾶ μιὰ σταυρικὴ ζωή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ κολλᾶμε στὸ δῶρο καὶ νὰ ξεχνᾶμε Αὐτὸν ποῦ μᾶς τὸ ἔδωσε. Ἔτσι, κάθε δῶρο ἔχει τὸν δικό του σταυρό, ἀφοῦ πρέπει νὰ μὴ προσκολλόμαστε σὲ αὐτὸ καὶ νὰ ξεχνᾶμε τὸν Θεό. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση ὁ Θεὸς μᾶς παίρνει τὸ δῶρο, γιὰ νὰ ἀνεβῇ ὁ βαθμὸς τῆς σχέσης μας μαζὶ Τοῦ σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο.

Εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀγάπη Του, γιὰ τὰ δῶρα ποῦ μᾶς δίνει, δηλαδὴ τὴν κτίση, τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὴν ζωή μας, τὰ ἀγαπητά μας πρόσωπα ποῦ μᾶς περιβάλλουν, ἀλλὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε σταυρικά, δηλαδὴ νὰ μὴ κολλᾶμε κυριολεκτικὰ στὰ δῶρα, ἀλλὰ νὰ τὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν Ἴδιο τὸν Θεό.

Ἡ θεία Λειτουργία μᾶς μαθαίνει νὰ ζοῦμε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ δίνουμε τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο καὶ λαμβάνουμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἀντίδωρο τῆς ἀγάπης Του. Ἔτσι, κι ἐμεῖς μαθαίνουμε πῶς νὰ θεωροῦμε τὸν κάθε ἄνθρωπο, ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς, ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό μας ὡς δῶρο στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, ὁπότε ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους πρέπει νὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα μιὰ ἀνταλλαγὴ δώρων.

Ὁ Μητροπολιτης

Ὁ Ναυπακτου καὶ Ἁγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Η χαρά και ο πόνος

Κυριακή 24 Αυγούστου (Ι Ματθαίου)

Το θαύμα της θεραπείας του σεληνιαζομένου νέου που ακούσαμε σήμερα, συνέβη μετά την κάθοδο του Χριστού από το όρος Θαβώρ, όπου μεταμορφώθηκε και έδειξε την δόξα της Θεότητάς Του στους τρεις Μαθητές που παρευρέθηκαν στο θαυμαστό αυτό γεγονός. Αυτό δείχνει την ιδιαίτερη σημασία του γεγονότος την οποία θα δούμε με το μικρό σχολιασμό που θα ακολουθήση.

Στο όρος Θαβώρ οι Μαθητές αξιώθηκαν να δουν την δόξα της θεότητος του Χριστού, άκουσαν την φωνή του Πατρός και είδαν την φωτεινή νεφέλη που τους επισκίασε. Πρόκειται για την δόξα της Αγίας Τριάδος, και ήταν η φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. Διότι για μας τους Ορθοδόξους η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά η θέα και η μέθεξη της δόξης του Θεού. Συγχρόνως οι Μαθητές είδαν τους δύο Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μωϋσή και τον Ηλία να συνομιλούν με τον Χριστό. Τόσο πολύ ευφράνθησαν, ώστε σε κάποια στιγμή ο Απόστολος Πέτρος εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνουν μονίμως εκεί, και να στήσουν τρεις σκηνές, για τον Χριστό και τους δύο Προφήτες, και αυτοί να παραμένουν εκεί για να βλέπουν την δόξα Του. Όλη αυτή η εικόνα, αλλά και η επιθυμία των Μαθητών, δείχνει τι θα είναι ο Παράδεισος, πως θα ζουν όσοι αξιωθούν να εισέλθουν στον Παράδεισο. Πρόκειται για μια διαρκή θεία Λειτουργία, μια συνεχή θέα της δόξης του Τριαδικού Θεού.

Οι Μαθητές, μετά από αυτή την εμπειρική βίωση της Βασιλείας του Θεού, κατέρχονται από το όρος Θαβώρ και έρχονται αντιμέτωποι με μια φοβερή κατάσταση. Συναντούν έναν δαιμονισμένο νέο που βασανίζεται από τον διάβολο, έναν πατέρα να υποφέρη, να βασανίζεται και να ζητά βοήθεια και συμπαράσταση, μια γενιά που είναι άπιστη και διεστραμμένη και τους Μαθητές Του που απορούσαν γιατί δεν είχαν την δύναμη να ελευθερώσουν τον νέο αυτόν από το δαιμόνιο.

Αυτές οι δύο εικόνες είναι αντίθετες μεταξύ τους. Στην μία βλέπει κανείς την χαρά και την ειρήνη της Βασιλείας του Θεού και στην άλλη βλέπει την τραγική κατάσταση της ανθρώπινης ζωής με τα προβλήματα και τις ταλαιπωρίες της και γενικά την κατάσταση της Κολάσεως. Αυτό δείχνει και την ιστορία της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος από τον Παράδεισο στον οποίο ζούσε αμέσως μετά την δημιουργία του, όπου απολάμβανε την δόξα του Θεού, εξαναγκάσθηκε να ζη στην κοιλάδα του κλαυθμώνος και των ταλαιπωριών, με τις αρρώστιες, τους δαιμονικούς πειρασμούς, τις στερήσεις, τους θανάτους και τα ποικίλα προβλήματα που δημιουργούν πόνο και οδύνη. Μόνον μέσα από την θέα της θαβωρίου δόξας μπορούμε να καταλάβουμε την τραγική κατάσταση στην οποία βρεθήκαμε μετά την πτώση μας και την απομάκρυνσή μας από τον Θεό του Φωτός και της δόξης. Αυτό δείχνει και το πως ελπίζουμε και πιστεύουμε να μεταμορφωθή το σώμα μας και να γίνη όμοιο με το σώμα του μεταμορφωθέντος Χριστού.

Αλλά αυτό το αισθανόμαστε και σε κάθε θεία Λειτουργία. Όταν προετοιμαζόμαστε κατάλληλα πριν την θεία Λειτουργία και όταν προσευχόμαστε με συγκεντρωμένο τον νου κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, αισθανόμαστε γαλήνη στην καρδιά, ειρήνη στους λογισμούς, ανάπαυση και παρηγοριά σε ολόκληρη την ύπαρξή μας. Τότε η καρδιά αισθάνεται την παρουσία του Θεού, αλλά αγαπούμε και τους συνανθρώπους μας με τους οποίους προσευχόμαστε και κοινωνούμε από το ίδιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Όταν, όμως, τελειώνη η θεία Λειτουργία και πηγαίνουμε στα σπίτια μας και αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα που υπάρχουν από τις αρρώστιες, τις περιφρονήσεις και την μοναξιά, από τα πάθη μας, τότε νοσταλγούμε ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα της θείας Λειτουργίας και θέλουμε πάλι να εκκλησιασθούμε.

Στην ζωή μας εναλλάσονται οι ώρες της εμπειρίας του Θαβώρ και οι ώρες της εμπειρίας των διαφόρων δυσκολιών. Μακάρι το Θαβώρ, η Βασιλεία του Θεού, το «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας να εμπνέουν και να προσανατολίζουν πάντοτε την ζωή μας.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 1 Ἰουλίου - Ὁ Τριαδικός Θεός

Εφέτος στα κυριακάτικα πρωϊνά κηρύγματα, που θα διαβάζωνται στους Ιερούς Ναούς, θα προσπαθήσουμε με απλά λόγια να ερμηνεύσουμε τους στίχους της Δοξολογίας, που ψάλλουμε κάθε φορά στην ακολουθία του Όρθρου κατά την Κυριακή και τις άλλες εορτάσιμες ημέρες, αλλά την διαβάζουμε και στον καθημερινό Όρθρο και σε άλλες ιερές ακολουθίες.

Η Δοξολογία είναι συλλογή στίχων από την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, σε μια ενότητα που ψάλλεται στο τέλος της ακολουθίας του Όρθρου. Και αν σκεφθή κανείς ότι η ακολουθία του Όρθρου ψάλλεται κάθε ημέρα περίπου κατά την ανατολή του ηλίου, τότε αντιλαμβάνεται ότι υμνείται ο Θεός που ανέτειλε το φως, και συγχρόνως παρακαλούμε τον Θεό να μας ευλογήση και να μας προστατεύση από κάθε κακό που θα παρουσιασθή την ημέρα αυτή. Έτσι, η Δοξολογία έχει μια εσωτερική ενότητα, που θα δούμε στα κηρύγματα κάθε Κυριακής του Καλοκαιριού.

Η Δοξολογία αρχίζει με την δοξολογία του Τριαδικού Θεού, ο Οποίος δημιούργησε και μας έδειξε το φως Του. Οι στίχοι είναι οι ακόλουθοι:

«Δόξα σοι τω δείξαντι το φως. Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία. Υμνούμέν σε, ευλογούμέν σε, προσκυνούμέν σε, δοξολογούμέν σε, ευχαριστούμέν σοι δια την μεγάλην σου δόξαν. Κύριε Βασιλεύ, επουράνιε Θεέ, Πάτερ Παντοκράτορ• Κύριε Υιέ μονογενές, Ιησού Χριστέ και Άγιον Πνεύμα».

Η μετάφραση των στίχων αυτών έχει ως εξής: «Σε σένα ανήκει η δόξα που έδειξες το φως. Ας δοξάζεται ο Θεός που κατοικεί στα ύψη του ουρανού, και ας έλθη στην γη η ειρήνη και στους ανθρώπους η ευδοκία, η ευαρέσκειά Του. Εσένα τον Θεό υμνούμε, ευλογούμε, προσκυνούμε, δοξολογούμε, ευχαριστούμε για την μεγάλη Σου δόξα. Κύριε Βασιλεύ, επουράνιε Θεέ, Πατέρα Πατοκράτορα, Κύριε μονογενή Υιέ και άγιον Πνεύμα».

Στους πρώτους αυτούς στίχους της Δοξολογίας βλέπουμε τρία σημεία.

Το πρώτο ότι ο Θεός είναι Τριαδικός, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Αυτό το συναντούμε συνεχώς στην διδασκαλία της Αγίας Γραφής, αλλά και σε όλα τα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας. Κάθε δέηση προς τον Θεό τελειώνει με την επίκληση του Τριαδικού Θεού: «…τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Αυτό είναι αποκάλυψη του Ίδιου του Θεού, όπως φανερώθηκε στον Ιορδάνη ποταμό, αλλά και στο όρος Θαβώρ. Όλα τα μυστήρια γίνονται στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Η διδασκαλία περί του Τριαδικού Θεού, που είναι τρία πρόσωπα, τα οποία έχουν κοινή ουσία και ενέργεια, μας απαλλάσσει από την μονοθεΐα και την πολυθεΐα, αλλά και από την διδασκαλία ότι υπάρχει μια αόρατη αφηρημένη δύναμη που δημιούργησε τον κόσμο.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι Αυτός ο Τριαδικός Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο. Και όπως γνωρίζουμε, το πρώτο που έκανε είναι ότι δημιούργησε το φως. Γράφεται στο βιβλίο της Γενέσεως: «Και είπεν ο Θεός γεννηθήτω φως και εγένετο φως». Πριν την δημιουργία του φωτός δεν υπήρχε τίποτε, ήταν το μη ον, το σκοτάδι. Ακόμη, ο Τριαδικός Θεός μας έδειξε και το αληθινό φως, που είναι η γνώση του αληθινού Θεού.

Το τρίτο σημείο είναι ότι Αυτός ο Θεός ζη μέσα στο Φως, είναι Φως αληθινό. Όταν μερικοί άγιοι, όπως οι τρεις Μαθητές επάνω στο όρος Θαβώρ, είδαν τον μεταμορφωμένο Χριστό, άκουσαν την φωνή του Πατρός και είδαν το Άγιον Πνεύμα ως νεφέλη φωτεινή, είδαν την δόξα του Θεού, δηλαδή το Φως του Θεού. Επειδή, λοιπόν, ο Θεός έχει μεγάλη δόξα, γι’ αυτό εμείς τον υμνούμε, τον ευλογούμε, τον προσκυνούμε, τον δοξολογούμε και τον ευχαριστούμε.

Ο Τριαδικός Θεός βρίσκεται μέσα στην δόξα και το Φως, και εμείς τα δημιουργήματά Του, με τις αμαρτίες που κάνουμε καθημερινά βρισκόμαστε μέσα στο πνευματικό σκοτάδι. Παρά ταύτα απολαμβάνουμε αυτήν την αγάπη Του, γιατί καθημερινά μας δείχνει το φως του αισθητού ηλίου που μας φωτίζει, μας θερμαίνει και μας ζωογονεί, αλλά κάποτε-κάποτε μας δείχνει και μερικές ακτίνες του Φωτός Του, που το αντιλαμβανόμαστε ως αγάπη, έλεος, συγχώρηση των αμαρτιών, θερμότητα εσωτερική. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον αισθανόμαστε, παρά την αναξιότητά μας, την ανάγκη να Τον ευχαριστήσουμε και να Τον υμνήσουμε.

Κάθε μέρα, λοιπόν, που ξυπνάμε από τον ύπνο, από το σκοτάδι στο οποίο βυθιζόμαστε, για να ξεκουρασθούμε από τους κόπους της πολυμόχθου ζωής, θα πρέπη να προσευχόμαστε στον Θεό και μεταξύ των άλλων να λέμε την Δοξολογία, να τον υμνούμε, γιατί μας έδειξε και για μια ακόμη ημέρα το φως του αισθητού ηλίου, αλλά και το φως της αγάπης και της μακροθυμίας Του. Ιδιαιτέρως αυτό να το κάνουμε κάθε Κυριακή. Να ξυπνούμε πρωΐ και να πηγαίνουμε στην Εκκλησία, για να ακούμε, μεταξύ των άλλων, να ψάλλεται θριαμβευτικά, στον ήχο της ημέρας η του δοξαστικού, η Δοξολογία αυτή.

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακὴ 1 Ἰουλίου, Θεία Λειτουργία καί ἡ ἔναρξή της

Ὅπως γνωρίζετε, κάθε χρόνο τούς καλοκαιρινούς μῆνες Ἰούλιο καί Αὔγουστο συνηθίζουμε νά ἀποστέλλουμε σέ ὅλες τίς Ἐνορίες τῆς Μητροπόλεώς μας σύντομο γραπτό κήρυγμα, γιά νά διαβάζεται στούς Ἱερούς Ναούς κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας. Αὐτό τό κάνουμε καί ἐφέτος μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Τά σύντομα κηρύγματα ἐφέτος θά ἔχουν ἀναφορά στήν θεία Λειτουργία καί θά προσπαθήσουν νά δείξουν τήν μεγάλη σημασία της γιά τήν ζωή μας, καθώς ἐπίσης νά ἑρμηνεύσουν μερικά σημεῖα τῆς θείας Λειτουργίας, ὥστε ὅταν ἐκκλησιαζόμαστε νά γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς γίνεται.

Κατ’ ἀρχάς, βέβαια, πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι ἡ λέξη λειτουργία συναντᾶται καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἡ λέξη αὐτή ἀποτελεῖται ἀπό δύο ἄλλες ἐπί μέρους λέξεις, ἤτοι τό λέϊος καί τό ἔργο, πού σημαίνει ἔργον τοῦ λαοῦ. Μέ τήν προσθήκη τῆς λέξεως θεία στήν Λειτουργία δηλώνεται ὅτι δέν εἶναι ἕνα ἁπλό ἔργο τοῦ λαοῦ, ἀλλά εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί συνέργεια τοῦ λαοῦ, δηλαδή ἀνταπόκριση τοῦ λαοῦ, πού εἶναι βεβαπτισμένοι καί ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν λειτουργικοί τύποι μέ τήν ὀνομασία διαφόρων ἁγίων, ὅπως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού τελεῖται κάθε Κυριακή, τοῦ Μ. Βασιλείου, πού τελεῖται δέκα φορές τόν χρόνο, τοῦ ἁγίου Ἰακώβου κ.λ.π.

Ἡ θεία Λειτουργία ὀνομάζεται καί θεία Εὐχαριστία, γιατί κατά τήν διάρκειά της εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά ὅλες τίς δωρεές πού μᾶς ἔχει χαρίσει, τόσο τίς παγκόσμιες ὅσο καί τίς προσωπικές. Παγκόσμιες εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ὁποίας νικήθηκε ὁ θάνατος, ἡ ἁμαρτία καί ὁ διάβολος. Ἀκριβῶς αὐτό τό ἔργο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τῆς θείας οἰκονομίας, ὅπως συνήθως λέγεται στήν θεολογική γλώσσα, μᾶς προβάλλει ἀνάγλυφα ἡ θεία Λειτουργία καί μᾶς καλεῖ νά τό ζήσουμε καί ἐμεῖς. Καί αὐτό γίνεται τόσο μέ τίς εὐχές καί τά ψάλματα, ὅσο καί μέ τά σύμβολα, ὅπως γιά παράδειγμα, τό κανδήλι, τό κερί, ἡ μικρά καί μεγάλη εἴσοδος, ἡ εὐλογία διά τῆς χειρός, ἡ ἀνύψωση τῶν χεριῶν κ.λ.π.

Ἡ θεία Λειτουργία ἀρχίζει μέ τό “εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος”, γιατί εἶναι μιά δοξολογία στόν Τριαδικό Θεό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τόν ἀναδημιούργησε. Ἔπειτα, μέσα στήν θεία Λειτουργία, ὅταν ἔχουμε προετοιμασθῆ κατάλληλα καί ἔχουμε ἀποκτήσει πνευματικές αἰσθήσεις, μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καθώς ἐπίσης ἀναζητοῦμε ἀνταύγειες τῆς μελλούσης ζωῆς, τῆς ζωῆς δηλαδή πού θά ζήσουν οἱ δίκαιοι στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ ὡς φωτός.

Καί ἀμέσως μετά τήν ἐπίκληση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀπευθύνουμε στόν Θεό τίς πρῶτες προσευχές μας. Ἄν προσέξη κανείς ἐπισταμένως θά διαπιστώση ὅτι οἱ δεήσεις αὐτές ἀναφέρονται σέ τρία θέματα.

Τό πρῶτον, εἶναι τό μεγάλο ἀγαθό της εἰρήνης. Προσευχόμαστε γιά νά μᾶς δώση ὁ Θεός τήν δική Του εἰρήνη, πού σώζει τήν ψυχή, καί βέβαια μέ τήν εἰρήνη αὐτήν θά συμμετάσχουμε στήν θεία Εὐχαριστία, καθώς ἐπίσης νά δώση ὁ Θεός τήν εἰρήνη Του σέ ὅλο τόν κόσμο καί στίς τοπικές Ἐκκλησίες, πού ἀποτελοῦν τήν ἑνιαία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ οὔτε ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ εἰρήνη οὔτε μπορεῖ ὁ κόσμος νά εἰρηνεύση.

Τό δεύτερον, εἶναι ὅτι προσευχόμαστε γιά ὅλο το ἐκκλησιαστικό μας πολίτευμα, πού εἶναι ἱεραρχικό, δηλαδή γιά τόν Ἐπίσκοπο, τούς Πρεσβυτέρους, τούς διακόνους καί τόν λαό. Καί βεβαίως γιά τούς ἄρχοντες. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰς τύπον καί τόπον τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί οἱ Πρεσβύτεροι εἶναι εἰς τύπον τῶν Ἀποστόλων, πού ἀποστέλλονται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλους τους πιστούς της Ἱερᾶς Μητροπόλεως.

Τό τρίτον εἶναι ὅτι προσευχόμαστε γιά τίς διάφορες ἀνάγκες μας καί γιά τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀνάγκη, ὅπως γι’ αὐτούς πού ταξιδεύουν, γι’ αὐτούς πού εἶναι ἀσθενεῖς, γιά τούς δαιμονισμένους. Καί βέβαια, παρακαλοῦμε τόν Θεό μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων, ἀλλά ἀναθέτουμε ὁλόκληρη τήν ζωή μας στόν Χριστό.

Ἡ θεία Λειτουργία, ἀγαπητοί μου, εἶναι μιά ὁλόκληρη ζωή, ἕνα πέλαγος τῆς θείας ἀγάπης. Μακάρι νά μποροῦμε νά κολυμπᾶμε σέ αὐτό τό πέλαγος καί νά δροσιζόμαστε ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κηρύγματα: Κυριακὴ 10 Αὐγούστου

 Ἑωθινὸ Ἡ´ Ἰων. κ´ 11-18

Γραπτά Κυρήγματα: Κυριακή 10 Αυγούστου, Εωθινό Η´ Ιων. κ´ 11-18

Στὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, ποὺ ἐπισκέφθηκε τὰ ξημερώματα τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Αὐτὸ ποὺ παρατηροῦμε εἶναι ὅτι πρῶτα εἶδε τοὺς ἀγγέλους μέσα στὸν τάφο καὶ στὴν συνέχεια εἶδε τὸν Ἀναστάντα Χριστό. Θὰ δοῦμε μερικὰ ἐνδιαφέροντα σημεῖα αὐτῶν τῶν ἐμφανίσεων.

Κατ' ἀρχὰς πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶχε μεγάλο ζῆλο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς τῆς εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια καὶ ἦταν μία καθαρὴ ὕπαρξη. Αὐτὰ ποὺ γράφουν μερικοὶ ἄθεοι λογοτέχνες, ποὺ ἀποδίδουν στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ ἁμαρτωλὰ αἰσθήματα πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι βλάσφημα καὶ ἀρρωστημένα, καὶ βεβαίως δείχνουν τὶς ἐμπαθεῖς καὶ ἀρρωστημένες καταστάσεις αὐτῶν ποὺ τὰ γράφουν. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἦταν ἁγία γυναῖκα, εἶχε φθάσει σὲ μεγάλη πνευματικὴ κατάσταση καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ δὴ τὸν Ἀναστάντα Χριστό. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Χριστὸς ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν φθάσει σὲ ἕνα μεγάλο ἐπίπεδο πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἦσαν ἱκανοὶ νὰ Τὸν δοῦν.

Ὁ ζῆλος καὶ ἡ μεγάλη ἀγάπη της πρὸς τὸν Χριστὸ ἐκφράστηκε μὲ τὸ κλάμα. Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι στεκόταν μπροστὰ στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔκλαιγε. Τότε, εἶδε δύο ἀγγέλους, ποὺ ἦταν ντυμένοι στὰ λευκὰ καὶ τὴν ρώτησαν γιατί ἔκλαιγε. Καὶ ὅταν ἐκείνη τοὺς εἶπε ὅτι κλαίει γιατί ἔκλεψαν τὸν Χριστὸ καὶ δὲν ξέρει ποὺ τὸν ἔβαλαν, ἀπότομα στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος τὴν ἐρώτησε γιατί ἔκλαιγε καὶ ποῖον ζητοῦσε. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ αἰσθανομένη ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ κηπουρὸς τοῦ τόπου ἐκείνου τοῦ ζήτησε ἂν ἐκεῖνος ἔβαλε κάπου ἀλλοῦ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ νὰ τῆς τὸ πῇ γιὰ νὰ πάη νὰ τὸ πάρη. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς τὴν φώναξε μὲ τὸ ὄνομά της, «Μαρία» . Τότε ἀνεγνώρισε τὸν Χριστὸ καὶ τῆς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πάη καὶ νὰ ἀνακοινώση στοὺς μαθητὰς ὅτι θὰ ἀνέβη στὸν Πατέρα Τοῦ, ποὺ εἶναι καὶ Πατέρας τῶν μαθητῶν, στὸν Θεὸ Τοῦ, ποὺ εἶναι καὶ δικός τους Θεός. Στὴν συνέχεια, ἡ Μαρία ἔγινε ἀπόστολος τῶν Ἀποστόλων, λέγουσα «ἑώρακα τὸν Κύριον» .

Ἡ περίπτωση τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς δείχνει μιὰ πορεία πρὸς τὸν Ἀναστάντα Χριστό, ποὺ πρέπει νὰ γίνη καὶ δική μας πορεία. Πρόκειται γιὰ μιὰ μέθοδο ποὺ ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ πραγματικὰ εἶναι ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.

Μνημεῖο δεσποτικὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ εἰδικῶς ἡ ἁγία Τράπεζα πάνω στὴν ὁποία τελεῖται ἡ ἀναίμακτη μυσταγωγία. Ὅποιος ἔχει μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ κάθεται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν θεία Λειτουργία καὶ μάλιστα ἐκφράζει τὴν ἀγάπη του μὲ τὸ κλάμα, ποὺ εἶναι κλάμα μετανοίας, γιατί θέλει νὰ ἀποκτήση κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ κλάμα ἀγάπης, διότι ἡ μετάνοια γίνεται μέσα στὸ κλίμα τῆς ἀγάπης, τότε θὰ ἀξιωθῇ νὰ δὴ τοὺς φωτοειδεῖς ἀγγέλους ποὺ θὰ τὸν παρηγοροῦν. Τότε ἐκεῖ θὰ παρευρίσκεται καὶ ὁ Χριστός. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ στράφηκε ἐκείνη τὴν ὥρα χωρὶς νὰ τῆς τὸ πῇ κανείς, ἀλλὰ εἶχε μιὰ μεγάλη ἕλξη, μιὰ μεγάλη αἴσθηση καὶ εἶδε τὸν Χριστό, ποὺ ἀκόμη δὲν τὸν ἀνεγνώρισε, τὸν κατάλαβε ὡς κηπουρό. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ δοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία ἁγίους, ἀγγελοειδεῖς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ μᾶς παρηγορήσουν, ὁπότε σὲ κάποια στιγμὴ θὰ μᾶς πλησιάση ὡς ἄλλος φλογερὸς καὶ δυνατὸς ἥλιος, ὁ Χριστός, ποὺ θὰ ἐλκύση τὴν προσοχή μας στὸν ἑαυτὸ Τοῦ. Καὶ ὅπως ἡ Μαρία ἄκουσε τὸ ὄνομά της, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν φωνὴ μεταδόθηκε καὶ θεία ἐνέργεια καὶ δι' αὐτῆς ἀνεγνώρισε τὸν Χριστό, ἔτσι θὰ ἀκούσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ ὄνομά μας, θὰ λάβουμε τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ δι' αὐτῆς θὰ Τὸν ἀναγνωρίσουμε. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τότε δὲν θὰ μᾶς ἀφήση νὰ Τὸν ἀγγίξουμε, δηλαδὴ δὲν θὰ μᾶς δώση τὴν πληρότητα τῆς κοινωνίας Τοῦ, γιατί θέλει νὰ αὐξήση τὸν πόθο γιὰ τὴν μεγαλύτερη πορεία καὶ ἀνάβαση.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως καὶ Ἐκκλησία τῶν ἀναστημένων ἀνθρώπων καὶ γι' αὐτὸ εἶναι Ἐκκλησία τῶν ἐκπλήξεων καὶ τῶν ἐμπειριῶν. Ὅποιος ζῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία πραγματικὰ καὶ ὄχι ἐπιφανειακὰ συναντᾶ διαρκῶς ἐκπλήξεις, ἀναβάσεις πνευματικές, φωτοχυσίες λαμπρές.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Κυριακή 12 Αυγουστου - Η καταφυγή μας

Αναλύοντας τους στίχους της Δοξολογίας, σε μια προηγούμενη Κυριακή, αναλύσαμε τι θα πη έλεος του Θεού, και πως ο άνθρωπος μπορεί να γευθή το έλεος και την φιλανθρωπία Του. Σήμερα θα δούμε δύο άλλους στίχους της Δοξολογίας που αναφέρονται στον Θεό, που είναι η καταφυγή μας.

Ο ένας στίχος είναι:

«Κύριε καταφυγή εγενήθης ημίν, εν γενεά και γενεά. Εγώ είπα• Κύριε, ελέησόν με• ίασαι την ψυχήν μου ότι ήμαρτόν σοι». Δηλαδή: «Συ, Κύριε, έγινες για μας καταφύγιο σε κάθε γενιά και γενιά. Εγώ είπα. Κύριε, ελέησε και ίασαι-θεράπευσε την ψυχή μου, επειδή αμάρτησα σε εσένα».

Καταφύγια είναι εκείνοι οι χώροι που προστατεύουν τους ανθρώπους από τις βόμβες που ρίχνουν τα αεροπλάνα κατά τον καιρό του πολέμου. Επειδή, όμως, καθημερινά δεχόμαστε πόλεμο από τον διάβολο και την αμαρτία, γι’ αυτό η μόνη μας καταφυγή, αλλά και παρηγοριά είναι ο Θεός και η μνημόνευση του Ονόματος Του. Αυτό το γνωρίζουμε επειδή, όπως το διαβάζουμε στην Αγία Γραφή, ο Θεός προστάτευσε όλους τους προπάτορές μας. Εμείς έχουμε τεκμήρια αυτής τ1ης προστασίας και της αγάπης του Θεού προς το ανθρώπινο γένος.

Έπειτα, στον στίχο αυτόν προσευχόμαστε να μας ευσπλαχνισθή ο Θεός και να θεραπεύση την ψυχή μας. Πράγματι, από τις αμαρτίες που διαπράττουμε η ψυχή μας τραυματίζεται και μερικές φορές θανάσιμα. Τότε κανείς δεν μπορεί να μας θεραπεύση, παρά μόνον ο Θεός. Τα φάρμακα θεραπεύουν το σώμα και τις ασθένειες του σώματος, αλλά την ψυχή την θεραπεύει μόνον ο Θεός. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε, γιατί τότε θα ζούμε κατά έναν διαφορετικό τρόπο και θα βρίσκουμε εσωτερική γαλήνη, ειρήνη, ελευθερία, αγάπη.

Πολλές εξωτερικές ακαταστασίες, αλλά και πολλές σωματικές ασθένειες προέρχονται από αυτήν την εσωτερική ασθένεια. Γι’ αυτό οι Πατέρες μας λένε ότι όταν αισθανόμαστε εσωτερική ακαταστασία πρέπει να προσευχόμαστε με την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελεησόν με». Και όταν ούτε αυτό μπορούμε να κάνουμε, γιατί η ψυχή μας είναι άρρωστη και τραυματισμένη, τότε θα πρέπη να λέμε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ίασαι την ψυχήν μου ότι ήμαρτόν σοι».

Ο άλλος στίχος είναι:

«Κύριε προς σε κατέφυγον• δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου». Δηλαδή: «Κύριε, σε σένα κατέφυγα. Δίδαξέ με να πράττω το θέλημά σου, γιατί εσύ είσαι ο Θεός μου.»

Εδώ τονίζεται ότι ο Θεός δεν είναι απλώς μια συναισθηματική καταφυγή σε δύσκολες ώρες της ζωής μας, αλλά είναι καταφυγή όταν πράττουμε το θέλημά Του και με αυτό ενωνόμαστε μαζί Του. Επομένως, δεν πρόκειται για μια αδράνεια, για μια αδρανή κατάπαυση στον Θεό, αλλά για μια διαρκή κίνηση και ενέργεια. Αυτό εκδηλώνεται με το ότι φανερώνουμε την επιθυμία μας να πράττουμε στην ζωή μας το θέλημα του Θεού.

Όταν κάνουμε λόγο για το θέλημα του Θεού, εννοούμε το τι θέλει ο Θεός για μας. Και αυτό που θέλει ο Θεός είναι να αγιαζόμαστε. «Τούτό εστι το θέλημα του Θεού ο αγιασμός ημών» (Α Θεσ. δ 3). Με τον όρο θέλημα του Θεού εννοούνται οι εντολές Του, που εκφράζουν την επιθυμία του Θεού για μας. Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχουν δύο θελήματα. Το θέλημα του Θεού που επιδιώκει την σωτηρία μας, και το θέλημα το δικό μας με το οποίο θέλουμε να καταφύγουμε στον Θεό. Είναι δε απαραίτητο για την σωτηρία μας ο συντονισμός των δύο θελημάτων, του Θεού και του δικού μας. Επειδή έχουμε σκοτεινό νου, μετά την αμαρτία, γι’ αυτό δεν μπορούμε να γνωρίζουμε επακριβώς το θέλημα του Θεού και έτσι ευχόμαστε, αφού Αυτόν αναγνωρίζουμε ως Θεό, να μας διδάξη, να μας αποκαλύψη Αυτός το θέλημά Του και όταν το τηρούμε θα αποκτήσουμε την γνώση Του.

Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ποιά είναι η αλληλουχία των εννοιών. Εμείς καταφεύγουμε σε Αυτόν που τον θεωρούμε Θεό μας, και τον παρακαλούμε να μας διδάξη Αυτός το θέλημά Του, επειδή το αγνοούμε. Στην συνέχεια πρέπει να το εφαρμόζουμε για να οδηγούμαστε στο Φως.

Χρησιμοποιούμε πολλά καταφύγια στην ζωή μας για να απαλύνουμε τον εσωτερικό μας πόνο και τις διάφορες αποτυχίες μας. Άλλοτε καταφεύγουμε στην ικανοποίηση των αισθήσεων και των παθών, άλλοτε στις ιδεολογίες, άλλοτε στην προστασία των ισχυρών και δυνατών ανθρώπων κλ.π. Όμως, πρέπει να καταλάβουμε ότι το δυνατότερο και ασφαλέστερο καταφύγιο είναι ο Θεός και η προσευχή στον Θεό με το άγιον Όνομά Του. Επίσης, το καλύτερο φάρμακο για την ίαση των αμαρτιών μας είναι το Όνομα του Χριστού.

Ας τα δοκιμάσουμε και θα το διαπιστώσουμε.

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ