Skip to main content

Γραπτὰ Κυρήγματα: Κυριακὴ 5 Αὐγούστου, Η Ἁγία Ἀναφορά

Ἀναλύοντας στά Κηρύγματα αὐτά τήν θεία Λειτουργία, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, φθάσαμε στό κεντρικό τμῆμα τῆς θείας Εὐχαριστίας πού λέγεται “ἀναφορά”, κατά τήν ὁποία μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα θά μεταβληθῆ ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Ἀκριβῶς αὐτό τό γεγονός θά ἀναλύσουμε μέ λίγα καί ἁπλά λόγια σήμερα.

Ἡ εὐχή τῆς ἀναφορᾶς ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν προτροπή τοῦ διακόνου “στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου, προσχωμεν τήν ἁγίαν ἀναφοράν ἐν εἰρήνη προσφέρειν”. Λέγεται ἀναφορά, γιατί ἀναφέρεται - προσφέρεται αὐτή ἡ προσευχή καί ἡ θυσία ὄχι σέ ἕνα ἐπίγειο θυσιαστήριο, ἀλλά στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο. Στήν πραγματικότητα ἡ εὐχή τῆς ἀναφορᾶς ἀρχίζει ἀπό τήν ἀποστολική εὐχή “ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ἠμῶν” καί τελειώνει πάλι μέ τήν εὐχή καί εὐλογία “καί ἔσται τά ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά πάντων ἠμῶν”. Τά μεγαλύτερα γεγονότα στήν ζωή μᾶς γίνονται μέ τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ.

Προτοῦ ἀρχίση ἡ εὐχή τῆς ἀναφορᾶς ἀπαγγέλλεται τό “Πιστεύω”, δηλαδή τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό ὁποῖο καταρτίσθηκε ἀπό τήν Πρώτη καί Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδο καί περιλαμβάνει τά βασικά δόγματα στά ὁποῖα πιστεύουμε οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, δηλαδή ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός - Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα - ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πού ἐνηνθρώπησε, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεός καί ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική, ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι ἕνα καί τελεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅτι ἀναμένουμε ἀνάσταση νεκρῶν καί δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Καί τίθεται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως σέ αὐτό τό σημεῖο, γιατί μόνον ὅταν ἔχουμε ὀρθή πίστη μποροῦμε νά συμμετάσχουμε στήν θεία Λειτουργία. Οἱ αἱρετικοί ἀποκλείονται ἀπό αὐτήν γιατί δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία.

Κατά τήν διάρκεια τῆς εὐχῆς τῆς ἀναφορᾶς γίνονται τρία βασικά γεγονότα. Πρῶτον, γίνεται ἕνας διάλογος μεταξύ του λειτουργοῦ Ἱερέως καί τῶν παρευρισκομένων γιά νά ἀνυψώσουν τόν νοῦ στόν οὐρανό καί στήν συνέχεια ὁ Ἱερεύς εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες πού ἔχει χαρίσει στό ἀνθρώπινο γένος. Δεύτερον, γίνεται ὑπαρξιακή ἀνάμνηση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί ὁ λειτουργός ἐκφωνεῖ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ “λάβετε φάγετε τοῦτό μου ἐστι τό σῶμα...” καί “ πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τοῦτο ἐστι τό αἷμά μου...”. Τρίτον, ὅλη ἡ εὐχή τῆς ἀναφορᾶς εἶναι προσευχή τοῦ λειτουργοῦ πρός τόν Πατέρα - τό Πρῶτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος - γιά νά στείλη τό Πανάγιο Πνεῦμα καί νά μεταβάλη τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Καί πράγματι τήν στιγμή ἐκείνη κατέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί μεταβάλλει τά δῶρα, πού ἐμεῖς προσφέρουμε, σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Ὑπάρχουν ἅγιοι πού ἐκείνη τήν στιγμή εἶδαν τό φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἐμεῖς δέν τό βλέπουμε αὐτό γιατί δέν ἔχουμε αἰσθήσεις πνευματικές.

Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι μιά θεοφάνεια καί μποροῦμε νά τήν παρομοιάσουμε μέ τήν περίπτωση τοῦ Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε ἐπάνω στό ὅρος Σινά, μέσα στόν γνόφο καί εἶχε προσωπική κοινωνία μέ τόν Θεό, ἐνῶ ὁ λαός παρέμεινε στίς ὑπώρειες τοῦ ὅρους. Ἔτσι καί ἐδῶ ὁ λειτουργός εἰσέρχεται στό ὅρος τῆς θεοπτίας, δηλαδή λέγει τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς, καί ὁ λαός ἐκείνη τήν ὥρα χαμηλόφωνα καί ἱκετευτικά παραμένει στόν κυρίως Ναό ψάλλοντάς το “σέ ὑμνοῦμεν, σέ εὐλογοῦμεν, σοί εὐχαριστοῦμεν Κύριε καί δεόμεθά σου ὁ Θεός ἠμών”.

Ἐπίσης σημαντική εἶναι καί ἡ ἐκφώνηση τοῦ λειτουργοῦ “τα σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα”. Δηλαδή, Κύριε προσφέρουμε μερικά ἀπό τά δῶρα Σου πού Ἐσύ μᾶς ἔδωσες - τόν ἄρτο καί τόν οἶνο - κατά πάντα τόπο πού γίνεται ἡ θεία Εὐχαριστία αὐτήν τήν στιγμή καί γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες πού μᾶς ἔδωσες.

Αὐτή ἡ ἐκφώνηση εἶναι καθοριστική γιατί δείχνει ὅτι ἡ θεία Λειτουργία ἔχει σκοπό νά προετοιμάση τόν ἄνθρωπο γιά νά προσφέρη ὁλόκληρη τήν ζωή του στόν Χριστό καί νά εἰσδύση στό “πνεῦμα” τῆς θείας Λειτουργίας πού εἶναι ἡ προσφορά, ἡ κένωση, ἡ θυσία, ἡ ὁλοκληρωτική ἀγάπη.

Μακάρι ὁλόκληρη ἡ ζωή μας νά εἶναι μιά εὐχή καί μιά προσπάθεια ἀναφορᾶς μας πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔδειξε ποικιλοτρόπως τήν ἀγάπη Του σέ μᾶς.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή 5 Ἰουλίου «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄, 3)

Στά ἐφετινά καλοκαιρινά κηρύγματα θά ἑρμηνευθοῦν οἱ ὀκτώ μακαρισμοί, τούς ὁποίους εἶπε ὁ Χριστός στήν ἀρχή τῆς δράσεώς Του, στήν περιοχή τῆς Γαλιλαίας, στό γνωστό Ὄρος τῶν μακαρισμῶν, σύμφωνα μέ τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο. 

Ἡ ὁμιλία αὐτή τοῦ Χριστοῦ μᾶς ὑπενθυμίζει τό γεγονός πού ὁ Προφήτης Μωϋσῆς ἀνέβηκε κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ στό ὄρος Σινᾶ, συναντήθηκε μέσα στόν γνόφο μέ τόν ἄσαρκο Λόγο καί ἔλαβε τίς ἐντολές, βάσει τῶν ὁποίων ὁ Ἰσραηλιτικός λαός θά διέκρινε τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος, τόν Θεό ἀπό τόν διάβολο, τήν ὁδό πρός τήν ἀλήθεια ἀπό τήν ὁδό πρός τήν πλάνη.

Στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ ἄσαρκος Λόγος ἔδωσε τίς δέκα ἐντολές, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶχε πλανηθῆ στόν Παράδεισο ἀπό τόν διάβολο, ἐξέπεσε ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, περιέπεσε σέ βαθύ σκοτάδι καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά λάβη τόν γραπτό νόμο γιά νά μπορέση νά γνωρίση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τώρα, στήν Καινή Διαθήκη ὁ σεσαρκωμένος Λόγος δίνει τόν τελειότερο νόμο, ὄχι γιά νά ἀντικαταστήση τόν παλαιό Νόμο τοῦ Μωϋσέως, ἀλλά γιά νά τόν συμπληρώση καί νά τόν ὁλοκληρώση. Ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία ἀρχίζει μέ τούς μακαρισμούς, μέ τούς ὁποίους ὁ Χριστός δείχνει τόν δρόμο πρός τήν θέωση καί τόν ἁγιασμό.

Ὑπάρχουν ἐννέα φράσεις πού ἀρχίζουν μέ τήν λέξη μακάριοι, ἀλλά οἱ δύο τελευταῖες ἔχουν ἑνιαῖο νόημα, ὁπότε, κατά τούς ἑρμηνευτές, ὀκτώ εἶναι οἱ μακαρισμοί τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ λέξη μακάριοι μπορεῖ νά ἀποδοθῆ μέ τό εὐτυχεῖς, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς εὐτυχίας ἀπό ὑλικῆς καί βιολογικῆς καταστάσεως. Κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ μακαριότητα εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀγαθότητας, τά ἄρρητα καί τά ἀκατανόητα ἀγαθά, τό ἀληθινό Φῶς.

Ὅταν ὁ Χριστός ἐπαινῆ κάποιον, σημαίνει ὅτι τόν θέτει ὡς ὑπόδειγμα ζωῆς. Καί στήν πραγματικότητα μᾶς ὑποδεικνύει νά τόν μιμηθοῦμε καί νά γίνουμε σάν καί αὐτόν. Ἔτσι, οἱ μακαρισμοί τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι εὐκτικές προτάσεις, ἀλλά ἐντολές. Δηλαδή, ὅταν λέγη ὁ Χριστός μακάριοι, σημαίνει νά ἐφαρμόζουμε αὐτό πού ἐπαινεῖται στόν μακαρισμό.

Στόν πρῶτο μακαρισμό ἐπαινεῖται ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματος. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», δηλαδή μακάριοι εἶναι ὅσοι αἰσθάνονται τήν πνευματική τους πτωχεία, ὅτι εἶναι πτωχοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί τελικά μακάριοι εἶναι οἱ ταπεινοί στήν ψυχή. Μέ τήν λέξη τῷ πνεύματι ἐννοεῖται ἡ ψυχή. Ἐπίσης, προσδιορίζεται καί τό ἀποτέλεσμα τῆς καταστάσεως αὐτῆς, πού εἶναι ἡ μέθεξη τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Στόν μακαρισμό αὐτό βλέπουμε, λοιπόν, δύο συγκεκριμένα σημεῖα: Τό πρῶτον ὅτι μακαρίζονται οἱ «πτωχοί τῷ πνεύματι», καί τό δεύτερον ὅτι ὅσοι ἔχουν αὐτό τό χάρισμα ἔχουν δική τους τήν Bασιλεία τῶν οὐρανῶν.

 

«Πτωχοί τῷ πνεύματι» εἶναι οἱ ταπεινοί καί οἱ συντετριμμένοι στήν ψυχή, ἐπειδή αἰσθάνονται τήν πνευματική τους πτωχεία.

 

«Πτωχοί τῷ πνεύματι» εἶναι οἱ ταπεινοί καί οἱ συντετριμμένοι στήν ψυχή, ἐπειδή αἰσθάνονται τήν πνευματική τους πτωχεία. Αὐτοί βλέπουν τόν ἑαυτό τους ὅτι δέν ἔχουν ἐκεῖνα πού θέλει ὁ Θεός γιά τό δημιούργημά Του. Εἴμαστε ποιήματα τοῦ Θεοῦ «κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπί ἔργοις ἀγαθοῖς» (Ἐφ. β΄10). Δημιουργηθήκαμε γιά νά ζοῦμε μέσα στό Φῶς, νά ζοῦμε κατά Θεόν, νά ἔχουμε προφορική ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, νά μιλᾶμε μαζί Του, ὅπως ὁμιλεῖ ὁ φίλος μέ τόν φίλο του, ὅπως ὁμιλοῦσε ὁ Μωϋσῆς μέ τόν Θεό ἐπάνω στό Ὄρος Σινᾶ. Ὅταν αἰσθανόμαστε ὅτι δημιουργηθήκαμε γιά ἄλλη κατάσταση καί τώρα μέ τόν σκοτασμό τοῦ νοῦ δέν ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Θεό καί ἄρα εἴμαστε πνευματικά πτωχοί, ἀρχίζει νά ἐνεργῆ ὁ μακαρισμός τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας.

Αὐτή στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἀληθινή ταπεινοφροσύνη, ὄχι ἁπλῶς οἱ ταπεινοσχημίες καί οἱ ταπεινοί λόγοι, ἀλλά ἡ αἴσθηση ὅτι βρισκόμαστε μακριά ἀπό τόν ἀληθινό προορισμό μας, ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἡ αἴσθηση δημιουργεῖ συντριμμό στήν ψυχή, γι᾿ αὐτό, ὅταν λέγη ὁ Χριστός:«μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι», στήν πραγματικότητα εἶναι σάν νά λέγη: μακάριοι «οἱ συντετριμμένοι τῇ ψυχῇ».

Ὁ Χριστός, βάζοντας πρῶτον αὐτόν τόν μακαρισμό, θέλει νά μᾶς ἀνορθώση πνευματικά, γιατί ἀπό τήν ὑπερηφάνεια ἔπεσε ὁ Ἀδάμ, ἀπό τήν αἴσθηση τῆς αὐτάρκειας καί τῆς ἀλαζονείας ἐκπίπτουμε κι ἐμεῖς ἀπό τήν θεία ζωή.

Εἶναι σημαντικό ὅτι ὅσοι αἰσθάνονται τήν πνευματική τους πτωχεία, μέ τήν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος –ὅπως αἰσθανόμαστε τήν ἀκαθαρσία πού τυχόν εἶναι στό πρόσωπό μας, ὅταν πέφτη ἐπάνω μας τό φῶς– ἔχουν μέσα τους τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Στήν Ἁγία Γραφή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τό Φῶς τῆς θείας ζωῆς. Ἔτσι, μέ τήν πνευματική ταπείνωση ἀρχίζει μέσα μας νά ἐνεργῆ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ πρῶτος μακαρισμός τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀπό ἐκεῖ ἀπορρέουν ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά. Ἡ αὐτάρκεια πού παρατηρεῖται σέ πολλούς Χριστιανούς εἶναι δεῖγμα σκοτασμοῦ τοῦ νοῦ καί ὑπερηφάνειας, ἀπόδειξη ὅτι δέν ἄρχισαν νά ζοῦν πνευματικά. Ἐνῶ ἡ αἴσθηση τῆς πνευματικῆς πτωχείας, ἡ ταπείνωση, εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καἰ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή Β' Ματθαίου

Μέ τήν σημερινή Κυριακή ἀρχίζουμε τά γραπτά Κηρύγματα, πού καθιερώθηκε νά διαβάζωνται κατά τούς μῆνες τοῦ Καλοκαιριοῦ σέ ὅλους τους ναούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Εἶναι καί αὐτό μιά ἐπικοινωνία μέ ὅλους τους Χριστιανούς τῆς Μητροπόλεως, αὐτούς πού παραμένουν μονίμως στήν περιοχή αὐτή καί αὐτούς πού ἔρχονται κατά τήν διάρκεια τοῦ Καλοκαιριοῦ. Τά φετινά κηρύγματα θά ἀναλύουν φράσεις ἀπό τά ἀποστολικά ἀναγνώσματα πού διαβάζονται κατά τήν θεία Λειτουργία τῶν Κυριακῶν.

Τό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στήν ἀνάλυση πού κάνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου πού εἶχε θεσπίσει ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὅπως εἶναι γνωστόν ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου εἶχε καθιερωθῆ κατόπιν ὁδηγιῶν τοῦ Θεοῦ, πρίν κτιστῆ ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος στά Ἱεροσόλυμα καί βέβαια θεωρεῖται καί προτύπωση τοῦ χριστιανικοῦ Ναοῦ.

Σύμφωνα μέ τήν περιγραφή της πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου ἦταν χωρισμένη σέ δύο τμήματα, ἤτοι τό ἅγιο, καί τό ἐσωτερικό πού ὀνομαζόταν ἅγια ἁγίων. Καί φυσικά ἔξω ἀπό τήν σκηνή ὑπῆρχε μία αὐλή πού λεγόταν κοσμικόν. Στόν αὔλειο χῶρο, πού εἶχε τήν ὀνομασία κοσμικό παρέμεναν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Ναζιραῖοι, οἱ προσήλυτοι καί οἱ εἰδωλολάτρες. Στό ἐσωτερικό, δηλαδή στό ἅγιον, εἰσέρχονταν οἱ ἱερεῖς, πού ἐπιτελοῦσαν τά τῆς λατρείας καί ἐκεῖ ὑπῆρχεν ἡ λυχνία, ἡ τράπεζα καί ἡ πρόθεση τῶν ἄρτων. Καί τέλος, στό ἐσωτερικό της σκηνῆς ἦταν τά ἅγια των ἁγίων, ὅπου εἰσέρχονταν μόνο ὁ Ἀρχιερεύς καί μάλιστα μιά φορά τόν χρόνο, κατά τήν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ καί ἐκεῖ ὑπῆρχαν τό χρυσοῦν θυμιατήριο καί ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, μέσα στήν ὁποία φυλασσόταν ἡ στάμνα ἡ χρυσή πού εἶχε τό μάννα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρῶν πού βλάστησε καί οἱ πλάκες τῆς Διαθήκης, ἐπάνω στίς ὁποῖες ἐγράφη ὁ νόμος πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ.

Αὐτός ὁ τύπος τῆς Σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου ἦταν πρότυπό του Χριστιανικοῦ Ναοῦ, πού εἶναι χωρισμένος σέ τρία μέρη, τόν Νάρθηκα, τόν κυρίως Ναό καί τό ἱερό Βῆμα, ὅπου τελεῖται ἡ ἀναίμακτη μυσταγωγία. Ὁ Χριστιανισμός ἀποτελεῖ τήν νέα Διαθήκη, ἡ ὁποία ἔχει οἰκουμενικό χαρακτήρα, αὐτή εἶναι πού σώζει τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τόν ὁδηγεῖ στήν τελεία κοινωνία καί ἕνωσή του μέ τόν Θεό ἐν προσώπω Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Αὐτή ἡ περικοπή διαβάζεται σήμερα γιατί ἑορτάζουμε τήν Κατάθεση τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Παναγίας στόν ναό τῶν Βλαχερνῶν. Καί βέβαια, στήν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων φαίνεται ὅτι ἡ Παναγία εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ ἔμψυχη σκηνή τοῦ Θεοῦ, αὐτή εἶναι ἡ λυχνία, ἡ τράπεζα καί ἡ πρόθεση τῶν ἄρτων, αὐτή εἶναι τό χρυσοῦν θυμιατήριο, ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ἡ στάμνα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρῶν καί οἱ πλάκες τῆς Διαθήκης. Ὅλα ὅσα ἔγιναν στήν παλαιά Διαθήκη ἀπέβλεπαν στό νά προετοιμασθῆ ὁ λαός, νά εὑρεθῆ τό κατάλληλο πρόσωπο, ἀπό τό ὁποῖο θά ἐγεννάτο ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό τιμοῦμε πολύ τήν Παναγία μας, πού εἶναι ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα, ἡ παρηγοριά καί ἡ θερμή μας πρεσβεία.

Καί βέβαια, πρέπει νά ποῦμε ὅτι, ὅπως ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι προτύπωση τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔτσι καί ἡ Καινή Διαθήκη καί ὅσα τελοῦνται στήν λατρεία μᾶς εἶναι προτύπωση καί βίωση τῶν ὅσων θά ἀκολουθήσουν στόν οὐρανό μετά τήν συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἡ Παναγία, πού ἔγινε αἰτία τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, νά γίνη καί ἡ γέφυρα, πού θά μᾶς ὁδηγήση στήν ἐπουράνια καί αἰώνια λατρεία.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή Ε' Ματθαίου

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦταν Ἰσραηλίτης κατά τήν καταγωγή του, ὅμως μετά τήν ἐπιστροφή του στόν Χριστό ἀπέκτησε ἄλλη διάσταση, ἀφοῦ ὁ Χριστιανισμός ἔχει πανανθρώπινο καί οἰκουμενικό χαρακτήρα. Δέν ξεχνᾶ βέβαια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τήν καταγωγή του, ἀλλά αὐτή ἡ ἐθνική καταγωγή δέν γίνεται σέ βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀφοῦ πάνω ἀπό τήν Πατρίδα τοῦ καθενός μᾶς βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία καί ἡ πραγματική μας πατρίδα πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Στό ἀπόσπασμα ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού διαβάστηκε σήμερα στήν Ἐκκλησία, βλέπουμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος τρέφει μεγάλη ἀγάπη πρός τούς πατριῶτες τοῦ Ἰσραηλίτες, ἀλλά ὅμως αὐτό δέν τόν ἐμποδίζει γιά νά παρουσιάση τήν μεγάλη τους πνευματική ἀσθένεια. Γράφει: “μαρτυρῶ γάρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπιγνωσιν” (Ρωμ. ι', 2). Οἱ Ἰσραηλίτες τῆς ἐποχῆς τούς εἶχαν πολύ ζῆλο γιά τόν Θεό, ὅπως αὐτό φαίνεται στήν λατρεία τους καί τήν καθημερινή ἀναστροφή, ἀλλά ὅμως αὐτός ὁ ζῆλος δέν εἶναι ζῆλος μέ ἐπίγνωση. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ἐνῶ ἀγνοοῦν τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἀγωνίζονται νά στήσουν τήν δική τους δικαιοσύνη καί δέν ὑποτάσσονται στήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φοβερό το νά ἀγωνίζεται κανείς γιά νά ἐπικρατήση στήν γῆ ἡ δικαιοσύνη καί τελικά αὐτή νά μή εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, πού πολλές φορές συνδέεται μέ ἀδικίες.

Ὁ ζῆλος γιά τόν Θεό εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τήν πνευματική ζωή, γιατί ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν διακρίνεται γιά τήν ἔνθερμη διάθεση νά τηρήση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε δέν μπορεῖ νά προχωρήση στήν ἐφαρμογή του. Προϋπόθεση κάθε ἐπιτυχίας εἶναι ὁ ζῆλος, ἡ θερμή διάθεση γιά τήν πραγματοποίηση κάθε στόχου στήν ζωή μας. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στά πνευματικά πράγματα. Χρειάζεται φιλότιμο, πνευματική λεβεντιά, διάθεση θερμουργός.

Ὅμως, ὁ ζῆλος αὐτός εἶναι ἐνδεχόμενο νά μετατραπῆ σέ φανατισμό, ὅταν δέν ἐκφράζεται μέ ἐπίγνωση καί μέ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη πού δίδει ὀρθή κατεύθυνση στόν ζῆλο, τήν ἔμπνευση. Χωρίς τήν ἀγάπη ὁ ζῆλος μετατρέπεται καί γίνεται φανατισμός, μισαλλοδοξία πού σκοτώνει καί τόν ἴδιο τόν ζηλωτή, ἀλλά καί τούς ἄλλους συνανθρώπους του.

Ὅταν μελετοῦμε ὅλη τήν ζωή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου θά διαπιστώσουμε ὅτι εἶχε αὐτόν τόν ἄριστο συνδυασμό μεταξύ ζήλου καί ἀγάπης, ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο περιερχόταν ὅλο τόν τότε γνωστό κόσμο, ἵδρυε πολλές Ἐκκλησίες, καθοδηγοῦσε τούς Χριστιανούς μέ πολύ κόπο, ἀλλά ταυτόχρονα εἶχε καί μεγάλη καί ἀπέραντη ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.

Ἀντίθετα, οἱ ὁμοεθνεῖς του Ἰουδαῖοι εἶχαν μόνον ζῆλο, χωρίς ἀλήθεια καί ἀγάπη, εἶχαν ζῆλο χωρίς ἐπίγνωση καί γι’ αὐτό τόν κατεδίωκαν, ὅπως καί σήμερα καταδιώκουν τούς Χριστιανούς. Πάντως, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ αὐτήν τήν ὁλοκληρωμένη πίστη καί ζωή ξέφυγε ἀπό τόν κλοιό τῆς ἐθνικῆς του καταγωγῆς καί ἔζησε σέ μιά ἄλλη προοπτική, ἀφοῦ ἦταν πολίτης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν ἦταν οὔτε Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλληνας, ἀλλά οἰκουμενικός ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό συμβαίνει καί μέ τούς γνησίους καί ἀληθινούς Χριστιανούς. Ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε σέ ἕναν ὁρισμένο χρόνο καί τόπο καί εἶχε μιά ἐθνικότητα. Θέλησε νά γεννηθῆ στήν Παλαιστίνη, ὄχι ἀπό ρατσιστικούς λόγους, ἀλλά γιατί οἱ Προφῆτες καί οἱ δίκαιοί της Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχαν προετοιμασθῆ καλά καί ἦταν σέ καλύτερη πνευματική κατάσταση γιά νά δεχθοῦν τόν ἀποκαλυπτικό λόγο, βίωσαν τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό, μερικοί δέ ἀπό αὐτούς ἔφθασαν καί στήν θέωση, ἀλλά τελικά το ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανανθρώπινο καί οἰκουμενικό. Σήμερα χρειαζόμαστε πολύ ζῆλο, ἀλλά καί μεγάλη ἀγάπη γιά νά εἴμαστε πραγματικοί Χριστιανοί.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή Η' Ματθαίου

Τήν πρώτη Ἐκκλησία, παρά τήν πλούσια δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπασχολοῦσαν διάφορα προβλήματα. Μεταξύ αὐτῶν τῶν προβλημάτων ἦταν καί οἱ διαιρέσεις καί τά σχίσματα μεταξύ των Χριστιανῶν. Σέ αὐτό τό γεγονός ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό ἀνάγνωσμα πού διαβάσαμε σήμερα.

Οἱ Χριστιανοί τῆς Κορίνθου εἶχαν χωρισθῆ σέ ὁμάδες καί παρατάξεις. Ἄλλοι ἰσχυρίζονταν ὅτι ἀνήκουν στόν Παῦλο, ἄλλοι στόν Ἀπολλώ, ἄλλοι στόν Ἀπόστολο Πέτρο καί ὑπῆρχε καί μιά μερίδα μερικῶν ἀνθρώπων πού ἔλεγαν ὅτι ἀνήκουν στόν Χριστό, ὡσάν καί οἱ προηγούμενοι νά μή ἀνῆκαν στόν Χριστό καί νά μή ἤσαν μαθητές Του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καυτηριάζει αὐτήν τήν νοοτροπία τῶν διαιρέσεων καί τῶν σχισμάτων. Καί τούς τονίζει ὅτι πρέπει νά εἶναι καταρτισμένοι στόν ἴδιο νοῦ καί τήν ἴδια γνώμη καί νά στέκονται ἀμετακίνητοι στήν ἑνότητά τους μέ τόν Χριστό, ἀφοῦ Αὐτός σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε γιά τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά καί οἱ Χριστιανοί βαπτίσθηκαν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι στό ὄνομα τῶν Ἀποστόλων. Οἱ Ἀπόστολοι εἶναι μαθηταί καί Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ. (Ἅ' Κορ. α', 10-17).

Καί σέ ἄλλα ἀποστολικά κείμενα γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ὅτι στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν πολλά μέλη, τά ὁποῖα ὅμως ἔχουν ἰδιαίτερα χαρίσματα καί ἁρμοδιότητες, ἀλλά ὅλα τα μέλη ζοῦν ἑνωμένα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν καταπληκτικά χωρία ἀπό τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, στά ὁποῖα φαίνεται ὅτι οἱ Χριστιανοί πρέπει νά καλλιεργοῦν αὐτήν τήν ἑνότητα, γιατί τά σχίσματα καί οἱ διαιρέσεις εἶναι ἔνδειξη τῶν παθῶν τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς ὑπερηφανείας, καί ὅτι ἐκεῖνοι πού καταστρατηγοῦν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας διαπράττουν τό μεγαλύτερο κακό στήν Ἐκκλησία. Στό ἔργο αὐτό ὑποκινοῦνται ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος διαιρεῖ τούς ἀνθρώπους.

Ἀκριβῶς, ἐπειδή διά μέσου των αἰώνων ἐπικράτησαν διάφορες τέτοιες διαιρέσεις καί σχίσματα, γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες, φωτιζόμενοι ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, διοργάνωσαν ἀποτελεσματικά τήν Ἐκκλησία. Στήν πρώτη ἀποστολική περίοδο ὑπῆρχε μιά μικρή δικαιολογία γιά νά δημιουργοῦνται διενέξεις στό σημεῖο αὐτό, ἀκριβῶς ἐπειδή ἀκόμη δέν εἶχε διοργανωθῆ διοικητικά ἡ Ἐκκλησία. Ὅμως σήμερα δέν ὑπάρχει καμμιά δικαιολογία, γιατί ὑπάρχει ὀργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί μάλιστα αὐτή ἡ ὀργάνωση γίνεται μέ θεολογικό καί ἐκκλησιαστικό τρόπο. Κανένας δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐτόνομος μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ λαϊκοί ἔχουν ἀναφορά στούς Κληρικούς, οἱ Κληρικοί μιᾶς Μητροπόλεως στόν Ἐπίσκοπο, τόν ὁποῖον χειροτονεῖ τό ἅγιο Πνεῦμα διά τῆς Ἱεραρχίας, οἱ Ἐπίσκοποι στήν Σύνοδό τους ἤ στούς Πατριάρχες, οἱ Πατριάρχες στίς Διορθόδοξες Συνόδους. Ὅταν κάποιος θέλει νά διακόψη αὐτήν τήν ἀναφορά, ὄχι μόνον μέ τό νά παύση νά μνημονεύη τό ὄνομα τοῦ ἀμέσως ἀνωτέρου του, ἀλλά καί μέ τό νά μή ἔχη οὐσιαστική κοινωνία καί ἑνότητα μαζί του, τότε στήν πραγματικότητα εἶναι αὐτόνομος καί ἀνεξάρτητος.

Ὑπάρχουν μερικοί πού δικαιολογοῦν τίς αὐτονομίες τους μέ τό ὅτι ὑπακούουν στόν Χριστό. Ἀλλά αὐτή εἶναι μιά προτεστάντικη νοοτροπία, γιατί ὁ Χριστός ἀποστέλλει τούς Ἐπισκόπους. Οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι εἰς τύπον καί τόπον τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί οἱ Χριστιανοί ὀφείλουν ὑπακοή σέ αὐτούς. Καί βέβαια ἄν οἱ Ἐπίσκοποι δέν τηροῦν τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, τότε ἀναλαμβάνουν οἱ Σύνοδοι νά ἀποκαταστήσουν τά πράγματα. Πάντως, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἅς φροντίζουμε νά μή δημιουργοῦμε σχίσματα στήνἘκκλησία καί νά μή ἀνήκουμε σέ διαιρέσεις, γιατί ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομός το σχίσμα δέν τό θεραπεύει οὔτε αἷμα μαρτυρίου.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή Θ' Ματθαίου

Τό περιεχόμενο, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος, εἶναι συνέχεια τοῦ περιεχομένου τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος, πού διαβάστηκε στήν Ἐκκλησία τήν προηγούμενη Κυριακή. Ἐκεῖ γινόταν λόγος γιά τά σχίσματα καί τίς διαιρέσεις στήν Ἐκκλησία, καί στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀφ’ ἑνός μέν γίνεται λόγος γιά τόν τρόπο τῆς πνευματικῆς ἐργασίας τῶν ποιμένων, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τίς συνέπειες μιᾶς κακῆς πνευματικῆς ἐργασίας.

Κατ’ ἀρχάς, γιά τήν Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δύο εἰκόνες, ἤτοι τό γεώργιο καί τήν οἰκοδομή. Περισσότερο παραμένει στήν εἰκόνα τῆς οἰκοδομῆς. Ὅπως ἕνα οἰκοδόμημα ἔχει ἕνα θεμέλιο στό ὁποῖο στηρίζεται, ἔτσι καί τό οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὡς θεμέλιο τόν Χριστό. Κανείς δέν μπορεῖ νά βάλη ἄλλον θεμέλιο λίθο διαφορετικό ἀπό τόν Χριστό. Ὅπως τό οἰκοδόμημα κατασκευάζεται ἀπό διαφόρους τεχνίτες, ἔτσι καί οἱ Ἀπόστολοι εἶναι τεχνίτες πού οἰκοδομοῦν. Καί, βέβαια, καθένας πρέπει νά προσέχη “πῶς οἰκοδομεί”. Τά ὑλικά πού χρησιμοποιεῖ κανείς γιά τήν οἰκοδόμηση εἶναι διαφορετικά, ὅπως ὁ χρυσός, ὁ ἄργυρος, οἱ λίθοι οἱ τίμιοι, τά ξύλα, ὁ χόρτος, ἡ καλάμη καί βέβαιά το ἔργο καθενός θά φανῆ κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε “ἑκάστου τό ἔργον φανερόν γενήσεται”. Ὁ τρόπος πού οἰκοδομεῖ κανείς θά ἔχη συνέπεια καί στήν δική του σωτηρία. Ἄν ἀντέξη τό οἰκοδόμημα τότε θά λάβη μισθό, διαφορετικά θά τιμωρηθῆ (Ἅ’ Κορ. γ’, 9-16).

Μέσα σέ αὐτήν τήν εἰκόνα τοῦ οἰκοδομήματος πρέπει νά ἐνταχθῆ καί ἡ εἰκόνα τοῦ Ναοῦ. Βέβαια αὐτό ἔχει καί μιά προσωπική ἑρμηνεία, ἀλλά ταυτόχρονα καί ἐκκλησιολογική. Ὁ Ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, καί μέσα στήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκουν καί οἱ πιστοί Χριστιανοί, κατοικεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, “εἰ τίς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός• ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιος ἐστιν, οἵτινες ἐστε ὑμείς” (Ἅ’ Κορ. γ’, 16-17). Ἐκεῖνος πού συντελεῖ στήν καταστροφή τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, θά δεχθῆ τήν τιμωρία ἀπό τόν Θεό, θά τόν φθείρη ὁ Θεός.

Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ὅτι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, καί ὅ,τι ἐκεῖνος μᾶς ἀπεκάλυψε. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἱδρύση Ἐκκλησίες πάνω σε ἄλλες ἀνθρωποκεντρικές βάσεις. Ἡ φιλοσοφία, οἱ ἀνθρώπινοι λόγοι δέν ἔχουν σχέση μέ τόν θεμέλιό της Ἐκκλησίας πού εἶναι ὁ Χριστός. Ἀκόμη φαίνεται ὅτι οἱ Χριστιανοί πρέπει νά εἶναι ἑνωμένοι σέ αὐτήν τήν θεία οἰκοδομῆ. Ὅπως σέ ἕνα οἰκοδόμημα ὑπάρχει ἑνότητα ἔτσι πρέπει νά συμβαίνη στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά αὐτή ἡ ἑνότητα συνδέεται ἀφ’ ἑνός μέν μέ τό θεμέλιο, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τά ὑλικά καί τόν τρόπο τῆς οἰκοδομήσεως. Δηλαδή, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ρυθμίσει ὅλα ἐκεῖνα πού πρέπει νά ἰσχύουν στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί ἔχουν ὁριοθετήσει τήν ὀρθόδοξη πίστη, αὐτοί ἔχουν καθορίσει καί τίς ἁρμοδιότητες καί τά καθήκοντα κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλον αὐτό τόν τρόπο τόν βλέπουμε στίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καί ὅποιος ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτήν τήν διδασκαλία καί τήν ζωή αὐτοκαταστρέφεται καί θά δώση φρικτή ἀπολογία στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ ἐνέργειες καί μέθοδοι πού εἶναι ξένοι μέ τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔχει ὁριοθετηθῆ ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, μπορεῖ νά ἐντυπωσιάζουν τούς ἀνθρώπους, μπορεῖ νά φαίνονται ἐπιτυχημένες καί σύγχρονες, ἀλλά ἐπειδή δέν σώζουν καί δέν συντονίζονται στό ἦθος τῆς ὀρθοδόξου ἀποκαλυπτικῆς ἀληθείας θά κατεδαφιστοῦν τελικά, θά βλάψουν καί τούς κατασκευαστές τους. Ὁ πύργος τῆς Βαβέλ εἶναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αὐτῆς τῆς νοοτροπίας.

Γι’ αὐτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή, νά στεκόμαστε πάνω στό θεμέλιο πού λέγεται Χριστός, νά ζοῦμε σέ ἑνότητα μέ τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί νά οἰκοδομοῦμε μέ ὑλικά πού ἔχουν δοκιμασθῆ διά μέσου των αἰώνων μέ τήν πείρα τῶν ἁγίων.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή, 11 Αὐγούστου 2002. Τό Μυστήριο τῆς Μετανοίας

Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅπως εἴδαμε σέ ἄλλο κήρυγμα, καθαρίζεται τό κατ’ εἰκόνα, ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στήν προηγουμένη θέση του καί ἀνεβαίνει ἀκόμη ὑψηλότερα, ἑνώνεται μέ τόν δεύτερο Ἀδάμ, τόν Χριστό καί μπορεῖ νά ἀποκτήση τήν θέωση. Ὅμως, ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἐθελότρεπτη καί ἀκόμη ἐπειδή ὁ διάβολος πολεμᾶ τόν ἄνθρωπο ἀπό φθόνο, γι’ αὐτόν τόν λόγο καί περιπίπτει στήν ἁμαρτία. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει θεσπίσει τό μυστήριο τῆς μετανοίας, πού ἀποκαλεῖται καί δεύτερο βάπτισμα, διότι δί’ αὐτοῦ ἀναγεννᾶται ὁ ἄνθρωπος.

Γιά νά δοῦμε τήν οὐσία τῆς μετανοίας πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἄρνηση ἑνός νόμου, οὔτε μιά ψυχολογική καί ἠθική κατάσταση, ἀλλά εἶναι ἡ διακοπή τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ὅταν χάνεται τό κέντρο καί ἡ ἀναφορά πού εἶναι ὁ Θεός, τότε ἀποδιοργανώνεται ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ἤτοι ὀργιάζουν τά πάθη, δημιουργοῦνται ἀνωμαλίες στήν οἰκογένεια καί τήν κοινωνία, πέφτει τό κακό καί στήν ὑλική κτίση μέ συνέπεια νά δημιουργηθοῦν ἀνθρωπολογικά, κοινωνιολογικά καί οἰκολογικά προβλήματα.

Ὁπότε ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, ἡ ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων μαζί Του, ἡ εὕρεση τοῦ πραγματικοῦ κέντρου. Ἔτσι, μέ τήν μετάνοια ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθιστᾶ τίς σχέσεις του μέ τόν Θεό, μέ συνέπεια νά ἀποκαθίστανται καί οἱ σχέσεις μέ τόν ἑαυτό του, τό περιβάλλον καί τήν κτίση ὁλόκληρη. Οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἀντί νά στρέφονται πρός τήν κτίση, τώρα στρέφονται πρός τόν Θεό καί διά τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει πραγματικά ὁλόκληρο τόν κόσμο, πού εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ζωή ἔξω ἀπό τόν Θεό λέγεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας παρά φύση κατάσταση, καί ἡ ζωή μέ τόν Θεό χαρακτηρίζεται ὡς κατά φύση κατάσταση, γιατί αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί γιά μιά τέτοια ζωή δημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, ἡ πορεία ἀπό τό παρά φύση στό κατά φύση, πού εἶναι ἡ ζωή τῆς μετανοίας, ἔχει διάφορα στάδια καί διαφόρους βαθμούς. Ὁ πρῶτος βαθμός εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς καταστάσεως στήν ὁποία μᾶς ὁδήγησε ὁ διάβολος μέ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεσή μας. Καί αὐτή ἡ ἀναγνώριση γίνεται μέ τόν φωτισμό τῆς θείας Χάριτος, γιατί μόνον διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε σέ ποιά κατάσταση βρισκόμασταν πρῶτα καί πῶς μᾶς κατήντησε ἡ ἁμαρτία. Ὁ δεύτερος βαθμός μετανοίας εἶναι ἡ διάθεση γιά ἀλλαγή τρόπου ζωῆς, γιά ἀπόκτηση ἐκ νέου της κοινωνίας μέ τόν Θεό. Ὁ τρίτος βαθμός μετανοίας εἶναι ἡ ἐξομολόγηση ἐνώπιόν του πνευματικοῦ πατρός, ὥστε ἀφ’ ἑνός μέν νά λάβουμε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μέ τήν συγχωρητική εὐχή, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά λάβουμε τήν κατάλληλη θεραπεία. Καί τέλος, ὁ τέταρτος βαθμός μετανοίας εἶναι ἡ ἀλλαγή ζωῆς, ἡ διόρθωση τοῦ βίου, ἀκολουθώντας τήν ἀγωγή τήν ὁποία μᾶς ἔδωσε ὁ πνευματικός πατέρας καί λαμβάνοντας τά πνευματικά φάρμακα πού μᾶς ὑπέδειξε.

Γίνεται ἀντιληπτό ὅτι τό μυστήριο τῆς μετανοίας ἑρμηνεύεται μέσα ἀπό ὅρους καί προϋποθέσεις τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Ὅ,τι γίνεται γιά τήν θεραπεία τοῦ σώματος, αὐτό γίνεται καί γιά τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς. Πρέπει νά αἰσθανθοῦμε τήν πνευματική μας ἀσθένεια, νά ἀναζητήσουμε πνευματικό θεραπευτή, πού εἶναι ὁ Χριστός καί κατ’ ἐπέκταση πνευματικό πατέρα, ἀφοῦ ὁ Χριστός προσφέρει τήν Χάρη Τοῦ διά τῶν Κληρικῶν πού ἐπιτελοῦν τά μυστήρια, καί νά ἔχουμε διάθεση γιά νά συνεχίσουμε σέ ὅλη μας τήν ζωή τήν πραγματική θεραπεία, πού θά μᾶς δώση ὁ πνευματικός πατέρας.

Ὅλα τα ἀνθρώπινα, κοινωνικά καί οἰκολογικά προβλήματα στό βάθος τούς εἶναι προβλήματα ἐσωτερικά, ὑπαρξιακά. Ὁ ἄνθρωπος ἀρρωσταίνει καί στήν συνέχεια ἀρρωσταίνουν καί οἱ κοινωνικοί θεσμοί, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ κτίση, γιατί ὁ ἄνθρωπος σχετίζεται μέ τήν κτίση. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται, διά τῆς μετανοίας, τότε ἀποκαθίσταται καί ἡ κτίση στήν ἀρχική της κατάσταση. Καί βέβαια ἡ πλήρης ἀποκατάσταση θά γίνη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, γιατί τότε θά νικηθῆ τελείως ὁ θάνατος.

Ἑπομένως, χρειαζόμαστε μετάνοια γιά νά φθάσουμε στήν φυσική μας κατάσταση.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κυρήγματα: Κυριακή, 14 Ἰουλίου 2002. Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος

Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά γίνη κανείς Χριστιανός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τό ὁποῖο ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες λέγεται «εἰσαγωγικό μυστήριο», γιατί δί’ αὐτοῦ εἰσαγόμαστε στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ταυτόχρονα μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Τό ἅγιο Βάπτισμα ἀκόμη λέγεται «γέννηση», διότι δί’ αὐτοῦ ἀναγεννιόμαστε πνευματικά. Ὁ ἄνθρωπος γεννιέται δύο φορές, τήν μία βιολογικά ἀπό τήν μητέρα του καί τήν ἄλλη πνευματικά ἀπό τήν πνευματική του μητέρα πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Καί στίς δύο περιπτώσεις ὑπάρχει μιά μήτρα' στήν πρώτη εἶναι ἡ μήτρα τῆς μητέρας, στήν δεύτερη περίπτωση εἶναι ἡ πνευματική μήτρα, πού εἶναι ἡ ἱερά Κολυμβήθρα. Ὑπάρχει καί μιά τρίτη γέννηση πού προέρχεται ἀπό τήν μετάνοια καί ἀπό τόν πνευματικό ἀγώνα πού γίνεται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐνσυνείδητη καί ἐλεύθερη ἀνταπόκρισή μας σέ αὐτήν.

Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα ἀποκτοῦμε μιά πνευματική οἰκογένεια, πού διαφέρει ἀπό τήν σαρκική μας οἰκογένεια. Ἡ σαρκική οἰκογένεια ἔχει περιορισμούς αἵματος, φυλῆς, πατρίδος, ἐνῶ ἡ πνευματική οἰκογένεια δέν ἔχει τέτοιους φυλετικούς περιορισμούς, ἀφοῦ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι εἶναι Ὀρθόδοξοι σέ ὁλόκληρη τήν γῆ, ἀνεξαρτήτως ἡλικίας, φύλου, φυλῆς, ἐθνότητος. Ἀλλά ἀκόμη μέλη εἶναι καί οἱ ἅγιοι πού ἔχουν φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί ζοῦν στόν Οὐρανό.

Πρέπει ὅμως νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τοῦ Βαπτίσματος, ὅπως τό βλέπουμε καί στήν ἀρχαία παράδοση, προηγεῖται ἡ κατήχηση. Καί ὅταν λέμε κατήχηση δέν ἐννοοῦμε μόνον τήν προσφορά τῆς διδασκαλίας τῆς πίστεως προφορικῶς, ἀλλά καί τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη. Δηλαδή στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ὑπῆρχε ἡ τάξη κατηχουμένων, στήν ὁποία βρίσκονταν ὅσοι ἤθελαν νά βαπτισθοῦν καί οἱ ὁποῖοι μάθαιναν τόν τρόπο νά καθαρίσουν τήν καρδιά ἀπό τά πάθη καί νά ἀποκτήσουν, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν φωτισμό τοῦ νοός. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔφθανε σέ μιά τέτοια πνευματική κατάσταση δεχόταν τό ἅγιο Βάπτισμα καί γινόταν πραγματικό μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν, ὅμως, μέ τό Βάπτισμα ἁμάρτανε τότε περιέπιπτε πάλι στήν τάξη τῶν μετανοούντων. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου εἰσήχθη ὁ νηπιοβαπτισμός, γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶχε τήν βεβαιότητα ὅτι οἱ χριστιανικές οἰκογένειες θά βοηθήσουν τά παιδιά τους νά ἀναπτυχθοῦν χριστιανικά. Ἔτσι τούς ἔδινε τήν δωρεά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ὡς πνευματικό ἐμβόλιο, ὥστε νά ἀντιμετωπίζουν μέ τήν Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ νικηφόρα τίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ.

Κατά τήν τελετή τῆς κατήχησης πού προηγεῖται τοῦ Βαπτίσματος ὑπάρχουν τρεῖς πράξεις, οἱ ὁποῖες δείχνουν τήν μεγάλη ἀξία τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἀποταγή τοῦ Σατανᾶ μέ ὅλη τήν λατρεία του, ἡ δεύτερη εἶναι ἡ σύνταξη μέ τόν Χριστό καί ἡ τρίτη εἶναι ἡ προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ.

Τελικά μέ τό ἅγιο Βάπτισμα γεννιόμαστε σέ μιά νέα ζωή, ἀποκτοῦμε τήν δυνατότητα νά ἀναπτυχθοῦμε πνευματικά, καθαρίζεται τό κατ’ εἰκόνα καί ἔχουμε τήν δυνατότητα νά φθάσουμε στό καθ’ ὁμοίωση. Μέ τήν Χάρη τοῦ Βαπτίσματος μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε καί νά ἀποκαλέσουμε τόν Θεό Πατέρα καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἀδελφούς μας, μποροῦμε νά ἀντιμετωπίσουμε τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, ἔχουμε τήν δυνατότητα νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καί βέβαια ἀνάλογα μέ τήν πνευματική κατάσταση μποροῦμε νά ἐκπληρώσουμε τόν σκοπό τῆς δημιουργίας μας.

Νά δοξολογοῦμε τόν Θεό γιά τήν μεγάλη δωρεά πού εἴμαστε βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κυρήγματα: Κυριακή, 15 Αὐγούστου 2000, Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου

Ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ μεγαλύτερη Θεομητορική ἑορτή μέσα στόν ἐτήσιο ἐορτολογικό κύκλο. Καθώς ἑορτάζεται ἡ Παναγία μας στό μέσον του Καλοκαιριοῦ καί καθώς ἐκκλησιαζόμαστε σέ πολλές Ἐκκλησίες καί σέ πολλά Ἐκκλησάκια, πού εἶναι ἀφιερωμένα στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἡ ἑορτή αὐτή ἀποκτᾶ μεγαλύτερη λαμπρότητα καί προκαλεῖ συγκίνηση στήν ψυχή μας.

Αὐτήν τήν ἡμέρα ἀσπαζόμαστε τήν ἱερά εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Στό μέσον της εἰκόνας βλέπουμε τό πανάχραντο σκήνωμα τῆς Παναγίας μᾶς ἐπάνω σε ἕνα κρεβάτι. Πίσω ἀπό τό σῶμα βλέπουμε τόν Χριστό πού κρατᾶ στά χέρια τοῦ ἕνα μικρό βρέφος ἐσπαργανωμένο, πού εἶναι ἡ ψυχή τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία μόλις ἔχει βγῆ ἀπό τό σῶμα της. Γύρω ἀπό τήν Παναγία καί τόν Χριστό εἶναι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν ἀπό τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης “θεαρχίω νεύματι”. Ἐπίσης ἄγγελοι στέκονται σέ ἔκσταση. Ἀκόμη ὑπάρχουν καί τρεῖς Ἐπίσκοποι, ἤτοι ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος καί ὁ ἅγιος Ἱερόθεος, ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ὅλοι ὑμνοῦν τήν Παναγία. Καί μπροστά ἀπό τό κρεβάτι τῆς Παναγίας βρίσκεται κάποιος ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου τά χέρια εἶναι κομμένα καί κρεμασμένα ἐπάνω στό σκήνωμα τῆς Παναγίας. Πρόκειται γιά τόν Ἑβραῖο Ἰεφωνία, πού πῆγε νά ἀτιμάση τό σκήνωμα τῆς Παναγίας καί ἀμέσως ὁ Ἀρχάγγελος τοῦ ἔκοψε τά χέρια.

Ἡ ὅλη εἰκόνα ὄχι μόνον ἀναπαριστᾶ αὐτό πού ἔγινε κατά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς Παναγίας, ἀλλά δείχνει καί τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Πρόκειται γιά μιά εἰκόνα πού δείχνει κατά τόν πλέον ἀνάγλυφο τρόπο τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση, ἀλλά τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἑνότητα Θεοῦ καί ἀνθρώπων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἱερά εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου βλέπουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει στό κέντρο τῆς τόν Χριστό καί τήν Παναγία, ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, καί γύρω ἀπό αὐτούς, τούς Ἀποστόλους, τούς Ἐπισκόπους καί τούς Ἀγγέλους. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Νυμφίος Χριστός, ἡ μητέρα τοῦ Νυμφίου καί οἱ φίλοι του Νυμφίου.

Ἔπειτα, στήν ἱερά εἰκόνα φαίνεται καθαρά ὅτι στήν Ἐκκλησία ἔχει καταργηθῆ ὁ θάνατος, ἀλλά αὐτό πού ὀνομάζουμε θάνατο εἶναι ἕνας ἁπλός ὕπνος. Τό σῶμα δέχεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί αὐτό λαμπρύνεται, ἀλλά καί ἡ ψυχή ζῆ μετά θάνατον, καί ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἁγιασθῆ βρίσκεται “ἐν χειρί Θεού”. Αὐτό πού συνέβη μέ τήν Παναγία, κατά ἀναλογία, ἐπιθυμοῦμε νά συμβῆ καί σέ μᾶς. Δηλαδή, εὐχόμαστε, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα νά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, νά εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, νά προσευχόμαστε, νά ἔχουμε τούς πνευματικούς πατέρας κοντά μας, νά λάβουμε τήν εὐχή τους καί κυρίως νά κοινωνήσουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἀκόμη, ὅπως ὁ Ἰεφωνίας προσπάθησε νά ἀτιμάση τό σῶμα τῆς Παναγίας καί δέν τό κατόρθωσε, ἔτσι ὑπάρχουν διάφοροι ἐχθροί, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά βλάψουν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά δέν κατόρθωσαν οὔτε θά κατορθώσουν νά κάνουν τίποτε, γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο σωματεῖο, ἀλλά τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει μεγάλη δύναμη, δέν φοβᾶται ἀπολύτως τίποτε, ἀλλά σώζει τούς πάντας καί αὐτούς ἀκόμη τούς λεγομένους ἐχθρούς της, ὅταν μετανοήσουν.

Ἡ Παναγία προξένησε μεγάλη χαρά σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, γιατί γέννησε τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ χαρά μας καί ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας. Γι’ αὐτό τήν ἀγαποῦμε καί τήν παρακαλοῦμε νά μᾶς προστατεύη, νά μᾶς ἐνισχύη στίς δύσκολες ὧρες τῆς ζωῆς μας, νά πρεσβεύη γιά νά παραμένουμε μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί νά μεσιτεύη γιά νά ἀξιωθοῦμε νά νικήσουμε τόν θάνατο μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί νά εἰσέλθουμε στήν οὐράνια Ἐκκλησία.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή, 18 Αὐγούστου 2002. Τὸ Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου

Ἕνας ἀπό τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνει τούς ἀνθρώπους, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι καί τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου, τό ὁποῖο τελεῖται κάθε Μεγάλη Τετάρτη στόν ἱερό Ναό γιά τήν καλύτερη προετοιμασία γιά τήν θεία Κοινωνία τῆς Μεγάλης Πέμπτης - πού εἶναι μιά σημαντική μέρα γιατί τότε παραδόθηκε ὁ Μυστικός Δεῖπνος - ἀλλά τελεῖται καί κάθε φορᾶ πού ἐπιθυμεῖ ὁ πιστός. Γιά τόν λόγον αὐτόν ὁ Χριστιανός μερικές φορές καλεῖ τόν ἱερέα στό σπίτι του. Πρόκειται γιά μιά μυστηριακή πράξη πού δείχνει τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν ἄνθρωπο.

Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στήν Καθολική του ἐπιστολή ἀναφέρεται στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἁγίου Εὐχελαίου, ὅταν γράφει: «ἀσθενεῖ τίς ἐν ὑμίν; προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, καί προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτόν ἀλείψαντες αὐτόν ἐλαίω ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου' καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα, καί ἐγερεῖ αὐτόν ὁ Κύριος' κάν ἁμαρτίας ἤ πεποιηκῶς, ἀφεθήσεται αὐτῶ» (Ἰακ. ε', 14-15).

Ἀναλύοντας αὐτό τό ἀποστολικό χωρίο παρατηροῦμε ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ μυστηρίου καί πῶς τελεῖται.

Κατ’ ἀρχάς τελεῖται ἀπό τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας πού ἔχουν τήν ἱερωσύνη. Ἔπειτα γίνεται κυρίως γιά τούς ἀρρώστους, πού πάσχουν ἀπό ἕνα μακροχρόνιο πρόβλημα καί ζητοῦν τήν θεραπεία ἀπό τόν Θεό. Ἀκόμη, τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου συγχωρεῖ καί μερικές συγγνωστές ἁμαρτίες, πού καθημερινῶς διαπράττουμε. Δέν πρόκειται γιά μεγάλες ἁμαρτίες, γιά τίς ὁποῖες χρειάζεται ἐξομολόγηση, ἀλλά γιά τίς λεγόμενες συγγνωστές ἁμαρτίες. Γιατί τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήση καί νά ὑποκαταστήση τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ἐπί πλέον ἡ ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ διά τοῦ μυστηρίου γίνεται κατά τόν βαθμό τῆς πίστεως τοῦ προσερχομένου στό μυστήριο αὐτό. Καί τέλος τό ἱερό Εὐχέλαιον, ὅπως καί ἡ λέξη δηλώνει ἀποτελεῖται ἀπό εὐχή καί ἔλαιον. Δηλαδή, ὁ ἱερεύς προσεύχεται γιά νά ἁγιασθῆ τό λάδι καί στήν συνέχεια μέ τό λάδι ἀλείφει τό σῶμα τοῦ ἀσθενοῦς.

Μέ τό μυστήριο τοῦ ἱεροῦ Εὐχελαίου φανερώνεται ἡ ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς ἀρρώστους πού ὑποφέρουν ἀπό διάφορες ἀσθένειες. Ἡ ἀσθένεια εἶναι μιά φοβερή κατάσταση στόν ἄνθρωπο, ἕνα γεγονός πού ὀφείλεται στό θνητό καί παθητό τῆς φύσεώς μας. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δέν πλάσθηκε μέ τήν ἀσθένεια, ἀλλά ἡ ἀσθένεια ἦλθε στήν συνέχεια ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὕας. Τό θνητό καί παθητό τῆς φύσεως δημιουργεῖ ὅλες τίς ἀσθένειες στό ἀνθρώπινο σῶμα. Ὁ Θεός, βέβαια, φωτίζει τούς ἰατρούς γιά νά βρίσκουν τρόπους θεραπείας, ἀλλά ἐκεῖ πού δέν μπορεῖ νά ἐπέμβη ἡ ἀνθρώπινη ἐπιστήμη, ἐπεμβαίνει ὁ Θεός. Καί πολλές φορές βλέπουμε πολλές τέτοιες θαυματουργικές ἐπεμβάσεις.

Ἡ Ἐκκλησία μέ τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου, ὅπως καί μέ ὅλα τα μυστήρια, ἀποβλέπει στήν θεραπεία καί τήν σωτηρία ὁλοκλήρου του ἀνθρώπου, πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἀποτελεῖται μόνον ἀπό ψυχή, οὔτε μόνον ἀπό σῶμα, ἀλλά ἀπό τό συναμφότερο, δηλαδή ἀπό ψυχή καί σῶμα. Καί, βέβαια, ὑπάρχει μιά ἀλληλοεξάρτηση μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο. Ὅταν ἀρρωσταίνη ἡ ψυχή, αὐτό ἔχει συνέπεια καί στό σῶμα. Καί ὅταν ἀρρωσταίνη τό σῶμα αὐτό ἐπηρεάζει, κατά ποικίλους βαθμούς καί τρόπους, καί τήν ψυχή. Βέβαια, εἶναι ἐνδεχόμενο τό σῶμα, ὡς θνητό καί παθητό νά ὑποφέρη, ἀλλά ἡ ψυχή νά εἶναι ὑγιής καί μερικές φορές ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ σωματική ἀσθένεια τόσο βαθύτερη εἶναι ἡ ψυχική ὑγεία. Ἀλλά, βέβαια, στήν Ἐκκλησία δέν παραθεωροῦμε οὔτε τήν ψυχή οὔτε τό σῶμα.

Στίς εὐχές τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου ὑπάρχουν δύο φράσεις πού πάντοτέ μου κάνουν ἐντύπωση. Ἡ μία εἶναι «καί πάσαν λανθάνουσαν ἀσθένειαν ἀποδίωξον». Ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά θεραπεύση κάθε ἀσθένεια πού δέν τήν γνωρίζουμε ἐκείνη τήν στιγή. Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι ὁ καρκίνος εἶναι μιά ἀσθένεια πού ἀναπτύσσεται πολύ καιρό μέσα στόν ὀργανισμό πρίν ἐμφανισθῆ, τότε καταλαβαίνει αὐτή τήν φράση. Καί πολλές φορές ὁ Θεός μᾶς θεραπεύει ἀπό τέτοιες λανθάνουσες ἀσθένειες, πρίν ἐκδηλωθοῦν, γι’ αὐτό καί πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό καί γιά τίς εὐεργεσίες πού δέν γνωρίζουμε. Καί ἡ δεύτερη φράση εἶναι: «ἁμαρτίας νεότητος ἠμῶν μή μνησθῆς Κύριε». Ὑπάρχουν ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα διαπράξαμε στήν νεότητά μας καί τά ἀγνοοῦμε, ἐπειδή τά ξεχάσαμε. Παρακαλοῦμε τόν Θεό νά τά θεραπεύση γιά νά μή τά βροῦμε μπροστά μας κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Νά μᾶς συγκινήση ἡ ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας μᾶς τόσο γιά τίς ψυχικές ὅσο καί γιά τίς σωματικές ἀσθένειες.

 Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κυρήγματα: Κυριακή, 21 Ἰουλίου 2002. Τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος

Ἀμέσως μετά τήν ἀνάδυση ἀπό τήν Κολυμβήθρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στήν ὁποία ὁ Χριστιανός βαπτίσθηκε στό «ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», γίνεται τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος, δηλαδή ὁ ἱερεύς χρίει τόν νεόφυτο Χριστιανό μέ τό ἅγιο Μύρο στά κεντρικά σημεῖα τοῦ σώματός του, λέγοντας τήν φράση «σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου. Ἀμήν». Ἡ ἐνέργεια αὐτή συναντᾶται στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» ἀφοῦ ἐκεῖ βλέπουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι βαπτίζονταν καί στήν συνέχεια οἱ Ἀπόστολοι πού εἶχαν λάβει τό Ἅγιον Πνεῦμα ἀπό τόν Χριστό, ἔθεταν τά χέρια τους στίς κεφαλές τους καί ἔτσι ἄρχιζαν νά προφητεύουν ἀφοῦ λάμβαναν τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Νικολάου Καβάσιλα τό ἅγιο Χρῖσμα δίνει στόν ἄνθρωπο τήν κίνηση. Ἐάν διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται πνευματικά, μέ τό ἅγιο Χρῖσμα κινεῖται. Δέν ἀρκεῖ τό βρέφος νά γεννηθῆ, ἀλλά πρέπει καί νά ἔχη ἐνέργεια, κίνηση. Αὐτό τό ἔργο ἐπιτελεῖ τό ἅγιο Χρῖσμα.

Πέρα ἀπό αὐτά τό ἅγιο Χρῖσμα λέγεται καί «σφραγίδα». Γι’ αὐτό ὅταν χρίει ὁ Ἱερεύς τόν βαπτισθέντα λέγει τήν φράση «σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου. Ἀμήν». Ἡ σφραγίδα σέ ἕνα δημόσιο ἔγγραφο ἐπικυρώνει τό περιεχόμενό του, ἀκόμα καί αὐτήν τήν ἴδια τήν ὑπογραφή. Ἔτσι καί ἐδῶ το ἅγιο Χρῖσμα εἶναι ἡ ἐπικύρωση τῆς πνευματικῆς γεννήσεως πού ἔγινε μέ τό Βάπτισμα. Αὐτή δέ ἡ ἐπικύρωση ἔχει καί τήν ἔννοια ὅτι ἐπικυρώνει τήν πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι δηλαδή προηγήθηκε ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη καί στήν συνέχεια ὁ ἄνθρωπος ἔφθασε στόν φωτισμό τοῦ νοῦ, ὁπότε ἀπέκτησε νοερά καρδιακή προσευχή. Ἔτσι τό ἅγιο Χρῖσμα εἶναι ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς πνευματικῆς καταστάσεως.

Τό ὑλικό στοιχεῖο τῆς φύσεως πού χρησιμοποιεῖται στό Βάπτισμα, μέσα στό ὁποῖο ἐμβαπτίζεται ὁ Χριστιανός, εἶναι τό νερό. Καί τό ὑλικό στοιχεῖο τοῦ μυστηρίου τοῦ Χρίσματος διά τοῦ ὁποίου μεταδίδονται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό ἅγιο Μῦρο πού ἀποτελεῖται ἀπό διάφορα εὐώδη ὑλικά καί κατασκευάζεται, ὅταν χρειασθῆ, στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί εὐλογεῖται ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Μάλιστα χορηγεῖται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί εἶναι ἕνα ὁρατό στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Εἶναι μεγάλη ἡ δωρεά τοῦ ἁγίου Χρίσματος τήν ὁποία αἰσθανόμαστε σέ κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς μας, ὅταν μετά τήν διάπραξη μιᾶς ἁμαρτίας ἀναπτύσσεται ἡ μετάνοια μέσα στήν καρδιά μας καί χύνουμε καυτά δάκρυα, ζητώντας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τότε ἐνεργεῖ ἡ Χάρη τοῦ ἁγίου Χρίσματος, ὅπως λέγει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας. Κάποιος μοναχός μου ἔλεγε ὅτι ὅταν διέπραξε μιά ἁμαρτία, κατά τήν διάρκεια τοῦ ὕπνου τοῦ ἄκουσε μέσα στήν καρδιά τοῦ μιά φωνή: «καί τό πνεῦμα σου τό ἅγιον μή ἀντανέλης ἀπ’ ἐμοῦ». Αὐτή εἶναι ἡ δωρεά τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Χρίσματος.

Βέβαια ὅταν κανείς ἀρνεῖται τόν Χριστό ἤ προσχωρῆ σέ ἄλλες θρησκεῖες καί αἱρέσεις τότε ὅταν ἐπιστρέψη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν γίνεται τό ἅγιο Βάπτισμα, ἀφοῦ αὐτό γίνεται ἐφ’ ἅπαξ, ἀλλά ἐπαναλαμβάνεται τό ἅγιο Χρῖσμα. Καί αὐτό εἶναι δεῖγμα ὅτι διά τοῦ ἁγίου Χρίσματος ἐπιβεβαιώνεται ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Γενικά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τό ἅγιο Χρῖσμα ἐκδηλώνεται μέ τήν μετάνοια, τά δάκρυα τῆς μετανοίας, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, τήν νοερά καρδιακή προσευχή καί ὅλες τίς ἐμφανεῖς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος λέγει ὅτι γιά νά σωθῆ κανείς πρέπει νά εἶναι βεβαπτισμένος ἀλλά καί βεβαιόπιστος. Οἱ βεβαπτισμένοι, ἐάν δέν ἀνταποκρίνωνται στήν ὅλη προοπτική της χριστιανικῆς ζωῆς δέν σώζονται, ἐνῶ οἱ βεβαπτισμένοι καί βεβαιόπιστοι, ὅσοι, δηλαδή, ἔχουν βαπτισθῆ καί μέσα τους ἐνεργεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα, σώζονται.

Θά πρέπη νά ἀγωνιζόμαστε ὥστε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά κρατοῦμε μέσα στήν καρδιά μᾶς τήν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Χρίσματος σέ μιά ἐνεργή κατάσταση.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κυρήγματα: Κυριακή, 28 Ἰουλίου 2002. Τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας

Ἀφοῦ μέχρι τώρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναλύσαμε τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα, θά πρέπη σήμερα νά ὑπογραμμίσουμε μερικά σημεῖα γιά τό μεγάλο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Βέβαια, γιά τό μυστήριο αὐτό ὑπογραμμίσαμε τά δέοντα στά περυσινά λειτουργικά κηρύγματα. Τώρα ὅμως θά πρέπη νά τονίσουμε μερικά σημεῖα πού ἔχουν σχέση μέ τήν πνευματική ζωή καί τήν θεία Εὐχαριστία.

Ὁ ἄνθρωπος πρῶτα γεννιέται, στήν συνέχεια πρέπει νά ἔχη μέσα του κίνηση καί ἐνέργεια καί βέβαια γιά νά ζήση χρειάζεται νά τραφῆ. Ἄν κάποιος μετά τήν γέννησή του δέν ἔχει ἐνέργεια καί δέν τρέφεται θά ἔλθη στιγμή πού θά πεθάνη. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν πνευματική γέννηση. Πρῶτα κανείς ἀναγεννιέται ἀπό τήν πνευματική μήτρα τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἡ Κολυμβήθρα, ἔπειτα χρίεται μέ τό ἅγιο Χρίσμα καί ἀποκτᾶ κίνηση καί στήν συνέχεια προσέρχεται στήν θεία Κοινωνία καί κοινωνεῖ τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ γιά νά ζήση.

Αὐτός ὁ συνδυασμός μεταξύ του Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τῆς θείας Κοινωνίας φαινόταν ἔκδηλα στούς πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας, τότε πού τό Βάπτισμα γινόταν κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, ὁπότε ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος λάμβανε γιά πρώτη φορά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα ἡ θεία Κοινωνία, ἀφοῦ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος γίνεται ἔξω ἀπό τήν θεία Λειτουργία, λαμβάνεται στήν πρώτη θεία Εὐχαριστία. Πάντως βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε γιά νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Δέν νοεῖται πνευματική ζωή χωρίς θεία Κοινωνία, χωρίς τόν Χριστό.

Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τό ὑπερφυέστατο μυστήριο, τό κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὁ σκοπός ὅλων των μυστηρίων, τό τέλος τῆς πορείας μας πρός τόν Θεό. Πολλοί Χριστιανοί εἶναι βαπτισμένοι καί χρισμένοι, θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ὡς Χριστιανό, ἀλλά ὅμως δέν κοινωνοῦν. Εἶναι σάν νά ἑτοιμάζεται ἕνα δεῖπνο καί ἐνῶ κληθήκαμε σέ αὐτό δέν προσερχόμαστε ἤ προσερχόμαστε στό δεῖπνο καί δέν τρῶμε ἀπό τά παρατιθέμενα.

Ἡ μετάληψη, ὅμως, τῶν Τιμίων Δώρων δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα, δηλαδή χρειάζονται οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Μιά προϋπόθεση εἶναι νά ἔχη κανείς δεχθῆ ὀρθόδοξο βάπτισμα. Ἐάν ἔχη βαπτισθῆ μέ τό τυπικό μιᾶς ἄλλης ὁμολογίας, ὅπως τό κάνουν οἱ Λατίνοι καί οἱ Προτεστάντες, καί ἀνήκει σέ μιά ἄλλη θρησκευτική παράταξη, δέν μπορεῖ νά κοινωνήση. Ἐπίσης πρέπει νά ἐνεργή μέσα στήν καρδιά τοῦ τό χάρισμα τοῦ Χρίσματος, δηλαδή νά ἔχη μετάνοια, συναίσθηση τῆς καταστάσεώς του καί βέβαια ἡ μετάνοια νά εἶναι ἐνεργοῦσα καί βεβαιωμένη ἀπό πνευματικό πατέρα. Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί ἡ θεία Κοινωνία ἐνεργεῖ ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ κάθε Χριστιανοῦ. Βεβαίως, ἡ θεία Κοινωνία εἶναι φάρμακο, ἀλλά καί τά φάρμακα ἐνεργοῦν καί λαμβάνονται ἀνάλογα μέ τήν κάθε περίσταση. Μπορεῖ νά βοηθήσουν στήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν λαμβάνωνται μέ τίς ἀπαραίτητες δόσεις καί ὅσο τά ἀντέχη ὁ ὀργανισμός, τό στομάχι, ἐνῶ ὅταν δέν λαμβάνωνται μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις, τότε δημιουργοῦν παρενέργειες. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν θεία Κοινωνία.

Πρέπει νά κοινωνοῦμε μέ τήν ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα. Ἀκόμη, ὅμως, θά πρέπη πρίν τήν θεία Κοινωνία νά διαβάζουμε τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως γιά νά ἐνισχυθῆ ὁ πνευματικός μας ὀργανισμός ὥστε νά ἀντέξη στήν λήψη τῆς στερεᾶς αὐτῆς πνευματικῆς τροφῆς, ἀλλά καί μετά τήν θεία Κοινωνία θά πρέπη, νά διαβάζουμε τήν εἰδική ἀκολουθία πού ἔχουν συγγράψει ἅγιοι ἄνθρωποι, ὥστε μέ τήν κατάνυξη καί τήν μετάνοιά μας νά ἐπενεργήση μέσα μας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Πρέπει νά θυμηθοῦμε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ το αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἐαυτοῖς» (Ἰω. ς', 53). Τήν πραγματική ζωή χορηγεῖ ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἔξω ἀπό τόν Χριστό βασιλεύει ὁ πνευματικός θάνατος.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή, 6 Αὐγούστου 2000. Ἑορτή Μεταμορφώσεως

Τά προφητικά καί ἀποστολικά κείμενα δέν εἶναι καρπός φιλοσοφικῶν θεωριῶν καί στοχασμῶν, ἀλλά καρπός τῆς ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας. Δηλαδή, τόσο οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσο καί οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶδαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Οἱ μέν Προφῆτες εἶδαν τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ πρίν τήν ἐνανθρώπησή Του, οἱ δέ Ἀπόστολοι εἶδαν τόν Χριστό μετά τήν ἐνανθρώπησή Του. Ὁπότε, αὐτήν τήν ἐμπειρία κατέγραψαν στά κείμενά τους καί καθοδήγησαν τούς Χριστιανούς μέ τό περιεχόμενο αὐτῆς τῆς θεολογίας.

Αὐτό τό βλέπουμε καί στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού διαβάσαμε σήμερα στήν Ἐκκλησία, λόγω τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἕνα τμῆμα ἀπό τήν δεύτερη καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν ἐμπειρία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ πού εἶχε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς μαθητές πού ἀξιώθηκε νά βρεθῆ στό Θαβώρ, τότε πού ὁ Χριστός μεταμορφώθηκε μπροστά στούς μαθητές Του, ὅπου το πρόσωπό Του ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὡς τό φῶς.

Μεταξύ των ἄλλων, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγει ὅτι δέν ἐγνώριζε τήν δύναμη καί τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέ μύθους ἀνθρωπίνης σοφίας, δηλαδή μέ φαντασία καί στοχασμούς, ἀλλά “ἐπόπται γεννηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος” (Β' Πέτρ. α', 16). Καί στήν συνέχεια ἀναφέρεται στό μεγάλο γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, τότε πού ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Πατρός “οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὅν ἐγώ εὐδόκησα” καί τήν ἄκουσε τήν φωνή αὐτήν, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος “σύν αὐτῶ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίω” (Β' Πέτρ. α', 17-18). Ὁπότε, ὅσα λέγει εἶναι καρπός ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας καί ὄχι φιλοσοφίας καί ἠθικολογίας.

Μέ αὐτήν τήν ἐμπειρία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος κατευθύνει τούς Χριστιανούς καί οἱ συμβουλές τοῦ ἐμπνέονται ἀπό αὐτήν τήν μεγάλη ἀποκαλυπτική ἀλήθεια. Δέν διδάσκει τούς Χριστιανούς μέ ἀνθρώπινους λόγους καί δέν τούς δίδει ἀνθρώπινες συμβουλές, οὔτε ὁ λόγος τοῦ ἐξαντλεῖται σέ μιά κοινωνική ἠθική καί μιά διδασκαλία γιά νά γίνουμε καλοί ἄνθρωποι καί καλοί πολίτες. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό ἴδιο το ἀποστολικό κείμενο, πού διαβάσαμε σήμερα στήν θεία Λειτουργία.

Μεταξύ ἄλλων λέγει στούς Χριστιανούς: “Σπουδάσατε βεβαίαν ὑμῶν τήν κλῆσιν καί ἐκλογήν ποιείσθαι” (Β' Πέτρ. α', 10). Χρειάζεται, δηλαδή, μεγάλη σπουδή καί ἀγώνας, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά γνωρίσουν καί νά ζήσουν τήν κλήση τους καί τήν ἐκλογή τους. Ὁ ἄνθρωπος ἀμέσως μετά τήν δημιουργία τοῦ ἔχει κληθῆ ἀπό τόν Θεό νά φθάση στό καθ’ ὁμοίωση, νά ἑνωθῆ μέ τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη κλήση καί ἡ μεγάλη ἐκλογή. Γι’ αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος λέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κεκελευσμένος Θεός, δηλαδή ἔχει κληθῆ νά γίνη κατά χάριν Θεός. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπει τήν κλήση του καί τήν ἐκλογή του, καί ἀγωνίζεται νά τήν ἐκπληρώση, μέ τόν τρόπο πού διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τότε “πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμίν ἡ εἴσοδος εἰς τήν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἠμῶν καί σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστού” (Β' Πέτρ. α', 11). Καί βέβαια, ὅταν γίνεται λόγος γιά βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καί εἴσοδος σέ αὐτήν ἐννοεῖται το νά εἰσέλθη ὁ ἄνθρωπος στήν δόξα τῆς Μεταμορφώσεώς Του.

Ἀπό αὐτά φαίνεται, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὅτι εἴμαστε πλασμένοι γιά μεγάλα καί ὑψηλά, γιά αἰώνια καί ἀναφαίρετα ἀγαθά. Δέν δημιουργηθήκαμε ἀπό τόν Θεό γιά νά περνᾶμε καλά στήν ζωή αὐτή καί νά ἐξαντλούμαστε μόνον στήν βιολογική, τήν κοινωνική καί οἰκογενειακή ζωή. Κέντρο τῆς ζωῆς μᾶς πρέπει νά εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό πρέπει νά τό ἀντιληφθοῦμε, γιατί τότε θά ἀλλάξη ἡ ζωή μας καί ὅλα ὅσα ζοῦμε θά ἀποκτήσουν ἄλλη προοπτική καί ἄλλο νόημα.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κυρήγματα: Κυριακή, 7 Ἰουλίου 2002. Ἐκκλησία καί Μυστήρια

Τά σύντομα κηρύγματα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πού θά γίνωνται κατά τούς καλοκαιρινούς μῆνες στούς Ἱερούς Ναούς τῆς Μητροπόλεώς μας, κατά τήν θεία Λειτουργία, ὅπως ὑπάρχει συνήθεια, θά ἀναφερθοῦν στό μέγα θέμα τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας καί μέ μεγάλη συντομία θά παρουσιάσουν τά βασικά σημεῖα κάθε μυστηρίου τόσο γιά νά τονισθῆ ἡ ἀξία τούς ὅσο καί γιά νά συμμετάσχουμε σέ αὐτά.

Τό σημερινό εἰσαγωγικό κήρυγμα θά ἀναφερθῆ στό θέμα «Ἐκκλησία καί Μυστήρια».

Τό ἔχουμε τονίσει ἐπανειλημμένως ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση ἀλλά Θεανθρώπινος ὀργανισμός, δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο σωματεῖο ἀλλά τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅ,τι γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι γεμάτο ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὁλόκληρη ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι εὐλογημένη. Καί μιά προσευχή πού ἀπευθύνει κανείς, ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας στόν Θεό, μέ κατάνυξη καί συντριβή, εἶναι αἰτία εὐλογίας καί βιώσεως, κατά διαφόρους βαθμούς, τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἐπικρατήσει νά λέγεται ὅτι ὑπάρχουν ἑπτά μυστήρια, ἤτοι τό Βάπτισμα, τό Χρίσμα, ἡ θεία Κοινωνία, ἡ Ἐξομολόγηση, ἡ Ἱερωσύνη, ὁ Γάμος, τό Εὐχέλαιο, ἀπό τά ὁποῖα τά τέσσερα εἶναι ὑποχρεωτικά καί τά ἄλλα τρία προαιρετικά. Ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τρία εἶναι τά βασικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τό Βάπτισμα πού λέγεται εἰσαγωγικό μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου εἰσαγόμαστε στήν ἐκκλησιαστική ζωή, τό Χρίσμα πού εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ θεία Κοινωνία διά τῆς ὁποίας κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας λέγει ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι ἡ πνευματική γέννηση τοῦ ἀνθρώπου, τό Χρίσμα εἶναι ἡ κίνηση καί ἡ θεία Κοινωνία εἶναι ἡ ζωή.

Τελικά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τά μυστήρια εἶναι οἱ κρουνοί διά τῶν ὁποίων λαμβάνουμε τό ὕδωρ τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, καί βέβαια μετέχουμε τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ ἀνάλογα μέ τήν πνευματική μας κατάσταση, δηλαδή ἀνάλογα μέ τόν βαθμό τῆς μεθέξεως τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας γράφει ὅτι ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», δηλαδή ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται διά τῶν μυστηρίων, πού σημαίνει ὅτι διά τῶν μυστηρίων βιώνουμε ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μᾶς τρέφει ὡς ὑπομάζια βρέφη μέ τούς δύο μαστούς της πού εἶναι τό Βάπτισμα καί ἡ θεία Εὐχαριστία. Χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά ζήσουμε, οὔτε μποροῦμε νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Καί, βέβαια, πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε καλά ὅτι ἡ μετοχή μας στά μυστήρια αὐτά γίνεται μέ προϋποθέσεις, δηλαδή μέ πίστη στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν σωτηρία μας, μέ κατάλληλη πνευματική προετοιμασία καί αἴσθηση ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Πρέπει νά μετέχουμε τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας γιά νά εἴμαστε πραγματικά μέλη καί νά αἰσθανόμαστε ὅτι ἀνήκουμε σέ μιά πνευματική οἰκογένεια.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Ὁ θαυμασμός τοῦ Χριστοῦ

Κυριακή Δ΄ Ματθαίου (6 Ἰουλίου)

Τό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στήν θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου, ὁ ὁποῖος ἦταν παράλυτος καί κατάκοιτος στό σπίτι. Ὁ ἑκατόνταρχος ἦταν ἀξιωματικός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, πού ἀντιστοιχεῖ σήμερα πρός τόν λοχαγό, καί διηύθυνε ἑκατό ἄνδρες-στρατιῶτες, γι’ αὐτό καί ὀνομαζόταν ἑκατόνταρχος.

Στήν Καινή Διαθήκη μνημονεύονται εὐφήμως ὁρισμένοι ἑκατόνταρχοι, ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος πού παρευρέθηκε στόν Γολγοθᾶ, πού ὅταν εἶδε μαζί μέ τούς στρατιῶτες του τόν σεισμό καί τά γενόμενα ἐφοβήθησε καί εἶπε: «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἦν οὗτος» (Ματθ. κζ΄, 14), καθώς ἐπίσης καί ὁ ἑκατόνταρχος Κορνήλιος, πού ἔμενε στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καί ὑπῆρξε ἀπό τά ἔθνη πρῶτος καρπός τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ (Πρ. κεφ. κ΄).

Ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος ἐπαινέθηκε ἀπό τόν Χριστό γιά τήν πίστη του, ἀφοῦ ζήτησε ἀπό τόν Χριστό τήν θεραπεία τοῦ δούλου του μέ ἕναν λόγο, πράγμα πού σημαίνει ὅτι πίστευε στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Εὐαγγελιστής γράφει: «ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθ. η΄, 10). Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ἄλλοτε θαύμασε καί γιά τήν ἀπιστία τῶν συμπατριωτῶν του Ἰσραηλιτῶν στήν Ναζαρέτ, πού πήγαιναν στήν Συναγωγή, ὅπως διασώζει ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος: «καί ἐθαύμαζε διά τήν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Μᾶρκ. στ΄, 6). Ἔτσι, ὁ Χριστός θαύμασε γιά τήν πίστη τοῦ ἀλλοθρήσκου ἑκατοντάρχου καί θαύμασε γιά τήν ἀπιστία τῶν ὁμοθρήσκων Του.

Αὐτό συμβαίνει σέ κάθε ἐποχή. Ὑπάρχουν Χριστιανοί βαπτισμένοι καί χρισμένοι πού εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν ζοῦν σύμφωνα μέ αὐτά πού πιστεύουν, πράγμα πού προκαλεῖ τόν θαυμασμό τοῦ Χριστοῦ, καί ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν εἶναι βαπτισμένοι, δέν εἶναι Χριστιανοί καί προκαλοῦν πάλι τόν θαυμασμό τοῦ Χριστοῦ.

Βεβαίως, εἶναι σημαντικό νά εἴμαστε Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι, νά ἔχουμε βαπτισθῆ στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θά σωθοῦμε, ἄν δέν ἀνταποκρινόμαστε σέ αὐτήν τήν μεγάλη δωρεά. Χρειάζεται στήν ζωή μας ἕνας διαρκής ἀγώνας γιά νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Σέ ὅλα τά θέματα ἀπαιτεῖται νά πιστοποιῆ κανείς τήν ἰδιότητά του. Δέν φθάνει νά εἶναι κανείς ἱκανός ἐπιστήμων, ἐάν ἀρκεσθῆ στήν λήψη τοῦ πτυχίου του καί δέν παρακολουθῆ τήν ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης ἤ δέν κάνη ἐφαρμογή αὐτῶν πού ἔχει μάθει. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τούς Χριστιανούς.
Τά Μυστήρια καί τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν σωτηρία μας καί ἔχουμε εὐλογηθῆ ἀπό τόν Θεό νά ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία, καί στηριζόμαστε στήν ἐμπειρία καί τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἀλλά αὐτό εἶναι προϋπόθεση γιά νά ἀγωνιζόμαστε στήν πνευματική μας ζωή.

Ὁ ἑκατόνταρχος χωρίς νά εἶναι βαπτισμένος πίστευε στόν Θεό, καί αὐτή ἡ πίστη συνδεόταν μέ τήν αὐτομεμψία, ἀφοῦ εἶπε ἐκεῖνον τόν ὑπέροχο λόγο: «οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς» (Ματθ, η΄, 8). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πίστη δέν συνδέεται μέ τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωϊσμό, τήν κομπορρημοσύνη, ἀλλά μέ τήν ταπείνωση, τήν εὐλάβεια.

Σήμερα στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε καί τόν ἄλλον σημαντικό λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὅταν θά ἐμφανισθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, θά ἔλθουν πολλοί ἀπό τήν ἀνατολή καί τήν δύση καί θά καθήσουν στό ἴδιο τραπέζι μέ τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ, ἐνῶ οἱ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας θά ἐκβληθοῦν στό σκοτάδι, ἐκεῖ ὅπου θά κλαῖνε καί θά τρίζουν τά δόντια τους. Αὐτό τό ἔλεγε γιά τούς Ἰουδαίους τῆς ἐποχῆς Του, ἀλλά ἰσχύει γιά κάθε ἐποχή.

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί μέσα σέ αὐτήν θά εἰσέλθουν ὅσοι ἔχουν πίστη, ἐνῶ ὅσοι εἶναι ἄπιστοι θά εἶναι στό σκοτάδι. Ἔτσι, ἡ πίστη εἶναι φῶς καί μετοχή τοῦ φωτός.

Πρέπει νά ζοῦμε κατά τέτοιον τρόπο, ὥστε νά μή καυχόμαστε μόνον ὅτι εἴμαστε Χριστιανοί, ἀλλά νά φανερώνουμε καθημερινά ὅτι εἴμαστε ἀπό ἐκείνους γιά τούς ὁποίους ὁ Χριστός θαυμάζει γιά τήν πίστη τους, νά ἔχουμε τό φῶς τῆς πίστεως καί ὄχι τό σκότος τῆς ἀπιστίας ἤ τῆς δυσπιστίας.

Ο Μητροπολιτης
+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες Φῶς τοῦ κόσμου

Κυριακή τῶν Ἁγίων Πατέρων (13 Ἰουλίου)

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἑορτάζουν σήμερα, οἱ ὁποῖοι θέσπισαν καί κατοχύρωσαν τό δόγμα ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, θεία καί ἀνθρωπίνη, εἶναι ἑνωμένες «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» στήν ὑπόστασή Του, καί αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς Χριστιανούς.

Κατ’ ἀρχάς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεσπίζοντας αὐτό τό δόγμα δέν τό ἔκαναν γιά νά φιλοσοφήσουν ἤ νά στοχαστοῦν ἤ νά ἀναπτύξουν τήν φιλοσοφία, ἀλλά γιά νά ἀπαντήσουν στήν σκέψη τῶν αἱρετικῶν θεολόγων τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι πράγματι φιλοσοφοῦσαν. Οἱ Πατέρες θεολογοῦσαν μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό ὅ,τι οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν διάδοχοι τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων καί εἶχαν ἐμπειρική θεολογία. Δηλαδή, προηγήθηκε ἡ ἐμπειρική θεολογία καί ἀκολούθησε ἡ δογματική ὁμολογία. Ἔτσι, ἦταν, κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, «πάσχοντες τά θεῖα καί μή διανοούμενοι», δηλαδή μετεῖχαν τῆς θείας Χάριτος καί δέν στοχάζονταν.

Αὐτό φαίνεται στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τό ὁποῖο καθορίσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία νά διαβάζεται σήμερα, ἑορτή τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του: «Ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄, 14), δηλαδή οἱ Ἀπόστολοι εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, τό φῶς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό, ὅμως, προϋποθέτει ὅτι εἶναι μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, καί συνδέονται μαζί Του. Πῶς μποροῦμε νά τό καταλάβουμε αὐτό;

Ὅταν ὁ Χριστός λέγη ὅτι εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, δέν ἐννοεῖ τό ἠθικό, φυσικό ἤ συμβολικό φῶς, ἀλλά τό πραγματικό φῶς. Οἱ τρεῖς μαθητές πού παρευρέθηκαν στό ὄρος Θαβώρ, ὅταν εἶδαν νά βγαίνη ἡ λάμψη, τό Φῶς τῆς Θεότητος ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί νά λάμπη τό πρόσωπό Του, ὅπως ὁ ἥλιος, καί τά ἱμάτιά Του νά εἶναι λευκά, ὅπως τό φῶς, τότε κατάλαβαν τήν μεγάλη αὐτή ἀλήθεια. Οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, μετεῖχαν αὐτοῦ τοῦ Φωτός, γι’ αὐτό καί αὐτοί εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, ὡς ἑτερόφωτα φῶτα.

Ἔτσι, ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ οἱ Μαθητές εἶδαν πῶς ἐνεργοῦν οἱ δύο φύσεις στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔλαμπε ἀπό τό Φῶς τῆς θεότητος, χωρίς νά διαλύεται, νά ἀφομοιώνεται ἤ νά καταστρέφεται. Τό Φῶς τῆς θεότητος δέν ἐρχόταν ἀπό ἔξω, ἀλλά ἦταν ἑνωμένο μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτές οἱ δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη, στόν Χριστό εἶναι ἑνωμένες, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη φύση δέχεται τό Φῶς τῆς θεότητος, χωρίς νά ἀφομοιώνεται μέ αὐτό.

Αὐτή τήν θεοπτική ἐμπειρία εἶδαν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γι’ αὐτό ὅταν ἐμφανίσθηκαν οἱ αἱρετικοί, ὅπως οἱ μονοφυσίτες, πού δίδασκαν ὅτι, μετά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων, ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση, τότε οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντέδρασαν. Ἡ ἐμπειρία πού εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι πιστοποιοῦσε ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑνωμένες «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως», δηλαδή στόν Χριστό δέν ὑπάρχει σύγχυση μεταξύ τῶν δύο φύσεων οὔτε παθαίνουν κάποια τροπή ἤ ἀλλοίωση οὔτε διαιροῦνται οὔτε χωρίζονται. Αὐτές οἱ διατυπώσεις τῶν ἁγίων Πατέρων δέν ἦταν ἀπόρροια φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλά καρπός ἐμπειρίας. Ὅποιος βλέπει τόν ἥλιο κάθε πρωΐ νά ἀνατέλλη καί τό βράδυ νά δύη δέν μπορεῖ νά κάνη καμμιά σύγχυση μεταξύ ἀνατολῆς καί δύσεως τοῦ ἡλίου, γιατί τό γνωρίζει ἐμπειρικῶς. Ἐπίσης, ὅποιος βλέπει ἕνα σίδερο πού βρίσκεται στήν φωτιά νά φλέγεται, γνωρίζει ὅτι τό φῶς εἶναι ἀπό τήν φωτιά, ἐνῶ τό φλεγόμενο ἀντικείμενο παραμένει σίδερο, χωρίς νά ἀφομοιώνεται.

Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Πατέρες εἶναι ἐμπειρικοί θεολόγοι καί ὄχι φιλόσοφοι, εἶναι φῶς τοῦ κόσμου καί ὄχι ἐπιστήμονες, καί ἔτσι θεολόγησαν. Ἑπομένως, σέ αὐτούς πρέπει νά βασιζόμαστε στά θεολογικά θέματα καί γενικά στά θέματα πού συνδέονται μέ τήν πίστη.

Ο Μητροπολιτης
+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 

Γραπτὰ κυρήγματα: Τό Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας

Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου (27 Ἰουλίου)

Στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε γιά τό θαῦμα πού ἔκανε ὁ Χριστός στούς δύο τυφλούς, οἱ ὁποῖοι Τόν ἀκολουθοῦσαν κράζοντες «ἐλέησον ἡμᾶς Υἱέ Δαυίδ» καί ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό φῶς τοῦ ἡλίου καί ὅλη τήν δημιουργία. Προηγουμένως, ἦταν τυφλοί καί βρίσκονταν στό σκοτάδι. Ὅμως, ὅταν ὁ Χριστός τούς ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς, ἄρχισαν γιά πρώτη φορά νά βλέπουν τήν δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, τό Εὐαγγέλιο μᾶς εἶπε ὅτι ὁ Χριστός θεράπευσε ἕναν δαιμονισμένο κωφό, ὁ ὁποῖος στήν συνέχεια καί ἄκουγε καί ὁμιλοῦσε. Φῶς καί ἦχος εἶναι δύο σημαντικά γεγονότα, πού συνδέονται μέ τήν δημιουργία, ἀλλά καί μέ δύο βασικές αἰσθήσεις πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο γιά νά βλέπη καί νά ἀκούη, δηλαδή τήν αἴσθηση τῆς ὁράσεως καί τήν αἴσθηση τῆς ἀκοῆς.

Στό τέλος τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος γράφεται ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο ὅτι ὁ Χριστός περιόδευε ὅλες τίς πόλεις διδάσκοντας στήν συναγωγή καί κηρύσσοντας «τό εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας» καί θεραπεύοντας κάθε ἀσθένεια καί ἀδυναμία στόν λαό. Αὐτό τό εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας ἦταν τό περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων, μετά τήν Πεντηκοστή. Ὁ Χριστός εἶπε μετά τήν Ἀνάστασή Του στούς Ἀπόστόλους: «πορευθέντες εἰς τόν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μᾶρκ. ιστ΄, 15). Διαβάζοντας κανείς τίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» καί τίς Ἐπιστολές τους θά διαπιστώση ὅτι αὐτό ἦταν τό περιεχόμενο καί ὁ σκοπός τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, δηλαδή ὁμιλοῦσαν γιά τό εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εὐαγγέλιο θά πῆ καλή εἴδηση, καλή ἀγγελία, καί αὐτή ἡ καλή εἴδηση εἶναι ὅτι ἦλθε αὐτή ἡ Βασιλεία. Τί σημαίνει αὐτό;

Αὐτό ἔχει σχέση μέ τό θαῦμα πού ἀκούσαμε σήμερα. Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν τυφλῶν γιά νά δοῦν τό φῶς τοῦ ἡλίου, καί τοῦ κωφαλάλου γιά νά ἀκούση τόν ἦχο καί νά ὁμιλῆ, ἔχει ἀναφορά στό ἄλλο θαῦμα τό νά ἀποκτήση κανείς ὀφθαλμό γιά νά δῆ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί νά ἀποκτήση αὐτιά γιά νά ἀκούη τήν φωνή τοῦ Θεοῦ.

Ὑπάρχει διαφορά μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος, δηλαδή δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτιστός, ἔχει δημιουργηθῆ ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός ὅταν ἐμφανίζεται στούς ἀνθρώπους φαίνεται ὡς Φῶς, ὁ Θεός εἶναι Φῶς, ἀλλά διαφέρει ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου. Οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι εἶδαν τόν Χριστό μέσα στό Φῶς. Ὅταν, ὅμως, θέλησαν νά ὁμιλήσουν γιά τόν Θεό πού εἶναι μέσα στό Φῶς, χρησιμοποίησαν καί τήν ἔννοια τοῦ κτιστοῦ ἡλίου ἤ τήν εἰκόνα τῆς δόξας τοῦ ἐπιγείου βασιλέως.

Ὁ ἐπίγειος βασιλεύς, ὁ αὐτοκράτωρ, παρουσιαζόταν στούς ἀνθρώπους μέ μεγαλοπρέπεια, μέ τιμές, φοροῦσε ἀστραφτερά ἱμάτια, περιβαλλόταν ἀπό στρατιῶτες, ἔμενε μέσα σέ φωτόλουστα παλάτια. Ὅταν ἔκανε δεῖπνο ὅλα ἦταν φωτισμένα, λαμπρά. Ὁ γάμος τοῦ υἱοῦ του ἦταν τό μεγαλύτερο γεγονός στήν αὐτοκρατορία. Ἑπομένως, καί ὁ Χριστός καί ὅσοι εἶδαν τόν Χριστό μέσα στό Φῶς χρησιμοποίησαν εἰκόνες ἀπό τήν ζωή τοῦ βασιλέως γιά νά δείξουν τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ Χριστός ὁμίλησε γιά Βασιλεία Θεοῦ, γιά μεγαλοπρεπές δεῖπνο, γιά γάμους τοῦ υἱοῦ τοῦ Βασιλέως.

Τό Εὐαγγέλιο, λοιπόν, τῆς Βασιλείας εἶναι ὁ λόγος γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τό οὐράνιο Φῶς Του, καί προτροπή στούς ἀνθρώπους νά ἀποκτήσουν σχέση μέ αὐτό τό Φῶς, νά μεθέξουν τοῦ θείου Φωτός, νά δοῦν αὐτό τό Φῶς καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ Χριστός μᾶς δίδαξε νά παρακαλοῦμε τόν Θεό λέγοντας: «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου», νά ἔλθη αὐτό τό Φῶς μέσα μας καί στήν κοινωνία μας. Προϋπόθεση γιά νά ἔλθη αὐτό τό Φῶς εἶναι ἡ μετάνοια, γι’ αὐτό ὁ Χριστός, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καί οἱ Ἀπόστολοι προέτρεπαν τούς ἀνθρώπους: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ», καί ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Φωτός εἶναι ὅτι ἐκδιώκεται ὁ διάβολος καί οἱ ἐνέργειές του.

Αὐτό εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος, γι’ αὐτό καί λέγεται κήρυγμα «προφητείας». Τό ὀρθόδοξο κήρυγμα εἶναι φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, καί προτροπή γιά μέθεξη αὐτῆς τῆς δόξας, γιά συμμετοχή σέ αὐτήν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς, σήμερα τό κήρυγμα πολλῶν ἀπό μᾶς ἀναφέρεται σέ ἠθικά καί κοινωνικά θέματα, κοινωνικοποιεῖται καί πολιτικοποιεῖται, ὥστε νά εἶναι σύγχρονο.

Ἑπομένως, οἱ ἄνθρωποι σήμερα, πού ἔχουν πνευματική τύφλωση καί κώφωση καί δέν μποροῦν νά βλέπουν τόν Θεό καί νά ἀκοῦν τήν φωνή Του, ἔχουν ἀνάγκη νά θεραπευθοῦν, ὥστε νά βλέπουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν μιά Ἐκκλησία δέν ἀνταποκρίνεται στόν σκοπό αὐτό, εἶναι ἐκκοσμικευμένη καί χάνει τήν ἀποστολή της.

Ο Μητροπολιτης
+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Τό χρέος καί ἡ ἀπολογία

Κυριακή ΙΑ΄ Ματθαίου (24 Αὐγούστου)

Μεταξύ τῶν παραβολῶν πού εἶπε ὁ Χριστός στούς ἀκροατές Του, εἶναι καί ἡ παραβολή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει σχέση μέ τό χρέος πού ἔχουμε καί τήν ἀπολογία πού θά δώσουμε στόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι κάποιος ὀφειλέτης μεγάλου ποσοῦ ζήτησε τήν ἐπιείκεια καί τήν ἀπαλλαγή τοῦ χρέους του, ἀλλά ὁ ἴδιος ὅμως δέν ἔκανε τό ἴδιο μέ κάποιον σύνδουλό του, πού τοῦ χρωστοῦσε ἕνα πολύ μικρό ποσό. Αὐτό εἶχε συνέπειες γι’ αὐτόν, γιατί τιμωρήθηκε σκληρά ἀπό τόν κύριό του.

Τό θέμα αὐτό ἔχει μιά εὐχαριστιακή ἑρμηνεία, πού ἔχει μεγάλες κοινωνικές προεκτάσεις. Ἡ συνάντηση τοῦ Κυρίου μέ τούς δούλους γίνεται στήν θεία Λειτουργία. Πηγαίνουμε ὅλοι μας κάθε φορά στήν θεία Λειτουργία, βεβαρημένοι ἀπό πταίσματα, ἁμαρτήματα, καταχρεωμένοι ἀπό διάφορες πράξεις καί ἐνέργειες πού κάναμε. Ἔχουμε λάβει ἀπό τόν Θεό πολλά χαρίσματα, μεγάλα δῶρα, τά ὁποῖα κατασπαταλοῦμε ἄσκοπα καί ἄπρεπα. Εἰσερχόμενοι στόν Ναό γιά νά λειτουργηθοῦμε, αἰσθανόμαστε τήν δόξα καί τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀκοῦμε τά ὑπέροχα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, δεχόμαστε τίς ἱερατικές εὐλογίες, αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού μᾶς συγκινεῖ. Καταλαβαίνουμε τά ἁμαρτήματά μας, πού μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν δόξα καί τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί μᾶς κάνουν σκοτεινούς. Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι καταχρασθήκαμε τίς μεγάλες δωρεές τοῦ Θεοῦ. Τότε ἀρχίζουμε νά κλαῖμε, νά πονᾶμε, νά ζητᾶμε τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τό κάνουμε αὐτό μέ πίστη, αἰσθανόμαστε μιά παρηγοριά στήν καρδιά μας, ὁ Χριστός πού εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου στέλλει τήν Χάρη Του μέσα στό σκοτάδι τῆς ψυχῆς μας καί στήν ἀπελπισία μας, ὅπως κατέβηκε στόν ἄδη καί τόν γέμισε μέ Φῶς. Ἔτσι, ὁ Χριστός στήν θεία Λειτουργία μᾶς φωτίζει, μᾶς συγχωρεῖ.

 

Ὅταν ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς θείας Λειτουργίας δέν μεταμορφώνη τήν ζωή μας καί δέν ἀλλοιώνει καί τήν κοινωνική μας συμπεριφορά, τότε θά εἴμαστε ἐμεῖς αἴτιοι τῆς καταστροφῆς μας.

 

Ὅμως πολλές φορές ξεχνᾶμε αὐτή τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ὅταν βγαίνουμε ἀπό τήν θεία Λειτουργία δείχνουμε ἄλλη συμπεριφορά. Ἐνῶ δεχθήκαμε συγχώρηση ἀπό τόν Θεό, ἐμεῖς δέν συγχωροῦμε τούς ἀδελφούς μας. Ἐνῶ ὁ Χριστός μᾶς ἔδειξε τήν δόξα Του στήν θεία Λειτουργία, ἐμεῖς μετά ἀπό αὐτήν συνεχίζουμε τήν ζωή τῆς ἀσπλαχνίας. Ἐνῶ αἰσθανθήκαμε τό θεῖο Φῶς, ἐμεῖς εἰσερχόμαστε πάλι μέσα στό σκοτάδι τῶν πονηρῶν ἔργων. Ἐνῶ ὁ Χριστός στήν θεία Λειτουργία μᾶς ἔδειξε τό πῶς πρέπει νά λειτουργοῦν οἱ ψυχικές καί σωματικές δυνάμεις μας καί νά πορεύωνται κατά Θεόν, ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νά ζοῦμε χωρίς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὑπάρχει διάσπαση μεταξύ τῆς εὐχαριστιακῆς ζωῆς καί τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, μεταξύ τῆς σχέσεώς μας μέ τόν Θεό καί τῆς σχέσεώς μας μέ τούς ἀδελφούς μας.

Αὐτή ἡ διαγωγή θά ἔχη καί αἰώνιες συνέπειες. Ὅταν μαθαίνουμε νά ἀφηνόμαστε στήν θεία Χάρη καί τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ, τότε αὐτό θά συνεχίζεται αἰωνίως. Ὅταν συνεχῶς κάνουμε κατάχρηση τῶν χαρισμάτων πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, τότε θά μᾶς ζητηθῆ λόγος γι’ αὐτό. Ὅταν ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀλλά συνεχίζουμε νά ἁμαρτάνουμε, τότε θά καταλήξουμε σέ μιά ἀσυναίσθητη καί ἀνάλγητη κατάσταση. Ὅταν δέν συγχωροῦμε τά πταίσματα τῶν ἀδελφῶν μας, τότε δέν θά συγχωρήση ὁ Θεός καί τά δικά μας πταίσματα. Ὅταν ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς θείας Λειτουργίας δέν μεταμορφώνη τήν ζωή μας καί δέν ἀλλοιώνη καί τήν κοινωνική μας συμπεριφορά, τότε θά εἴμαστε ἐμεῖς αἴτιοι τῆς καταστροφῆς μας, τῆς αἰώνιας ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τόν Θεό.

Πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι μᾶς ἔχουν δοθῆ πολλά χαρίσματα, πολλές εὐεργεσίες ἀπό τόν Θεό καί θά ἀπολογηθοῦμε γι’ αὐτές, θά δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας. Αὐτό γίνεται σέ κάθε θεία Λειτουργία, ἀλλά θά γίνη καί στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του. Τότε θά ἔλθη ὁ Χριστός μέσα στήν δόξα Του γιά νά μᾶς κρίνη, γιά νά παραλάβη αὐτούς πού εἶναι κατάλληλοι γιά τήν αἰώνια θεία Λειτουργία μέσα στό Φῶς. Ἡ προετοιμασία μας γιά τήν συνάντησή μας μέ τόν Χριστό στήν Δευτέρα Παρουσία Του, εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον συμμετέχουμε σέ κάθε θεία Λειτουργία καί ἡ συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἀδελφούς. Ὅταν ἡ συμμετοχή μας στήν θεία Λειτουργία μεταμορφώνη καί τήν κοινωνική μας συμπεριφορά, τότε θά εἴμαστε ἄξια τέκνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἕτοιμοι νά συμμετάσχουμε στό Φῶς τῆς αἰώνιας, τῆς οὐράνιας θείας Λειτουργίας.

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού σήμερα ἑορτάζει, μιλοῦσε συνέχεια γιά τά θέματα αὐτά, ἔκανε λόγο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν Παράδεισο καί ἔδειχνε τόν δρόμο γιά τήν εἴσοδο σέ αὐτόν. Ὁ ἴδιος καί τό κήρυγμά του ἦταν φῶς μέσα στούς σκοτεινούς χρόνους τῆς δουλείας. Ἔτσι πρέπει καί ἐμεῖς νά ζοῦμε γιά νά εἴμαστε φῶς στίς σύγχρονες σκοτεινές καταστάσεις καί νά εἰσέλθουμε στό Φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ο Μητροπολιτης

+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό Κήρυγμα Κυριακή, 30 Αὐγούστου: «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς ... » (Ματθ. ε΄, 11-12)

«Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ῥῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. χαίρετε καί ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε΄, 11-12)

Ὁ μακαρισμός αὐτός εἶναι συνέχεια τοῦ προηγούμενου μακαρισμοῦ τοῦ Χριστοῦ στήν ὁμιλία Του πού ἔκανε στό Ὄρος στήν ἀρχή τῆς δράσεώς Του. Ὅπως μπορεῖ νά παρατηρήση κανείς εὐχερῶς, οἱ προηγούμενοι μακαρισμοί εἶναι διατυπωμένοι σέ τρίτο πρόσωπο –γιά παράδειγμα «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι» κλπ.– ἐνῶ ὁ μακαρισμός αὐτός εἶναι διατυπωμένος σέ δεύτερο πρόσωπο, πού σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός μέ τόν μακαρισμό αὐτό στρέφεται στούς Μαθητές καί Ἀποστόλους, ἤτοι «μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς».

Ἔτσι, στόν μακαρισμό αὐτό συνεχίζεται ὁ προηγούμενος μακαρισμός πού ἀναφερόταν στόν διωγμό, ἀλλά ἐφαρμόζεται στούς Μαθητές Του. Γι' αὐτό δέν εἶναι ἕνας διαφορετικός μακαρισμός, ἀλλά προσμετρᾶται στόν προηγούμενο.

Γίνεται λόγος γιά ὀνειδισμούς, γιά διωγμούς, γιά πονηρά ρήματα, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἀποκάλεσαν τούς Ἀποστόλους γόητες, πλάνους καί πολλά ἄλλα. Ἐπίσης, γίνεται λόγος γιά διωγμούς καί ὀνειδισμούς μέ ψεύτικες κατηγορίες καί ἕνεκα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, ἄν κανείς δεχθῆ ὀνειδισμούς καί διωγμούς ὄχι μέ ψευδεῖς κατηγορίες οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ Χριστοῦ, τότε αὐτός εἶναι ἄθλιος, γιατί σκανδαλίζει πολλούς.

Ὅποιος διώκεται γιά τόν Χριστό καί γιά τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, αὐτός δέν πρέπει νά λυπᾶται, νά στενοχωρῆται, νά πικραίνεται, ἀλλά νά χαίρεται καί νά σκιρτᾶ ἀπό ἀγαλλίαση, γιατί θά λάβη μεγάλο μισθό στούς οὐρανούς. Πρόκειται γιά τήν δόξα μέ τήν ὁποία θά περιβληθοῦν οἱ Μάρτυρες καί οἱ διωκόμενοι. Ὅταν κάνουμε λόγο γιά δόξα, ἐννοοῦμε τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτό τό Φῶς εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ πνευματικός οὐρανός. Στόν μακαρισμό αὐτό γίνεται λόγος γιά οὐρανούς στόν πληθυντικό ἀριθμό, γιατί καθένας ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του κατάσταση θά μετέχη τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ὁ Χριστός εἶπε: «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναί πολλαί εἰσιν» (Ἰω. ιδ΄, 2).

 

 

Τό μαρτύριο δέν εἶναι ἁπλῶς μιά καλή διάθεση ἤ ἕνα ἀνθρώπινο συναίσθημα καί μιά ἰσχυρή βούληση, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ.

 

 


Ὁ Χριστός, ἀναφερόμενος στούς Ἀποστόλους, τούς ὑποδεικνύει τούς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι διώχθηκαν καί ἀπέκτησαν μεγάλη δόξα. Αὐτός εἶναι ὁ κλῆρος τῶν Δικαίων. Οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες εἶναι ὑπόδειγμα καί παράδειγμα σέ μᾶς γιά τό πῶς θά ζήσουμε στήν ζωή μας, πῶς θά πεθάνουμε καί πῶς θά ζήσουμε αἰωνίως.

Ὅταν διαβάζη κανείς προσεκτικά καί τούς ὀκτώ μακαρισμούς, ἀπό τόν πρῶτο ἕως τόν τελευταῖο, διαπιστώνει ὅτι καταγράφουν τήν πορεία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ Χριστιανός ἀρχίζει τήν πνευματική του ζωή ἀπό τήν ταπείνωση, πού εἶναι αἴσθηση τῆς πτωχείας κατά Χριστόν, αἰσθάνεται ὅτι βρίσκεται μακριά ἀπό τόν Θεό, δέν ἔχει χαρίσματα καί εἶναι πτωχός, ὁπότε ἀμέσως ἀποκτᾶ τό κατά Θεόν πένθος. Ἡ μετάνοια εἶναι κατάσταση τῆς ταπεινώσεως. Μετά τό πένθος ἔρχεται ἡ πραότητα, ἀκολουθεῖ ἡ πείνα καί ἡ δίψα γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ γεύεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει νά ἀναζητᾶ κάτι περισσότερο. Ἔτσι, γίνεται ἐλεήμων, καθαρός στήν καρδιά, εἰρηνοποιός καί ἔπειτα ὑφίσταται καί τόν διωγμό μέ χαρά.

Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος παρουσιάζει τήν σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ τῶν μακαρισμῶν τοῦ Χριστοῦ καί πῶς ἀπό τόν πρῶτο μακαρισμό ὁ Χριστιανός διαδοχικά προχωρεῖ μέχρι τόν τελευταῖο μακαρισμό. Διδάσκει ὅτι ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, ἐκεῖ ὑπάρχει βυθός ταπεινοφροσύνης καί ἐκεῖ ὑπάρχουν οἱ ἐλλάμψεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ ἐπικρατεῖ φωτοχυσία Θεοῦ καί ἐκεῖ ζῆ ὁ Θεός μέ σοφία καί γνώση τῶν μυστηρίων Του. Ὁπότε ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καί ἡ ἐπίγνωση τῆς Βασιλείας καί οἱ κεκρυμμένοι θησαυροί τῆς πνευματικῆς πτωχείας.

Ἔτσι, κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὅπου ὑπάρχει πνευματική πτωχεία, ἐκεῖ ὑπάρχει τό χαρμόσυνο πένθος καί τά ἀδιάκοπα δάκρυα πού καθαρίζουν τήν ψυχή, τήν ὁποία καθιστοῦν φωτεινότατη. Μέ αὐτά ἡ ψυχή ἀνυψώνεται, ἀναγνωρίζει τόν Χριστό, γίνεται πραεία, ἀκίνητη πρός τήν ὀργή, πεινᾶ καί διψᾶ γιά νά μάθη τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, γίνεται ἐλεήμων καί συμπαθής, καθαρίζεται ἡ καρδία καί γίνεται καθαρή, βλέπει καθαρά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα, οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν τέτοιες καθαρές ψυχές, οἱ ὁποῖες βλέπουν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, γίνονται εἰρηνοποιοί καί καλοῦνται υἱοί τοῦ Ὑψίστου, ἀγαποῦν τόν Θεό καί ὑπομένουν γι’ Αὐτόν κάθε πόνο καί θλίψη, ὑβριζόμενοι, ὀνειδιζόμενοι καί διωκώμενοι, ὑπομένουν κάθε διωγμό αἰσθανόμενοι ἀγαλλίαση, γιατί ἀξιώθηκαν νά ἀτιμασθοῦν ἀπό τούς ἀνθρώπους γιά τήν ἀγάπη Του.

Μέ τήν βίωση τῶν μακαρισμῶν τοῦ Χριστοῦ καί τό ἀπαύγασμα τοῦ θείου Φωτός δεχόμαστε τήν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά καί ἀπό ἐκεῖ καρποφορεῖται γιά τόν Χριστό ἡ πραότητα, ἡ εἰρήνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ συμπάθεια, ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά γιά τούς πειρασμούς καί ἡ προθυμία νά πεθάνη γιά τούς ἀδελφούς του.

Καί προτρέπει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος νά ἐξετάζουμε τόν ἑαυτό μας μέ ἀκρίβεια, γιά νά γνωρίσουμε ἐάν στίς ψυχές μας ὑπάρχη αὐτή ἡ σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἄν μέσα μας εἶναι ὁ Χριστός. Ἀντίθετα, ἐάν δέν λάβαμε τόν Χριστό καί τήν σφραγίδα Του, τότε ζῆ μέσα μας ὁ δόλιος κόσμος καί εἴμαστε ξένοι πρός τήν αἰώνια ζωή καί τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ἀπό ὅλα αὐτά φαίνεται ὅτι ἡ πνευματική ζωή ἀρχίζει ἀπό τήν ταπείνωση, τήν αἴσθηση τῆς πνευματικῆς μας πτωχείας καί προοδευτικά ὁ Χριστιανός ζῆ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί στό τέλος ὅλη αὐτή ἡ ζωή ὁλοκληρώνεται μέ τούς διωγμούς καί τό μαρτύριο, πού ἀποτελεῖ τήν δόξα τοῦ Χριστιανοῦ.

Ἔτσι, τό μαρτύριο εἶναι τό τέλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὁ καρπός τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ἀποτέλεσμα τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Τό μαρτύριο δέν εἶναι ἁπλῶς μιά καλή διάθεση ἤ ἕνα ἀνθρώπινο συναίσθημα καί μιά ἰσχυρή βούληση, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι μαζί μέ τούς μακαρισμούς ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, παρακαλεῖται ἀπό τόν Θεό, γίνεται κληρονόμος τῆς γῆς, χορταίνει ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέχεται τήν ἐλεημοσύνη, βλέπει τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, γίνεται ναός τοῦ Θεοῦ. Μέ τέτοια μεγάλα πνευματικά δῶρα ἀφ’ ἑνός μέν αἰσθάνεται μέσα του τό πλήρωμα τῆς ζωῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ δέν γίνεται ἀποδεκτός ἀπό τόν κόσμο, δέν μπορεῖ νά συμβαδίση μέ τίς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων.

Οἱ μακαρισμοί τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Μέσα σέ αὐτούς κρύβεται ὅλη ἡ πνευματική μας πορεία. Μακάρι νά τούς βιώσουμε στήν ζωή μας.

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό Κήρυγμα, Κυριακή 16 Αὐγούστου: «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. ε΄, 9)

Ἡ εἰρήνη, πού ἔχουν οἱ εἰρηνοποιοί τούς ὁποίους μακαρίζει ὁ Χριστός, δέν εἶναι μιά κοινωνική, κοσμική εἰρήνη, ἀλλά ἡ εἰρήνη πού εἶναι ἀποτέλεσμα καί καρπός τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς καί τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεό. Γιατί τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται εἰρηνοποιός, γεύεται τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ «τήν ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. δ΄, 7), ἡ ὁποία φρουρεῖ τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.

Εἰρηνοποιοί δέν εἶναι μόνον αὐτοί πού εἰρηνεύουν οἱ ἴδιοι μέ ὅλους τούς ἄλλους, ἀλλά καί αὐτοί πού καταλλάσσουν τούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι στασιάζουν μεταξύ τους. Ὅποιος γεύθηκε μέσα του τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, αὐτός γίνεται μέ κάθε τρόπο εἰρηνοποιός.

Ἡ εἰρήνη ἑρμηνεύεται μέσα ἀπό τόν ἁγιογραφικό λόγο καταλλαγή, πού σημαίνει συμφιλίωση. Καί αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, τήν διδασκαλία Του, κυρίως τόν Σταυρό, τόν θάνατο, τήν Ἀνάστασή Του κατήλλαξε, δηλαδή συμφιλίωσε τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό. Δέν γίνεται λόγος στήν Ἁγία Γραφή γιά καταλλαγή τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, γιατί ὁ Θεός δέν μισεῖ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά γιά καταλλαγή τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό, σκοτίσθηκε τό κατ’ εἰκόνα, τό νοερό τῆς ψυχῆς του∙ εὑρισκόμενος μέσα στό σκοτάδι λάτρευε τά εἴδωλα, διαστράφηκαν ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς του, ἀγρίεψε ὁ ἴδιος ἀπό τά πάθη. Καί ὁ Χριστός τόν ἀγάπησε, τόν προσέλαβε, τόν προσήγαγε στόν Πατέρα Του καί τόν συμφιλίωσε μαζί Του.

 

 

Ἔχοντες τίς δύο αὐτές μορφές εἰρήνης, ἤτοι τήν ἐσωτερική εἰρήνη καί τήν σχέση μας μέ τόν Θεό, γινόμαστε ἀληθινά εἰρηνοποιοί στόν οἰκογενειακό καί κοινωνικό χῶρο.

 

 

 

Ἡ εἰρήνη, κατ’ ἀρχάς, βιώνεται μέσα στόν ἄνθρωπο∙ εἶναι ἡ εἰρήνευση τοῦ θελήματος τῆς σαρκός μέ τό θέλημα τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ ὑποταγή τοῦ σώματος στήν ψυχή. Πολλοί Πατέρες χρησιμοποιοῦν τήν εἰκόνα τοῦ ἀλόγου ζώου μέ τόν ἀναβάτη γιά νά δείξουν τήν σχέση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Τό σῶμα μέ τά πάθη, πού εἰσέρρευσαν μετά τήν προπατορική ἁμαρτία, ὁμοιάζει μέ τό ἄλογο ζῶο. Ἄλλωστε γι’ αὐτό γίνεται λόγος γιά δερμάτινους χιτῶνες πού ἐνδύθηκε ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτώση του, εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀλόγων ζώων. Ἡ ψυχή πρέπει νά διευθύνη τό σῶμα μέ τίς δυνάμεις του καί νά ὁδηγοῦνται καί τά δύο πρός τόν Θεό. Ὅταν γίνη ἀντιστροφή μεταξύ τους, ὅταν τό σῶμα διευθύνη τήν ψυχή, τότε ὑπάρχει ἐμφύλιος πόλεμος μέσα στόν ἄνθρωπο, γιατί αὐτή ἡ κατάσταση δέν εἶναι φυσική. Ἡ ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων ψυχῆς καί σώματος λέγεται εἰρήνευση.

Ἔπειτα, ἡ εἰρήνη ὡς καταλλαγή-συμφιλίωση πρέπει νά βιωθῆ ὡς εἰρήνευση μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἡ εἰρήνη μας (Ἐφεσ. β΄, 14). Αὐτός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο καί ἐμεῖς πρέπει νά συνδεόμαστε μαζί Του γιά νά ἀποκτήσουμε τήν πραγματική εἰρήνη.

Ἔχοντες τίς δύο αὐτές μορφές εἰρήνης, ἤτοι τήν ἐσωτερική εἰρήνη καί τήν σχέση μας μέ τόν Θεό, γινόμαστε ἀληθινά εἰρηνοποιοί στόν οἰκογενειακό καί κοινωνικό χῶρο. Γιατί, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν γευθῆ τί εἶναι εἰρήνη μέσα στήν ψυχή του καί μέ τόν Θεό, ἄν δέν βιώση τήν ἐσωτερική γαλήνη, δέν μπορεῖ νά τήν προσφέρη στούς ἄλλους. Καθένας δίνει στόν ἄλλον αὐτό πού ἔχει καί φυσικά μεταδίδει στούς ἄλλους αὐτό πού δέν ἔχει. Ὅταν κάνουμε κάποιο ἔργο μέ ταραχή καί ἀγωνία, τήν κατάσταση αὐτή τήν μεταδίδουμε καί στούς ἄλλους, ἐνῶ, ὅταν ἐργαζόμαστε εἰρηνικά, μέ προσευχή καί ἠρεμία, τότε αὐτό ἀντανακλοῦμε καί στούς ἄλλους.

Ὅσοι εἶναι εἰρηνοποιοί θά ὀνομασθοῦν παιδιά τοῦ Θεοῦ, γιατί ὅπως ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἔφερε τήν εἰρήνη μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί οἱ εἰρηνοποιοί μέ τήν διδασκαλία τους ἐπιστρέφουν τούς ἀνθρώπους στόν Θεό καί τούς εἰρηνεύουν. Ὁπότε, καλοῦνται παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή κάνουν ἔργο θεϊκό, ἔργο σωτηριῶδες.

Εἶναι χαρακτηριστικό ἐδῶ ὅτι γίνεται λόγος γιά τό ὅτι οἱ εἰρηνοποιοί θά γίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτό δέν εἶναι δεδομένο μέ τήν δημιουργία μας. Κάθε ἄνθρωπος μέ τήν γέννησή του εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ τήν ἀναγέννησή του γίνεται παιδί τοῦ Θεοῦ, υἱός κατά Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Στίς κοινωνίες καί στίς καρδιές μας βλέπουμε πολλές διαμάχες, πολλούς ἐμφυλίους πολέμους, πολλές ἐπαναστάσεις, ἐχθρότητες. Ὅλοι ἀγωνίζονται γιά τήν εἰρήνη, χωρίς νά ἔχουν καθαρότητα καρδιᾶς. Πρέπει νά ἀποκτήσουμε τήν εἰρήνη, νά γίνουμε εἰρηνοποιοί γιά νά εἴμαστε «υἱοί τοῦ Θεοῦ».


Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ